Η θρησκευτική πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων
από την Α' έως και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η «μεταστροφή» του
από την Α' έως και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο.
Ειρήνης Αρτέμη
Mphil. Θεολογίας. Φιλολογίας
Υπ. διδάκτορος Θεολογίας
Mphil. Θεολογίας. Φιλολογίας
Υπ. διδάκτορος Θεολογίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η περίοδος της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (324-1453)[1] συμπίπτει με το μεσαιωνικό τμήμα της εθνικής ιστορίας των Ελλήνων. Τι εννοούμε όμως όταν κάνουμε αναφορά στη «βυζαντινή αυτοκρατορία»; Σε ένα τέτοιο ερώτημα η απάντηση είναι αρκετά περίπλοκη. Αρχικά, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η βυζαντινή ιστορία είναι μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του imprerium romanum.[2]
Οι όροι «Βυζάντιο», «Βυζαντινή αυτοκρατορία», «Βυζαντινό κράτος» ήταν ανύπαρκτοι για την τότε χρονική περίοδο και για τους επονομαζομένους τότε «Βυζαντινούς». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αποτελούν νεολογισμούς και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο 16ο αιώνα και εξής από τον Ιερώνυμο Wolff και τον Ph. Labbé, για να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους, αλλά και το ίδιο το κράτος, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, που ήταν η αρχαία αποικία των Μεγαρέων «Βυζάντιον».[3] Οι κάτοικοι του κράτους αυτού είχαν τη συνείδηση ότι ονομάζονταν Ρωμαίοι, ήταν συνεχιστές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο αυτοκράτοράς τους θεωρώταν ρωμαίος ηγεμόνας, διάδοχος και συνεχιστής των παλαιοτέρων ρωμαίων αυτοκρατόρων. Για το λόγο αυτό ονόμαζαν και την Κωνσταντινούπολη «Νέα Ρώμη». Υπήρχαν μερικοί τότε συγγραφείς που έκαναν χρήση των όρων «Βυζαντίς», «Βυζαντίνων Πόλις», αλλά αυτό γινόταν μόνο από γεωγραφική και τοπογραφική σκοπιά.
Το επίθετο Ρωμαίος δεν είχε καμία εθνολογική σημασία. Δεν σήμαινε με άλλα λόγια ότι οι Βυζαντινοί κατάγονταν από τους Λατίνους. Η προτίμηση που εκδηλώθηκε στο παραπάνω επίθετο έναντι του επιθέτου Έλλην, βασίστηκε στην ταύτιση του όρου με τον ειδωλολάτρη, τον παγανιστή και τον Εθνικό. Όσον αφορά στη χρήση των λέξεων Ελλάς και Ελλαδικός είχαν καθαρά τοπογραφική και γεωγραφική σημασία.[4]
Το Βυζάντιο ως συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στήριξε τη γέννεση και την εξέλιξή του σε τρεις αδιαφιλονίκητους παράγοντες· τη ρωμαϊκή παράδοση, τον ελληνικό πολιτισμό, τη χριστιανική θρησκεία και πίστη. Ως νόμιμος κληρονόμος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέχει στατικά και δυναμικά το γεωγραφικό χώρο που είχε η τελευταία. Στατικά, γιατί τα όρια της νέας αυτοκρατορίας ήταν τα όρια της παλιάς -όσα και όπως τα διαμόρφωσε η φορά των ιστορικών πραγμάτων στο πέρασμα των αιώνων. Δυναμικά, γιατί η νέα αυτοκρατορία θεωρούσε ως σκοπό της την αποκατάσταση των συνόρων που είχε το ρωμαϊκό κράτος κατά τη διάρκεια της μεγάλης του ακμής.[5] Η ελληνική γλώσσα, η ελληνική σκέψη και γενικότερα ο ελληνικός πολιτισμός είχαν γίνει γνωστά από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του. Ταυτόχρονα η σύνδεση του πολιτισμού των Ελλήνων με τη χριστιανική θρησκεία οδήγησε στη διάδοση και οριστική θεμελίωση του χριστιανισμού. Ο συνδυασμός αυτός, η ανάμειξη του Χριστιανισμού με τον ειδωλολατρικό ελληνισμό δημιούργησαν έναν νέο χριστιανοελληνικό ανατολικό πολιτισμό, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία με το όνομα ΒΥΖΑΝΤΙΟ.
Σημαντικό πρόσωπο στη θεμελίωση της Νέας Ρωμαϊκής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας δηλαδή της Βυζαντινής υπήρξε ο Κωνσταντίνος Α', αυτοκράτορας της Ρώμης. Για το Μεγάλο Κωνσταντίνο και το έργο του θα γίνει λόγος εκτενέστερα παρακάτω.
Από τον τέταρτο αιώνα, η Αυτοκρατορία αναγνωρίζει ως επίσημη θρησκεία της το Χριστιανισμό και συνδέει την «τύχη» της με την εξάπλωση της νέας θρησκείας, τους αγώνες της έναντι των αιρέσεων, την προσπάθεια του εκχριστιανισμού γείτονων λαών, τα ήθη και τη γενικότερη διδασκαλία που πρεσβεύει η θρησκεία του Ναζωραίου Ιησού Χριστού. Ο αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ανώτατος ηγεμόνας του κράτους και του στρατού, ο ανώτατος δικαστής και ο μοναδικός νομοθέτης, είναι παράλληλα ο προστάτης της Εκκλησίας, του ορθού δόγματος, η προσωποποίηση του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Είναι με απλά λόγια ο εκλεκτός του Θεού.
Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που εκδηλωνόταν σύγκρουση στις σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας, κάθε φορά που ο Αυτοκράτορας, είτε υιοθετούσε κάποια αιρετική διδασκαλία είτε ήθελε να έχει ανάμειξη σε θέματα πίστεως και λατρείας, για τα οποία υπεύθυνοι ήταν μόνο οι πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Μάλιστα κατά τους μέσους χρόνους η Εκκλησία ασκεί σημαντική εξουσία ως δυναμικός παράγοντας, που θέτει φραγμούς στη διακυβέρνηση του εκάστοτε αυτοκράτορα.
Ωστόσο, όπως πολύ σωστά, αναφέρει ο Ostrogorsky στο μνημειώδες έργο του[6]: το Βυζάντιο δεν το χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του ορθόδοξου κράτους και της ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε έναν ενιαίο κρατικο - εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι πολύ συνηθισμένη η σύμπτωση συμφερόντων και των δύο εξουσιών όπως και η σταθερή συνεργασία τους κάθε φορά που η κίνδυνοι απειλούσαν τη θεόδοτη τάξη, είτε από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του αυτοκράτορα είτε από τους εχθρικους προς την Εκκλησία αιρετικούς. Από την άλλη όμως πλευρά η σύμπραξη αυτή παρασύρει αναπόδραστα την Εκκλησία κάτω από την άμεση κηδεμονία του παντοδύναμου αυτοκράτορα. Έτσι η υπεροχή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική θα καταστεί η χαρακτηριστική και κανονική πια σχέση για όλες τις εποχές του Βυζαντίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ
Ο Κωνσταντίνος Α', αυτοκράτορας της Ρώμης, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Μέγας. Κανένας άλλος ηγεμόνας δεν άξιζε περισσότερο το προσωνύμιο αυτό από τον Κωνσταντίνο. Η διορατικότητα και η οξυδέρκεια του χαρακτήρα του τον οδήγησαν να λάβει δύο σπουδαίες αποφάσεις, που έμελλαν να αλλάξουν το ρούν της ιστορίας της μέχρι τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σφράγισαν, όχι μόνο τον τέταρτο αιώνα αλλά επηρέασαν ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της νέας ανατολικής αυτοκρατορίας και τη δογματική θεμελίωση και εξάπλωση του χριστιανισμού. Η πρώτη απόφαση ήταν η υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντινού κράτους και η δεύτερη ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην καινούρια πόλη που έχτισε στην τοποθεσία του αρχαίου Βυζαντίου, την Κωνσταντινούπολη[7]. Η πρωτεύουσα[8], λοιπόν, μεταφέρθηκε από τις όχθες του Τίβερη στις όχθες του Βοσπόρου, από την παλιά Ρώμη, στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος Α', αυτοκράτορας της Ρώμης, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Μέγας. Κανένας άλλος ηγεμόνας δεν άξιζε περισσότερο το προσωνύμιο αυτό από τον Κωνσταντίνο. Η διορατικότητα και η οξυδέρκεια του χαρακτήρα του τον οδήγησαν να λάβει δύο σπουδαίες αποφάσεις, που έμελλαν να αλλάξουν το ρούν της ιστορίας της μέχρι τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σφράγισαν, όχι μόνο τον τέταρτο αιώνα αλλά επηρέασαν ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της νέας ανατολικής αυτοκρατορίας και τη δογματική θεμελίωση και εξάπλωση του χριστιανισμού. Η πρώτη απόφαση ήταν η υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντινού κράτους και η δεύτερη ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην καινούρια πόλη που έχτισε στην τοποθεσία του αρχαίου Βυζαντίου, την Κωνσταντινούπολη[7]. Η πρωτεύουσα[8], λοιπόν, μεταφέρθηκε από τις όχθες του Τίβερη στις όχθες του Βοσπόρου, από την παλιά Ρώμη, στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη.
Ο Μέγας Κωνσταντνος γεννήθηκε περίπου το 274 μ.Χ. Ο πατέρας του Κωνστάντιος Χλωρός η Χλομός ήταν σπουδαίος στρατηγός, καταγώμενος από αριστοκρατική οικογένεια της περιοχής της Ιλλυρίας. Η μητέρα του ονομαζόταν Ελένη. Ήταν χριστιανή και σε αυτήν οφείλει ο Κωνσταντίνος την αρχική γνωριμία του με τη χριστιανική θρησκεία.
Το 305 μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού από το θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Αύγουστοι ανακηρύσσονται ο Γαλέριος στην Ανατολή και ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, στη Δύση. Στο μεταξύ ο Κωνστάντιος είχε χωρίσει την Ελένη και είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού, Θεοδώρα. Το 306 ο Κωνστάντιος πεθαίνει στη Βρετανία και στη θέση του αυγούστου ανέρχεται ο Κωνσταντίνος. Ύστερα από τη νίκη του Κωνσταντίνου και του Γαλέριου εναντίον του Μαξιμιανού και του γιου του Μαξέντιου το 312, οι δύο πρώτοι γίνονται αυτοκράτορες. Δίνουν τέλος στους διωγμούς των χριστιανών υπογράφοντας στα Μεδιόλανα το διάταγμα της ανεξιθρησκείας. Το 324, ύστερα από μάχη στη Χρυσούπολη, ο Λικίνιος ηττάται από τον Κωνσταντίνο και σκοτώνεται. Ο Κωνσταντίνος αναδεικνύεται ως μοναδικός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Κωνσταντίνος βοηθάει με κάθε τρόπο τη χριστιανική θρησκεία, όχι μόνο σταματώντας τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών αλλά ταυτόχρονα δίδοντας τα ίδια δικαιώματα στους χριστιανούς με τους οπαδούς των ειδωλολατρικών θρησκειών. Έδωσε δωρεές και προνόμια στο χριστιανικό κλήρο, όπως το να τον απαλλάξει από τους φόρους, ανήγειρε εκκλησίες και μοναστήρια, χωρίς όμως να απαξιώνει φανερά τους εθνικούς, Πολλοί ιστορικοί[9] θεωρούν ότι ο Κωνσταντίνος βοήθησε το χριστιανισμό από πολιτική σκοπιμότητα. Ενώ υποστηρίζουν ότι ο θρίαμβος της νίκης του χριστιανισμού είχε ήδη συντελεσθεί στην Ανατολή, πολύ πριν από τη μονοκρατορία του Κωνσταντίνου.
Αν και ο Κωνσταντίνος υπερασπίστηκε τη χριστιανική θρησκεία, ο ίδιος βαπτίζεται χριστιανός λίγο πριν εκμετρήσει το βίο του. Τυπικά κράτησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του τον τίτλο του Pontifex Maximus για πολιτικούς λόγους και για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και αρμονίας στις σχέσεις μεταξύ ειδωλολατρών και χριστιανών. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς το χριστιανισμό «αρχίζει», κατά τον ιστορικό Ευσέβιο[10], με το όραμα του Κωνσταντίνου, πριν από τη μάχη με το Μαξέντιο καθώς και με την προσευχή του στο Θεό των Χριστιανών. Ο Ευσέβιος με την αποδιδόμενη στην περιγραφή του οράματος έμφαση επιδιώκει όχι απλώς την ανάδειξη του λόγου της μεταστροφής του Μ. Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, αλλά και τη θεμελίωση της νέας χριστιανικής προοπτικής της αυτοκρατορικής εξουσίας, η οποία αντλούσε πλέον το περιεχόμενό της από τον Τριαδικό Θεό των Χριστιανών. Πάνω σε αυτήν την προοπτική, θεμελιώθηκε η πολιτική θεολογία.[11] Ωστόσο, η «θεοσημία», αφού συνδέθηκε άρρηκτα με το πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, θεωρήθηκε πάντοτε στη συνείδηση της Εκκλησίας ως άμεση θεία κλήση, κατά το υπόδειγμα της κλήσεως του αποστόλου Παύλου, για το λόγο αυτό δόθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο χαρακτηρισμός ισαπόστολος και «ο εν βασιλεύσιν απόστολος» της Χριστιανικής θρησκείας.
Ο καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς υποστηρίζει ότι η θρησκευτική πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου απέκτησε καθοριστική σημασία στην ιστορία της ανθρωπότητας, όχι βεβαίως. γιατί ένας ρωμαίος αυτοκράτορας κατοχύρωσε την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας η γιατί ασπάσθηκε το Χριστιανισμό, μία δηλαδή από τις πολλές θρησκείες της αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως γιατί η πρωτοβουλία του αυτή συνδέθηκε σε τελευταία ανάλυση με την υποκατάσταση της κοσμοκεντρικής θεωρίας της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας από την αντίστοιχη θεοκεντρική διδασκαλία του Χριστιανισμού.[12] Σύμφωνα με το Χριστιανισμό, ο αυτοκράτορας δεν είναι πια Θεός, αλλά ο ηθελημένος, ο εκλεκτός του Θεού, που κυβερνάει μόνο με τη θεία χάρη και επίνευση.
Εν κατακλείδι, ο Κωνσταντίνος υπερασπίστηκε το χριστιανισμό χωρίς να δείξει μισαλλοδοξία απέναντι στους οπαδούς της εθνικής θρησκείας. Η πολιτική του βοήθησε το χριστιανισμό να διαδοθεί ευκολότερα, αφού δεν υπήρχε πια το μεγάλο εμπόδιο των διωγμών. Η ενίσχυση της νέας θρησκείας έγινε από τα οικονομικά και πολιτικά μέτρα που έλαβε συγκαλείται η Α' Οικουμενική Σύνοδος για την προάσπιση της ορθόδοξης θεολογίας του χριστιανισμού εναντίον της αίρεσης του Αρειανισμού. Τέλος ο ίδιος μετανόησε και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν κοιμηθεί, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι και "ίδιος ήταν μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Όλα τα παραπάνω αλλά κυρίως η άμεση θεία κλήση του έκαναν την Εκκλησία να τον ανακηρύξει άγιο και ισαπόστολο.
Συνεχιζεται......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου