ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΟΙ

Τι γνωρίζουμε για το Μυστηριώδες Τάγμα των Βουκελλαρίων, το οποίο υπήρξε ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος
της Βυζαντινής Ιπποσύνης, το προνομιούχο “Corpe d’ Elite” (= Επίλεκτο Σώμα) της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας,
ο πρόδρομος και το πρότυπο όλων των Δυτικών Ιπποτικών Ταγμάτων του Μεσαίωνα?

Η «Αυτοκρατορική, Επίλεκτος, Ομοτράπεζος, Σύμμικτος, Καβαλλαρική (=Ιπποτική) Τάξη των ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΩΝ»
αποτελούσε το πλέον ηρωικό, επίλεκτο και αξιόμαχο Καβαλλαρικό σώμα της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, είχε αρχικώς
ιδρυθεί το 514 μ.Χ. από τον τότε 14ετή μαθητή και μετέπειτα πολυνίκη θρυλικό Στρατηγό του Αυτοκράτορος
Ιουστινιανού, Βελισάριο, ο οποίος ήτο Έλλην, εκ της Γερμανικείας της Θράκης, Ευγενής και Συγκλητικής καταγωγής.

Οι Βουκελλάριοι απετέλεσαν την προσωπική του σωματοφυλακή και ήσαν τιμητικώς ομοτράπεζοί του. Συνέτρωγαν δε τον
ίδιο άρτο, ο οποίος ονομαζόταν “Βουκέλλα”, από τον οποίο προέρχεται και η ονομασία τους.
Η Βουκέλλα ήταν ένα είδος «Κρικέλλας», δηλ. Μεγάλου Άρτου σχήματος κρίκου τον οποίον μοιράζονταν πολλοί ομοτράπεζοι.
Ποιοτικώς ήταν ανώτερος από εκείνον τον οποίον έτρωγε το υπόλοιπο στράτευμα και για την ακρίβεια ήταν το είδος
εκείνο το οποίο χρησιμοποιείτο ως «Βούκα» (από την οποία ετυμολογείται η λέξη Βουκέλλα, δηλ. μεγάλη «Βούκα»), που
σημαίνει μπουκιά εμβαπτισμένη στον άκρατο οίνο της Θείας Ευχαριστίας, η οποία τότε ονομαζόταν «Βουκάκρατον». Η
Βούκα ήταν επομένως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας, ο οποίος συμβόλιζε το «Σώμα του Χριστού».
ΔΟΡΑΤΟΦΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΦΡΑΚΤΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΟΠΛΙΣΕΩΣ ΤΗΣ "ΙΕΡΑΣ, ΕΠΙΛΕΚΤΟΥ, ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΥ, ΣΥΜΜΙΚΤΟΥ ΚΑΒΑΛΛΑΡΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΩΝ".ΦΕΡΟΥΝ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ "ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΟ ΦΛΑΜΜΟΥΛΟ" ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ. ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ Η ΟΠΟΊΑ ΤΟΥΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΙ ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΠΙΘΑΝΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ.
Αξίζει να μνημονευθεί ότι η λέξη «Βουκελλάριος» ετυμολογείται από τη λέξη «Βουκάκρατον» (Θεία Ευχαριστία) που
ετυμολογείται από τις λέξεις «Βούκα», δηλ. μπουκιά (μικρό τεμάχιο Βουκέλλας), που συμβολίζει το Σώμα του Κυρίου
και «Άκρατος» δηλ. ανόθευτος οίνος, που συμβολίζει το Αίμα της Αιωνίου Ζωής του Αναστάντος Κυρίου, το μη
προσμεμιγμένο με το ύδωρ του θανάτου που έρευσε όταν ο Ιησούς παρέδωσε το Πνεύμα Του επάνω στο σταυρό, καθώς και
από την λέξη «Κελλάριος» που σημαίνει Φύλακας. «Βουκελλάριος» επομένως σημαίνει, σύμφωνα με λεξικό του 17ου αι.,
«Φύλακας του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας» ή «Φύλακας του (Αναστάντος ή Αθανάτου) Σώματος του Χριστού».
"ΚΑΤΑΦΡΑΚΤΟΣ ΔΟΡΑΤΟΦΟΡΟΣ" ΤΗΣ "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ, ΕΠΙΛΕΚΤΟΥ, ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΥ, ΣΥΜΜΙΚΤΟΥ, ΚΑΒΑΛΛΑΡΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΩΝ".
Οι Βουκελλάριοι μνημονεύονται επίσης και ως μυστικοσύμβουλοι, σωματοφύλακες και ομοτράπεζοι των Συγκλητικών με τους
οποίους μοιράζονταν την «Βουκέλλα», η οποία είχε μεγάλο κυκλικό σχήμα, πιθανώς γιατί την συνέτρωγαν, ως ομοτράπεζοι
των Συγκλητικών, από κοινού με τους τελευταίους, παρακαθήμενοι στην ίδια Στρογγυλή Τράπεζα.
Αναφέρονται επίσης και ως οι πρόδρομοι των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, καθώς και ως εκείνοι οι οποίοι
πρώτοι μετέδωσαν τα Ιπποτικά ιδεώδη στην Δύση όταν υπηρέτησαν ως μισθοφόροι τους Δυτικούς Ευγενείς και Φεουδάρχες
του Μεσαίωνα. Και ήταν αυτά ακριβώς τα Ιπποτικά ιδεώδη των Βουκελλαρίων τα οποία ενστερνίστηκε 5-6 αιώνες αργότερα
το σύνολο ίσως των δυτικών Ιπποτικών Ταγμάτων. Ενίοτε τα μεταγενέστερα δυτικά Ιπποτικά Τάγματα, εκτός από τα ιδεώδη
τους, υιοθέτησαν μεταξύ άλλων και την όπλιση, τα σύμβολα, καθώς και τη δομή των Βουκελλαρίων.
Ενδεικτικώς ο επισείων των Βουκελλαρίων ήταν αρχικώς λευκός, ενώ αργότερα έφερε ερυθρό σταυρό επί λευκού πεδίου,
έμβλημα που υιοθέτησε μετά από 6 αιώνες στην Γαλλία και το Τάγμα των Ιπποτών του Ναού, καθώς και το κατά 3 περίπου
αιώνες μεταγενέστερο Τάγμα της Περικνημίδος!…
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι «Ιατροί-Σκρίβονες-Δηποτάτοι» του Τάγματος των Βουκελλαρίων, δηλ. οι
Ιατροί-Σωματοφύλακες/Διασώστες-Τραυματιοφορείς, που μετέφεραν τους ασθενείς και τους τραυματίες των μαχών στα
«Οσπίτια», δηλ. στα κέντρα περιθάλψεως, νοσηλείας και υποδοχής του Τάγματος που ίδρυσε ο Άγ. Ιωάννης ο Ελεήμων,
μετεξελίχθηκαν και αυτονομήθηκαν στο πέρασμα 5,5 περίπου αιώνων, στην Παλαιστίνη, στο αυτοτελές Τάγμα των Οσπιταλίων
ή Οσπιταλιέρων Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου ή της Μάλτας!…
Οι Βουκελλάριοι, εκτός από «Φύλακες του (Αθανάτου) Σώματος του Χριστού», είχαν ως οι κατ’ εξοχήν “λαμπρυνθέντες επί
προσωποπαγή Ευ – γενεία” μεταξύ άλλων και τα προνομιούχα καθήκοντα των «Προστατών των Πριγκίπων», των «Ακολούθων»,
των «Ιπποκόμων», των «Οικονόμων» καθώς και των «Παραμυθούντων» δηλ. των «Συμβούλων» (εκ του «Παραμυθέομαι» =
συμβουλεύω, προτρέπω, ενθαρρύνω, παρηγορώ, καθησυχάζω, παρακινώ, παροτρύνω, ανακουφίζω, παραινώ, υποδεικνύω)
εκείνων που τους προσελάμβαναν στην υπηρεσία τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Βουκελλάριοι διέφεραν ριζικώς από τους «Scurrae» ή “Πολιτικούς”, οι οποίοι, χωρίς να
διαθέτουν καταγωγή, επίσης γίνονταν δεκτοί στους κύκλους των Ευγενών, αλλά μόνον ως διασκεδαστές των τελευταίων.
Η σωματοφυλακή ή φρουρά, που αποτελείτο από Βουκελλαρίους και η οποία ήταν ουσιαστικώς ο ιδιωτικός στρατός
στρατηγών ή/και υψηλών αξιωματούχων (δηλ. Ευγενών ή/και Αριστοκρατών οι οποίοι ex officio «κατελέγοντο» και
«συνηριθμούντο» στην «Λογάδα» των Συγκλητικών), καταχρηστικώς δε και ορισμένων ευπόρων ιδιωτών, οι οποίοι την
συγκροτούσαν, μεριμνώντας για την οργάνωση και συντήρησή της, απεκαλείτο – ανεξαρτήτως αριθμητικής δυνάμεως -
«Οικία».
Ως «Οικείοι» ή «Οικειακοί» άνθρωποι οι Βουκελλάριοι ανήκαν στο περιβάλλον των Δυνατών, μεταξύ των οποίων ιδίως των
Συγκλητικών, με τους οποίους τους συνέδεε εκδούλευση και πίστη, μεγαλύτερη μεν από εκείνη του υπηρέτη («Οικέτου»),
του δούλου, του παροίκου ή του κρατικού υπαλλήλου, αλλά ανεξάρτητη των συνηθειών υποτελείας.
Για τους Δυνατούς (Τάξη στην οποία περιλαμβάνονται από κοινού οι Ευ-γενείς και οι οικονομικά ισχυροί), «Οικείος»
σήμαινε κάποιον απολύτως έμπιστο και σταθερό, ο οποίος αν και δεν ανήκε στις προαναφερθείσες κατηγορίες υποτελών,
εντούτοις γινόταν δεκτός, για την Αξία του, ως ομοτράπεζος, στο στενό περιβάλλον των Δυνατών (που ήταν ως επί το
πλείστον Συγκλητικοί), τους οποίους – ως Βουκελλάριος – οικειοθελώς, αυτοβούλως και με υπέρμετρη ανδρεία υποστήριζε
και προστάτευε, για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, διακινδυνεύοντας πολλές φορές τη ζωή του, ενώ τους ακολουθούσε ακόμα
και στην εξορία.
Η «Αυτοκρατορική, Επίλεκτος, Ομοτράπεζος, Σύμμικτος Καβαλλαρική Τάξις των Βουκελλαρίων», ήταν Σύμμικτος επειδή
αποτελείτο από δύο κύριες εντός αυτής Ιεραρχικές Τάξεις, ήτοι την Καβαλλαρική (ανωτάτη προηγουμένη) και την Πεζική
των Υπασπιστών (επομένη), οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν αντιστοίχως σε «Διαφορές Οπλίσεως» και σε «Είδη»,
διαφόρων ιεραρχικών βαθμών.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ομοτράπεζος Τάξις των Βουκελλαρίων δεν υπήρξε ούτε είναι Πατριαρχική, αλλά
αποκλειστικώς Καβαλλαρική, ήταν δε η μόνη Καβαλλαρική Τάξις που η ίδρυσή της συμφώνως προς την Βυζαντινή
νομοθεσία, την ιστορική τεκμηρίωση και τις παραδόσεις, δεν εξαρτιόταν ούτε από τον Αυτοκράτορα, ούτε από τον
Πατριάρχη, αλλά απ’ ευθείας και μόνον από τους Οίκους.
Πηγές:http://pneymatiko.wordpress.com/2009/11/25/%CF%84%CE%B9-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%89%CE%B4%CE%B5%CF%83-%CF%84%CE%B1%CE%B3%CE%BC/

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΟ ΦΛΑΜΜΟΥΛΟ..........


Δρακόντειο Φλάμμουλο-Dragon Standard

[ευχαριστώ θερμά τήν Εραλδική εταιρεία για την παραχώρηση τού αρθρου]

Το “Δρακόντειο Φλάμμουλο” ήταν το κατ’ εξοχήν είδος σημαίας των επιλέκτων μονάδων του Βυζαντινού Ιππικού εν γένει και της Τάξεως των “Βουκελλαρίων” ιδιαιτέρως, η οποία πιθανώς να ήταν και οι πρώτοι που το χρησιμοποίησαν.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τετράγωνη σημαία που κατέληγε σε πέντε μακρόστενες και συμμετρικά ανισομήκεις υφασμάτινες γλώσσες εκ των οποίων η μεσαία ήταν πιο μακρυά από τις υπόλοιπες, όλες δε μαζί σχημάτιζαν την οπτική εντύπωση πυραμίδος.
Πυραμειδοειδούς σχήματος ήταν και οι «λαμπρές» (= λευκές) “καλύπτρες” (= καπέλα) με ανακλεινόμενο γείσο, «μεταφρενίους ολκούς» και «λευκόλινον καταυχένιον» των “Λαμπροτάτων” (= Συγκλητικών).
Η πυραμίς συμφώνως προς τον “Τίμαιο” του Πλάτωνος είναι το σύμβολο του στοιχείου του “Πυρός” και από άποψη Χριστιανικής συμβολικής παραπέμπει στα Χαρίσματα ή Δωρεές του Αγίου Πνεύματος που απεικονίζονται στην Αγιογραφία με τη μορφή των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής.
Στους “Δορατοφόρους/Δορυφόρους” που αποτελούσαν την κορυφαία ιεραρχική ειδικότητα της ανωτάτης “Καταφράκτου Διαφοράς Οπλίσεως” της “Ιεράς, Επιλέκτου, Ομοτραπέζου, Συμμίκτου, Καβαλλαρικής Τάξεως των Βουκελλαρίων”, είχε παραχωρηθεί το προνόμιο να αναρτούν “Δρακόντεια Φλάμμουλα” στα “Μέναυλά” (μακρυά, σκληρά, ξύλινα δόρατα) τους .
Το χρώμα του ιδρυτικού “Φλαμμούλου” των “Βουκελλαρίων” ήταν “Λαμπρό”, δηλ. λευκό.
Πιθανολογείται ότι ο ιδρυτής των “Βουκελλαρίων” Ενδοξότατος και Μεγαλοπρεπέστατος Ιλλούστριος Άρχων Κυρ Φλάβιος, Μάγιστρος της Ανατολής και Στρατηγός, ο Βελισσάριος επέλεξε το “Λαμπρό” ως εραλδικό χρώμα του “Φλαμμούλου” της νεοσυστάτου Τάξεως των “Βουκελλαρίων”, για να υποδηλώσει την “Λαμπροτάτη” (= Συγκλητική) προέλευσή της.
Στην πορεία το εν λόγω “Φλάμμουλο” κοσμήθηκε από έναν Ελληνικό (= με ισομήκεις κεραίες/δοκούς) ερυθρό Σταυρό, ενώ οι πέντε υφασμάτινες γλώσσες του από “Λαμπρές” (= λευκές) έγιναν “Οξείες” (= ερυθρές).
Το ιδρυτικό “Λαμπρό” (= Λευκό) Φλάμμουλο παρέμεινε μεν σε ισχύ, αλλά μόνο για να απονέμεται ως ανωτάτη τιμητική διάκριση της Τάξεως των “Βουκελλαρίων”, μαζί με την “Αργυρά Κασσίδα” (= Ασημένιο Κράνος), η οποία αποτελούσε έμβλημα που συμβόλιζε την “γενναιότητα”, δηλ. την υψίστη εκείνη πνευματική  κατάσταση ορισμένου επιγόνου η οποία εκδηλώνεται με ανδρεία και ηρωική συμπεριφορά κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και είναι αντάξια, ισάξια ή ακόμα και ανώτερη από εκείνη που σε παρόμοιες περιστάσεις επέδειξαν οι πρόγονοί του που κατήγοντο από κάποιο “Λαμπρότατο” (= Συγκλητικό) “Γένος”.
Ο ίδιος ο Κυρ Φλάβιος ο Βελισσάριος απένειμε την Ανωτάτη αυτή Τιμητική Διάκριση στον “Σαγματάριο” (= κατώτατο Ιπποκόμο) του “Τούλδου” (= των Μεταγωγικών και Διοικητικής Μέριμνας) του Ανδρέα, μετά την μάχη της Δάρρας, για το ηρωικό του κατόρθωμα να υπερασπίσει, με απαράμιλλο ηρωισμό και αυταπάρνηση, την Τιμή των Ρωμαίων (= Ελλήνων Χριστιανών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας) εν γένει και της Τάξεως των “Βουκελλαρίων” ιδιαιτέρως (για περισσότερες πληροφορίες βλ. παλαιότερο μήνυμα στην παρούσα Διαδικτυακή Λέσχη), ανοίγοντας έτσι τις πόρτες της “Καβαλλαρικής Τάξεως” και σε μη “Λαμπρυνομένους επ’ Ευγενεία” “Υπασπιστές” τους οι οποίοι διακρίθηκαν επ’ ανδραγαθία σαν να ήταν και οι ίδιοι “Λαμπρότατοι”.
Καθιερώθηκαν έτσι – και μεταξύ άλλων – τα προνόμια του “Ομοτραπέζου” (= το να παρακάθηνται κατόπιν προσκλήσεως σαν να ήταν και οι ίδιοι Ευγενείς σε “Κλητώριο”, δηλ. σε επίσημο τελετουργικό δείπνο “Λαμπροτάτων”, δηλ. Συγκλητικών), καθώς και της εξ αυτού απορρεούσης “Οικειότητος” (= στενής σχέσεως με “Λαμπρότατο”, δηλ. Συγκλητικό Οίκο).





Όταν οι “Κατάφρακτοι Δορατοφόροι” των “Βουκελλαρίων” κάλπαζαν και στα “Μέναυλά” τους ανέμιζαν τα “Φλάμμουλά” τους, οι υφασμάτινες ερυθρές γλώσσες τους έδιναν την οπτική και ηχητική εντύπωση φλογών.
Η φλόγα στα λατινικά λέγεται “flamma” και ετυμολογείται από τη λέξη “flagma” εκ της ρίζης “flag”, η οποία αποτελεί λατινική απόδοση της Ελληνικής ρίζης “φλέγ” (εκ της οποίας και το ρ. “φλέγω”, το ουσ. “φλοξ” κλπ).
Η λέξη “flamma” σημαίνει: α) φλόγα, β) φλογερό βλέμμα, γ) φλόγα του Έρωτος και δ) Έρως.
Από την λέξη “flamma” ετυμολογείται επίσης και το ρ. “flammo” που σημαίνει: α) φλέγομαι, β) απαστράπτω (= είμαι “Λαμπρότατος”), γ) καταφλέγω, δ) καίω, ε) θερμαίνω, στ) παροξύνω κλπ.
Από άποψη Χριστιανικού συμβολισμού το ρ. “flammο”, παραπέμπει – μεταξύ άλλων – στην Ουράνια Τάξη των “Σεραφείμ”.
Συμφώνως προς τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη η λέξη Σεραφείμ  σημαίνει: α) Αυτούς που καίουν και β) Όσους θερμαίνουν.
Συγκεκριμένα στο Έργο του «Περί Ουρανίας Ιεραρχίας», αναφέρει μεταξύ άλλων ότι το όνομα Σεραφείμ « υποδεικνύει εξηγητικά την αεικινησία τους σχετικά με τα θεϊκά που δε σταματά και τη θερμότητα και την οξύτητα και την υπερβολική φλόγα της πλησιεστάτης και ανυποχώρητης και αταλάντευτης αεικινησιάς αλλά και την ανυψωτική και έντονη δύναμη να αφομοιώνουν τα κατώτερα, καθώς τα ξαναθερμαίνουν και τα ξαναφλογίζουν προς την ίδια με τη δική τους θερμότητα και τη φλογερή και ολοκαυτωτική ικανότητα της καθάρσεωςκαι την απερικάλυπτη και άσβεστη και ίδια πάντοτε με τον εαυτό της φωτεινή και φωτιστική ιδιότητα που απομακρύνει και αφανίζει κάθε άφεγγο σκότος».
Επίσης το ρ. “flammo” παραπέμπει στην «Ιερατική Μυστική Ευχή» της Ορθοδόξου Χριστιανικής Τάξεως των «Πιστών» από τη Θεία Λειτουργία του Λαμπροτάτου Κυρού Ιωάννου, Αγίου, Αρχιεπισκόπου Κων/λεως και Δικηγόρου, Σεκούνδου, του Χρυσοστόμου:
«Χριστέ κατάφλεξον Πυρί αΰλωι τας αμαρτίας μου» (= Χριστέ κάψε τελείως με άυλη Φωτιά τις αμαρτίες μου).
Η λέξη “flamma” είναι επίσης ομόριζη με την λατ. λέξη “Flamen” που σημαίνει “ο καίων θύματα”, υποδηλώνουσα τον Ιερέα ορισμένης θεότητος.
Συμφώνως προς την ορθόδοξη δογματική μετέχει της Ιερωσύνης του Χριστού εκείνος ο βαπτισθείς και χρισθείς «Πιστός» ο οποίος προσφέρει αναίμακτες θυσίες προς τον Ύψιστο επικαλούμενος (εδώ και τώρα, από στιγμή σε στιγμή) τον Χριστό προκειμένου να του κάψει τελείως με άυλη φωτιά τις αμαρτίες του.
Για την ακρίβεια μόνον αυτός δικαιούται του προνομίου να μεταλάβει του Συνεχούς μεταστοιχειωτικού και Σωτηρίου Θαύματος των Αχράντων Μυστηρίων.
Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν: α) 3 “Flamines Μajores” (= Μείζονες Ιερείς) οι οποίοι προήρχοντο από την Τάξη των “Πατρικίων” (δηλ. των “Λαμπροτάτων”/Συγκλητικών) και ήταν οι Ιερείς του Διός, του Άρεως και του Ρωμύλου και β) 12 “Flamines Minores” (Ελάσσονες Ιερείς) οι οποίοι προέρχονταν από την Τάξη των “Πληβείων”.
Από την λέξη “Flamen” που σημαίνει «Κατακαίων Ιερεύς» ετυμολογείται και το όνομα του ιδρυτή της Τάξεως των «Βουκελλαρίων» Κυρ Φλαβίου του Βελισαρίου.
Για την ακρίβεια «Φλάβιος» σημαίνει κυριολεκτικώς «Ιερεύς εκ της Φλαβίας Γενεάς».
Υποκοριστικό της λέξεως «flamma», που σημαίνει «φλόγα», είναι η λέξη «flammula», που για την ακρίβεια σημαίνει «φλογίτσα» και από την οποία ετυμολογείται απ’ ευθείας η λέξις «Φλάμμουλον».
Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι ολόκληρη η Αυτοκρατορία της Ρωμανίας (δηλ. της εδαφικής επικράτειας των Ελλήνων Χριστιανών) ιδρύθηκε ως Χριστιανική για να αποτελέσει μικρογραφία, αντανάκλαση, επίγειο σκέλος και τύπο, δηλ. προτύπωση του Ουρανίου Βασιλείου, με το οποίο βρισκόταν θεουργικώς συνδεδεμένη, μέσωι της Συγκλητικής Εθιμοτυπίας της Βυζαντίου Αυλής, συμφώνως προς τον ερμητικό νόμο της συμπαθητικής αναλογίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ολόκληρη η ιδέα της συστάσεως της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, η οποία βρίσκεται συμπυκνωμένη στον συμβολισμό του «Φλαμμούλου» της Τάξεως των «Βουκελλαρίων», προσομοιάζει στο 2ο άρθρο του «Σμαραγδίνου Πίνακος» του Ερμού του Τρισμεγίστου το οποίο αναφέρει: «Το προς τα κάτω αναλογεί στο προς τα άνω και το προς τα άνω είναι ανάλογο με το προς τα κάτω, προς επιτέλεσιν των θαυμασίων του Ενός μόνου Πράγματος».
Προσομοιάζει επίσης και στο Χαλδαϊκό Λόγιο (Χρησμό) που είχε σχολιάσει ο Ενδοξότατος Ιλλούστριος Άρχων Κυρ Μιχαήλ, Σοφώτατος Πρωτοπρόεδρος απάσης της Συγκλήτου ο Ψελλός, στο έργο του «Εξήγησις εις τα αυτά Λόγια – Χαλδαϊκόν Λόγιον» «Το είδωλο (= το «προς τα κάτω») έχει και αυτό το μερίδιό του σε ένα τόπο ολοφώτιστο (= στο «προς τα άνω»), ή με άλλα λόγια το «προς τα κάτω» αποτελεί τύπο (= προτύπωση) του προς τα άνω».
Όταν δε το «προς τα κάτω» μιμείται, στο μέτρο που του αναλογεί, το «προς τα άνω», τότε συμφώνως προς τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη τείνει να αφομοιωθεί από αυτό.

Από το “Φλάμμουλο” ετυμολογείται επίσης και η αγγλική λέξη “flag”, που σημαίνει σημαία.
Η ίδια η σημαία αποτελεί μετεξέλιξη του “Φλαμμούλου”, επειδή το τελευταίο έφερε επάνω του το διακριτικό “Σήμα” (από το οποίο ετυμολογείται η λέξη σημαία) του “Οίκου” του “Δυνατού” (= Ευ-γενούς) στον οποίο είχε απονεμηθεί με αντίστοιχο προνόμιο και το οποίο δεν είναι άλλο από το γνωστό “Οικόσημο”.
Π.χ. η γνωστή σημαία με τον μαύρο εστεμμένο δικέφαλο επί κιτρίνου (απο εραλδική άποψη το κίτρινο συμβολίζει το χρυσό) πεδίου που κυματίζει σήμερα σε όλες τις Ελληνορθόδοξες Εκκλησίες, τον 13ο αι. υπήρξε η επίσημη σημαία της “Αυτοκρατορίας της Νικαίας”, παραφυάδος της “Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας”, η οποία συνεστήθη μετά από την κατάληψη της τελευταίας από τους Λατίνους.
Η σημαία αυτή στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλη από το Οικόσημο του “Λαμπροτάτου” (= Συγκλητικού) Οίκου των Λασκαριδών.


Επανερχόμενοι στο θέμα του “Φλαμμούλου”, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι «πύρινες γλώσσες» του είναι πέντε, αριθμός ο οποίος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην «Χρυσή Τομή» της Ιεράς Αρχιτεκτονικής, στην πεντάδα των Πλατωνικών Αρετών, στα πέντε ριζώματα, στην εξήγηση του Θεοδοσιανού Κώδικος «εν τη πεντάδι ευρίσκεται πάσα Αρετή», αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον 50 Συγκλητικών για να επιτευχθεί απαρτία προκειμένου να συνεδριάσει ο «Κομβέντος» (= Γενική Συνέλευση) της «Γερουσίας Λογάδος του Λαμπροτάτου Τάγματος της Ενδοξοτάτης, Βασιλικής, Ιεράς Συγκλήτου Βουλής», τους 5 Άρτους που ευλόγησε ο Χριστός  (Ματθ. ιδ΄19-20), τα 5 πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (Πεντάτευχος/Τορά) που συμβολίζουν την αποκάλυψη του Θεϊκού Νόμου, τις 5 πληγές του Εσταυρωμένου Θεανθρώπου, τα 50 πρώτα (Ελληνικής καταγωγής) «Γένη» της Ρωμαϊκής Συγκλήτου κλπ.
Οι 5 «πύρινες γλώσσες» του «Φλαμμούλου» αθροιζόμενες με τις 4 κεραίες του Σταυρού επ’ αυτού (ή τις 4 πλευρές του τετραγώνου υφάσματος, ή τα 4 τεταρτημόρια  που συμβολίζουν τα 4 σημεία του ορίζοντος καθώς και τα 4 Ευαγγέλια στα οποία ορκίζονταν οι Συγκλητικοί κλπ.), δίνουν το άθροισμα 9, που αντιστοιχεί στις 9 Ουράνιες Τάξεις στις οποίες αναφέρεται ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Η οπτική και ηχητική εντύπωση του ανεμίζοντος «Φλαμμούλου» που κρεμόταν από το «μέναυλο» των «Καταφράκτων Δορατοφόρων» της «Καβαλλαρικής Τάξεως των Βουκελλαρίων» προσομοίαζε με έναν ερυθρό «Δράκοντα» (= φίδι).
Ο ίδιος ο Ιησούς στο κατά Ιωάν.  γ΄  14-15, ερμηνεύοντας το σύμβολο του όφεως που ύψωσε ο Μωυσής στην έρημο, λέγει ότι «έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του Ανθρώπου, ώστε όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να ζήσει αιωνίως».
Επομένως το «Δρακόντειο Φλάμμουλο» είναι ένας «επί ξύλου κρεμάμενος Πύρινος Όφις», που αποτελεί προτύπωση και Αναστάσιμο και Σωτηριώδες σύμβολο Νίκης επί του θανάτου και άρα Βασιλικό έμβλημα, το οποίο υποδηλώνει τον «επί ξύλου κρεμάμενο» Ιησού.
Άλλωστε και η πολεμική ιαχή των «Βουκελλαρίων» δεν ήταν άλλη από την επίκληση της Νίκης του Σταυρού, ομού με την Αλαλά, την θυγατέρα του θεού του πολέμου: «Σταυρός Νικά, Αλαλά».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άρχων (= αξιωματούχος) εκείνος της «Καβαλλαρικής Τάξεως των Βουκελλαρίων» ο οποίος το έφερε και με αυτό μετέδιδε οπτικά σήματα διαταγών στο πεδίο της μάχης ονομαζόταν «Δρακονάριος».
Από τους «Δρακοναρίους» των «Βουκελλαρίων» ετυμολογείται και τα κατά πολλούς αιώνες μεταγενέστερα επίλεκτα, ως επί το πλείστον δυτικά ιππικά, στρατιωτικά σώματα των «Δραγόνων», οι οποίοι μεταξύ άλλων έφεραν κράνη με μακρύ θύσανο, προσομοιάζοντα στο «τουφίο» (= λοφίο, κατόπιν παραχωρήσεως αντιστοίχου προνομίου, το οποίο ήταν υποδηλωτικό επιλέκτου Καβαλλαρικής Τάξεως της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας) της «κασσίδας» (= κράνους) των «Βουκελλαρίων».
Άλλο ένα προνόμιο των «Βουκελλαρίων» ήταν να φέρουν «Φλαμμουλίσκια», δηλ. μινιατούρες «Φλαμμούλων» στους ώμους τους, από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους οι σύγχρονες στρατιωτικές επωμίδες.
Το λαμπρό (= λευκό) «Φλαμμουλίσκιο» ήταν υποδηλωτικό παρασημοφορήσεως με την ανώτατη διάκριση της Τάξεως συμφώνως προς τα προαναφερθέντα.
Στο ψηφιδωτό του Ναού του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας το οποίο φιλοτεχνήθηκε το 548, απεικονίζεται εκ δεξιών του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού ο Κυρ Φλάβιος ο Βελισάριος σε ηλικία 48 ετών με «πλατεία αλλάξιμη» (= Βυζαντινότροπη επίσημη στολή Συγκλητικού) ο οποίος φέρει επί του δεξιού ώμου του λαμπρό «Φλαμμουλίσκιο» με το έμβλημα της «Τάξεως του Μελχισεδέκ»
Το έμβλημα αυτό αποτελείται από ένα οκτάγωνο σύμπλεγμα ρόμβου επί κύβου, συμβόλου της 8ης ημέρας, δηλ. της Αναστάσεως, στο κέντρο του οποίου 5 αναστάσιμα σημεία συνθέτουν τον Χρησμό (= Χριστόγραμμα) Χ, υποδηλωτικό της Ιερής Δεκάδος (Τετρακτύος), του Σταυρού του Αγίου και Αποστόλου Ανδρέου, ιδρυτού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και των Ουρανίων Τάξεων, των οποίων ιδίως οι Αρχάγγελοι απεικονίζονται στις Αγιογραφίες φέροντες «Ακοές», δηλ. δύο ταινίες που ανεμίζουν δεξιά και αριστερά από το κεφάλι τους, σύμβολο του Προφητικού Χαρίσματος, δηλ. της ικανότητος ερμηνείας των Αγίων Γραφών, η οποία αποτελεί προϋπόθεση ορθής «Αγγελίας» δηλ. μεταδόσεως της (Αγιο)Πνευματικής τροφής του Σωτηρίου Αγγέλματος το οποίο σερβίρουν σε δίσκο που έχει χαραγμένο το «Χριστόγραμμα» Χ

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

ΟΙ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΑΞΙΕΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΚΡΙΣΗΣ

Οι σταθερές αξίες στους καιρούς “κρίσης”



Τα ανοιχτά συστήματα, στο Σύμπαν, δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Σε αυτά περιλαμβάνονται όχι μόνο οι ζωντανοί οργανισμοί, οι ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των «απλούστερων» φυσικοχημικών συστημάτων.

Στα συστήματα, ελάχιστες διαταραχές και διακυμάνσεις σε μικροσκοπική κλίμακα οδηγούν στην ανάδυση νέων απροσδόκητων μακροσκοπικών δομών. 'Ετσι, επιτρέπει στις δομές να αναδημιουργήσουν τον εαυτό τους σύμφωνα με απρόβλεπτα πρότυπα.

'Ετσι, οι δομές εισάγουν τη διαρκή δημιουργικότητα μέσα στη φύση.

Η ελάχιστη αλλαγή μπορεί να "αποσταθεροποιήσει" το σύστημα και να επιφέρει ένα αποτέλεσμα που δεν είχε προβλεφθεί από τη λογική των γραμμικών εξισώσεων.

Μακρυά από την ισορροπία, όταν το σύστημα διαταραχθεί, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα επιστρέψει και πάλι στην αρχική του κατάσταση. Αντιθέτως, το σύστημα αρχίζει να διερευνά νέες δομές, νέα είδη οργάνωσης στον χωρόχρονο.

Ένας σπουδαίος παράγοντας στην εμφάνιση νέων δομών είναι η συνεισφορά των διακυμάνσεων ή διαταράξεων, δηλαδή των ξαφνικών αλλαγών που επιτρέπουν κάτι καινούργιο να εμφανιστεί, ακόμη και εκεί που η ύπαρξη της εντροπίας θα το απέκλειε.

Μια και μόνο διακύμανση προστιθέμενη σε άλλες θα μπορούσε να γίνει αρκετά ισχυρή ώστε να επανοργανώσει το όλο σύστημα σε ένα νέο πρότυπο. Τα σημεία αυτά, σημεία διακλάδωσης, είναι σημεία στα οποία καταρρέει η ντετερμινιστική περιγραφή και το σύστημα  ακολουθεί μία από τις πολλές πιθανές διακλαδώσεις του δρόμου.

Η διακλάδωση σε ένα σύστημα είναι μια στιγμή ζωτικής σημασίας.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο χείμαρρος των σημείων διακλάδωσης κάνει το σύστημα είτε να κατακερματιστεί καταλήγοντας στο χάος είτε να σταθεροποιήσει μια νέα συμπεριφορά μέσω σειράς βρόχων ανάδρασης. Εφόσον σταθεροποιηθεί από την ανάδρασή του ένα σύστημα που έχει περάσει μέσα από μια διακλάδωση, μπορεί να αντισταθεί σε άλλες μεταβολές, ώσπου κάποια κρίσιμη νέα διαταραχή να ενισχύσει την ανάδραση και να δημιουργήσει ένα νέο σημείο διακλάδωσης.

Στα σημεία διακλάδωσής του, προσφέρεται πραγματικά στο σύστημα, που ακολουθεί μια πορεία, η δυνατότητα «επιλογής» ανάμεσα σε διάφορα είδη τάξης.

Τα έθνη εξελίχθηκαν κυρίως μέσω διακλαδώσεων που περιλάμβαναν έντονες συγκρούσεις.

Κατα μία εκδοχή την φαινομενική ανισορροπία ενός συστήματος ή τις διακλαδώσεις του τα θεωρούμε ως “κρίσεις” του συστήματος!

Σ’ αυτές τις κρίσεις των συστημάτων σημασία έχουν οι επιλογές διακλάδωσής τους ώστε να έχουμε εξέλιξη και όχι χαώδεις καταστάσεις!

Στις περιπτώσεις των κοινωνικών συστημάτων, οι επιλογές διακλάδωσης πρέπει να γίνονται στη βάση των σταθερών αξιών του συστήματος!

Συνήθως τα στοιχεία του συστήματος διαχωρίζονται επικαλούμενα την εξαίρεση της ευθύνης τους για την ανισορροπία του συστήματος!

Αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο λάθος για την αποκατάσταση της ισορροπίας του συστήματος!

Εφ’ όσον όλα τα στοιχεία περιέχονται στο σύστημα, ως μέρη ενός όλου, χρειάζεται να συμμετέχουν συνειδητά στις επιλογές διακλάδωσης του συνόλου τους. Ανεξάρτητα από τον καταμερισμό της ατομικής ευθύνης, όλα τα στοιχεία πρέπει ενωμένα στις βασικές Αρχές και αξίες του συστήματος, στον πολιτισμό του, να επιλέξουν το μέλλον του, την κατάσταση της μελλοντικής ισορροπίας του, της νέας κατάστασης εξέλιξής του!

Χρειάζεται όλα τα στοιχεία του συστήματος να γίνουν ενεργά στοιχεία της αλλαγής του.

Με αυτή την έννοια οι “κρίσεις” των συστημάτων μετατρέπονται και γίνονται ευκαιρίες εξέλιξής τους!

Η Φύση και σ’ αυτή την περίπτωση μάς διδάσκει, γιατί ακολουθεί τους Φυσικούς Νόμους και δεν επιζητεί την εξαίρεση!


Σ.   Τσαχάλης
 ododeiktes.gr

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

ΚΑΦΕ ΛΟΥΜΙΔΗ....ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΑΔΟΞΑ ΚΙ ΑΥΤΟ

24grammata.com
γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης
Το ιστορικό πατάρι από όπου πέρασαν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και πλήθος άλλων ποιητών, πεζογράφων, δημοσιογράφων και ηθοποιών
Δεν θυμάμαι ποιος είπε ότι ο καφές είναι «ο οίνος του Απόλλωνα». Ο αφορισμός βέβαια έχει ισχύ αξιώματος στις περισσότερες δυτικές χώρες και κατ’ εξοχήν θα έλεγα στη δική μας, τη χώρα του Απόλλωνα, στην οποία ο καφές τιμάται όσο κανένα άλλο ποτό. Ενώ στον τόπο μας όμως τιμάται (και συχνά «υπερ-τιμάται») το προϊόν, δεν τιμώνται τα καφενεία ως τόποι της πολιτιστικής μας παράδοσης – εννοώ τα καφενεία εκείνα στα οποία οι μακρινοί απόγονοι του Απόλλωνα (τουτέστιν οι συγγραφείς) συνήθιζαν να εγκαταβιούν μια φορά κι έναν καιρό. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδας δεν λειτουργεί σήμερα ούτε ένα λογοτεχνικό καφενείο που να άνοιξε προπολεμικά. Ολα όσα βρίσκονταν σε επίκαιρες θέσεις ή παρήκμασαν ή άλλαξαν χρήση. Μεταμορφώθηκαν από την Κίρκη του νεοπλουτισμού σε ταχυφαγεία, εστιατόρια, καταστήματα νεοτερισμών, υποκαταστήματα τραπεζών και κοσμηματοπωλεία. Η μνήμη είναι ως φαίνεται μια πολυτέλεια πολύ ακριβή για να την αντέξουμε.
Τι νόημα έχει η παρελθοντολογία; θα ρωτούσε – και ίσως εύλογα – κάποιος. Η εξαφάνιση των λογοτεχνικών καφενείων της Αθήνας είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση του βασικού Νόμου του Μέρφι: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει στραβά. Εδώ χάθηκε η οικιστική φυσιογνωμία της Αθήνας του 19ου αιώνα, κατεδαφίστηκαν κτίρια ανεκτίμητης αξίας, καταπατήθηκαν και εξαφανίστηκαν ολόκληρες δασικές εκτάσεις στο Λεκανοπέδιο, για την έκλειψη των λογοτεχνικών καφενείων θα συζητούμε;
Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι ρητορικό. Η εξαφάνιση των λογοτεχνικών καφενείων αποδεικνύει την πολιτιστική αμνησία και την ασέβεια στο πρόσφατο παρελθόν μας κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο, αφού τα έργα εκείνων οι οποίοι σύχναζαν στα καφενεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής μας συνείδησης, της πολιτιστικής κληρονομιάς μας και του νεοελληνικού ψυχισμού. Για όσους θα υποστήριζαν ότι δεν έχει και τόση σημασία που έχουν εκλείψει τα κτίσματα και οι χώροι, αφού παραμένουν οι αναμνήσεις, οι οποίες έχουν καταγραφεί στα κείμενα και διασωθεί στις ποικίλες αφηγήσεις, θα έλεγα απλούστατα ότι οι αναμνήσεις θολώνουν, σβήνουν και αποχρωματίζονται όταν τις αποσπά κανείς από τα κελύφη τους και όταν τα κελύφη αυτά, ως γνήσιοι νεοβάρβαροι, έχουμε «καταφέρει» να τα καταστρέψουμε.
Ας πάμε τώρα και στο συναφές ερώτημα: Γιατί να διασώσει κάποιος τις μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος σε μια πόλη «με τόσα αρχαία», όπως λέγανε παλαιά; Η απάντηση είναι εξίσου απλή: Αν ένας τόπος δεν σέβεται το πρόσφατο παρελθόν του, δεν σέβεται ούτε το αρχαίο του κλέος. Σε άλλες χώρες φυσικά τέτοια ερωτήματα θα φάνταζαν παράλογα. Γιατί αν λ.χ. οι Ιταλοί σκέφτονταν σαν κι εμάς, το caffe Greco στη Ρώμη ή το Giubbe Rosse στη Φλωρεντία θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν μετατραπεί σε ωραιότατες μπουτίκ.
Ο πολιτισμός του καφέ
Το σημερινό κείμενο αναφέρεται στο «πατάρι του Λουμίδη», το σημαντικότερο και εμβληματικότερο λογοτεχνικό καφενείο της Αθήνας του 20ού αιώνα. Δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν περίβλεπτο, ούτε καν ατμοσφαιρικό, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Υπήρξε όμως τμήμα της ιστορίας της νεότερης Αθήνας και χώρος αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής η οποία χάθηκε μαζί του.
Ανοιξε το 1938, τη σκληρή περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου στα Χαυτεία, δίπλα στο παλαιό Βιβλιοπωλείον της Εστίας, και γρήγορα συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά στα γραφεία των εφημερίδων και στα θέατρα, δίπλα στο ιστορικότερο βιβλιοπωλείο της εποχής. Ηταν αναπόφευκτο να συνδεθεί αμέσως σχεδόν με την κουλτούρα του καφέ και των συζητήσεων, των ιδεών και των ζυμώσεων που προκαλούσαν.
Οι ιδιοκτήτες του, οι τρεις αδελφοί Λουμίδη, δεν φιλοδοξούσαν ανοίγοντάς το να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό καφενείο. Το πατάρι ήταν συμπλήρωμα του καταστήματός τους στο ισόγειο και αποτελούσε πρόσθετη πηγή εσόδων για την επιχείρησή τους. Αυτοδημιούργητοι, οι αδελφοί Αντώνιος, Νικόλαος και Ιάσων Λουμίδης είχαν ξεκινήσει το 1919 από κάποιο μικρό καφεκοπτείο, στην οδό Ρετσίνας 12 του Πειραιά, για να κατακτήσουν σύντομα την αγορά του καφέ στην Ελλάδα αξιοποιώντας δύο πανίσχυρα και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτα ως τότε μέσα: τη δύναμη ενός από τα διασημότερα διαφημιστικά σλόγκαν («έκαστος εις το είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες») και την τυποποίηση και διάδοση ενός προϊόντος με αυστηρές προδιαγραφές το οποίο κατέστησαν αναγνωρίσιμο πανελληνίως. Επιπλέον, επέλεξαν το πιο επιτυχημένο εμπορικό σήμα στην ιστορία της ελληνικής διαφήμισης: τον παπαγάλο, γιατί είναι το μόνο πτηνό που του αρέσουν, λέγεται, οι καρποί του καφέ.
Στο πατάρι, όπου τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος), συναντούσε κανείς τους σημαντικότερους δημιουργούς της Αθήνας αλλά και πολλούς άλλους: νεαρά ζευγάρια θαυμαστών που ήθελαν να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, φιλόδοξους γραφιάδες που γοητεύονταν από το γεγονός ότι στο διπλανό τραπέζι μπορούσαν να κάθονταν και να συζητούν οι καθιερωμένοι συγγραφείς της εποχής, περίεργους και περαστικούς οι οποίοι γοητεύονταν από τον θρύλο που συνόδευε το καφενείο και τους θαμώνες του.
Καφές, καπνός, εμπνεύσεις
Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πόσες ιδέες και ποιων έργων η αφορμή υπήρξε το πατάρι του Λουμίδη. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αρκετούς ιστορικούς του τοπογραφικού περιβάλλοντος της λογοτεχνίας μας. Για ένα καφενείο σαν κι αυτό, που καλύπτει τριάντα χρόνια πολιτιστικής ιστορίας της Αθήνας, θα περίμενε κάποιος να υπάρχουν μελέτες, χρονικά, πλήθος στοιχεία και πληροφορίες – αν μη τι άλλο. Το μόνο που υπάρχει είναι το βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη, τακτικού θαμώνα του παταριού, Λουμίδης: Ενα αγνοημένο φυτώριο ποιητών (εκδόσεις Σπηλιώτη, 2005).
Στη χώρα μας ξέρουμε για παράδειγμα ότι ο Σαρτρ έγραψε μεγάλο μέρος του έργου του στο Café Flore του Σεν Ζερμέν, αλλά δεν ξέρουμε αν στο πατάρι του Λουμίδη συνέλαβε την Αμοργό ο Γκάτσος (οι φήμες λένε ότι την έγραψε ως παιχνίδι εν μια νυκτί) ή αν εδώ συζητήθηκε μαζί με την υπόθεση και το έργο του Λόρκα που οδήγησε στην αλησμόνητη παράσταση του Ματωμένου γάμου από το Θέατρο Τέχνης με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ή ακόμη, τι ρόλο έπαιξαν οι συζητήσεις στο πατάρι, ποια χημεία, ποια ώσμωση δημιουργούσαν ο καπνός, ο καφές και η συζήτηση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του 1930 οι οποίοι σύχναζαν εδώ: στον Ελύτη και στον Γκάτσο κατά κύριο λόγο, όπως και στους ζωγράφους, στον Μόραλη και στον Τσαρούχη;
Εδώ αναπτύχθηκαν σχέσεις και μακροχρόνιες φιλίες, όπως αυτή του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γκάτσο και τον Ελύτη – ιδίως με τον πρώτο. Από το πατάρι, αν και όχι τακτικά, περνούσε και ο Μίκης Θεοδωράκης. Οι σχέσεις στο διαπροσωπικό επίπεδο είχαν συνέπειες και στο καλλιτεχνικό. Και ίσως τις συνεργασίες ποιητών και ζωγράφων (του Μόραλη και του Τσαρούχη με τον Ελύτη), ποιητών και μουσικών (του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι με τον Γκάτσο, τον Κατσαρό, τον Ελύτη και άλλους ποιητές), αυτή την άτυπη αλλά ουσιαστική συνεργασία των τεχνών, εδώ θα πρέπει να την αναζητήσουμε.
Από το πατάρι πέρασαν σχεδόν οι πάντες. Ακόμη και ο Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε απαίσιο ένα άλλο πασίγνωστο καφενείο της Αθήνας, του Ζόναρς. Πέρασε ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νικηφόρος Βρεττάκος – για να μείνω μόνον σε μερικούς από τους πιο γνωστούς που δεν βρίσκονται στη ζωή.
Η παρακμή της δεκαετίας του 1960
Τη δεκαετία του 1960 το πατάρι άρχισε να παρακμάζει. Οι περισσότεροι από τους παλαιούς επιφανείς θαμώνες του το είχαν εγκαταλείψει, κάποιοι από αυτούς ανεβαίνοντας ψηλότερα, σε ένα νέο στέκι, το Μπραζίλιαν κοντά στο Σύνταγμα. Τα ίχνη της εγκατάλειψης στο Καφέ Λουμίδη ήταν πλέον τόσο έντονα που σου προκαλούσαν αποκαρδίωση, όπως μαρτυρεί ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Σχισμένα καθίσματα, βρώμικοι τοίχοι, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ακόμη και το θρυλικό γκαρσόνι, ο Τάκης, όπως τον ήξεραν όλοι, δεν ήταν πια ο άνθρωπος που συμπεριφερόταν φιλικά και περιποιόταν τους πάντες, αλλά ψυχρός και βλοσυρός, έμοιαζε τώρα με φάντασμα της παλαιάς, καλής εποχής.
Ο γράφων έψαχνε εδώ και καιρό στοιχεία για το πατάρι του Λουμίδη και βρήκε ελάχιστα πράγματα. Υποθέτω ότι αν ήμασταν στη Γαλλία ίσως και να είχε θεσπιστεί λογοτεχνικό βραβείο Λουμίδη, όπως το βραβείο του café Les Deux Magots στο Παρίσι. Αλλά βέβαια όλα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός.
Η ένσταση η οποία θα μπορούσε να προβληθεί ότι αρκετά ιστορικά καφενεία έχουν κλείσει και σε άλλες μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα στην Κωνσταντινούπολη και στο Λονδίνο, δεν ευσταθεί. Στην Κωνσταντινούπολη και στο Λονδίνο ειδικά, η εξαφάνιση ή η μετάλλαξη των παλαιών καφενείων ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι η κουλτούρα του καφέ αντικαταστάθηκε από την κουλτούρα του τσαγιού. Και είναι βέβαια αστείο να συγκρίνουμε και πολύ περισσότερο να προβάλλουμε ως σοβαρό επιχείρημα ότι και στο Λονδίνο κάποια παλαιά καφενεία παρήκμασαν, όταν στη βρετανική πρωτεύουσα εξακολουθούν να ανθούν οι λέσχες και τα κλαμπ και τόσα σπίτια επιφανών συγγραφέων και διανοουμένων λειτουργούν ως μουσεία.
Στη χώρα μας τα πάντα, όταν τελειώνουν, τελειώνουν οριστικά. Το café Central της Βιέννης μπορεί να έκλεισε για πολλά χρόνια αλλά κάποια στιγμή αναστηλώθηκε και ξαναλειτούργησε στο ίδιο κτίριο – έστω και σε διαφορετική θέση. Το ίδιο περίπου συνέβη με το Closerie des Lilas στο Παρίσι και με άλλα διάσημα καφενεία της Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θεωρούν αυτονόητο ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να διαγράφουν ή να εγκαταλείπουν στη λήθη τμήματα της σχετικά πρόσφατης ιστορίας τους. Εμείς μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να το συνειδητοποιούμε.
Τα καφενεία – κατ’ εξοχήν τα λογοτεχνικά – έχουν σημειακό, όπως θα έλεγαν οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι, χαρακτήρα, στη φυσιογνωμία και στην κοινωνική συμπεριφορά μέσα στο αστικό τοπίο, στη ζωή μιας πόλης και στη ζωή μέσα στην ίδια την πόλη. Είναι συστατικά γνωρίσματα της ευρωπαϊκής παράδοσης η οποία απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους των περισσοτέρων πόλεων της ηπείρου μας να τις μετατρέψουν σε μυρμηγκοφωλιές, όπως αντίθετα συμβαίνει στις αναδυόμενες βιομηχανικές κοινωνίες της Ασίας και σε πολλά μέρη του Τρίτου Κόσμου.
Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε η χαριστική βολή για το πατάρι του Λουμίδη, το οποίο εξακολουθούσε να υπάρχει – και να παρακμάζει – επί μικρόν ακόμη διάστημα. Κάποια μέρα, σαν παραμύθι που είχε κακό τέλος, το κατάστημα του Λουμίδη έκλεισε και το διπλανό βιβλιοπωλείο της Εστίας μετακόμισε στην οδό Σόλωνος, όπου βρίσκεται και σήμερα. Συνέβη αυτό το οποίο συνέβη σε τόσα και τόσα κτίρια της Αθήνας – και όχι μόνον: «Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως».
Η Αθήνα δυστυχώς δεν μπορεί να «ανακτήσει» σήμερα τα παλαιά της ιστορικά καφενεία. Το να δημιουργήσει νέα είναι μάλλον δύσκολο, αφού οι ανθρώπινες σχέσεις, οι επαφές και οι συζητήσεις ορίζονται πλέον σε άλλο πλαίσιο. Πέραν αυτού, οι παραδόσεις δεν δημιουργούνται εν κενώ. Η πόλη βελτιώθηκε αισθητά εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων, όμως απέχει ακόμη από το να τη χαρακτηρίσει κανείς πραγματικό «άστυ». Και να σκεφτεί κανείς ότι κάποτε απεκλήθη «κλεινόν» και «ιοστεφές» άστυ.
Οσο για το πατάρι, το πατάρι των αναμνήσεων, θα έπρεπε νομίζω κάποια στιγμή η εταιρεία που παράγει σήμερα τον καφέ Λουμίδη να εκδώσει ένα λεύκωμα για το ιστορικό αυτό καφενείο. Με κείμενα, φωτογραφίες, ντοκουμέντα ή όποιο υλικό έχει διασωθεί και βρίσκεται σκόρπιο εδώ κι εκεί με κίνδυνο να χαθεί για πάντα. Θα αποτελούσε τον ελάχιστο, έστω και μεταθανάτιο, φόρο τιμής για όλους όσοι πέρασαν από εκεί, για εκείνους που το γνώρισαν και βρίσκονται ανάμεσά μας και σε τελική ανάλυση για το ίδιο της το προϊόν, το οποίο κυκλοφορεί υπόγεια, κάτω από τα κείμενα των ένδοξων θαμώνων του πάλαι ποτέ παταριού της οδού Σταδίου 38.
www.tovima.gr
Βιστωνίτης, Αναστάσης

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

ΟΙ ΑΤΡΕΙΔΕΣ...[Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΤΡΕΙΔΩΝ]

Η οικογένεια των Ατρειδών (Μέρος 1ο)

 Ο ποταμός Ασωπός και η Μετώπη, κόρη του ποταμού Λάδωνα και της Γαίας, γέννησαν 12 κόρες και 2 γιους, ανάμεσά τους και η Άρπινα. Η Άρπινα, μαζί με το θεό Άρη γέννησε τον Οινόμαο, που γέννησε την Ιπποδάμεια. Η Ιπποδάμεια, μαζί με τον Πέλοπα, γιο του Τάνταλου και της Ωκεανίδας Διώνης, και εγγονό του Δία, γέννησαν τον Ατρέα, το Θυέστη, τη Νικίππη, τον Πιτθέα, ενώ εξώγαμος γιος του Πέλοπα ήταν και ο Χρύσιππος, και έτσι δημιουργήθηκε η δυναστεία των Ατρειδών (12ος - 9ος αιώνας π.Χ.), μια οικογένεια καταραμένη από διάφορες συγκυρίες, που δεν άντεξε πολλές γενεές. Μπορούμε να βρούμε και την ονομασία Πελοπίδες ή Τανταλίδες, λόγω της καταγωγής του Ατρέα. Ο Ατρέας, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, νυμφεύτηκε την Αερόπη, αδελφή της Κλυμένης, κόρη του Κατρέα και της Φρονίας. Περισσότερες πληροφορίες στο επόμενο άρθρο μας.

Ο Οινόμαος, βασιλιάς της Πίσης στην Ήλιδα, πατέρας της Ιπποδάμειας και σύζυγος της Στερόπης, μετά από χρησμό ότι θα σκοτωνόταν από μνηστήρα της κόρης του, Ιπποδάμειας, καλούσε τον κάθε μνηστήρα της κόρης του σε αγώνα αρματοδρομίας που πάντοτε νικούσε - γιατί δίπλα από τον κάθε ένα από τους 12 μνηστήρες έβαζε την Ιπποδάμεια και έτσι, απασχολημένος από την ομορφιά της, έχανε και αποκεφαλιζόταν, αλλά και, ως γιος του Άρη, κατείχε δυο αθάνατα άλογα και ανίκητα όπλα - μέχρι που νικήθηκε και σκοτώθηκε από τον Πέλοπα. Σκοτώθηκε από τον Πέλοπα, ενώ έκτισε την πόλη Άρπινα, προς τιμή της μητέρας του, στην Πισάτιδα της Ηλείας.

Η Ιπποδάμεια ήταν περίφημη για το εξαίρετο κάλλος της, περιζήτητη από τους μνηστήρες της. Με κάθε ένα μονομαχούσε ο πατέρας τους και τους νικούσε, σκοτώνοντάς τους. Μόνο ο Πέλοπας τον νίκησε, και έτσι νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια. Η πάλη του Πέλοπα με τον πατέρα της Ιπποδάμειας απεικονίζεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. Στην αρχαιότητα υπήρχε ιερό στην Ολυμπία όπου τελούνταν θυσίες προς τιμήν της Ιπποδάμειας και το όνομά της φέρει ο αστεροειδής αρ. 692.

Ο Πέλοπας, μετά τον κατατεμαχισμό του από τον πατέρα του, επαναφέρθηκε στη ζωή από το Δία και, διωκόμενος από το βασιλιά της Τροίας, Ίλο, μετέβηκε στην Ήλιδα, όπου και ερωτεύτηκε την Ιπποδάμεια και, χρηματίζοντας τον ηνίοχο του πατέρα της, Μύρτιλο - που έβαλε κέρινα καρφιά στο άρμα του πατέρα της - σκότωσε τον Οινόμαο και πήρε σύζυγό του την Ιπποδάμεια. Στο Μύρτιλο υποσχέθηκε το μισό βασίλειο και μια νύχτα με την Ιπποδάμεια, για την οποία έτρεφε κρυφό πάθος. Την ώρα, όμως, που ο Οινόμαος πέθαινε έβαλε κατάρα στο Μύρτιλο να πεθάνει από τα χέρια του Πέλοπα. Έτσι και έγινε, ο Πέλοπας σκότωσε το Μύρτιλο, για να μην μπορεί να μαρτυρήσει την μπαγαποντιά του αλλά και γιατί επιχείρησε να προσεγγίσει ερωτικά την Ιπποδάμεια, ρίχνοντας τον στο Μυρτώο πέλαγος, που πήρε το όνομά του. Κυριάρχησε σε όλη την Πελοπόννησο, δίνοντάς της το όνομά του (ονομαζόταν Απία ή Πελασγία παλαιότερα), αλλά ο φόνος του Μύρτιλου, που ήταν γιος του Ερμή, επέφερε τη μήνη των θεών, που πέρασε στους απογόνους του.

Ο Τάνταλος, γιος του Δία, αδελφός της Νιόβης και του Βροτέα και βασιλιάς της Σίπυλου στη Φρυγία, ήταν φίλος των θεών του Ολύμπου και σε γεύμα που παράθεσε προς τιμήν των Ολύμπιων θεών - που του προσέφεραν το προνόμιο να γευτεί το νέκταρ και την αμβροσία - θέλησε να δοκιμάσει την κοσμογνωσία και παντογνωσία τους, σερβίροντάς τους τα μέλη του κατατεμαχισμένου γιου του, Πέλοπα, σε δείπνο που παράθεσε προς τιμήν τους· οι θεοί το κατάλαβαν αμέσως και καταδίκασαν τον Τάνταλο, όταν αυτός πήγε στον κάτω Κόσμο, να μένει σε μια λίμνη που, μόλις έσκυβε να πιει το νερό της εξαφανιζόταν, ενώ γύρω από τη λίμνη υπήρχαν οπωροφόρα με ζουμερούς καρπούς, που όταν έσκυβε να τους πάρει ψήλωναν τα κλαδιά. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 2102 και το στοιχείο 73 (Ταντάλιο), ενώ ο Σοφοκλής έχει γράψει την ομώνυμη τραγωδία.

Ο Ατρέας διαδέχθηκε το θρόνο του Πέλοπα, αλλά ο αδελφός του Θυέστης αποπλάνησε τη σύζυγό του και άρπαξε το χρυσόμαλλο δέρας (πρόβατο), δώρο του Ερμή προς τον Ατρέα και εχέγγυο σύμβολο της βασιλείας του, έτσι και οργανώθηκε η αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, η Αργοναυτική εκστρατεία, που θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο. Ο Δίας, βοήθησε τον Ατρέα να ρίξει στη θάλασσα την Αερόπη και σκότωσε το Θυέστη και τους δυο του γιους· λόγω του ανοσιουργήματός του, λέγεται ότι ο Ήλιος ανέτειλε από τη δύση. Για να τιμωρήσει το Θυέστη, ο Ατρέας του παράθεσε δείπνο με τα διαμελισμένα μέρη των σφαγιασμένων παιδιών του. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 14791.

Ο Θυέστης, αδελφός του Ατρέα, συνεχώς παρενοχλούσε το μεγαλύτερο αδελφό του και το θρόνο του. Τόσα πολλά ήταν τα κακά που έκαμε στον Ατρέα, που ο Δίας έκανε τον Ήλιο να ανατέλλει από τη δύση· βλέποντάς τον, ο λαός κατάλαβε τη θέληση των θεών και κατέβασε το Θυέστη από το θρόνο. Παραπλανώντας τη σύζυγο του Ατρέα, Αερόπη, γέννησε τον Τάνταλο και τον Πλεισθένη, γι’ αυτό και εξορίστηκε από τον αδελφό του, επανακλήθηκε όμως αργότερα από τον αδελφό του, που του παρέθεσε δείπνο (θυέστια δείπνα) με τις διαμελισμένες σάρκες των παιδιών του. Όταν το αντιλήφθηκε ο Θυέστης καταλήφθηκε από φρίκη και καταράστηκε τον Ατρέα και τους απογόνους του. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 14792.

Η Νικίππη νυμφεύτηκε το Σθενελό, γιο του Περσέα και της Ανδρομέδας, με τον οποίο γέννησε τον Ευρυσθένη. Περισσότερα στοιχεία για την οικογένεια του Σθενελού, του Περσέα και της Ανδρομέδας σε επόμενο άρθρο.

Ο Πιτθέας, βασιλιάς της Τροιζήνας, φημιζόταν για τη σοφία του και τις γνώσεις του σε σημείο που πολλοί τον χαρακτήριζαν ως το σοφότερο της εποχής του. Τα γνωστά ρητά «μηδέν άγαν» (τίποτα υπερβολικό) και «μη δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης» (μην κρίνεις πριν ακούσεις και τις δύο πλευρές).. Είναι πατέρας της Αίθρας, μητέρας του Θησέα, τον οποίο μεγάλωσε και για τον οποίο θα αφιερώσουμε επόμενο άρθρο

Ο Χρύσιππος, εξώγαμο παιδί του Πέλοπα και της νύμφης Αξιόχης σκοτώθηκε από τους ετεροθαλείς αδελφούς του, Τάνταλο και Αίγισθο, μετά από παρακίνηση της Ιπποδάμειας, γιατί τόση αδυναμία του είχε ο πατέρας του που φοβούνταν ότι θα έδινε το θρόνο σ’ αυτόν αντί στα νόμιμα παιδιά του. Όταν τον σκότωσαν εξορίστηκαν από τον πατέρα τους, που τους καταράστηκε σε διχόνοια μεταξύ τους.

ΑΤΡΕΙΔΕΣ  ( Μέρος β΄)
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο Ατρέας, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, νυμφεύτηκε την Αερόπη, αδελφή της Κλυμένης, κόρη του Κατρέα και της Φρονίας. Ο Κατρέας ήταν γιος του Μίνωα και της Πασιφάης, αδελφός του Ανδρόγεω, της Ακάλης, της Αριάδνης, του Γλαύκου, του Δευκαλίωνα και της Φαίδρας. Η μητέρα του ήταν κόρη του Ηλίου και της Περσηίδας, ενώ ο πατέρας του ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Ραδάμανθυ και του Σαρπηδόνα. Για τους απογόνους του Ατρέα και του Θυέστη θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας.

Η Αερόπη, κόρη του Κατρέα, εγγονή του Μίνωα και σύζυγος του βασιλιά των Μυκηνών, Ατρέα. Σύμφωνα με το μύθο, ο πατέρας της την έδωσε μαζί με την αδελφή της, Κλυμένη, στο Ναύπλιο, γιο του Ποσειδώνα, να τις πουλήσει σε ξένες χώρες, γιατί υπήρχε ένας χρησμός που έλεγε ότι οι κόρες του θα τον σκότωναν. Ο Ναύπλιος όμως, αφού νυμφεύτηκε την Κλυμένη, την οδήγησε μαζί με την Αερόπη στο Άργος.

Ο Κατρέας ίδρυσε την πόλη Κάτρη στην Κρήτη και φιλοξένησε το Μενέλαο στο ταξίδι του στην Κρήτη, όταν το Πάρις είχε αρπάξει την Ελένη. Πατέρας της Απημοσύνης, της Κλυμένης, της Αερόπης και του Αλθαιμένη, από τον οποίο και σκοτώθηκε.

Κατά το Στράβωνα, μετά από την αποτυχία της εκστρατείας των Ηρακλειδών και Δωριέων εναντίον της Αττικής, ο Αλθαιμένης οδήγησε μέρος της δύναμης τους στην Κρήτη, γενόμενος ο πρώτος Δωριέας οικιστής της. Για να αποφύγει χρησμό που έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του μετοίκησε στη Ρόδο, όπου ίδρυσε την Κρητηνία και έκτισε το βωμό του Αταβυρίου Διός. Αλλά, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες, το «πεπρωμένον φυγήν αδύνατον», όταν ο Κατρέας πήγε στη Ρόδο να δει το παιδί του, ο Αλθαιμένης, όντας νύχτα, τον εξέλαβε ως κακοποιό στοιχείο και τον σκότωσε. Μετά απ’ αυτό τον κατάπιε η γη, αφού εξέφρασε σχετική επιθυμία.

[Για το Μίνωα, τα αδέλφια του και το Μινώταυρο θα αναφερθούμε σε επόμενη ανάρτηση, οπως και για την Πασιφάη και τα’ αδέλφια της ].
 Ο Ανδρόγεως, γιος του Μίνωα, σκοτώθηκε από το μαραθώνιο ταύρο, εναντίον του οποίου τον έστειλε ο βασιλιάς της Αθήνας, Αιγέας, ζηλεύοντάς τον που νίκησε όλα τα αγωνίσματα στα Παναθήναια, καθώς αυτός πήγαινε στη Θήβα. Ο Μίνωας, για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του εξεστράτευσε εναντίον των Αθηναίων, τους οποίους πολιόρκησε και υποχρέωσε να στέλλουν κάθε χρόνο 7 νέες και 7 νέους στην Κρήτη, τροφή για το Μινώταυρο· από το βαρύτατο φόρο απάλλαξε την Αθήνα ο Θησέας, που σκότωσε το Μινώταυρο. Τον Ανδρόγεω επανάφερε στη ζωή ο Ασκληπιός, με μαγικά βότανα, και ο Ηρακλής δώρισε στα παιδιά του το νησί Θάσος. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 5027.

Η Αριά δνη ερωτεύτηκε το Θησέα όταν αυτός πήγε στην Κρήτη για να σκοτώσει το Μινώταυρο, δίνοντάς του οδηγίες και τον περίφημο μίτο (νήμα) της [ο μίτος της Αριάδνης], με τη βοήθεια του οποίου μπήκε στο λαβύρινθο, σκότωσε το Μινώταυρο και βγήκε έξω. Φεύγοντας από την Κρήτη, την πήρε μαζί με την αδελφή της, Φαίδρα, αλλά την εγκατέλειψε στη Νάξο, όπου και σκοτώθηκε από την Άρτεμη ή νυμφεύθηκε το Διόνυσο ή απαγχονίστηκε μόνη της, πληγωμένη βαθιά από την απόρριψη του Θησέα. Ο Δίας την έκανε αθάνατη, ενώ οι περιπέτειές της αποτέλεσαν έμπνευση σε διάφορους ποιητές και καλλιτέχνες, Το όνομά της φέρει ο αστεροειδής αρ. 43 και προς τιμήν της τελούνταν τα «Αριάδνεια». Ο Γλαύκος πνίγηκε σε ένα πιθάρι με μέλι, αλλά επανήλθε στη ζωή από το μάντη Πολυΐδη, που χρησιμοποίησε ένα βότανο. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 1870.

Η Φαίδρα, μετά το φόνο του Μινώταυρου απήχθηκε από το Θησέα μαζί με την αδελφή της Αριάδνη· ο Θησέας εγκατέλειψε τη δεύτερη στη Νάξο και πήρε σύζυγό του τη Φαίδρα και μαζί πήγαν στην Τροιζήνα, όπου η Φαίδρα είδε τον Ιππόλυτο, γιο του Θησέα και της Αμαζόνας Αντιόπης. Ο Ιππόλυτος, γνωστός για την ωραιότητα και την ομορφιά του, αγαπήθηκε αμέσως από την Φαίδρα, που ηδονιζόταν να τον βλέπει να γυμνάζεται. Η Φαίδρα, βλέποντας πως ο όμορφος νέος δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά της, διέβαλε το Θησέα, λέγοντας του ότι επιχείρησε να την βιάσει, έτσι και ο Θησέας σκότωσε το γιο του· όταν, όμως, αποκαλύφθηκε το ψέμα της Φαίδρας, αυτή κρεμάστηκε και αυτοκτόνησε. Η αρχαία τέχνη χρησιμοποίησε το μύθο αυτό σαν θέμα για ανάλυση, όπως ο Ευριπίδης έγραψε τον «Ιππόλυτο». Το όνομά της φέρει ο αστεροειδής αρ. 174.

Ο Ιππόλυτος, γιος του Θησέα και της Αμαζόνας Αντιόπης, ξεχώριζε για την ομορφιά του και την ικανότητά του στις αρματοδρομίες. Λάτρευε την Άρτεμη (θεά της αγνότητας) και περιφρονούσε την Αφροδίτη (θεά του έρωτα), γεγονός που έκανε την Αφροδίτη να ζηλέψει και, για να τον εκδικηθεί, έβαλε τη μητριά του, Φαίδρα, να τον ερωτευτεί και, όταν δεν ανταπέδιδε τον έρωτά της, την έκανε να τον κατηγορήσει ψευδώς ότι είχε επιχειρήσει να τη βιάσει· ο Θησέας τον κυνήγησε και, την ώρα που έφευγε με το άρμα του, όρμησε ένα τέρας από τη θάλασσα, γεγονός που έκανε τα άλογά του να αφηνιάσουν και να σκοτωθεί ο νέος. Αργότερα, ιδρύθηκε ιερό αφιερωμένο στον Ιππόλυτο στην Τροιζήνα.

Η οικογένεια των Ατρειδών (Μέρος 3ο)

Όπως αναφέραμε πιό πάνω, ο Ατρέας και ο Θυέστης ήταν γιοι της Ιπποδάμειας και του Πέλοπα. Ο Ατρέας νυμφεύτηκε την Αερόπη και γέννησαν τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, ενώ ο παμπόνηρος Θυέστης γέννησε, με την εξαπατημένη γυναίκα του αδελφού του, Αερόπη, τον Αγλαό, τον Καλαό, τον Ορχομενό, την Πελοπία, τον Πλεισθένη και τον Τάνταλο. Μαζί με την κόρη του, Πελοπία, γέννησε τον Αίγισθο. Ο Αγαμέμνονας, πρωτότοκος γιος του Ατρέα, νυμφεύτηκε την Κλυταιμνήστρα, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας και μαζί απέκτησαν την Ηλέκτρα, την Ιφιάνασσα, την Ιφιγένεια, τη Λαοδίκη, τον Ορέστη και τη Χρυσόθεμις. Ο Μενέλαος ήταν σύζυγος της ωραίας Ελένης, μαζί με την οποία απόκτησε την Ερμιόνη, που έγινε σύζυγος του εξάδελφού της, Ορέστη και μαζί απέκτησαν τον Τισαμενό.

Ο Αγαμέμνονας, αρχηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία της Τροίας και βασιλιάς των Μυκηνών και όλου του Άργους και των γύρω νησιών περιγράφεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως γενναίος πολεμιστής, περήφανος και φλογερός άνδρας, αλλά αναποφάσιστος και εύκολα επηρεαζόμενος από τις γνώμες των άλλων. Φαίνεται ότι αποτελεί ιστορικό πρόσωπο· αδελφός του Μενέλαου, του οποίου τη σύζυγο απήγαγε ο Πάρις, γιος του βασιλιά της Τροίας, Πριάμου, οργάνωσε εκστρατεία προς αποκατάσταση της τιμής του αδελφού του, καλώντας όλους τους Έλληνες να συμμετάσχουν σ’ αυτή και επιχειρεί να θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια, για εξευμενισμό της θεάς Αρτέμιδας, που θα επέτρεπε τον απόπλουν των ελληνικών στρατευμάτων από την Αυλίδα. Αρχηγός 100 πολεμικών πλοίων, κατά τη διάρκεια του πολέμου έλαβε ως αιχμάλωτη τη Χρυσηίδα, αρνούμενος να την επιστρέψει στον ιερέα πατέρα της, που προσέφερε πλούσια λύτρα για την απελευθέρωσή της.

Έτσι, έπεσε λοιμός ανάμεσα στα ελληνικά στρατεύματα και ο Στρατάρχης Αγαμέμνονας αναγκάζεται να την παραδώσει, αφαιρώντας ταυτόχρονα την αιχμάλωτη του Αχιλλέα, Βρισηίδα, προσβάλλοντας τον επικό ήρωα, που αποχώρησε από την εκστρατεία. Όταν όμως σκοτώθηκε ο Πάτροκλος, ο Αγαμέμνονας παρακαλεί τον Αχιλλέα να επιστρέψει πίσω, συμφιλιωνόμενος μαζί του. Ως λάφυρο από τον πόλεμο παίρνει την παλλακίδα Κασσάνδρα, μαζί με την οποία επιστρέφει στις Μυκήνες, όπου σκοτώνεται από τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα. Ο Αισχύλος έγραψε την ομώνυμη τραγωδία «Αγαμέμνων». Το όνομά του σημαίνει «επίμονος, καρτερικός, πεισματάρης, σταθερός» από το άγαν (υπερβολικά) και μένω (στέκω, παραμένω, αντέχω) και φέρεται από τον αστεροειδή αρ. 911.

Από τη Χρυσηίδα ο Αγαμέμνονας απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί, το Χρύση, που σκότωσε το Θόαντα όταν συνειδητοποίησε ότι η Ιφιγένεια και ο Ορέστης, που καταδίωκε, ήταν αδέλφια του, ενώ αργότερα, για να αποφύγει την οργή της Κλυταιμνήστρας κατέφυγε στην ακτή του Βυζαντίου, όπου και ίδρυσε τη Χρυσάπολη.

Ο Μενέλαος, σύζυγος της ωραίας Ελένης, έγινε διάδοχος του Τυνδάρεω, μετά το θάνατο των Διόσκουρων. Ο Πάρις άρπαξε την Ελένη και έτσι ο Μενέλαος, μαζί με τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα, το Νέστορα, τον Οδυσσέα και άλλους ήρωες οργάνωσε εκστρατεία για να εκδικηθούν τους Τρώες· επικεφαλής 60 πλοίων επιχείρησε να λύσει το θέμα με ειρηνικά μέσα, αλλά, αποτυγχάνοντας και τραυματισμένος από τον Πάρη, με βοηθό τη θεά Ήρα, άρχισε τον πόλεμο, σκοτώνοντας πλήθος ανδρών (Θόας, Πείσανδρος, Σκάμανδρος, Υπερήνορας κτλ). Πολέμησε εναντίον του Αινεία και θα σκότωνε τον Πάρη, αν δεν είχε βοήθεια από τη θεά Αφροδίτη. Μετείχε και στον αγώνα για το νεκρό Πάτροκλο και τους υπόλοιπους χαμένους ήρωες, ενώ πληγώθηκε από τον Πάνδαρο. Μέσω του Δουρείου Ίππου, μπήκε στην Τροία και την άλωσε. Αφού αλώθηκε η Τροία έψαξε για την ωραία Ελένη, βρίσκοντάς την σε ένα βωμό, όπου και συμφιλιώθηκαν, αλλά για 8 ολόκληρα χρόνια δεν μπορούσαν να πάνε πίσω στη Σπάρτη, λόγω κακοκαιρίας, έτσι βρίσκονταν μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου. Στα γεράματά του κατέβηκε στα Ηλύσια Πεδία, όπου ζούσαν μακάριοι και αθάνατοι άνδρες, έτσι δεν πέθανε όπως ένας κοινός θνητός. Το όνομα του φέρει ο αστεροειδής αρ. 1647.

Ο Αίγισθος, γιος του Θυέστη και της κόρης του Πελοπίας, που τη διέφθειρε μια νύχτα, χωρίς να της αποκαλύψει την ταυτότητά του, όταν γεννήθηκε αφέθηκε έκθετος σε έρημο τόπο να πεθάνει, για να μην αποκαλυφθεί η αιμομικτική καταγωγή του, αλλά τον διέσωσε ο Ατρέας, μεγαλώνοντάς τον με γάλα γίδας (αιγός), απ’ όπου και πήρε το όνομά του. Διαδέχτηκε τον Ατρέα και, όταν μεγάλωσε, τον έπεισε να επιχειρήσει να σκοτώσει τον πατέρα του· ο Θυέστης, όμως, αναγνωρίζοντάς τον, τον κατάφερε να σκοτώσει τον Ατρέα. Έτσι έγινε βασιλιάς ο Θυέστης, που σκοτώθηκε από το γιο του Ατρέα, Αγαμέμνονα. Όταν όμως έγινε η τρωική εκστρατεία, του εμπιστεύτηκε το θρόνο των Μυκηνών. Κατά την απουσία του Αγαμέμνονα από τις Μυκήνες, στην πολιορκία της Τροίας (1194-1184 π.Χ), ο Αίγισθος έγινε εραστής της Κλυταιμνήστρας. Όταν επέστρεψε ο Αγαμέμνονας, βοήθησε την Κλυταιμνήστρα να τον σκοτώσει, μαζί με την παλλακίδα του, Κασσάνδρα, στο λουτρό και βασίλεψε για 8 χρόνια, έως ότου τους σκότωσε και τους δύο ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα.

Η Κλυταιμνήστρα ήταν αδελφή της Ελένης, του Τυνδάρεω και των Διόσκουρων, αρχικά σύζυγος του Τάνταλου, τον οποίο σκότωσε ο Αγαμέμνονας, οπόταν και την παντρεύτηκε. Μαζί με τον Αίγισθο σκότωσε το δεύτερό της σύζυγο, την Κασσάνδρα (παλλακίδα του άνδρα της) και δύο από τα ίδια τα παιδιά της. Σκοτώθηκε από το γιο της Ορέστη, 8 χρόνια μετά από τη δολοφονία του συζύγου της. Η Κλυταιμνήστρα απασχόλησε τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας, ενώ πολλές παραστάσεις της υπάρχουν σε σαρκοφάγους, αγγεία και κάτοπτρα, ενώ το όνομά της φέρει ο αστεροειδής αρ. 179.

Η Ηλέκτρα, μαζί με τον Ορέστη, σκότωσε τη μητέρα της και τον εραστή της, Αίγισθο στον ίδιο χώρο που αυτοί σκότωσαν τον πατέρα της, την παλλακίδα του και δύο αδέλφια της. Αργότερα παντρεύτηκε τον Πυλάδη. Από τους τρεις τραγικούς (Αισχύλο, Ευριπίδη και Σοφοκλή) κατέστη ένα από τα τραγικότερα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας. Υπάρχει τραγωδία «Ηλέκτρα» από τον Αισχύλο και το Σοφοκλή, ο αστεροειδής αρ. 130, αλλά και ο δεύτερος σε λαμπρότητα από τις Πλειάδες.

Η οικογένεια των Ατρειδών

Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, ο Αγαμέμνονας, πρωτότοκος γιος του Ατρέα, νυμφεύτηκε την Κλυταιμνήστρα, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας και μαζί απέκτησαν την Ηλέκτρα, την Ιφιάνασσα, την Ιφιγένεια, τη Λαοδίκη, τον Ορέστη και τη Χρυσόθεμις. Ο Τυνδάρεως, αδελφός του Ικάριου και του Ιπποκόοντα, ήταν γιος του Οίβαλου και της νύμφης Βάτειας, ενώ η Λήδα ήταν κόρη του Θέστιου και της Ευρυθέμιδας. Ο Οίβαλος ήταν γιος του βασιλιά Κυνόρτη, ενώ η Λήδα, αργότερα πλάγιασε και με το Δία. Ο Μενέλαος, σύζυγος της ωραίας Ελένης, και πατέρας της Ερμιόνης, που έγινε σύζυγος του εξάδελφού της, Ορέστη και μαζί απέκτησαν τον Τισαμενό.

Η Ιφιγένεια, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, κλήθηκε από τον πατέρα της στην Αυλίδα υπό το πρόσχημα του γάμου με τον Αχιλλέα, αλλά έχοντας σκοπό να τη θυσιάσει στην Άρτεμη, για να επιτρέψει τον απόπλου του συγκεντρωμένου στρατεύματος στην Ταυρίδα, αφού επικρατούσε απόλυτη νηνεμία - ο Αγαμέμνονας είχε σκοτώσει το ιερό της ελάφι - και, σύμφωνα με μαντεία που προφήτεψε ο μάντης Κάλχας, έπρεπε να θυσιαστεί. Παρά το βάρος της ψυχής του, όμως, έπρεπε να τη θυσιάσει, αφού οι υπόλοιποι Έλληνες το απαιτούσαν. Την ύστατη στιγμή, πριν να της επιφέρει το θανάσιμο τραύμα ο μάντης Κάλχας, η θεά την αντικαθιστά με ένα ελάφι και τη μεταφέρει με σύννεφο στην Ταυρίδα, ως ιέρειά της, για να ετοιμάζει σε θυσία τους Έλληνες που έρχονταν από τον Τρωικό πόλεμο.

Όταν έφθασε ο αδελφός της Ορέστης με το φίλο του Πυλάδη, κρατώντας το ξόανο της Αρτέμιδος, η Ιφιγένεια αναγνώρισε τον αδελφό της και, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς δραπετεύει μαζί του, φθάνοντας στην Ελλάδα και γίνεται ιέρεια στη Βαυρώνα της Αττικής. Ο Ευριπίδης έγραψε δύο τραγωδίες αναφορικά με την Ιφιγένεια, την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Το όνομά της φέρει ο αστεροειδής αρ. 112. Ο Ορέστης, παιδί ακόμη (12 χρονών) όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του από τη μητέρα του και τον εξάδελφό του, κατέφυγε στη Φωκίδα με την αδελφή του, Ηλέκτρα, όπου μεγάλωσε στην αυλή του βασιλιά Στροφία. Κατά τον Όμηρο, διέφυγε στην Αθήνα μετά από διαταγή του Μαντείου των Δελφών, επιστρέφοντας στις Μυκήνες μετά από 8 χρόνια, για να σκοτώσει τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, και τον εξάδελφό του, Αίγισθο, εκδικούμενος την πονηρή δολοφονία του πατέρα του.

Μαζί με το φίλο του Πυλάδιο, γιο του βασιλιά Στροφία, επανάκτησε τις Μυκήνες και το θρόνο τους· οι Ερινύες όμως δεν τον άφηναν να χαρεί λεπτό το θρόνο του χωρίς να έχει στο νου του τη μητροκτονία που διέπραξε, ενώ δικάστηκε από τους θεούς στον Άρειο Πάγο και αθωώθηκε με την ψήφο της θεάς Αθηνάς. Συμβουλευόμενος το μαντείο των Δελφών πήγε στην Ταυρική χερσόνησο, όπου και συνελήφθηκε από το βασιλιά των Σκυθών, Θόαντα, οδηγούμενος στο ναό της Άρτεμις για να σφαχτεί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση που ίσχυε για τους ξένους. Εκεί, τον αναγνώρισε η αδελφή του, Ιφιγένεια, και διέφυγαν μαζί στην Ελλάδα, όπου και, νυμφευόμενος με την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, έγινε βασιλιάς της Σπάρτης και πατέρας του Τισαμενού. Πέθανε στην Αρκαδία, κοντά στην πόλη Ορεστεία, όταν τον δάγκωσε ένα φίδι, και τάφηκε στην Τεγέα.

Ο Αισχύλος έγραψε τριλογία με το όνομα «Ορέστεια», όπως και ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία «Ορέστης», αναφερόμενος στην ιστορία του Ορέστη. Οι μύθοι του Ορέστη ενέπνευσαν περιώνυμους ποιητές των αρχαίων και νεότερων χρόνων (Όμηρος, Αισχύλος, Στησίχορος, Ευριπίδης, Ρακίνας, Βολταίρος, Γκαίτε), αλλά και πολλούς καλλιτέχνες (Παρράσιος, Θέωνας, Τιμόμαχος κτλ), ενώ πολλά αγγεία φέρουν αναπαραστάσεις του. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 13475. Ο Τυνδάρεως, βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Οίβαλου και της Βάτειας, βοήθησε το Θέστιο σε πόλεμο με γειτονικούς λαούς, ενώ ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόοντα και τους 12 του γιους, επαναφέροντάς τον στο θρόνο της Σπάρτης.

Ο Τυνδάρεως, μυθικός βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Οίβαλου και της νύμφης Βάτειας, εκθρονίστηκε από τον αδελφό του, Ιπποκόοντα, και κατέφυγε στην Αιτωλία, όπου και νυμφεύτηκε τη Λήδα, κόρη του βασιλιά Θέστη. Το όνομά του φέρει ο αστεροειδής αρ. 8125. Ο Οίβαλος, μυθολογικός ήρωας, γιος του σπαρτιάτη βασιλιά Κυνόρτη, από τη νύμφη Βάτεια ή την κόρη του Περσέα, Γοργοφόνη, γέννησε τον Ικάριο, τον Ιπποκόοντα και τον Τυνδάρεω. Τέλος, ο Τισαμενός, γιος του Ορέστη και της Ερμιόνης και εγγονός του Μενέλαου ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του Άργους, των Μυκηνών και της Σπάρτης, ενώ κατά την κάθοδο των Ηρακλειδών (Δωριέων) σκότωσε τον αρχηγό τους, Αριστόμαχο, τα παιδιά του οποίου αργότερα (Αριστόδημος, Κρεοφόντης και Τήμενος) τον σκότωσαν, εκδικούμενοι το φόνο του πατέρα τους. Θεωρείται ο τελευταίος απόγονος των Ατρειδών.
πηγήhttp://www.typos.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=4949

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

ΛΑΣ..... ΕΝΑΣ ΜΥΘΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία και ειδικότερα με τον κύκλο των μύθων της Λακωνίας ο Λας ήταν μυθικός επώνυμος ήρωας οικιστής που έδωσε το όνομά του στην προϊστορική πόλη Λας. Ετυμολογικά στη δωρική το όνομα Λας σημαίνει πέτρα, που μπορεί να προσδιορίζει έτσι τον δυνατό, ή πατρογονικό, ή και τον ορεσίβιο.
Σύμφωνα με το μύθο ο Λας φονεύθηκε από τον Αχιλλέα όταν εκείνος κατέβηκε στη Λακωνική ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης. Αν και παρατηρείται εδώ ανάμιξη μύθων και ηρώων, εν τούτοις συμπεραίνεται ότι παλαιότερα στη Λακωνική είχε δημιουργηθεί ολόκληρος κύκλος μύθων που σχετίζονταν με την Λήδα και την Ελένη ως θεότητες, πολύ πριν η δεύτερη γίνει σύμβολο γυναικείας ομορφιάς.
Η ανάμιξη εξ άλλου του Αχιλλέα με τον Λαν αποκαλύπτει σαφώς ότι ο Αχιλλέας δεν ήταν μόνο ήρωας της Φθιώτιδας αλλά και της Λακωνικής, όπως αποδεικνύουν και τα πολλά ιερά που υπήρχαν σ΄ αυτήν προς τιμή του Αχιλλέα, της Θέτιδας αλλά και του Νηρέα. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους Διόσκουρους που αρχικά θα πρέπει να τιμώνταν ως θεότητες.
Συνεπώς στους αλληγορικούς αυτούς μύθους θα πρέπει ν΄ αναζητηθούν οι μετακινήσεις των προελλήνων Αχαιών στη Λακωνία, καθώς και η μετέπειτα υποταγή τους στους Δωριείς, όπου μετά την κάθοδό τους επήλθε και το οριστικό τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού

Η ΠΟΛΗ

Ο Λας, ή η Λάας, ή η Λα(*), ήταν μία συνεχώς ακμάζουσα ελληνική πόλη από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τους βυζαντινούς. Βρισκόταν ΝΔ. του μυχού του Λακωνικού Κ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ. από το Γύθειο, κοντά στο σημερινό άνω Βαθύ, οπου το σημερινό Χοσιάρι ήταν και το λιμάνι της πόλης.
(*)Ο Όμηρος την αποκαλεί "Λάαν", οι Θουκυδίδης, Παυσανίας ως ο "Λας", και οι Στράβων και Στέφανος ο Βυζάντιος ως η "Λα"

 

Η Λάας στον Όμηρο
Η Λάας ήταν η αξιολογότερη απ΄ όλες τις προϊστορικές πόλεις της Λακωνίας. Η σημασία και η αίγλη της πόλεως ήταν ισότιμη με όλες τις υπόλοιπες της Λακεδαίμονος που αναφέρονται στην Ιλιάδα από τον Όμηρο. Στην συγκεκριμένη δε περιοχή είναι η κυρίαρχη πόλη μαζί με το Οίτυλο.
Οἳ δ᾽ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,Φᾶρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην,
Βρυσειάς τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινάς,
οἵ τ᾽ ἄρ᾽ Ἀμύκλας εἶχον Ἕλος τ᾽ ἔφαλον πτολίεθρον,
οἵ τε Λάαν εἶχον ἠδ᾽ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο,
ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Β΄(στίχοι  : 581-585)
 Ο Λας στον Παυσανία
Μετά από το Γύθειο, ο περιηγητής Παυσανίας (Λακωνικά ΧΙV.6-11, & XXV.1-10), φτάνει στον Λάα, τον οποίο ορίζει σαφώς «Τά δε εν δεξιά Γυθείου Λας εστί». Η απόσταση της από το Γύθειο που αναφέρει, 40 στάδια (1 στάδιο=185 μέτρα), ταυτίζεται με την σημερινή θέση, που έχει αποδοθεί για την πόλη. Την εποχή εκείνη φαίνεται πως ο Λας κάλυπτε την ευρύτερη περιοχή, όπου σήμερα υπάρχουν τα χωριά Καρβελάς, Σκαμνάκι,Χωσιάριονκαι Αγερανός, με κέντρο τό κάστρο τού Πασσαβά, ενώ από την πλευρά της θάλασσας έφτανε μέχρι τους όρμους Βαθύ και Κάτω Βαθύ.

Τοποθεσία

Στην κορυφή του όρους Ασία, απόληξη παραφυάδας του Ταϋγέτου, που σήμερα ονομάζεται λόφος του Πασσαβά βρισκόταν η αρχαία πόλη Λας. Αργότερα ενώ εκεί παρέμεινε η ακρόπολη της πόλεως, αυτή επανιδρύθηκε ανάμεσα σε τρεις μικρούς λόφους της ίδιας περιοχής. Κατά την φραγκοκρατία το 1254 στο σημείο αυτό κτίσθηκε το κάστρο του Πασσαβά γύρω απ΄το οποίο ιδρύθηκε η ομώνυμη Βαρωνία που αποτελούσε και την μοναδική από ξηράς είσοδο στην Μάνη.
Στην δωρική γλώσσα "λάας" σημαίνει λίθος. Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, την πόλη ίδρυσαν άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον ομώνυμο κατακλυσμό.
Καθόλου απίθανό κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους να δημιούργησαν και την πόλη Λάσσα στο Θιβέτ. Συγκεκριμένα η Λάας και η Λάσσα, σύμφωνα με τις παραδόσεις χτίστηκαν από τον μυθικό Λάκωνα ήρωα Λαν. Tο όνομα Λας απαντάται και ως αρχαία ασιατική λέξη που σημαίνει «πνεύμα» ή «ουράνιος».
Πλησίον της πόλεως, στο Αεράεινον (σημερινό χωριό Αγερανός) αναφέρεται από τον Παυσανία ότι υπήρχε ο τάφος του ιδρυτή της πόλης. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον μύθο ο ήρωας Λας δολοφονήθηκε από τον Αχιλλέα όταν είχε κατέβει στη Λακωνία ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης. Ο Παυσανίας αφιερώνει αρκετά στην περιγραφή τής πόλης (ναούς,ιερά), και της περιοχής (ποτάμια, πηγές)
Κατά την γεωμετρική εποχή η αρχική πόλη Λας φαίνεται να εγκαταλείφθηκε, και να επανιδρύθηκε σε τοποθεσία μεταξύ των βουνών Ασία (Πασσαβάς), Ίλιον (Μαστρολέου) και Κνακάδιον (Ταρμπολιάς). Δεν μπορούμε παρά να συνδέσουμε και την επίσης αρχαία και γειτονική με τον Λας πόλη Ασίνη. Η σημερινή περιοχή Καμμάρες αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της πόλης Λας, που έφτανε μέχρι το ιερό του Διός, στις εκβολές του ποταμού Σκύρα. Κεντρικό σημείο αποτελούσε το Αεράινον (Αγερανός), επειδή σε αυτό υπήρχε ο τάφος του οικιστή της πόλης, με το ομώνυμο όνομα Λας. Στην ευρύτερη γεωγραφική επικράτεια του Λα, ανήκε όλη η παραθαλάσσια περιοχή από το χωριό Μαυροβούνι, μέχρι και το Σκουτάρι. Σε κάποια κείμενα την βρίσκουμε να ονομάζεται Amathea. Στην ακρόπολη της Λας, υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Αθηνά Σωτήρα. Επίσης και ο Ποσειδώνας, ετιμάτο σε ναό που ίδρυσε ο Οδυσσέας, όταν επέστρεψε από την Τροία. Κατά τον Παυσανία, το ιερόν της Αθηνάς Ασίας ίδρυσαν οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, όταν επέστρεψαν από την Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ ονομάζονται και "Λαπέρσες" σύμφωνα με αναφορά τού Στράβωνα (Η΄ V3), επειδή κατέλαβαν την πολιν Λάαν.
Από τα χρόνια του βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), ο Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης, και οι κάτοικοί της ανήκαν στούς Περίοικους. Μέ αφορμή τα σκληρά μέτρα τού Νάβη στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών,οι τελευταίοι κατέφυγαν, για να σωθούν, στον Λά.
Αργότερα 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη και αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, που ονομάστηκε Κοινόν των Ελευθερολακώνων. Στην ομοσπονδία αυτή ανήκε ο Λας, καθώς και οι γειτονικές πόλεις,Γύθειο, Οίτυλο και η - ο Πύρριχος, μιά εξίσου αρχαία πόλις, ίσως και προγενέστερη από την Λα.
Από τα νομίσματα τής πόλης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη και την ακμή τής μέχρι στον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η επιδρομή όμως τών Βανδάλων με τόν Γιζέριχο, πιθανόν να είναι η κύρια αιτία καταστροφής τής πόλεως, που συμπληρώθηκε και από άλλες επιδρομές εναντίον των περιοχών τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα.
Με διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής - άρα πολυπληθούς - η ντόπια παράδοση λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζί 20.000 ανθρώπους.
Πηγή Βικιπαιδεια
=================
Τό παρακάτω αρθρο υπογραφει η ΑΝΝΗ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

Λάα - Λα - Λας
ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ Μ΄ΟΝΟΜΑ ΜΟΥΣΙΚΟ

(λάπις) στα λατινικά, δάνειο απ’ τη δικιά μας γλώσσα. Σύνθετη λέξη λα-τομείο, ό,τι έφτασε από την αρχαία πέτρα στη νέα ελληνική, μα η πέτρα στα μανιάτικα -κι αλλού στη Λακωνία- παράμεινε λαλούδα. Λας, λοιπόν, σημαίνει πέτρα. Το όνομα αυτό είχε και μια αρχαία λάκαινα πόλη με ιστορία χιλίων πεντακοσίων ετών, που έπειτα ονομάστηκε Πασσαβάς και τώρα Χωσιάρι.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
«Κειται δέ επί πέτρας υψηλής, διό καί Λα καλειται» (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Η αρχαία πόλη Λάα, Λα και Λας ήταν, στα προϊστορικά χρόνια, ιδρυμένη στο λόφο που λεγόταν Ασία και απείχε 40 στάδια από το Γύθειο (περιηγητής Παυσανίας, 160 μ.Χ.), γύρω στα 8 χλμ. Ταυτίζεται με το λόφο του κάστρου του Πασσαβά ή απλά Κάστρου, που βρίσκεται 10 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του Γυθείου. Ο λόφος αυτός ελέγχει την κλεισούρα, τα στενά του Πασσαβά, τη μοναδική δηλαδή είσοδο της χερσονήσου του Ταινάρου από τα ανατολικά (Ν. Παπαχατζής).
Αργότερα, η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε, από την ακρόπολη της Ασίας, ακριβώς κάτω, στη μικρή εύφορη κοιλάδα, τα σημερινά Kαρδάματα και την Τουρκόβρυση. Η νεώτερη πόλη περικλειόταν δηλαδή από τους λόφους τού Πασσαβά, της Ταρμπόλιας και του Μαστρολέου, που έφεραν το όνομα Ασία, Κνακάδιον και Ίλιον (Παυσανίας). Ο Περιηγητής σημειώνει πως κοντά στη σύγχρονη του πόλη υπήρχε μία κρήνη που τ’ όνομα της ήταν Γαλακώ, και το ώφειλε στη γαλακτώδη απόχρωση τού νερού της. Κοιτάσματα υδάτων έχει πλούσια η Τουρκόβρυση, και πιθανά η αρχαία κρήνη να μπορεί να ταυτιστεί με ένα σωζόμενο εκεί παραμορφωμένο ερείπιο κρηνικής κατασκευής. Και βορειότερα, στα ριζά του Κάστρου, υπάρχει πηγάδι με νερό γαλακτώδους απόχρωσης (Ν. Παπαχατζής).
Το λιμάνι τής πόλης, επίσης με το όνομα Λας (γεωγράφος Σκύλαξ ο νεώτερος, 350 π.Χ.), βρισκόταν σ’ απόσταση περίπου 2 χλμ (10 σταδίων: Παυσανίας), στον κόλπο τού σημερινού Βαθιού (Ν. Παπαχατζής). Επειδή ήταν « ευλίμενον », χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο (4ος π.Χ.), ως ναύσταθμος των Σπαρτιατών από τους πρώτες αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. - και πιθανότατα πιο πριν, στα χρόνια των Αχαιών, παράλληλα με το Έλος (Α. Κουτσιλιέρης). Πράγματι, ο κόλπος αυτός έχει μεγάλη σε μήκος παραλία και βαθειά νερά, κι είναι σπάνια φουρτουνιασμένος. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείτο κι αργότερα, από τη ναυτική δύναμη των Τούρκων, αφού χωρούσε, όπως έγραφε στα 1670 μ.Χ. ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί, εκατό καράβια και τ’ όνομα του ήταν τότε Πασαλιμάνι.
www.mani.org.gr/periodikomani/3/las.htm
ΙΣΤΟΡΙΑ

Lapis

Μυκηναϊκή Περίοδος
Άλλη παράδοση, ευρέως γνωστή, έλεγε πως τ’ αδέρφια τής όμορφης συζύγου του Ελένης, οι Διόσκουροι, πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Λα, γι’ αυτό και είχαν το προσωνύμιο Λαπέρσαι (Σοφοκλής 5ος π.Χ., Λυκόφρων 3ος π.Χ., Δίδυμος 1ος π.Χ., Στέφανος Βυζάντιος 6ος μ.Χ.). Οι ίδιοι οι Λάοι -όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.)- έλεγαν πως οι Διόσκουροι, επιστρέφοντας σώοι από την Κολχίδα [και την Αργοναυτική εκστρατεία] έφθασαν στη Λα και ίδρυσαν, στην ακρόπολη της, ναό τής Αθηνάς Ασίας, ομώνυμο με αυτόν της Κολχίδας (Παυσανίας).
Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Περιηγητής, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λας. Ο τάφος του, με αδριάντα, βρισκόταν στο Αράινο (Παυσανίας), κατά πάσα πιθανότητα στον Αγερανό (Ν. Παπαχατζής), στο νότιο άκρο του λιμανιού του Βαθιού.
Καθώς έλεγαν οι κάτοικοι στα 160 μ.Χ., τον ήρωα Λα σκότωσε ο Αχιλλέας, όταν ήρθε στη Λακωνία για να ζητήσει την Ελένη της Σπάρτης για γυναίκα του (Παυσανίας) - και προφανώς θα προσορμίστηκε στο λιμάνι τής Λας. Ο Περιηγητής απορρίπτει, μάλλον λανθασμένα, μέρος τής τοπικής αυτής παράδοσης : θεωρεί πως τον Λα σκότωσε ο φίλος τού Αχιλλέα, Πάτροκλος, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους μνηστήρες της Ελένης, και όχι ο Αχιλλέας μια και δεν παρουσιάζεται ως μνηστήρας της στα κείμενα του Ομήρου. Ο Παυσανίας αγνοεί όμως ότι ο ποιητής Ευριπίδης, τον 5ο π.Χ. αιώνα, έγραφε πως ο Αχιλλέας υπήρξε μνηστήρας της Ελένης.
Όπως και εάν είχε, βλέπουμε πως ο ιδρυτής ήρωας Λας, θεωρείτο σύγχρονος με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο και πως η δολοφονία του τοποθετείται πριν το γάμο της Ελένης με τον Μενέλαο και συνεπώς πριν τον πόλεμο της Τροίας. Σύγχρονοι του Αχιλλέα και του Πάτροκλου ξέρουμε πως ήταν και οι Διόσκουροι, ήρωες οι οποίοι είχαν πεθάνει και αποθεωθεί λίγο πριν τον πόλεμο αυτό (P. Grimal), που η παράδοση τοποθετεί γύρω στα 1200 π.Χ.
Για την ονοματοθεσία της πόλης μπορεί να γίνει και μια άλλη υπόθεση : ο ήρωας Λας ήταν μυθικό πρόσωπο, που πλάστηκε για να εξηγηθεί το όνομα της και να αποδοθεί η ίδρυση της σε κάποιο γενναίον άντρα, που αναμετρήθηκε μ’ έναν πανελλήνιον ήρωα. Στα παλαιοχριστιανικά και μόνον χρόνια βρίσκουμε αυτήν την πιο ρεαλιστική εξήγηση : η πόλη Λα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν χτισμένη σε πέτρα υψηλή (γεωγράφος και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν άποψη, η Λας, χρωστούσε το όνομα της στη γεωμορφολογία του πρώτου τόπου τής ίδρυσης της, δηλαδή στο πετρώδη λόφο τής Ασίας-Πασσαβά.
Αν ο Λας ήταν υπαρκτό πρόσωπο της αχαϊκής περιόδου, η πόλη στην οποία έδωσε τ’ όνομα του, παρουσιάζεται από τις φιλολογικές πηγές να ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τα 1250 π.Χ. -λίγο πριν το γάμο της Ελένης και πριν την αποθέωση των Διοσκούρων- και να κατελήφθη απ’ αυτούς μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πριν τα 1200 π.Χ.
Αν δεν δεχτούμε την ιστορικότητα του ήρωα Λα, η πόλη Λαας, αφού ανήκε στο βασίλειο του Μενελάου, προ του πολέμου της Τροίας, συμπεραίνουμε πως ήταν μια μυκηναϊκή πόλη ήδη χτισμένη λίγο μετά τα 1250 και πριν τα 1200 π.Χ. (πάντα βασισμένοι στην παραδοσιακή χρονολόγηση του πολέμου της Τροίας, γύρω στα 1200 π.Χ.). Έτσι, παραμένει ανοικτή η χρονολογία ίδρυσης της.
Ενώ οι φιλολογικές πηγές αναφερόμενες στα μυκηναϊκά χρόνια της Λας είναι, καθώς είδαμε, αρκετές, τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της εποχής είναι λιγοστά. Μόνον ένα μεμονωμένο θραύσμα οψιδιανού (μαύρου στιλπνού ηφαιστιογενούς λίθου) από την αρχαία ακρόπολη είναι χωρίς αμφιβολία προϊστορικό (Η. Waterhouse, G. Shipley). Υπάρχουν κάποιοι αινιγματικοί, δυσχρονολόγητοι ογκόλιθοι 1,50 μ επί 0,80 μ (Η. Waterhouse) και κάποια αινιγματικά θραύσματα αγγείων που θεωρήθηκαν υστεροελλαδικής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) από τον Πασσαβά (Π. Γιαννακόπουλος), αλλά η χρονολόγηση τους έχει αμφισβητηθεί (Η. Waterhouse). Για να τεκμηριωθεί απόλυτα η ύπαρξη εγκατάστασης στη μυκηναϊκή εποχή στο λόφο του Πασσαβά απαιτείται, έστω κι αν η διαμόρφωση του εδάφους τη δυσχεραίνει, περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως από παλιά έχει σημειωθεί, η θέση του Κάστρου «θεωρείται ιδανική για ίδρυση μυκηναϊκής ακρόπολης». Έλληνες και ξένοι ερευνητές, ομόφωνα, θεωρούν πως εκεί βρίσκεται η μυκηναϊκή Λας (πρόσφατα Ν. Παπαχατζής, G. Shipley).
Πρώτα Δωρικά χρόνια
Μετά τα μυκηναϊκά χρόνια και τους Αχαιούς, κύριοι της Σπάρτης έγιναν οι Δωριείς, στα πρωτογεωμετρικά χρόνια (P. Cartledge), γύρω στο 1050 π.Χ., κι έπειτα της νοτιοδυτικής Λακωνίας, όπου βρισκόταν και η Λας. Κατά την παράδοση, ο Ευρυσθένης και ο Προκλής, οι πρώτοι δύο δωριείς βασιλιάδες της Σπάρτης, χώρισαν τότε το βασίλειο σε έξι τμήματα κι έκαναν τη Λα πρωτεύουσα στο ένα απ’ αυτά. Και, όπως είδαμε πιο πάνω, επέλεξαν να κάνουν το ομώνυμο ευλίμενο λιμάνι της ναύσταθμό τής Σπάρτης/Λακωνίας (ιστορικός Έφορος 4ος π.Χ., γεωγράφος Στράβων 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ.). Από τότε, και για πολλούς αιώνες, η Λα αποτελούσε μία από τις περιοικίδες πόλεις της Σπάρτης, υποτελείς στην πρωτεύουσα, με κάποια -σχετική- αυτονομία.

Αρχαϊκή Περίοδος
Μία λίθινη ερμαϊκή στήλη, που καταλήγει σε κεφάλι κριού, παρουσιάζει μία ποιμενική θεότητα που λατρευόταν στην περιοχή γύρω στα 500 π.Χ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ζωόμορφη αναπαράσταση του μεγάλου δωρικού θεού Απόλλωνα Κάρνειου (θεού των προβάτων, οπότε και των κριών), ο οποίος λατρευόταν από τη Σπάρτη και το Γύθειο ως την Καρδαμύλη (M. Pettersson), και είχε ιερό και άγαλμα στο όρος Κνακάδιον τής Λας (Πολύβιος, Παυσανίας).
Σε γερμανικές ανασκαφές της αρχής του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ένα ορειχάλκινο αγαλματίδιο του Πάνα (E. S. Forster), αναπαράσταση της ποιμενικής αυτής θεότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με τον Απόλλωνα Κάρνειο και  ενα κριόμορφο άγαλμα. Το εύρημα δεν είναι χρονολογημένο και έχει μάλλον χαθεί, αλλά είναι πιθανό να είχε κατασκευαστεί στον 6ο ή τον 5ο π.Χ. αιώνα : σ’ αυτήν την εποχή ανάγεται η συντριπτική πλειοψηφία των ορειχάλκινων ειδωλίων της λακωνικής τέχνης (Ν. Γιαννακόπουλος για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων θεών από το Γύθειο. Ε. Κουρίνου-Πίκουλα για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων ζώων από τη Λακωνία και Μεσσηνία).
Από την περιοχή προέρχεται και το κάτω τμήμα μαρμάρινου αναγλύφου, που παρουσιάζει ανδρική, μάλλον, μορφή με μακρύ χιτώνα και σανδάλια, καθισμένη σε θρόνο που καταλήγει σε πόδια λιονταριού (Π. Γιαννακόπουλος). Το αρχαϊκό αυτό εύρημα πρέπει να θεωρηθεί, όπως και άλλα πολυάριθμα ευρήματα του ιδίου τύπου προερχόμενα από διάφορες περιοχές της Λακωνίας, πως δεν αποτελεί επιτύμβια στήλη αλλά είναι τάμα προσφερμένο στο ιερό κάποιου ήρωα (R. Parker).
Στην αρχαϊκή εποχή ανάγεται ένας τάφος με λίγα κτερίσματα (μικρογραφικά αγγεία) και η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε δίπλα, γύρω στα 500 π.Χ., η οποία δήλωνε πως ο νεκρός, που το όνομα του ήταν Ερυμνίδας, είχε το, άγνωστο σε μας, αξίωμα του Επιστάτου (Π. Γιαννακόπουλος).
Κλασσική ΕποχήΚατά την κλασσική εποχή (480-330 π.Χ.), η ακρόπολη της Λας οχυρώνεται με περίβολο κατασκευασμένο από πολυγωνικές πέτρες (Π. Γιαννακόπουλος). Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου του Πασσαβά παρατηρούμε και σήμερα τμήμα τού τείχους, που μοιάζει να είναι αρχαίων χρόνων. Οι ογκόλιθοι που σώζονται αποτελούν αναμφίβολα δομικό υλικό της αρχαίας οχύρωσης, αλλά το πιθανότερο είναι πως ξαναχρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική τειχοδομία : ο τοίχος αυτός δεν πρέπει να είναι στην αρχική του θέση (Η. Waterhouse). Στο λόφο ανακαλύφθηκαν πολλά θραύσματα αγγείων τής κλασσικής περιόδου (Π. Γιαννακόπουλος, Η. Waterhouse).
Ως τον 5ο ή και τον 4ο αιώνα π.Χ., η Λας πρέπει να ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής, αφού κι η πόλη στο χώρο του Γυθείου δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Γύρω στα 500 π.Χ., ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων μεταφέρεται από τη Λα στο νεοκατασκευασμένο τεχνητό λιμάνι στην περιοχή του Γυθείου. Όμως, το λιμάνι της Λας συνεχίζει να χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Σπάρτης, αφού κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν απ’ αυτό (Θουκυδίδης, Α. Κουτσιλιέρης).
Ελληνιστική Περίοδος
Αρχαιολογικά τεκμήρια για τη ζωή στη Λα των ελληνιστικών χρόνων παρέχονται από το λόφο του Πασσαβά, όπου παρατηρήθηκαν πολυάριθμα θραύσματα αγγείων αυτών των χρόνων (Η. Waterhouse). Σ’ αυτήν την περίοδο ανάγεται και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, διακοσμημένη με φύλλα άκανθας που βρέθηκε στο Βαθύ (Π. Γιαννακόπουλος).
Τα τελευταία χρόνια της ελληνιστικής περιόδου η Λας βρίσκεται ανάμεσα σε Σπάρτη και Ρώμη. Από τα χρόνια του αχαιού βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), η Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης. Για να συγκεντρώσει χρήματα για συγκρότηση στρατού, ο Νάβις πήρε σκληρά μέτρα ενάντια στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών, που ήταν και οι οικονομικά ισχυροί. Αυτοί, για να σωθούν, κατέφυγαν στη Λα (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Το 196/5 π.Χ., η Σπάρτη νικήθηκε από τους Ρωμαίους. Με αρχηγό τους τον Τίτο Φλαμινίνο, οι Ρωμαίοι, με συμμάχους τους Ρόδιους, κατέλαβαν και το Γύθειο [δεύτερη τότε πιο σημαντική λακωνική πόλη μετά τη Σπάρτη] και το ανακήρυξαν ελεύθερη πόλη. Ο ρωμαίος Φλαμινίνος τιμήθηκε ως ελευθερωτής, και ονομάστηκε « ευεργέτης» τού Γυθείου (επιγραφή στον N. Παπαχατζή). Με το τέλους αυτού του πολέμου, που ονομάστηκε λακωνικός, η Σπάρτη του Νάβη χάνει την επαφή με τη θάλασσα : 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη. Αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας των Αχαιών, που ονομάστηκε Κοινόν των Λακεδαιμονίων (Α. Κουτσιλιέρης). Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και η Λας (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής) η οποία αποκτά τη μεγαλύτερη αυτονομία που είχε ως τότε.
Στα 189 π.Χ. -κι ενώ η Λας ανήκε στο Κοινόν των Λακεδαιμονίων- στη Σπάρτη, οι διάδοχοι του τύραννου Νάβη που ακολουθούσαν την πολιτική του, ανησυχώντας για τις δραστηριότητες των εγκαταστεστημένων πριν λίγα χρόνια στη Λα Σπαρτιατών, οργάνωσαν νυχτερινή επίθεση εναντίον τους. Οι Λάοι και Σπαρτιάτες τής Λας, αν και αιφνιδιάστηκαν, αντιστάθηκαν και τελικά οι σπαρτιάτες στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Ας σημειώσουμε εδώ και τρεις αχρονολόγητες αρχαιότητες, που πρέπει να ανάγονται στα προ Ρωμαίων χρόνια. Από την μικρή κοιλάδα, στην τοποθεσία που λεγόταν Χανάκι στις αρχές του 20ου αιώνα « ανακαλύφθηκε ένα δωρικό κτίσμα». Από εκεί προέρχεται και αχρονολόγητο τμήμα ορειχάλκινης περόνης (καρφίτσας) κορινθιακού εργαστηρίου (E. S. Forster). Στο λόφο Σολωμό, κοντά στο Βαθύ, βρέθηκαν δύο θραύσματα επιτύμβιας μαρμάρινης πλάκας, κοινής για τρεις ή τέσσερις άντρες, τον Διοκλή, τον Ευδαμίδα που ήταν «ιερός» (ταγμένος σε κάποια θεότητα), τον Κλεήρατο και ίσως τον Κλέαρχο. Πρέπει να ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Ο Πατσουράκος τη θεωρεί δωρική, εννοώντας προφανώς ότι ανήκει στα προ ρωμαίων χρόνια. (I. Πατσουράκος,W. Kolbe).
Ρωμαϊκή Περίοδος
Ρωμαϊκή ΠερίοδοςΑπό τα 146 π.Χ. όλη η Πελοπόννησος ρωμαιοκρατείται. Στα 21 π.Χ., στην αρχή των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν γίνεται αναδιοργάνωση του Κοινού των Λακεδαιμονίων από τον Αύγουστο, η Λας αποτελεί ένα από τα 18 μέλη της ομοσπονδίας που έχει πια το όνομα Κοινόν των Ελευθερολακώνων (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής).
Τα αυτοκρατορικά χρόνια φαίνεται να είναι από τις πιο ευήμερες περιόδους τής Λας. Την εποχή των Σεβήρων, από τα 193 έως τα 217 μ.Χ., η Λας και το Γύθειο αποτελούν τις μοναδικές πόλεις της χερσοννήσου του Ταινάρου, που κόβουν νόμισμα (Α. Τζαμαλής). Έντεκα νομισματικές σειρές που φέρουν την επιγραφή Λάων, όλες χάλκινες και μικρής αξίας, προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης.
Ο Ν. Παπαχατζής σημειώνει πως « η Σπάρτη έζησε ειρηνικές μέρες στον καιρό των [ρωμαίων] αυτοκρατόρων ». Το ίδιο έχουμε να πούμε και για τη Λα. Από την αρχή αυτής της περιόδου και μετά δεν έχουμε καμία πληροφορία για πολέμους κι εχθροπραξίες. Η οχυρωμένη ακρόπολη είναι ήδη ερειπωμένη. Αυτή η πιο ειρηνική διάθεση θεωρώ πως αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή των αναπαριστάμενων στα νομίσματα θεών : από πολεμικές θεότητες συναντάμε μόνον την Αθηνά, και τον Ηρακλή -εδώ όχι ιδιαίτερα ετοιμοπόλεμο- με το ρόπαλο του ακουμπισμένο στο έδαφος. Οι υπόλοιπες θεότητες που παρουσιάζονται είναι αυτές που προσφέραν στους πιστούς υγιή, ευχάριστη κι ευτυχισμένη ζωή : ο Ασκληπιός, η Υγεία, η Άρτεμις Κυνηγέτις και η Τύχη (για τις αναπαραστάσεις δείτε F. Imhoof-Blumer και P. Gardner, S. Wide). Πιθανότατα, εκείνη την εποχή οι πιο φιλοπόλεμοι Λάοι να κατατάγονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα : πολυάριθμα νομίσματα πελοποννησιακών πόλεων κι ανάμεσα τους ελευθερολακωνικών, που βρέθηκαν στη Συρία και σε άλλες μεσανατολικές χώρες, θεωρούνται πως ανήκαν σε πελοποννήσιους μισθοφόρους που στρατολογήθηκαν για τις εκστρατείες τού Σεβήρου και του Καρακάλλα κατά των Πάρθων (Α. Τζαμαλής).
Στα 160 μ.Χ., η αρχαιότερη πόλη, στο λόφο Ασία είχε ήδη ερειπωθεί και η νεώτερη Λας βρίσκεται στην κοιλάδα. Τα « θέας άξια » της επικράτειας τής Λας ήταν, εκείνη την εποχή, ο ναός της Αθηνάς Ασίας στην ερειπωμένη ακρόπολη Ασία, οι ναοί του Διόνυσου και του Ασκληπιού στο όρος Ίλιον, το άγαλμα ή ιερό του Απόλλωνα Κάρνειου στο όρος Κνακάδιον. Μπροστά στα τείχη της αρχαιότερης πόλης υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή, και ένα «αρχαίο»-όπως σημειώνει ο Περιηγητής- άγαλμα του Ερμή ήταν μπροστά ή μέσα στο Γυμνάσιο (Γυμναστήριο) της πόλης, στην κοιλάδα. Στα περίχωρα της Λας υπήρχαν δύο ιερά : σε ένα ακρωτήριο, δίπλα στη θάλασσα, βρισκόταν ο ναός της Άρτεμης Δίκτυννας και στην ενδοχώρα, ένα κοινό ιερό του Ασκληπιού και της Άρτεμης Δαφναίας, στην τοποθεσία ‘Ύψοι, έως τριάντα στάδια από την πόλη, στα σύνορα με τους Σπαρτιάτες (Παυσανίας). Στα 160 μ.Χ., δηλαδή η Λας -αντίθετα με το Γύθειο- είχε άμεση γειτονία με την επικράτεια τής Σπάρτης, και τα προς αυτήν όρια της απείχαν πέντε με έξι χιλιόμετρα από την πόλη.
Εκτός των νομισμάτων, το μόνο χρονολογήσιμο αρχαιολογικό εύρημα από τη Λα, που ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, είναι η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη ενός παιδιού που πέθανε στα 13 του μόλις χρόνια, κι ονομαζόταν [Θεό?]ξενος. Το μικρό τμήμα της πλάκας που βρέθηκε ήταν στολισμένο με τέσσερα φύλλα κισσού (Ι. Πατσουράκος, Λας).
Η τελευταία χρονολογικά πηγή πληροφοριών για τη Λα είναι τα νομίσματα τής πόλης που αναφέραμε πιο πάνω, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την ακμή τής πόλης στον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Η πόλη Λας, με την ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική θέση, υπήρξε μια από τις μακροβιώτερες πόλεις της Λακωνικής, μετά τη Σπάρτη-Αμύκλες και τη μικρή εμπορική εγκατάσταση της Κρανάης (Όμηρος, G. Shipley). Χιλίων πεντακοσίων χρόνων ιστορία έχουν και το Οίτυλο και η Καρδαμύλη (Όμηρος, Ν. Παπαχατζής) και κράτησαν και αυτές το μυκηναϊκό όνομα τους. Αλλά η παρουσία της Λας ήταν πιο έντονη, αφού ήταν μια πόλη που είχε περισσότερους ναούς, και συνεπώς περισσότερους κατοίκους από τις άλλες δύο, έκοψε νόμισμα, και το λιμάνι της ήταν για πολλούς αιώνες αγκυροβόλι κι ορμητήριο του λακωνικού στόλου.
Στην προϊστορική εποχή η Λας ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής (Α. Θέμος) και συνεχίζει να ακμάζει περίπου μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, οπότε τη σκυτάλη παίρνει το Γύθειο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ιδίως στους μεταχριστιανικούς αιώνες, ξαναβρίσκει τη λάμψη της και παρουσιάζεται ως η δεύτερη μετά το Γύθειο σημαντική πόλη της χερσονήσου.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε και μια πληροφορία για τη Λα που δεν είναι ευρέως γνωστή. Στα 1728, κι ενώ η περιοχή του Πασσαβά τουρκοκρατείται (1715-1780), ο Μητροπολίτης Μελέτιος στην Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, στο κεφάλαιο Περί της Λακωνικής Επαρχίας, γράφει για τη Λα: « πλησίον αυτού [του ποταμού Σκύρα] ήτον η Λας πόλις, κοινώς Λάσα ». Φαίνεται λοιπόν ότι το αρχαίο ελληνικό όνομα τής Λας πρέπει να διασώθηκε και επί τουρκοκρατίας ως τοπωνύμιο με την ελάχιστη δυνατά γλωσσική αλλοίωση. Όχι μόνον λοιπόν στη μνήμη, αλλά πιθανότατα και στην καθημερινή ζωή, των μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής υπήρχε πάντα η Λας.
Τα τελευταία, ειρηνικά κι ευήμερα χρόνια της αρχαίας Λας ήρθε να ταράξει ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο (N. Scoufopoulos-Stavrolakes) πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα.
Με τη χαρακτηριστική ελληνική διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής - άρα πολυπληθούς - φαίνεται πως γεννήθηκε η ντόπια παράδοση που λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζύ 20.000 ανθρώπους. Αυτή η μυθοπλασία που απορρέει από το θαυμασμό για την αρχαία πέτρινη πόλη είναι συγκινητική, γιατί αποδεικνύει πως ό,τι σεβαστούν οι μανιάτες το αγαπάν, το ομορφαίνουν, κι αυτό, ισχύει εφ’ όρου ζωής.
Σημειώσεις
Το ανέκδοτο χειρόγραφο του καθηγητή και Επιμελητή των εν Γυθείω αρχαιοτήτων Ιωάννη Πατσουράκου, Το κράτος των Ελευθερολακώνων. Πραγματεία β’. Η Λα, χειρόγραφο, Γύθειο 1903, του οποίου φωτοτυπία μού εμπιστεύτηκαν πρόσφατα οι εκδότες του παρόντος περιοδικού, δεν πρόλαβα να μελετήσω. Συνεπώς στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται μόνον οι επιγραφές της Λας που ανακάλυψε ο Ι. Πατσουράκος και οι οποίες έχουν από παλιά συμπεριληφθεί από τον W. Kolbe στην επιγραφική συλλογή Inscriptiones Graecae V 1.

Η Αννη Λιναρδάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris X της Γαλλίας, με θέμα διατριβής «Ο Απόλλωνας στη Λακωνία εκτός της περιοχής της Σπάρτης». Παππούς απ’ τη μητέρα της ήταν ο Νίκωνας Κασιμάκος από το Χωσιάρι (διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)