Αν σας έλεγαν ότι στον Παρνασσό κάνετε χιονοσκί πάνω σε μια τροπική θάλασσα, με νησάκια, κοραλλιογενείς υφάλους, λιμνοθάλασσες και παλιρροϊκά πεδία, δηλαδή κάτι σαν τις σημερινές Μπαχάμες, θα το πιστεύατε; Κι όμως, είναι αλήθεια, αν κάνετε με το νου σας ένα "μικρό" ταξίδι στο χρόνο, και πάτε πίσω 120 έως 150 εκατομμύρια χρόνια, στην περίοδο του Ύστερου Ιουρασικού και του Πρώιμου Κρητιδικού.
Τα γεωλογικά στρώματα, δηλαδή τα πετρώματα που σχηματίζουν σήμερα το βουνό, και ολόκληρη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν από πάντα. Περί το τέλος του Παλαιοζωικού αιώνα, πριν 250 εκ. χρ., όλες οι ήπειροι είχαν συνενωθεί σε μία, που την ονομάζουμε Παγγαία (που σημαίνει όλες οι γαίες). "Λίγο" μετά, κατά το παλαιότερο τμήμα του Μεσοζωικού αιώνα, άνοιξε ένας ωκεανός, που του δώσαμε το ελληνικό όνομα της Ωκεανίδας Τηθύος. Αυτός είχε διάταξη ανατολή - δύση και έσπασε την Παγγαία σε δύο μεγάλες ηπείρους. Τη Λαυρασία στο βορρά (απ' την οποία αργότερα, όταν κι αυτή διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια, θα προκύψουν η βόρειος Αμερική, η Ευρώπη και η Ασία) και την Γκοντβάνα στο νότο (που περιελάμβανε όλες τις σημερινές νότιες ηπείρους, δηλαδή τη νότιο Αμερική, την Αφρική, την Ινδία, την Ωκεανία και την Ανταρκτική). Η περιοχή της Τηθύος που ενδιαφέρει την Ελλάδα είναι εκείνη που βρισκόταν ανάμεσα στο τμήμα εκείνο της Γκοντβάνας που μετά τη διάσπασή της θα δώσει την Αφρική και στο τμήμα εκείνο της Λαυρασίας που αργότερα θα είναι η Ευρώπη.
Η Τηθύς χωριζόταν σε επιμήκεις ζώνες, που έτρεχαν παράλληλα προς τις ακτές. Άλλες ήταν βαθειές λεκάνες, κι άλλες ήταν ρηχές περιοχές, με νησάκια που μόλις ξεπρόβαλλαν απ' το νερό, με λιμνοθάλασσες, με κοραλλιογενείς υφάλους, όπως είναι σήμερα οι Μπαχάμες. Η Πίνδος ήταν μια βαθειά λεκάνη, ενώ ο Παρνασσός (μαζί με τα "αδέρφια" του τη Γκιώνα, την Οίτη και τον Ελικώνα) ήταν μια τέτοια ρηχή θάλασσα που την ονομάζουμε ανθρακική τράπεζα Παρνασσού.
Όταν βλέπει κάποιος τα ποτάμια να κατεβάζουν υλικά από τα βουνά προς τη θάλασσα, εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι στην ξηρά κυριαρχεί η διάβρωση, ενώ στη θάλασσα η απόθεση των υλικών, όπως τα κατακάθια του ελληνικού καφέ, και η δημιουργία πετρωμάτων με τη μορφή επάλληλων στρωμάτων. Έτσι λοιπόν, στο χώρο της Τηθύος, με τις επιμέρους ζώνες του, δημιουργήθηκαν τα ιζηματογενή πετρώματα που παρατηρούμε σήμερα στη λεγόμενη αλπική αλυσίδα, από τον Άτλαντα και τα Πυρηναία μέχρι τα Ιμαλάια. Η δημιουργία αυτή κράτησε 150 ή και 200 εκατομμύρια χρόνια, ανάλογα με την περιοχή.
Όταν κάτω από το φλοιό της Γης, στον μανδύα, εκτονώθηκαν οι εντάσεις που προκάλεσαν τη διάνοιξη της Τηθύος, τα ρεύματα του μανδύα άλλαξαν διάταξη. Τα καινούργια ρεύματα προκάλεσαν τη διάνοιξη νέων ωκεανών, του βόρειου και νότιου Ατλαντικού και του Ινδικού. Έτσι, ο δύο μεγάλες ήπειροι έσπασαν σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο και είναι οι σημερινές ήπειροι, που βεβαίως δεν έπαψαν να κινούνται. Ταυτόχρονα, το καινούργιο σύστημα κινήσεων, και ιδιαίτερα η διάνοιξη του νότιου Ατλαντικού, έσπρωξε την Αφρική προς βορράν και προκάλεσε το σταδιακό κλείσιμο της Τηθύος, τη σύγκρουση των βόρειων ηπειρωτικών τεμαχών με τα νότια, την πτύχωση των ιζημάτων που είχαν αποτεθεί στον παλιό ωκεανό και τελικά την ανόρθωση των αλπικών οροσειρών. Όλο το δυτικό τμήμα της Ελλάδας, δυτικά του Αξιού ποταμού, οι δυτικές Δειναρίδες και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας προέρχονται από την αφρικανική μεριά της Τηθύος, και μετά το χαλάρωμα της σύγκρουσης παρέμειναν προσκολλημένα στην Ευρώπη.
Τα πετρώματα της ζώνης Παρνασσού αποτέθηκαν στην περίοδο από περίπου 220 μέχρι 50 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα και αμέσως μετά πτυχώθηκαν και σηκώθηκαν σε ψηλά βουνά. Στην περιοχή του χιονοδρομικού κέντρου και στις πίστες εμφανίζονται τα στρώματα που δημιουργήθηκαν στο διάστημα του ανώτατου Ιουρασικού και του κατώτερου Κρητιδικού, δηλαδή πριν από 150 μέχρι 100 εκατομμύρια χρόνια. Η περιοχή αυτή ήταν, παλαιογεωγραφικά, κοντά στο τότε βόρειο άκρο της ζώνης, που σήμερα λόγω στρέψης είναι ανατολικό. Κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι με θαυμαστές κοινωνίες από κοράλλια και πλήθος άλλων μεγάλων και μικρών οργανισμών, όπως σπόγγοι, παχυόστρακα μαλάκια, μεγάλη ποικιλία από πολυκύτταρα και μονοκύτταρα φύκη, πρωτόζωα, ανθεκτικές κρούστες από μικρόβια και πολλά άλλα. Όλα αυτά βεβαίως τα βλέπουμε υπό μορφήν απολιθωμάτων μέσα στην πέτρα, ενώ με την αργή διάλυση του ασβεστολίθου από τις βροχές τα βλέπουμε σε ανάγλυφο στις επιφάνειες του πετρώματος. Φυσικά, τα είδη και τα γένη αυτά ζούσαν μόνο εκείνη την περίοδο, και μόνο σε περιοχές με παρόμοιες οικολογικές συνθήκες (κλίμα, βαθυμετρία, ρεύματα, προσφορά τροφής...) και αποτελούν θαυμαστές μαρτυρίες της ζωής του παρελθόντος, διότι σήμερα για πολλά από αυτά δεν υπάρχουν απόγονοι, ενώ οι απόγονοι των υπολοίπων είναι πολύ διαφορετικοί, λόγω της συνεχούς εξέλιξης και της προσαρμογής όλων των οργανισμών σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες...
Δρ. Νίκος Καρράς
Γεωλόγος-μικροπαλαιοντολόγος του ΙΓΜΕ http://www.parnassos-ski.gr/
=======
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μέτρα, (υψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα υψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Στα βορειοδυτικά ενώνεται με τη Γκιώνα ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Ο Παρνασσός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το σπουδαιότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας που ήταν χτισμένο πάνω στα ιερά χώματά του, το Μαντείο των Δελφών. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι Δελφοί, ο "ομφαλός της γης", αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από ολόκληρο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους αίγλη στον Παρνασσό.
Ονομασία
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, του βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης έτσι ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.
Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή την γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος.
Στην Φωκίδα μια παράδοση ήταν ότι, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα πήγαν στους Δελφούς, στο ιερό της Θέμιδος, την οποία παρακάλεσαν για την επαναδημιουργία του ανθρωπίνου γένους. Εκείνη τους είπε ότι θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να πετούν πίσω τους τα οστά της μητέρας τους. Έτσι εκείνοι, ερμηνεύοντας τον χρησμό, κάλυψαν τα πρόσωπά τους και πέταξαν πίσω τους πέτρες, τα οστά δηλαδή της μητέρας Γης. Κάθε πέτρα που πετούσε ο Δευκαλίων γινόταν άνδρας και κάθε πέτρα της συζύγου του γινόταν γυναίκα.
Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού σε αυτό έλαβαν μέρος σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς.
Στα βορειοδυτικά ενώνεται με την Γκιώνα στο διάσελο του "51" που παραπέμπει στο 51ο χιλιόμετρο Άμφισσας - Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας και στα νότια ενώνεται με την Κίρφη. Μια σειρά από μεγάλα βυθίσματα κατά μήκος του δρόμου Αράχωβα - Επτάλοφος, όπως τα Καλύβια Αράχωβας και ο Αχλαδόκαμπος, καθώς και το ρέμα της Αγόριανης, χωρίζουν το βουνό στον δυτικό και τον κυρίως Παρνασσό. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές.
Οι δύο ψηλότερες κορυφές του είναι η Λιάκουρα στα 2.457 μ., η οποία είναι και η υψηλότερη, και ο Γεροντόβραχος στα 2.367 μ. που βλέπει προς τον Κορινθιακό κόλπο, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η ράχη Αρνόβρυση, στην οποία βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα.
Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχωβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφος του Παρνασσού είναι πολύ πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό επίσης φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια και πολλά άλλα.
Υπάρχει ακόμα ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού, ο οποίος έχει έκταση 36.000 στρέμματα και ιδρύθηκε το 1938. Είναι τοποθετημένος στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχωβα και την Αγόριανη. Στον χώρο του Δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που προαναφέρθηκαν.
Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης ορισμένων σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Η θέα που προσφέρει ο Παρνασσός στα δυτικά, προς το Κρισαίο πεδίο, τον Κορινθιακό και την οροσειρά της Γκιώνας είναι αξιοθαύμαστη, και δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Έλληνες διάλεξαν ένα σημείο με τόσο επιβλητική θέα για να φτιάξουν το μεγαλύτερο μαντείο της αρχαιότητας. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ την δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4.
Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός εκτός από τους Δελφούς, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχωβα, καθώς και για τα παραδοσιακά χωριά του με πιο γνωστή την Αγόριανη.
Οι παρνασσιστές επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ' άλλα θεωρούνται ψυχρά.
Ανάμεσα στους εκπροσώπους της σχολής των παρνασσιστών συγκαταλέγονται οι Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Catulle Mends και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του παρνασσισμού υπάρχουν σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά (στα πρώτα του ποιήματα), του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.http://www.parnassos-ski.gr/
Τα γεωλογικά στρώματα, δηλαδή τα πετρώματα που σχηματίζουν σήμερα το βουνό, και ολόκληρη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν από πάντα. Περί το τέλος του Παλαιοζωικού αιώνα, πριν 250 εκ. χρ., όλες οι ήπειροι είχαν συνενωθεί σε μία, που την ονομάζουμε Παγγαία (που σημαίνει όλες οι γαίες). "Λίγο" μετά, κατά το παλαιότερο τμήμα του Μεσοζωικού αιώνα, άνοιξε ένας ωκεανός, που του δώσαμε το ελληνικό όνομα της Ωκεανίδας Τηθύος. Αυτός είχε διάταξη ανατολή - δύση και έσπασε την Παγγαία σε δύο μεγάλες ηπείρους. Τη Λαυρασία στο βορρά (απ' την οποία αργότερα, όταν κι αυτή διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια, θα προκύψουν η βόρειος Αμερική, η Ευρώπη και η Ασία) και την Γκοντβάνα στο νότο (που περιελάμβανε όλες τις σημερινές νότιες ηπείρους, δηλαδή τη νότιο Αμερική, την Αφρική, την Ινδία, την Ωκεανία και την Ανταρκτική). Η περιοχή της Τηθύος που ενδιαφέρει την Ελλάδα είναι εκείνη που βρισκόταν ανάμεσα στο τμήμα εκείνο της Γκοντβάνας που μετά τη διάσπασή της θα δώσει την Αφρική και στο τμήμα εκείνο της Λαυρασίας που αργότερα θα είναι η Ευρώπη.
Η Τηθύς χωριζόταν σε επιμήκεις ζώνες, που έτρεχαν παράλληλα προς τις ακτές. Άλλες ήταν βαθειές λεκάνες, κι άλλες ήταν ρηχές περιοχές, με νησάκια που μόλις ξεπρόβαλλαν απ' το νερό, με λιμνοθάλασσες, με κοραλλιογενείς υφάλους, όπως είναι σήμερα οι Μπαχάμες. Η Πίνδος ήταν μια βαθειά λεκάνη, ενώ ο Παρνασσός (μαζί με τα "αδέρφια" του τη Γκιώνα, την Οίτη και τον Ελικώνα) ήταν μια τέτοια ρηχή θάλασσα που την ονομάζουμε ανθρακική τράπεζα Παρνασσού.
Όταν βλέπει κάποιος τα ποτάμια να κατεβάζουν υλικά από τα βουνά προς τη θάλασσα, εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι στην ξηρά κυριαρχεί η διάβρωση, ενώ στη θάλασσα η απόθεση των υλικών, όπως τα κατακάθια του ελληνικού καφέ, και η δημιουργία πετρωμάτων με τη μορφή επάλληλων στρωμάτων. Έτσι λοιπόν, στο χώρο της Τηθύος, με τις επιμέρους ζώνες του, δημιουργήθηκαν τα ιζηματογενή πετρώματα που παρατηρούμε σήμερα στη λεγόμενη αλπική αλυσίδα, από τον Άτλαντα και τα Πυρηναία μέχρι τα Ιμαλάια. Η δημιουργία αυτή κράτησε 150 ή και 200 εκατομμύρια χρόνια, ανάλογα με την περιοχή.
Όταν κάτω από το φλοιό της Γης, στον μανδύα, εκτονώθηκαν οι εντάσεις που προκάλεσαν τη διάνοιξη της Τηθύος, τα ρεύματα του μανδύα άλλαξαν διάταξη. Τα καινούργια ρεύματα προκάλεσαν τη διάνοιξη νέων ωκεανών, του βόρειου και νότιου Ατλαντικού και του Ινδικού. Έτσι, ο δύο μεγάλες ήπειροι έσπασαν σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο και είναι οι σημερινές ήπειροι, που βεβαίως δεν έπαψαν να κινούνται. Ταυτόχρονα, το καινούργιο σύστημα κινήσεων, και ιδιαίτερα η διάνοιξη του νότιου Ατλαντικού, έσπρωξε την Αφρική προς βορράν και προκάλεσε το σταδιακό κλείσιμο της Τηθύος, τη σύγκρουση των βόρειων ηπειρωτικών τεμαχών με τα νότια, την πτύχωση των ιζημάτων που είχαν αποτεθεί στον παλιό ωκεανό και τελικά την ανόρθωση των αλπικών οροσειρών. Όλο το δυτικό τμήμα της Ελλάδας, δυτικά του Αξιού ποταμού, οι δυτικές Δειναρίδες και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας προέρχονται από την αφρικανική μεριά της Τηθύος, και μετά το χαλάρωμα της σύγκρουσης παρέμειναν προσκολλημένα στην Ευρώπη.
Τα πετρώματα της ζώνης Παρνασσού αποτέθηκαν στην περίοδο από περίπου 220 μέχρι 50 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα και αμέσως μετά πτυχώθηκαν και σηκώθηκαν σε ψηλά βουνά. Στην περιοχή του χιονοδρομικού κέντρου και στις πίστες εμφανίζονται τα στρώματα που δημιουργήθηκαν στο διάστημα του ανώτατου Ιουρασικού και του κατώτερου Κρητιδικού, δηλαδή πριν από 150 μέχρι 100 εκατομμύρια χρόνια. Η περιοχή αυτή ήταν, παλαιογεωγραφικά, κοντά στο τότε βόρειο άκρο της ζώνης, που σήμερα λόγω στρέψης είναι ανατολικό. Κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι με θαυμαστές κοινωνίες από κοράλλια και πλήθος άλλων μεγάλων και μικρών οργανισμών, όπως σπόγγοι, παχυόστρακα μαλάκια, μεγάλη ποικιλία από πολυκύτταρα και μονοκύτταρα φύκη, πρωτόζωα, ανθεκτικές κρούστες από μικρόβια και πολλά άλλα. Όλα αυτά βεβαίως τα βλέπουμε υπό μορφήν απολιθωμάτων μέσα στην πέτρα, ενώ με την αργή διάλυση του ασβεστολίθου από τις βροχές τα βλέπουμε σε ανάγλυφο στις επιφάνειες του πετρώματος. Φυσικά, τα είδη και τα γένη αυτά ζούσαν μόνο εκείνη την περίοδο, και μόνο σε περιοχές με παρόμοιες οικολογικές συνθήκες (κλίμα, βαθυμετρία, ρεύματα, προσφορά τροφής...) και αποτελούν θαυμαστές μαρτυρίες της ζωής του παρελθόντος, διότι σήμερα για πολλά από αυτά δεν υπάρχουν απόγονοι, ενώ οι απόγονοι των υπολοίπων είναι πολύ διαφορετικοί, λόγω της συνεχούς εξέλιξης και της προσαρμογής όλων των οργανισμών σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες...
Δρ. Νίκος Καρράς
Γεωλόγος-μικροπαλαιοντολόγος του ΙΓΜΕ http://www.parnassos-ski.gr/
=======
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μέτρα, (υψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα υψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Στα βορειοδυτικά ενώνεται με τη Γκιώνα ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Ο Παρνασσός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το σπουδαιότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας που ήταν χτισμένο πάνω στα ιερά χώματά του, το Μαντείο των Δελφών. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι Δελφοί, ο "ομφαλός της γης", αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από ολόκληρο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους αίγλη στον Παρνασσό.
Ονομασία
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, του βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης έτσι ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.
Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή την γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος.
Μυθολογία
Πολλές παραδόσεις της ελληνικής μυθολογίας και της γένεσης του ελληνικού έθνους έχουν συνδεθεί με τον Παρνασσό. Μία από αυτές αναφέρει ότι όταν ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος με τον ονομαστό κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ο Δευκαλίων, γιος του Προμηθέα, άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του και έφτιαξε ένα πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκε ο ίδιος με τη γυναίκα του, την Πύρρα. Μετά από εννέα μερόνυχτα ασταμάτητης βροχής, την δέκατη, το πλοίο προσάραξε στον Παρνασσό, όπου ο Δευκαλίων έκανε θυσία προς τιμήν του Δία και ο θεός πραγματοποίησε την πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα, να ξαναγίνει το ανθρώπινο γένος.Στην Φωκίδα μια παράδοση ήταν ότι, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα πήγαν στους Δελφούς, στο ιερό της Θέμιδος, την οποία παρακάλεσαν για την επαναδημιουργία του ανθρωπίνου γένους. Εκείνη τους είπε ότι θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να πετούν πίσω τους τα οστά της μητέρας τους. Έτσι εκείνοι, ερμηνεύοντας τον χρησμό, κάλυψαν τα πρόσωπά τους και πέταξαν πίσω τους πέτρες, τα οστά δηλαδή της μητέρας Γης. Κάθε πέτρα που πετούσε ο Δευκαλίων γινόταν άνδρας και κάθε πέτρα της συζύγου του γινόταν γυναίκα.
Ιστορία
Η ίδρυση του Μαντείου των Δελφών, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παρνασσού, προσέδωσε αίγλη στο βουνό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κάνοντάς το εξίσου ιερό στα μάτια των Ελλήνων με τον Όλυμπο. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις "Κωρυκειάδες νύμφες", οι οποίες ζούσαν στο Κωρύκειο άντρο πάνω στην Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Σε αυτόν επίσης βρισκόταν η γνωστή Κασταλία πηγή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από τον βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. κατά των Περσών.Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού σε αυτό έλαβαν μέρος σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς.
Χαρακτηριστικά
Ο Παρνασσός αποτελεί μία από τις νότιες απολήξεις της Πίνδου. Εκτείνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση και χωρίζει την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού από εκείνη της Άμφισσας. Ουσιαστικά αποτελεί το νοτιοανατολικό τμήμα του μεγάλου ορεογραφικού συμπλέγματος της κεντρικής Ρούμελης, από τα άλλα δύο τμήματα του οποίου, την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, υπολείπεται σε ύψος λίγα μόλις μέτρα.Στα βορειοδυτικά ενώνεται με την Γκιώνα στο διάσελο του "51" που παραπέμπει στο 51ο χιλιόμετρο Άμφισσας - Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας και στα νότια ενώνεται με την Κίρφη. Μια σειρά από μεγάλα βυθίσματα κατά μήκος του δρόμου Αράχωβα - Επτάλοφος, όπως τα Καλύβια Αράχωβας και ο Αχλαδόκαμπος, καθώς και το ρέμα της Αγόριανης, χωρίζουν το βουνό στον δυτικό και τον κυρίως Παρνασσό. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές.
Οι δύο ψηλότερες κορυφές του είναι η Λιάκουρα στα 2.457 μ., η οποία είναι και η υψηλότερη, και ο Γεροντόβραχος στα 2.367 μ. που βλέπει προς τον Κορινθιακό κόλπο, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η ράχη Αρνόβρυση, στην οποία βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα.
Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχωβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφος του Παρνασσού είναι πολύ πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό επίσης φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια και πολλά άλλα.
Υπάρχει ακόμα ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού, ο οποίος έχει έκταση 36.000 στρέμματα και ιδρύθηκε το 1938. Είναι τοποθετημένος στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχωβα και την Αγόριανη. Στον χώρο του Δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που προαναφέρθηκαν.
Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης ορισμένων σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Η θέα που προσφέρει ο Παρνασσός στα δυτικά, προς το Κρισαίο πεδίο, τον Κορινθιακό και την οροσειρά της Γκιώνας είναι αξιοθαύμαστη, και δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Έλληνες διάλεξαν ένα σημείο με τόσο επιβλητική θέα για να φτιάξουν το μεγαλύτερο μαντείο της αρχαιότητας. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ την δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4.
Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός εκτός από τους Δελφούς, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχωβα, καθώς και για τα παραδοσιακά χωριά του με πιο γνωστή την Αγόριανη.
Χιονοδρομικό Κέντρο
Το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού είναι το μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της Ελλάδας και λειτουργεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαΐου κάθε έτους. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, στις θέσεις Φτερόλακκα και Κελάρια και σε υψόμετρο 1.600 - 2.250 μέτρα. Η κατασκευή στη θέση Φτερόλακκα ολοκληρώθηκε το 1976 ενώ η αντίστοιχη στη θέση Κελάρια το 1981. Αποτελεί πόλο έλξης για εκατοντάδες χιονοδρόμους, ενώ ένα ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημά του είναι η θέση του στην κεντρική Ελλάδα, σε μικρή απόσταση από την Αθήνα, την Πάτρα και τη Λαμία.....απο την ΒικιπαιδειαΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
Ένα ρεύμα επηρεασμένο από τον Παρνασσό και αναφέρετε με τον όρο παρνασσισμός αναπτύχθηκε στη Γαλλία, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 από τον εκδότη Αλφόνς Λεμέρ στην ποιητική ανθολογία του Σύγχρονος Παρνασσός και αποτελεί αναφορά στο ελληνικό βουνό του Παρνασσού και την μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ Η τέχνη για την τέχνη.Οι παρνασσιστές επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ' άλλα θεωρούνται ψυχρά.
Ανάμεσα στους εκπροσώπους της σχολής των παρνασσιστών συγκαταλέγονται οι Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Catulle Mends και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του παρνασσισμού υπάρχουν σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά (στα πρώτα του ποιήματα), του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.http://www.parnassos-ski.gr/