Η μελέτη του έργου του είναι επιβεβλημένη για κάθε Θεωρητικό του Πολέμου και Στρατηγιστή.
Το να έχεις την ικανότητα να κάνεις σύγχρονο πόλεμο, δεν έχει καμία σχέση με το να προσπαθείς να νικήσεις τον εχθρό μέσω μιας σειράς στρατιωτικών εμπλοκών. Αυτό είναι κάτι που έγινε αντιληπτό μέσα από τις συγκρούσεις των αρχών του 21ου αιώνα. Ο ηττημένος εχθρός συχνά θα επιστρέψει, όπως έχουμε δει στα πεδία μάχης του Ιράκ και της Συρίας. Η μόνη αποτελεσματική επίθεση ενάντια σε οποιονδήποτε εχθρό στο πεδίο της μάχης μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου μιας επιστημονικής στρατιωτικής θεωρίας, που θα θέτει μεν έναν στρατηγικό αντικειμενικό σκοπό αλλά θα μελετά και θα αναλύει εκ παραλλήλου διεξοδικά το γενικότερο περιβάλλον της σύγκρουσης, και θα απαντά εν τέλει με οριστικό τρόπο στο ερώτημα αν ,που, πότε και πως πρέπει να γίνει πόλεμος. Χωρίς την κατανόηση των παραπάνω, θα οδηγούμαστε πάντα σε λανθασμένες ατραπούς. Δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής επιτυχία στο τέλος μιας πολιτικής κρίσης η οποία εκτονώθηκε προσωρινά με πόλεμο, αλλά δεν τελείωσε. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να υπάρξει τέλος σε μια τέτοια σύγκρουση, αλλά μόνο επιφανειακή ”ηρεμία” για κάποιο χρονικό διάστημα και επανάληψη της οδυνηρής αντιπαράθεσης, ίσως με χαμηλή ή μέτρια ένταση. Στην τελευταία περίπτωση εισερχόμαστε σε μια περίεργη κατάσταση ,κατά την οποία δεν υπάρχει ”πόλεμος” αλλά ούτε και ”ειρήνη”.
Πώς μπορείς όμως να αντιμετωπίσεις έναν εχθρό κατά τρόπο απόλυτα επιτυχή, χωρίς να του αφήσεις δηλαδή κανένα περιθώριο να επανακάμψει; Ίσως ο -κορυφαίος διαχρονικά-ερμηνευτής του πολεμικού φαινομένου,ο Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης, να μπορεί να μας δώσει κάποιαν τεκμηριωμένη απάντηση. Διότι μελετώντας το έργο του για την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου και τις μικρές και μεγάλες μάχες που περιγράφονται εκεί, ερχόμαστε αντιμέτωποι ουσιαστικά με όλες τις παραμέτρους που συνθέτουν τον πραγματικό χαρακτήρα του Πολέμου. Από την άλλη, ”ακτινογραφώντας” τα διάφορα πολεμικά θέατρα της εποχής μας, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ξεκάθαρα απουσιάζει μια ολοκληρωμένη πολεμική θεωρία του είδους που περιγράφηκε πιο πάνω ,απουσιάζει δηλαδή μια ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την αναγκαιότητα της ένοπλης σύγκρουσης, αλλά και με τον τόπο, χρόνο και τρόπο διεξαγωγής της. Αυτή η έλλειψη όχι μόνο δυσχεραίνει αφάνταστα και περιπλέκει τις προσπάθειες των διαφόρων στρατών, αλλά έχει αντίκτυπο και στις ίδιες τις κοινωνίες που καλούνται να υποστηρίξουν την πολεμική προσπάθεια με κάποιο -σαφώς όχι αμελητέο-κόστος σε χρήματα, κόπο και αίμα……
Η αναδιάταξη του Κόσμου και το κέντρο βάρους του εχθρού.
Άραγε αντιλαμβάνονται αυτό το κενό οι δύο μεγαλύτερες και πιο δραστήριες Δυνάμεις του καιρού μας; Αναφερόμαστε φυσικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη μετασοβιετική Ρωσία…
Οι πρώτες εξακολουθούν να ασκούν μιαν απροκάλυπτα ιμπεριαλιστική πολιτική, παρόλο που σήμερα-τρεις δεκαετίες μετά την επικράτησή τους στη διελκυστίνδα του Ψυχρού Πολέμου-παρουσιάζουν πλέον ολοφάνερα σημάδια κόπωσης. Επιπλέον, οι πολλές εσωτερικές αντινομίες της αμερικανικής κοινωνίας έρχονται στην επιφάνεια πιο έντονες από ποτέ, δημιουργώντας συνθήκες αποσταθεροποίησης-ελεγχόμενης προς το παρόν. Από την άλλη πλευρά, η αναδυόμενη ρωσική Δύναμη επιδιώκει με όλο και πιο έντονο τρόπο τα τελευταία χρόνια να αποκαταστήσει -εν μέρει τουλάχιστον-την παλαιά επιρροή της σοβιετικής εποχής, επιρροή που-εκτός της ανατολικής Ευρώπης- εκτεινόταν σε τμήματα της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της υποσαχάριας Αφρικής, αλλά και ακόμη μακρύτερα ως τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Ωστόσο, αυτό που λείπει τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από τη Ρωσία είναι η ικανότητα κατανόησης της έννοιας του ”κέντρου βάρους” του εχθρού. Πρόκειται για μια έννοια που υπερβαίνει κατά πολύ τα στρατιωτικά πλεονεκτήματα και τις στρατιωτικές αδυναμίες του εχθρού, συμπεριλαμβάνοντας τον Πολιτισμό του, τις πνευματικές και ψυχικές του ιδιότητες, τη συνολική πολιτική βούληση των ανθρώπων που βρίσκονται στον πυρήνα της σύγκρουσης. Αντ’ αυτού, και οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Καθεστώς της νέας Ρωσίας μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί σε μια ολιγοδιάστατη αντίληψη του Πολέμου, εστιάζοντας την προσοχή τους στο καθαρά στρατιωτικό πεδίο ή σε έναν ατελείωτο πόλεμο προπαγάνδας που περιλαμβάνει την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Παρά την εργώδη προσπάθειά τους ωστόσο να χειραγωγήσουν τόσο την κοινή γνώμη των διαφόρων χωρών που εμπίπτουν στη σφαίρα του ενδιαφέροντός τους, όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη, είναι αξιοσημείωτη η απουσία ενός νέου συλλογικού οράματος, μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής και επαναστατικής θεωρίας. Απουσιάζει κάθε σύγχρονη ερμηνεία και προοπτική, κάθε διακήρυξη για την απελευθέρωση της πολιτικής και πνευματικής ζωής, κάθε ιδανικό για το οποίο ο απλός άνθρωπος θα ήταν πρόθυμος να αγωνιστεί και να πεθάνει. Η ύπαρξη ενός τέτοιου οράματος παρά ταύτα θα αποτελούσε ένα ”υπερόπλο”, που θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να διεμβολίσει το κέντρο βάρους του εχθρού…….
Όπως έχει υποστηρίξει ο Θουκυδίδης, ”η Ιστορία είναι η διδασκαλία της Φιλοσοφίας διά του παραδείγματος”. Θα μπορούσε κανείς να διευρύνει αυτήν την εκπληκτική σκέψη και να ισχυριστεί πως μια χώρα που διατείνεται ότι μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του υλικού και πνευματικού βίου των ανθρώπων αλλά και των άλλων λαών, πρέπει να αποτελεί η ίδια παράδειγμα- μέσω της ηγεσίας της φυσικά. Οι ηγέτες αυτής της χώρας δηλαδή πρέπει να καταστούν οι ίδιοι φορείς μιας πολιτικής ηθικής, και να αποδείξουν ότι απώτερη επιδίωξή τους δεν είναι η εκμετάλλευση, αλλά η σφυρηλάτηση ενός ξεχωριστού τρόπου ζωής, ενός δημόσιου και ιδιωτικού βίου στον οποίο πρωτεύουσα θέση θα έχουν οι δημιουργικές προσπάθειες του ανθρώπου και όχι το κέρδος.
Μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα, ότι και οι δύο Δυνάμεις που εξετάζουμε κάθε άλλο παρά τέτοιο παράδειγμα αποτελούν. Οι μεν Ηνωμένες Πολιτείες εμμένουν βεβαίως στις ρητορικές διακηρύξεις τους περί ”Δημοκρατίας” και ”ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, αδυνατούν ωστόσο να αποκρύψουν τόσο τις πολλές εσωτερικές τους αδυναμίες, όσο και τις προθέσεις άσκησης απροκάλυπτου ελέγχου σε περιοχές του Κόσμου που οι ίδιες θεωρούν ως απολύτως σημαντικές. Παρομοίως η Ρωσία ,παρά την κατά καιρούς ρητορική της κατά της Δύσης, αδυνατεί αφενός μεν να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών της, αφετέρου δε να διασαφήσει σε τι ακριβώς διαφοροποιείται η ίδια, να προσφέρει δηλαδή μία εναλλακτική θέαση και ερμηνεία του Κόσμου. Το αποτέλεσμα αυτής της στείρας πολιτικής είναι και οι δύο Δυνάμεις να κερδίζουν μεν ενίοτε στρατιωτικά, να υφίστανται ωστόσο συνεχείς ήττες σε επίπεδο ηθικό και ιδεολογικό. Περαιτέρω δε, να αποτυγχάνουν να οργανώσουν έναν αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης των εχθρών και να εκφέρουν έναν ουσιαστικό αντίλογο στις προκλήσεις που αντιπροσωπεύουν οι δύο νέοι ισχυροί ”παίκτες” της διεθνούς Πολιτικής του 21ου αιώνα: η Κίνα και το Πολιτικό Ισλάμ…….
Ο ”Διάλογος των Μηλίων” πιο επίκαιρος από ποτέ.
Ο σύγχρονος Κόσμος είναι ένας Κόσμος βαθύτατα πολωμένος, περισσότερο ίσως κι από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου(1946-1991).Η πόλωση δεν είναι μόνο πολιτική και ιδεολογική αλλά προπάντων είναι πόλωση πολιτισμική, ενώ οι οικονομικές δυνάμεις και επιδιώξεις που επενεργούν στο διεθνές σύστημα το καθιστούν ακόμη πιο ασταθές. Μέσα σε ένα τόσο ασταθές περιβάλλον, στο οποίο αναζητούνται σημεία αναφοράς, αποτελεί ”εκ των ων ουκ άνευ” ανάγκη για τους σύγχρονους στρατιωτικούς θεωρητικούς η προσεκτική μελέτη της κλασσικής ”Ιστορίας” του Έλληνα Θουκυδίδη. Η ψυχολογία και η μεθοδολογία του Πολέμου αποτυπώνονται κατά τρόπο μοναδικό στο ”κτήμα ες αεί” έργο του οραματιστή συγγραφέα, μέσα από την περιγραφή της τιτάνιας σύγκρουσης μεταξύ της Αθηναϊκής και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας.
Αξίζει ιδιαίτερα από ολόκληρο το έργο του Θουκυδίδη, να σταθούμε στα δραματικά γεγονότα της νήσου Μήλου. Το κεφάλαιο του περίφημου ”Διαλόγου των Μηλίων” θα έπρεπε να μελετάται προσεκτικά από όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες των κρατών ,αφού είναι ενδεικτικό σχετικά με την αυταρχική και βάναυση συμπεριφορά που παραδοσιακά επιδεικνύουν οι μεγάλες Δυνάμεις προς τους μικρότερους δρώντες της διεθνούς σκηνής, σχετικά με την υπολογισμένη επίδειξη σκληρότητας ως μέσου για την επίτευξη πολιτικών στόχων, αλλά και σχετικά με το άσβεστο μίσος που όλη αυτή η συμπεριφορά μπορεί να γεννήσει. Η μικρή και αδύναμη Μήλος αποτελεί παρά ταύτα ένα πολύτιμο γεωπολιτικό έπαθλο, και η προσπάθειά της να διατηρήσει την ανεξαρτησία της προσκρούει επάνω στον ηγεμονισμό και στον ωμό πολιτικό αμοραλισμό της αθηναϊκής υπερδύναμης. Η μοίρα που θα επιφυλαχθεί στους ηττημένους Μηλίους θα είναι πολύ σκληρή, καθώς είτε θα εξοντωθούν είτε θα εξανδραποδισθούν ,ενώ στο νησί θα εγκατασταθούν Αθηναίοι έποικοι. Άραγε πόσες φορές είδαμε να επαναλαμβάνονται παρόμοια γεγονότα στα τελευταία τριάντα έτη της λεγόμενης μεταψυχροπολεμικής εποχής, από τη Γιουγκοσλαβία έως το Ιράκ και από τη Συρία έως τη Λιβύη και την Υεμένη; Οι ομοιότητες είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακές, και σε όλες τις περιπτώσεις μικρές σχετικώς και υπερήφανες χώρες που θέλησαν να ακολουθήσουν μια αυτόνομη πορεία καταδιώχθηκαν απηνώς και αιματοκυλίστηκαν από τους σημερινούς επικυριάρχους του διεθνούς συστήματος.
Στον σημερινό ”εξελιγμένο” και ”πεπολιτισμένο” Κόσμο, η βία τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αλλά και χρησιμοποείται πλέον, στην πιο ακραία της μορφή, όχι μόνο από οργανωμένα κράτη μα και από μη κρατικούς δρώντες, όπως είναι το διαβόητο Ισλαμικό Κράτος(ISIS ή Daesh) στη Μέση Ανατολή ή τα καρτέλ των ναρκωτικών και οι μαφιόζικες συμμορίες στο Μεξικό. Μάλιστα είναι όλο και συχνότερο το φαινόμενο, διάφορα ισχυρά κράτη να χρησιμοποιούν ως όχημα για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων στο εγγύς εξωτερικό αλλά και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη, μισθοφορικές εταιρείες ή παραστρατιωτικούς οργανισμούς, χρηματοδοτούμενους και εξοπλιζόμενους από τις οικείες μυστικές υπηρεσίες των κρατών αυτών. Όλες αυτές τις σύγχρονες παραμέτρους οι στρατιωτικοί θεωρητικοί οφείλουν να τις μελετήσουν ενδελεχώς, αφού αποτελούν στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας, αλλά και να τις τοποθετήσουν εντός του ιστορικού τους βάθους ,μελετώντας δηλαδή παρόμοιες καταστάσεις σε παρελθόντες ιστορικούς χρόνους. Και ως προς αυτό αντιλαμβανόμαστε εκ νέου τη μοναδική αξία της ”Ιστορίας” του Θουκυδίδη, αφού ο ιστορικός έζησε σε μια εποχή όπου όλα τα ανωτέρω φαινόμενα υπήρξαν, ίσως κάπως διαφορετικά αλλά σίγουρα παρόμοια.Και φυσικά ο οξυδερκής ιστορικός δεν παραλείπει να τα αναφέρει και να τα σχολιάσει στο έργο του.
Αξίζει να κλείσουμε με μία ακόμη διαχρονική επισήμανση του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα,του πραγματικού ”πατέρα της Ιστορίας”….
[2.11.4] ‘’ἄδηλα γὰρ τὰ τῶν πολέμων, καὶ ἐξ ὀλίγου τὰ πολλὰ καὶ δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται· πολλάκις τε τὸ ἔλασσον πλῆθος δεδιὸς ἄμεινον ἠμύνατο τοὺς πλέονας διὰ τὸ καταφρονοῦντας ἀπαρασκεύους γενέσθαι.’’
Πρόκειται για μια δυσοίωνη προειδοποίηση, από έναν άνθρωπο που έζησε από κοντά τα δραματικά γεγονότα μίας από τις πλέον σκληρές και μακροχρόνιες συγκρούσεις του αρχαίου Κόσμου-και ως μάχιμος στρατιωτικός διοικητής μεταξύ άλλων….Προειδοποίηση που απευθύνεται προς τους πολεμοκάπηλους και όλους εκείνους που αρέσκονται να παίζουν με τη φωτιά, βέβαιοι πολλές φορές για την υπεροχή τους….”Είναι αβέβαιες οι τύχες του πολέμου”, προειδοποιεί,’ ‘και από ασήμαντα γεγονότα μπορούν να προκύψουν τεράστιες συνέπειες, όταν οι συγκρούσεις αρχίζουν υπό το κράτος της οργής και της απερισκεψίας` και πολλές φορές ο μικρότερος αλλά αποφασισμένος αντίπαλος υπερίσχυσε του ισχυροτέρου, που εξαιτίας της αλαζονείας του δεν προετοιμάστηκε καταλλήλως…..”
Ιωάννης Βελισσαρίου http://promachon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου