Ο "άπατρις" σαν συμβολισμός στην ταινία είναι ο άνθρωπος χωρίς Γη, άρα χωρίς ρίζες, άρα χωρίς παρελθόν, άρα χωρίς παρόν και μέλλον. Ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν υπάρχει ούτε στον Χώρο ούτε στον Χρόνο. Νεκρός επί της ουσίας.
Για εμένα,η συγκλονιστικότερη σκηνή στην ταινία,είναι η στιγμη που ο μακαρίτης μπάρμπα Νιόνιος,ξεστομίζει την φράση,"χάσαμε...χάσαμε κι οι δυό"...καλημέρα σ ολους και θυμηθείτε,πώς κάποιοι μάς θέλουν ολους τούς λαούς απάτριδες..κι οσο για εμάς,συσσωρεύτηκε πολλή χασούρα πάνω μας...μην επιτρέψουμε κι άλλη...δεν μάς παίρνει....
Για εμένα,η συγκλονιστικότερη σκηνή στην ταινία,είναι η στιγμη που ο μακαρίτης μπάρμπα Νιόνιος,ξεστομίζει την φράση,"χάσαμε...χάσαμε κι οι δυό"...καλημέρα σ ολους και θυμηθείτε,πώς κάποιοι μάς θέλουν ολους τούς λαούς απάτριδες..κι οσο για εμάς,συσσωρεύτηκε πολλή χασούρα πάνω μας...μην επιτρέψουμε κι άλλη...δεν μάς παίρνει....
Manolis Moustos
Τις προάλλες προβάλαμε το "Ταξίδι στα Κύθηρα" του Θεόδωρου Αγγελόπουλου με τον Μάνο Κατράκη, ο οποίος υποδύεται έναν πολιτικό εξόριστο κομμουνιστή που επιστρέφει μετά από 32 χρόνια στην πατρίδα του.
Σε μία σκηνή της ταινίας, ο αρχιφύλακας, Αθηνόδωρος Προύσαλης, αποκαλεί τον Κατράκη υποτιμητικά "άπατρι" απειλώντας οτι θα απελαθεί από την χώρα αν δεν συμμορφωθεί στο πνεύμα της εποχής του ξεπουλήματος και της "λήθης".
Αμέσως μετά, εμφανίζεται ο Κατράκης σε μία πολύ ωραία σκηνή, σαν ζωγραφιά. Συντετριμμένος και διαλυμένος, ανέστιος κυριολεκτικά και μεταφορικά, στέκεται μαζί με την σύζυγο του έξω από το "σπίτι" του, διαδηλώνοντας σιωπηλά την απόφαση του να μείνει στην γη του.
Υπάρχει χειρότερη μοίρα από το να βρεθεί κανείς ανέστιος, άπατρις, χωρίς δηλαδή ένα καταφύγιο, χωρίς έναν τόπο όπου μπορεί να προκόψει, να δημιουργήσει κοινό πολιτισμό, να φτιάξει αναμνήσεις, οικογένεια, παρέες;;
Και υπάρχει χειρότερη μοίρα από το να εκδιωχθείς βίαια από τον τόπο σου είτε επειδή διαφώνησες με την εξουσία, είτε επειδή τον βομβάρδισαν (με drones ή με μνημόνια οι δείκτες καταστροφής είναι παρόμοιοι);;
Ο "άπατρις" σαν συμβολισμός στην ταινία είναι ο άνθρωπος χωρίς Γη, άρα χωρίς ρίζες, άρα χωρίς παρελθόν, άρα χωρίς παρόν και μέλλον. Ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν υπάρχει ούτε στον Χώρο ούτε στον Χρόνο. Νεκρός επί της ουσίας.
Κι όμως στις μέρες μας, ο "άπατρις" διαφημίζεται σαν περίπου μία θετική ιδιότητα. Από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, δηλαδή την κουλτούρα που επιβάλει η παγκοσμιοποίηση που βαφτίζει ως "κινητικότητα" ή "δυνατότητα για νέες εμπειρίες" τον ξεριζωμό μέχρι την μεταμοντέρνα κυβερνώσα αριστερά αλλά και τις πολυάριθμες ελευθεριακές εφημερίδες και τα εναλλακτικά στέκια, η "πατρίδα" συνιστά μία κατάρα, έναν αναχρονισμό που πρέπει να ξεπεράσουμε. Και φυσικά όποια ή όποιος παλεύει στο όνομα της πατρίδας εξορίζεται στο φάσμα του εθνικισμού, του λαϊκισμού, των "μακεδονομάχων" κλπ.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, χωρίς πατρίδα και ρίζες μπορεί επιτέλους να αφεθεί "ελεύθερος" να καταναλώσει απρόσκοπτα εμπειρίες, περιπέτειες και κάθε λογής απολαύσεις. "Ελεύθερος" θεωρητικά αφού το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο θα κυριαρχεί παντού και θα ρυθμίζει την "περιπετειώδη" και "ελευθεριακή" ζωή του.
Χωρίς κοινό πολιτισμό, κοινό τόπο, κοινή γλώσσα. Με εξαίρεση μόνο την "κοινή γλώσσα" του Instagram και των ταινιών της Marvel...
Στο φινάλε της ταινίας, ο Κατράκης με την σύζυγο του χάνονται πάνω σε μία σχεδία σε διεθνή χωρικά ύδατα αφού καμία χώρα δεν θέλει να δεχτεί τον "άπατρι".
Σε κάθε περίπτωση, ο Κατράκης και ο Αγγελόπουλος μας έχουν αφήσει χρόνους και η σκυτάλη πλέον είναι στο χέρι της γενιάς "χωρίς πατρίδα". Πώς θα δώσουμε νέο νόημα και περιεχόμενο στην βαλλόμενη πανταχόθεν "πατρίδα"; Βλέπουμε.....
ΧΑΣΑΜΕ...
Στο βιβλίο "Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ" και στο θέμα για την ίδια ταινία υπάρχει από την συγγραφέα (Χρυσάνθη Σωτηροπούλου)και το εξής απόσπασμα:{..}Έτσι όταν την επόμενη μέρα όλοι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στην Αθήνα ,ο ίδιος επιλέγει να παραμείνει στο έρημο χωριό, μια απόφαση που την υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα, εμποδίζοντας κάθε παρέμβαση από τους υπόλοιπους.Καθώς στέκει στο κατώφλι του παλιού σπιτιού ασάλευτος και απόμακρος, φαίνεται να έχει πάρει έναν δικό του μοναχικό δρόμο μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία και ζεστασιά.Και ενώ όλοι εγκαταλείπουν ένας -ένας το χωριό,υπάρχει μια τελευταία συνάντηση με τον Αντώνη που φεύγει κι αυτός έχοντας φορτώσει όλα τα υπάρχοντα σ' ένα μουλάρι.Οι δύο άνδρες βρίσκονται αντιμέτωποι μπροστά στον έρημο πια δρόμο , σ'ένα τοπίο γεμάτο υγρασία και σκληράδα.Ο Αντώνης δίνει ένα τσιγάρο και ενώ το ανάβει και καπνίζουν βουβοί ομολογεί σιγά: "Μας βάλανε και πολεμήσαμε.Βγάλαμε τα μάτια μας.Εσύ από κει ,εγώ από την άλλη μεριά.Χάσαμε και οι δύο.Τίποτα δεν απομένει εδώ πάνω".Η σκηνή αυτή είναι από τις πλέον φορτισμένες σημασιολογικά, καθώς είναι η αποκορύφωση ενός δράματος που κράτησε τριάντα ολόκληρα χρόνια,ταλαιπώρησε σωματικά και ψυχικά χιλιάδες ανθρώπους και κατέληξε σε καταστροφικά αποτελέσματα για τον ίδιο τον τόπο.Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η ομολογία της αποτυχίας έρχεται από τον Αντώνη ,αυτόν που κάποτε θεωρούσε ότι εκπροσωπεί τον νικητή της σύγκρουσης"
Σε μία σκηνή της ταινίας, ο αρχιφύλακας, Αθηνόδωρος Προύσαλης, αποκαλεί τον Κατράκη υποτιμητικά "άπατρι" απειλώντας οτι θα απελαθεί από την χώρα αν δεν συμμορφωθεί στο πνεύμα της εποχής του ξεπουλήματος και της "λήθης".
Αμέσως μετά, εμφανίζεται ο Κατράκης σε μία πολύ ωραία σκηνή, σαν ζωγραφιά. Συντετριμμένος και διαλυμένος, ανέστιος κυριολεκτικά και μεταφορικά, στέκεται μαζί με την σύζυγο του έξω από το "σπίτι" του, διαδηλώνοντας σιωπηλά την απόφαση του να μείνει στην γη του.
Υπάρχει χειρότερη μοίρα από το να βρεθεί κανείς ανέστιος, άπατρις, χωρίς δηλαδή ένα καταφύγιο, χωρίς έναν τόπο όπου μπορεί να προκόψει, να δημιουργήσει κοινό πολιτισμό, να φτιάξει αναμνήσεις, οικογένεια, παρέες;;
Και υπάρχει χειρότερη μοίρα από το να εκδιωχθείς βίαια από τον τόπο σου είτε επειδή διαφώνησες με την εξουσία, είτε επειδή τον βομβάρδισαν (με drones ή με μνημόνια οι δείκτες καταστροφής είναι παρόμοιοι);;
Ο "άπατρις" σαν συμβολισμός στην ταινία είναι ο άνθρωπος χωρίς Γη, άρα χωρίς ρίζες, άρα χωρίς παρελθόν, άρα χωρίς παρόν και μέλλον. Ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν υπάρχει ούτε στον Χώρο ούτε στον Χρόνο. Νεκρός επί της ουσίας.
Κι όμως στις μέρες μας, ο "άπατρις" διαφημίζεται σαν περίπου μία θετική ιδιότητα. Από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, δηλαδή την κουλτούρα που επιβάλει η παγκοσμιοποίηση που βαφτίζει ως "κινητικότητα" ή "δυνατότητα για νέες εμπειρίες" τον ξεριζωμό μέχρι την μεταμοντέρνα κυβερνώσα αριστερά αλλά και τις πολυάριθμες ελευθεριακές εφημερίδες και τα εναλλακτικά στέκια, η "πατρίδα" συνιστά μία κατάρα, έναν αναχρονισμό που πρέπει να ξεπεράσουμε. Και φυσικά όποια ή όποιος παλεύει στο όνομα της πατρίδας εξορίζεται στο φάσμα του εθνικισμού, του λαϊκισμού, των "μακεδονομάχων" κλπ.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, χωρίς πατρίδα και ρίζες μπορεί επιτέλους να αφεθεί "ελεύθερος" να καταναλώσει απρόσκοπτα εμπειρίες, περιπέτειες και κάθε λογής απολαύσεις. "Ελεύθερος" θεωρητικά αφού το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο θα κυριαρχεί παντού και θα ρυθμίζει την "περιπετειώδη" και "ελευθεριακή" ζωή του.
Χωρίς κοινό πολιτισμό, κοινό τόπο, κοινή γλώσσα. Με εξαίρεση μόνο την "κοινή γλώσσα" του Instagram και των ταινιών της Marvel...
Στο φινάλε της ταινίας, ο Κατράκης με την σύζυγο του χάνονται πάνω σε μία σχεδία σε διεθνή χωρικά ύδατα αφού καμία χώρα δεν θέλει να δεχτεί τον "άπατρι".
Σε κάθε περίπτωση, ο Κατράκης και ο Αγγελόπουλος μας έχουν αφήσει χρόνους και η σκυτάλη πλέον είναι στο χέρι της γενιάς "χωρίς πατρίδα". Πώς θα δώσουμε νέο νόημα και περιεχόμενο στην βαλλόμενη πανταχόθεν "πατρίδα"; Βλέπουμε.....
ΧΑΣΑΜΕ...
Στο βιβλίο "Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ" και στο θέμα για την ίδια ταινία υπάρχει από την συγγραφέα (Χρυσάνθη Σωτηροπούλου)και το εξής απόσπασμα:{..}Έτσι όταν την επόμενη μέρα όλοι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στην Αθήνα ,ο ίδιος επιλέγει να παραμείνει στο έρημο χωριό, μια απόφαση που την υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα, εμποδίζοντας κάθε παρέμβαση από τους υπόλοιπους.Καθώς στέκει στο κατώφλι του παλιού σπιτιού ασάλευτος και απόμακρος, φαίνεται να έχει πάρει έναν δικό του μοναχικό δρόμο μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία και ζεστασιά.Και ενώ όλοι εγκαταλείπουν ένας -ένας το χωριό,υπάρχει μια τελευταία συνάντηση με τον Αντώνη που φεύγει κι αυτός έχοντας φορτώσει όλα τα υπάρχοντα σ' ένα μουλάρι.Οι δύο άνδρες βρίσκονται αντιμέτωποι μπροστά στον έρημο πια δρόμο , σ'ένα τοπίο γεμάτο υγρασία και σκληράδα.Ο Αντώνης δίνει ένα τσιγάρο και ενώ το ανάβει και καπνίζουν βουβοί ομολογεί σιγά: "Μας βάλανε και πολεμήσαμε.Βγάλαμε τα μάτια μας.Εσύ από κει ,εγώ από την άλλη μεριά.Χάσαμε και οι δύο.Τίποτα δεν απομένει εδώ πάνω".Η σκηνή αυτή είναι από τις πλέον φορτισμένες σημασιολογικά, καθώς είναι η αποκορύφωση ενός δράματος που κράτησε τριάντα ολόκληρα χρόνια,ταλαιπώρησε σωματικά και ψυχικά χιλιάδες ανθρώπους και κατέληξε σε καταστροφικά αποτελέσματα για τον ίδιο τον τόπο.Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η ομολογία της αποτυχίας έρχεται από τον Αντώνη ,αυτόν που κάποτε θεωρούσε ότι εκπροσωπεί τον νικητή της σύγκρουσης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου