Μνησικακία και ενδόρρηξη
Του Νίκου Ξυδάκη
Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.
Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.
Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.
Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.
Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».
Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.
Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.
Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.
Πηγή: Η Καθημερινή
Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά. Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.
Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.
Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.
Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.
Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».
Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.
Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.
Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου