Ο ΙΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΘΕΑΣ
Γράφει η Αγγελική Κοτταρίδη
Δρ Αρχαιολόγος
Η τελετή του Ιερού Γάμου βρισκόταν στο επίκεντρο της θείας λατρείας σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου και εξακολούθησε να τελείται ώς το τέλος της αρχαιότητας, ενώ κάποια στοιχεία της κατάφεραν, μέσα από τα λαϊκά δρώμενα, να ξεπεράσουν ακόμη και το αυστηρό ιδεολογικό φράγμα των μονοθεϊστικών θρησκειών {Χριστιανισμός, Ισλάμ) και να επιβιώσουν ώς τις μέρες μας.
Συχνά ένα μέρος (κάποτε και το σύνολο) των δρωμένων που σχετίζονταν με τον Ιερό Γάμο τελούνταν μυστικά ή αποτελούσαν συστατικό μέρος των μυστηριακών λατρειών και ήταν άρρητα. Ακόμη όμως και όταν η τελετή αυτή, σαν μέρος της επίσημης λατρείας της πόλης, τελούνταν ανοιχτά, όπως συνέβαινε στις γιορτές της Ήρας στη Σάμο (τα Τόναια). στα Δαίδαλο, στις Πλαταιές της Βοιωτίας, ή στις γιορτές της Κνωσού, οι πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές για την ίδια την τελετή είναι πολύ περιορισμένες. Τα κενά έρχεται να καλύψει και εδώ ο μύθος που, ξεκινώντας από την τελετή, δίνει τροφή στη φαντασία των αφηγητών του και μέσα από τα έργα του λόγου και της τέχνης φωτίζει αρχαίες πίστεις και δοξασίες.
Το θέμα του Ιερού Γάμου, κατ'εξαίρεση, το βρίσκουμε να εμφανίζεται στα πλαίσια της λατρείας αρσενικών θεοτήτων, όπως συμβαίνει στην Αττική, στις γιορτές του Διονύσου- Ο κανόνας όμως είναι ν'αποτελεί επίκεντρο της λατρείας της Μεγάλης Θεάς της Φύσης, που μπορεί να έχει διάφορα ονόματα και υποστάσεις, εξακολουθεί όμως πάντα για τους πιστούς της να είναι η Δέσποινα της ζωής και του θανάτου.
Η συγκριτική μελέτη του υλικού από τη Μεσοποταμία, τις χώρες της ανατολικής και της δυτικής Μεσογείου, το προελληνικό Αιγαίο, ακόμη και την ίδια την Ελλάδα των Ιστορικών χρόνων, δείχνει ότι η τελετή του Ιερού Γάμου είναι ριζωμένη πολύ βαθιά πίσω στο χρόνο και σχετίζεται άμεσα με τις απαρχές της ιερής βασιλείας. Η θεά σμίγει με τον εκλεκτό της, που είναι θνητός, για να γεννήσει τον πρώτο βασιλιά, η εξουσία του οποίου αποκτά έτσι απόλυτο κύρος και συγχρόνως μαγική δύναμη. Η πίστη αυτή, κοινός τόπος για τους λαούς της Ανατολής, αλλά και τους Ετρούσκους της Δύσης, φαίνεται να απηχεί μια παλαιότερη τάξη πραγμάτων, όπου η συγγένεια βασιζόταν στη σχέση με τη μάνα και οπωσδήποτε δημιουργούσε προβλήματα στην ιδεολογία της πατριαρχίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι ιδέες και οι πίστεις που συνδέονται με το θέμα του Ιερού Γάμου της θεάς είναι φυσικό να μην έβρισκαν ιδιαίτερη απήχηση στους Έλληνες της Ιστορικής εποχής, που είχαν απορρίψει τη βασιλεία και είχαν αναγάγει την πατριαρχία σε απόλυτη αξία. Ωστόσο, και αυτό είναι ενδεικτικό της ακατάλυτης δύναμης των αρχέγονων δομών, ακόμη και στην ορθολογιστική
, ο Ιερός Γάμος με το Διόνυσο τελούνταν από τη βασίλιννα (=τη βασίλισσα), τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, που στο θρησκευτικό επίπεδο διατηρούσε τις εξουσίες του μακρινού προκατόχου του, ενώ στο μύθο της γέννησης του Εριχθόνιου από το σπέρμα του Ηφαίστου που απόρριψε η Αθηνά στη Γη και την υιοθεσία του γηγενούς βασι-
λιά της Αθήνας από την παρ'ολίγο μητέρα του μεγάλη θεά της πόλης διατηρείται το αρχαίο σχήμα, μολονότι η Αθηνά, για να προσαρμοστεί στα πατριαρχικά πρότυπα, χρειάστηκε να θυσιάσει το ουσιαστικά θηλυκό κομμάτι της.
Η ιδέα του γάμου του εκλεκτού με τη θεότητα ξεπερνά τα χρονικά και τοπικά όρια του αρχαίου κόσμου. Στη σύγχρονη Ιαπωνία, προτού στεφθεί ο νέος αυτοκράτορας Ακιχιτο. χρειάστηκε να αποσυρθεί για μια νύχτα με τη μεγάλη θεά Αματεράσου.
Στην αρχαία Ελλάδα οι γοητευτικότεροι μύθοι με θέμα τη σχέση της θεάς με το θνητό αγαπημένο της πλέχθηκαν γύρω από το όνομα της Αφροδίτης, της παντοδύναμης θεάς του έρωτα που ήρθε από την Κύπρο.
Την πιο παλιά και συγχρόνως πιο χαρακτηριστική περιγραφή των ερώτων της θεάς με το νεαρό θνητό τη βρίσκουμε στον λεγόμενο ομηρικό ύμνο στην Αφροδίτη, ένα ποίημα που γράφτηκε στις αρχές του 7ου προχριστιανικού αιώνα: μόλις είδε τον Αγχίση, τον όμορφο βοσκό που έβοσκε τα ζώα του στις κορυφές της Ίδας. η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε. Ο πόθος άλωσε το νου της και θέλησε να σμίξει, θεά αυτή. με το θνητό. Πήγε στην Πάφο, στο ναό της. όπου οι Χάριτες την έλουσαν, άλειψαν το κορμί της με μυρωμένο λάδι, την έντυσαν με όμορφα ρούχα, τη στόλισαν με χρυσάφι. Έτσι στολισμένη η φιλομειδής Αφροδίτη, η "κυρά του χαμόγελου", πέταξε με τα σύννεφα και έφτασε στην Ίδα με τις πολλές πηγές, τη μάνα των θηρίων. Με βήμα γρήγορο περνούσε η θεά το δάσος. Την ακολουθούσαν λύκοι, λιοντάρια, αρκούδες και παρδάλεις, ήμερα σα σκυλάκια. Εκείνη τα έβλεπε και χαιρόταν η ψυχή της, κι έβαλε στην καρδιά τους πόθο και όλα τα ζώα έσμιξαν δυο-δυο στις σκιερές λόχμες.
Η Αφροδίτη έφτασε στο μαντρί. Βρήκε το αγόρι του βουνού μονάχο να παίζει την κιθάρα του, ωραίος σα θεός. Για να μη τον τρομάξει, πήρε μορφή παρθένας που δε γνώρισε ακόμη άντρα και στάθηκε μπροστά του λαμπροντυμέ-νη, χρυσοστόλιστη, με το στήθος να λάμπει σαν το φεγγάρι, "θαύμα ιδέσθαι".
Γεμάτος θαυμασμό ο νέος τής απηύθυνε το λόγο, όπως θα ταίριαζε στην πραγματική της φύση:
"Χαίρε βασίλισσα, αν κάποια από τις αθάνατες θεές ήρθες εδώ, η Αρτεμη ή η Λητώ ή η χρυσή Αφροδίτη, η Θέμις η ευγενικιά ή η Αθηνά η αοτραπομάτα, ή καμιά από τις Χάριτες που συντροφεύουν τους θεούς και λέγονται αθάνατες, ή ακόμη και καμιά από τις Νεράιδες που κατοικούν στα δάση σαυτότο όμορφο βουνό, μέσα στις πηγές και στα ποτάμια. Για σένα εγώ σ' έναν ψηλό τόπο θα στήσω βωμό και θα σου προσφέρω ωραίες θυσίες όλες τις ώρες, καθώς αρμόζει. Και συ δείξε μου την εύνοια σου και κάνε να γίνω άνθρωπος δοξασμένος ανάμεσα στους Τρώες και ν'αφήσω πίσω μου λαμπρή γενιά. Κι εγώ ο ίδιος να ζω καλά, να βλέπω το φως του ήλιου, γερός κι ευτυχισμένος να φτάσω στων γηρατειών μου το κατώφλι."
Θυσία και προσευχή, αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για την επικοινωνία των θνητών με τους αθάνατους. Όμως οι βουλές της θεάς είναι άλλες, και βέβαια δε δυσκολεύεται να ξεγελάσει το φρόνιμο νέο. Του λέει πως δεν είναι θεά αλλά θνητή, κόρη θνητού, του βασιλιά των Φρυγών, και πως, παρθένα άπειρη από τα έργα της αγάπης, την άρπαξε ο Ερμής από το λιβάδι που χόρευε και του την έφερε να την κάνει γυναίκα του, και τον παρακαλεί να ειδοποιήσει τους γονείς της και να φροντίσει να γίνουν όλα όπως πρέπει, ανάβοντας στην ψυχή του τον πόθο.
Ο Αγχίσης, που ο έρωτας τον έχει πια κυριέψει και δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, της απαντάει: "Αν είσαι θνητή και σε γέννησε γυναίκα και ο πατέρας σου είναι ο δοξασμένος Οτρεύς,καθώς λες, και σ' έφερε εδώ η βούληση του αθάνατου Ερμή, γυναίκα μου, συντρόφισσα της κλίνης μου θα είσαι ώς το τέλος των ημερών. Όμως κανείς από τους θεούς ούτε από τους θνητούς ανθρώπους δε θα μπορέοει να μ'εμπο-δίσει να σμίξω ερωτικά μαζί σου τώρα αμέσως εδώ. Ακόμη κι αν ο ίδιος ο Απόλλωνας με το ασημένιο τόξο του μου ρίξει τα πικρά του βέλη, ακόμη και τότε θα ήθελα, γυναίκα που μοιάζεις με θεά, ν'ανέβω στο κρεβάτι σου, και ας κατεβώ στον Αδη."
Στα λόγια του αρσενικού υπάρχει ακόμη η δυσπιστία και η σκιά του φόβου, όμως ο πόθος νίκησε το λόγο και η ερωτική επιθυμία έπνιξε τη λαχτάρα της ζωής. Ο άντρας οδηγεί την "κυρά τού χαμόγελου" στο κρεβάτι το στρωμένο με μαλακές κουβέρτες και προβιές. Ξαπλώνουν. Ενα ένα της βγάζει τα χρυσά κοσμήματα, λύνει τη ζώνη της. την ξεντύνει, και σμίγει ο θνητός με την αθάνατη θεά, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι κάνει.
Ύστερα έρχεται η ώρα της αλήθειας. Η Αφροδίτη δείχνει στον εραστή της την πραγματική της όψη. Έντρομος ο Αγχίσης αποστρέφει το κεφάλι του και κρύβει το πρόσωπο του, ζητώντας έλεος από τη θεά που τον γέλαοε, γιατί ξέρει τον κίνδυνο που ελλοχεύει στο αγκάλιασμα που χάρηκε. Εκείνη τον καθησυχάζει: δεν θα του συμβεί κακό, όμως δεν θα γίνει ούτε άντρας της ούτε αθάνατος, γιατί αιώνια ζωή χωρίς αιώνια νιότη είναι κατάρα και όχι ευλογία. Θα συνεχίσει να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους, ευτυχισμένος. Εκείνη θα του γεννήσει γιο που θα πάρει το όνομα Αινείας, "άχος αίνόν", για τη φοβερή θλίψη που έφερε στη θεά η ταπείνωση να ξεπέσει σε κρεβάτι θνητού. Το παιδί θα το αναθρέψουν οι νεράιδες του βουνού. Οταν έρθει η ώρα, θα φέρει η ίδια το γιο στον πατέρα του για να δοξάσει τη γενιά του. Για να γίνουν όμως όλα αυτά, αναγκαία προϋπόθεση είναι να συνεχιστεί το παιχνίδι όπως άρχισε. Κανείς δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια για την ωραία επισκέπτρια του βοσκού. Ο Αγχίσης θα λέει ότι το γιο του τον γέννησε μια νεράιδα της Ίδας. Γιατί αν τολμήσει να καυχηθεί ότι απόλαυσε την ίδια την Αφροδίτη, θα τον κάψει κεραυνός...
Σ'έναν κόσμο αυστηρά πατριαρχικό, που θέλει τις γυναίκες κατώτερες και υποταγμένες στους άντρες, σ'έναν κόσμο που στο ερωτικό σμίξιμο αναγνωρίζει τον κατ'εξοχήν μηχανισμό επιβολής της αντρικής ισχύος, σ'έναν κόσμο γεμάτο δαμασμένα θηλυκά, δμωές και δάμαρτες (σκλάβες και σύζυγοι), γυναίκες δορυάλωτες που έμαθαν να βλέπουν στο σύντροφο της κλίνης τον αφέντη τους. το σμίξιμο μιας αθάνατης θεας -ενός πλάσματος θηλυκού, θέσει και φύσει ανώτερου- μ'έναν άντρα θνητό -ένα πλάσμα αρσενικό, θέσει και φύσει κατώτερο- απειλεί να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια της κοινωνίας. Στην απόλαυση του ισχυρού θηλυκού καραδοκεί ο τρόμος του ευνουχισμού και ο κεραυνός του Δία, ο φύλακας της έννομης τάξης, απειλεί ν'αναλάβει δράση.
Αυτό το ξέρει ο Αγχίσης και φοβάται, το ξέρει ο πολυμήχανος Οδυσσέας και είναι πολύ προσεκτικός, όταν συναντάει στα ταξίδια του θεές που πολλά υπόσχονται, το ξέρει και ο Βαβυλώνιος Γιλγαμές και αρνιέται τον έρωτα της μεγάλης Ιοτάρ. Λιγότερο φρόνιμος ο κυνηγός Ωριων, σμίγει με την Ηώ, της θεά της αυγής. Τα βέλη της Αρτέμιδος του κόβουν το νήμα της ζωής. Ένας άλλος κυνηγός, ο Ακταίων, τολμά να επιθυμήσει την ίδια την κυρά των αγριμιών. Γίνεται θήραμα και τον σπαράζουν τα σκυλιά του. Ο Ιασίων σμίγει με τη Δήμητρα στις αυλακιές τρισοργωμένου χωραφιού. Τον καίει ο κεραυνός του Δία1.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλους αυτούς τους πανάρχαιους μύθους που έσωσαν οι επικοί ποιητές των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων σαν απολιθώματα -κάπως παράξενα-μιας άλλης τάξης πραγμάτων, που οι Έλληνες της Κλασικής εποχής μοιάζουν να θέλουν να τους ξεχάσουν. Πίσω τους αχνοφέγγει η κοινή ρίζα, η αρχέγονη τελετή, ο Ιερός Γάμος, που υπόσχεται την ευλογία της γονιμότητας και εγγυάται τη διατήρηση της ζωής.
Γιος της Δήμητρας και του θνητού συντρόφου της είναι ο Πλούτος. Το όνομα Ιασίων μοιάζει πολύ με το Ιάσων, και αυτός, ο Ιάσων, ο πρώτος ταξιδιώτης της θάλασσας, είναι θνητός που έσμιξε με θεά, τη σοφή Μήδεια. Ιασίων, Ιάσων, ιάσομαι, ιατρός, ίασις είναι λέξεις με την ίδια ρίζα. Την ίδια ρίζα που ξαναβρίσκουμε στον Ίακχο, όνομα του μυστικού έφηβου της Ελευσίνας. Ίώ, ίώ. "Ιακχε", κραυγάζουν οι μύστες, Ιερός Γάμος υπάρχει και εκεί. και την ύψιστη στιγμή της τελετής, την ώρα που η λάμψη της φωτιάς σκίζει το απόλυτο σκοτάδι, ο Ιεροφάντης αναγγέλλει με δυνατή φωνή: "Ιερόν έτεκε πότνια κοϋρον, Βριμώ Βριμόν"2, η σεβαστή δέσποινα γέννησε το θείο βρέφος, η βροντερή το βροντερό - και δείχνει το κομμένο στάχυ.
Ο έφηβος που αντρώθηκε γυρίζει από το δάσος, μονοσάνδαλος, με τα μακριά μαλλιά λυτά, παιδί και άντρας, άγριος και ήμερος συγχρόνως. Ο εκλεκτός, βασιλιάς και φαρμακό
πρέπει να συναντήσει τη δέσποινα της ζωής και του θανάτου. Οργώνεται η γη. Η μήτρα της θεάς δέχεται το σπόρο, ο γιος του ανθρώπου γεννιέται. Η παρουσία του σφραγίζει την ευλογία που υπόσχεται η μάνα του. Χρόνο με το χρόνο η τελετή εξασφαλίζει τη συνέχεια.
Σένα χρυσό δαχτυλίδι από τις Μυκήνες η Μεγάλη Θεά, που τη λατρεύουν οι ιέρειες με τα γυμνά στήθη, καθισμένη σε θρόνο, συνοδεύεται από μια πολύ μικρότερη όρθια αντρική μορφή. Να είναι αυτός άραγε ο θνητός σύνευνος της θεάς; Το παλίμψηστο του μύθου οδηγεί βαθιά πίσω στο χρόνο, αλλά οι Έλληνες δεν αγαπούν να μιλούν για το θέμα αυτό. Ol πληροφορίες λίγες, τα λόγια φειδωλά. Η μοίρα του εκλεκτού κρύβεται στη σιωπή των πηγών. Η σκοτεινή πλευρά του Ιερού Γάμου παραμένει άρρητη...
Ο συνειρμός έρχεται να καλύψει το κενό... Το θνητό πλάσμα που πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλο τη θεότητα είναι το σφάγιο της θυσίας της: σκεύος της θείας εκλογής, φορέας και θύμα της θεότητας συγχρόνως. Το κεφάλι του ακουμπάει στο βωμό, το αίμα του γράφει στις στάχτες βαθυπόρφυρο αυλάκι. Το αρχαίο μονοπάτι ανοίγει. Η επικοινωνία της ανθρώπινης ομάδας με το θείο γίνεται εφικτή: πρόσφορο και διάμεσο το θύμα.
Η πάναγνη Δέσποινα της Κρήτης, Ευρώπη και Πασιφάή, αυτή που η όψη της φέγγει σε όλους, σμίγει με τον ιερό ταύρο. Το ζώο θα θυσιαστεί, ο γιος της θεάς, ο νέος βασιλιάς, θα γεννηθεί. Στεφανωμένος, με χρυσωμένα κέρατα, οδηγείται ο ταύρος στο βωμό. Σειρές βου-κράνια, τα κρανία των θυσιασμένων ζώων στολισμένα με γιορτινές γιρλάντες κοσμούν τις ζωφόρους των ιερών. Μαζί με το αίμα προσφέρονται στη θεότητα και τα "τόμια", οι κομμένοι όρχεις, η έδρα της ζωοποιού δύναμης του αρσενικού ζώου. Γίνονται ολοκαύτωμα στην ιερή φωτιά, ντύνουν το άγαλμα της φοβερής Δέσποινας της Εφέσου.
Μια κυρά των ταύρων είναι και η Κυβέλη, η Μεγάλη Θεά της Μικρός Ασίας, που η λατρεία της οδηγεί στις απαρχές της νεολιθικής προϊστορίας. "Μήτηρ όρεία", μάνα των βουνών, "Μεγάλη Μητέρα" ή απλά μητέρα, όπως αγαπούσαν να τη λένε οι Έλληνες, κυρά των αγριμιών, συντροφευμένη από λιοντάρια, θυμίζει πολύ την Αφροδίτη του ομηρικού ύμνου. Δέσποινα του γενετήσιου ενστίκτου, η μεγάλη αυτή θεά
ελέγχει τη ζωή και το θάνατο. Οι πιστοί και οι μύστες τής Θυσιάζουν ταύρους. Με το δέρμα των θυσιασμένων ζώων φτιάχνουν τα τύμπανα της θεάς που αγάπησε τον Αττι, το νεαρό βοσκό από τη Φρυγία^. Ο μύθος λέει πως ο Άττις, που λάτρευε απόλυτα τη θεά του, της αφοσιώθηκε "ψυχή τε και σώματι", και για ν'αποδείξει την αφοσίωση του αποφάσισε να αυτοευνουχιοτεί στο όνομα της. Η λίθινη λεπίδα έκανε καλά τη δουλειά της, όμως το αίμα δε σταμάτησε και ο Αττις πέθανε. Με θυσίες ταύρων, εκστατικές ορειβασίες και οργιαστικές τελετές γιόρταζαν οι πιστοί τη Μητέρα και θρηνούσαν το θάνατο του Άττι. Στο αποκορύφωμα της τελετής, κάτω από τους ήχους των τύμπανων, των αυλών και των κυμβάλων, μεθυσμένοι από τη θεία έκσταση, άντρες λάτρεις αφιέρωναν τον εαυτό τους στη θεά με την ίδια φρικτή τελετή, μυθικό αρχέτυπο της οποίας ήταν η τραγική μοίρα του βοσκού από τη Φρυγία. Κάποιοι από αυτούς πέθαιναν. Άλλοι επιζούσαν, σημαδεμένοι για πάντα, οι ευνούχοι της θεάς, οι αλλόκοτοι Γάλλοι, απόστολοι και θεματοφύλακες της άγριας λατρείας, πέρα και πάνω από τους νόμους των ανθρώπων, ζωντανοί μάρτυρες της απόλυτης υποταγής στη δύναμη της Μητέρας.
Στην αρχή του καλοκαιριού, ανάμεσα στο τέλος του Ιούνη και στις αρχές του Ιούλη, ολόκληρη η Ανατολή, από τη Φοινίκη ως τη Βαβυλώνα, αντηχούσε από τις κραυγές των γυναικών που θρηνούσαν το θάνατο του βιβλικού Ταμμούζ·1. του αγαπημένου της Αστάρτης, της Αφροδίτης της Ανατολής. Ακόμη πιο παλιά, οι γυναίκες της Σουμερίας αποχαιρετούσαν τον ωραίο Ντουμουζί. που γνώρισε τον έρωτα και το θάνατο από το χέρι της Ινάννα, της τρομερής θεάς της ζωής και του θανάτου.
Την ίδια εποχή που στην Ανατολή θρηνούσαν τον Ταμμούζ, στην Ελλάδα γιόρταζαν τα Αδώνεια, την πικρή γιορτή του ωραίου Αδωνι. του Ανατολίτη εραστή της Αφροδίτης, που το όνομα του, Adoni-Adonai, σημαίνει στα σημιτικά: "Κύριε μου".
Η Μυρρα, η κόρη της θεϊκής ευωδιάς, έσμιξε σε ανόσιο κρεβάτι με τον πατέρα της Κινύρα, το βασιλιά της Πάφου. Καρπός της αιμομιξίας ο Άδωνις5. γιος και αδερφός της μάνας του, πρόβαλε μέσα από το δέντρο που έκλαιγε με μυρωμένα δάκρυα. Η Αφροδίτη είδε το όμορφο παιδί του δάσους και το λαχτάρησε. Το πήρε, το έκρυψε σε μια λάρνακα και το έδωσε στην Περσεφόνη να το φυλάξει. Το παιδί έγινε γρήγορα έφηβος και η ομορφιά του σκανδάλισε και αυτήν ακόμη τη Δέσποινα του θανάτου, που τον ερωτεύθηκε και τον ήθελε για πάντα δικό της. Ο Δίας ανέλαβε να λύσει τη διαφορά. Μοίρασε το χρόνο σε τρία μοιράδια- ένα της Αφροδίτης, ένα της Περσεφόνης και ένα του ίδιου του Αδωνι. Όπως και να'χει όμως, ο νέος δε χάρηκε για πολύ την αγκαλιά της θεάς του έρωτα. Στο κυνήγι τον βρήκε ο θάνατος.
Στην Κύπρο θεωρούσαν γιο της Αφροδίτης και του Αδωνι τον Γόλγο, επώνυμο ήρωα και βασιλιά των Γόλγων, επιβεβαιώνοντας έτσι για μια ακόμη φορά το αρχαίο μοτίβο που θέλει το βασιλιά γιο της θεάς. Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν αλλιώς. Το βάρος έπεφτε στην απώλεια του αγαπημένου. Στη γιορτή του Αδωνι, του τρυφερού νέου που κοιμήθηκε στη χρυσή αγκαλιά της Αφροδίτης για να ξυπνήσει στο σκοτεινό κόρφο της Περσεφόνης, το τραγούδι του υμέ-ναιου έδινε τη θέση του στο θρήνο.
Πολυαγαπημένος των γυναικών ο ωραίος εραστής της Αφροδίτης, τον θρήνησε η Σαπφώ και οι κοπέλες της:
"Τον Υμέναιο ψάλλετε το τραγούδι του Άδωνι
πεθαίνει ο Άδωνις ο τρυφερός
αχ Κυθερεία πεθαίνει
και τώρα π θα κάνουμε;
κορίτσια εμπρός ελάτε,
σκίστε γο ρούχα σας
το στήθος σας χτυπάτε
όπως επάνω στα βουνά
κάποτε τον υάκινθο βλέπεις με τα ποδάρια τους
βοσκοί να τον πατάνε
κείτεται καταγής το πορφυρό λουλούδι..."6
Το χυμένο αίμα του Αδωνι έγινε ανεμώνες, τα δάκρυα της Αφροδίτης για το χαμένο εραστή, τα πρώτα τριαντάφυλλο.
Φυλακισμένες όλο το χρόνο στη σκιά του γυναικωνίτη, καταδικασμένες στη σιωπή και την ανωνυμία, χωρίς δικαίωμα να θέλουν, οι γυναίκες τη μέρα του Αδωνι7 έβγαιναν στο φως. Ανεβασμένες στις στέγες και τα δώματα, άφηναν ελεύθερη να ξεσπάσει η φυλακισμένη κραυγή. Ολολυγμοί και κοπετοί, θρήνοι και δάκρυα, όλος ο πόνος και όλος ο θυμός έβρισκε διέξοδο στο θρήνο για τον Αδωνι, στο θρήνο για τον έρωτα που πέθανε πριν τον γνωρίσουν. Η παράφορα των γυναικών ενοχλούσε το έλλογο ήθος των πολιτών. Η απειλή, έστω kol φευγαλέα, να ξεσπάσει κάποτε το υπόγειο ποτάμι τρόμαζε τους άνδρες. Όμως ο Άδωνις ήταν ένα αγόρι σγουρό και τρυφερό σαν την καρδιά του μαρουλιού, εφήμερος, όσο και αυτό. Οι κήποι του, τα μαρουλάκια που οι γυναίκες φύτευαν σε σπασμένα αγγεία άνθιζαν και ξεραίνονταν μέσα σε λίγες ώρες. Τα ξύλινα κουτιά με την εικόνα του ιδανικού εραστή βούλιαζαν στο νερό και έπαιρναν μαζί τους των γυναικών τα όνειρα. Επιτάφιος χωρίς ανάσταση...
Στην αιγυπτο στίς οχθες τού Νείλου αντι
~
χούσε κάθε χρόνο το μοιρολόι της Ίσιδος για τον Όσιρι8. Κόρη του ήλιου και κυρά του θρόνου, η μάγισσα θεά αναζητούσε τα κομμάτια του διαμελισμένου εραστή της, ξανάπλαθε το αγαπημένο σώμα. έσμιγε με το νεκρό, έχοντας τη μορφή της γερακίνας. Ο γιος της θεάς, ο Ώρος, το βασιλικό γεράκι, γεννιόταν, και ο Όσι-ρις συνέχιζε να ζει σε μια άλλη διάσταση, βασιλιάς των νεκρών για πάντα.
Στα σύνορα του κόσμου, στο στρογγυλό νησί, συνάντησε ο Οδυσσέας την κόρη του ήλιου, τη φοβερή μάγισσα θεά, τη γερακίνα Κίρκη . Με το φυλαχτό που του είχε δώσει ο Ερμής αντιστάθηκε στο βοτάνι της λησμονιάς. Γυμνώνοντας το σπαθί του, ο άντρας κέντρισε την προσοχή του θηλυκού, που του ζήτησε να σμίξουν, "εύνή κα'ι φιλότητι μιγήσομεν άλλήλοις", και του ορκίστηκε να μην του πάρει αντρεία και δύναμη, ούτε να τον μαγέψει. Ο ήρωας ήπιε από την κούπα της θεάς. Στο κρεβάτι της Κίρκης ο Οδυσσέας έμαθε τα μυστικά του έρωτα και το δρόμο που οδηγεί στη χώρα του θανάτου. Για να γυρίσει ο ήρωας από την αγκαλιά της θεάς στον κόαμο των ανθρώπων πρέπει να περάσει από το θάνατο. "Δισθανής" -αυτός που πέθανε δυο φορές- ο Οδυσσέας, ο πρώτος μύστης, ο άντρας, θα γυρίσει φέρνοντας γνώση στους θνητούς. Ο Ελπήνορας, ο νιούτσικος που έλπιζε να αντρωθεί. θα μείνει για πάντα στα δώματα του Αδη.
Επάνω στο χρυσωμένο δέρας του κριαριού που θυσιάστηκε, έσμιξε ο Ιάσων με τη Μήδεια, τη σοφή θεά από τη γενιά του ήλιου. Υστερα ο γαμπρός έγινε ο ίδιος το πρόσφορο της θυσίας. Το σώμα του κομμάτια μπήκε στο λέβητα. Η θεά. που τον αγάπησε πολύ, του έδωσε το βοτάνι της ζωής. Ο Ιάσων αναστήθηκε πιο νέος και πιο όμορφος από ό,τι ήταν πριν. Στις μετόπες του ναού της Ήρας. κοντά στις εκβολές του αρχαίου ποταμού Σίλαρι, στο σημερινό κόλπο του Σαλέρνο, βλέπουμε τη Μήδεια να βοηθά τον αναστημένο εκλεκτό της να βγει γεμάτος ζωή από το λέβητα.
Όμως οι ποιητές αποφεύγουν να μιλούν γι'αυτά. Η τύχη του θνητού που άγγιξε το θείο είναι γνώση άρρητη. Μόνον ο μύστης ξέρει τι σημαίνει να αγγίξει τη θεά του. Σε ένα χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο ορφικού διαβάζουμε: "Ήμουνα κατσικάκι και πνίγηκα στο γάλα. Βούτηξα στον κόλπο της θεάς, της φοβερής Περσεφόνης," Ο κόλπος της θεάς είναι για το μύστη η ζωοποιός πηγή.
Η θεά έχει πολλά πρόσωπα, πολλά ονόματα, πολλές εικόνες. Στην ουσία όμως είναι η ίδια η Αφροδίτη, και η Περσεφόνη η αρχή και το τέλος των πλασμάτων της, η αέναη δύναμη που βρίσκεται στο κέντρο της κοσμικής σφαίρας και συνέχει το παν. Στο χέρι της ο έρωτας σμίγει με το θάνατο και ο θάνατος γίνεται αρχή νέας ζωής.
πηγή Αρχαιολογία και τέχνη
Συνεχίζεται.......
Γράφει η Αγγελική Κοτταρίδη
Δρ Αρχαιολόγος
Η τελετή του Ιερού Γάμου βρισκόταν στο επίκεντρο της θείας λατρείας σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου και εξακολούθησε να τελείται ώς το τέλος της αρχαιότητας, ενώ κάποια στοιχεία της κατάφεραν, μέσα από τα λαϊκά δρώμενα, να ξεπεράσουν ακόμη και το αυστηρό ιδεολογικό φράγμα των μονοθεϊστικών θρησκειών {Χριστιανισμός, Ισλάμ) και να επιβιώσουν ώς τις μέρες μας.
Συχνά ένα μέρος (κάποτε και το σύνολο) των δρωμένων που σχετίζονταν με τον Ιερό Γάμο τελούνταν μυστικά ή αποτελούσαν συστατικό μέρος των μυστηριακών λατρειών και ήταν άρρητα. Ακόμη όμως και όταν η τελετή αυτή, σαν μέρος της επίσημης λατρείας της πόλης, τελούνταν ανοιχτά, όπως συνέβαινε στις γιορτές της Ήρας στη Σάμο (τα Τόναια). στα Δαίδαλο, στις Πλαταιές της Βοιωτίας, ή στις γιορτές της Κνωσού, οι πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές για την ίδια την τελετή είναι πολύ περιορισμένες. Τα κενά έρχεται να καλύψει και εδώ ο μύθος που, ξεκινώντας από την τελετή, δίνει τροφή στη φαντασία των αφηγητών του και μέσα από τα έργα του λόγου και της τέχνης φωτίζει αρχαίες πίστεις και δοξασίες.
Το θέμα του Ιερού Γάμου, κατ'εξαίρεση, το βρίσκουμε να εμφανίζεται στα πλαίσια της λατρείας αρσενικών θεοτήτων, όπως συμβαίνει στην Αττική, στις γιορτές του Διονύσου- Ο κανόνας όμως είναι ν'αποτελεί επίκεντρο της λατρείας της Μεγάλης Θεάς της Φύσης, που μπορεί να έχει διάφορα ονόματα και υποστάσεις, εξακολουθεί όμως πάντα για τους πιστούς της να είναι η Δέσποινα της ζωής και του θανάτου.
Η συγκριτική μελέτη του υλικού από τη Μεσοποταμία, τις χώρες της ανατολικής και της δυτικής Μεσογείου, το προελληνικό Αιγαίο, ακόμη και την ίδια την Ελλάδα των Ιστορικών χρόνων, δείχνει ότι η τελετή του Ιερού Γάμου είναι ριζωμένη πολύ βαθιά πίσω στο χρόνο και σχετίζεται άμεσα με τις απαρχές της ιερής βασιλείας. Η θεά σμίγει με τον εκλεκτό της, που είναι θνητός, για να γεννήσει τον πρώτο βασιλιά, η εξουσία του οποίου αποκτά έτσι απόλυτο κύρος και συγχρόνως μαγική δύναμη. Η πίστη αυτή, κοινός τόπος για τους λαούς της Ανατολής, αλλά και τους Ετρούσκους της Δύσης, φαίνεται να απηχεί μια παλαιότερη τάξη πραγμάτων, όπου η συγγένεια βασιζόταν στη σχέση με τη μάνα και οπωσδήποτε δημιουργούσε προβλήματα στην ιδεολογία της πατριαρχίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι ιδέες και οι πίστεις που συνδέονται με το θέμα του Ιερού Γάμου της θεάς είναι φυσικό να μην έβρισκαν ιδιαίτερη απήχηση στους Έλληνες της Ιστορικής εποχής, που είχαν απορρίψει τη βασιλεία και είχαν αναγάγει την πατριαρχία σε απόλυτη αξία. Ωστόσο, και αυτό είναι ενδεικτικό της ακατάλυτης δύναμης των αρχέγονων δομών, ακόμη και στην ορθολογιστική
, ο Ιερός Γάμος με το Διόνυσο τελούνταν από τη βασίλιννα (=τη βασίλισσα), τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, που στο θρησκευτικό επίπεδο διατηρούσε τις εξουσίες του μακρινού προκατόχου του, ενώ στο μύθο της γέννησης του Εριχθόνιου από το σπέρμα του Ηφαίστου που απόρριψε η Αθηνά στη Γη και την υιοθεσία του γηγενούς βασι-
λιά της Αθήνας από την παρ'ολίγο μητέρα του μεγάλη θεά της πόλης διατηρείται το αρχαίο σχήμα, μολονότι η Αθηνά, για να προσαρμοστεί στα πατριαρχικά πρότυπα, χρειάστηκε να θυσιάσει το ουσιαστικά θηλυκό κομμάτι της.
Η ιδέα του γάμου του εκλεκτού με τη θεότητα ξεπερνά τα χρονικά και τοπικά όρια του αρχαίου κόσμου. Στη σύγχρονη Ιαπωνία, προτού στεφθεί ο νέος αυτοκράτορας Ακιχιτο. χρειάστηκε να αποσυρθεί για μια νύχτα με τη μεγάλη θεά Αματεράσου.
Στην αρχαία Ελλάδα οι γοητευτικότεροι μύθοι με θέμα τη σχέση της θεάς με το θνητό αγαπημένο της πλέχθηκαν γύρω από το όνομα της Αφροδίτης, της παντοδύναμης θεάς του έρωτα που ήρθε από την Κύπρο.
Την πιο παλιά και συγχρόνως πιο χαρακτηριστική περιγραφή των ερώτων της θεάς με το νεαρό θνητό τη βρίσκουμε στον λεγόμενο ομηρικό ύμνο στην Αφροδίτη, ένα ποίημα που γράφτηκε στις αρχές του 7ου προχριστιανικού αιώνα: μόλις είδε τον Αγχίση, τον όμορφο βοσκό που έβοσκε τα ζώα του στις κορυφές της Ίδας. η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε. Ο πόθος άλωσε το νου της και θέλησε να σμίξει, θεά αυτή. με το θνητό. Πήγε στην Πάφο, στο ναό της. όπου οι Χάριτες την έλουσαν, άλειψαν το κορμί της με μυρωμένο λάδι, την έντυσαν με όμορφα ρούχα, τη στόλισαν με χρυσάφι. Έτσι στολισμένη η φιλομειδής Αφροδίτη, η "κυρά του χαμόγελου", πέταξε με τα σύννεφα και έφτασε στην Ίδα με τις πολλές πηγές, τη μάνα των θηρίων. Με βήμα γρήγορο περνούσε η θεά το δάσος. Την ακολουθούσαν λύκοι, λιοντάρια, αρκούδες και παρδάλεις, ήμερα σα σκυλάκια. Εκείνη τα έβλεπε και χαιρόταν η ψυχή της, κι έβαλε στην καρδιά τους πόθο και όλα τα ζώα έσμιξαν δυο-δυο στις σκιερές λόχμες.
Η Αφροδίτη έφτασε στο μαντρί. Βρήκε το αγόρι του βουνού μονάχο να παίζει την κιθάρα του, ωραίος σα θεός. Για να μη τον τρομάξει, πήρε μορφή παρθένας που δε γνώρισε ακόμη άντρα και στάθηκε μπροστά του λαμπροντυμέ-νη, χρυσοστόλιστη, με το στήθος να λάμπει σαν το φεγγάρι, "θαύμα ιδέσθαι".
Γεμάτος θαυμασμό ο νέος τής απηύθυνε το λόγο, όπως θα ταίριαζε στην πραγματική της φύση:
"Χαίρε βασίλισσα, αν κάποια από τις αθάνατες θεές ήρθες εδώ, η Αρτεμη ή η Λητώ ή η χρυσή Αφροδίτη, η Θέμις η ευγενικιά ή η Αθηνά η αοτραπομάτα, ή καμιά από τις Χάριτες που συντροφεύουν τους θεούς και λέγονται αθάνατες, ή ακόμη και καμιά από τις Νεράιδες που κατοικούν στα δάση σαυτότο όμορφο βουνό, μέσα στις πηγές και στα ποτάμια. Για σένα εγώ σ' έναν ψηλό τόπο θα στήσω βωμό και θα σου προσφέρω ωραίες θυσίες όλες τις ώρες, καθώς αρμόζει. Και συ δείξε μου την εύνοια σου και κάνε να γίνω άνθρωπος δοξασμένος ανάμεσα στους Τρώες και ν'αφήσω πίσω μου λαμπρή γενιά. Κι εγώ ο ίδιος να ζω καλά, να βλέπω το φως του ήλιου, γερός κι ευτυχισμένος να φτάσω στων γηρατειών μου το κατώφλι."
Θυσία και προσευχή, αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για την επικοινωνία των θνητών με τους αθάνατους. Όμως οι βουλές της θεάς είναι άλλες, και βέβαια δε δυσκολεύεται να ξεγελάσει το φρόνιμο νέο. Του λέει πως δεν είναι θεά αλλά θνητή, κόρη θνητού, του βασιλιά των Φρυγών, και πως, παρθένα άπειρη από τα έργα της αγάπης, την άρπαξε ο Ερμής από το λιβάδι που χόρευε και του την έφερε να την κάνει γυναίκα του, και τον παρακαλεί να ειδοποιήσει τους γονείς της και να φροντίσει να γίνουν όλα όπως πρέπει, ανάβοντας στην ψυχή του τον πόθο.
Ο Αγχίσης, που ο έρωτας τον έχει πια κυριέψει και δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, της απαντάει: "Αν είσαι θνητή και σε γέννησε γυναίκα και ο πατέρας σου είναι ο δοξασμένος Οτρεύς,καθώς λες, και σ' έφερε εδώ η βούληση του αθάνατου Ερμή, γυναίκα μου, συντρόφισσα της κλίνης μου θα είσαι ώς το τέλος των ημερών. Όμως κανείς από τους θεούς ούτε από τους θνητούς ανθρώπους δε θα μπορέοει να μ'εμπο-δίσει να σμίξω ερωτικά μαζί σου τώρα αμέσως εδώ. Ακόμη κι αν ο ίδιος ο Απόλλωνας με το ασημένιο τόξο του μου ρίξει τα πικρά του βέλη, ακόμη και τότε θα ήθελα, γυναίκα που μοιάζεις με θεά, ν'ανέβω στο κρεβάτι σου, και ας κατεβώ στον Αδη."
Στα λόγια του αρσενικού υπάρχει ακόμη η δυσπιστία και η σκιά του φόβου, όμως ο πόθος νίκησε το λόγο και η ερωτική επιθυμία έπνιξε τη λαχτάρα της ζωής. Ο άντρας οδηγεί την "κυρά τού χαμόγελου" στο κρεβάτι το στρωμένο με μαλακές κουβέρτες και προβιές. Ξαπλώνουν. Ενα ένα της βγάζει τα χρυσά κοσμήματα, λύνει τη ζώνη της. την ξεντύνει, και σμίγει ο θνητός με την αθάνατη θεά, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι κάνει.
Ύστερα έρχεται η ώρα της αλήθειας. Η Αφροδίτη δείχνει στον εραστή της την πραγματική της όψη. Έντρομος ο Αγχίσης αποστρέφει το κεφάλι του και κρύβει το πρόσωπο του, ζητώντας έλεος από τη θεά που τον γέλαοε, γιατί ξέρει τον κίνδυνο που ελλοχεύει στο αγκάλιασμα που χάρηκε. Εκείνη τον καθησυχάζει: δεν θα του συμβεί κακό, όμως δεν θα γίνει ούτε άντρας της ούτε αθάνατος, γιατί αιώνια ζωή χωρίς αιώνια νιότη είναι κατάρα και όχι ευλογία. Θα συνεχίσει να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους, ευτυχισμένος. Εκείνη θα του γεννήσει γιο που θα πάρει το όνομα Αινείας, "άχος αίνόν", για τη φοβερή θλίψη που έφερε στη θεά η ταπείνωση να ξεπέσει σε κρεβάτι θνητού. Το παιδί θα το αναθρέψουν οι νεράιδες του βουνού. Οταν έρθει η ώρα, θα φέρει η ίδια το γιο στον πατέρα του για να δοξάσει τη γενιά του. Για να γίνουν όμως όλα αυτά, αναγκαία προϋπόθεση είναι να συνεχιστεί το παιχνίδι όπως άρχισε. Κανείς δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια για την ωραία επισκέπτρια του βοσκού. Ο Αγχίσης θα λέει ότι το γιο του τον γέννησε μια νεράιδα της Ίδας. Γιατί αν τολμήσει να καυχηθεί ότι απόλαυσε την ίδια την Αφροδίτη, θα τον κάψει κεραυνός...
Σ'έναν κόσμο αυστηρά πατριαρχικό, που θέλει τις γυναίκες κατώτερες και υποταγμένες στους άντρες, σ'έναν κόσμο που στο ερωτικό σμίξιμο αναγνωρίζει τον κατ'εξοχήν μηχανισμό επιβολής της αντρικής ισχύος, σ'έναν κόσμο γεμάτο δαμασμένα θηλυκά, δμωές και δάμαρτες (σκλάβες και σύζυγοι), γυναίκες δορυάλωτες που έμαθαν να βλέπουν στο σύντροφο της κλίνης τον αφέντη τους. το σμίξιμο μιας αθάνατης θεας -ενός πλάσματος θηλυκού, θέσει και φύσει ανώτερου- μ'έναν άντρα θνητό -ένα πλάσμα αρσενικό, θέσει και φύσει κατώτερο- απειλεί να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια της κοινωνίας. Στην απόλαυση του ισχυρού θηλυκού καραδοκεί ο τρόμος του ευνουχισμού και ο κεραυνός του Δία, ο φύλακας της έννομης τάξης, απειλεί ν'αναλάβει δράση.
Αυτό το ξέρει ο Αγχίσης και φοβάται, το ξέρει ο πολυμήχανος Οδυσσέας και είναι πολύ προσεκτικός, όταν συναντάει στα ταξίδια του θεές που πολλά υπόσχονται, το ξέρει και ο Βαβυλώνιος Γιλγαμές και αρνιέται τον έρωτα της μεγάλης Ιοτάρ. Λιγότερο φρόνιμος ο κυνηγός Ωριων, σμίγει με την Ηώ, της θεά της αυγής. Τα βέλη της Αρτέμιδος του κόβουν το νήμα της ζωής. Ένας άλλος κυνηγός, ο Ακταίων, τολμά να επιθυμήσει την ίδια την κυρά των αγριμιών. Γίνεται θήραμα και τον σπαράζουν τα σκυλιά του. Ο Ιασίων σμίγει με τη Δήμητρα στις αυλακιές τρισοργωμένου χωραφιού. Τον καίει ο κεραυνός του Δία1.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλους αυτούς τους πανάρχαιους μύθους που έσωσαν οι επικοί ποιητές των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων σαν απολιθώματα -κάπως παράξενα-μιας άλλης τάξης πραγμάτων, που οι Έλληνες της Κλασικής εποχής μοιάζουν να θέλουν να τους ξεχάσουν. Πίσω τους αχνοφέγγει η κοινή ρίζα, η αρχέγονη τελετή, ο Ιερός Γάμος, που υπόσχεται την ευλογία της γονιμότητας και εγγυάται τη διατήρηση της ζωής.
Γιος της Δήμητρας και του θνητού συντρόφου της είναι ο Πλούτος. Το όνομα Ιασίων μοιάζει πολύ με το Ιάσων, και αυτός, ο Ιάσων, ο πρώτος ταξιδιώτης της θάλασσας, είναι θνητός που έσμιξε με θεά, τη σοφή Μήδεια. Ιασίων, Ιάσων, ιάσομαι, ιατρός, ίασις είναι λέξεις με την ίδια ρίζα. Την ίδια ρίζα που ξαναβρίσκουμε στον Ίακχο, όνομα του μυστικού έφηβου της Ελευσίνας. Ίώ, ίώ. "Ιακχε", κραυγάζουν οι μύστες, Ιερός Γάμος υπάρχει και εκεί. και την ύψιστη στιγμή της τελετής, την ώρα που η λάμψη της φωτιάς σκίζει το απόλυτο σκοτάδι, ο Ιεροφάντης αναγγέλλει με δυνατή φωνή: "Ιερόν έτεκε πότνια κοϋρον, Βριμώ Βριμόν"2, η σεβαστή δέσποινα γέννησε το θείο βρέφος, η βροντερή το βροντερό - και δείχνει το κομμένο στάχυ.
Ο έφηβος που αντρώθηκε γυρίζει από το δάσος, μονοσάνδαλος, με τα μακριά μαλλιά λυτά, παιδί και άντρας, άγριος και ήμερος συγχρόνως. Ο εκλεκτός, βασιλιάς και φαρμακό
πρέπει να συναντήσει τη δέσποινα της ζωής και του θανάτου. Οργώνεται η γη. Η μήτρα της θεάς δέχεται το σπόρο, ο γιος του ανθρώπου γεννιέται. Η παρουσία του σφραγίζει την ευλογία που υπόσχεται η μάνα του. Χρόνο με το χρόνο η τελετή εξασφαλίζει τη συνέχεια.
Σένα χρυσό δαχτυλίδι από τις Μυκήνες η Μεγάλη Θεά, που τη λατρεύουν οι ιέρειες με τα γυμνά στήθη, καθισμένη σε θρόνο, συνοδεύεται από μια πολύ μικρότερη όρθια αντρική μορφή. Να είναι αυτός άραγε ο θνητός σύνευνος της θεάς; Το παλίμψηστο του μύθου οδηγεί βαθιά πίσω στο χρόνο, αλλά οι Έλληνες δεν αγαπούν να μιλούν για το θέμα αυτό. Ol πληροφορίες λίγες, τα λόγια φειδωλά. Η μοίρα του εκλεκτού κρύβεται στη σιωπή των πηγών. Η σκοτεινή πλευρά του Ιερού Γάμου παραμένει άρρητη...
Ο συνειρμός έρχεται να καλύψει το κενό... Το θνητό πλάσμα που πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλο τη θεότητα είναι το σφάγιο της θυσίας της: σκεύος της θείας εκλογής, φορέας και θύμα της θεότητας συγχρόνως. Το κεφάλι του ακουμπάει στο βωμό, το αίμα του γράφει στις στάχτες βαθυπόρφυρο αυλάκι. Το αρχαίο μονοπάτι ανοίγει. Η επικοινωνία της ανθρώπινης ομάδας με το θείο γίνεται εφικτή: πρόσφορο και διάμεσο το θύμα.
Η πάναγνη Δέσποινα της Κρήτης, Ευρώπη και Πασιφάή, αυτή που η όψη της φέγγει σε όλους, σμίγει με τον ιερό ταύρο. Το ζώο θα θυσιαστεί, ο γιος της θεάς, ο νέος βασιλιάς, θα γεννηθεί. Στεφανωμένος, με χρυσωμένα κέρατα, οδηγείται ο ταύρος στο βωμό. Σειρές βου-κράνια, τα κρανία των θυσιασμένων ζώων στολισμένα με γιορτινές γιρλάντες κοσμούν τις ζωφόρους των ιερών. Μαζί με το αίμα προσφέρονται στη θεότητα και τα "τόμια", οι κομμένοι όρχεις, η έδρα της ζωοποιού δύναμης του αρσενικού ζώου. Γίνονται ολοκαύτωμα στην ιερή φωτιά, ντύνουν το άγαλμα της φοβερής Δέσποινας της Εφέσου.
Μια κυρά των ταύρων είναι και η Κυβέλη, η Μεγάλη Θεά της Μικρός Ασίας, που η λατρεία της οδηγεί στις απαρχές της νεολιθικής προϊστορίας. "Μήτηρ όρεία", μάνα των βουνών, "Μεγάλη Μητέρα" ή απλά μητέρα, όπως αγαπούσαν να τη λένε οι Έλληνες, κυρά των αγριμιών, συντροφευμένη από λιοντάρια, θυμίζει πολύ την Αφροδίτη του ομηρικού ύμνου. Δέσποινα του γενετήσιου ενστίκτου, η μεγάλη αυτή θεά
ελέγχει τη ζωή και το θάνατο. Οι πιστοί και οι μύστες τής Θυσιάζουν ταύρους. Με το δέρμα των θυσιασμένων ζώων φτιάχνουν τα τύμπανα της θεάς που αγάπησε τον Αττι, το νεαρό βοσκό από τη Φρυγία^. Ο μύθος λέει πως ο Άττις, που λάτρευε απόλυτα τη θεά του, της αφοσιώθηκε "ψυχή τε και σώματι", και για ν'αποδείξει την αφοσίωση του αποφάσισε να αυτοευνουχιοτεί στο όνομα της. Η λίθινη λεπίδα έκανε καλά τη δουλειά της, όμως το αίμα δε σταμάτησε και ο Αττις πέθανε. Με θυσίες ταύρων, εκστατικές ορειβασίες και οργιαστικές τελετές γιόρταζαν οι πιστοί τη Μητέρα και θρηνούσαν το θάνατο του Άττι. Στο αποκορύφωμα της τελετής, κάτω από τους ήχους των τύμπανων, των αυλών και των κυμβάλων, μεθυσμένοι από τη θεία έκσταση, άντρες λάτρεις αφιέρωναν τον εαυτό τους στη θεά με την ίδια φρικτή τελετή, μυθικό αρχέτυπο της οποίας ήταν η τραγική μοίρα του βοσκού από τη Φρυγία. Κάποιοι από αυτούς πέθαιναν. Άλλοι επιζούσαν, σημαδεμένοι για πάντα, οι ευνούχοι της θεάς, οι αλλόκοτοι Γάλλοι, απόστολοι και θεματοφύλακες της άγριας λατρείας, πέρα και πάνω από τους νόμους των ανθρώπων, ζωντανοί μάρτυρες της απόλυτης υποταγής στη δύναμη της Μητέρας.
Στην αρχή του καλοκαιριού, ανάμεσα στο τέλος του Ιούνη και στις αρχές του Ιούλη, ολόκληρη η Ανατολή, από τη Φοινίκη ως τη Βαβυλώνα, αντηχούσε από τις κραυγές των γυναικών που θρηνούσαν το θάνατο του βιβλικού Ταμμούζ·1. του αγαπημένου της Αστάρτης, της Αφροδίτης της Ανατολής. Ακόμη πιο παλιά, οι γυναίκες της Σουμερίας αποχαιρετούσαν τον ωραίο Ντουμουζί. που γνώρισε τον έρωτα και το θάνατο από το χέρι της Ινάννα, της τρομερής θεάς της ζωής και του θανάτου.
Την ίδια εποχή που στην Ανατολή θρηνούσαν τον Ταμμούζ, στην Ελλάδα γιόρταζαν τα Αδώνεια, την πικρή γιορτή του ωραίου Αδωνι. του Ανατολίτη εραστή της Αφροδίτης, που το όνομα του, Adoni-Adonai, σημαίνει στα σημιτικά: "Κύριε μου".
Η Μυρρα, η κόρη της θεϊκής ευωδιάς, έσμιξε σε ανόσιο κρεβάτι με τον πατέρα της Κινύρα, το βασιλιά της Πάφου. Καρπός της αιμομιξίας ο Άδωνις5. γιος και αδερφός της μάνας του, πρόβαλε μέσα από το δέντρο που έκλαιγε με μυρωμένα δάκρυα. Η Αφροδίτη είδε το όμορφο παιδί του δάσους και το λαχτάρησε. Το πήρε, το έκρυψε σε μια λάρνακα και το έδωσε στην Περσεφόνη να το φυλάξει. Το παιδί έγινε γρήγορα έφηβος και η ομορφιά του σκανδάλισε και αυτήν ακόμη τη Δέσποινα του θανάτου, που τον ερωτεύθηκε και τον ήθελε για πάντα δικό της. Ο Δίας ανέλαβε να λύσει τη διαφορά. Μοίρασε το χρόνο σε τρία μοιράδια- ένα της Αφροδίτης, ένα της Περσεφόνης και ένα του ίδιου του Αδωνι. Όπως και να'χει όμως, ο νέος δε χάρηκε για πολύ την αγκαλιά της θεάς του έρωτα. Στο κυνήγι τον βρήκε ο θάνατος.
Στην Κύπρο θεωρούσαν γιο της Αφροδίτης και του Αδωνι τον Γόλγο, επώνυμο ήρωα και βασιλιά των Γόλγων, επιβεβαιώνοντας έτσι για μια ακόμη φορά το αρχαίο μοτίβο που θέλει το βασιλιά γιο της θεάς. Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν αλλιώς. Το βάρος έπεφτε στην απώλεια του αγαπημένου. Στη γιορτή του Αδωνι, του τρυφερού νέου που κοιμήθηκε στη χρυσή αγκαλιά της Αφροδίτης για να ξυπνήσει στο σκοτεινό κόρφο της Περσεφόνης, το τραγούδι του υμέ-ναιου έδινε τη θέση του στο θρήνο.
Πολυαγαπημένος των γυναικών ο ωραίος εραστής της Αφροδίτης, τον θρήνησε η Σαπφώ και οι κοπέλες της:
"Τον Υμέναιο ψάλλετε το τραγούδι του Άδωνι
πεθαίνει ο Άδωνις ο τρυφερός
αχ Κυθερεία πεθαίνει
και τώρα π θα κάνουμε;
κορίτσια εμπρός ελάτε,
σκίστε γο ρούχα σας
το στήθος σας χτυπάτε
όπως επάνω στα βουνά
κάποτε τον υάκινθο βλέπεις με τα ποδάρια τους
βοσκοί να τον πατάνε
κείτεται καταγής το πορφυρό λουλούδι..."6
Το χυμένο αίμα του Αδωνι έγινε ανεμώνες, τα δάκρυα της Αφροδίτης για το χαμένο εραστή, τα πρώτα τριαντάφυλλο.
Φυλακισμένες όλο το χρόνο στη σκιά του γυναικωνίτη, καταδικασμένες στη σιωπή και την ανωνυμία, χωρίς δικαίωμα να θέλουν, οι γυναίκες τη μέρα του Αδωνι7 έβγαιναν στο φως. Ανεβασμένες στις στέγες και τα δώματα, άφηναν ελεύθερη να ξεσπάσει η φυλακισμένη κραυγή. Ολολυγμοί και κοπετοί, θρήνοι και δάκρυα, όλος ο πόνος και όλος ο θυμός έβρισκε διέξοδο στο θρήνο για τον Αδωνι, στο θρήνο για τον έρωτα που πέθανε πριν τον γνωρίσουν. Η παράφορα των γυναικών ενοχλούσε το έλλογο ήθος των πολιτών. Η απειλή, έστω kol φευγαλέα, να ξεσπάσει κάποτε το υπόγειο ποτάμι τρόμαζε τους άνδρες. Όμως ο Άδωνις ήταν ένα αγόρι σγουρό και τρυφερό σαν την καρδιά του μαρουλιού, εφήμερος, όσο και αυτό. Οι κήποι του, τα μαρουλάκια που οι γυναίκες φύτευαν σε σπασμένα αγγεία άνθιζαν και ξεραίνονταν μέσα σε λίγες ώρες. Τα ξύλινα κουτιά με την εικόνα του ιδανικού εραστή βούλιαζαν στο νερό και έπαιρναν μαζί τους των γυναικών τα όνειρα. Επιτάφιος χωρίς ανάσταση...
Στην αιγυπτο στίς οχθες τού Νείλου αντι
~
χούσε κάθε χρόνο το μοιρολόι της Ίσιδος για τον Όσιρι8. Κόρη του ήλιου και κυρά του θρόνου, η μάγισσα θεά αναζητούσε τα κομμάτια του διαμελισμένου εραστή της, ξανάπλαθε το αγαπημένο σώμα. έσμιγε με το νεκρό, έχοντας τη μορφή της γερακίνας. Ο γιος της θεάς, ο Ώρος, το βασιλικό γεράκι, γεννιόταν, και ο Όσι-ρις συνέχιζε να ζει σε μια άλλη διάσταση, βασιλιάς των νεκρών για πάντα.
Στα σύνορα του κόσμου, στο στρογγυλό νησί, συνάντησε ο Οδυσσέας την κόρη του ήλιου, τη φοβερή μάγισσα θεά, τη γερακίνα Κίρκη . Με το φυλαχτό που του είχε δώσει ο Ερμής αντιστάθηκε στο βοτάνι της λησμονιάς. Γυμνώνοντας το σπαθί του, ο άντρας κέντρισε την προσοχή του θηλυκού, που του ζήτησε να σμίξουν, "εύνή κα'ι φιλότητι μιγήσομεν άλλήλοις", και του ορκίστηκε να μην του πάρει αντρεία και δύναμη, ούτε να τον μαγέψει. Ο ήρωας ήπιε από την κούπα της θεάς. Στο κρεβάτι της Κίρκης ο Οδυσσέας έμαθε τα μυστικά του έρωτα και το δρόμο που οδηγεί στη χώρα του θανάτου. Για να γυρίσει ο ήρωας από την αγκαλιά της θεάς στον κόαμο των ανθρώπων πρέπει να περάσει από το θάνατο. "Δισθανής" -αυτός που πέθανε δυο φορές- ο Οδυσσέας, ο πρώτος μύστης, ο άντρας, θα γυρίσει φέρνοντας γνώση στους θνητούς. Ο Ελπήνορας, ο νιούτσικος που έλπιζε να αντρωθεί. θα μείνει για πάντα στα δώματα του Αδη.
Επάνω στο χρυσωμένο δέρας του κριαριού που θυσιάστηκε, έσμιξε ο Ιάσων με τη Μήδεια, τη σοφή θεά από τη γενιά του ήλιου. Υστερα ο γαμπρός έγινε ο ίδιος το πρόσφορο της θυσίας. Το σώμα του κομμάτια μπήκε στο λέβητα. Η θεά. που τον αγάπησε πολύ, του έδωσε το βοτάνι της ζωής. Ο Ιάσων αναστήθηκε πιο νέος και πιο όμορφος από ό,τι ήταν πριν. Στις μετόπες του ναού της Ήρας. κοντά στις εκβολές του αρχαίου ποταμού Σίλαρι, στο σημερινό κόλπο του Σαλέρνο, βλέπουμε τη Μήδεια να βοηθά τον αναστημένο εκλεκτό της να βγει γεμάτος ζωή από το λέβητα.
Όμως οι ποιητές αποφεύγουν να μιλούν γι'αυτά. Η τύχη του θνητού που άγγιξε το θείο είναι γνώση άρρητη. Μόνον ο μύστης ξέρει τι σημαίνει να αγγίξει τη θεά του. Σε ένα χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο ορφικού διαβάζουμε: "Ήμουνα κατσικάκι και πνίγηκα στο γάλα. Βούτηξα στον κόλπο της θεάς, της φοβερής Περσεφόνης," Ο κόλπος της θεάς είναι για το μύστη η ζωοποιός πηγή.
Η θεά έχει πολλά πρόσωπα, πολλά ονόματα, πολλές εικόνες. Στην ουσία όμως είναι η ίδια η Αφροδίτη, και η Περσεφόνη η αρχή και το τέλος των πλασμάτων της, η αέναη δύναμη που βρίσκεται στο κέντρο της κοσμικής σφαίρας και συνέχει το παν. Στο χέρι της ο έρωτας σμίγει με το θάνατο και ο θάνατος γίνεται αρχή νέας ζωής.
πηγή Αρχαιολογία και τέχνη
Συνεχίζεται.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου