Μέρος Δ΄
ΑΥΤΗ η αντίληψη δεν υπάρχει μόνο στα άτομα, ή π.χ. στις επαγγελματικές ομάδες (όπως διδάσκει η παλαιο-αριστερή θεωρία περί "ατελούς" τρέιντ-γιουνιονιστικής συνείδησης), υπάρχει και στην ίδια την τρέχουσα σύλληψη της πολιτικής. Το πολιτικό, σε αυτή την προοπτική, θεωρείται μεν ολικότερο ως προς τα πεδία δράσης του, πλην όμως καθόλου δεν απολήγει σε μία οικουμενική πρόσληψη των αντιθέσεων. Επικρατεί η αντίληψη του μηδενικού αθροίσματος: όσο προσθέτεις δίκηο σε εσένα τόσο αφαιρείς από τον άλλον, και για να αυξάνει το δικό σου πρέπει να ελαττώνεται του άλλου. Η αντίληψη αυτή μπορεί παραστατικά να αποδοθεί με την παρομοίωση του περιστροφικού διακόπτη των ηχείων (Balance) ενός στερεοφωνικού συστήματος. Περιστρέφεται είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά, ό,τι προστίθεται στο ένα ηχείο αφαιρείται από το άλλο....Το δίκηο του αγώνα ορίζεται ανταγωνιστικά και ως απόσπαση από τον Αλλον. Παραφράζοντας ελαφρά τον Καρλ Σμιττ, μπορούμε να πούμε ότι ο καθένας «δυνάμει δικής του απόφασης» ορίζει σε τί συνίσταται η δικαίωσή του και μέχρι πού φτάνει, ενώ προ-νομιμοποιεί τη βία που θα χρειαστεί για να την επιτύχει. Λόγος και ατομισμός (ατομικός ή συλλογικός) συντήκονται. Ορθόν είναι το εαυτόν και το εαυτόν είναι ορθόν. Πρόκειται για την τυραννία του δικαιώματος που από καιρό, στις υπερώριμες δυτικές κοινωνίες, κατανοείται ατομιστικά, κορπορατίστικα, πολεμικά και ως θεσμική αποτύπωση του «δίκηου μου». Το δικαίωμα είναι μία σύγχρονη μορφή ανταγωνιστικής βίας. Κι επίσης, πρόκειται για μετάλλαξη του ρόλου και της λειτουργίας του δικαιώματος: η αρχική εγγυητική λειτουργία του έναντι του κράτους, έχει μετατραπεί σε εγγύηση εκ του κράτους, σε αντάλληλη περιχαράκωση έναντι των Άλλων. Έχουμε μετάλλαξη (ή μήπως γυμνή καθαρότητα;) του φιλελεύθερου κράτους δικαίου που γίνεται θεσμοκεντρικό κράτος του Νόμου: τίποτα δεν υπάρχει εάν δεν υπάρχει στον γραπτό Νόμο.
ΕΙΝΑΙ γενικότερα η οπτική του δυαλισμού, της δυαδικής αντίθεσης-πόλωσης-σύγκρουσης, όπου τα πάντα ανάγονται σε δύο (αντίθετους) πόλους, εξ ορισμού ανταγωνιστικούς κι οπου η ενίσχυση του ενός ισοδυναμεί με αποδυνάμωση του άλλου. Ο πόλος, ο κάθε πόλος, ορίζεται από το δίκηο του αγώνα του το οποίο οριοθετεί ο ίδιος. Είναι μια αυτοτοποθέτηση που (οφείλει να) απλώνεται, να εξαπλώνεται σε εχθρούς και φίλους ώστε να αποτελέσει το νέο Όλον. Αυτοθεμιτοποιείται, έτσι, να χτυπάει ή και να καταστρέφει καθετί που αντιδρά ή και απλώς διαφέρει. Τα πάντα κρίνονται από τον "συσχετισμό δυνάμεων", από την ποσότητα ισχύος που θα προσκτήσουν τα μέρη, από το πώς θα την διατηρήσουν και αυξήσουν. Είναι αυτός δρόμος προς την ελευθερία; Μάλλον δικαιολογημένα αισθάνεται κανείς ότι μπροστά σε αυτή την επέλαση του Υποκειμένου που θέλει να αφομοιώνει ό,τι δεν είναι όμοιό του, που τελικώς είναι φίλος μόνο με τον εαυτό του και δυνάμει εχθρός με κάθε Άλλον, μπροστά σε αυτόν τον εχθρό που νικά, «ούτε οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς» (Β. Μπένγιαμιν, 6η Θέση για την Έννοια της Ιστορίας).
ΕΙΝΑΙ ώρες που σκέφτεται κανείς πως η έννοια της συντροφικότητας είναι πιά μιά γερασμένη έννοια κι αυτή, όπως και τόσες άλλες, παντού: στο ζευγάρι, στην πολιτική... Κι ότι θα πρέπει ανοιχτά να αντικατασταθεί π.χ. από ένα Συνυποσχετικό που κάθε φορά θα συνυπογράφεται με βάση τις τρέχουσες ανάγκες και εκτιμήσεις... Ότι δεν θέλουμε πια σχέσεις κοινώνησης (Κοινωνία) αλλά σχέσεις συμβολαίου (Societas), όχι ζωοποιό κοινωνία αλλά προγραμματική ad hoc συμπαράταξη, προκεχωρημένο ατομιστικό φιλελευθερισμό κι όχι συμπροχώρημα... Μα ευτυχώς υπάρχουν οι νέοι οι 15χρονοι που με τον τρόπο τους εφαρμόζουν πρακτικές βαθειάς συντροφικότητας, ασκώντας μας κριτική και σε αυτό...
26.- ...και το δίκηο του άλλου
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ αντίληψη δεν ταιριάζει με εκείνη του μηδενικού αθροίσματος, αλλά κινείται από την ιδέα του προσθετικού αθροίσματος. Το δίκηο του ενός δεν αφαιρεί από το δίκηο του άλλου αλλά το συμπεριλαμβάνει προάγοντας και τα δύο μέρη. Είναι η αντίληψη σχέσεων που δεν είναι γραμμικές αλλά πολυκαμπύλες θα λέγαμε, που δεν ποσοτικοποιούνται και δεν αλληλοαποκλείονται αλλ' ανταλλάσσουν ποιότητες (ιδιότητες), που δεν ανάγονται σε δύο πόλους αλλά σε έναν πλούτο αποχρώσεων και "ενδιάμεσων" συμπροχωρητικών καταστάσεων.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ εδω να επικαλεστούμε πάλι τον Μαρξ. Δεν χρησιμοποίησε τον όρο «ξεπέρασμα» ή «υπέρβαση» (π.χ. «Überschreitung»), αλλά την έννοια Aufheben, όπως και ο Χέγκελ εξάλλου, από τον οποίο και την βρήκε. Έχει αυτός ο όρος τρεις εν ταυτώ σημασίες: καταργώ, διατηρώ, υψώνω. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να αποδοθεί μόνο με το ρήμα αίρω (και το ουσιαστικό άρση) που έχει τρείς σχεδόν ίδιες με τις πιο πάνω σημασίες: καταργώ, κουβαλώ, υψώνω. Έχει εντούτοις επικρατήσει, κακώς, να αποδίδεται ως «ξεπέρασμα» ή «υπέρβαση». Πρόκειται για πάρα πολύ σοβαρό ξεστράτισμα, που δεν είναι γλωσσικό: ο καυγάς έγινε για τον ρόλο και τη λειτουργία που έχει η «άρνηση της άρνησης», για το τί δημιουργεί η «σύνθεση», για την πολικότητα των όρων μίας αντίθεσης. Το "ξεπέρασμα" αποδίδει γραμμικές σχέσεις και οριστική αποκοπή του ενός πόλου από τον άλλο. Υπήρξαν λόγοι πολιτικοστρατηγικοί γι' αυτή την εξέλιξη: το πνευματικό περιβάλλον του τριτοδιεθνισμού είχε λόγους να μιλάει για χωριστούς κόσμους (αστικός κόσμος - προλεταριακός κόσμος) και για την πάλη για να μείνει πίσω (να «ξεπεραστεί») ο παληός κόσμος, χωρίς επ' ουδενί να διατηρηθεί κάτι απ' αυτόν, ιδίως οι θεσμοί του (θυμίζουμε πως η αριστερή κριτική προς τον Στάλιν έλεγε, βάσιμα, ότι αυτός διατηρεί/αναπαράγει αστικούς θεσμούς)· κι επίσης, λόγοι ιδεολογοθεωρητικοί: ο μαρξισμός είχε ήδη επιμολυνθεί από τον αγγλοσαξωνικό λογικό εμπειρισμό, τον επιστημονισμό και τον τυπικο-ορθολογισμό, κατανοούσε μονοδιάστατα και περίπου γραμμικά τις έννοιες της ιστορίας και της προόδου, είχε υιοθετήσει σαν αρχή του το «μία λέξη = μία έννοια»· σε έναν τέτοιο μαρξισμό διπλονόητες ή πολυνόητες, σύνθετες και εσωτερικά αντιφατικές έννοιες δεν είχαν θέση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για επικράτηση του υλισμού πάνω στη διαλεκτική.
ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ μία νέα, διαφορετική πρόσληψη των αντιθέσεων από εκείνη των δύο αλληλοαποκλειόμενων πόλων. Χρειαζόμαστε μία νέα σύλληψη της πολιτικής, που θα πηγαίνει πέρα από την σημερινή. Ίσως αντιπαρατηρηθεί πως είναι αδιανόητη μία έννοια της πολιτικής πέρα από την επιδίωξη, τη διαχείριση κ.λπ ισχύος και δύναμης, κι έχει η ένσταση αυτή όλα τα ιστορικά επιχειρήματα με το μέρος της, όλες τις λογικο-εμπειρικές αποδείξεις. Εξόν από μία: την αποδεδειγμένη ανημπόρια της να υπηρετήσει προτάγματα ελευθέρωσης των ανθρώπων. Είναι, δε, ολόιδια με την απορία: «Πώς; δεν υπάρχει ευκλείδεια ευθεία;». Όσο δύσκολο είναι να βάλεις στον καθημερινό νού των ανθρώπων τη ριμάνεια γεωμετρία, άλλο τόσο δύσκολο είναι να βάλεις στον νού της πολιτικής σκέψης, ακόμη και της κριτικά σκεπτόμενης, ότι η τρέχουσα σύλληψη της πολιτικής (του «πολιτικού») δεν μπορεί να μάς βγάλει από τη νεωτερικότητα, ούτε από τον καπιταλισμό. Η πολιτική θεωρία βρίσκεται σε προ-ρίμαν εποχή, σκέφτεται μέσα σε ευκλείδειο χώρο που συγκροτείται από γραμμικές παραδοχές και από τρεις διαστάσεις: «βία - ισχύς - συσχετισμός δυνάμεων». Όσο διαλεκτικά κι αν τις πλέξουμε αυτές τις τρεις έννοιες, δεν βγαίνουμε από τον χώρο τους. Είναι ανάγκη να πατήσουμε, να σταθούμε έξω από αυτόν.
ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ μία σύλληψη της πολιτικής που θα ορίζεται πέρα από αυτές τις έννοιες, στο επέκεινα της πολιτικής θεωρίας του 19ου και 20ου αιώνα· που θα αίρει τη διάκριση ανάμεσα σε πολιτική, πολιτισμό και καθημερινή ζωή. Πρόκειται για μία ιδέα που μάς οδηγεί στον ορίζοντα της μετα-πολιτικής, αφού ως λόγος και πράξη περί της πολιτικής περιλαμβάνει την κριτική της και την άρση της ως τέτοιας· είναι δηλαδή ο δρόμος της méta-πολιτικής (κι όχι της post-πολιτικής καταπώς ψάχνονται οι μεταμοντέρνοι postmodern διανοούμενοι παραμένοντας στο εντεύθεν του κοινωνικού ορίζοντα και του καταμερισμού δραστηριοτήτων και λειτουργιών).
ΑΣ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ στην τέχνη, όμως, απ' όπου πάλι απομακρυνθήκαμε. Θα παραθέσουμε, κλείνοντας, ένα πρόσφατο τραγούδι. Είναι από τους Χαΐνηδες. Δεν γνωρίζουμε εάν οι δημιουργοί του ήξεραν ή αγνοούσαν (ως δήλη, ρητή γνώση) τις ηθικές και πολιτισμικές ρίζες του τραγουδιού τους. (Τί; Τις αγνοούσαν; Αλλά τότε πώς; «Σύμπτωση!» θα αναφωνήσει ο ιστορικοϋλιστής και ο σύμπας θετικισμός). Ώριο (ωραίο) παληκάρι ο εχθρός, κι ο πόνος του στο βερτζί (ρόδινο) τ' αχείλι, σεβασμός. Ίδια, ολόιδια αιδώς, μετά από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια. Είναι το τραγούδι Ο θάνατος του παληκαριού από τους Χαΐνηδες (μαλιά = μανία, ασκιανός = ίσκιος, νέφαλο = σύννεφο): |
Ήτανε Χινόπωρο π' αντάμωσα / ώριο παληκάρι και το λάβωσα
σε πολέμου μπόρα και κακή μαλιά / κι είχε η γή στρωσίδι κάνει με κορμιά
κι ήβγαιν' απ' τ' αχείλι το βερτζί μιλιά / που μού μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά:
-Θέ μου σαν ποθάνω κάνε με δεντρό / και παρέκει βρύση με κρυγιό νερό
να 'ρχουνται οι έμορφες να λούζουνται / και στον ασκιανό μου να δροσίζουνται
να περάσει μιαν αυγή κι η π'αγαπώ / ξωτικό να κόψει και γλυκύ καρπό
κι ο καρπός να βγάλει όνειρου καημούς / να γεμίσει ο κόσμος αναστεναγμούς
και στη βρύση μαγικό νερό να βρει / του καημού να σβήσει το θαμπό κερί
να τη δω να φεύγει να μακραίνεται / δίχως αναμνήσεις που πικραίνεται.
...Μα ‘τανε θολούρα και απόβραδο / κι ο Θεός δεν είδε στο ματόκλαδο
που ‘χε κρουσταλλιάσει ένα δάκρυ του / λύπηση γεμάτο απ' την αγάπη του,
μα τον εσυμπόνεσε ένα νέφαλο / κόκκινο, και τού ‘ριξε προσκέφαλο
μια βροχή που ξέπλυνε τη λύπηση / κι έμεινε η ρίμα και η θύμηση.
ΤΑ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΑΜΕ εδώ όλα. Τον Έκτορα τραγουδισμένο από τον εχθρό Όμηρο, τον Αίαντα υμνημένο από τον εχθρό Οδυσσέα, την Τούρκισσα μάνα συμπονεμένη από τον εχθρό Ρωμηό, τον Μελισόβα κρυμμένο από τον εχθρό Καραγκιόζη. Τον Αχιλλέα και τον Πρίαμο και την αλληλοπεριχώρηση. Αυτή είναι η τραγική Έξοδος από την έχθρητα, έξοδος που εμείς οι παραζαλισμένοι με τις διάφορες φανατικές ηθικές και πολιτικές βεβαιότητες δύσκολα μπορούμε να ψηλαφήσουμε. Είναι το συμπάσχειν, ο πόνος του εχθρού κι ο καϋμός της αγαπημένης του να γίνει δροσερός ίσκιος και κρυγιό νερό, να ξαποσταίνουν οι άλλοι άνθρωποι. Είναι η ευχή-παρακαταθήκη συνέχειας και συναλληλίας, φιλότητας, που αφήνει ο αδικοχαμένος νιός. Δεν μισεί τον κόσμο που τόσο σκληρά και πρόωρα τού έκοψε τον ανθό, μόνο τού αφήνει ευχή καλή. Είναι η μη εγωτική αυτοτοποθέτηση στον κόσμο: να μακραίνεται, να ξεφύγει η καλή μου από τον πόνο του δικού μου χαμού, από τα βρόχια του καϋμού για μένα, υπάρχει ζωή μετά από εμένα, πέρα από εμένα· να προχωρήσει λοιπόν η καλή μου στη ζωή πέρα από τη λύπηση (τη θλίψη μου). Αλλά είναι, ακόμη, που ο σκοτωμός δεν δικηώνεται ούτε από τον που τον έκανε («μού μαχαιρώνει χρόνια την καρδιά»), που δεν κομπάζει, που έχει την παραταύτα ευψυχία, με τη σειρά του, να ανατραγουδήσει το ήθος του εχθρού του, να τού βάλει στο στόμα κάθε λεπτό κι ανώτερο αίσθημα. Είναι ο μαχητής που δεν γίνεται τροπαιοφόρα ντουντούκα του δίκηου του αλλά σεβάσμιος αντίλαλος του ήθους-δίκηου του αντιπάλου του.
ΩΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ υπάρχουν δύο γραμμές, δύο γεναλογίες, δύο ματιές. α) Αυτή που επικράτησε στον Δυτικό κόσμο και μέσω αυτού και στην Αριστερά του 20ου αιώνα: Η βία δεν μπορεί να εξαλειφθεί, εξάλλου είναι η μαμή της ιστορίας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε να ξεριζωθεί η βία από μέσα του, άρα η βία και η απόφαση πρέπει να είναι στα χέρια του Υπέρτερου, του Κυρίαρχου, του Άνωθεν προς όφελος όλων. Η έχθρα είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να οδηγείται από τα εξωτερικά-θεσμικά-υλικά πλαίσια που τού τίθενται και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν ωφέλιμα τη βία (Χομπς-Μακιαβέλλι-Γιακωβίνοι-Λένιν). β) Αυτή που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελληνική: Η βία γίνεται ανεκτή ως αντίσταση, ως άμυνα. Το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι εάν μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος, "η φύση του", αλλά ότι μπορούν να αλλάξουν τα προτάγματα που επικρατούν σε αυτόν. Οι άνθρωποι μπορούν να μετακινηθούν, μόνοι τους, από το εαυτόν στο κοινόν. Το πολιτισμικό (με την έννοια του ηθικοπνευματικού) είναι καθοριστικότερο του πολιτικού. Η έχθρα είναι απόφαση -δηλαδή πολιτισμικής τάξεως ενέργημα- που αίρει το αξιοΰπαρκτο του Άλλου.
«Η ΓΕΝΙΚΗ τάση εναντίωσης στη βία και στην εκδίκηση είναι αναμφίβολα μία τάση ελληνική. Οι ίδιοι οι Έλληνες έδειχναν, σε αντίθεση με τους βαρβάρους, να σέβονται τους νόμους και αν διέπρατταν κάποια ωμότητα, θα το έκαναν κατά τύχη. Ονόμαζαν "ελληνικούς νόμους" τους κανόνες που επέβαλλαν τον σεβασμό ορισμένων τύπων στη διεξαγωγή του πολέμου» Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ είναι βαθειά πεπεισμένη γι' αυτό (de Romilly, Ορέστεια, σ. 152). «Η ιδέα της ηδύτητας, ήδη παρούσα στον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος παρουσίαζε τον Τρωικό Πόλεμο και τους ήρωές του, αναπτυσσόταν στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. με πολύ αισθητό τρόπο, καθοδηγώντας μια βαθιά επιθυμία για ειρήνη, επιείκια, ανεξικακία και συγχώρεση». Μιλάει μια σπουδαία ελληνίστρια, βαθειά γνώστρια του κλασσικού πολιτισμού. Αντίστοιχες αναφορές μπορούν να βρεθούν για τον κλασσικό ελληνικό πολιτισμό και τη διαχρονικότητά του και σε άλλους, όπως π.χ. ο Ζαν-Πιέρ Βερνάν, ο Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, ή ο σουρεαλιστής ποιητής Ρενέ Σάρ. «Αυτή είναι μία από τις ιδιοτροπίες του ελληνικού πολιτισμού», συνεχίζει η Ρομιγύ (ο.π.), «που μπορεί να μάς αγγίζει ιδιαίτερα και που γίνεται πασιφανής, μόλις επιχειρήσουμε να κάνουμε τη σύγκριση ανάμεσα στα ελληνικά έργα και στα έπη πολλών άλλων πολιτισμών ή στις προφορικές παραδόσεις ορισμένων άλλων λαών. Χρωστάμε στους Έλληνες ένα τέτοιο ιδανικό».
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ματιά δεν θεμελιώνει φιλελεύθερες ή ανταγωνιστικές κοσμοθεάσεις είναι μη εγωτική, μη αυτοκεντρική. Είναι ανθρωποκεντρική-οικουμενική διότι συμπεριέχει τον Άλλο, τον αντίπαλο, τον εχθρό. Άλλοτε συμπονετικά, τον πόνο του, την οδύνη του· κι άλλοτε τιμητικά, την αξία του, την τιμή του, το δίκηο του. Πάντοτε τον περιέχει στο μέτρον της και ως μέτρον. Πάντοτε δηλαδή τον περιλαμβάνει ηθικά.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ματιά λέει «ούτε γιακωβινισμός ούτε πασιφισμός», είναι πέρα από τον Λένιν αλλά και τον Γκάντι. Μάς το είπε αυτό ο Αισχύλος, μάς το είπε ο Μακρυγιάννης, μάς το είπαν κι οι νέοι μας στο κίνημα του Δεκέμβρη 2008. Περιλαμβάνει τη βία ως αντίσταση, ενόσω δεν πιστεύει σ' αυτή, δεν την διδάσκει και δεν την περιλαμβάνει «χρησιμοθηρικά». Ας μάς επιτραπεί να γίνουμε κουραστικοί: να διαβάσουμε τα κείμενα Ελλήνων που έζησαν με το σπαθί στο χέρι. Όλοι να τα διαβάσουμε - και εμείς, και οι νέοι μας του Δεκέμβρη.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ μέσα σε όλα αυτά να μεταφέρουμε στο μέλλον. Χρειάζεται όμως να στοχαστούμε, να βιώσουμε (πολιτισμικά, όχι απλώς πολιτικομετωπικά-χρησιμοθηρικά) την ανάγκη προχωρήματος· να μη δειλιάσουμε μπροστά στις σοβαρές δυσκολίες αυτής της αναγκαίας εμπειρίας. Με τα λόγια, πάλι, του Κώστα Αξελού «αυτή η στοχαστική εμπειρία θα μπορούσε να μάς βοηθήσει να αναπτύξουμε μία γενναιόδωρη φιλικότητα -ως προς εμάς τους ίδιους, τα πρόσωπα, τα πράγματα, το Όλον-Τίποτα-, μία φιλικότητα που δεν αγνοεί μία μη υστερική μαχητικότητα» (Τι να πράξουμε; σ. 55). Υπάρχει ο δρόμος για αυτή τη μή υστερική μαχητικότητα που να αφήσουμε παρακαταθήκη στα παιδιά μας. Μία μαχητικότητα που να περιλαμβάνει τη βία ως κατ' ανοχήν άμυνα όποτε χρειαστεί και μόνο εφόσον αυτή - πάντοτε μη υβριστική και μη πλεονεκτική, αντι-βία- κατατείνει άμεσα στην κατάργηση της βίας που περιέχουν οι κοινωνικές σχέσεις, όλες οι κοινωνικές σχέσεις από την κλίμακα μικρο- έως την κλίμακα μακρο-. Από το ζευγάρι μέχρι το παγκόσμιο. Μια μαχητικότητα που αποκλείει την ύβριν, μία αντιπαλότητα ανεξίκακη, μια έχθρα που δεν κρατάει έχθρα.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ να θίξουμε μερικές πλευρές του καθ' ημάς πολιτισμικού-αξιακού κεκτημένου, ιδίως σχετικά με την εχθρότητα και την πρόσληψη των αντιθέσεων. Να δείξουμε τον ενεργό ρόλο της παράδοσης μέσα από την προφορική της αναμετάδοση και μέσα από του καθενός το μητρικό γάλα. Να περιγράψουμε ποιό είναι το σημερινό πουγκί αυτού που λέμε «ελληνικότητα» και τί μπορεί να προσφέρει στην παγκόσμια συζήτηση (συζήτηση έμπρακτη, αντιφατική, αλλοπρόσαλλη, άνιση, γεμάτη κινδύνους, αλλά πώς αλλιώς;) σε μία αναδιατύπωση οικουμενικών προταγμάτων ελευθερίας του ανθρώπου. Να αντιδράσουμε, έτσι, στον ανεπίγνωστο και θελαλλόδοξο, ψευδοδιεθνίστικο κοσμοπολιτισμό που δεν αποδέχεται παρά ξεριζωμένες ατομικότητες (κατά μόνας ή συλλογικές) - ατομικότητες «άσογες και άσπιτες», ριγμένες στην "ακίνητη κοιλάδα" της συγχρονίας τους· ν' αντιδράσουμε στη μωρόχαβλη στάση απέναντι στις συντηρητικές στρατηγικές της βίαιης ομοιομορφοποίησης, της ομογενοποίησης των λαών του πλανήτη. Ταυτόχρονα, ν' αντιλέξουμε στον μισαλλόδοξο υπεραναπληρωτικό εθνικισμό που χειραγωγεί τον άνθρωπο σε αλλοτριωμένες, ζωώδεις μυστικοποιήσεις, τον φυλακίζει σε κενές φόρμες και φορμαλισμούς. Να αντιδράσουμε στον μετωπικό ταξικισμό και πολιτικισμό και στις διχαστικές «καθαρότητες». Η ελληνική ματιά ή είναι οικουμενική-πανανθρώπινη ή δεν υπάρχει. Αλλά κι αντίστροφα: δεν υπάρχει πανανθρώπινο, οικουμενικό βλέμμα που να παρακάμπτει τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Μακρυγιάννη, τον Αλβανίας Αναστάσιο.
ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είναι η βαθειά αίσθηση ότι η ζωή έχει αντινομίες, παντού, μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων και μέσα στους ανθρώπους των σχέσεων· ότι έχει χτυπήματα και ήττες, ότι υπάρχει ένα Υπερέχον, πότε φίλιον και πότε αντίπαλον, που καταφέρνει να επιβάλλει το δικό του. Να κρατεί. Δεν είναι ωστόσο μόνο αυτό· το τραγικό βλέμμα (κι αυτό αποτελεί τη βαθύτερη συνεισφορά του, κατά τη γνώμη μας) δεν είναι απλώς μία περιγραφή του όντος, μία οντολογία. Δεν ορίζει απλώς το πράξιμο αλλά και το πρακτέο. Εμπεριέχει-γίνεται πραξεολογία. Ορίζει τον άνθρωπο ως ενεργητή. Δεν εντάσσεται σε κοσμοθεάσεις προκαθορισμού ή ντετερμινισμού (όπως π.χ. οι διάφορες παραλλαγές του υλισμού), αλλ' ούτε σε εκείνες της απόλυτης ελευθερίας. Η τραγική συνείδηση ορίζει ένα πεδίο δράσης, πράξης. «Τί δράσω;» προβληματίζεται ο βασιληάς Πελασγός στις Ικέτιδες του Αισχύλου. Είναι η συνείδηση που αναζητά ένα πέρασμα, τη δύσκολη διαλεκτική τού «κατά το εικός και κατά το αναγκαίον», όπου αναγκαίον είναι το υπέρτερον, το μοιραίον, η θεϊκή επιταγή· και εικός είναι, ταυτοχρόνως, η γνώμη, η εικασία, η εννόηση των πραγμάτων από τον άνθρωπο. Πώς και πού βρίσκεται η δίοδος, το πέρασμα, η έξοδος; Ποιός είναι ο δρόμος-τρόπος; Υπάρχει εδώ χώρος απόφασης και αυτή είναι του δρώντος, του ενεργητή, του τραγικού ήρωα. Είναι του Ανθρώπου, αποτελώντας δείκτη της αντιφατικότητάς του αλλά και μέτρο της ελευθερίας του.
ΕΧΕΙ ΕΓΧΑΡΑΓΜΕΝΗ, η τραγική συνείδηση, τη συναίσθηση του δυνατού και του αδυνάτου, αλλά και του δυνατού-αδυνάτου, τη συνείδηση της διαρκούς αναμέτρησης με τα υπερέχοντα και τα ισχυρότερα, της εναντίωσης, της μη παραίτησης, της ξαναπροσπάθειας, της βούλησης και της νέας έγερσης στο άθλημα της ζωής που έτσι γίνεται Βίος· το άνοιγμα δρόμων που δεν υπάρχουν ούτε διαφαίνονται -άνοιγμα που δεν κατανοείται σαν μία φυσική διαδικασία (που καθορίζεται από την έννοια "ισχύς") αλλά σαν μία πολιτισμική διαδικασία (που καθορίζεται από την έννοια "κοινόν"). Προσπάθεια και συνείδηση που μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να πιστεύει ότι μπορεί να σπάσει τον Τραγικό Κύκλο του ανθρώπου, να αυτοαρθεί! Με την εκπληκτική πράγματι διατύπωση του Καστοριάδη «η τραγική σύλληψη έγκειται στη σύλληψη αυτής της έσχατης αντίφασης: τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή, αλλά εάν τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή, τότε η ζωή δεν αξίζει τίποτα».. Πρόκειται, απ' την άλλη, για τη σύλληψη που κατορθώνει και φτάνει (παρ' όλα αυτά και μέσα από όλα αυτά) έως την Τραγική Ευτυχία του απέριττου μέτρου, έως εκεί όπου τίποτα πια δεν λείπει και δεν περσεύει τίποτα, προτάσσοντας την ευχαριστιακή σχέση με τα πράγματα· που φτάνει (παρ' όλα αυτά και μέσα από όλα αυτά) μέχρι την Τραγική Αισιοδοξία της επίγνωσης, προτάσσοντας τη Θέληση.
...ΖΟΥΜΕ ΜΙΑ ιδρυτική εποχή επειδή τώρα ιδρύεται το μετά-τη-νεωτερικότητα, η έξοδος από τη νεωτερική κοιλάδα. Ένα νέο Ολικό ανεβαίνει αργά, βασανιστικά, αβέβαια στον ορίζοντα του δυνατού-αδυνάτου. Η εποχή μας είναι ιδρυτική διότι αυτό το Ολικό τώρα διαμορφώνεται. Κοινωνίες και λαοί στέκονται στα πόδια τους, έστω μπροστά στο χείλος της αβύσσου, αναγνωρίζουν τον μικρό/μέγα εαυτό τους, την επισφαλή ενότητα και την ημιάγνωστη ψυχή τους, τρεκλίζουν μα προχωρούν. Όλα αυτά με τρόπο αντιφατικό και αβέβαιο. Ευκαιρίες και κίνδυνοι. Διακλαδώσεις και "αιφνίδιες" πυκνώσεις δυνατότητας (που δεν αποτυπώνονται πιθανοτικά, αφού η έννοια της δυνατότητας ενέχει καταστατικά μέσα της το υποκείμενό της, το οποίο δεν την "επιλέγει" ή την "εκμαιεύει"απλώς, αλλά τη δημιουργεί). Πρόκειται, δε, για κάτι «ολικό» επειδή αφορά αλλαγή σε όλη την κλίμακα των σχέσεων, των πρακτικών και των βλεμμάτων. Αλλαγή που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε νέες εναρμονίσεις (ή αποκρυσταλλώσεις, ή συνθέσεις, ή "δομές" για όσους προτιμούν τους συζητήσιμους αυτούς όρους).
ΕΔΩ ΛΟΙΠΟΝ στεκόμαστε, στην κόγχη του χρόνου που είναι στραμμένη προς την ανατολή. Με το ένα πόδι στο «δυνάμει» και το άλλο στο «ενεργεία» -για άλλη μιά φορά. Με τα κουρέλια και τα φλάμπουρα, με την επιστήμη και την τέχνη, με τη γνώση και την πίστη, με τη σκέψη και το βίωμα, ένθεοι και ενδεείς, με δέος και δεήσεις, μέσα σε αυτόν «τον ασταμάτητο, βάρβαρο, χαοτικό στρόβιλο που σήμερα αυτοαποκαλείται "παρόν"» (Νίτσε). «Ανήσυχοι, όχι όμως κι απελπισμένοι, στεκόμαστε στην άκρη για λίγο, ως θεώμενοι άνθρωποι που τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να ‘ναι μάρτυρες αυτών των ανήκουστων αγώνων και μεταβολών. Αχ! Η μαγεία των αγώνων αυτών είναι ότι εκείνοι που τους παρατηρούν, οφείλουν να συμμετάσχουν σε αυτούς!» (Νίτσε, Γέννηση, σ. 111). Τί δράσωμεν;
ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ελευθέρωσης ξανατίθενται σε συζήτηση και σε κρίση - μαζύ και τα εργαλεία τους. Αιτήματα κι εργαλεία που περιέχουν τυφλές αρνήσεις και απορρίψεις, άκριτες αποδοχές, ουτοπία και παράπονο, συγκρούσεις και κεκτημένα και αντιφατικότητες· κινήματα πολιτικά και κινήματα θεωρίας, που έγιναν ουρά των συνθημάτων τους -και κυνηγούν τώρα την ουρά τους. Αλλά και μνήμη, και προσδοκίες και προτάγματα υπέρ της Συναλληλίας. Δυνάμεις που κατά τον προηγούμενο αιώνα -βασική εδώ η πολιτική Αριστερά- έθεσαν και σκυταλοδρόμησαν προτάγματα ελευθερίας, παραμένουν γνωσιοθεωρητικά και ηθικά φυλακισμένες στο παληό, συνεχίζουν τα ίδια "λάθη". Αντί να διδαχθούν από την ηθική των λαών, επαναφέρουν διαρκώς την ηθική των μηχανισμών. Αντί να διδαχθούν από τη μνήμη (ιδίως των αγώνων συναλληλίας) την καταγγέλλουν όπου δεν τις βολεύει. Αντί να κατανοήσουν πού η ζωή τις έχει προσπεράσει οριστικά, ψάχνουν αγχωτικά, προκρούστεια και ψευδοπολωτικά την αναπαραγωγή τους στις νέες συνθήκες. Με δυο λόγια, ανήμπορες να κάνουν ουσιαστικούς απολογισμούς, κάνουν μετωπικές απόπειρες αυτοδιατήρησης. Μπορεί η μοντερνιστική αυτή πολιτική Αριστερά να υπερβεί τον εαυτό της; Δεν το πιστεύω. Το πιο πιθανό είναι πως η παληά Αριστερά της νεωτερικότητας, η Αριστερά που όλοι γνωρίσαμε, θα ταφεί μαζύ με τα κτερίσματά της -τα χούγια της, τα εργαλεία της. Νέοι κύκλοι, με νέες διαμορφώσεις πολιτικών υποκειμενικοτήτων (στρατηγικές και φορείς τους) είναι μπροστά μας. Πολλά θα κριθούν από το ποιός πολιτισμός για τις αντιθέσεις θα προκριθεί.
ΤΡΙΑ ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΑ, λοιπόν: Εντός-του-Κόσμου, κοινώνηση, ξαναπροσπάθεια. Με άλλα λόγια: Τραγική Συνείδηση-Ορθόδοξη Αλληλοπεριχώρηση-Λόγος και Πράξη Αντίστασης· μία τριών όρων διαλεκτική-αντιφατική ενότητα για ν' αναμετρήσουμε το μπόι μας, ή τον ίσκιο του. Μία ενότητα εγκόσμια κι ανοικτή στον άνθρωπο, στην προσδοκία του, στην αντιφατικότητά του. Ανοικτή στον άνθρωπο με το πιο γόνιμο περιεχόμενο των λέξεων: διότι τοποθετεί τον άνθρωπο ως «αρχή των εσομένων» κατά τη διατύπωση του Αριστοτέλη, ως κανόνα και εκκίνηση όλων όσων πρόκειται να συμβούν. Αλλά και διότι αυτή η ήδη πλούσια ενότητα δεν θάταν τίποτε περισσότερο από μία απλή "ακίνητη" δομή, μία οντολογία (άλλη μία, πλάι στις άλλες) χωρίς το πράγματι και τελικώς ανθρώπινο στοιχείο (που επίσης παραδίδεται από την ελληνική ματιά), το κινούν στοιχείο που αυτή η ενότητα προ-τάσσει: τη Βουλησιαρχική Αρχή, το πρόταγμα της Θέλησης.
ΝΑ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ, ποιά θα μπορούσε να είναι η δικιά μας, η ελληνική, μη ανταγωνιστική συνεισφορά στην παγκόσμια συζήτηση για μιά νέα σύλληψη του Αιτήματος από τη σκοπιά της ανθρώπινης ελευθέρωσης. Μη ανταγωνιστική, μετα-βίαιη νοηματοδότηση, καθότι οικουμενική-πανανθρώπινη, που μπορεί να ξαναδιασταυρώσει την οδύνη με την ελπίδα, να συνδημιουργήσει μνήμη χαράς. Μη ανταγωνιστική, καθότι ικανή και αδήριτη να εμπλουτίσει/εξανθρωπίσει/εναρμονίσει άλλες ματιές: την αγγλο-τεχνική, την γαλλο-κριτική, την γερμανο-αφηρημένη την κινεζο-μακάρια την εβραιο-παθητική κ.ο.κ.
...ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΟΙ φίλοι προσάψουν στο κείμενο ουμανιστικό ρομαντισμό του 18ου αιώνα ή και εθνικό ρομαντισμό του 19ου. Μεγάλες κουβέντες για ένα τέτοιο αδροπελέκητο, πρόχειρο κείμενο, δεν θα τού άξιζαν τέτοιοι τιμητικοί χαρακτηρισμοί. Ξέρω, πάλι, ότι κάποιοι άλλοι φίλοι έχουν έτοιμες τις αντιρρήσεις, και έχουν ήδη επιστρατεύσει παραδείγματα από τον σημερινό αγριορωμηό και τον κωλοέλληνα· ότι έχουν ανασύρει ντοκουμέντα για τον αντιδραστικό ρόλο του "παπαδαριού" ή για την καλοσύνη που διέπει τις σχέσεις κοινότητας στους Κουάκερους και πάει λέγοντας. Και ότι θα μού ζητήσουν λογικο-εμπειρικές αποδείξεις ή «ατόφιες υποστάσεις» για τους ισχυρισμούς μου. Τί να πώ... «είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται» που λέει κι ο Καβάφης. Τί άλλο να πώ, ας με συγχωρήσουν. Δεν έχω κάποια περισσότερη απάντηση για τους στανικά δύσπιστους αυτούς φίλους, εξόν τον στίχο του Ρενέ Σάρ, ενός ακόμη ξεχωριστού ποιητή του 20ου αιώνα: «Ελλάδα, τρισμαρτυρικό κάτοπτρο εσύ και σώμα...». Αφού δεν βλέπουν το κάτοπτρο, ας ψηλαφίσουν από μόνοι τους το σώμα, το γεμάτο από τρεις χιλιάδες χρόνια τύπους των ήλων...
για τις αντιγραφές
Γιάννης Φ. Φωτόπουλος
Ελληνίτσα Αρκαδίας και Χαλάνδρι, Μάρτιος 2008 έως Ιούνιο 2009
Έναστρη φιλία... (σαν επίμετρο)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ την επιμονή του φίλου αναγνώστη να φτάσει μέχρι εδώ, να με συντροφέψει μέχρι τέλους υπομένοντας καλόγνωμα όχι μόνο τον όγκο αλλά και την αδρή προχειρότητα των παραπάνω σκέψεων. Τώρα, στο τέλος της διαδρομής, θέλω να μιλήσω για κάτι ακόμα, που από μια άποψη ίσως θεωρηθούν προσωπικά βιώματα που δεν έλκουν το ενδιαφέρον ενός τρίτου, όσο κι αν είναι φιλόμαθος, μα που από παληά δέρνουν πάνω μου την αγωνία: Πώς διαφωνούν μεταξύ τους οι άνθρωποι που έβαλαν στον εαυτό τους στόχους ανθρώπινης απελευθέρωσης;
Αν δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να μιλήσω, είναι γιατί όλα αυτά γράφονται διαρκώς, ξανά και ξανά, εδώ κι έναν αιώνα σε όλο το σώμα της Αριστεράς, κι ακόμη γράφονται: Στην Ακροναυπλία, στο ΕΑΜ και τη Μακρόνησο· στο ΠΑΣΟΚ, στις γκρούπες, στα κινήματα αμφισβήτησης και την πολυώνυμη και πολύπαθη τωρινή (ανανεωτική ή σοσιαλιστική) Αριστερά.... Ας μου επιτραπεί λοιπόν να μιλήσω σε πρώτο ενικό, μια κι έχει κάτι από πρώτο πληθυντικό...:
...ΠΑΛΗΕ-ΠΑΝΤΟΤΙΝΕ μου σύντροφε, ποιά είναι τα πεδία και οι τόποι που ορίζονται ως υπέρτεροι και σημαντικότεροι σε μία πολιτική διαφωνία, ή και σε μία σύγκρουση; Υπάρχουν; Τί θα πει συντροφικότητα; Πότε αρχίζει και με τί τελειώνει; Τί είναι αυτό που μάς συνέχει τον καθένα με το εντός του και όλους μαζύ; Είναι οι συμφωνοδιαφωνίες μας γύρω από "πολιτικές εκτιμήσεις"; Είναι η ανάγκη κομματικότητας και η πάλη για το ποιός την ορίζει; Ποιό είναι το εν βάθει αξιολόγιό μας; Πώς διαφυλάσσεται; Ποιό είναι το νήμα και ποιό το νόημα; Πώς εγγράφονται όσα εδώ πιο πάνω αναφέρθηκαν, στην πρόσληψη της Αριστεράς για τις αντιθέσεις και για τις εσωτερικές της ιδιαίτερες αντιθέσεις;
ΠΑΝΤΟΤΙΝΕ μου αδελφέ, τιμώ βαθειά τις ισόβιες αποφάσεις ζωής σου, όπως τιμώ και όλους όσους στη ζωή διάλεξαν το δύσκολο και το επώδυνο. "Τhe hard way"... Το ξέρεις -είμαι βέβαιος- πως κι άλλοι εκτός από σένα υπηρετούν δύσκολες αποφάσεις ζωής· μόνο να, περίμενα την ευψυχία (την ευπραξία) να τους το αναγνωρίσεις δημόσια - πέρα από τα πλατφορμίστικα. Να αρθείς πάνω από κάθε αυθόρμητη ανάγκη για ανταπόδοση, για καταφορά πλήγματος. Να μάς διδάξεις όλους, με τη στάση σου που πάντα δημιουργούσε ένα παράδειγμα, ότι οι διαφωνίες, οι τσακωμοί, ακόμη κι οι διασπάσεις ανάμεσα σε φορείς ελευθερωτικών προταγμάτων δεν είναι πια μικροαστικό διαζύγιο σαν αυτά που συναντάω συνέχεια στη δουλειά μου: «Εσύ φταίς για όλα! Έτσι ήσουν πάντα! Το ήξερα από την αρχή, αλλά έκανα υπομονή, δε μίλαγα για να σώσω το σπίτι μας...».
ΠΑΛΗΕ-ΠΑΝΤΟΤΙΝΕ μου σύντροφε, σε αγαπώ και σε τιμώ με έναν τρόπο που βρίσκεται αλλιώτικα κοντά σου, και μέσ' απ' αυτό έμαθα τον Κόσμο: το νόημά σου μού 'χει σταθεί σε δύσκολα, και εγώ αγαπημένα σε κουβαλάω μέσα μου απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ούτε μέρα λιγότερο... Ήσουν ο Κόσμος μου και με μια έννοια ακόμη είσαι... Μα μάλλον πρόκειται για έναν τρόπο συμπόρευσης τον οποίο οι στεγνές πολιτικές τομές οδηγούν ακόμη τους ανθρώπους να τον αφήνουν απέξω. Ξέρω ότι είναι δύσκολο (πάντα ήταν δύσκολο μέσα στην Αριστερά) να κάνει κανείς χειραφετημένη κριτική, και ότι ακόμη πιο δύσκολο είναι για έναν Αριστερό να προσλάβει χειραφετημένα κι ανοιχτόκαρδα μια κριτική που τού γίνεται. Γιατί άραγε; Το αίσθημα κατοχής της αλήθειας καλά κρατεί. Το αίσθημα ότι η αλήθεια μου προχωράει μέσα από την καταστροφή σου, επίσης.
Ξέρω από συγκρούσεις, πίστεψέ με. Το να θες, αδελφέ, να αντικρούσεις, μαχητικά, ανυποχώρητα είναι θεμιτό κι επιβεβλημένο. Είναι πρέπον και «κατά το αναγκαίον» μιας σύγκρουσης -όπως όμως εξίσου επιβεβλημένο και πρέπον είναι να ακούμε σε βάθος τί μάς λέει ο εκάστοτε που διαφωνεί μαζύ μας, ειδικά εάν είναι ξεχωριστός και έγκριτος. Το να στηλιτεύουμε τις ιδέες του, τις απόψεις του, τις πράξεις του είναι επίσης αναγκαίο και ανεκτό. Όμως το να αποδομούμε την ηθική του, το να ατιμάζουμε τα κίνητρα και το ήθος του είναι άπρεπο.
ΤΙ ΡΟΛΟ παίζει το ήθος-κίνητρο στα πράγματα που συζητάμε φίλε μου; Τί καινούργιο, ηδύ, ανθρώπινο έχει να πει επ' αυτού η Αριστερά γενικά, αλλά και εκείνη η πλευρά της Αριστεράς που τόσο μονοφυσίτικα υπερασπίζεσαι έναντι παντός ως κάτι που έχει μέλλον; Ποια είναι η έμπρακτη κριτική της στο αξιολόγιο της παλαιάς Αριστεράς; Σε αυτά θέλω πριν απ'όλα να με βοηθήσεις σήμερα, μέσα από την παρουσία σου... Μιλώ καταπώς εγώ κατάλαβα κρίσιμα ζητήματα ψυχής όλ' αυτά τα χρόνια - κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, για την ψυχή των δυνάμεων (παναπεί των λειψών κι αντιφατικών ανθρώπων) κάθε προσπάθειας, κάθε ηθικοπνευματικού και πολιτικού αγώνα για προσωπική και συλλογική αποχειραγώγηση, ελευθέρωση κι αυτοπραγμάτωση.
ΠΑΛΗΕ-ΠΑΝΤΟΤΙΝΕ μου φίλε, χρεία έχουμε πάνω απ' όλα να γυρίσουμε σελίδα στο ήθος των δυνάμεων αυτών. Οι νέοι είναι μπροστά από μάς, και μάς γυρνάνε την πλάτη ακριβώς πάνω σε τούτο: δεν πιστεύουν ότι τα προτάγματά μας είναι συντροφικά, ανθρώπινα και συνάλληλα αλλά κυριαρχικά, μνησίκακα και εξουσιολαγνικά. Βλέπουν τον γιακωβινισμό να γυαλίζει στο μάτι μας. Εάν έχουμε κάτι να μεταφέρουμε στο μέλλον δεν είναι οι πολιτικές πλατφόρμες (που έχουν κατόπιν την ώρα τους και την ανάγκη τους) αλλά έναν ουσιαστικό απολογισμό του 20ου αιώνα: Πώς τσακώνεται η Αριστερά; Οφείλουμε να μιλήσουμε πάνω σε αυτό, να συλλέξουμε ό,τι σταλάζει επί δεκαετίες μέσα μας σαν δικός μας «δημόσιος χρόνος», δηλαδή ως όλων ιστορικότητα και μνήμη, ως «κοινόν». Κι οφείλουμε, εδώ, να θυμηθούμε λέξεις παληακές κι εγκάρδιες, ελληνικές και μακρυγιαννικές για το παραταύτα απροϋπόθετο ορισμένων σχέσεων, δείχνοντας εν τω βάθει κοινούς τόπους που δεν είναι η μετωπική συμφωνία σε πολιτικές εκτιμήσεις, αλλά η εγκάρδια αναγνώριση για τον σύντροφο -αλλά και για τον Άλλο, ευρύτερα- και η εκτίμηση των κινήτρων του, του ήθους του. Τόποι, δηλαδή, που υπερβαίνουν τα τρέχοντα κι επιβεβαιώνουν τα δέοντα (βοηθώντας στον απολογισμό και προσανατολισμό των τρεχόντων). Να θυμηθούμε το μακρυγιαννικό «Θα πολεμήσωμεν αλλά το βράδι θα φάγωμεν ψωμί μαζί με τον Νικήτα». Και το ομηρικό «πόσιος και εδητύος» του Αχιλλέα και του Πρίαμου.
ΓΙΑ ΠΟΣΟ ακόμη θα μπορείς να ταμπουρώνεσαι γύρω από το μονοπυρηνικό αίσθημα κατοχής της αλήθειας που όλους μάς έθρεψε, για πόσο ακόμη θα παραβλέπεις, παληέ-παντοτινέ μου σύντροφε, αδελφέ και φίλε, τη βαθύτερη κράση και το κράμα των λέξεων που έχουμε ανάγκη: την καταλλαγή και τη συνεύρεση όχι μόνο των θέσεων και των απόψεων αλλά και τη συνύπαρξη, εκείνη της συμφαγίας και της συμποσίας, το «κοινόν» που όλα τούτα διατυπώνουν· για πόσο θα επιλέγεις να επαναφέρεις αυτοδικαιούμενη την περίφημη "πάλη γραμμών" στη πιο πολεμική-πολιτικίστικη εκδοχή της, τις πιο παληές γιακωβίνικες λογικές για τη διαφωνία και τις συγκρούσεις;
ΤΟ ΔΙΚΗΟ του αγώνα σου το έχω καλά -να είσαι βέβαιος- όπως και το ‘γγισμένο σου και τον χόχλο σου. Μα για την πληρωμή θέλω να μιλήσω, την ανάξια και για τον εκάστοτε «εσωτερικό αντίπαλό» σου, και για σένα, και για όλους εμάς. Κακώς είσαι πάντοτε έτοιμος να διαλέξεις αδελφέ την έβδομη Θύρα, ως Χριστός-Ετεοκλής στους Επτά επί Θήβας, για να σταθείς απέναντι στον αδελφό σου Πολυνείκη για τα ήθη της πόλεως. Στήνεσαι τραγικά (κι εσύ, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς σου) με τον πόλεμο στο ένα χέρι και την ανθρωποθυσία στο άλλο, όπως όλοι οι σίγουροι (και κλειδωμένοι στις σιγουριές τους έναν ολάκερο αιώνα) αριστεροί, από την παληά Ακροναυπλία μέχρι το τωρινό "δημοκρατικό" Τσιπρέικο, όλοι εκείνοι που πάντα αναφέρθηκαν, πάντα μοιραίοι, πάντα στη μεγάλη (τους) Ιδέα που πάντα δικαιολογούσε -«κατά το αναγκαίον» τάχα- ένα ξεκαθάρισμα που "έπρεπε" να γίνει... Κακώς άδραξες τα όπλα ως μονομάχος-τιμωρός κι αποφασίζεις ότι πρόκειται για θανάσιμη μονομαχία, συ ο εχέφρων και βαθύγνωμος, ο αισθαντικός, που γνοιαζόσουν. Από ανταμώματα έχουμε χρεία, έστω ζόρικα και ζορισμένα, όχι από μονομαχία. Δεν με ενδιαφέρει εδώ ποιός έχει δίκηο ή άδικο σε μια τέτοια σύγκρουση - είναι άλλη συζήτηση αυτή, μακράν δευτερεύουσα. Με ενδιαφέρει να αντι-σταθώ στην (αυτοδικαιούμενη) απαξίωση του ηθικού πλαίσιου του Άλλου, στην ad hominem επίθεση, στη χλεύη των ηθικοπολιτικών κινήτρων τού μέχρι χτές(;) συντρόφου. Ποιά Αρά, ποιά Άτη οδηγεί πάντα την Αριστερά σε αυτά; Ποιά ήθη ποιάς πόλεως διασώζεις έτσι; Ποιά η ευθύνη σου; Θύρα 7 και θύρα κάτω από τις ερπύστριες... Μιλώ για την ευθύνη σου, φίλε, «κατά το εικός» (κατά το ό,τι εβουλήθης και διαλέγεις), και δεν κρύβομαι πίσω από οποιαδήποτε συζήτηση για το «κατά το αναγκαίον». Δεν είναι από «αναγκαίον» ο Τρόπος σου. Καιρός να προχωρήσουμε από τα ακροναυπλιώτικα επιτέλους...
ΕΝΤΑΧΤΗΚΕΣ στην Αριστερά και αυτό ήταν η οριστική απόφαση της ζωής σου. Εντάχτηκες έτσι στον κοινωνικό αγώνα και στην πολιτική απ' τη δύσκολη όψη τους. Μά έτσι βρέθηκες με Άλλους. Θα σού θυμίσω λοιπόν εδώ κάτι απ' τον Αριστοτέλη: «φιλία και κοινωνία πολιτική· η γαρ κοινωνία φιλικόν». Η Αριστερά φίλε δεν είναι δρόμος, είναι τρόπος! Η συντροφικότητα φίλε δεν είναι πολιτική πλατφόρμα. Τί είναι τάχα; Θα σού χαρίσω ένα κομμάτι από το καλύτερο ίσως βιβλίο του 19ου αιώνα πάνω στη σχέση Επιστήμης και Ιδεολογίας, σχέση που σαν νεωτερικός Αριστερός τόσο σού αρέσει να ορθοτομείς. Θα στο χαρίσω όπως ακριβώς γράφηκε το 1882 στη Χαρούμενη Επιστήμη, σαν μικρή συνεισφορά στη συζήτηση για το «εικός» και το «αναγκαίον», σαν ένα μικρό βήμα πιο πέρα στον ορίζοντά μας (που συνεχίζω να πιστεύω πεισματικά ότι δεν μάς περιλαμβάνει σαν παραζαλισμένα απομεινάρια των ιδεολογιών της ιστορικής προόδου αβάσταχτα περισφιγμένα, αλλά σαν το ομού της πορείας και του τρόπου - της συμφαγίας και της συμποσίας, του συμπροχωρήματος):
...Ήμασταν φίλοι κι έχουμε γίνει ξένοι. Αυτό είναι όμως δίκαιο, και δεν θέλουμε να το κρύψουμε ή να το αποσιωπήσουμε από μας, σαν να έπρεπε να ντρεπόμαστε γι' αυτό. Είμαστε δύο πλοία, το καθένα με το δικό του σκοπό και τη δική του πορεία· οι δρόμοι μας μπορεί να διασταυρωθούν και μπορεί να γιορτάσουμε μία γιορτή μαζί, όπως κάναμε ήδη παλιά -τότε τα καλά καράβια στέκονταν τόσο γαλήνια μέσα στο ίδιο λιμάνι, κάτω απ' τον ίδιο ήλιο, που θα μπορούσε να φανεί πως είχαν πετύχει τον σκοπό τους και πως είχαν ίδιο σκοπό. Ύστερα όμως η πανίσχυρη δύναμη της αποστολής μας μάς έσπρωξε σε διαφορετικές θάλασσες και ζώνες ήλιου, κι ίσως να μην ξαναδούμε ο ένας τον άλλο - ίσως πάλι να ξαναϊδωθούμε αλλά να μην αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο: επειδή θα έχουμε αλλάξει από τις διαφορετικές θάλασσες και τους διαφορετικούς ήλιους! Το ότι έπρεπε να γίνουμε ξένοι ήταν ο νόμος πάνω από μας: και, γι' αυτό, οφείλουμε περισσότερο σεβασμό ο ένας στον άλλον: Γι' αυτό, πρέπει να γίνει ιερότερη η σκέψη της παλιάς μας φιλίας! Ίσως να υπάρχει μία τεράστια αόρατη καμπύλη και αστρική τροχιά, στην οποία μπορούν να ενσωματωθούν σαν μικρές διαδρομές οι τόσο διαφορετικοί δρόμοι και σκοποί μας - ας ανεβούμε ως αυτή τη σκέψη! Η ζωή μας όμως είναι πολύ μικρή και η οπτική μας οξύτητα πολύ αδύναμη για να μπορέσουμε να είμαστε κάτι παραπάνω από φίλοι με την έννοια αυτής της υπέροχης δυνατότητας - Κι έτσι θέλουμε να πιστέψουμε στη φιλία μας ως άστρα, ακόμη κι αν θα 'πρεπε να είμαστε εχθροί πάνω στη γη».
Γ.Φ.Φ.