Μέρος 2ο. Η Αυτοκρατορία ολοκληρώνεται ως το κύριο εργαλείο της παγκόσμιας νέας τάξης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ.
1. Η ειρωνεία της Ιστορίας.
Αν για τους πρωτεργάτες και τους πιονιέρους της ευρωπαϊκής ενοποίησης η δημιουργία μιας αυτοκρατορικού τύπου Ευρώπης υπό ενιαία γερμανική διοίκηση ήταν η προσπάθεια να εμποδιστεί η εξάπλωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε βάρος των ευρωπαϊκών «κεκτημένων» και από την άλλη, να μπει φραγμός στην επέκταση της Ρώσικης αυτοκρατορίας υπό την μορφή της κομμουνιστικής επικράτησης, με τις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις -εν τη ενώσει τους- να παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τα πράγματα με τον πόλεμο κατέληξαν εντελώς ανάποδα από αυτό που επιδίωξαν οι «οραματιστές» της ενοποίησης.
Η Ευρώπη, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βγήκε εντελώς κατεστραμμένη και διαμελισμένη σε δύο σφαίρες αποκλειστικής επιρροής των δυνάμεων που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε αντίβαρο και θα μπορούσε να κυριαρχήσει επ’ αυτών, ή να μοιραστεί μαζί τους σχετικά ισότιμα τον κόσμο. Από τη μια πλευρά όλες οι χώρες στα ανατολικά υπό τον πλήρη έλεγχο των σοβιετικών και από την άλλη, οι δυτικές χώρες προτεκτοράτα των «απελευθερωτών» Αμερικανών. Η ίδια η Γερμανία κατεστραμμένη και χωρισμένη στα δύο. Πλήρης κατάρρευση οραμάτων και σχεδιασμών.
Κι όμως, πάρα τη μοιρασιά της λείας μεταξύ των νικητών, ο καθένας από αυτούς, για τους δικούς του λόγους, άρχισαν να επεξεργάζονται νέα σχέδια ενοποίησης υπό τη δική τους πια επικυριαρχία και με βάση τους τομείς υπό τον έλεγχό τους και για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών.
Έτσι, το 1949 δημιουργείται ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), που είχε ως διακηρυγμένους σκοπούς «την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών σε διάφορους τομείς (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό), την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων και την αποτροπή της ένοπλης επίθεσης εναντίον κάποιας χώρας-μέλους από άλλες», προφανώς υπό τον απόλυτο αμερικανικό έλεγχο. Η ένταξη το 1955 και της Δ. Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, δίνει την ευκαιρία στην αντίπαλη πλευρά των σοβιετικών να δημιουργήσουν τη δική τους αντίστοιχη συμμαχία στην ανατολική Ευρώπη, αυτή του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Όμως για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, οι Αμερικανοί προκειμένου να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την ηγεμονία τους, που θα έβρισκε εμπόδιο από τη νέα υπερδύναμη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την παγκόσμια πια επικυριαρχία τους, δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση, προχώρησε το 1947 στην εφαρμογή του «σχεδίου Μάρσαλ», που είχε σαν σκοπό την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών στην επιρροή της και να μπορέσει έτσι να βαθύνει την διείσδυση και την επέκτασή των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με οικονομικούς όρους, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κινήσεων στις χώρες της Δ. Ευρώπης, που είχαν πλέον ένθερμο συμπαραστάτη την ΕΣΣΔ.
Η απάντηση από τους σοβιετικούς ήταν άμεση με τη δημιουργία το Γενάρη του 1949 του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (ΣΑΟΒ-ΚΟΜΕΚΟΝ), με βάση το γνωστό «σχέδιο Μολότοφ», και με την εγκαθίδρυση έτσι, μιας στενής οικονομικής συνεργασίας και εξάρτησης όλων των κρατών υπό την επιρροή και τον άμεσο έλεγχο της ΕΣΣΔ, με πρώτο άμεσο στόχο την άρση των επιπτώσεων του αποκλεισμού των υπό σοβιετικό έλεγχο χωρών της κεντρικής Ευρώπης από τη δυτική «συμμαχία».
ΟΙ Αμερικανοί, παράλληλα με την οικονομική διείσδυση μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και την αμυντική θωράκιση των ζωνών επιρροής τους μέσω του ΝΑΤΟ, γνώριζαν ότι τα εργαλεία αυτά θα αποδεικνύονταν ανεπαρκή για τους σκοπούς τους σε βάθος χρόνου. Έχοντας επίγνωση ότι το ΝΑΤΟ είχε κεντρικό στόχο την άμυνα, ενώ η χρηματοδότηση με βάση το σχέδιο Μάρσαλ κάποια στιγμή θα έπαυε να λειτουργεί, αφού θα είχε επιτευχθεί η ανασυγκρότηση και οι χώρες της Δ. Ευρώπης θα είχαν μπει σε τροχιά μόνιμης ανάπτυξης, βρήκαν ενδιαφέροντα τα σχέδια μιας ενωμένης δυτικής Ευρώπης η οποία έτσι, έστω και αυτονομημένη μερικώς από τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να ελέγχεται καλύτερα και να αποτελέσει με αυτόν τον τρόπο, ένα ισχυρό ανάχωμα στην εξάπλωση της επιρροής των σοβιετικών, ενώ η κάθε χώρα ξεχωριστά και παρά την «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να αποδειχθεί ευάλωτη, πολύ περισσότερο αφού στο εσωτερικό των χωρών αυτών είχαν ήδη αναπτυχθεί στο πλαίσιο της αντίστασης κατά του φασισμού – ναζισμού ισχυρά πατριωτικά κινήματα επηρεαζόμενα άμεσα από τις κομμουνιστικές ιδέες.
Παρατηρούμε δηλαδή, ότι αυτή την πρώτη περίοδο του λεγόμενου ψυχρού πολέμου και οι δύο αντιμαχόμενες υπερδυνάμεις ασκούν παρόμοια πολιτική και χρησιμοποιούν ομοειδή όπλα στο πεδίο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης. Σχέδιο Μάρσαλ οι μεν, ΚΟΜΕΚΟΝ οι δε, ΝΑΤΟ οι μεν, Σύμφωνο της Βαρσοβίας οι δε. Κι αν το σχέδιο Μάρσαλ είναι ανεπαρκές και με ημερομηνία λήξης, τότε ενωμένη κοινή αγορά, απέναντι στην ισχυρή ΚΟΜΕΚΟΝ…..
Αν και χωρίς το σχέδιο Μάρσαλ θα ήταν αδύνατη η δημιουργία της ΕΟΚ, δεν θα μπορούσε κανείς εδώ να ισχυριστεί σοβαρά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση -στη σύγχρονη μορφή της- αποτελεί αποκλειστική έμπνευση και δημιούργημα των Αμερικανών, προκειμένου να ενισχύσουν την ηγεμονία τους και να κατισχύσουν επί της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σχεδιασμός τους ήταν ευρύτερος και πολυπλοκότερος. Αλλά είναι οι Αμερικανοί που βρήκαν έτοιμες τις ιδέες, τους κατάλληλους ανθρώπους και πρόσφορο το έδαφος, να στήσουν τους επιθυμητούς μηχανισμούς προς όφελός τους. Η επικείμενη διαντλαντική συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων, η γνωστή TTIP, δείχνει ότι οι ΗΠΑ ποτέ δεν έχασαν τον έλεγχο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και συνεχίζουν, έστω με δυσκολίες….
Όμως την επικυριαρχία των ΗΠΑ μέσω της δημιουργίας της ενωμένης Ευρώπης φαίνεται να αναγνώριζαν εξ αρχής και αρκετοί από τους ευρωπαίους εμπνευστές και σχεδιαστές της. Έλεγε ο Βάλτερ Χάλσταϊν μετέπειτα πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΟΚ: «Ο Αμερικανός επιχειρηματίας σύντομα θα αντιληφθεί ότι η Ευρώπη με κανέναν τρόπο δεν επιθυμεί να είναι οικονομικά αυτάρκης. Τα εμπόδια στη μια ή στην άλλη από τις έξι εθνικές οικονομίες σύντομα θα υποχωρήσουν μετά τα μεταβατικά στάδια (τα οποία είναι σίγουρο ότι πρόκειται να δυσκολέψουν πολλούς κλάδους της βιομηχανίας) προς όφελος μιας πιο υγιούς δομής, η οποία θα έχει περισσότερες δυνατότητες να επιβιώνει από τις αναταραχές της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, η δυνατότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας να λειτουργεί με λιγότερα εμπόδια απ’ ό,τι προηγουμένως θα κάνει την Ευρώπη περισσότερο ελκυστική ως πόλο προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου, ως αγορά για βιομηχανικές επενδύσεις. Οι αμερικανικές εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στον Παλιό Κόσμο θα βρουν να τους ανοίγονται μια πλατύτερη αγορά και μεγαλύτερες ευκαιρίες πωλήσεων -υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά συγκροτήματα. Και αυτές οι επιχειρήσεις θα αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερες αποδόσεις στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί.»
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα μιας «πανευρώπης» που θα αποκτούσε σταδιακά ισχύ και θα μπορούσε κάποτε να παίξει διεθνή ρόλο αυτόνομα από τις δύο υπερδυνάμεις, δεν έπαψε να ασκεί «γοητεία» στις ευρωπαϊκές ελίτ και στις αντίστοιχες πολιτικές ηγεσίες. Αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι η ελίτ και η πολιτική τάξη της Γερμανίας εγκατέλειψε ποτέ την ενδόμυχη επιθυμία της για ένα ισχυρό Ράιχ, υπό τον άμεσο και καθοριστικό έλεγχο της, πράγμα που αποδεικνύεται σήμερα από τις εξελίξεις, άλλες ηγεσίες έβλεπαν με βάση τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, επίσης ελκυστική την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ίσως ο στρατηγός Ντε Γκωλ, από τους νικητές του πολέμου και αισθανόμενος βαριά την ανάσα των Αμερικανών, να είδε στην ιδέα μια ευρωπαϊκής κοινότητας το εργαλείο της απεμπλοκής από την αμερικανική επικυριαρχία, συνολικά της ηπείρου, με τη χώρα του σε πρωταγωνιστικό ρόλο, με ταυτόχρονο «κράτημα» του «κομμουνιστικού κινδύνου» σε χαμηλής έντασης απειλή στο εσωτερικό της Γαλλίας. Έχοντας μάλιστα την εποχή εκείνη μια δυτική Γερμανία εξασθενημένη, χωρίς αυτόνομη στρατιωτική ισχύ, ίσως να έβλεπε μια τέτοια κοινότητα με τον πρώην κύριο εχθρό της Γαλλίας, καθώς και με άλλες χώρες δορυφόρους, το μέσο για να καταστεί η Γαλλία υπερδύναμη, που όντως είχε επενδύσει πολλά και είχε αρχίσει να γίνεται, πέραν από αποικιοκρατική, ήδη αξιόλογη πυρηνική δύναμη.
Όμως το ενδιαφέρον για μια ενωμένη υπό τύπον έστω χαλαρής ομοσπονδίας, δεν διαφεύγει του ενδιαφέροντος του άλλου νικητή του πολέμου τη Μεγάλη Βρετανία, είτε αυτόνομα, είτε ως προπομπός των σχεδιασμών του κύριου συμμάχου της των ΗΠΑ. Χαρακτηριστική είναι η θέση του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος στις 19 Σεπτεμβρίου 1946 απευθύνει έκκληση για τη δημιουργία ενός είδους Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης με την πεποίθηση ότι μόνο μια ενωμένη Ευρώπη μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης θεωρείται από πολλούς ιστορική στην κατεύθυνση της ενοποίησης της Ευρώπης.
«Υπάρχει, ωστόσο, φάρμακο, το οποίο αν υιοθετηθεί γενικά και αυτομάτως από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού κάθε (ευρωπαϊκής) χώρας θα ήταν δυνατόν, κατά τρόπον θαυματουργό σχεδόν, να μεταβάλει όλο το σκηνικό και μέσα σε λίγα χρόνια να μεταβάλει την Ευρώπη ή το μεγαλύτερο μέρος της σε τόπο ελευθερίας και ευτυχίας ισάξιο της σημερινής Ελβετίας. Ποιο είναι αυτό το θαυματουργό φάρμακο; Θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μόνο έτσι εκατοντάδες εκατομμύρια θα είναι σε θέση να ατενίσουν με ελπίδα τις αξίες οι οποίες καθιστούν τη ζωή άξια του να ζει κανείς».
Και προσέθεσε:
«Το πρώτο πρακτικό βήμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης θα πρέπει να είναι ο σχηματισμός ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το οποίο θα χειρίζεται τις υποθέσεις κοινού, πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος (…) Σε αυτή την επείγουσα εργασία η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο, με τη συνεργασία της Βρετανίας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ισχυρή Αμερική όπως και η Σοβιετική Ρωσία, ελπίζω, θα συμμετάσχουν. Οπότε όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Τι χρειάζεται, λοιπόν; Να σηκωθεί όρθια η Ευρώπη».
Και προσέθεσε:
«Το πρώτο πρακτικό βήμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης θα πρέπει να είναι ο σχηματισμός ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το οποίο θα χειρίζεται τις υποθέσεις κοινού, πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος (…) Σε αυτή την επείγουσα εργασία η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο, με τη συνεργασία της Βρετανίας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ισχυρή Αμερική όπως και η Σοβιετική Ρωσία, ελπίζω, θα συμμετάσχουν. Οπότε όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Τι χρειάζεται, λοιπόν; Να σηκωθεί όρθια η Ευρώπη».
Η πρόταση γίνεται δεκτή με σφοδρότατες αντιδράσεις σε Βρετανία και Γαλλία, ωστόσο, με την υποστήριξη του Ουίνστον Τσόρτσιλ, δημιουργείται το κίνημα για την ενωμένη Ευρώπη (United Europe Movement). Την 1η Ιουνίου ο Rene Courtin δημιουργεί το Γαλλικό Συμβούλιο για μια Ενωμένη Ευρώπη και με την υποστήριξη των χριστιανοδημοκρατών, δημιουργείται το Nouvelles Equipes Internationales, το οποίο μετονομάζεται αργότερα σε Ευρωπαϊκή Ένωση Χριστιανοδημοκρατών. Τέλος δημιουργείται το Κίνημα για τις Σοσιαλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (Socialist United States of Europe Movement). Το 1961 το σχήμα αυτό μετονομάζεται σε Ευρωπαϊκή Αριστερά.
Έτσι φανατικοί αντικομμουνιστές, ξεπεσμένοι αριστοκράτες, ιδεολόγοι της «πανευρώπης», ισχυροί οικονομικοί παράγοντες και μεγαλοτραπεζίτες, που διέβλεπαν ραγδαία αύξηση των ευκαιριών για κάθε είδους business, εθνικοί ηγέτες που ήθελαν την ύπαρξη νέων εργαλείων για την επικυριαρχία της δικής τους χώρας, αλλά και πραγματικοί οραματιστές μιας ειρηνικής και κοινωνικής Ευρώπης, καθώς και οι Αμερικανοί, -αφανώς κατ’ αρχήν και μέσω του σχεδίου Μάρσαλ- συνέπεσαν στην αντίληψη της αναγκαιότητας για βήμα το βήμα ευρωπαϊκής ενοποίησης και η «εκδίκηση» των ηττημένων του πολέμου άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, όταν το 1949 ιδρύεται το Συμβούλιο της Ευρώπης. Είχε προηγηθεί το 1946 η δημιουργία στο Παρίσι της European Federalists Union (Ευρωπαϊκή Ένωση Φεντεραλιστών).
Επίσης, το 1948 με την υποστήριξη του διεθνούς συντονισμού κινημάτων για την Ένωση της Επιτροπής της Ευρώπης, συγκαλείται στη Χάγη το συνέδριο για την Ευρώπη. Πρόεδρος του Συνεδρίου είναι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και συμμετέχουν 800 αντιπρόσωποι. Οι συμμετέχοντες συστήνουν τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής συνέλευσης διαβούλευσης και ενός ευρωπαϊκού ειδικού συμβουλίου, που σκοπό θα έχουν να προετοιμάσουν την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών χωρών. Συστήνουν επίσης τη θέσπιση ενός χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση αυτού του χάρτη, προτείνουν τη δημιουργία ενός δικαστηρίου.[10]
2. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
Όμως το «νερό μπαίνει οριστικά στο αυλάκι» όταν στις 18 Απριλίου 1951, δημιουργείται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), από το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο, βασισμένη στο γνωστό σχέδιο του υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν, που παρουσιάστηκε στις 9 Μαΐου 1950. Η ημέρα αυτή (9η Μαΐου) έκτοτε καθιερώθηκε ως η ημέρα της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα η κοινότητα αυτή στήθηκε επάνω στη προπολεμική ήδη από τη 10η Ιουλίου 1937 Γαλλογερμανική Σύμβαση για τη συνεργασία στον τομέα της βιομηχανίας του σιδήρου και του χάλυβα.
Η Συνθήκη ΕΚΑΧ τίθεται σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952. Ο γνωστός και ως «εμποράκος των εθνών» Ζαν Μονέ με τα μεγάλα οικονομικά «πάρε-δώσε» με τον Αδόλφο Χίτλερ για την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας της ναζιστικής Γερμανίας, ορίζεται Πρόεδρος της Ανώτατης Αρχής και ο Πωλ Ανρί Σπάακ της Κοινής Συνέλευσης.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Γιόζεφ Μπεχ πολιτικός από το Λουξεμβούργο που συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και στη συνέχεια στήριξε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το κοινό ανακοινωθέν των χωρών της Μπενελούξ ήταν αυτό που προκάλεσε τη σύγκληση της Διάσκεψης της Μεσσήνης τον Ιούνιο του 1955, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
3. Ο φεντεραλισμός απέναντι στις λαϊκές κατακτήσεις και τη δημοκρατία
Αξίζει να σημειωθεί, ότι έκτοτε το βασικό υποστηρικτικό επιχείρημα των ευρωπαϊστών ήταν και είναι οι ιδέες του Μονέ: «Δεν θα υπάρξει ειρήνη για την Ευρώπη, αν τα κράτη συνεχίζουν να βασίζονται στην εθνική κυριαρχία. Οι χώρες της Ευρώπης είναι πολύ μικρές για να εγγυηθούν στους πολίτες τους την αναγκαία ευημερία και την κοινωνική πρόοδο. Τα κράτη της Ευρώπης θα πρέπει να επιλέξουν τη συνεργασία και την ομοσπονδιακή μορφή». Πόσο άραγε μοιάζουν οι δηλώσεις αυτές με αντίστοιχες δηλώσεις επιφανών στελεχών του ναζισμού την προηγούμενη περίοδο;
Η εθνική κυριαρχία είναι πάντα ο κατ’ εξοχήν εχθρός και αντίπαλος των φεντεραλιστών, η πηγή κάθε κακού, ενώ η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, συνυφασμένες αρχές και έννοιες με το έθνος – κράτος, περνάνε σε δεύτερο πλάνο, περισσότερο διακοσμητικό και τύποις, σε μια εποχή μάλιστα που τα δημοκρατικά κινήματα στις χώρες της Ευρώπης, προερχόμενα από τα αντίστοιχα αντιστασιακά, αναπτύσσονται ραγδαία και διεκδικούν βάθεμα και πλάτεμα των λαϊκών κατακτήσεων.
Στην πραγματικότητα όπως έγραφε ο Δημήτρης Καζάκης σε άρθρο του με τίτλο «E.E. και Ευρωζώνη: Η υπέρβαση της ΕΟΚ και ο δρόμος προς την οικονομική απολυταρχία» τον Ιανουάριο του 2012, αναφερόμενος στην ουτοπία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη προσπάθεια για την πανευρώπη με τη νέα της μορφή: «….Η ΕΟΚ παλιότερα και η Ε.Ε. σήμερα αποτελούν πολύ συγκεκριμένες ιστορικές μορφές εκδήλωσης της περιφερειακής διεθνοποίησης όχι της παραγωγής αλλά του κεφαλαίου και μάλιστα του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η Δυτική Ευρώπη συγκροτήθηκε ως ενιαίο περιφερειακό κέντρο κρατικομονοπωλιακής ανάπτυξης όχι τόσο στη βάση οικονομικών αναγκαιοτήτων, αλλά ως αναγκαία απάντηση στις κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις που γέννησε ο 2οςπαγκόσμιος πόλεμος για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ειδικά στο έδαφος της Δ. Ευρώπης.
Η ανάγκη δημιουργίας της ΕΟΚ προέκυψε πρώτα απ’ όλα από τον ανεπανόρθωτο κλονισμό και την κατοπινή κατάρρευση της αποικιοκρατίας, που αποτελούσε έως τότε το κύριο μέσο ιμπεριαλιστικής ισχύος των ισχυρών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και οικονομικής δύναμης του δυτικοευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για αγορές και ευκαιρίες επένδυσης.
Δεύτερο, από τις αυξημένες απαιτήσεις δημοκρατικής, κοινωνικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης των ευρωπαϊκών χωρών με βάση τα αιτήματα και τις ανάγκες των λαών και των εργαζομένων, που μετά τον πόλεμο αποτέλεσαν αυτό που ο ιμπεριαλισμός ορθά αντιλήφθηκε ως άμεση «κομμουνιστική απειλή».
Τρίτο, από την αδυναμία του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, ακόμη και των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Δ. Ευρώπης, να αντιμετωπίσουν σε εθνικά πλαίσια τις σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις μετά την λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, δίχως να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την κυριαρχία τους, δίχως να προχωρήσουν σε σοβαρές υποχωρήσεις προς το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην κατεύθυνση μιας σχεδιομετρικής ανάπτυξης της οικονομίας με εθνικοποιημένους τους βασικούς μοχλούς και τους πόρους της, κυρίως στην παραγωγή, που εκ των πραγμάτων αμφισβητεί τον κυρίαρχο ρόλο της αγοράς και του κεφαλαίου.
Τέταρτο, από την πλήρη αδυναμία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και πολιτικά ο κατεστραμμένος μεταπολεμικά καπιταλισμός, ιδίως στις μεγάλες χώρες της Δ. Ευρώπης, δίχως την άμεση συνδρομή, στήριξη και εξάρτηση από τις ΗΠΑ, όπως εκδηλώθηκε αρχικά με το σχέδιο Μάρσαλ, χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατη η δημιουργία της ΕΟΚ.
Γι’ αυτό και η ΕΟΚ δεν ήταν ποτέ μια απλή διακρατική οικονομική συμφωνία ανάμεσα σε καπιταλιστικές χώρες, όπως για παράδειγμα ήταν εξαρχής η κατεξοχήν οικονομικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ-EFTA). Αποτέλεσε, δηλαδή, εξ ιδρύσεως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή διακρατική ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Ευθύς εξαρχής κυριάρχησε το πολιτικό στοιχείο στην όλη διαδικασία, μιας και επρόκειτο για ένα «κοινό μέτωπο» κρατικομονοπωλιακών μηχανισμών εξουσίας με σκοπό τη συγκρότηση μιας νέας βάσης ιμπεριαλιστικής ισχύος στη Δυτική Ευρώπη απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» στο εσωτερικό και το εξωτερικό των χωρών της περιοχής, αλλά και απέναντι στις νεοαπελευθερωμένες, πρώην αποικιακές χώρες, τους λαούς των εξαρτημένων χωρών, που διεκδικούσαν νέο ρόλο και θέση στη διεθνή οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Αυτή υπήρξε η αφετηρία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Σε μια εποχή δραματικής υποχώρησης των εξωτερικών οικονομικών ερεισμάτων και στηριγμάτων του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η ΕΟΚ απάντησε με τη προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής, λίγο ως πολύ, «εσωτερικής αγοράς» εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, η οποία είχε σκοπό να διευκολύνει την ταχύτερη συσσώρευση στις κορυφές του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη και να εξασφαλίσει νέες δυνατότητες οικονομικής διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά και κυρίως στις πρώην αποικίες της. Στην αδυναμία κεφαλαιοκρατικής ανασυγκρότησης και στο φόβο του κεφαλαίου για ραγδαία επιδείνωση των οφειλόμενων σε κρίσεις αναστατώσεων σε εθνικό επίπεδο, η ΕΟΚ αντέταξε τον υπερεθνικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, πρώτα στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, έπειτα στο επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών και τέλος στην αγροτική παραγωγή και τα νομισματικά.
Στον αναπτυσσόμενο αγώνα των εργατικών και λαϊκών κινημάτων για κοινωνική ευημερία στη βάση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας τους προς όφελος των εργαζομένων και με κριτήριο τις ανάγκες τους, η ΕΟΚ αντέταξε την «ευημερία όλων των Ευρωπαίων» μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά και του ελεύθερου εμπορίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και μ’ αυτή την έννοια αποτέλεσε το οικονομικό και πολιτικό προπύργιο της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», σε μια εποχή όπου σ’ όλες τις χώρες της Δ. Ευρώπης βρίσκονταν σε άνθηση πολιτικά αιτήματα για εθνικοποιήσεις βασικών τομέων της οικονομίας και για κεντρική σχεδιοποιημένη ρύθμιση των εθνικών οικονομιών. «Είμαστε αποφασισμένοι», έλεγε στα 1958 ο Βάλτερ Χάλσταϊν, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΟΚ, «να μην πέσουμε σε στασιμότητα. Έχουμε αποφασίσει ότι τα εθνικά σύνορα δεν θα μας περιορίζουν πια οικονομικά. Θέλουμε να ανοίξουμε δρόμους κι έτσι να προσφέρουμε σε 168 εκατομμύρια Ευρωπαίους ένα καλύτερο μέλλον, ώστε να κερδίσουμε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα για ολόκληρο τον ελεύθερο κόσμο στην ιδεολογική και οικονομική σύγκρουση με τον μπολσεβικισμό.»
Την εποχή όπου οι λαοί στη Δ. Ευρώπη αμφισβητούσαν τον παραδοσιακό ιμπεριαλιστικό σωβινισμό των δυο παγκόσμιων πολέμων, διεκδικούσαν την ανασυγκρότηση των εθνών τους στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας, απαιτούσαν νέες ελεύθερες και δημοκρατικές διεθνείς σχέσεις με όλους τους λαούς της υφηλίου στη βάση του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας όλων, δίχως πολεμικές αναμετρήσεις και επεμβάσεις, δίχως χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, η ΕΟΚ απάντησε με έναν νέου τύπου ιμπεριαλιστικό σωβινισμό, τον «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», την «ευρωπαϊκή ιδέα» και τον «ευρωπαϊσμό». Τον ίδιο ακριβώς «ευρωπαϊσμό» που οι παλιοί αποικιοκράτες είχαν επινοήσει για να εμφανίζουν την Ευρώπη ως «κοιτίδα του πολιτισμού» και τη δική τους βάρβαρη εξόρμηση ως αναγκαίο «εκπολιτιστικό έργο». Μόνο που αυτή τη φορά οι λαοί της κάθε χώρας-μέλους έπρεπε να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση της κυριαρχίας στη χώρα τους για να μετατραπούν σ’ ένα αληθινό συνονθύλευμα «Ευρωπαίων πολιτών».
Στη διεθνή πάλη, που φούντωσε αμέσως μετά τον πόλεμο, για το άνοιγμα των αγορών και της διεθνούς παραγωγής προς όφελος όλων των χωρών και πολύ περισσότερο των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, η ΕΟΚ αντέταξε την προσάρτηση και το δραστικό περιορισμό του διεθνούς ορίζοντα των εξαρτημένων χωρών….».
«….Στη βάση αυτή ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια να πειστούν οι λαοί και οι εργαζόμενοι ότι η ΕΟΚ δεν ήταν αυτό που ευθύς εξαρχής φαινόταν αλλά κάτι άλλο. Επρόκειτο για κάτι που ξεπηδούσε από τις βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας γενικά και επομένως ξεπερνούσε την αναγκαιότητα ικανοποίησης των συγκεκριμένων αιτημάτων που είχαν στοιχειοθετήσει και διεκδικούσαν τα εργατικά και λαϊκά κινήματα για τις χώρες τους. Έτσι γεννήθηκε η απολογητική αντίληψη περί «περιφερειακής ολοκλήρωσης», η οποία δοξάστηκε ως «νομοτελειακή έκφραση», ακόμη και ως «ανώτατη μορφή» της διεθνοποίησης και συνεπώς «αντικειμενικά» στεκόταν υπεράνω των εθνικών κρατών. Και όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποία η ίδια η έννοια της «περιφερειακής ολοκλήρωσης» ερχόταν εξ ορισμού σε αντίθεση με την ίδια τη διεθνοποίηση……».
Δεν προκαλεί εντύπωση λοιπόν, το πώς πέραν από τις γενικές διακηρύξεις και τα μεγάλα λόγια για ειρήνη, συνεργασία, αλληλεγγύη, ευημερία και κοινωνική πρόοδο στο εσωτερικό της Ένωσης, οι ίδιοι κύκλοι τίποτα και ποτέ δεν εξειδικεύουν στα ζητήματα της δημοκρατίας, της κοινωνικής συνοχής και της επέκτασης των λαϊκών κατακτήσεων, που ήταν ζητούμενα και αντικείμενο αγώνων ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και που κατάφεραν ουσιαστικές προόδους μέχρι και τη δεκαετία του 1970.
Αντίθετα σε κάθε κρίσιμη στιγμή διατυπώνονται οι ίδιες φράσεις περί της Ευρώπης που πρέπει να μείνει ανταγωνιστική και κυρίαρχη απέναντι σε κάθε νέα αναδυόμενη δύναμη, σύμφωνα με τις αρχικές ιδέες της δημιουργίας της «πανευρώπης». Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της καγκελαρίου Μέρκελ, μετά την «εκπαραθύρωση» του Γ. Παπανδρέου στη συνάντηση των Καννών το Νοέμβρη του 2011, αποκαλυπτική των αντιδημοκρατικών αντιλήψεων των ηγεσιών. Οι ευρωπαϊκοί λαοί, είπε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν, ότι η Ευρώπη οφείλει να μείνει ανταγωνιστική απέναντι στις νέες αναδυόμενες δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά, εννοώντας προφανώς, την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία, τη Βραζιλία κ.α.. Θύμα της «ανταγωνιστικότητας» πάντα η Δημοκρατία, η λαϊκή κυριαρχία και εν τέλει η ευημερία των επί μέρους λαών της ένωσης, που θα πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό του υπέρτατου «αγαθού», δηλαδή της «ανταγωνιστικότητας». Παλιά ήταν το «θέλημα» του Θεού, το συμφέρον του βασιλιά και του ηγεμόνα και τώρα η «ανταγωνιστικότητα», ως η δικαιολογία της απολυταρχικής αντίληψης και επιβολής του συμφέροντος της εκάστοτε ολιγαρχικής ομάδας, που βρίσκεται σε θέση ισχύος.
Φαίνεται καθαρά, ότι η πάγια στρατηγική επιλογή των επικυρίαρχων ολιγαρχιών, είναι η απόλυτη πολιτική και οικονομική ηγεμονία, των ισχυρότερων επάνω στους ασθενέστερους. Μια ηγεμονία που υλοποιείται με χειρουργική ακρίβεια με μέσο την οικονομία, το νόμισμα και το χρέος, που πνίγει όλα τα επί μέρους κράτη, αφού τα πολεμικά μέσα επιβολής δια των όπλων απέτυχαν παταγωδώς πολλάκις, τουλάχιστον στην Ευρώπη, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμη -και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση- σε βάρος τρίτων χωρών. Ο νεοφιλελευθερισμός, οι μονεταριστικές πολιτικές και η φτωχοποίηση μέσω της διαρκούς λιτότητας που τον ακολουθούν, δεν είναι ιδεοληψία ούτε ο σκοπός, ούτε αυτά που καθορίζουν τους στόχους, αλλά το μέσο. Είναι το κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξη της «αυτοκρατορίας» και τη συγκέντρωση της εξουσίας στην πιο ακραία και ολοκληρωτική της επιβολή. Κι εδώ είναι που πάσχουν οι περισσότερες αναλύσεις. Μπερδεύουν το σκοπό με το μέσο!
Οι αγώνες από τις εργαζόμενες τάξεις για την ανάκτηση του ελέγχου των παραγωγικών δομών της οικονομίας, για παραγωγική ανασυγκρότηση στις χώρες της περιφέρειας, για εργατικά δικαιώματα, ακόμα και για αυτονόητες δημοκρατικές ελευθερίες, πολύ περισσότερο για κοινωνική αλλαγή και απελευθέρωση, ενοχοποιούνται και αντιμετωπίζονται ως κινητοποιήσεις περιθωρίου, που αντιστρατεύονται τη Μεγάλη Ιδέα. Έτσι, διολισθαίνουμε ολοένα και πιο πολύ σε μια απρόσωπη και απόμακρη -τόσο, ώστε η δυνατότητα απόκρουσης και ανατροπής της να είναι αδύνατη-, δικτατορία. Και αυτή η δικτατορία επιβάλλεται σταδιακά με όρους πραγματικής κατοχής, ξεκινώντας από τις αδύναμες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
4. Το σχέδιο για πολιτική Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Τα σχέδια προχωρούν πολύ γρήγορα. Στις 9 Μαρτίου 1953, ο Πωλ Ανρί Σπάακ, Πρόεδρος της ad hoc Συνέλευσης που δημιουργήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1952, παρέδωσε στον G. Bidault, Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΚΑΧ, σχέδιο συνθήκης για τη δημιουργία πολιτικής Ευρωπαϊκής Κοινότητας που είχε ως διακηρυγμένους στόχους την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, (πάντα τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες χρησιμοποιούνται για τον αποπροσανατολισμό και ως πρόσχημα για την επίτευξη του σκοπού), την κατοχύρωση της ασφάλειας των κρατών μελών από εξωτερικές επιθέσεις, την κατοχύρωση του συντονισμού της εξωτερικής πολιτικής των κρατών μελών και τη σταδιακή δημιουργία μιας ολοκληρωμένης κοινής αγοράς.
Προβλέπονταν πέντε όργανα στο σχέδιο αυτό συνθήκης: ένα ευρωπαϊκό εκτελεστικό συμβούλιο, ένα κοινοβούλιο δυο τμημάτων, ένα συμβούλιο εθνικών υπουργών, ένα δικαστήριο και μια κοινωνική και οικονομική επιτροπή. Στις 21 Δεκεμβρίου 1954 το δικαστήριο εκδίδει την πρώτη του απόφαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο αντικαθιστά το Δικαστήριο της ΕΚΑΧ, αρχίζει να λειτουργεί στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου του 1958.
5. Οι συνθήκες της Ρώμης
Οι έξι χώρες που συμμετείχαν στην ΕΚΑΧ, επεκτείνουν σταδιακά τη συνεργασία τους και σε άλλους οικονομικούς τομείς. Στις 24 Μαρτίου 1957 υπογράφουν τις συνθήκες ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ), οι οποίες μένουν στην ιστορία ως οι Συνθήκες της Ρώμης. Τόσο η Συνέλευση, όσο και το Δικαστήριο θα είναι κοινά πλέον και για τις τρεις Κοινότητες. Μάλιστα από το 1958 τα μέλη της Συνέλευσης θα κάθονται στα έδρανα του πρώτου αυτού «κοινοβουλίου», κατά πολιτικές ομάδες κι όχι κατά υπηκοότητα.
Στη διαμόρφωση του περιεχομένου των Συνθηκών της Ρώμης πρωτοστάτησε ο Βέλγος Πωλ Ανρί Σπάακ. Ενώ ο Βάλτερ Χάλσταϊν επί της ουσίας ο πρώτος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1958 έως το 1967, εργάστηκε για την ταχεία υλοποίηση της Κοινής Αγοράς. Στις 29 Δεκεμβρίου 1958 τίθεται σε ισχύ η Ευρωπαϊκή Νομισματική Συμφωνία.
Εδώ αξίζει τον κόπο να δούμε ποιος ήταν ο πρώτος Πρόεδρος και οργανωτής της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -της Κομισιόν- από το 1958 έως το 1967 δηλαδή ο Βάλτερ Χαλστάιν. Ήταν ο ίδιος που, τον Ιούλη του 1938, αντιπροσώπευσε τη ναζιστική κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ στη Ρώμη για να συζητήσει με τους Ιταλούς φασίστες του Μουσολίνι τη μετεξέλιξη του Συμφώνου Αντι-Κομιντέρν (το θεμέλιο λίθο του Άξονα) σε Ενωμένη Ευρώπη – Νέα Ευρώπη, όπως τότε τελικά την είπαν.
Ο Βάλτερ Χάλσταϊν, ήταν ο κρίκος σύνδεσης μεταξύ Χίτλερ και των γερμανικών καρτέλ (της φαρμακοβιομηχανίας κυρίως), που συντηρούσαν (με το αζημίωτο) την ηγεσία του ναζιστικού καθεστώτος. Ο Βάλτερ Χάλσταϊν ήταν συνεταίρος στο ίδιο δικηγορικό γραφείο με τον εγκληματία πολέμου τον αποκαλούμενο δήμιο που είχε οργιάσει στη Θεσσαλονίκη στέλνοντας στον θάνατο πάνω από 45.000 Εβραίους, τον Μαξ Μέρτεν! Το δικηγορικό γραφείο έφερε την επωνυμία: «Βάλτερ Χαλστάιν και Μαξ Μέρτεν»! Αιχμάλωτος πολέμου στις ΗΠΑ ο Χαλστάιν τελικά απελευθερώνεται προκειμένου να υπηρετήσει το σκοπό που εξ αρχής είχε ταχθεί. Την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούνιο του 1959 η Ελλάδα υποβάλλει επίσημη αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ. Η επίσκεψη τότε του Χαλστάιν στην Αθήνα, επισήμως αφορούσε τη σύνδεση της χώρας μας με την Οικονομική Κοινότητα. Ο Γερμανός αξιωματούχος όμως ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την οριστική λύση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα τη γερμανική οικονομική βοήθεια και την είσοδο της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά! Κάτω από αυτήν την πίεση, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή έδωσε κατεπείγοντα χαρακτήρα στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή για την αμνήστευση των Γερμανών εγκληματιών πολέμου και την απελευθέρωση του Μαξ Μέρτεν!
Το 1963 ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ υπογράφει μαζί με τον πρώτο Καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία), Κόνραντ Αντενάουερ σύμφωνο φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο θεωρήθηκε ορόσημο για την πορεία προς τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το σταδιακά δημιουργούμενο έτσι Γαλλογερμανικό άξονα.
Την 1η Ιουλίου 1967 τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη Συγχώνευσης που είχε υπογραφεί νωρίτερα στις Βρυξέλλες στις 8 Απριλίου του 1965. Με τη συνθήκη αυτήν συγχωνεύτηκαν τα όργανα των τριών τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ΕΟΚ και Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας) σε μια κοινή Επιτροπή τη γνωστή «Κομισιόν» και για τις τρεις Κοινότητες και ένα κοινό Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με κοινό προϋπολογισμό. Η ονομασία «Ευρωπαϊκές Κοινότητες» θεωρείται ότι έχει την αφετηρία της σε αυτήν τη συνθήκη.
Τα κράτη μέλη της ΕΟΚ, προκειμένου να διατηρήσουν τη νομισματική σταθερότητα, αποφασίζουν να περιορίσουν μέσα σε στενά όρια τη δυνατότητα διακύμανσης των ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων τους, δημιουργώντας το 1972 μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο βήμα προς την εισαγωγή του ευρώ, βέβαια 30 χρόνια αργότερα. Ενώ επίσης από το 1972 αρχίζει να εφαρμόζεται ο πρώτος κοινός ευρωπαϊκός φόρος, ο γνωστός σε όλους μας ΦΠΑ.
6. Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης και το κίνημα του ευρωκομμουνισμού
Η Σοβιετική Ένωση δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει την υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την κλασσική ανάλυση του μεσοπολέμου. Δηλαδή ότι μια τέτοια προοπτική μόνο αντιδραστικά χαρακτηριστικά θα μπορούσε να έχει, στο πλαίσιο μιας επιθετικής στρατηγικής του ιμπεριαλισμού σε βάρος της, καθώς και σε βάρος των χωρών που με τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας περιήλθαν στη δική της σφαίρα επιρροής. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η Ευρώπη βρέθηκε στο τέλος του πολέμου βαθιά διηρημένη σε δύο αντίπαλα επί της ουσίας στρατόπεδα, με τις ανατολικές χώρες υπό την επικυριαρχία των σοβιετικών και τις δυτικές υπό την αντίστοιχη επικυριαρχία των Αγγλοαμερικανών, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στην κατεύθυνση αποτροπής μιας ενοποιητικής διαδικασίας μεταξύ των δυτικών χωρών, αφού και η ίδια η ΕΣΣΔ έπραττε ανάλογα στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού (ΚΟΜΕΚΟΝ, Σύμφωνο Βαρσοβίας).
Ωστόσο φαίνεται, ότι σταδιακά -και με την ανάληψη της εξουσίας της ΕΣΣΔ από τον Χρουστσόφ και με τον ψυχρό πόλεμο στον απόγειό του-, η Σοβιετική Ένωση αναγνωρίζοντας ως κύριο αντίπαλό της τις ΗΠΑ, είδε στη διαδικασία ενοποίησης των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τη δημιουργία μιας «σφήνας» μεταξύ των ΗΠΑ και της ίδιας, στο βαθμό που οι ταχέως ανασυντασσόμενες από τον πόλεμο δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενοποιούμενες θα μπορούσαν να αποκτήσουν στοιχειώδη αυτονομία από τις ΗΠΑ και θα μπορούσαν έτσι να λειτουργήσουν ως εξισορροπητικός παράγοντας.
Γι’ αυτό, μολονότι έλεγχε πλήρως τα μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, δεν τα απέτρεψε από το να ενσωματώσουν σταδιακά τη φεντεραλιστική λογική των αστικών κομμάτων, που ήδη αναπτύσσονταν υπόρρητα στο εσωτερικό τους, αν δεν τα προέτρεψε κιόλας να ασπασθούν τη λογική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στην κατεύθυνση της δημιουργίας της υποτιθέμενης Ευρώπης των λαών, ανεξάρτητης από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Μια λογική που σταδιακά και μετά την πτώση του Νικήτα Χρουστσόφ από την ηγεσία της ΕΣΣΔ (1964), συνέβαλε στη δημιουργία του ρεύματος του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού με πρωτεργάτες τον Ζορζ Μαρσέ του ΚΚ Γαλλίας και τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ του αντίστοιχου ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, με τον σταδιακό «απογαλακτισμό» τους από την επιρροή της ΕΣΣΔ, κυρίως μετά τα γεγονότα της «άνοιξης» της Πράγας το 1968 και την υιοθέτηση από την πλευρά τους του λεγόμενου «ιστορικού συμβιβασμού». Έναν «ιστορικό» συμβιβασμό με τις αστικές δυνάμεις, που με τη σειρά του οδήγησε στον βαθμιαίο εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη και την ολοσχερή διάλυσή του μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Φαίνεται η φεντεραλιστική αντίληψη που ενυπήρχε στο εσωτερικό τους και επικράτησε τόσο στα σοσιαλιστικά, όσο και στα κομμουνιστικά κόμματα συγχεόμενη με τον διεθνισμό, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλλοίωση των ιδεολογικών αρχών και του προσανατολισμού των εν λόγω κομμάτων, τα οποία και μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, έπαψαν να έχουν λόγο ύπαρξης υπερασπιζόμενα τα λαϊκά συμφέροντα των χωρών τους και προκρίνοντας ένα διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα εξυπηρέτησης αυτών των συμφερόντων. Αντίθετα ενσωματώθηκαν διαλυόμενα, ή μετασχηματιζόμενα, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, υιοθετώντας -τουλάχιστον εν μέρει- νεοφιλελεύθερες και εθνομηδενιστικές θέσεις, αφήνοντας την υπόθεση της υπεράσπισης του έθνους – κράτους, αλλά -εν μέρει τουλάχιστον- και την υπεράσπιση των υποτελών τάξεων κυρίως στη λαϊκιστική δεξιά, αφήνοντας ουσιαστικά τις εργαζόμενες τάξεις χωρίς πολιτική εκπροσώπηση εντός των χωρών που συναπαρτίζουν την αυτοκρατορική Ευρώπη, οδηγώντας έτσι στην πολιτική «παθητικοποίηση» και τη συνεπαγόμενη «λουμπενοποίηση» ευρύτατων πληθυσμιακών στρωμάτων. Ένα συστηματικά εξαπλούμενο φαινόμενο που παρατηρείται έντονα στις μέρες μας και στην «μνημονιακή» Ελλάδα.
7. Οι διευρύνσεις, οι αποχωρήσεις και οι συνθήκες
Την 1η Ιανουαρίου 1973, η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο προσχωρούν στην ΕΟΚ αυξάνοντας τον αριθμό των κρατών μελών σε εννέα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το 1972 η Νορβηγία με καθολικό δημοψήφισμα απέρριψε την ένταξή της στην ΕΟΚ. Η απόρριψη αυτή επαναλήφθηκε από το Νορβηγικό λαό το 1994. Επίσης, το 1984 μετά από δημοψήφισμα αποχώρησε η Γροιλανδία η οποία είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ το 1973 μαζί με τη Δανία.
Με την ανατροπή της χούντας των Αθηνών το 1974, την ανατροπή του καθεστώτος του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία επίσης το 1974, και το θάνατο του στρατηγού Φράνκο στην Ισπανία το 1975, ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη και των χωρών αυτών στην ΕΟΚ.
Στο μεταξύ γίνεται προσπάθεια να δοθεί δημοκρατική νομιμοποίηση στους ταχύτατα γραφειοκρατικοποιούμενους θεσμούς της ΕΟΚ κι έτσι το 1979 για πρώτη φορά οι πολίτες των χωρών της ΕΕ καλούνται να εκλέξουν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέσω των ευρωεκλογών. Τα μέλη ωστόσο του ευρωκοινοβουλίου ενώ εκλέγονται σε κάθε χώρα, δεν συμμετέχουν ως εθνικοί αντιπρόσωποι, αλλά ως μέλη πολιτικών ομάδων (π.χ. «Συντηρητικοί», ή «Σοσιαλδημοκράτες»). Το Ευρωκοινοβούλιο δεν νομοθετεί και ο ρόλος του παραμένει συμβουλευτικός, εκπροσωπώντας υποτίθεται τους απλούς πολίτες, ενώ στην πράξη, γρήγορα μετατράπηκε σε ένα «μαγειρείο» προώθησης των συμφερόντων των διάφορων λόμπις των πολυεθνικών εταιρειών.
Στις 12 Ιουνίου του 1975, μετά την πτώση της Χούντας, η Ελλάδα υποβάλλει επίσημη αίτηση προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Στις 28 Μαΐου του 1979 υπογράφεται στην Αθήνα η πράξη προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, παρά τις έντονες αντιδράσεις και την υπόσχεση του ανερχόμενου τότε ΠΑΣΟΚ, ότι θα καταργήσει τη συνθήκη ένταξης. Την 1 Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα γίνεται το δέκατο μέλος, ενώ παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει την εξουσία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, με το σύνθημα εξόδου από την ΕΟΚ, το «γνωστό ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», η Ελλάδα παραμένει με τη διαπίστωση τότε του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου ότι το κόστος εξόδου θα ήταν μεγαλύτερο από αυτό της παραμονής. Την Ελλάδα ακολουθούν το 1986 η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Το 1984 εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ευρεία πλειοψηφία το σχέδιο Spinelli για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Ιταλός πολιτικός και φανατικός φεντεραλιστής Αλτιέρο Σπινέλι ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρωτοστάτησε στη σύνταξη της πρότασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για μια ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή ένωση.
Το 1985 υιοθετείται η κοινή σημαία με τα 12 αστέρια που σχηματίζουν κύκλο σε μπλε φόντο. Ο συμβολισμός των δώδεκα αστέρων βασίζεται στις λεγόμενες πολιτιστικές και θρησκευτικές ρίζες των χωρών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα συμβολίζουν το Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων, τους 12 γιους του Ιακώβ, στη Παλαιά Διαθήκη, τους 12 Αποστόλους στη Καινή Διαθήκη και το φωτοστέφανο της Παναγίας όπως αποκαλύπτεται σε εδάφιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, με συνέπεια ο αριθμός 12 να θεωρείται αριθμοσύμβολο της ενότητας και της τελειότητας. Έτσι ο αριθμός των αστεριών της ευρωπαϊκής σημαίας θα παραμένει ο ίδιος όσες χώρες και να προστεθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κύκλος των χρυσών αστεριών εκφράζει -υποτίθεται- την αλληλεγγύη και την αρμονία μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, ενώ σηματοδοτεί με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την προπαγανδιστική χρήση των συμβόλων στην επίτευξη του τελικού σκοπού, που δεν είναι άλλος από την εμπέδωση της απολυταρχίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη την νέας «αυτοκρατορίας».
7.1. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη[11]
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) αναθεωρεί τη συνθήκη της Ρώμης για να προωθήσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και να υλοποιήσει την εσωτερική αγορά. Τροποποιεί τους κανόνες λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων και διευρύνει τις κοινοτικές αρμοδιότητες, ιδίως στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης, του περιβάλλοντος και της κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Η ΕΕΠ, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 1986 από εννέα κράτη μέλη και στις 28 Φεβρουαρίου 1986 από τη Δανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, είναι η πρώτη μεγάλης σημασίας τροποποίηση της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου1987. Τα κυριότερα στάδια που οδήγησαν στην υπογραφή της ΕΕΠ είναι τα ακόλουθα:
Η επίσημη δήλωση της Στουτγάρδης στις 19 Ιουνίου 1983. Το κείμενο αυτό, που καταρτίστηκε βάσει του σχεδίου του Ηans Dietrich Genscher, του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών και του Ιταλού ομολόγου του, Emilio Colombo, συνοδεύεται από δηλώσεις των κρατών μελών για τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν όσον αφορά τις διοργανικές σχέσεις, τις κοινοτικές αρμοδιότητες και την πολιτική συνεργασία. Οι αρχηγοί των κρατών και των κυβερνήσεων δεσμεύονται να επανεξετάσουν την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε στους τομείς αυτούς και να αποφασίσουν εάν πρέπει να ενσωματωθούν στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το σχέδιο συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ώθηση του Ιταλού βουλευτή Altiero Spinelli δημιουργείται κοινοβουλευτική επιτροπή θεσμικών υποθέσεων με σκοπό τη σύνταξη συνθήκης που θα αντικαθιστά τις υφιστάμενες Κοινότητες από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει το σχέδιο συνθήκης στις 14 Φεβρουαρίου 1984.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Fontainebleau στις 25 και 26 Ιουνίου 1984. Με βάση το σχέδιο συνθήκης του Κοινοβουλίου, μια ad hoc επιτροπή εκπροσώπων των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, υπό την προεδρία του Ιρλανδού γερουσιαστή Dooge εξετάζει τα θεσμικά θέματα. Η έκθεση της επιτροπής Μ. Dooge καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συγκαλέσει διακυβερνητική διάσκεψη για τη διαπραγμάτευση της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Λευκή Βίβλος για την εσωτερική αγορά του 1985. Η Επιτροπή, μετά από ώθηση του προέδρου της Jacques Delors, δημοσιεύει μια λευκή βίβλο που προσδιορίζει τα 279 νομοθετικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Η Επιτροπή προτείνει χρονοδιάγραμμα και προθεσμία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992 για την εν λόγω ολοκλήρωση.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μιλάνου της 28ης και 29ης Ιουνίου 1985 προτείνει τελικώς τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης που αρχίζει υπό την προεδρία του Λουξεμβούργου στις 9 Σεπτεμβρίου 1985 και λήγει στη Χάγη στις 28 Φεβρουαρίου 1986.
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) αποτέλεσε έτσι τον προπομπό της συνθήκης του Μάαστριχτ αφού το άρθρο 8A καθορίζει σαφώς ότι σκοπός της Πράξης είναι να εγκαθιδρυθεί σταδιακά η εσωτερική αγορά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Η εσωτερική αγορά ορίζεται ως «χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των ατόμων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης».
7.2. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου
Η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ξεκίνησε στην Πολωνία της «Αλληλεγγύης» και την Ουγγαρία και οδήγησε τελικά στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Αλλά παρόμοιες διαδικασίες ακολουθήθηκαν και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση που άρχισε με τη περίφημη περεστρόικα και τη γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ και άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, φτάνοντας στην πτώση ενός καθεστώτος που εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με την καταπίεση και την επιβολή.
Η Γερμανία ενώνεται έπειτα από περισσότερα από 40 χρόνια και τα ομόσπονδα κράτη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990 γίνονται τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
7.3. Συνέχιση της διεύρυνσης
Το 1995 γίνονται μέλη της Ένωσης η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία, με τη Νορβηγία -όπως προελέχθη- να αρνείται να ενταχτεί μετά από καθολικό δημοψήφισμα.
Την 1η Μαΐου 2004 οκτώ ακόμη χώρες (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Τσεχική Δημοκρατία) προσχωρούν στην ΕΕ. Το ίδιο πράττουν η Κύπρος και η Μάλτα. Ακολουθούν το 2007 η Βουλγαρία και η Ρουμανία ενώ η τελευταία προσθήκη γίνεται τον Ιούλιο του 2013 με την ένταξη της Κροατίας.
Αυτήν την περίοδο υπάρχουν πέντε υποψήφιες χώρες προς ένταξη: το Μαυροβούνιο, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η Σερβία, η Τουρκία και η Αλβανία, ενώ η Ισλανδία έχοντας παγώσει τις ενταξιακές της διαδικασίες, ανακοίνωσε τον Μάρτιο του 2015 ότι δεν αποτελεί υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα. Επιπλέον, οι βαλκανικές χώρες Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κόσοβο αναγνωρίζονται ως εν δυνάμει υποψήφιες.
8. Η συνθήκη του Μάαστριχτ ως η απαρχή της ομοσπονδοποίησης
Στις 7 Φεβρουαρίου 1992 υπογράφεται στο Μάαστριχτ η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ένωσε τις τρεις Κοινότητες (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ). Με τη Συνθήκη θεσπίστηκαν σαφείς κανόνες για το μελλοντικό ενιαίο νόμισμα, για την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και για στενότερη συνεργασία σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων. Η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» μετονομάζεται επίσημα σε «Ευρωπαϊκή Ένωση». Την πρώτη Ιανουαρίου του 1993 τίθεται σε ισχύ η ενιαία αγορά και οι τέσσερις βασικές αρχές που περιλαμβάνει: η ελευθερία στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των προσώπων και των κεφαλαίων.
Την 1η Ιανουαρίου του 1995 η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία προσχωρούν στην ΕΕ. Τα κράτη μέλη είναι πλέον 15 και περιλαμβάνουν όλα σχεδόν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Από τις 26 Μαρτίου 1995 αρχίζει να ισχύει η συμφωνία του Σένγκεν σε επτά χώρες: Bέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο και Πορτογαλία. Οι υπήκοοι όλων των κρατών μελών μπορούν να ταξιδεύουν μεταξύ όλων αυτών των χωρών χωρίς έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα. Ο χώρος Σένγκεν επεκτάθηκε στη συνέχεια και στις άλλες χώρες της ΕΕ.
9. Οι «ενδιάμεσες» συμφωνίες
Το 1997 υπογράφεται η Συνθήκη του Άμστερνταμ. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ επέτρεψε την αύξηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης με τη δημιουργία κοινοτικής πολιτικής για την απασχόληση, με τη κοινοτικοποίηση ορισμένων θεμάτων που ανήκαν προηγουμένως στην διακυβερνητική συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, με την εισαγωγή μέτρων που υποτίθεται ότι στοχεύουν στο να φέρουν πιο κοντά την Ένωση στους πολίτες της και με την δυνατότητα στενότερης συνεργασίας μεταξύ ορισμένων κρατών μελών (ενισχυμένη συνεργασία). Επέκτεινε, επίσης, τη διαδικασία συναπόφασης καθώς και την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και προέβη σε απλοποίηση και νέα αρίθμηση των άρθρων των συνθηκών. Επίσης, σε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου «γεννιέται» το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ), που «ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ακολουθούν υγιείς πολιτικές προϋπολογισμού από τη στιγμή της ένταξής τους στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ)».Τον επόμενο χρόνο τίθενται σε ισχύ οι προληπτικοί κανόνες του ΣΣΑ.
Ακολουθεί το 2001 η Συνθήκη της Νίκαιας. Η Συνθήκη αυτή αφορά κυρίως τα «υπόλοιπα» του Άμστερνταμ, δηλ. θεσμικά προβλήματα που αφορούν την διεύρυνση και τα οποία είχαν εν μέρει διευθετηθεί το 1997. Πρόκειται για τη σύνθεση της Επιτροπής, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο και τη δυνατότητα επέκτασης των περιπτώσεων όπου το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Απλοποιεί τους κανόνες για την προσφυγή στην διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας και καθιστά το δικαιοδοτικό σύστημα πιο αποτελεσματικό.
10. Το ευρώ ως κοινό νόμισμα
Την 1η Ιανουαρίου 1999 το ευρώ υιοθετείται από έντεκα χώρες (στις οποίες, το 2001, θα προστεθεί και η Ελλάδα). Αρχικά χρησιμοποιείται μόνο για εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα έρχονται αργότερα και κυκλοφορούν για πρώτη φορά στις ενταγμένες στη ζώνη του ευρώ χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του 2002. Οι χώρες της ζώνης του ευρώ σήμερα είναι: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία. Η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία αποφάσισαν να μείνουν εκτός ευρωζώνης. Επίσης, εκτός ζώνης του ευρώ σήμερα παραμένουν οι: Βουλγαρία, Κροατία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Τσεχία.Στο βιβλίο του αρθρογράφου με τίτλο «Ευρώ ή Εθνικό Νόμισμα» που εκδόθηκε το Μάιο του 2013 αναφέρονταν για το ευρώ:
«Το ευρώ είναι ένα νόμισμα υπερεθνικό, κοινό, αφορά στο σύνολο των χωρών που έχουν συμφωνήσει την ένταξή τους στην αντίστοιχη νομισματική ένωση (εν προκειμένω στην ευρωζώνη), το εκδίδει και το ελέγχει αποκλειστικά ένας υπερεθνικός ιδιωτικός οργανισμός, που βρίσκεται πολύ μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο.
Δεν είναι κρατικό νόμισμα, αφού δεν αναφέρεται, ούτε θα μπορούσε άλλωστε, σε κάποια ενιαία και αδιαίρετη κρατική οντότητα, η οποία αντιστοιχεί σε ένα Έθνος, αλλά σε διαφορετικές χώρες και διαφορετικά Έθνη που συμφώνησαν στη δημιουργία του με βάση απόλυτα συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Έτσι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει κοινό νόμισμα, ήταν αυτός της δημιουργίας ιδιωτικού υπερεθνικού οργανισμού που το εκδίδει, το διαχειρίζεται και το ελέγχει, ενώ οι κεντρικές τράπεζες των εθνικών κρατών τέθηκαν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του οργανισμού αυτού.
Ο υπερεθνικός αυτός οργανισμός είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με έδρα τη Φρανκφούρτη στη Γερμανία. Είναι, όπως ελέχθη, ανεξάρτητος ιδιωτικός οργανισμός.
Το ευρώ, επειδή δεν ήταν δυνατό να αντιστοιχεί στη πραγματική οικονομία των επί μέρους κρατών και παρά τις προσπάθειες για, ονομαστική και μόνο, σύγκλιση των τελευταίων με βάση τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ (πληθωρισμός, δημοσιονομικό έλλειμμα, χρέος κτλ), αντιστοιχήθηκε, στην πράξη, με τις ανάγκες έκφρασης των μεγάλων διεθνών κεφαλαιαγορών και των εκεί διαμορφούμενων συσχετισμών υπέρ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των πλέον ισχυρών κρατών που μπορούν ακόμη να συναλλάσσονται και να διαπραγματεύονται μεταξύ τους. Αποτελεί έτσι δυναμίτη στα θεμέλια της πραγματικής οικονομίας των επί μέρους χωρών που εντάσσονται στην ευρωζώνη και μάλιστα των πιο μικρών και ασθενικών απ’ αυτές.
Στην πράξη, η δημιουργία του ευρώ και της ΕΚΤ, σήμανε την άμεση διασύνδεση της ευρωπαϊκής προοπτικής με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και την υποταγή της στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ανεξάρτητα αν αυτό πραγματοποιήθηκε στο όνομα της λεγόμενης Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της πολιτικής και της κοινωνικής σύγκλισης των επί μέρους εθνικών κρατών, που έμεινε όμως απλή διακήρυξη -προκάλυμμα του πραγματικού σκοπού.
Οι ισχυρές χώρες της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, ή ακόμα και η Γαλλία, ως εμπνευστές και συνδημιουργοί της ΕΚΤ μπορούν να παρεμβαίνουν και να συνδιαμορφώνουν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον -αφού τις συνθήκες τις έχουν υπογράψει όλες οι χώρες της ευρωζώνης, άρα τα πάντα εξαρτώνται από τους κάθε φορά διαμορφούμενους συσχετισμούς- μαζί με τους ιδιώτες τραπεζίτες, τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Χώρες μικρές και συγκριτικά αδύναμες όμως, όπως η Ελλάδα, που ο ρόλος τους πάντα ήταν και παραμένει αυτός του παρατηρητή και δέκτη των αποφάσεων των «μεγάλων», με μικρή, έως καθόλου, επιρροή στη διαμόρφωση κατάλληλων συσχετισμών, δεν διαθέτουν καμία τέτοια δυνατότητα και επαφίενται στην καλή βούληση των ισχυρών και των περίφημων αγορών. Αυτήν την «καλή» βούληση βιώνουμε τα τελευταία χρόνια με τις μνημονιακές πολιτικές.
Το ευρώ ως ιδιωτικό και υπερεθνικό νόμισμα στερεί, έτσι, από τις επί μέρους χώρες, και κυρίως τις πιο μικρές και αδύναμες, τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και κατ’ ακολουθία όλων των πολιτικών που εξαρτώνται, όπως τη δημοσιονομική πολιτική, την πολιτική που αφορά στις επενδύσεις κτλ. Με αυτόν τον τρόπο τα κράτη όπως η Ελλάδα, αποστερούνται ενός μεγάλου μέρους της εθνικής τους κυριαρχίας, αφού έχουν παραχωρήσει, έστω οικειοθελώς, την κατοχή και τον έλεγχο βασικών εργαλείων άσκησης πολιτικής.
Τα εργαλεία αυτά μπορούν να μετατραπούν, οποιαδήποτε στιγμή, σε ισχυρά όπλα άσκησης πιέσεων ακόμα και εκβιασμών σε βάρος της χώρας χωρίς δικό της νόμισμα, για να εφαρμοστούν πολιτικές σε βάρος των συμφερόντων της και του ίδιου του λαού της. Το ευρώ λοιπόν, όπως και άλλα παρόμοια νομίσματα, αποτελεί, δυνητικά, εργαλείο επιβουλής και επιβολής από την πλευρά εκείνων που μπορούν να το ελέγχουν και προς δικό τους αποκλειστικά όφελος…..»
«Το ευρώ επίσης, είναι νόμισμα σταθερής κυκλοφορίας. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη, να συντηρεί την κυκλοφορία μιας προαποφασισμένης ποσότητας χαρτονομισμάτων και να αντικαθιστά μόνο τα φθαρμένα, ή τα νομίσματα που αποσύρονται για οποιονδήποτε λόγο. Στη πράξη βέβαια, η σταθερότητα της κυκλοφορίας του ευρώ έχει έμμεσα επανειλημμένως παραβιαστεί, αλλά τα επί πλέον χρήματα δεν κατευθύνθηκαν ποτέ στη χρηματοδότηση των επί μέρους οικονομιών των κρατών μελών της ευρωζώνης, αλλά κατευθύνθηκαν στην εξυπηρέτηση αναγκών των ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών και των συναλλαγών τους, μέσω των μεγάλων χρηματαγορών, και για την επίτευξη των κατάλληλων ισορροπιών.
Δεν επιτρέπεται στα κράτη να ζητούν και να παραλαμβάνουν χρήματα περισσότερα από όσα έχουν προκαθοριστεί για κάθε χώρα ξεχωριστά. Εάν οι ανάγκες της οικονομίας μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα ποσά για την τακτική χρηματοδότηση της οικονομίας, τα οποία και αυτά ακόμα χορηγούνται από την ΕΚΤ υπό τη μορφή δανεισμού, τότε το κράτος μέλος οφείλει να προστρέξει σε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές, επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο χρέος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δίδει χρήματα στα κράτη, ούτε μπορεί να τα δανείζει έστω, απ’ ευθείας. Είναι έτσι «κατασκευασμένη», ώστε να δανείζει με πολύ χαμηλό επιτόκιο τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους δανείζουν με πολύ υψηλότερο επιτόκιο τα κράτη. Αυτές οι ιδιωτικές μεγάλες τράπεζες με τα παρελκόμενα μεγάλα χρηματιστηριακά funds αποτελούν τις περίφημες αγορές, οι οποίες ελλείψει Εθνικών Κρατικών Νομισμάτων στις χώρες της ευρωζώνης, λειτουργούν ως μεσάζοντες, κερδοσκοπώντας ασύστολα σε βάρος των Εθνικών κρατών, έχοντας έτσι εκτινάξει στα ύψη το δημόσιο χρέος των περισσοτέρων απ’ αυτά.
Το ευρώ, ως ιδιωτικό νόμισμα εξυπηρέτησης, επί της ουσίας, των μεγάλων τραπεζών δεν αντανακλά σε πραγματικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων, του δυναμισμού της οικονομίας μιας χώρας, της παραγωγικότητας της εργασίας κτλ. Δεν είναι λοιπόν ως νόμισμα αξιόγραφο. Αντίθετα, ο τρόπος έκδοσής του και η κυκλοφορία του, όπου τα κράτη είναι αναγκασμένα να απευθύνονται στις μεγάλες τράπεζες για να το δανείζονται, εκτινάσσοντας έτσι το δημόσιο χρέος τους, το καθιστούν απόλυτο εργαλείο δημιουργίας χρέους. Δηλαδή το ευρώ αντανακλά μόνο σε χρέος. Είναι χρεόγραφο, σε αντίθεση με ένα Εθνικό Κρατικό νόμισμα που ανταποκρίνεται σε χειροπιαστές αξίες και είναι αξιόγραφο. Κοντολογίς, το ευρώ ως υπερεθνικό, και μάλιστα ιδιωτικό νόμισμα ελεγχόμενο πλήρως από τις μεγάλες κεφαλαιαγορές, αντικατοπτρίζει ως αξία αποκλειστικά και μόνο τους συσχετισμούς, που αναπτύσσονται μεταξύ των μεγάλων αγορών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, πολύ μακριά από τις ανάγκες χρηματοδότησης της οικονομίας μιας χώρας….».
Και στη συνέχεια:
«…Το ευρώ λοιπόν, δεν είναι ένα νόμισμα, όπως π.χ. η παλιά δραχμή, ή ακόμα και άλλα εθνικά νομίσματα, που αντί να καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησης ενός μόνο κράτους, καλύπτει, απλά και με τον ίδιο τρόπο, τις αντίστοιχες ανάγκες περισσοτέρων κρατών, σαν όλα αυτά τα κράτη να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, μολονότι έτσι το αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι, κάνοντας μέγα λάθος. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι έτσι, αφού τα «συνεργαζόμενα» κράτη εντός του περιβάλλοντος του ευρώ είναι εντελώς ανόμοια, τόσο σε μέγεθος, όσο και σε διάρθρωση. Έχουν εντελώς διαφορετικά μεγέθη, επίπεδα οικονομικής επιφάνειας και αναγκών, με διαφορετική κοινωνική και πολιτική οργάνωση, τεχνολογική ανάπτυξη, καθώς και οικονομικές δομές.
Τα επί μέρους κράτη βρέθηκαν, με τον τρόπο αυτόν, εκτεθειμένα, χωρίς στοιχειώδη πρόνοια συγκλίσεων σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, που θα χρειάζονταν πολλές δεκαετίες, για να συμβούν και προϋπέθεταν τεράστιες μεταφορές πόρων από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης.
Στη συνέχεια, και αφού εξάντλησαν όλα τα περιθώρια δανεισμού τους από τις αγορές, με το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, υποχρεώθηκαν μοιραία, σε μια βίαιη και αναγκαστική δημοσιονομική προσαρμογή στις ανάγκες του νέου νομίσματος, δηλαδή του ευρώ, αντί το τελευταίο να προσαρμόζεται στις ανάγκες των επί μέρους χωρών, πράγμα όντως εντελώς εξωπραγματικό και αδύνατο για κοινό νόμισμα με τέτοια χαρακτηριστικά στις διαφορετικές οικονομικές οντότητες των επί μέρους κρατών.
Στη Ελλάδα βεβαίως, που πρώτη έσυρε τον χορό, η δημοσιονομική αυτή προσαρμογή μέσω της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης, έλαβε ακραία χαρακτηριστικά, για να ακολουθήσουν στον ίδιο δρόμο η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, πρόσφατα η Κύπρος. Όμως αντίστοιχες πολιτικές εφαρμόζονται έστω και με μικρότερη ένταση ήδη στην Ισπανία και την Ιταλία και ακολουθεί η Γαλλία, το Βέλγιο και οι υπόλοιπες χώρες.
Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε το «τέρας», που τοποθετεί τις επί μέρους χώρες και τις οικονομίες τους στην κλίνη του Προκρούστη, αφού θα ήταν αδύνατο διαφορετικά να υπάρξει κοινό νόμισμα. Είναι, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εντελώς παράλογο να περιμένει κανείς να υπάρξει ουσιαστική διαφοροποίηση των πολιτικών εντός της ευρωζώνης, πέραν της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των τραπεζών και των ισχυρών βορειοευρωπαϊκών χωρών, που καθιστούν τις πολιτικές αυτές ακόμα πιο βάναυσες για τις χώρες που τις υφίστανται…..».
11. Το ευρωσύνταγμα
Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με μία απλούστερη και συνεκτικότερη δομή, δίνοντας στη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση διευρυμένες αρμοδιότητες. Η συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ καθώς περιείχε πολλά αμφιλεγόμενα εδάφια, ενώ η επικύρωσή της απορρίφθηκε το 2005 από το γαλλικό και ολλανδικό λαό σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα.Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της ΕΕ, «μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Νίκαιας, το σύνολο του κοινοτικού δικαίου εδράζεται σε οκτώ Συνθήκες στις οποίες προστίθενται περισσότερα από πενήντα πρωτόκολλα και παραρτήματα. Οι προαναφερόμενες Συνθήκες δεν περιορίστηκαν μόνο στην τροποποίηση της αρχικής Συνθήκης ΕΚ αλλά οδήγησαν και σε νέα κείμενα που συνδυάστηκαν με την αρχική Συνθήκη. Η συνάθροιση των διαφορετικών αυτών Συνθηκών κατέστησε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα όλο και πιο περίπλοκο και ελάχιστα κατανοητό στους Ευρωπαίους πολίτες». Έτσι, αιτιολογείται επίσημα η προσπάθεια για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος. Στην ίδια επίσημη ιστοσελίδα διαβάζουμε επίσης:
«Η Συνθήκη της Νίκαιας, οι τεχνικές προσαρμογές της οποίας δεν συνέβαλαν στην αποσαφήνιση της κατάστασης, άνοιξε το δρόμο για μια διαδικασία θεσμικής μεταρρύθμισης που κατέστη απολύτως αναγκαία. Έτσι, η δήλωση για το μέλλον της Ένωσης που επισυνάπτεται στην τελική πράξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης (ΔΚΔ) του 2000 παρουσιάζει λεπτομερώς τα στάδια που θα πρέπει να σημαδέψουν την πορεία προς μία νέα μεταρρυθμιστική Συνθήκη. Από αυτή τη δήλωση λοιπόν, συγκεκριμενοποιείται η πορεία προς το Σύνταγμα.
Κατά τη σύνοδό του στο Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκάλεσε την Ευρωπαϊκή Συνέλευση. Αποστολή της Συνέλευσης ήταν να προετοιμάσει τη μεταρρύθμιση και να υποβάλει προτάσεις. Η επιλογή του προτύπου της Συνέλευσης σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή πορείας όσον αφορά τις αναθεωρήσεις των Συνθηκών, εκφράζοντας τη βούληση να εγκαταλειφθούν οι συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών στις οποίες συμμετέχουν μόνον οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων.
Η Συνέλευση, που απαρτιζόταν από εκπροσώπους των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, συνεδρίασε δημοσίως από το Φεβρουάριο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2003. Πρότεινε να μεταρρυθμιστεί η ριζικά η Ένωση για να καταστεί πιο αποτελεσματική, πιο διαφανής, πιο κατανοητή και να προσεγγίσει περισσότερο τους πολίτες. Ο καρπός των εργασιών της, το σχέδιο Συνθήκης για τα θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, αποτέλεσε τη βάση για τις διαπραγματεύσεις του ΔΚΔ της περιόδου 2003/2004.
Η ΔΚΔ διεξήχθη από τον Οκτώβριο του 2003 έως τον Ιούνιο του 2004 και κατέληξε σε συμφωνία σχετικά με τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης. Σκοπός της εν λόγω Συνταγματικής Συνθήκης ήταν να αντικαταστήσει όλες τις Συνθήκες που καταρτίστηκαν την τελευταία πεντηκονταετία με εξαίρεση τη Συνθήκη Ευρατόμ».
Το ευρωσύνταγμα απετέλεσε την πρώτη, αλλά όχι την τελευταία προσπάθεια ολοκληρωμένης θέσπισης σε ενιαία βάση των απολυταρχικών δομών της ευρωένωσης, απόλυτα δεσμευτικών και υπερεχόντων παντός εθνικού δικαίου και συνταγματικών ρυθμίσεων των κρατών μελών της. Η απόπειρα αυτή «συνταγματοποίησης» και η καθολική υλοποίηση -δεσμευτική στο διηνεκές- μιας «αγοραίας» νεοφιλελεύθερης αντίληψης οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης αυτοκρατορικού τύπου, κατέστησε νεκρό γράμμα κάθε πρόβλεψη υπεράσπισης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδυναμώνοντας κάθε δημοκρατική κατάκτηση των επί μέρους ευρωπαϊκών λαών, τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά. Αποδείχθηκε έτσι στην πράξη, ότι τα μεγάλα λόγια περί της Ευρώπης της ειρήνης, της δημοκρατίας, των κοινωνικών κατακτήσεων, της αλληλεγγύης και του πολιτισμού δεν ήταν τίποτα παραπάνω από πομφόλυγες, στάχτη στα μάτια των λαών.
Για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα έγραφε ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ -και πρόσφατα υπουργός- Αντώνης Μανιτάκης σε άρθρο του με τίτλο «Η απατηλή συνταγματοποίηση της Ευρώπης» με το οποίο καλούσε στην απόρριψη αυτού του εκτρωματικού κατασκευάσματος και μάλιστα από την πλευρά ενός ακραιφνούς φεντεραλιστή:
«Με τη χρήση του όρου «Σύνταγμα» η Ευρωπαϊκή Συνέλευση θέλησε να σηματοδοτήσει πολιτικά την οριστική μετάβαση της Ευρωπαϊκής. Ένωσης από ένα καθεστώς «διεθνο-δικαιικό» σε ένα καθεστώς «συνταγματικό», δηλαδή, σε ένα καθεστώς ενοποιημένης και αυτοδύναμης διακυβέρνησης της οικονομίας. Θέλησε να δηλώσει ότι η ΕΕ περνά από το στάδιο της οικονομικής ολοκλήρωσης στη διαδικασία της πολιτικής ενοποίησής της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, με τη συνταγματοποίση μόνον κατ΄ όνομα προχωρά η πολιτική ενοποίηση.
Διότι, ενώ όλοι πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις των κρατών, ανταποκρινόμενοι στο ιστορικό αίτημα της ενοποίησης προχώρησαν με την συνταγματική συνθήκη και έκαναν ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, μια προσεκτική ανάγνωσή της μας αναγκάζει να μετριάσουμε την αισιοδοξία μας. Και αυτό για τους ακόλουθους λόγους.
Πρώτον, διότι η χρήση του όρου «Σύνταγμα της Ευρώπης» δεν συνοδεύεται από καμία θεσμική τομή ή καινοτομία καταστατικού χαρακτήρα. Κανένας νέος θεσμός δεν υιοθετήθηκε που να σηματοδοτεί την δημιουργία, έστω σταδιακά, μιας αυτοδύναμης, ενοποιημένης, δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής εξουσίας, που να στηρίζεται στην βούληση των λαών της Ευρώπης, ικανής να εκφράζει το κοινό συμφέρον των ευρωπαίων πολιτών και να αποφασίζει για τα δημόσια ευρωπαϊκά πράγματα. Αντίθετα, μάλιστα, κατά περίεργη όχι όμως ανεξήγητη, αντιστροφή της λειτουργίας του, το ευρωσύνταγμα παγιώνει, νομιμοποιεί και διαιωνίζει τη δομή της εξουσίας και τον τρόπο διακυβέρνησης της οικονομίας, έτσι όπως βασικά οργανώθηκε και λειτουργεί πενήντα χρόνια τώρα.
Η Ευρώπη ήταν, είναι και εξακολουθεί να παραμένει και με το ευρωσύνταγμα, μια συνένωση «κυρίαρχων» κρατών, που δέχτηκαν να μοιράζονται και να ασκούν συλλογικά και από κοινού σε ορισμένους τομείς την κυριαρχία τους, προκειμένου να διέπεται η οικονομία τους από ενιαίους κανόνες. Η μέθοδος διακυβέρνησης που κρατεί και εντείνεται με την νέα συνθήκη είναι και παραμένει η διακυβερνητική, μία μέθοδος που αφήνει χωρίς δημοκρατικό έλεγχο τα Συμβούλια Υπουργών και αρχηγών κρατών.
Το όνειρο των φεντεραλιστών, δηλαδή η δημιουργία μιας ομοσπονδιακά οργανωμένης Ευρώπης, ως ομοσπονδιακού κράτους, τύπου Αμερικής ή Γερμανίας, αγνοείται, αφού η ομοσπονδίωση ως θεσμική προοπτική εγκαταλείπεται.
Τα κράτη μέλη παραμένουν συγκύριοι της συνταγματικής συνθήκης όπως ήταν και των προηγούμενων συνθηκών. Τούτο αποδεικνύεται και από τον τρόπο που τροποποιείται η ίδια, ο οποίος αρμόζει σε διεθνή συνθήκη και όχι σε σύνταγμα, αφού κάθε τροποποίησή της προϋποθέτει συναίνεση και κύρωση από όλα τα κράτη.
Δεύτερον, η ιδέα από την οποία ξεκίνησε η ένωση τη Ευρώπης ήταν η ειρήνη. Η ιδέα που την κινητοποίησε και την εμψύχωσε όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ενιαία αγορά. Ποια μεγάλη ιδέα καθοδηγεί σήμερα την συνταγματοποίησή της; Ποια ιδέα μπορεί να συγκινήσει σήμερα τους λαούς της Ευρώπης και να τους κάνει να ενδιαφερθούν και να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση της συνταγματικής Ευρώπης; Τι τους προσφέρεται; Ένα «Σύνταγμα» γεμάτο από συμβολισμό και παράδοση, αλλά άδειο από δημοκρατική ουσία και κοινωνικό περιεχόμενο.
Για την ακρίβεια το ευρωσύνταγμα δεν είναι εντελώς αδειανό, είναι γεμάτο από το οικονομικό περιεχόμενο των παλαιών συνθηκών, από ολόκληρο το κοινοτικό δίκαιο με πρώτο και καλλίτερο το δίκαιο του ανταγωνισμού που συνταγματοποιήθηκε και αυτό. Αν κάτι αληθινά συνταγματοποιήθηκε, απόκτησε δηλαδή, συνταγματικό κύρος είναι μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς καθώς και μια ενιαία αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος». Και ενώ ο ανταγωνισμός αναφέρεται ως συνταγματικός στόχος της Ένωσης σε δύο παραγράφους, δύο φορές, η ιδέα της ‘κοινωνικής αλληλεγγύης’, αντίθετα, παραλήφθηκε από τους στόχους. Αναφέρεται, απλώς, ως τίτλος κεφαλαίου στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Και η μεν ελευθερία του ανταγωνισμού λίγη ανάγκη έχει από την ευρωπαϊκή συνταγματική κατοχύρωσή της, αφού είναι κατοχυρωμένη στην πράξη και αποτελεί την υλική πραγματικότητα της ΕΕ. Η ταλαίπωρη ιδέα της αλληλεγγύης, όμως, για να πραγματωθεί έχει ανάγκη από θετικά μέτρα, από κοινωνικούς θεσμούς και κοινωνικές υπηρεσίες, από ένα «κράτος» που να την φροντίζει και να την προάγει.
Τρίτον, πώς να συνταχθείς και να επικροτήσεις ένα Σύνταγμα, που εξαρτά την κοινωνική δικαιοσύνη και την πλήρη απασχόληση από τους νόμους της αγοράς και τους κανόνες του ανταγωνισμού και ανάγει αυτήν την υπαγωγή σε υπέρτατη συνταγματική αξία; Που δεν δίνει στις κοινωνικές αξίες την στοιχειώδη τυπική και ηθική δύναμη για να μπορούν, όταν χρειαστεί, να παραμερίσουν την άκαμπτη ισχύ τους;….».
12. Τροποποίηση του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης»
Το 2005 αποφασίστηκε η τροποποίηση του ΣΣΑ ώστε να συνεκτιμώνται καλύτερα οι εκάστοτε εθνικές περιστάσεις και να ενισχύεται η οικονομική λογική των κανόνων που πρέπει να τηρούνται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εποπτείας και του συντονισμού και της αποσαφήνισης και επιτάχυνσης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.13. Η συνθήκη της Λισσαβώνας
Η απόρριψη του ευρωσυντάγματος όμως δεν πτόησε το «ευρωιερατείο» γνωστό και ως «διευθυντήριο των Βρυξελλών», που συνέχισε την προσπάθεια και τις ανάλογες μεθοδεύσεις, έτσι:Μετά την εγκατάλειψη του «Συντάγματος της Ευρώπης», συμφωνήθηκε αφενός να διασωθούν και αφετέρου να τροποποιηθούν ορισμένα τμήματά του, έτσι ώστε μια νέα συνθήκη να τροποποιήσει τις ήδη υπάρχουσες, όπως παραδοσιακά μέχρι τότε συνηθιζόταν, χωρίς να τις αντικαταστήσει.
Πράγματι, το 2007 η Γερμανία ανέλαβε την κυλιόμενη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλώνοντας ότι η «περίοδος περισυλλογής» μετά την απόρριψη του ευρωσυντάγματος είχε τελειώσει. Το Μάρτιο, στην 50ή επέτειο των Συνθηκών της Ρώμης, η Διακήρυξη του Βερολίνου υιοθετήθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Η διακήρυξη υπογράμμιζε την πρόθεση όλων των χωρών στο να συμφωνήσουν σε μια νέα Συνθήκη πριν από τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έτσι, στις 13 Δεκεμβρίου 2007 τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ υπογράφουν τη Συνθήκη της Λισαβόνας (γνωστή και ως Μεταρρυθμιστική Συνθήκη), η οποία τροποποιεί τις προηγούμενες Συνθήκες. Η Συνθήκη της Λισαβόνας κυρώνεται από όλες τις χώρες της ΕΕ πριν τεθεί σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009.
Η συνθήκη της Λισσαβόνας προβαίνει σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, που προβλέπονταν και ήδη είχαν απορριφθεί με το ευρωσύνταγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις επίσημες ιστοσελίδες της ΕΕ δεν βρίσκει εύκολα κανείς, αναφορές στους λόγους που απορρίφθηκε μέσω των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και την Ολλανδία, αλλά και τις εκτεταμένες αντιδράσεις που είχε προκαλέσει σε πολλές άλλες χώρες.
Η συνθήκη της Λισσαβόνας θέτει τέλος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καταργεί την παλαιά αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και προβαίνει σε νέα κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ε.Ε. και κρατών μελών. Ο τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και η διαδικασία λήψης αποφάσεων έχουν επίσης υποστεί τροποποιήσεις. Στόχος είναι να βελτιωθεί συγκεντροποιούμενη η διαδικασία λήψης αποφάσεων σε μία διευρυμένη Ένωση των 27 κρατών μελών. Επίσης, η συνθήκη της Λισσαβόνας μεταρρυθμίζει πολλές εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές της Ε.Ε.. Πιο συγκεκριμένα, επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να νομοθετούν και να εγκρίνουν μέτρα σε νέους τομείς πολιτικών.
Η Συνθήκη της Λισσαβώνας πρόκειται να διατηρήσει τις περισσότερες θεσμικές καινοτομίες που είχαν συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως τη δημιουργία θέσης Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με θητεία δυόμιση χρόνων, σε αντικατάσταση του υπάρχοντος συστήματος της κυλιόμενης προεδρίας. Επίσης δημιουργείται θέση για έναν ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, αυτή η θέση στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ονομαζόταν Υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης. Άλλες θεσμικές καινοτομίες που παραμένουν ίδιες με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι η ίδια διανομή κοινοβουλευτικών θέσεων, ένας μειωμένος αριθμός διοικητικών επιτρόπων και ένα μοναδικό νομικό πρόσωπο που θα επιτρέπει στην Ε.Ε. να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απορροφήσει πλήρως την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία θα πάψει με τη σειρά της οριστικά να υπάρχει.
Επιπρόσθετα προβλέπονται αλλαγές στα θεσμικά όργανα της Ένωσης: Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα γίνουν επίσημα θεσμικά όργανα, το «Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» θα μετονομασθεί σε «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ο όρος «Ευρωπαϊκή Επιτροπή» θα χρησιμοποιείται στις συνθήκες έναντι του «Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».
Συμφωνήθηκε να μην εφαρμοστούν τα κρατικά χαρακτηριστικά, όπως το όνομα «Σύνταγμα», καθώς και οι αναφορές σε Ευρωπαϊκά σύμβολα (Ευρωπαϊκή σημαία, ύμνος κλπ). Ωστόσο όλα τα σύμβολα ήδη χρησιμοποιούνται, η σημαία έχει υιοθετηθεί από τη δεκαετία του 1980 και το σύνταγμα θα της έδινε μια πιο επίσημη υπόσταση.
Στα θετικά της συνθήκης καταγράφεται η νομική κατοχύρωση της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μολονότι η εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα απέδειξε ότι αυτή αποτελεί ακόμα και σήμερα νεκρό γράμμα.
14. Η κρίση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αφορμή για επιτάχυνση των διαδικασιών διολίσθησης προς τον ολοκληρωτισμό.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 η χρηματοπιστωτική κρίση πλήττει την παγκόσμια οικονομία. Τα προβλήματα ξεκινούν με τα ενυπόθηκα δάνεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πληθώρα ευρωπαϊκών τραπεζών αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα. Η οικονομική κρίση χτυπάει κυρίως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και η Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ εφαρμόζουν σκληρά προγράμματα λιτότητας, προκειμένου να περισωθούν οι τράπεζες και ειδικά στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου μετατρέπουν την κρίση σε δημοσιονομική και κρίση δημόσιου χρέους.Στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου με φόντο το ακριτικό Καστελόριζο ανακοινώνει την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης -που δημιουργήθηκε εν τω μεταξύ- και βάζει τη χώρα στον μνημονιακό δρόμο που διανύει έως και σήμερα.
Το 2011 το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» τροποποιείται και επεκτείνεται με τη σημαντική ενίσχυση των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ χάρη σε μια δέσμη νέων κανόνων, γνωστή ως «Εξάπτυχο». Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών διεξάγεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Στη συνέχεια η συμμόρφωση με το ΣΣΑ ενισχύεται περαιτέρω με τη θέσπιση νέων νομοθετικών διατάξεων γνωστών με την ονομασία «Δίπτυχο», οι οποίες ενισχύουν τον οικονομικό συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών και καθιερώνουν νέα εργαλεία παρακολούθησης. Λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του «Διπτύχου» περιέχονται στον «Κώδικα Δεοντολογίας» σύμφωνα με τους κανονισμούς 472 & 473/2013.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι που καθορίζονται στο προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ (μεσοπρόθεσμοι στόχοι), ενισχύονται με νομοθετική πράξη γνωστή ως «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που αποτελεί τμήμα μιας διακυβερνητικής συνθήκης γνωστής ως Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ) και τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013 Στόχος της είναι η ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωζώνη με τον «κανόνα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού», ενώ ιδρύεται ο μόνιμος μηχανισμός σταθερότητας ο γνωστός ESM, στον οποίο εντάχθηκε η Ελλάδα με την υπογραφή του 3ου μνημονίου τον Αύγουστο του 2015.
Το «δημοσιονομικό σύμφωνο» αποτελεί τομή για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της σκλήρυνσης των πολιτικών λιτότητας και της συγκεντροποίησης της εξουσίας στον άξονα Βρυξελών -Φρανκφούρτης.
O επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο VU του Άμστερνταμ Δημήτρης Παυλόπουλος γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πριν»:
«Τα τελευταία δύο χρόνια, μια σειρά από νέες συνθήκες αλλάζουν σημαντικά τον χαρακτήρα της ΕΕ και της ευρωζώνης. Το Ευρωσύμφωνο (Europact), o Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Pact) έρχονται να επιβάλλουν νέους κανόνες και να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (με πυρήνα την Ευρωζώνη) σε μια ένωση με σκληρή δημοσιονομική πολιτική, σε ένα πανίσχυρο και μη ελεγχόμενο κέντρο λήψης πολιτικών αποφάσεων, με κανένα περιθώριο αναδιανομής κεφαλαίων είτε προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων είτε προς ενίσχυση των χωρών που βρίσκονται σε οικονομική ύφεση.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η φιλοσοφία όλων των παραπάνω συμφωνιών και συνθηκών είναι η επιβολή και διαιώνιση των πολιτικών λιτότητας. Εκτός από την επιβεβαίωση και σκλήρυνση του ορίου του 3% στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και του 60% του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που προβλέπονται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι συνθήκες αυτές έρχονται να επιβάλλουν νέους κανόνες: το πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νέος κανόνας που εισάγει το Χρηματοπιστωτικό Σύμφωνο, ο κανόνας του «δομικού» δημοσιονομικού ελλείμματος. Το δομικό έλλειμμα ορίζεται ως το συνολικό έλλειμμα μείον του ελλείμματος λόγω απρόβλεπτων διακυμάνσεων της οικονομίας και του ελλείμματος που προκύπτει από προσωρινές δαπάνες της κυβέρνησης. Σύμφωνα με το Χρηματοπιστωτικό Σύμφωνο, το δομικό έλλειμμα δεν πρέπει να ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό το όριο γίνεται σαφές από το παράδειγμα του Βελγίου που έχει συνολικό έλλειμμα 4,6%. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δομικό έλλειμμα αγγίζει το 4%. Για να πληρεί το Βέλγιο τον κανόνα του 0,5%, το συνολικό έλλειμα θα πρέπει να μειωθεί στο 1,1% και όχι «απλά» στο 3% που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η επιβολή των νέων σκληρών δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ έχει στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ που επιθυμούν διακαώς τα δυναμικά τμήματα του εξαγωγικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά, το κόστος είναι τεράστιο για τους λαούς: η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία μεταφράζεται σε δραματικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση. Επίσης, οι αυστηροί και ανελαστικοί δημοσιονομικοί κανόνες στερούν τη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης πολιτικών στήριξης της οικονομίας σε περιόδους κρίσεων. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η μόνιμη όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και ο μακροχρόνιος μαρασμός της οικονομικής δραστηριότητας στο εσωτερικό των χωρών.
Η πρόσδεση σε αυτούς τους μηχανισμούς δεν είναι ζήτημα περιστασιακής πολιτικής συμφωνίας. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει βραβείο δημοκρατικής λειτουργίας, οι συνθήκες αυτές τη μετατρέπουν σε μια ένωση με πολύ ισχυρές και απολυταρχικές δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων στα κρίσιμα ζητήματα. Η επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων δεν επαφίεται πλέον στην ευχέρεια των κρατών-μελών αλλά… στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όταν θεωρεί ότι ένα άλλο κράτος-μέλος παραβαίνει το σύμφωνο. Η Κομισιόν έχει και αυτή δικαίωμα προσφυγής όταν θεωρεί πως ένα κράτος-μέλος δεν ακολουθεί τις «οδηγίες» της για την επίτευξη των στόχων του συμφώνου. Τα πρόστιμα για τα κράτη-παραβάτες ανέρχονται στο 0,2-0,5% του ΑΕΠ τους. Πολλές φορές μάλιστα η ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων είναι τόσο σχετική που ένα διορισμένο όργανο σαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να το αξιοποιεί όπως θέλει ενάντια σε χώρες ή κυβερνήσεις…»
Και συνεχίζει για τον ESM:
«….Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο λεγόμενο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το ESM που προβλέπεται να αντικαταστήσει το EFSF, το ερχόμενο καλοκαίρι. Το ESM θα εφοδιαστεί με κεφάλαια και εγγυήσεις ύψους 700 δις ευρώ και φαινομενικός του στόχος είναι η παροχή κεφαλαίων σε κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα. Όπως φάνηκε από την περίπτωση του «πακέτου σωτηρίας» της Ελλάδας, η κεφαλαιακή ενίσχυση δεν έχει καμιά σχέση με την επένδυση κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία των χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα. Αντίθετα αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους σε χώρες που απειλούνται άμεσα ή μεσοπρόθεσμα με χρεοκοπία. Η χρηματοδότηση του ESM θα προέρχεται υποχρεωτικά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και προαιρετικά από αυτούς των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε. Με λίγα λόγια με το ESM θεσμοθετείται αυτό που δοκιμάστηκε στην περίπτωση της Ελλάδας. Με την ολοκλήρωση του περιβόητου PSI, τα δύο τρίτα περίπου του Ελληνικού δημόσιου χρέους μεταφέρθηκαν από χέρια ιδιωτών δανειστών (βλ. κυρίως τράπεζες) στα χέρια των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ή αλλιώς στους ώμους των βορειοευρωπαίων εργαζομένων. Με αυτό τον τρόπο, το ESM γίνεται ένας πανίσχυρος μηχανισμός προστασίας του τραπεζικού συστήματος αλλά και πανευρωπαϊκής αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών.
Οι κανόνες λειτουργίας του ESM δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Το ESM θα είναι ένας αυτονομημένος μηχανισμός που θα συνεργάζεται στη λήψη αποφάσεων με την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. θα απολαμβάνει την απόλυτη οικονομική, πολιτική και νομική ασυλία, ενώ καμία κυβερνητική ή δικαστική εξουσία δε θα μπορεί να παρέμβει ενάντια στις αποφάσεις και τους ανθρώπους του. Θα αντλεί κεφάλαια από τα κράτη-μέλη με απλή απόφαση της διοίκησής του, κάθε κράτος θα έχει περιθώριο εφτά ημερών για να μεταφέρει το κεφάλαιο που ζητείται από το ESM…..»
Το ίδιο διάστημα ο Λεωνίδας Βατικιώτης σε άρθρο του στα «Επίκαιρα» αποκαλεί την εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου «δημοσιονομικό Νταχάου» και αναφέρεται στην δημιουργία μιας Ε.Ε. δύο ταχυτήτων. Γράφει συγκεκριμένα:
«Το δημοσιονομικό σύμφωνο συνιστά τομή στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή για πρώτη φορά δημιουργεί μια Ένωση δύο ταχυτήτων με θεσμικό τρόπο. Η ευρωζώνη αποκολλάται από την ΕΕ (η οποία πλέον υποβαθμίζεται) κατά πολλούς, κυρίως όμως, θεσμοθετημένους τρόπους, όπως για παράδειγμα με τις δύο συνόδους κορυφής που θα οργανώνονται κάθε χρόνο τουλάχιστον -αν δεν προκύπτει ανάγκη και για έκτακτη σύνοδο- με θέμα το ευρώ. Επίσης με τον διορισμό προέδρου στη βάση της αρχής της πλειοψηφίας κι όχι της ομοφωνίας, όπως συνηθιζόταν ως τώρα. Άλλωστε και το ίδιο το δημοσιονομικό σύμφωνο ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ χωρίς την ομόφωνη έγκριση και των 27 κρατών – μελών της ΕΕ. Η εντεινόμενη δε συζήτηση που έχει δει το φως της δημοσιότητας έκτοτε για το κατά πόσο η Αγγλία πρέπει να συνεχίσει να είναι στην ΕΕ ή όχι, βεβαιώνουν για το βάθος του ρήγματος που δημιουργήθηκε και τον μη αντιστρεπτό του χαρακτήρα.
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (που εγκρίθηκε από την Ελληνική Βουλή κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας έτσι ώστε να μη χρειαστεί να λογοδοτήσουν οι βουλευτές που σήκωσαν το χέρι τους γι’ αυτό το τερατούργημα) εγκαινιάζει μια εποχή λιτότητας χωρίς τέλος. Όποιος πιστεύει ότι η εκπλήρωση των όρων για διαρθρωτικό έλλειμμα της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ (που αυτή τη στιγμή πληρείται μόνο από 4 χώρες) θα ανοίξει τον δρόμο για την αναδιανομή ή τις κοινωνικές παροχές πλανάται πλάνην οικτράν. Στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο από την τέταρτη κιόλας σελίδα εκφράζεται η προθυμία των κρατών μελών να υιοθετήσουν «ένα νέο φάσμα μεσοπρόθεσμων στόχων που συνάδει με τους περιορισμούς που προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη». Σε επόμενο άρθρο εξ άλλου υπογραμμίζεται η σημασία που έχει το «Σύμφωνο για το ευρώ +» που υπογράφτηκε από τους ηγέτες στης ΕΕ στη σύνοδο της 24ης-25ης Μαρτίου 2011. Στις διατάξεις του προβλέπεται η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η επανεξέταση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε κάθε κράτος μέλος σε σύγκριση πάντα με τους «κυριότερους εμπορικούς εταίρους». Δηλαδή την Κίνα! Γίνεται επομένως εμφανές ότι η ΕΕ μετατρέπεται σε Κέρβερο της λιτότητας, των περικοπών και της φτώχειας!»
15. Τα παιγνίδια επικυριαρχίας και το γεωπολιτικό ζήτημα
Καθόσον συμβαίνουν όλα αυτά στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την σταδιακή εμπέδωση του απολυταρχικού καθεστώτος υπό την πλήρη κυριαρχία της Γερμανίας και τη Γαλλία σε πρώτο ρόλο «ιπποκόμου», μια άλλη υπόγεια αντιπαράθεση βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη. Πρόκειται για έναν ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας για την κυριαρχία επί της Ε.Ε.. Οι Αμερικανοί συνέβαλαν αποφασιστικά και υποστήριξαν παντοιοτρόπως την ευρωπαϊκή ενοποίηση, από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι και σήμερα, αλλά για δικό τους λογαριασμό και για την εξυπηρέτηση των δικών τους οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Επ’ ουδενί δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν την πλήρη αυτονόμηση και τη μετατροπή της ΕΕ υπό την Γερμανία σε ισχυρό ανταγωνιστικό -αν όχι αντίπαλο- πόλο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της πολιπολικότητας του παγκόσμιου γίγνεσθαι, με τις Η.Π.Α. σε συνεχή υποχώρηση.Με τη Ρωσία να αποκτά την παλιά της αίγλη και την πολεμική της ισχύ και με το πλεονέκτημα του πλέον ικανού ενεργειακού τροφοδότη της Ε.Ε., με την Κίνα να έχει ήδη καταστεί η πρώτη παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη, με επίσης αυξανόμενη πολεμική ισχύ και πολλές άλλες χώρες, όπως η Ινδία να αναπτύσσονται ραγδαία και να διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό, οι Η.Π.Α. αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να επιτρέψουν τη «διάσπαση» του λεγόμενου «δυτικού κόσμου» και θα κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν υπό τον πλήρη έλεγχο και την ηγεμονία τους. Μια ηγεμονία που κινδυνεύει από τις αντίστοιχες κυριαρχικές τάσεις της Γερμανίας.
Μια τέτοια απεξάρτηση της Ε.Ε. από τις Η.Π.Α. και μάλιστα υπό την επικυριαρχία της Γερμανίας, θα φέρει την πρώην υπερδύναμη σε δυσμενέστατη θέση και στον περιορισμό της σε μια περιφερειακού τύπου δύναμη, με ολοένα και μικρότερη επιρροή. Σήμερα, -και παρά την ύπαρξη του ΝΑΤΟ- δεν υφίσταται ο «μπολσεβικισμός» ως το αντίπαλο δέος, που θα συσπείρωνε το «δυτικό» κόσμο και την Ευρώπη υπό την αμερικάνικη ομπρέλα. Επίσης, το φαινόμενο και η απειλή της τρομοκρατίας ήδη αρχίζει να εξαντλεί τα όριά της, πολύ περισσότερο που η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε αλα καρτ και για την αιτιολόγηση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, που με τη σειρά τους δεν υποθάλπουν απλά, αλλά γίνεται ολοένα και πιο φανερό, ότι αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του φαινομένου.
Το «παιγνίδι» είναι επικίνδυνο και εξαιρετικά περίπλοκο και εκτυλίσσεται στο παρασκήνιο. Σε αυτή τη φάση το επίμαχο ζήτημα και η διελκυστίνδα αφορά τις σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας. Για τις Η.Π.Α. ο τορπιλισμός αυτών των σχέσεων αποτελεί κορυφαία επιλογή, αφού η σχεδόν αποκλειστική ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας και του συνόλου της Ε.Ε. από τη Ρωσία, αδυνατίζει τη θέση των Αμερικανών και την επιρροή τους υπέρ του παραδοσιακού αντιπάλου τους. Βεβαίως οι «καραμπόλες» είναι πολλές και έχουν να κάνουν επίσης με τα δικά μας εθνικά θέματα και τη θέση μας εντός της Ε.Ε..
Όπως σωστά επεσήμαινε ο γνωστός αναλυτής Απόστολος Αποστολόπουλος σε άρθρο του «Το GREXIT ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά διμερές θέμα Ελλάδας- Γερμανίας/ΕΕ, ούτε μονοδιάστατα οικονομικό ζήτημα. Από τη στιγμή που η Γερμανία ενώθηκε σε μια ενιαία χώρα το ερώτημα ήταν αν θα έχουμε μια Ευρωπαϊκή Γερμανία ή μια Γερμανική Ευρώπη. Η «γραμμή Σόϋμπλε» περί GREXIT εμπεριέχει τη δεύτερη οπτική όπου τα ανίκανα, ασταθή, ταραχοποιά στοιχεία και φυσικά οι φορείς εντός της Ένωσης ξένων, αντίπαλων, απόψεων δεν μπορεί να γίνουν ανεκτοί. Μια άλλη Ένωση, πιο μικρή αλλά όχι λιγότερο ισχυρή, επειδή θα είναι πιο συνεκτική, ταιριάζει απολύτως σε μια «Γερμανική Ευρώπη», απαλλαγμένη από ισχυρές, άμεσες ή έμμεσες, αμερικανικές παρεμβάσεις, ελεύθερη να συνάψει στενές και συμφέρουσες σχέσεις με τη Ρωσία, ικανή να μετέχει ισότιμα στο παγκόσμιο παιχνίδι εξουσίας».
Η ανάλυση αυτή -στο βαθμό που ισχύει- ταιριάζει πλήρως με τις διεργασίες εντός Ε.Ε. για μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων. Ένα ισχυρό κεντροευρωπαϊκό σύστημα στην πρώτη ταχύτητα, με παρακολούθημα ένα δεύτερο περιφερειακό – «ακριτικό» (σε ρόλο που έπαιζαν πάντα οι περιφέρειες στις αυτοκρατορίες), που θα λειτουργεί ως «ζωτικός χώρος» και αποσβέστης στη δεύτερη ταχύτητα, που επίσης, θα απορροφά τις γεωπολιτικές αναταράξεις και τους ανταγωνισμούς στο επί τόπου πεδίο αφήνοντας αλώβητο το κέντρο, ενώ θα χρησιμοποιείται συνάμα ως ένα ευρύ σύστημα ειδικών οικονομικών ζωνών, χαμηλού εργατικού κόστους για τις ευρωπαϊκές – γερμανικές πολυεθνικές.
Στο ίδιο άρθρο του έγραφε επίσης ο Α. Αποστολόπουλος: «Τώρα η ΕΕ είναι υποτελής στις ΗΠΑ αλλά οι διεργασίες και η ενόχληση στο Βερολίνο εντείνονται για την αμερικανική κυριαρχία, εξ ου και οι, δειλές προσώρας, συζητήσεις για τη δημιουργία πραγματικών και ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων -η Εξουσία είναι πάντα στην άκρη του τουφεκιού… Το ερώτημα σε κάθε περίπτωση είναι για πόσο καιρό θα μπορεί η ΕΕ να παραμένει και Ενωμένη και Διχασμένη σε γερμανικό και αμερικανικό «μπλοκ»». Και συνεχίζει:
«….Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις επιταχύνονται και επηρεάζονται από τα δρώμενα στη Μ. Ανατολή, με επίκεντρο τη Συρία, όπου ούτε η Γερμανία ούτε η ΕΕ έχουν λόγο. Η κρίση στη Μ. Ανατολή έχει δυο όψεις. Η πρώτη είναι γεωγραφική και αποτελεί προϋπόθεση για την επίλυση της δεύτερης, τον έλεγχο της Ενέργειας. Στην Ευρώπη η αναδιάταξη των συνόρων βρίσκεται σε εξέλιξη με επίκεντρο πλέον την Ουκρανία. Στη Μ. Ανατολή επίκεντρο είναι η Συρία και ο Άσαντ, μοναδικό εμπόδιο στην αναδιάταξη συνολικά της περιοχής, εγγυητής της ενότητας της χώρας (ή μεγάλου μέρους της) αλλά και της παρουσίας της Ρωσίας ως ισχυρού παίκτη. Όσο παραμένει ο Άσαντ δεν μπορεί να προχωρήσει ο αγωγός του Κατάρ που θα μεταφέρει μέσω Τουρκίας φυσικό αέριο στην Ευρώπη μηδενίζοντας το ρόλο της Ρωσίας ως αποκλειστικού προμηθευτή. Οι σύμμαχοι της Συρίας- Ρωσία, Ιράν, Χεζμπολά και προσφάτως η Κίνα- δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα σε ένα, υπό σμίκρυνση, Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε να αποτρέψουν την κυριαρχία των ΗΠΑ….».
Σε αυτόν το μίνι παγκόσμιο πόλεμο που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή και φτάνει μέχρι την Ουκρανία, η Γερμανία και ολόκληρη η Ε.Ε. είναι θεωρητικά, αλλά και πρακτικά -γιατί προσώρας δεν γίνεται διαφορετικά- μαζί και στο πλάι των Αμερικανών, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα όμως είναι προφανή. Είναι φανερό, ότι μια υποχώρηση των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις αναφορικά με την επιρροή τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενώ αντίθετα μια επικράτησή τους θα φέρει τη Γερμανία σε δυσμενέστερη θέση.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το παιγνίδι μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ -που συμπεριλαμβάνει πολλούς και διαφορετικούς παίκτες- παραμένει ανοικτό και πρόκειται να περάσει πολλές φάσεις ακόμα και με πολλά θύματα και «παράπλευρες» απώλειες, μέχρις ότου τα πράγματα πάρουν την οριστική τους μορφή, ενώ η ολοκληρωτική διάλυση και ο πόλεμος δεν είναι πλέον καθόλου απίθανη περίπτωση με τη φορά των γεγονότων και την παγκόσμια οικονομική ύφεση κυριαρχούσα.
Επίλογος: Ο ολοκληρωτισμός και η απολυταρχία η πραγματική ταυτότητα της Ε.Ε.
Όλη αυτή η ιστορική διαδικασία και τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν κυρίως μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ καταδεικνύουν το γεγονός, ότι ανεξάρτητα από τις προθέσεις κάποιων οραματιστών, η ύπαρξη και λειτουργία μιας πραγματικά δημοκρατικής ευρωπαϊκής ένωσης κάτω από τις σημερινές συνθήκες αποτελεί ουτοπία.Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετατρέπεται σταδιακά σε ένα υπερκρατικό μόρφωμα ολοκληρωτισμού, ταγμένου αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των μύχιων επιδιώξεων του γερμανικού εθνικισμού στην κατεύθυνση της δημιουργίας και ολοκληρωτικής επικράτησης ενός 4ου Ράιχ, έστω κι αν προσώρας βρίσκεται -ακόμα- υπό τον έλεγχο των Η.Π.Α. με τον υπόγειο και ανομολόγητο πόλεμο απεξάρτησης της Ε.Ε. σε πλήρη εξέλιξη.
Εργαλεία γι’ αυτήν την εξέλιξη και την μετατροπή της Ε.Ε. σε ολοκληρωτικού τύπου «Ράιχ» αποτελούν το κοινό νόμισμα και οι άτεγκτες πολιτικές που απαιτούνται για τη στήριξή του.
Στην πράξη, «…..ήταν αδύνατο να υπάρξει κοινό νόμισμα με διαφορετική αρχιτεκτονική, μέσα στις υφιστάμενες συνθήκες έντονης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής διαφοροποίησης των χωρών που εντάχθηκαν στο ευρώ. Μια αρχιτεκτονική που θα μπορούσε να προσαρμόζεται κάθε φορά στις ανάγκες χρηματοδότησης της κάθε μίας χώρας ξεχωριστά και να ανταποκρίνεται στον δυναμισμό της πραγματικής οικονομίας και όχι αντιστρόφως, οι χώρες να υποχρεούνται, να προσαρμόζονται στις ανάγκες του κοινού νομίσματος, όπως έμελλε να συμβεί. Είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι όσο μειωμένης ικανότητας και να ήσαν οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών, δεν γνώριζαν το γεγονός αυτής της αντιστροφής, που προκαλεί την τέλεια στρέβλωση και να μην μπορούσαν, να προβλέψουν τις επιπτώσεις της….».
«…Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός, ότι οι πιο ισχυρές και ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, μπορούν και κερδίζουν από αυτή την αρχιτεκτονική, γι’ αυτό και θα επιμείνουν μέχρι τέλους σ’ αυτήν. Τα ελλείμματα των χωρών του νότου, στα πλαίσια της ευρωένωσης, μετατρέπονται σε δικά τους πλεονάσματα. Ταυτόχρονα, είναι ευκολότερο γι’ αυτές τις χώρες, να επιβάλουν τις απόψεις τους στις υπόλοιπες και χρησιμοποιώντας το χρέος και τα ελλείμματα των αδυνάμων ως πρόσχημα, να καταστούν επικυρίαρχες μετατρέποντας σταδιακά στην αρχή και τώρα πια με ακραίο τρόπο, τις μικρότερες και ασθενέστερες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, ζωτικό τους χώρο μέσω μιας διαδικασίας εσωτερικής αποικιοποίησης. Ζωτικό χώρο αποκλειστικής εξυπηρέτησης των οικονομικών και γεωπολιτικών τους επιδιώξεων με οικονομικά μέσα, που διαφορετικά θα μπορούσαν να επιτύχουν μόνο με στρατιωτική επέμβαση και εισβολή, δηλαδή με ανοικτό πόλεμο και πλήρη στρατιωτική κατοχή, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο και παρακινδυνευμένο.
Τα οικονομικά μέσα αποδεικνύονται έτσι αποτελεσματικότερα των στρατιωτικών, με τις ίδιες όμως ακριβώς επιπτώσεις και χωρίς ιδιαίτερους κινδύνους από τις επιτιθέμενες δυνάμεις. Η υπεροπτική στάση και η αλαζονεία στα όρια της ξιπασιάς από την πλευρά των «νικητών» του ακήρυχτου πολέμου κατά των λαών, ιθυνόντων της ευρωένωσης και δη της Γερμανίας είναι πλέον απροκάλυπτη, στη προσπάθειά τους να καταδείξουν και στον τελευταίο αμφιβάλλοντα, ότι αυτοί είναι και κανείς άλλος!
Στις υπάρχουσες σήμερα συνθήκες είναι αδύνατη η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του ευρώ. Εφ’ όσον, για να υφίσταται ως κοινό νόμισμα, προϋποθέτει τη προσαρμογή των οικονομιών των επί μέρους κρατών στις ανάγκες του. Επίσης, όπως εξ άλλου λεπτομερώς αναλύθηκε, απηχεί συσχετισμούς στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές, πολύ μακριά από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας των επί μέρους κρατών. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική αλλαγής της φύσης και του χαρακτήρα της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, ακόμα κι αν υπήρχε η βούληση για αλλαγή αυτής της αρχιτεκτονικής, θα χρειάζονταν δεκαετίες σκληρής προσπάθειας για πραγματική σύγκλιση κοινωνιών και οικονομιών σε έναν μέσον όρο και αυτό θα προϋπέθετε τεράστιες μεταφορές πόρων από τον βορρά προς τον νότο της Ευρώπης. Τέτοια προοπτική δεν υπάρχει, όχι μόνο γιατί δεν υφίσταται η βούληση, αφού αυτή εξαρτάται άμεσα από ισχυρά συμφέροντα, αλλά ούτε ο τρόπος για να αναγκασθούν οι βόρειες χώρες, με τη Γερμανία επικεφαλής, να εφαρμόσουν ένα τέτοιο σχέδιο πραγματικής σύγκλισης.
Σε αυτό πείθουν όλες οι τελευταίες αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής, όπου δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις μετατροπής της ΕΕ σε μια ολιγαρχική ομοσπονδία υπό την επικυριαρχία των τραπεζών με επικεφαλής την Γερμανία. Ακόμη και πρόσφατα με την έγκριση του κοινοτικού προϋπολογισμού για την επόμενη επταετία, φάνηκαν καθαρά οι προθέσεις και οι κατευθυντήριες γραμμές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Όποιος επιμένει ότι υπάρχει έστω και στοιχειωδώς η παραμικρή δυνατότητα αλλαγής, στο ορατό μέλλον δεκαετιών, απλά είτε είναι εγκληματικά αιθεροβάμων, είτε πρακτορεύει αλλότρια συμφέροντα.
Πράγματι, η Ευρωζώνη, με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2013, έχει αφαιρέσει τη δικαιοδοσία από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια στην σύνταξη του προϋπολογισμού και στην εποπτεία των οικονομιών τους. Έχει αποφασιστεί επίσης η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος υπό τον απόλυτο έλεγχο της ΕΚΤ. Ενώ από τις 12 Σεπτεμβρίου 2012 έχει επίσημα ξεκινήσει να οργανώνεται η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, που προϋποθέτει την κατάλυση των εθνικών κρατών. Ο κ. Μπαρόζο έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεν αναγνωρίζεται η εθνική κυριαρχία των κρατών μελών και ότι αυτή αντικαθίσταται με την «συλλογική κυριαρχία» των οργάνων της ΕΕ. Σε λίγο, ούτε καν ελληνική ιθαγένεια θα υπάρχει έναντι της υπερισχύουσας ευρωπαϊκής, προκειμένου η εθνική επικράτεια να περάσει στην «συλλογική κυριαρχία» των Ευρωπαίων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην πρόσφατη επίσκεψη στην Αθήνα του Προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Σαμαράς αναφέρθηκε στα «ευρωπαϊκά» κοιτάσματα υδρογονανθράκων, σχετικά με τις έρευνες που γίνονται στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης για υδρογονάνθρακες. Οποιαδήποτε αναφορά σε κάθε τι ελληνικό απαλείφεται σταδιακά. Τα πάντα περνούν στην απόλυτη κυριαρχία των ισχυρών στις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη.
Ενδεχομένως κάποιος, εν πρώτοις και αγνοώντας την πραγματικότητα όπως αυτή εξελίσσεται, να μην τη θεωρήσει κακή την προοπτική της «ομοσπονδοποίησης», ελπίζοντας ότι έτσι, και εντασσόμενοι πλήρως στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, να επιλυθούν τα προβλήματά μας, έστω και σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας, η οποία ήδη αμφισβητείται αν δεν έχει ολοκληρωτικά εκχωρηθεί.
Ουδέν ψευδέστερο. Στην προσπάθεια δημιουργίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο μιας καρικατούρας της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας των ΗΠΑ, μόνο τις συνέπειες που είχαν οι γηγενείς ερυθρόδερμοι εκεί, θα υποστούν οι λαοί των επί μέρους χωρών της Ευρώπης και ιδιαίτερα του Νότου.
Με τη μεταβίβαση των πάντων στην απόλυτη κυριότητα του κεντροευρωπαϊκού «τέρατος» που δημιουργείται στον άξονα Βρυξελλών – Φρανκφούρτης, πώς θα μπορέσει να υπάρξει στοιχειώδες αίτημα αξιοπρεπούς διαβίωσης των λαών των χωρών του Νότου (και όχι μόνο); Αφού ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και υποκαθιστούμενοι από τα εκατομμύρια των μεταναστών, νομαδικοί πλέον πληθυσμοί οι ίδιοι, θα περιφέρονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για να εξασφαλίσουν κυριολεκτικά ένα ξεροκόμματο και όλα αυτά πίσω από ωραιοποιήσεις και κωδικές εκφράσεις, όπως κινητικότητα των απασχολουμένων κτλ. Πώς λοιπόν να σηκώσουν κεφάλι και να διεκδικήσουν το παραμικρό από τους επικυρίαρχους;
Οι αποφάσεις για μετατροπή του Νότου της Ευρώπης με πρώτη την Ελλάδα σε ειδικές οικονομικές ζώνες, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς στοιχειώσεις πρόνοιες για υπηρεσίες και αγαθά, που είναι απολύτως απαραίτητα για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση, καθώς και με το πέρασμα όλων των περιουσιακών στοιχείων στην κατοχή των επικυρίαρχων χωρών και των τραπεζικών ιδρυμάτων τους, έχουν παρθεί από πολύ καιρό. Αυτή είναι η νεοαποικιακή λογική που επικράτησε στις κορυφές της ευρωένωσης και αυτή έρχεται να υλοποιήσει η «συλλογική κυριαρχία» στα πλαίσια της ομοσπονδοποίησης.
Αυτές οι στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές δεν αλλάζουν, με απλή αλλαγή στους συσχετισμούς μεταξύ των κομμάτων, που διαγκωνίζονται για τη διακυβέρνηση των επί μέρους χωρών. Ενδεχομένως να αλλάξει το ύφος, αλλά η ουσία της πολιτικής θα παραμείνει η ίδια. Η αλλαγή που συνέβη στη Γαλλία την άνοιξη του 2012 με τη παράδοση της Προεδρίας από τον συντηρητικό Σαρκοζί στον «σοσιαλιστή» Φρανσουά Ολάντ είναι χαρακτηριστική.
Η (αυτοκρατορική) Ευρώπη, έχει κάνει τις επιλογές της οριστικά και αμετάκλητα, προκειμένου μέσω της «αφρικανοποίησης» του Νότου, να μπορεί να έχει υπό τον απόλυτο έλεγχό της φτηνά εργατικά χέρια. Μια ανθρωπομάζα φτηνής εργατικής δύναμης εγκλωβισμένη σε ειδικές ζώνες, ώστε να μην ενοχλείται η «αισθητική» της βιτρίνας της ισχυρής μητροπολιτικής Ευρώπης, μεταφέροντας ταυτόχρονα οτιδήποτε έχει αξία υπό την κυριότητα και ιδιοκτησία των επικυρίαρχων. Έτσι, καταργείται όμως η ατομική ιδιοκτησία στη χώρα και κάθε θεσμικό πλαίσιο που κατοχυρώνει την εργασία ως δικαίωμα. Από εδώ και πέρα η εργασία θεωρείται μόνο ως ευκαιρία. Καταργείται, επίσης, κάθε έννοια πρόνοιας και Κοινωνικού Κράτους.
Αυτή η πολιτική οδηγεί στα όρια της αντοχής όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, με πρώτες τις πλέον ευάλωτες, όπως η ελληνική. Οι άνεργοι ανέρχονται πλέον σε πολλά εκατομμύρια σε κάθε χώρα, πολλά εκατομμύρια είναι επίσης οι υποαπασχολούμενοι, χωρίς καμιά προοπτική οι νέοι, οι οποίοι από χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, φεύγουν μαζικά ως μετανάστες. Αλλά αυτό φαίνεται, να μην απασχολεί ιδιαίτερα τις ηγεσίες στην Ευρώπη, αφού ο σκοπός είναι η «ανταγωνιστική» Ευρώπη απέναντι στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας και των υπολοίπων χωρών που μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι της παραγωγής, όπως η Ινδία, η Κορέα, η Βραζιλία, κτλ, παίρνοντας ταυτόχρονα τη ρεβάνς από τους λαϊκούς και τη δημοκρατία, που ποτέ δεν «έκατσε» καλά στις απανταχού ελίτ, καταστρέφοντας οτιδήποτε προοδευτικό δημιουργήθηκε από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι σήμερα.
Δηλαδή επιδιώκουν μια Ευρώπη φεουδαλικού τύπου, με σχέσεις παραγωγής που μόνο με εκείνες του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, ή της αυτοκρατορικής Κίνας μπορεί να προσιδιάζουν. Κι αν δεν το επιδιώκουν συνειδητά, αυτό προκύπτει από τις επιλογές τους…..»[13].
Αυτή είναι η πραγματική ταυτότητα της Ε.Ε. και ο εκβαρβαρισμός το μέλλον, αν οι ίδιοι οι λαοί των χωρών που τη συναποτελούν δεν αντιδράσουν έγκαιρα, πριν τον πόλεμο και την καταστροφή που ακολουθούν συνήθως τέτοιου είδους ιστορικά εξαμβλώματα…..
[1] Από το βιβλίο «Ναζισμός και ευρωπαϊκή ενοποίηση – Το διαρκές σχέδιο της Γερμανίας του Ανδρέα Ζαφείρη – Εκδόσεις «Προμαχώνας»
[2] Εξ ου και η θέσπιση του διεθνούς βραβείου Καρλομάγνου της πόλης Άαχεν που απονέμεται κάθε χρόνο σε άτομα για τη συνεισφορά τους στην ιδέα της Ευρώπης.[3] από άρθρο του Δημήτρη Καζάκη στο προσωπικό του ιστολόγιο, με τίτλο «Τελικά από πού παίρνει «γραμμή» ο Περισσός;», σε απάντηση ανώνυμου αρθρογράφου στο «Ριζοσπάστη».[4] Από το ομόνυμο βιβλίο του Ρίχαρντ Κουντενχόβε-Καλέργκι[5] Άπαντα Λένιν, τόμος 26, σελ. 360, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».[6] Άπαντα Λένιν, τόμος 49, σελ. 119-120, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»[7] Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 385.
[8] Για την τυπική ισοτιμία των υποκειμένων ως μορφή των καπιταλιστικών σχέσεων βλ. Β. Λαπάγεβα, Ζητήματα δικαίου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986, ιδίως σελ. 43 επ. και Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, κοινωνία, τάξεις, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2005, σελ. 54 επ.
[9] Θ. Βερέμης, Βαλκάνια (από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα – δόμηση και αποδόμηση κρατών), Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2004, σελ. 134.
[10] http://europa.eu/about-eu/eu-history/1945-1959/1948/index_el.htm
[11] http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV:xy0027
[12] Από το βιβλίο του αρθρογράφου «Ευρώ ή Εθνικό νόμισμα – Χίλια ψέματα και μια αλήθεια» εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ 2013
[13] Από το ίδιο βιβλίο.
*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι Αρχιτέκτονας – μηχανικός και συγγραφέας www.hereticalideas.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου