Ο θάνατος του Οδυσσέα - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
(Από το αρχαιοελληνικό έπος στο νεοελληνικό θέατρο)
Ο θάνατος του ομηρικού Οδυσσέα απoτέλεσε αντικείμενο έρευνας, καθώς και πηγή έμπνευσης πολλών συγγραφέων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Στην Νέκυια, την ραψωδία λ της ομηρικής Ὀδυσσείας, στην οποία περιγράφεται το ταξίδι του Οδυσσέα στο βασίλειο του Άδη, υπάρχει ένας χρησμός του Τειρεσία για την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, τη νίκη του εναντίον των μνηστήρων και τον θάνατό του (λ 100 – 137).
Κατ’ αρχάς, στον χρησμό αυτό ο Τειρεσίας αναφέρεται υπαινικτικά στην οργή του Ποσειδώνα, του οποίου ο γιος έχει τυφλωθεί από τον Οδυσσέα. Γι’ αυτό και ο πολυπόθητος νόστος του ήρωα προβλέπεται δύσκολος. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του θα πρέπει να είναι συγκρατημένοι, μόλις φθάσουν στο νησί της Θρινακίας (παλιό όνομα της Σικελίας), και να μη πειράξουν τα βόδια και τα πρόβατα του Ήλιου που βόσκουν εκεί. Η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη θα είναι αργή και άσχημη, με ξένο καράβι, κι αφού ο ήρωας θα έχει χάσει όλους τους συντρόφους του. Αλλά και στο παλάτι μόλις φθάσει, θα τον περιμένουν κι άλλες συμφορές από τους μνηστήρες, που σπαταλούν την περιουσία του και θέλουν την ισόθεη γυναίκα του δική τους. Μόλις σκοτώσει τους μνηστήρες, είτε με δόλο ή φανερά, ο Οδυσσέας θα πρέπει να φύγει από τον τόπο του, κρατώντας στο χέρι του ένα κουπί, μέχρι να φθάσει σε ανθρώπους που ούτε τη θάλασσα γνωρίζουν, ούτε το φαγητό τους αλατίζουν, ούτε καν τα πλοία και τα κουπιά τούς είναι γνωστά. Κι όταν στον δρόμο του βρεθεί κάποιος οδοιπόρος, που θα του πει πως αυτό που κρατά στον ώμο του είναι λιχνιστήρι (ξύλινο, αγροτικό εργαλείο με το οποίο ξεχωρίζεται ο καρπός των σιτηρών από το άχυρο), τότε ο Οδυσσέας θα πρέπει να μπήξει στο χώμα το κουπί, να προσφέρει θυσίες στον Ποσειδώνα, κριάρι, ταύρο και κάπρο, κι έπειτα να επιστρέψει στην πατρίδα του, κι εκεί να θυσιάσει μία εκατόμβη σε όλους τους θεούς. Ο θάνατός του, ήσυχος και γλυκός, θα τον βρει μακριά από την θάλασσα (ἐξ ἁλὸς), σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω του όλοι οι λαοί του θα ζουν ευτυχισμένοι…
Στον χρησμό του Τειρεσία δεν γίνεται λόγος για τον τρόπο θανάτου του Οδυσσέα. Ο Θηβαίος μάντης προφητεύει μόνον ότι ο θάνατος του ήρωα θα επέλθει ανώδυνα, σε μεγάλη ηλικία, και ύστερα από μία ευτυχισμένη βασιλεία.
Στο έπος Τηλεγόνεια (ή Τηλεγονία), που αποδίδεται στον Ευγάμμωνα τον Κυρηναίο και αποτελεί συνέχεια της Ὀδυσσείας, παρακολουθούμε την περιπλάνηση του Οδυσσέα για τον εξευμενισμό του Ποσειδώνα, η οποία συσχετίζεται με τον προαναφερθέντα ομηρικό χρησμό. Στο δεύτερο μέρος της Τηλεγονείας συναντάμε το τραγικό θέμα πατέρα και γιου. Ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα από την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του αποβιβάζεται στην Ιθάκη, όπου και σκοτώνει τον Οδυσσέα, τον οποίο δεν γνωρίζει, με ένα δόρυ που η αιχμή του απολήγει σε αγκάθι ψαριού.
Από την Χρηστομάθεια του Πρόκλου (Homeri Opera, t. V, Τηλεγονίας β Εὐγάμμωνος, σ. 109) πληροφορούμεθα μεταξύ άλλων και τα εξής: Μετά την ταφή των μνηστήρων, ο Οδυσσέας, αφού θυσίασε στις Νύμφες, ταξίδεψε στην Ήλιδα, για να επιθεωρήσει τα βουκόλιά του. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Πολύξενο, από τον οποίο και έλαβε ως δώρο έναν κρατήρα. Έπειτα επέστρεψε στην Ιθάκη και τέλεσε τὰς ὑπὸ Τειρεσίου ῥηθεῖσας θυσίας. Στην συνέχεια πήγε στην Θεσπρωτία, παντρεύτηκε την βασίλισσα Καλλιδίκη, ηγήθηκε δε των Θεσπρωτών στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Βρύγους. Μετά τον θάνατο της Καλλιδίκης, την εξουσία ανέλαβε ο Πολυποίτης, γιος του Οδυσσέα από την Καλλιδίκη, ο δε Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη. Εν τω μεταξύ ο Τηλέγονος, ο οποίος ταξίδευε αναζητώντας τον πατέρα του, αποβιβάστηκε στην Ιθάκη κι άρχισε να λεηλατεί το νησί. Ο Οδυσσέας έσπευσε να διώξει τον επιδρομέα, ο δε Τηλέγονος, αγνοώντας ποιον είχε μπροστά του, σκότωσε τον πατέρα του, έπειτα δε μετέφερε το σώμα του Οδυσσέα στο νησί της μητέρας του, παίρνοντας μαζί του την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο, στους οποίους η Κίρκη χάρισε την αθανασία. Τέλος, ο Τηλέγονος έζησε μαζί με την Πηνελόπη, και ο Τηλέμαχος μαζί με την Κίρκη.
Ο Απολλόδωρος (Ἐπιτομή, VII, 34 κ.εξ.) αναφέρεται σε πολλά από τα προαναφερθέντα στοιχεία, και προσθέτει ότι η αιχμή του δόρατος, με το οποίο ο Τηλέγονος τραυμάτισε θανάσιμα τον Οδυσσέα, ήταν κατασκευασμένη από το κέντρον τρυγόνος (τρυγών: το σημερινό όνομα είναι «σελάχι» ή «σαλάχι». Πρόκειται για ψάρι με πιεσμένο στη ράχη και την κοιλιά σώμα, πλακοειδή λέπια, μεγάλη ουρά σαν μαστίγιο [που έχει μερικές φορές δηλητηριώδες αγκάθι], το οποίο κολυμπά γρήγορα και συνήθως κινείται σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς).
Ο Ι. Κακριδής (Ελληνική Μυθολογία. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987, Τόμος 5 Τρωικός πόλεμος, σσ. 303 – 304), αναφερόμενος στην νεκρομαντεία του Τειρεσία, παρατηρεί ότι «…οι προφητείες είναι πάντα διφορούμενες…» και ότι «πραγματικά, ο θάνατος βρίσκει τον Οδυσσέα από τη θάλασσα, όχι μόνο επειδή ο φονιάς είχε φθάσει στην Ιθάκη με καράβι, αλλά και γιατί το φονικό όπλο ήταν θαλασσινό».
Το επίθ. ἀκανθόπληξ προσδιορίζει τον Οδυσσέα και στο δράμα του Σοφοκλή Ὀδυσσεὺς ἀκανθόπληξ, από το οποίο σώζονται ελάχιστα μόνον αποσπάσματα. Κατά την σοφόκλεια παραλλαγή, ο Οδυσσέας, πριν επιστρέψει στην Ιθάκη, πήγε στην Θεσπρωτία, να ρωτήσει το μαντείο της Δωδώνης για τους κινδύνους που ενδεχομένως τον περίμεναν στην πατρίδα του. Οι ιέρειες του αποκρίθηκαν πως ο θάνατος θα τον έβρισκε από τον γιο του. Ο Οδυσσέας, αγνοώντας την ύπαρξη του γιου του Τηλεγόνου, σκέφθηκε φυσικά τον Τηλέμαχο. Έτσι, γύρισε στην Ιθάκη και πήγε πρώτα σαν άγνωστος ταξιδιώτης στον Εύμαιο, ο οποίος στη συνέχεια τον οδήγησε στο παλάτι. Ο Οδυσσέας, λυτρωμένος για λίγο από τον φόβο του θανάτου, μετά την πληροφορία για την απουσία του Τηλεμάχου, εμφανίστηκε στην Πηνελόπη, κι έπειτα συμφώνησε με τους μνηστήρες να φύγουν από το παλάτι, με τον όρο να τον αποζημιώσουν για όσες ζημιές είχαν προκαλέσει κατά την διάρκεια της απουσίας του. Όταν ο Οδυσσέας έμαθε πως κάποιο καράβι είχε αράξει στην Ιθάκη, και πως οι ναύτες είχαν βγει έξω για λεηλασίες, έτρεξε με τον στρατό του, να τους διώξει. Χτυπήθηκε όμως από τον αρχηγό των επιδρομέων μ’ ένα κοντάρι, που αντί για σιδερένια λόγχη είχε το αγκάθι ενός σαλαχιού. Ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στο παλάτι, όπου παραπονέθηκε για το μαντείο που τον είχε γελάσει, λέγοντάς του να φυλάγεται από τον γιο του, ενώ τελικά χτυπήθηκε από κάποιον ξένο. Σύντομα όμως φανερώθηκε πως ο φονιάς ήταν ο γιος του Τηλέγονος, που του είχε γεννήσει η Κίρκη.
Η πλοκή του απολεσθέντος δράματος του Σοφοκλή Εὐρύαλος, στο οποίο γίνεται και πάλι λόγος για τον θάνατο του Οδυσσέα, απαντά στα Ἐρωτικὰ παθήματα του Παρθενίου (Γ΄ Περὶ Εὐίππης): Όταν ο Οδυσσέας σκότωσε τους μνηστήρες, πήγε στην Ήπειρο, για να πάρει χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης, και φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Τυρίμμα. Η Ευίππη, κόρη του βασιλιά, γέννησε από τον Οδυσσέα τον Ευρύαλο, όταν ο Οδυσσέας βρισκόταν πια στην πατρίδα του. Μετά από χρόνια, η Ευίππη έστειλε τον Ευρύαλο στην Ιθάκη, για να βρει τον πατέρα του και να του παραδώσει ένα γράμμα με μυστικά σημάδια, αποδεικτικά της ταυτότητάς του. Εκείνη την ημέρα ο Οδυσσέας απουσίαζε από το παλάτι, και η Πηνελόπη, κρατώντας το γράμμα στα χέρια της και έχοντας από καιρό πληροφορηθεί την παράνομη σχέση του άντρα της, αποφάσισε να εξοντώσει τον Ευρύαλο. Έτσι, μόλις ο Οδυσσέας επέστρεψε, πείστηκε από την γυναίκα του πως ο νεαρός ξένος είχε έρθει, για να τον δολοφονήσει. Ο Οδυσσέας ξεγελάστηκε και σκότωσε τον Ευρύαλο, πριν ακόμη εκείνος προλάβει να του μιλήσει. Όμως, η τιμωρία δεν άργησε· ο παιδοκτόνος σύντομα βρήκε τον θάνατο από έναν άλλο νόθο γιο του, τον Τηλέγονο.
Ο γραμματικός Σέρβιος (4ος αι. μ.Χ., επί του αυτοκράτορος Θεοδοσίου), σχολιάζοντας τον στ. 44 του 2ου βιβλίου της Αἰνειάδος, αναφέρει και αυτός ότι ο Οδυσσέας σκοτώθηκε από τον γιο του Τηλέγονο, στο τέλος δε αυτού του σχολίου, ο Σέρβιος επανέρχεται στο ίδιο θέμα, προσθέτοντας ότι ο Οδυσσέας πέθανε είτε από γεράματα είτε από τον Τηλέγονο, χτυπημένος από το κέντρον θαλάσσιου κήτους.
Ο Οράτιος (Carmina, III, 29, 8), κάνοντας λόγο για την ίδρυση της πόλης Tusculum από τον γιο του Οδυσσέα και της Κίρκης, χαρακτηρίζει τον Τηλέγονο ως πατροκτόνο.
Ο Οβίδιος (Tristia, I, 1, 114) αναφέρει τον Οιδίποδα και τον Τηλέγονο ως χαρακτηριστικά παραδείγματα πατροκτόνων.
Από τον Λατίνο μυθογράφο Υγίνο (Fabulae, 127) αντλούμε διάφορα νέα στοιχεία: 1) ότι ο Τηλέγονος οδηγήθηκε στην Ιθάκη από κάποια τρικυμία, και εξαντλημένος από την πείνα άρχισε να λεηλατεί τους αγρούς, 2) ότι ο Τηλέμαχος συνόδευσε τον Οδυσσέα σ’ αυτή την επίθεση εναντίον των επιδρομέων, 3) ότι ο θάνατος του Οδυσσέα ήταν σύμφωνος μ’ έναν χρησμό, quod ei responsum fuerat ut a filio caveret mortem, και 4) ότι η επιστροφή στο νησί της Κίρκης και οι γάμοι του Τηλεγόνου με την Πηνελόπη και του Τηλεμάχου με την Κίρκη συνέβησαν μετά από διαταγή της θεάς Αθηνάς.
Το θέμα της ακούσιας πατροκτονίας βρίσκεται, ως γνωστόν, και στον μύθο του Οιδίποδα. Γενικά, η σύγκρουση πατέρα και γιου αποτελεί ένα σύνηθες μοτίβο της παγκόσμιας μυθολογίας, και απαντά σε γερμανικές, ιρλανδικές και περσικές παραδόσεις.
Ο Αισχύλος, θέλοντας να αποφύγει την πατροκτονία, παράλλαξε το θέμα. Έτσι, στο υπ’ αριθ. 275 της έκδοσης Radt απόσπασμα του απολεσθέντος δράματος Ψυχαγωγοί, αναφέρεται σε κάποια άλλη προφητεία του Τειρεσία για τον θάνατο του ομηρικού ήρωα. Συγκεκριμένα, ο μάντης, απευθυνόμενος στον Οδυσσέα, προλέγει ότι ο θάνατός του θα προέλθει από το αγκάθι κάποιου ψαριού που θα βρίσκεται μέσα στην κουτσουλιά ενός ερωδιού, ο οποίος κάποτε θα πετάξει πάνω από το κεφάλι του.
Ο ιστορικός Θεόπομπος (Müller FHG, 114, σ. 296) αναφέρει μία άλλη εκδοχή για τον θάνατο του Οδυσσέα: όταν ο ήρωας επέστρεψε στην Ιθάκη, βρήκε την Πηνελόπη να έχει συνάψει ερωτικές σχέσεις με τους μνηστήρες, και γι’ αυτό εγκατέλειψε το νησί του, πήγε στην Τυρρηνία, εγκαταστάθηκε στην Γορτυνία, όπου και πέθανε δολοφονημένος από τους κατοίκους της. Η πληροφορία του ιστορικού για την δολοφονία του Οδυσσέα από τους κατοίκους της Γορτυνίας δεν απαντά σε άλλο κείμενο.
Κατά τον Απολλόδωρο (Ἐπιτομή, VII, 40), ο Νεοπτόλεμος, επιθυμώντας να γίνει κυρίαρχος της Κεφαλληνίας, εξόρισε τον Οδυσσέα, ο οποίος κατέφυγε στην Αιτωλία, όπου παντρεύτηκε την κόρη του Θόαντος, από την οποία και απέκτησε έναν γιο, τον Λεοντοφόνο, και πέθανε εκεί, σε μεγάλη ηλικία.
Από τον Δάντη, τον κορυφαίο ποιητή της Ιταλίας, ο Όμηρος χαρακτηρίζεται ως ο «ποιητής των ποιητών», τοποθετούμενος ακόμη πιο ψηλά και από τους κυριότερους εκφραστές της ρωμαϊκής παράδοσης, τον Οράτιο και τον Οβίδιο. Όμως, οι πρωταγωνιστές των ομηρικών επών, αυτοί στους οποίους η απαράμιλλη τέχνη του Ομήρου χάρισε την αθανασία, περιγράφονται στην Θεία Κωμωδία, ιδιαίτερα στην Κόλαση, ως αρνητικά παραδείγματα. Ειδικά ο Οδυσσέας αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν, αφού βαρύνεται για την καταστροφή της Τροίας.
Στο 26ο άσμα της Κόλασης, ο Δάντης διηγείται μεταξύ άλλων ότι, όταν έφτασαν με οδηγό τον Βιργίλιο στον 8ο Κύκλο, συνάντησαν εκεί τις ψυχές του Διομήδη και του Οδυσσέα τυλιγμένες στις φλόγες. Ο Δάντης θέλησε να τους μιλήσει, αλλά τον συγκράτησε ο Βιργίλιος, ο οποίος τελικά πήρε ο ίδιος τον λόγο και τους παρακάλεσε να διηγηθούν ποιο τέλος είχε η ζωή τους. Παραθέτω τους 10 τελευταίους στίχους αυτού του άσματος, όπου μιλάει ο Οδυσσέας για τον θάνατό του. Η μετάφραση είναι του Τάκη Παπατσώνη:
…Τότε μπροστά μας
ορθώθηκε ένα όρος. Από το μάκρος
που μας ξεχώριζε φαινόταν σκοτεινό, και όσο για το ύψος,
ποτέ μου δεν θυμόμουν ψηλότερο να ’χω αντικρίσει.
Τρελά χαρήκαμε σαν το είδαμε, μα η αναγάλλια
γρήγορα γύρισε σε θρήνο, γιατί απ’ τη νέα τη γη
ένα μπουρίνι ξέσπασε και χτύπησε σκληρά
την πλώρη μας, τρεις γύρους έκανε στα κύματα
το ξύλο μας, μα η τέταρτη ύψωσε την πρύμη μας,
τότε που η πλώρη βούλιαζε στον σίφουνα. Ήταν βουλή θεού,
το κύμα μάς κουκούλωσε, εκλείστη η θάλασσα από πάνω μας.
Κατά τον Δάντη, ο Οδυσσέας ξανάφυγε από την Ιθάκη, πέρασε το Γιβραλτάρ, ίδρυσε την Λισσαβόνα και πνίγηκε στον Ωκεανό από ανεμοθύελλα.
Ο Άγγλος ποιητής Tennyson, ο κυριότερος εκπρόσωπος της βικτωριανής ποίησης (2ο μισό του 19ου αι.), έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Οδυσσέας, το οποίο περιέχεται στην συλλογή του Ποιήματα (1842), επηρεασμένη από το κλίμα του ρομαντισμού. Ο ποιητής βασίστηκε στην μεθομηρική παράδοση σχετικά με την ζωή και τον θάνατο του Οδυσσέα, που είχε ακολουθήσει ο Δάντης. Ενδεικτικό το ακόλουθο απόσπασμα του ποιήματος, το οποίο έχει την μορφή ενός μονoλόγου του Οδυσσέα. Η μετάφραση είναι του Μαρίνου Σιγούρου:
…Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ’ αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν…
Ο Νίκος Καζαντζάκης συνέθεσε την Οδύσσεια, ένα πραγματικά τιτάνιο έργο, αποτελούμενο από 33.333 στίχους· το άρχισε το 1924 στο Ηράκλειο, και το ολοκλήρωσε το 1938 στην Αίγινα. Ο συγγραφέας ταυτίστηκε με τον ελεύθερο, αδάμαστο και ασυμβίβαστο Οδυσσέα, που πάντοτε ταξίδευε μέσα του, που εξουσίαζε και περιγελούσε θεούς και ανθρώπους, θάλασσα κι ουρανό. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης γράφει για το έργο του: «Η Οδύσσεια συνεχίζει το τεράστιο έπος της άσπρης φυλής – τον Όμηρο. Κλει ένα κύκλο που τόσοι αιώνες τον αφήκαν ανοιχτό…». Και ο Παντελής Πρεβελάκης (Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Αθήνα 1958, σσ. 111 – 112) αναφέρει: «Ο πολυπλάνητος έχει γυρίσει στην Ιθάκη, σκότωσε τους μνηστήρες. Η νέα Οδύσσεια αρχίζει μ’ ένα λουτρό καθαρμού, που προμηνά μια νέα ζωή. Ποια θα ’ναι αυτή, θα το μαρτυρήσει το Ποίημα… Οι Μοίρες που τον έχουν μοιράνει – ο Τάνταλος, ο Προμηθέας κι ο Ηρακλής – έχουν φυτέψει στο στήθος του μιαν “άπατη” καρδιά, και στο κρανίο του ένα “σπόρο μεγάλο φως”· στο χέρι του έχουν βάλει το “σιδερό μαχαίρι”. Ο Οδυσσέας δεν είναι καμωμένος για να σαπίσει στην Ιθάκη». Πράγματι, ο Οδυσσέας δεν μπορεί πια να μείνει κοντά στην φρόνιμη ή άφρονη Πηνελόπη. Ένας θεός κι ένας δαίμονας παλεύουν μέσα του. Παίρνει μερικούς εθελοντές, διαλεχτά παλικάρια, αρματώνει το καράβι του, κι αρμενίζει για το Νότιο Πόλο. Η μοναξιά του είναι απόλυτη: «μεγάλη λεύτερη χαρά»! Ο ήλιος πνίγεται ολοένα στην καταχνιά, η μέρα λιγοστεύει, τα ρέματα δυναμώνουν. Πολικό σέλας… Την ίδια νύχτα το καράβι του τσακίζεται στα βράχια… Ο καραβάς πατάει στεριά, φθάνει σε ένα χωριό που σπιθοβολά μες στη νύχτα. Ξεχειμωνιάζει με τους ντόπιους. Παγωνιά, πείνα, κοσμικός τρόμος… Ο καιρός ανοίγει. Ο Οδυσσέας ρίχνει στο νερό την καινούργια πλωτή του… Ο ποιητής παρακαλιέται τον Ήλιο να πάρει στην αγκάλη του τον Οδυσσέα. Ο Ήλιος τον θρηνά, ο Χάρος θρονιάζεται στην πλώρα, αντίκρυ στον καπετάνιο. Ο Οδυσσέας σταυρώνει τα χέρια του, αφήνει το ρέμα να τον πάρει… Αποχαιρετάει και εγκωμιάζει: το χώμα, το νερό, τη φωτιά, τον αγέρα· τέλος, το Νου, το μεγάλο πρωτομάστορα που τα έσμιγε. Ένα παγόβουνο διαβαίνει μπρος στον Οδυσσέα… Πέφτει στο νερό, σκαρφαλώνει στο κρούσταλλο. Ξαρμάτωτος, ολόγυμνος! Ο ήλιος τον θρηνά, η θάλασσα τον μοιρολογιέται. Ο «μέγας αθλητής» ρίχνει, σα λύχνος που σβήνει, μιαν ύστερη αναλαμπή· είναι ένα προσκλητήριο: «Όσοι πιστοί, νεκροί και ζωντανοί, συντρόφοι αγαπημένοι!». Το άκουσμα το άκουσαν οι συντρόφοι του: νεκροί και ζωντανοί… Το καραβάνι των ίσκιων θρονιάζεται πάνω στο παγόβουνο. Κανένας δε λείπει! Ακόμα και τα πράματα που αγάπησε ο Οδυσσέας φτάνουνε σα σύννεφα: πωρικά, λουλούδια, λαλούμενα… Τελευταίοι πατούν… οι τρεις μυθικοί πρόγονοι: ο Τάνταλος, ο Προμηθέας κι ο Ηρακλής. Στήνονται καταμεσίς σαν άλμπουρα… Το παγόβουνο αρμενίζει σαν πάχνη. Ακούγεται ο «λάλος του γυρισμού». Εξαΰλωση! Ο νους του Οδυσσέα πηδάει, λευτερώνεται «κι απ’ το στερνό κλουβί, τη λευτεριά του» (Πρεβελάκης, σσ. 121 – 123).
Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη – συγγραφέας των μυθιστορημάτων Τα δέντρα, Τα ψάθινα καπέλα και Ο άλλος Αλέξανδρος, και σεναριογράφος της Μαγικής πόλης του Νίκου Κούνδουρου, και της Φαίδρας του Jules Dassin – έγραψε, το 1967 στα γαλλικά και το 1972 στα ελληνικά, το θεατρικό έργο Το μυστικό κρεβάτι, με θέμα τον θάνατο του Οδυσσέα. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο Μυθικό Θέατρο και περιλαμβάνει δύο ακόμη θεατρικά έργα της Λυμπεράκη, την Γυναίκα του Κανδαύλη και τις Δαναΐδες. Εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1980, από τις εκδόσεις Ερμής, οι δε θεατρικές παραστάσεις του έργου Το μυστικό κρεβάτι δόθηκαν, το 1995, στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κομοτηνής.
Στην ομηρική νεκρομαντεία του Τειρεσία η Λυμπεράκη προσθέτει ότι ο Οδυσσέας θα χτυπηθεί από κάποιον που του μοιάζει. Έτσι, ο ήρωας περιμένει τον θάνατό του από το χέρι του μονάκριβου γιού του, του Τηλεμάχου. Όμως, ένας άλλος γιός, άγνωστος, ξένος, θα τον σκοτώσει, ο Τηλέγονος. Και η Πηνελόπη θα μεταβιβάσει το μυστικό του κρεβατιού, το ερωτικό μυστικό, από πατέρα σε γιό, από τον Οδυσσέα στον Τηλέγονο.
Τα πρόσωπα του έργου είναι: ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος και ο μάντης Θεοκλύμενος (ήρωες ομηρικοί), ο Τηλέγονος και οι δούλες του παλατιού της Ιθάκης, πρόσωπα βουβά, ευκίνητα, ίσως χορεύτριες. Οι 16 σκηνές του έργου διαδραματίζονται είτε στην αυλή του παλατιού της Ιθάκης, με θέα προς τη θάλασσα, είτε στο νυφικό δωμάτιο, είτε σε μια παραλία.
Η Λυμπεράκη ακολουθεί πιστά το ομηρικό κείμενο σε αρκετά σημεία του έργου της. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, η προφητεία του Τειρεσία αρχίζει να ξεδιπλώνεται, καθώς ο Οδυσσέας διηγείται στην Πηνελόπη την συνάντησή του με τον άλλο οδοιπόρο, μιμούμενος τα δύο πρόσωπα, μ’ ένα κουπί στον ώμο.
Σε όλο το έργο πλανιέται ο χρησμός του Τειρεσία· μοιάζει με παρουσία παντοδύναμη, που κινεί τα νήματα της δράσης, προκαλεί συναισθήματα, ρυθμίζει τρόπους συμπεριφοράς, υπαγορεύει λόγια και σιωπές. Ο Θηβαίος μάντης ακολουθεί τον Οδυσσέα της Λυμπεράκη σαν σκιά επίμονη, στις σκέψεις, στα λόγια, στα όνειρά του: Νομίζω πως ονειρεύτηκα τον Τειρεσία. Το ταξίδι μου στη χώρα των νεκρών, το ξανάκανα ετούτη τη νύχτα, στον ύπνο μου… Όταν ο ήλιος ανέβει λίγο ακόμη θα κατέβω στην παραλία. Έχω όρεξη να κολυμπήσω, να διαλυθούνε τα όνειρα, και τα καλά και τα κακά. Θα ξαναπάρω τις νεανικές μου συνήθειες, ίσως έτσι ξαναβρώ και τη νεανική μου ρώμη…
Ο χρησμός του Τειρεσία κρατά συνεχώς δέσμιο τον ήρωα: Πηνελόπη, πρέπει να ξαναφύγω. Ξύπνα. Ξύπνα. Γυρίζω απ’ τους νεκρούς. Πλέοντας όλο προς τη δύση, βρέθηκα στη χώρα των νεκρών, ρώτησα το νεκρό Τειρεσία για το γυρισμό μου, κι εκείνος μου ’πε πως μια δοκιμασία ακόμα με περιμένει, μια δοκιμασία φοβερή. Πρέπει να ξαναφύγω μ’ ένα κουπί στον ώμο, να πάω από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα, να περπατάω συνέχεια ωσότου συναντήσω ανθρώπους που δε γνωρίζουν τη θάλασσα. Μια μέρα, στο δρόμο μου, θ’ ανταμώσω έναν άλλον οδοιπόρο που θα με ρωτήσει: «Γιατί έχεις ένα δίκρανο στον ώμο;» Την ημέρα αυτή, και στο ίδιο μέρος, θα φυτέψω το κουπί μου στη γη. Και θα γυρίσω στην πατρίδα, στην Ιθάκη. Αργότερα είπε, όταν θα ’μαι πια γέρος, θα ’ρθει προς εμέ ο θάνατος, θα ’ρθει από τη θάλασσα. Από τη θάλασσα; Ή μακριά από τη θάλασσα; Η Πηνελόπη μάταια προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Ο Οδυσσέας εξακολουθεί να ανησυχεί, να αναρωτιέται: Από πού θα ’ρθει θάνατος; Από τη θάλασσα ή μακριά απ’ τη θάλασσα; Και ποιος θα με χτυπήσει; Υποψιάζεται τον Τηλέμαχο, τον οποίο και αποφασίζει να εξορίσει στην Κεφαλληνία. Αργότερα, όμως, το μετανιώνει, πείθεται και ηρεμεί. O Τηλέμαχος ανησυχεί, καθώς είναι βέβαιος ότι αυτός, σύμφωνα με τον χρησμό, θα σκοτώσει τον πατέρα του. Αργότερα αποχαιρετά τους γονείς του και φεύγει. Ο Οδυσσέας εκφράζει στην Πηνελόπη την λύπη αλλά και την ανακούφισή του για την φυγή του Τηλεμάχου, το κέφι του να κατέβει στη θάλασσα με τα σκυλιά, και την επιθυμία του να βρεθούν επιτέλους μόνοι το βράδυ.
Στην 12η σκηνή, όπου πλέον φαίνεται καθαρά η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση της συγγραφέως από τα ομηρικά δεδομένα, και η επίδρασή της από τον Ευγάμμωνα και τον Σοφοκλή, παρακολουθούμε την συνάντηση, στην παραλία, του Τηλεγόνου που μόλις έχει φτάσει και του Τηλεμάχου που είναι έτοιμος να φύγει.
Το κεντρικό γεγονός διαδραματίζεται στην 13η σκηνή, όπου πραγματοποιείται η μοιραία συνάντηση του Τηλεγόνου με τον Οδυσσέα. Ο Τηλέγονος κραυγάζει: Μ’ ακούς; Τί κάνεις; Τί θες να κάνεις; Να με σκοτώσεις; Μη με σκοτώσεις. Είμαι ο γιός του Οδυσσέα. Κι έρχομαι απ’ τα πέρατα της γης για να τον βρω. Θέλω να δω τον πατέρα μου, θέλω να τον γνωρίσω, είμαι ο γιός του Οδυσσέα, και κρατώ μαζί μου σύμβολα αναγνώρισης, αποδείξεις που μου ’δωσε η μάνα μου. Είμαι ο γιος του βασιλιά αυτού του τόπου. Μη με σκοτώσεις. Κι έπειτα, σκύβει για να γλυτώσει από το βέλος. Παίρνει το τόξο του και σημαδεύει. Το τόξο βρίσκει τον Οδυσσέα, που σωριάζεται νεκρός. Τα σκυλιά του ουρλιάζουν. Ο Τηλέγονος βρίσκεται μπροστά στο πτώμα του Οδυσσέα, και ο Τηλέμαχος, που στην αρχή δεν βλέπει το πτώμα, τρέχει προς αυτόν. Σκύβουν κι οι δύο πάνω από το πτώμα, και ο Τηλέμαχος μονολογεί: Κόκκαλο από ψάρι, από πελώριο σαλάχι που ζει σε μακρινές θερμές θάλασσες. Το φαρμακωμένο βέλος ήρθε λοιπόν από τη θάλασσα. Σαν κι εσένα. Ποιο είναι τ’ όνομά σου; Τα δυο αδέλφια αποκαλύπτουν τα ονόματά τους και δίνουν τα χέρια πάνω από το πτώμα του πατέρα τους. Ο Τηλέμαχος φεύγει για το νησί της Κίρκης, και ο Τηλέγονος πηγαίνει στο παλάτι να αναγγείλει το τραγικό νέο στην Πηνελόπη.
Στην τελευταία σκηνή (νύχτα, μέσα στο νυφικό δωμάτιο), η Πηνελόπη εξομολογείται στον Τηλέγονο: Κοίταξε αυτό το κρεβάτι. Είναι καρφωμένο στη γη. Ριζωμένο στη γη. Είναι κορμός ελιάς. Ο Οδυσσέας δεν θέλησε να κόψει το δέντρο αυτό που φύτρωνε στην αυλή όμορφο και δυνατό. Έτσι έχτισε τους τοίχους της κάμαράς μας γύρω από την ελιά. Έκοψε το φύλλωμά της, τα κλαδιά, ένα μέρος του κορμού και κράτησε το άλλο σα βάση. Ο ίδιος διακόσμησε τη βάση του κρεβατιού με ασήμι και φίλντισι. Κι από την μια άκρη στην άλλη τέντωσε λουρίδες από πετσί κόκκινο χτυπητό. Ήταν το μυστικό μας. Τώρα το ξέρεις. Η περιγραφή αυτή του κρεβατιού από την Λυμπεράκη σχετίζεται άμεσα με την ομηρική περιγραφή, που απαντά στην ραψωδία ψ 184 – 204.
Το Μυστικό κρεβάτι της Μαργαρίτας Λυμπεράκη τελειώνει με τον συναρπαστικό μονόλογο του Τηλεγόνου προς την Πηνελόπη: Όταν η μάνα μου έκλαιγε από ζήλεια για σένα, έπινα τα δάκρυά της, ο πόνος της με πλημμύριζε με ανεξήγητη ευδαιμονία. Μια μέρα αυτή τη γυναίκα θα την δω, θα την συναντήσω, έλεγα στον εαυτό μου. Η μάνα μου έκλαιγε με λυγμούς, έκρυβα τη λαχτάρα μου μέσα στα μουσκεμένα από τα δάκρυα μαλλιά της, μέσα στον κόρφο της που ήταν ωραίος κι αρμυρός σαν τη θάλασσα. (Η Πηνελόπη τον ακούει σαν σε όνειρο. Πλησιάζει ο ένας τον άλλον). Είσαι πιο ψηλή και πιο όμορφη απ’ την Πηνελόπη, αλλά η Πηνελόπη μού λείπει, της είπε ο πατέρας μου την τελευταία μέρα, και πριν χωριστούν κάναν έρωτα μπροστά μου στην αμμουδιά. Τα κορμιά τους πάνω στην άμμο πήραν το χρώμα του ήλιου που έδυε, το κάθε χαλίκι πήρε το χρώμα του ήλιου που έδυε. Η νύχτα όμως έπεσε απότομα. Άκουγα τη θάλασσα ν’ ανασαίνει.
Βάσει των προαναφερθέντων κειμένων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Οδυσσέα προήλθε, σύμφωνα με τις περισσότερες παραλλαγές, από το δόρυ του γιου του Τηλεγόνου, που απέληγε σε κέντρον θαλασσίας τρυγόνος. Το βέβαιο είναι ότι όλοι οι συγγραφείς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, – με εξαίρεση τον Θεόπομπο (Müller FHG, 114, σ. 296) και τον Απολλόδωρο (Ἐπιτομή, VII, 40) – συνδέουν τον θάνατο του ήρωα, όπως άλλωστε και τις κακουχίες ολόκληρης της ζωής του, με τη θάλασσα. Η επικρατέστερη αυτή εκδοχή διατυπώνεται με λιτότητα και σαφήνεια από τον Ευστάθιο (Ὀδ. 1676, 48 – 49): …καὶ οὕτω τῷ κατὰ θάλασσαν ἀεὶ κακῶς πράττοντι ἐκ θαλάττης αὖθις ὁ θάνατος, ὃς ἔπεφνεν αὐτόν…
Σημείωση: Η αρχική μορφή αυτού του άρθρου, η οποία περιέχει περισσότερα στοιχεία, έχει δημοσιευτεί πρόσφατα στην «Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών» (Τόμος ΜΓ΄ [2011 – 2012] Αθήνα 2012, σσ. 379 - 396).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου