Ιωλκός – ε’ μέρος
ο ότι έχω διαπιστώσει αμέτρητες φορές πως η «μαύρη πλευρά» διαβαίνει τους ίδιους δρόμους μ’ εμένα, αφ’ ενός με τσατίζει, αφ’ ετέρου με γεμίζει χαρά.
Γιατί;
Διότι επιβεβαιώνομαι πως βαδίζω στον σωστό δρόμο.
(Μου δίνει ένα απερίγραπτο αίσθημα τρομερής ευφορίας, το να χρησιμοποιώ τα λαμόγια ως «λαγούς»!)
Με την Ιωλκό -καί με την ευρύτερη περιοχή-, λοιπόν, συμβαίνουν πολλά περίεργα. Τα οποία εννοείται πως παρακολουθώ προσεκτικά. Γι’ αυτό, μην επιθυμώντας προς το παρόν να κυριολεκτήσω γιά πρόσωπα καί καταστάσεις, θα ραψωδήσω τον χορό των μεταμφιεσμένων! :-)
1. Ο καλός άνθρωπος
Ας πούμε («ας πούμε», λέω), ξεκινώντας το παραμύθι μας, ότι σε μιά όμορφη μικρή πόλη της Ελλάδας καταφθάνει προπολεμικά ένας αλλοδαπός. Καλός άνθρωπος, λέει, μορφωμένος, λέει, καί με πολλά ενδιαφέροντα. Μεταξύ των οποίων καί η Αρχαιολογία – ερασιτεχνικώς πως.
Ο καλός άνθρωπος, προφανώς διαθέτων καί καλά λεφτά, αγοράζει μιά μεγάλη έκταση. Αργότερα αγοράζει καί τις γειτονικές της εκτάσεις, καί τελικά φτιάχνει μιά μεγάλη ιδιόκτητη έκταση, την οποία καί δενδροφυτεύει. Έλα, όμως, που ναί μεν, την έκταση τη διάλεξε ο ίδιος, αλλά καί το μαλθακισμένον Ψευτορωμαίϊκον του έχει δώσει άδεια να στρογγυλοκάτσει καί να χτίσει απάνω σε (ήδη γνωστά) …αρχαία!
Τα οποία αρχαία αυτά από κάτω τους κρύβουν κάτι ακόμη αρχαιότερο.
Οι ιθαγενείς ψιλογνωρίζουν γιά τ’ αρχαία (όχι γιά το αρχαιότερο), αλλά διαχρονικώς ζούν στην κοσμάρα τους. Έτσι, ένας Ζεύς οίδε εάν καί τί ανέσκαψε / άρπαξε / φυγάδευσε ο καλός άνθρωπος. Ο οποίος μπορεί να ήξερε, μπορεί καί να μην ήξερε γιά το «αρχαιότερο» – αλλά είναι σίγουρο πως το ανακάλυψε. (Τόσα χρόνια μέσα στο κτήμα του, δεν νομίζω πως διαρκώς κυνηγούσε τα σπουργίτια με τη σφεντόνα.)
Εν πάει περιπτώσει, περνάνε τα χρόνια κι οι καιροί, καί μία κακή ψυχρή κι ανάποδη πρωΐα εισέρχονται στη μικρή πόλη οι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου, ως ένοπλοι κατακτητές. Ο καλός άνθρωπος μπαίνει μπροστά στην υποδοχή καί λέει στους συμπατριώτες του να μην πειράξουν τους ιθαγενείς, διότι πρόκειται γιά καλά νομιστεράκια. Οι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου όντως το τηρούν αυτό…
…Ώσπου, μιά άλλη μέρα, τους έρχεται εντολή να κυνηγήσουν κάτι άλλους αποικιοκράτες, που ζούσαν επί χρόνια ανάμεσα στους ιθαγενείς.
Αυτοί οι αποικιοκράτες, τώρα, ήσαντε κάτι πολύ παράξενα άτομα – πιστεύανε έναν απαίσιο θεό ονόματι «Σαββάτ»; «Σαυράτ»; κάπως έτσι, καί (προσπαθώντας να του μοιάσουνε) ήσαν απαίσιοι κι οι ίδιοι. Περιττό να πω ότι αυτούς τους σιχαμερούς δεν τους ήθελε κανένας γιά παρέα.
Κανένας; όχι ακριβώς. Κάμποσοι (βλαμμένοι; ) ιθαγενείς τους συμπαθούσαν – όπως (γιά τους δικούς του λόγους) τους συμπαθούσε κι ο καλός άνθρωπος. Έτσι, αυτή η μικρή ομάδα σκέφτηκε να τους ανακατέψει με τους ιθαγενείς, ώστε να μην τους πάρουν χαμπάρι οι ένοπλοι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου καί τους φονεύσουν. Πώς; δίνοντάς τους ταυτότητες με (κατασκευασμένα) ονόματα ιθαγενών, καί φυγαδεύοντάς τους στα κοντινά ορεινά χωριά.
2α. Ο άνθρωπας του μεντρεσέ
Ένθ’ «άνθρωπας» (ή -ιδιωματικώς εν τήι καθαρευούσηι- «άνθρωψ») είναι ο άνθρωπος των καταστάσεων, ώ καλοί κι αγαθοί αναγνώστες μου, που δεν ξέρετε από τέτοια.
Ξαναπερνάνε, λοιπόν, χρόνια καί καιροί. Κι ένα ωραίο πρωϊνό, οι ιθαγενείς βλέπουν -μάλλον ευχαριστημένοι- στην πόλη τους να έχει ιδρυθεί μέγα ιεροδιδασκαλείον («μεντρεσές», Τουρκιστί), καί να παραδίδει μαθήματα. Έμβλημα του γκράν μεντρεσέ είναι ένα …μεταλλαγμένο γαϊδούρι, το οποίο οι ιθαγενείς αποκαλούν «Λιβερπούλαυρο»; «Λονδίναυρο»; «Κένταυρο»; κάπως έτσι.
Ο γράφων δεν δίνει σημασία. Κάτι τέτοια ονόματα έχουν πλημμυρίσει την Ελλάδα, κι έχουν αποκεφαλίσει την πρωτοτυπία. Κάτι ονόματα όπως «Αερικό» καί «Λιόγερμα» σ’ εξοχικές καφετέριες, «Στροφιλιά» σε ταβέρνες, «Όμηρος» σε βιβλιοπωλεία, καί «Λονδίναυρος» σε ο,τιδήποτε απάνω στο βουνό Υφήλιον (από καφενεία, μέχρι παράγκες που πουλάνε βότανα γιά την ποδάγρα), ομοιομορφία του κερατά κι άσ’ τα να πάνε δηλαδής. Σαν τα τσολιαδάκια στα καταστήματα αναμνηστικών.
Όμως, κάτι δεν πάει καλά: οι παμπάλαιοι μύθοι των ιθαγενών μας πληροφορούν πως αυτοί οι «Λονδίναυροι» δεν ήσαντε καθόλου καλά παιδιά. Πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων.
‘Μπάσ’ περ’πτώσ’, η ζωή συνεχίζεται – κι ο γράφων δε σταματάει να βγαίνει απ’ το σπίτι του, περπατώντας στους δρόμους της πόλης. Σε συναντήσεις, λοιπόν, αρκετοί ιθαγενείς (γνωστοί του γράφοντος) του υπέδειξαν μ’ ενθουσιασμό το έμβλημα με το γαϊδούρι ψηλά απάνω στο ντουβάρι, αναφωνούντες θριαμβευτικώς: «- Είδες; ο Ψείρων!« (Χαιρόντουσαν οι έρμοι, διότι ο Ψείρων κι ο αδερφός του, ο Βόλος, ήσαντε τα μόνα καλά παιδιά ανάμεσα στους Λονδίναυρους.)
Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, όμως, ο γράφων τους γείωνε συστηματικώς.
«- Γιατί; Πού το είδες; Γράφει πουθενά τη λέξη ‘Ψείρων’;»
Ο μέσος ιθαγενής κατά κανόνα έμενε ελαφρώς ηλεκτροπληγμένος, αλλά συνερχόταν γρήγορα. «- Τί σημασία έχει;», απαντούσε. «Αυτός είναι!»
Αμ, δέ!!!
Δύσκολο, όμως, έως αδύνατον να κάνεις σ’ άσχετους ιθαγενείς ταχύρρυθμο σεμινάριο περί συμβόλων, «όπως επάνω, έτσι καί κάτω», «οι σκέψεις γίνονται πράξεις» (κτλ κτλ) – καί δή, στα όρθια. Οπότε, ο γράφων απλώς χαμογελούσε κι έφευγε, χωρίς περαιτέρω σχόλια.
Αλλά, είτε επειδή τυγχάνει φιλοπερίεργο άτομο, είτε επειδή τα νέα στις μικρές πόλεις διαδίδονται με την ταχύτητα ηλεκτρικού ρεύματος σε καλώδιο, μαθαίνει μιά ωραία πρωΐα ότι ένας κάποιος άνθρωψ, κάπου κάπως σχετιζόμενος με τον μεντρεσέ, έχει ένα παράξενο επίθετο – μ’ ελάχιστα ιθαγενή ακουστική. Αυτό το άτομο, τώρα, δεν φαινόταν (προς το παρόν) άμεσα εμπλεκόμενο στα δικά μας θέματα. Αλλά του οικοδεσπότη σας τού ‘κατσε πως ο λεγάμενος άνθρωπας έχει έντονη σχέση με την τότε εποχή, καί ξαναγύρισε (μετενσαρκωμένος) πίσω στα παλιά λημέρια ψάχνοντας …κάτι…
Κι επειδή, όσο νά ‘ναι, ένα άλφα κόλλημα τό ‘χω, δεν είναι να μου μπούν ιδέες! :-)
«- Ρέ, τί παίζεται εδώ;!», αναρωτιέται ο γράφων.
Παιζόταν ποδοσφαιρικό στοίχημα! :-)
2β. Ο βασιλέψ των σπόρ
Βλέπετε, ο γραφιάς σας κοιτάζει πότε-πότε να ενισχύσει το ταπεινό του εισόδημα, στοιχηματίζοντας σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι εντελώς διάφορον του γρήγορου πλουτισμού: ο γράφων κερδίζει μικροποσά, χάνει μικροποσά, καί στο σύνολον προκύπτει πως απλώς ανακατεύει την καρδάρα του χρήματος, ενώ άλλοι τρώνε το παραγόμενο ανθόγαλα. Ωστόσο, το ποδοσφαιρκό στοίχημα αποδεικνύεται κάτι σα γλυκό του κουταλιού: περνάει η ώρα ευχάριστα, άνευ ευθυνών, καί το μυαλό (που κοντεύει να καεί απ’ το πολύ ψάξιμο στην Ιωλκό καί την Αία) κατεβάζει στροφές στο ρελαντί.
Μισό ευρώ ο καφές απ’ το μηχάνημα, τζάμπα θέαμα απ’ αρκετές οθόνες, συν οι συνομιλίες με τους λοιπούς θαμώνες, συνιστούν ένα -ολιγόωρης διάρκειας- ιδιότυπο σπά χαλάρωσης στη φτήνεια γιά τον ιστολόγο σας. (Όταν δεν έχει εφορίες καί λοιπές έγνοιες στο κεφάλι του.)
Όπως καί νά ‘χει, το στοίχημα περιλαμβάνει καί παράπλευρες ενασχολήσεις. Φερ’ ειπείν, μαθαίνεις Γεωγραφία καί θυμάσαι πράγματα, που έχεις να τ’ ακούσεις απ’ το Δημοτικό. Υπάρχει, ας πούμε, μία ομάδα που λέγεται … «Τσιμπούρι» (κατά Ταϋλάνδη μεριά, εκεί όπου οι δημοσιογράφοι που λένε ψέμματα, θα εκτελούνται – νά ‘την!), άλλη που λέγεται «Καραμπόμπο (Φουτέμπολ Κλούμπ)» (όπως λέμε: «- Πού πά’ ρέ Καραμπόμπο!» – νά ‘την κι αυτήν), άλλη που λέγεται «Δοβρουτσά» (εδώ – κάπου την είχα ακουστά αυτήνηνε απ’ την Εθνεγερσία του 1821), καί γενικώς ο ντουνιάς παίζει ποδόσφαιρο κι εμείς μορφωνόμαστε.
(Ενίοτε παίζω καί τη Μάλμοε Φοτμπολφοέρενινγκ. Δεν είναι αναδιπλούμενο σκαμνάκι απ’ το ΙΚΕΑ, ρέ! Η ομαδάρα του Πολσεμάννου είναι! Λολ!!!)
Λοιπόν, πέρα απ’ τη Γεωγραφία, με το ποδοσφαιρκό στοίχημα μαθαίνεις κι ανθρωπολογία. Μελετάς τα επίθετα των παικτών, λες: «- Κοίτα, ρέ, επίθετα πού ‘χει ο κόσμος!», σπας πλάκα βλέποντας κάτι αραπάδες (με το συμπάθειο) να παίζουν στη Νατσιονάλμάννννσσσshάφτ καί να χαρακτηρίζονται «Γερμανοί»… Καί, γενικώς, το στοίχημα, βοηθούντος καί του ιντερνετίου, έχει κάνει τον κόσμο ένα μικρό χωριό, όπου (σχεδόν) όλοι είμαστε κοντοχωριανοί καί φιλαράκια.
Οι προχωρημένοι στη συγκεκριμένη ασχολία, από ένα σημείο καί μετά αναγνωρίζουν με τη μία από πού κρατάει η σκούφια εκάστου παίχτωρος. «- Ρέ! Αυτός είναι απ’ τη Σαϊτάμα!», αναφωνούν αίφνης. Λες κι ήξεραν εξαπανέκαθεν πως υπάρχει κι η Σαϊτάμα.
Όμως, ο γράφων τυγχάνει άτομο ανάποδο! Λοιπόν, με τη μελέτη των επιθέτων των ποδοσφαιριστών, βρήκε με τη μία την καταγωγή …του άνθρωπα. «- Δηλαδή, έχεις συνομώνυμο αριστερό μέσο από χώρα τίγκα στους πιστούς του Σαυράτ; Πουλλλάκι μουουου!!!… Σε τσάκωσα!«, σκέφτηκε. Έμ, έτσι εξηγούνται όλα! Έλληνας ορθόδοξος ΔΕΝ είσαι με τίποτε, μάγκα μου, καί καλά τό ‘χα υποψιαστεί απ’ την αρχή! Ένα κωλοέγγραφο καί μία προσθήκη τελικού -ς δεν κρύβουν ούτε το ψυχρό βλέμμα ενός Χαζαρο-Σκύθη πιστού του Σαυράτ, ούτε τον «φιδίσιο» επισερνάμενο τόνο της φωνής του, ούτε τον κρυψίνου δολοφονικό χαρακτήρα του. Ούτε το τί γυρεύει, που τριγυρνάει τον μεντρεσέ ωσάν όρνεον.
Ως γνωστόν, οι μεντρεσέδες ανέκαθεν εκπαίδευαν γενιτσάρους. Παναπεί, άτομα που ξεχνούσαν την εθνική καταγωγή τους, καί δούλευαν γιά αλλότρια συμφέροντα – ανθελληνικά. Γιατί, λοιπόν, ετούτος εδώ να βγάλει άλλου είδους μουεζίνηδες;
Έτσι εξηγούνται όλα! Ο προπολεμικός καλός άνθρωπος φρόντισε να βγεί ψεύτικη ταυτότητα καί γιά τον πατέρα του άνθρωπα. Η δε ταυτότητα μάλλον είχε τέτοια ομορφιά στις σφραγίδες (σκέτο έργο τέχνης, ‘λαδής), που τη …διατήρησαν! :-) Καί την κληρονόμησε ο άνθρωψ.
Δεύτερη μασκοφορία, λοιπόν – και (ακόμη καί οι πλέον στόκοι) καταλαβαίνουμε πως μερικοί λεβέντες σχεδιάζουν τους στόχους τους μακροχρονίως. Όμως, παρατάμε προς στιγμήν τη λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των λεβεντανθρώπων αυτών, διότι την προσοχή μας τραβάει σμήνός τι παραδεισίων πτηνών. Αποδημητικών.
3. Τ’ αποδημητικά παπιά
Ας υποθέσουμε πως κατάγεται τις από μία μικρή Ελληνική πόλη. Ας υποθέσουμε πως είναι μορφωμένος κι επιτυχημένος (παράδειγμα προς μίμηση καί παιδί γιά παρέα, να ‘ούμ’), αλλ’ η ζωή του εξελίσσεται μακράν του γενέθλιου τόπου του. Στο εξωτερικό. Οπότε, τί κάνει ο άνθρωπός μας όταν δεν έχει δουλειά; Δεν υπονοώ ότι συσφίγγει τις σχέσεις του με τα παιδιά του, αλλ’ υποθέτω πως πάει διακοπές σε τόπους εξωτικούς (αν δεν ζή εκεί μονίμως), διότι τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα.
Απ’ ανάμεσα, μία στις τόσες, επισκέπτεται τα παππούδια στη γενέτειρα – με την οποία δεν τον συνδέει τίποτ’ άλλο, πέραν της καταγωγής καί των παιδικών αναμνήσεων. Κι αν πεθύμησε να δει κάποιον απ’ τα παλιά, στον 21ο μΧ αιώνα (με τις βιντεοκλήσεις) τον βλέπει καί τον ακούει μιά χαρά από οσονδήποτε μακριά, χωρίς να μετακινηθεί. (Ευτυχώς, ακόμη δεν τον μυρίζει.)
Μόνο τα παππούδια θα γκρινιάξουν, διότι θέλουν να τον αγγίζουν από κοντά – καί δε θέλουν καί πολλά-πολλά με κομπιούτερζ παύλα θηρίον των Βρυξελλών 666. Αλλά, είπαμε: τα καλοκαίρια, θά ‘χουν καί οι πρεσβύτες την ευκαιρία τους.
Ακόμη περισσότερο, δεν έχει κανένα νόημα να δοκιμάσει ετούτος ο -πετυχημένος- άνθρωψ να «βοηθήσει» τη γενέτειρα πόλη του σε κάποιον τομέα. Διότι απλούστατα δεν μπορεί. Τελεία. Είναι μακριά, γιά να προσφέρει ο,τιδήποτε.
Έρχεται, όμως, το πλήρωμα του χρόνου, κι ένας τοπικός αγάς πείθει μερικούς τέτοιους εκλαμπρότατους να συστήσουν …σύλλογο!!!
Αυτό το φρούτον το σεσηπός, τώρα, τί νόημα έχει; Απολύτως ουδέν. Αλλά, ο αγάς είναι μπαμπόνηρος. Δεν κάνει τέτοιες κινήσεις τζάμπα, διότι είναι πλέον ή σίγουρο πως κάπου το πάει. Τζάμπα είναι μόνο τα τραπεζώματα των εκλαμπροτάτων, διότι πληρώνονται από τους ιθαγενείς μέσωι των φόρων που μαζεύει ο αγάς. Καί γιά να μη διαμαρτύρονται οι ιθαγενείς, τα τραπεζώματα (όχι τα τραπέζια) επενδύονται με μορφωτικές ομιλίες καί τέτοια, που κατά κανόνα λαμβάνουν χώραν στον μεντρεσέ!
(Κινήσεις άνευ ουσίας, δηλαδή. Διότι καί στα μοναστήρια, που κατά τη διάρκεια του κοινού φαγητού μιλάει ένας καλόγερος από άμβωνος, όλοι προσέχουν το φαγητό – κι όχι τον ομιλούντα.)
Τί να διαμαρτυρηθούν οι ιθαγενείς, όμως, που σπεύδουν κι αυτοί οι έρμοι να τσακίσουν τα εδέσματα του μπουφέ των συνεστιάσεων αυτών; (Τον πλήρωσαν, στο κάτω-κάτω, δεν τον πλήρωσαν; )
Περνάνε, λοιπόν, τα χρόνια, όλοι γηράσκουν διδασκόμενοι απ’ τα σοφά λόγια των εκλαμπροτάτων («όλοι»; έ, όχι δά! :-) ), ώσπου, κάπου μέσα απ’ τα έπεα του συλλόγου του αγά πετιέται η μαγική κουβέντα:
Ιάσων!!!
Μά’στα!… Το πιάσαμε το υπονοούμενο! Αυτός σας καίει, ωρέ πετυχημένοι άνθρωπες, καί μου μαζεύεστε εδώ κάθε τόσο, κι όχι οι γέροι γονείς σας!
Όμως, τί θέλετε απ’ τον Ιάσονα – γιά νά ‘χουμε καλό ρώτημα; Δεν σας επαρκούν αυτά που γράφει οποιοδήποτε βιβλίο Ελληνικής Μυθολογίας; Έ;
4. Οθωμανικόν Κτηματολόγιον
Αυτός ο αγάς, πάλι, που τό ‘ψαξα λιγάκι το θέμα, είναι ενδιαφέρουσα παρουσία. Διότι σε μακρινούς του συγγενείς ανήκει ένα παλιό τζαμί, χτισμένο στο όνομα (άκουσον, άκουσον!) της μυθολογούμενης γκόμενας καποιανού … «προφήτη». (Αλλά σαφώς όχι «τού» Προφήτη, μην παίρνουμε καί θάρρος! :-) ) Πώς είναι τα τζαμιά της Αϊσάς; Κάπως έτσι.
Έ, λοιπόν, απάνω στο υπέρθυρο της εισόδου του τζαμιού απεικονίζεται κάποιος έφιππος, που σκοτώνει έναν …δράκο! (Συμπαθάτε με, δε ρώτησα αν το μακαρίτικο ερπετόν ήτο της Αίας. Τί να σας πω!) Αλλά η μαρμαρόπλακα είναι αποσπασμένη από κάποιο αρχαιοελληνικό νεκροταφείο της περιοχής, με αποξεσμένες τις αρχικές παραστάσεις… σαφέστατο δείγμα πως την τσούρνεψε πολύ συγκεκριμένη παρέα «αρχαιοφίλων», γνωστή ως «Δηλητηριάντι» – ή κάπως έτσι. Τώρα, ποιά σχέση είχαν αυτοί οι
αλιτήριοι«Δηλητήριοι» με τους προγόνους του αγά, δεν γνωρίζω.
Το κυριώτερο: το τζαμί βρίσκεται πολύ κοντά στην ευθεία που σχηματίζουν δύο μενίρ, χαμένα μέσα στο βαθύ πράσινο της περιοχής.
Εξ ανάγκης, διότι αλλοιώς (δηλ. γιά να περνάει η ευθεία απ’ αυτό) έπρεπε να το χτίσουν σε γκρεμό. Μπορεί συμπτωματικά – αλλά, σκανδαλωδώς κοντά.
Πριν προχωρήσουμε, να συμπληρώσω πως καί με τον αγά έχω φάει κόλλημα – πως πρόκειται επίσης γιά μετενσαρκωμένον ένοικο της πάλαι ποτέ Ιωλκού, που κι αυτός ψάχνει θησαυρούς εκείθε.
5. Οι πυρηνικές γίδες
Δεν είναι, όμως, μονάχα ο σύλλογος του αγά, που δε θέλει να μας βλέπει αμόρφωτους. Είναι καί το Σέρν! Ναί, το γνωστό πολυεθνικό ίδρυμα εις τας Ελβετίας. (Αφήστε τη μόρφωση, ρέ, καί φέρτε μας τίποτε ελβετικά λεφτά! Απ’ αυτήν έχουμε, απ’ αυτά δεν έχουμε!) Το οποίο βρήκε ένα παλιό σχολείο σ’ ένα παλαιοχώρι της περιοχής (που ονομάζεται …Νεοχώρι! ΛΟΛ!!!), κάτοικοι τρείς κι ο κούκος, καί το μετέτρεψε σε σταθμό …παρακολουθήσεως των πειραμάτων αυτουνού του Σέρν πασών των Ελβετιών σε πραγματικό χρόνο!!!
Δικαιολογημένα, λοιπόν, με ρώτησε η Μάγια η Μέλισσα (προσπαθώντας να αιτιολογήσει τα έξοδα των συνήθως τσιγκουναραίων Ελβετών), αν ο καφετζής του χωριού έχει βραβευτεί με Νομπέλ στη Φυσική, αλλά ευτούνος προτιμάει να διάγει βίον αφανή, καί δεν τον ξέρει ο πολύς κόσμος. Τί να της πω; Της απάντησα πως το επίθετο του καφετζή δεν ανευρίσκεται στον κατάλογο των Νομπελιστών της Φυσικής μεν, αλλά πιθανόν οι κατσίκες του χωριού να παρουσιάζουν ασυνήθιστη ευφυΐα. Να μπήκε μέσα τους ο Πάνας, ξέρω ‘γώ.
Δεν θα το λύσουμε τώρα αμέσως αυτό το ζήτημα, αλλά ομολογώ πως πολύς κόσμος παλάβωσε να βρεί μιά εξήγηση. (Κι εγώ, κάτι ψιλά. Όχι κάτι χοντρά, επειδή σε αμήχανες καταστάσεις συνήθως προσπαθώ να παραμένω ψύχραιμος.) Διότι, απονήρευτε αναγνώστη μου, οι επιστήμονοι ουδέποτε κάνουν τυχαίες κινήσεις.
Μέχρι, όμως, να λύσουμε το μυστήριον, ας δούμε τα σίγουρα που έχουμε στα χέρια μας.
6. Συμπέρασμα;
Τί μας έμεινε απ’ τα μέχρι τώρα ειπωθέντα;
Πολλά.
Πάντως, αναγνώστη μου, αν δοκίμαζα να εκδώσω το -με τόσο σαλατοειδή υπόθεση καί τόσο ετερόκλητους ήρωες («άνθρωπες», αγάδες, καί λοιπούς)- παρόν μυθιστόρημα, κατ’ ευθείαν στην ανακύκλωση θα πήγαινε! Εδώ τζάμπα τό ‘χω, καί σε βλέπω να δυσανασχετείς! :-)
(Σκέφτομαι με πικρία όλα τα πιτσιρίκια, που βραχυκύκλωσε το μυαλό τους από κάτι τέτοιους μαλάκες. Όμως, ας κάνουμε όλοι ΤΩΡΑ το καλύτερο γιά την πατρίδα, κι αυτά θα ξεχαστούν.)
Το παρήγορο είναι πως, ουδέποτε θα «ξεκλειδώσουν» τέτοιες γνώσεις γιά τα λαμόγια. Παρατηρημένο: αυτά συνεχώς φτάνουν στην πηγή, αλλά ποτέ δεν πίνουν νερό. Αυτού του είδους οι γνώσεις, οι κοιμισμένες εδώ καί πολλούς αιώνες, περιμένουν μονάχα τους κατάλληλους Έλληνες να τις «ξυπνήσουν». Κανέναν άλλον.
(Γι’ αυτό κι εγώ γράφω δημοσίως όσα γράφω, αδιαφορώντας γιά το ποιός με διαβάζει. Οι ωραίες κοιμώμενες γνώσεις …επιλέγουν αυτές τους παραλήπτες τους! :-) )
Συγκρατήστε το αυτό, εφ’ όσον ζήτε με άλλα άτομα. Στη ζωή σας, θα πορευτείτε αναγκαστικά μαζί μ’ αυτό το «δόγμα», θέλετε-δε θέλετε. Μέχρις ότου γίνει ο οριστικός διαχωρισμός ανθρώπων, Ελλήνων, πιστών του Σαυράτ, Ατλάντων, Δουρείων Ίππων, καί βιολογικών ρομπότ.
(«Πολυπολιτισμός», καί σκατά!)
Γιατί;
Διότι επιβεβαιώνομαι πως βαδίζω στον σωστό δρόμο.
(Μου δίνει ένα απερίγραπτο αίσθημα τρομερής ευφορίας, το να χρησιμοποιώ τα λαμόγια ως «λαγούς»!)
Με την Ιωλκό -καί με την ευρύτερη περιοχή-, λοιπόν, συμβαίνουν πολλά περίεργα. Τα οποία εννοείται πως παρακολουθώ προσεκτικά. Γι’ αυτό, μην επιθυμώντας προς το παρόν να κυριολεκτήσω γιά πρόσωπα καί καταστάσεις, θα ραψωδήσω τον χορό των μεταμφιεσμένων! :-)
1. Ο καλός άνθρωπος
Ας πούμε («ας πούμε», λέω), ξεκινώντας το παραμύθι μας, ότι σε μιά όμορφη μικρή πόλη της Ελλάδας καταφθάνει προπολεμικά ένας αλλοδαπός. Καλός άνθρωπος, λέει, μορφωμένος, λέει, καί με πολλά ενδιαφέροντα. Μεταξύ των οποίων καί η Αρχαιολογία – ερασιτεχνικώς πως.
Ο καλός άνθρωπος, προφανώς διαθέτων καί καλά λεφτά, αγοράζει μιά μεγάλη έκταση. Αργότερα αγοράζει καί τις γειτονικές της εκτάσεις, καί τελικά φτιάχνει μιά μεγάλη ιδιόκτητη έκταση, την οποία καί δενδροφυτεύει. Έλα, όμως, που ναί μεν, την έκταση τη διάλεξε ο ίδιος, αλλά καί το μαλθακισμένον Ψευτορωμαίϊκον του έχει δώσει άδεια να στρογγυλοκάτσει καί να χτίσει απάνω σε (ήδη γνωστά) …αρχαία!
Τα οποία αρχαία αυτά από κάτω τους κρύβουν κάτι ακόμη αρχαιότερο.
Οι ιθαγενείς ψιλογνωρίζουν γιά τ’ αρχαία (όχι γιά το αρχαιότερο), αλλά διαχρονικώς ζούν στην κοσμάρα τους. Έτσι, ένας Ζεύς οίδε εάν καί τί ανέσκαψε / άρπαξε / φυγάδευσε ο καλός άνθρωπος. Ο οποίος μπορεί να ήξερε, μπορεί καί να μην ήξερε γιά το «αρχαιότερο» – αλλά είναι σίγουρο πως το ανακάλυψε. (Τόσα χρόνια μέσα στο κτήμα του, δεν νομίζω πως διαρκώς κυνηγούσε τα σπουργίτια με τη σφεντόνα.)
Εν πάει περιπτώσει, περνάνε τα χρόνια κι οι καιροί, καί μία κακή ψυχρή κι ανάποδη πρωΐα εισέρχονται στη μικρή πόλη οι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου, ως ένοπλοι κατακτητές. Ο καλός άνθρωπος μπαίνει μπροστά στην υποδοχή καί λέει στους συμπατριώτες του να μην πειράξουν τους ιθαγενείς, διότι πρόκειται γιά καλά νομιστεράκια. Οι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου όντως το τηρούν αυτό…
…Ώσπου, μιά άλλη μέρα, τους έρχεται εντολή να κυνηγήσουν κάτι άλλους αποικιοκράτες, που ζούσαν επί χρόνια ανάμεσα στους ιθαγενείς.
Αυτοί οι αποικιοκράτες, τώρα, ήσαντε κάτι πολύ παράξενα άτομα – πιστεύανε έναν απαίσιο θεό ονόματι «Σαββάτ»; «Σαυράτ»; κάπως έτσι, καί (προσπαθώντας να του μοιάσουνε) ήσαν απαίσιοι κι οι ίδιοι. Περιττό να πω ότι αυτούς τους σιχαμερούς δεν τους ήθελε κανένας γιά παρέα.
Κανένας; όχι ακριβώς. Κάμποσοι (βλαμμένοι; ) ιθαγενείς τους συμπαθούσαν – όπως (γιά τους δικούς του λόγους) τους συμπαθούσε κι ο καλός άνθρωπος. Έτσι, αυτή η μικρή ομάδα σκέφτηκε να τους ανακατέψει με τους ιθαγενείς, ώστε να μην τους πάρουν χαμπάρι οι ένοπλοι συμπατριώτες του καλού ανθρώπου καί τους φονεύσουν. Πώς; δίνοντάς τους ταυτότητες με (κατασκευασμένα) ονόματα ιθαγενών, καί φυγαδεύοντάς τους στα κοντινά ορεινά χωριά.
2α. Ο άνθρωπας του μεντρεσέ
Ένθ’ «άνθρωπας» (ή -ιδιωματικώς εν τήι καθαρευούσηι- «άνθρωψ») είναι ο άνθρωπος των καταστάσεων, ώ καλοί κι αγαθοί αναγνώστες μου, που δεν ξέρετε από τέτοια.
Ξαναπερνάνε, λοιπόν, χρόνια καί καιροί. Κι ένα ωραίο πρωϊνό, οι ιθαγενείς βλέπουν -μάλλον ευχαριστημένοι- στην πόλη τους να έχει ιδρυθεί μέγα ιεροδιδασκαλείον («μεντρεσές», Τουρκιστί), καί να παραδίδει μαθήματα. Έμβλημα του γκράν μεντρεσέ είναι ένα …μεταλλαγμένο γαϊδούρι, το οποίο οι ιθαγενείς αποκαλούν «Λιβερπούλαυρο»; «Λονδίναυρο»; «Κένταυρο»; κάπως έτσι.
Ο γράφων δεν δίνει σημασία. Κάτι τέτοια ονόματα έχουν πλημμυρίσει την Ελλάδα, κι έχουν αποκεφαλίσει την πρωτοτυπία. Κάτι ονόματα όπως «Αερικό» καί «Λιόγερμα» σ’ εξοχικές καφετέριες, «Στροφιλιά» σε ταβέρνες, «Όμηρος» σε βιβλιοπωλεία, καί «Λονδίναυρος» σε ο,τιδήποτε απάνω στο βουνό Υφήλιον (από καφενεία, μέχρι παράγκες που πουλάνε βότανα γιά την ποδάγρα), ομοιομορφία του κερατά κι άσ’ τα να πάνε δηλαδής. Σαν τα τσολιαδάκια στα καταστήματα αναμνηστικών.
Όμως, κάτι δεν πάει καλά: οι παμπάλαιοι μύθοι των ιθαγενών μας πληροφορούν πως αυτοί οι «Λονδίναυροι» δεν ήσαντε καθόλου καλά παιδιά. Πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων.
‘Μπάσ’ περ’πτώσ’, η ζωή συνεχίζεται – κι ο γράφων δε σταματάει να βγαίνει απ’ το σπίτι του, περπατώντας στους δρόμους της πόλης. Σε συναντήσεις, λοιπόν, αρκετοί ιθαγενείς (γνωστοί του γράφοντος) του υπέδειξαν μ’ ενθουσιασμό το έμβλημα με το γαϊδούρι ψηλά απάνω στο ντουβάρι, αναφωνούντες θριαμβευτικώς: «- Είδες; ο Ψείρων!« (Χαιρόντουσαν οι έρμοι, διότι ο Ψείρων κι ο αδερφός του, ο Βόλος, ήσαντε τα μόνα καλά παιδιά ανάμεσα στους Λονδίναυρους.)
Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, όμως, ο γράφων τους γείωνε συστηματικώς.
«- Γιατί; Πού το είδες; Γράφει πουθενά τη λέξη ‘Ψείρων’;»
Ο μέσος ιθαγενής κατά κανόνα έμενε ελαφρώς ηλεκτροπληγμένος, αλλά συνερχόταν γρήγορα. «- Τί σημασία έχει;», απαντούσε. «Αυτός είναι!»
Αμ, δέ!!!
Δύσκολο, όμως, έως αδύνατον να κάνεις σ’ άσχετους ιθαγενείς ταχύρρυθμο σεμινάριο περί συμβόλων, «όπως επάνω, έτσι καί κάτω», «οι σκέψεις γίνονται πράξεις» (κτλ κτλ) – καί δή, στα όρθια. Οπότε, ο γράφων απλώς χαμογελούσε κι έφευγε, χωρίς περαιτέρω σχόλια.
Αλλά, είτε επειδή τυγχάνει φιλοπερίεργο άτομο, είτε επειδή τα νέα στις μικρές πόλεις διαδίδονται με την ταχύτητα ηλεκτρικού ρεύματος σε καλώδιο, μαθαίνει μιά ωραία πρωΐα ότι ένας κάποιος άνθρωψ, κάπου κάπως σχετιζόμενος με τον μεντρεσέ, έχει ένα παράξενο επίθετο – μ’ ελάχιστα ιθαγενή ακουστική. Αυτό το άτομο, τώρα, δεν φαινόταν (προς το παρόν) άμεσα εμπλεκόμενο στα δικά μας θέματα. Αλλά του οικοδεσπότη σας τού ‘κατσε πως ο λεγάμενος άνθρωπας έχει έντονη σχέση με την τότε εποχή, καί ξαναγύρισε (μετενσαρκωμένος) πίσω στα παλιά λημέρια ψάχνοντας …κάτι…
Κι επειδή, όσο νά ‘ναι, ένα άλφα κόλλημα τό ‘χω, δεν είναι να μου μπούν ιδέες! :-)
«- Ρέ, τί παίζεται εδώ;!», αναρωτιέται ο γράφων.
Παιζόταν ποδοσφαιρικό στοίχημα! :-)
2β. Ο βασιλέψ των σπόρ
Βλέπετε, ο γραφιάς σας κοιτάζει πότε-πότε να ενισχύσει το ταπεινό του εισόδημα, στοιχηματίζοντας σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι εντελώς διάφορον του γρήγορου πλουτισμού: ο γράφων κερδίζει μικροποσά, χάνει μικροποσά, καί στο σύνολον προκύπτει πως απλώς ανακατεύει την καρδάρα του χρήματος, ενώ άλλοι τρώνε το παραγόμενο ανθόγαλα. Ωστόσο, το ποδοσφαιρκό στοίχημα αποδεικνύεται κάτι σα γλυκό του κουταλιού: περνάει η ώρα ευχάριστα, άνευ ευθυνών, καί το μυαλό (που κοντεύει να καεί απ’ το πολύ ψάξιμο στην Ιωλκό καί την Αία) κατεβάζει στροφές στο ρελαντί.
Μισό ευρώ ο καφές απ’ το μηχάνημα, τζάμπα θέαμα απ’ αρκετές οθόνες, συν οι συνομιλίες με τους λοιπούς θαμώνες, συνιστούν ένα -ολιγόωρης διάρκειας- ιδιότυπο σπά χαλάρωσης στη φτήνεια γιά τον ιστολόγο σας. (Όταν δεν έχει εφορίες καί λοιπές έγνοιες στο κεφάλι του.)
Όπως καί νά ‘χει, το στοίχημα περιλαμβάνει καί παράπλευρες ενασχολήσεις. Φερ’ ειπείν, μαθαίνεις Γεωγραφία καί θυμάσαι πράγματα, που έχεις να τ’ ακούσεις απ’ το Δημοτικό. Υπάρχει, ας πούμε, μία ομάδα που λέγεται … «Τσιμπούρι» (κατά Ταϋλάνδη μεριά, εκεί όπου οι δημοσιογράφοι που λένε ψέμματα, θα εκτελούνται – νά ‘την!), άλλη που λέγεται «Καραμπόμπο (Φουτέμπολ Κλούμπ)» (όπως λέμε: «- Πού πά’ ρέ Καραμπόμπο!» – νά ‘την κι αυτήν), άλλη που λέγεται «Δοβρουτσά» (εδώ – κάπου την είχα ακουστά αυτήνηνε απ’ την Εθνεγερσία του 1821), καί γενικώς ο ντουνιάς παίζει ποδόσφαιρο κι εμείς μορφωνόμαστε.
(Ενίοτε παίζω καί τη Μάλμοε Φοτμπολφοέρενινγκ. Δεν είναι αναδιπλούμενο σκαμνάκι απ’ το ΙΚΕΑ, ρέ! Η ομαδάρα του Πολσεμάννου είναι! Λολ!!!)
Λοιπόν, πέρα απ’ τη Γεωγραφία, με το ποδοσφαιρκό στοίχημα μαθαίνεις κι ανθρωπολογία. Μελετάς τα επίθετα των παικτών, λες: «- Κοίτα, ρέ, επίθετα πού ‘χει ο κόσμος!», σπας πλάκα βλέποντας κάτι αραπάδες (με το συμπάθειο) να παίζουν στη Νατσιονάλμάννννσσσshάφτ καί να χαρακτηρίζονται «Γερμανοί»… Καί, γενικώς, το στοίχημα, βοηθούντος καί του ιντερνετίου, έχει κάνει τον κόσμο ένα μικρό χωριό, όπου (σχεδόν) όλοι είμαστε κοντοχωριανοί καί φιλαράκια.
Οι προχωρημένοι στη συγκεκριμένη ασχολία, από ένα σημείο καί μετά αναγνωρίζουν με τη μία από πού κρατάει η σκούφια εκάστου παίχτωρος. «- Ρέ! Αυτός είναι απ’ τη Σαϊτάμα!», αναφωνούν αίφνης. Λες κι ήξεραν εξαπανέκαθεν πως υπάρχει κι η Σαϊτάμα.
Όμως, ο γράφων τυγχάνει άτομο ανάποδο! Λοιπόν, με τη μελέτη των επιθέτων των ποδοσφαιριστών, βρήκε με τη μία την καταγωγή …του άνθρωπα. «- Δηλαδή, έχεις συνομώνυμο αριστερό μέσο από χώρα τίγκα στους πιστούς του Σαυράτ; Πουλλλάκι μουουου!!!… Σε τσάκωσα!«, σκέφτηκε. Έμ, έτσι εξηγούνται όλα! Έλληνας ορθόδοξος ΔΕΝ είσαι με τίποτε, μάγκα μου, καί καλά τό ‘χα υποψιαστεί απ’ την αρχή! Ένα κωλοέγγραφο καί μία προσθήκη τελικού -ς δεν κρύβουν ούτε το ψυχρό βλέμμα ενός Χαζαρο-Σκύθη πιστού του Σαυράτ, ούτε τον «φιδίσιο» επισερνάμενο τόνο της φωνής του, ούτε τον κρυψίνου δολοφονικό χαρακτήρα του. Ούτε το τί γυρεύει, που τριγυρνάει τον μεντρεσέ ωσάν όρνεον.
Ως γνωστόν, οι μεντρεσέδες ανέκαθεν εκπαίδευαν γενιτσάρους. Παναπεί, άτομα που ξεχνούσαν την εθνική καταγωγή τους, καί δούλευαν γιά αλλότρια συμφέροντα – ανθελληνικά. Γιατί, λοιπόν, ετούτος εδώ να βγάλει άλλου είδους μουεζίνηδες;
Έτσι εξηγούνται όλα! Ο προπολεμικός καλός άνθρωπος φρόντισε να βγεί ψεύτικη ταυτότητα καί γιά τον πατέρα του άνθρωπα. Η δε ταυτότητα μάλλον είχε τέτοια ομορφιά στις σφραγίδες (σκέτο έργο τέχνης, ‘λαδής), που τη …διατήρησαν! :-) Καί την κληρονόμησε ο άνθρωψ.
Δεύτερη μασκοφορία, λοιπόν – και (ακόμη καί οι πλέον στόκοι) καταλαβαίνουμε πως μερικοί λεβέντες σχεδιάζουν τους στόχους τους μακροχρονίως. Όμως, παρατάμε προς στιγμήν τη λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των λεβεντανθρώπων αυτών, διότι την προσοχή μας τραβάει σμήνός τι παραδεισίων πτηνών. Αποδημητικών.
3. Τ’ αποδημητικά παπιά
Ας υποθέσουμε πως κατάγεται τις από μία μικρή Ελληνική πόλη. Ας υποθέσουμε πως είναι μορφωμένος κι επιτυχημένος (παράδειγμα προς μίμηση καί παιδί γιά παρέα, να ‘ούμ’), αλλ’ η ζωή του εξελίσσεται μακράν του γενέθλιου τόπου του. Στο εξωτερικό. Οπότε, τί κάνει ο άνθρωπός μας όταν δεν έχει δουλειά; Δεν υπονοώ ότι συσφίγγει τις σχέσεις του με τα παιδιά του, αλλ’ υποθέτω πως πάει διακοπές σε τόπους εξωτικούς (αν δεν ζή εκεί μονίμως), διότι τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα.
Απ’ ανάμεσα, μία στις τόσες, επισκέπτεται τα παππούδια στη γενέτειρα – με την οποία δεν τον συνδέει τίποτ’ άλλο, πέραν της καταγωγής καί των παιδικών αναμνήσεων. Κι αν πεθύμησε να δει κάποιον απ’ τα παλιά, στον 21ο μΧ αιώνα (με τις βιντεοκλήσεις) τον βλέπει καί τον ακούει μιά χαρά από οσονδήποτε μακριά, χωρίς να μετακινηθεί. (Ευτυχώς, ακόμη δεν τον μυρίζει.)
Μόνο τα παππούδια θα γκρινιάξουν, διότι θέλουν να τον αγγίζουν από κοντά – καί δε θέλουν καί πολλά-πολλά με κομπιούτερζ παύλα θηρίον των Βρυξελλών 666. Αλλά, είπαμε: τα καλοκαίρια, θά ‘χουν καί οι πρεσβύτες την ευκαιρία τους.
Ακόμη περισσότερο, δεν έχει κανένα νόημα να δοκιμάσει ετούτος ο -πετυχημένος- άνθρωψ να «βοηθήσει» τη γενέτειρα πόλη του σε κάποιον τομέα. Διότι απλούστατα δεν μπορεί. Τελεία. Είναι μακριά, γιά να προσφέρει ο,τιδήποτε.
Έρχεται, όμως, το πλήρωμα του χρόνου, κι ένας τοπικός αγάς πείθει μερικούς τέτοιους εκλαμπρότατους να συστήσουν …σύλλογο!!!
Αυτό το φρούτον το σεσηπός, τώρα, τί νόημα έχει; Απολύτως ουδέν. Αλλά, ο αγάς είναι μπαμπόνηρος. Δεν κάνει τέτοιες κινήσεις τζάμπα, διότι είναι πλέον ή σίγουρο πως κάπου το πάει. Τζάμπα είναι μόνο τα τραπεζώματα των εκλαμπροτάτων, διότι πληρώνονται από τους ιθαγενείς μέσωι των φόρων που μαζεύει ο αγάς. Καί γιά να μη διαμαρτύρονται οι ιθαγενείς, τα τραπεζώματα (όχι τα τραπέζια) επενδύονται με μορφωτικές ομιλίες καί τέτοια, που κατά κανόνα λαμβάνουν χώραν στον μεντρεσέ!
(Κινήσεις άνευ ουσίας, δηλαδή. Διότι καί στα μοναστήρια, που κατά τη διάρκεια του κοινού φαγητού μιλάει ένας καλόγερος από άμβωνος, όλοι προσέχουν το φαγητό – κι όχι τον ομιλούντα.)
Τί να διαμαρτυρηθούν οι ιθαγενείς, όμως, που σπεύδουν κι αυτοί οι έρμοι να τσακίσουν τα εδέσματα του μπουφέ των συνεστιάσεων αυτών; (Τον πλήρωσαν, στο κάτω-κάτω, δεν τον πλήρωσαν; )
Περνάνε, λοιπόν, τα χρόνια, όλοι γηράσκουν διδασκόμενοι απ’ τα σοφά λόγια των εκλαμπροτάτων («όλοι»; έ, όχι δά! :-) ), ώσπου, κάπου μέσα απ’ τα έπεα του συλλόγου του αγά πετιέται η μαγική κουβέντα:
Ιάσων!!!
Μά’στα!… Το πιάσαμε το υπονοούμενο! Αυτός σας καίει, ωρέ πετυχημένοι άνθρωπες, καί μου μαζεύεστε εδώ κάθε τόσο, κι όχι οι γέροι γονείς σας!
Όμως, τί θέλετε απ’ τον Ιάσονα – γιά νά ‘χουμε καλό ρώτημα; Δεν σας επαρκούν αυτά που γράφει οποιοδήποτε βιβλίο Ελληνικής Μυθολογίας; Έ;
4. Οθωμανικόν Κτηματολόγιον
Αυτός ο αγάς, πάλι, που τό ‘ψαξα λιγάκι το θέμα, είναι ενδιαφέρουσα παρουσία. Διότι σε μακρινούς του συγγενείς ανήκει ένα παλιό τζαμί, χτισμένο στο όνομα (άκουσον, άκουσον!) της μυθολογούμενης γκόμενας καποιανού … «προφήτη». (Αλλά σαφώς όχι «τού» Προφήτη, μην παίρνουμε καί θάρρος! :-) ) Πώς είναι τα τζαμιά της Αϊσάς; Κάπως έτσι.
Έ, λοιπόν, απάνω στο υπέρθυρο της εισόδου του τζαμιού απεικονίζεται κάποιος έφιππος, που σκοτώνει έναν …δράκο! (Συμπαθάτε με, δε ρώτησα αν το μακαρίτικο ερπετόν ήτο της Αίας. Τί να σας πω!) Αλλά η μαρμαρόπλακα είναι αποσπασμένη από κάποιο αρχαιοελληνικό νεκροταφείο της περιοχής, με αποξεσμένες τις αρχικές παραστάσεις… σαφέστατο δείγμα πως την τσούρνεψε πολύ συγκεκριμένη παρέα «αρχαιοφίλων», γνωστή ως «Δηλητηριάντι» – ή κάπως έτσι. Τώρα, ποιά σχέση είχαν αυτοί οι
Το κυριώτερο: το τζαμί βρίσκεται πολύ κοντά στην ευθεία που σχηματίζουν δύο μενίρ, χαμένα μέσα στο βαθύ πράσινο της περιοχής.
Εξ ανάγκης, διότι αλλοιώς (δηλ. γιά να περνάει η ευθεία απ’ αυτό) έπρεπε να το χτίσουν σε γκρεμό. Μπορεί συμπτωματικά – αλλά, σκανδαλωδώς κοντά.
Πριν προχωρήσουμε, να συμπληρώσω πως καί με τον αγά έχω φάει κόλλημα – πως πρόκειται επίσης γιά μετενσαρκωμένον ένοικο της πάλαι ποτέ Ιωλκού, που κι αυτός ψάχνει θησαυρούς εκείθε.
5. Οι πυρηνικές γίδες
Δεν είναι, όμως, μονάχα ο σύλλογος του αγά, που δε θέλει να μας βλέπει αμόρφωτους. Είναι καί το Σέρν! Ναί, το γνωστό πολυεθνικό ίδρυμα εις τας Ελβετίας. (Αφήστε τη μόρφωση, ρέ, καί φέρτε μας τίποτε ελβετικά λεφτά! Απ’ αυτήν έχουμε, απ’ αυτά δεν έχουμε!) Το οποίο βρήκε ένα παλιό σχολείο σ’ ένα παλαιοχώρι της περιοχής (που ονομάζεται …Νεοχώρι! ΛΟΛ!!!), κάτοικοι τρείς κι ο κούκος, καί το μετέτρεψε σε σταθμό …παρακολουθήσεως των πειραμάτων αυτουνού του Σέρν πασών των Ελβετιών σε πραγματικό χρόνο!!!
Δικαιολογημένα, λοιπόν, με ρώτησε η Μάγια η Μέλισσα (προσπαθώντας να αιτιολογήσει τα έξοδα των συνήθως τσιγκουναραίων Ελβετών), αν ο καφετζής του χωριού έχει βραβευτεί με Νομπέλ στη Φυσική, αλλά ευτούνος προτιμάει να διάγει βίον αφανή, καί δεν τον ξέρει ο πολύς κόσμος. Τί να της πω; Της απάντησα πως το επίθετο του καφετζή δεν ανευρίσκεται στον κατάλογο των Νομπελιστών της Φυσικής μεν, αλλά πιθανόν οι κατσίκες του χωριού να παρουσιάζουν ασυνήθιστη ευφυΐα. Να μπήκε μέσα τους ο Πάνας, ξέρω ‘γώ.
Δεν θα το λύσουμε τώρα αμέσως αυτό το ζήτημα, αλλά ομολογώ πως πολύς κόσμος παλάβωσε να βρεί μιά εξήγηση. (Κι εγώ, κάτι ψιλά. Όχι κάτι χοντρά, επειδή σε αμήχανες καταστάσεις συνήθως προσπαθώ να παραμένω ψύχραιμος.) Διότι, απονήρευτε αναγνώστη μου, οι επιστήμονοι ουδέποτε κάνουν τυχαίες κινήσεις.
Μέχρι, όμως, να λύσουμε το μυστήριον, ας δούμε τα σίγουρα που έχουμε στα χέρια μας.
6. Συμπέρασμα;
Τί μας έμεινε απ’ τα μέχρι τώρα ειπωθέντα;
Πολλά.
- Πρώτον, ότι η πραγματικότητα πάντα ξεπερνάει καί την πιό άγρια φαντασία.
Πάντως, αναγνώστη μου, αν δοκίμαζα να εκδώσω το -με τόσο σαλατοειδή υπόθεση καί τόσο ετερόκλητους ήρωες («άνθρωπες», αγάδες, καί λοιπούς)- παρόν μυθιστόρημα, κατ’ ευθείαν στην ανακύκλωση θα πήγαινε! Εδώ τζάμπα τό ‘χω, καί σε βλέπω να δυσανασχετείς! :-)
- Δεύτερον, πως πράγματι είμαστε σε καλό δρόμο, ψάχνοντας τα μυστικά της Ιωλκού.
- Τρίτον, πως ακόμη καί οι γύπες μπορούν να λάβουν εκπαίδευση …λαγού! :-)
(Σκέφτομαι με πικρία όλα τα πιτσιρίκια, που βραχυκύκλωσε το μυαλό τους από κάτι τέτοιους μαλάκες. Όμως, ας κάνουμε όλοι ΤΩΡΑ το καλύτερο γιά την πατρίδα, κι αυτά θα ξεχαστούν.)
Το παρήγορο είναι πως, ουδέποτε θα «ξεκλειδώσουν» τέτοιες γνώσεις γιά τα λαμόγια. Παρατηρημένο: αυτά συνεχώς φτάνουν στην πηγή, αλλά ποτέ δεν πίνουν νερό. Αυτού του είδους οι γνώσεις, οι κοιμισμένες εδώ καί πολλούς αιώνες, περιμένουν μονάχα τους κατάλληλους Έλληνες να τις «ξυπνήσουν». Κανέναν άλλον.
(Γι’ αυτό κι εγώ γράφω δημοσίως όσα γράφω, αδιαφορώντας γιά το ποιός με διαβάζει. Οι ωραίες κοιμώμενες γνώσεις …επιλέγουν αυτές τους παραλήπτες τους! :-) )
- Τέταρτον, ότι πράγματι υπήρχαν τα δύο μοντέλα του Ηλιακού μας Συστήματος στην Ιωλκό καί την Αία.
- Πέμπτον, το ότι κάποιος, που έχει ταυτότητα Έλληνα, δεν είναι απαραίτητα Έλληνας.
Συγκρατήστε το αυτό, εφ’ όσον ζήτε με άλλα άτομα. Στη ζωή σας, θα πορευτείτε αναγκαστικά μαζί μ’ αυτό το «δόγμα», θέλετε-δε θέλετε. Μέχρις ότου γίνει ο οριστικός διαχωρισμός ανθρώπων, Ελλήνων, πιστών του Σαυράτ, Ατλάντων, Δουρείων Ίππων, καί βιολογικών ρομπότ.
(«Πολυπολιτισμός», καί σκατά!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου