Σάκο και Βαντσέτι - Μόνο η σιωπή είναι ντροπή
«Τα λόγια
μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας - ο θάνατος ενός
παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά - είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς
ανήκει - η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας...». Μπαρτολομέο
Βαντσέτι
Στις 15 Απρλίου του 1920,
δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΕΪΤΕΡ & ΜΟΡΙΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ
και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των
Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι. Μαζί τους
κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην
πόρτα του εργοστασίου - περί τις 3 μ.μ. - δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές,
που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα
χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι' αυτή τη δουλιά
μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας. Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή,
δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της
Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ.
Οι αυτόπτες μάρτυρες
περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς. Για το αυτοκίνητο που
χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Οβερλαντ».
Έχοντας αυτά τα στοιχεία η
αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο
«Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Οβερλαντ». Οπως ήταν
φυσικό, το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του
κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος
άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.
Είκοσι μέρες μετά τη
ληστεία, τη νύχτα, της 5ης Μαϊου του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς
του…πήγε στο γκαράζ για να
πάρει το αυτοκίνητο. Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην
αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε προτίμησαν να
φύγουν.
Λίγο αργότερα η αστυνομία
συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ' αυτούς, τον
Ορτσιάνι, τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν.
Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον,
συνελήφθησαν μέσα σ' αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έδωσαν τα
ονόματά τους: Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Στην ανάκριση έπεσαν σε
αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον
Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο
λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Οβερλαντ».
Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και
σφαίρες1. Η θέση τους - χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τι ακριβώς τους
περίμενε - ήταν αρκετά δύσκολη. Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε
ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.
Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν
Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια καλύτερη ζωή. Ο
Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1908 σε ηλικία 20 χρόνων. Την
ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστόνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο. Ηταν
μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα
συνέχισε μόνος σε μια χώρα δύσκολη, αχανή, που υποσχόταν όμως πολλά και σίγουρα
ένα καλύτερο μέλλον απ' αυτό που επιφύλασσε η πατρίδα.
Η πρώτη επαφή με τις ΗΠΑ ήταν μάλλον ψυχρολουσία
για τους δύο νεαρούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γεμάτοι όνειρα. Στα
απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός
προλετάριου», ο Βαντσέτι γράφει: «Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να
φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 Ιουνίου 1908 αποχαιρέτησα τα
αγαπημένα μου πρόσωπα... Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά
διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη
ξεπρόβαλλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της
ευτυχίας που υποσχόταν».
Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση
και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του. «Αν και περιγράφεται -
γράφει ο Εγκον Αϊς - συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός "φιλόσοφος του
καφενείου"». Στην πραγματικότητα, ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της
διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μέσα από την ίδια του την πείρα είχε
κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό
διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής
των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως
ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός
στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο
διψώντας για μάθηση και ελευθερία.
Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Ηταν κοντός
και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα
και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει
οικογένεια. Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα
κοριτσάκι, η Ινέζ.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι ιδεολογικά και πολιτικά
ήταν αναρχικοί. Για την εποχή εκείνη, ανήκαν σ' ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στο
εργατικό κίνημα που σε γενικές γραμμές επαγγελλόταν τον κομμουνισμό χωρίς όμως
να αναγνωρίζει τη μεταβατική περίοδο όπου το κράτος της εργατικής τάξης είναι
ιστορικά αναγκαίο. Η δογματική αυτή θέση των αναρχικών, να τοποθετούνται από
θέση αρχής ενάντια σε κάθε εξουσία, τουςοδηγούσεστην τραγική αντίφαση να
συμμετέχουν μεν - όπως έγινε και στη Ρωσία - στην επαναστατική δράση κατά της
αστικής εξουσίας, αλλά μόλις αυτή υποχωρούσε, μόλις συντελούνταν το πέρασμα της
εξουσίας στην εργατική τάξη, στρέφονταν κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου,
βοηθώντας έτσι αντικειμενικά την αντεπανάσταση.
Στις 27 Ιουνίου 1905 η αριστερή πτέρυγα του
Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ίδρυσαν την Οργάνωση
«Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου».
Σ' αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι
έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Ταυτόχρονα,
ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια
είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό και οι αιτίες
γι' αυτό ήταν πολλές.
Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψή τους, οι αρχές στη
Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκο και Βαντσέτι, τον Ιταλό τυπογράφο
Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παρανόμως για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια
ήταν τραγική. Είτε από απόγνωση - είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον
14ο όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό
η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών - ιδιαίτερα των Ιταλών - έφτασε
στο αποκορύφωμα.
Οι Σάκο και Βαντσέτι άρχισαν να οργανώνουν
συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι' αυτό το ζήτημα, η οποία μάλιστα είχε οριστεί να
γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μαϊου 1920. Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης
(μετακινήσεις, προπαγάνδα κλπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το
αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο - για την περιφρούρηση της
οργάνωσης της συγκέντρωσης - έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους
συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις
προετοιμασίες που γίνονταν.
Στο πλαίσιο αυτής της συνωμοτικότητας πιθανόν δε
χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τούς ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν
την αθωότητά τους.
Η δικαστική διαδικασία είναι μια μοναδική φάρσα.
Οι «αυτόπτες μάρτυρες» έχουν προπαρασκευαστεί κάτω απ’ την πίεση του εισαγγελέα
και της αστυνομίας. Κανένας τους, βέβαια, δεν ήταν μπροστά την ώρα της ληστείας,
όλοι, όμως, «αναγνωρίζουν τους κατηγορούμενους» ως δράστες.
Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους
«αυτόπτες μάρτυρες», αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος
εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος
ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με
αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του. Κατά τη διάρκεια της δίκης, αποκαλύπτεται ότι ο
διορισμένος από το δικαστήριο διερμηνέας παραποιεί συστηματικά τα λεγόμενα των
δύο κατηγορουμένων, στηριζόμενος στο ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν ξέρουν καλά
αγγλικά.
Τελικά, μετά την κατάρριψη όλων των κατηγοριών
από τους κατηγορούμενους, το μοναδικό στοιχείο, στο οποίο μπορεί να στηριχτεί η
κατηγορούσα αρχή, είναι το όπλο του Σάκο. Μάρτυρας – κλειδί θεωρείται ένας
εμπειρογνώμονας όπλων, ο οποίος καλείται να καταθέσει. Ομως, η κατάθεσή του
καθοδηγείται με μαεστρία από τον εισαγγελέα, ώστε να μείνει η εντύπωση ότι το
πιστόλι του κατηγορουμένου είναι το πιστόλι, με το οποίο έγινε η ληστεία και
διαπράχθηκαν οι δύο φόνοι.
Ιδού, λοιπόν, η μεθόδευση, όπως την αποκάλυψε
αργότερα ο διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, κάπτεν Πρόκτορ, ο οποίος
κατέθεσε ως εμπειρογνώμων όπλων στη δίκη: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω
ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα
πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο. Ομως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να
αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από
κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω». Κατά «σύμπτωση», αποδείξεις δε
ζητήθηκαν και ο δικαστής Ουέμπστερ Θέιχερ, γνωστός στη Μασαχουσέτη για τις
αντιδραστικές του απόψεις, ανακεφαλαιώνοντας την κατάθεση του Πρόκτορ,
αποφαίνεται ότι το φονικό βλήμα προέρχεται από το πιστόλι του
Σάκο.
Αυτό φτάνει για να κηρυχτούν οι δύο ένοχοι. Ο
δικαστής Θέιχερ, στο «αιτιολογικό» της απόφασης, σημειώνει: «Ακόμα κι αν δεν
έχουν διαπράξει το έγκλημα, που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι,
γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών…»!
Πάνω από έξι χρόνια διαρκεί ο αγώνας για την
αναθεώρηση της εσφαλμένης απόφασης. Εργάτες και επιφανείς προσωπικότητες απ’ όλο
τον κόσμο στέκουν στο πλευρό των αθώων καταδικασθέντων. Μια σημαντική εξέλιξη
κατά της διάρκεια αυτής της εξαετίας έλαβε χώρα το Νοέμβρη του 1925: Ο
φυλακισμένος για σειρά εγκλημάτων Πορτογάλος Τσελεστίνο Μαντέιρος στέλνει ένα
σημείωμα από τη φυλακή στη διοίκηση της αστυνομίας και το δικαστήριο της
Μασαχουσέτης, όπου γράφει: «Ομολογώ ότι πήρα μέρος στο έγκλημα του Σάουθ
Μπράιντρι και ότι οι Σάκο και Βαντσέτι δε συμμετείχαν». Το σημείωμα όμως αυτό
δεν ελήφθη υπόψη.
Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του
1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι
επτά.
Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο
Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε - για να απορριφθεί -
σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη 1927. Τα
ένδικα μέσα είχαν τελειώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή: Ο
Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική
Καρέκλα.
Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου
του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει πλέον στην 23η μέρα του μήνα, ο Σάκο
κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο
Βαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος.
Το 1970, ο σκηνοθέτης Τζουλιάνο Μοντάλντο, με ένα
καλογραμμένο σενάριο ανά χείρας και με ένα πρωτοκλασάτο καστ που θα υποστήριζε
την ταινία όσο κανείς άλλος (Τζιαν Μαρία Βολοντέ στον ρόλο του Μπαρτολομέο
Βαντσέτι και Ρικάρντο Κουτσιόλα στον ρόλο του Νίκολα Σάκο), μεταφέρει στη μεγάλη
οθόνη την υπόθεση των Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Το αποτέλεσμα
δικαίωσε τους πάντες. Στο Φεστιβάλ Καννών του 1971 ο Κουτσιόλα κερδίζει βραβείο
ερμηνείας.
Για τη μουσική της ταινίας, η Μπαέζ συναντά τον
Ενιο Μορικόνε. Ο τελευταίος γράφει μουσική σαν να ενορχηστρώνει την απάντηση
στην αδικία, με συνθέσεις που περνάνε από τη συγκίνηση σε οργή και διαμαρτυρία.
Η Μπαέζ γράφει τους στίχους, αυτούς που έστειλε κατευθείαν στη μόνιμη
επικαιρότητα. «Ηere΄s to you Νicola and Βart» τραγουδάει η Μπαέζ και στην
«Μπαλάντα των Σάκο και Βαντσέτι» αντλεί την έμπνευσή της από τα γράμματα του
Μπαρτολομέο Βαντσέτι στον πατέρα του : «Καλέ μου πατέρα, ναι, είμαι στη φυλακή/
Μην ντραπείς να πεις το έγκλημά μου/ Το έγκλημα της αγάπης και αδελφοσύνης/ Το
να σιωπήσεις μόνο είναι ντροπή».
ΠΗΓΕΣ : http://athens.indymedia.org,http://stofaliroaristera.wordpress.com,
http://www.tanea.grhttp://teiopoteion.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου