Κατερίνα Δ. Χατζοπούλου
Η αυτοεκτίμηση είναι σημαντική για την πορεία και την επιβίωση κάθε ανθρώπου. Είναι σημαντική για την διαχείριση των πραγματικών ικανοτήτων του και για την λήψη ισορροπημένων αποφάσεων, αλλά ακόμη και γι αυτή την ίδια την επιβίωση και την εσωτερική του υγεία. Η κακή εικόνα για το άτομό μας, η χαμηλή δηλαδή αυτοεκτίμηση όσον αφορά ορισμένες ή το σύνολο των ιδιοτήτων μας, είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τον άνθρωπο και είναι ένα από τα σημεία που και κατά την ομολογία πρωτίστως των ειδικών χωλαίνει η κοινωνία μας σήμερα. Εξίσου σημαντικό ρόλο όμως παίζει η αυτοεκτίμηση και στην περίπτωση ενός συλλογικού σώματος, όπως μπορεί να είναι μία ομάδα, ένα ευρύτερο σύνολο και ακόμη περισσότερο ένας λαός. Η αυτοεκτίμηση του ατόμου συνδέεται άμεσα με το σύνολο στο οποίο ζει. Η εικόνα που έχει το άτομο για το σύνολο επηρεάζει την εικόνα του για τον εαυτό του και αυτό συνδέεται και με την εικόνα που έχει γενικώς για τον αόριστο ‘άλλο’, για τον άνθρωπο γενικότερα.
Όσον αφορά τον ρόλο της κοινωνίας, είναι αυτονόητο ότι για την χαμηλή αυτοεκτίμηση του ατόμου δεν είναι χωρίς ευθύνη μία κοινωνία που μαλώνει με κάθε ευκαιρία και μεταχειρίζεται την επίπληξη και την κριτική ως μοναδικό μέσο διαπαιδαγώγησης, την οποία τακτική ακολούθως το άτομο υιοθετεί και μιμείται, ενώ άλλοτε η κοινωνία μπορεί να θέτει πολύ υψηλά κριτήρια κοινωνικής αποδοχής, τα οποία παράλληλα δεν τηρεί, οπότε το άτομο με τη σειρά του ή οργανωμένα απαξιώνει το σύνολο και μπαίνει έτσι κανείς σε έναν φαύλο κύκλο αλληλοαπαξίωσης και ατέρμονης επικριτικότητας ανάμεσα στο άτομο και το σύνολο, το οποίο φυσικά αποτελείται από άλλα άτομα, που κάνουν κατά κανόνα το ίδιο, εφόσον έλαβαν την ίδια κοινωνική διαπαιδαγώγηση. Η κοινωνία αυστηρότητας συνήθως συνδέεται με απολυταρχικά καθεστώτα και συνθήκες βίας, είτε σύγχρονες είτε πολύ κοντά στο παρελθόν, όταν ο άμεσος κίνδυνος της ζωής το ατόμου δεν δίνει χρόνο για να εφαρμοστεί το πλατωνικό μὴ τοίνυν βίᾳ […] τοὺς παῖδας ἐν τοῖς μαθήμασιν ἀλλὰ παίζοντας τρέφε (Πλάτων, Πολιτεία VII 537a) «Προσπάθησε λοιπόν […] να αποφύγεις τον εξαναγκασμό και κάνε ώστε τα παιδιά να διαπαιδαγωγούνται παίζοντας». Το άτομο στις κοινωνίες αυτές πρέπει άμεσα και καταναγκαστικά να συμμορφωθεί με τους κανόνες προκειμένου να επιβιώσει. Αλλά και η μετάβαση σε μία κοινωνία με περισσότερες ελευθερίες δεν επιφέρει αυτομάτως και αλλαγή στους τρόπους διαπαιδαγώγησης, χρειάζεται χρόνος, και αναφερόμαστε στην γενικότερη κοινωνική διαπαιδαγώγηση και όχι απλά την συστηματική εκπαίδευση του σχολείου. Συνεπώς μπορεί μια κοινωνία να παραμένει επικριτική ακόμη και σε ένα περιβάλλον ευρύτερης ελευθερίας.
Στο παρόν άρθρο θα προβληματιστούμε λίγο για τα αίτια χαμηλής αυτοεκτίμησης σε ένα ευρύτερο σύνολο και με ποιές τεχνικές και κατευθυντήριες γραμμές μπορεί να αυξηθεί η αυτοεκτίμηση ενός λαού, στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων, ως συλλογικού σώματος, η βελτίωση της εικόνας που έχουμε για το σύνολο σήμερα, την αξία του και τις δυνατότητές του. Αυτό θα μας επιτρέψει να διαχειριστούμε καλύτερα τις πραγματικές μας δυνατότητες με ρεαλιστικό τρόπο, να βγούμε από καταθλιπτικές και ως ένα βαθμό μισάνθρωπες κοσμοθεάσεις, οι οποίες είναι κατανοητές και ερμηνεύσιμες, αλλά ταυτοχρόνως είναι αδιέξοδες και άδικες για τον άνθρωπο, ειδικώς και γενικώς.
Εκ προοιμίου θα πρέπει να πούμε πως το θέμα είναι ευρύ και καλούνται και πιο ειδικοί άνθρωποι, π.χ. από τον χώρο της κοινωνιοψυχολογίας, να μιλήσουν εκλαϊκευμένα γι αυτά τα θέματα και την κατάλληλη διαχείρισή τους, μεταξύ άλλων και επειδή συνδέεται η αυτοεκτίμηση ενός λαού με την εικόνα που ο καθένας έχει για τον αόριστο ‘άλλο’, όπως προαναφέρθηκε, την εικόνα δηλαδή που έχουμε για τον άνθρωπο γενικώς. Αυτή η εικόνα φυσικά είναι μια κατασκευή που αποτελεί προϊόν αλλεπάλληλων γενικεύσεων. Ούτε δύο άνθρωποι στον κόσμο δεν είναι ακριβώς όμοιοι, πόσο μάλλον να θέλει να γενικεύσει κανείς για το ανθρώπινο είδος, ότι είναι έτσι ή αλλιώς. Είναι όμως μια κατασκευή που χρησιμοποιεί ευρύτερα ο κόσμος ήδη από την αρχαιότητα και συχνά προς την κατεύθυνση ότι ο άνθρωπος είναι κακός, (πβ. ὡς χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ, πολλὰ τὰ δεινὰ κ’ οὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει, homo homini lupus), η οποία μας επηρεάζει, καθώς φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στην αυτοεκτίμηση του ατόμου και στην αυτοεκτίμηση ενός λαού.
Ως εθνική αυτοεκτίμηση ορίζουμε εδώ, αν όχι την αγάπη, την αποδοχή του κοινωνικού μας σώματος σήμερα και την αναγνώριση της αξίας του εν συνόλω. Αποφεύγουμε τον όρο εθνική υπερηφάνεια ως ανεπίκαιρο μάλλον και ως κάτι το οποίο διαμορφώνεται με την επιλεκτική άντληση υλικού από την ιστορία και είναι ως ένα βαθμό επίπλαστο, μια και βασίζεται σε πλασματικές εικόνες τις οποίες πολύ απλά δεν χρειαζόμαστε, γιατί η αλήθεια είναι ήδη καλή. Μπορούμε να αντλήσουμε αυτοεκτίμηση από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως έχουμε έναν λαό με ιδιαίτερη ευαισθησία και ιδιαίτερη ενέργεια (έστω και αν προς το παρόν εκφράζεται με θυμό και ασυνεννοησία), καθώς και ιδιαίτερη αγωνιστικότητα και έντονη αίσθηση του δικαίου (όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται). Η αλήθεια είναι πως οι θεμελιώδεις αξίες είναι διαπολιτικά κοινές (σε όλους τους πολιτικούς χώρους) και τα προβλήματα αντικειμενικά και σε μεγάλο βαθμό εξωγενή. Επομένως η σύγκλιση ως ένα βαθμό υπάρχει. Η απόκλιση βρίσκεται στον χειρισμό, αλλά και στην έλλειψη αμοιβαίας εκτίμησης και εντός του πολιτικού χώρου. Είναι ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα το ότι σε έναν χώρο, όπως ο πολιτικός, δεν υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ ανθρώπων και χώρων που υποτίθεται (και αρκετά συχνά είναι αλήθεια) ότι έχουν κοινό στόχο, την βελτίωση των πραγμάτων. Αυτό ενδεχομένως συνδέεται με τον βασικό μηχανισμό άντλησης αυτοεκτίμησης αυτή τη στιγμή, ο οποίος είναι παθολογικός και τον οποίο θα εξετάσουμε ακολούθως. Παράλληλα σχετίζεται και με τον παρόν πολιτειακό σύστημα και το σύστημα ανάδειξης κυβέρνησης, για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα σε άλλο άρθρο. Περιοριζόμαστε εδώ στο να επισημάνουμε πως το παρόν πολιτειακό σύστημα, υποχρεώνει τα πολιτικά πρόσωπα και τους χώρους σε αμοιβαίο δημόσιο εξευτελισμό, ρίχνει το επίπεδο του πολιτικού λόγου, γιατί προκειμένου να μπορέσει κάποιος να προσφέρει, να είναι χρήσιμος, να προσπαθήσει να εκπληρώσει το πολιτικό του όραμα, πρέπει να αποδείξει δημοσίως και περίτρανα στον ελληνικό λαό πως όλοι οι άλλοι είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων άχρηστοι. Το πολιτειακό σύστημα λοιπόν οδηγεί τα πολιτικά πρόσωπα σε δημόσια αμοιβαία απαξίωση και άρα έλλειψη αμοιβαίας εκτίμησης και εντός του πολιτικού χώρου. Δεν προτείνουμε κάτι αυτή τη στιγμή, όπως είπαμε, αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε.
ΠΡΟΣΚΟΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Δύο βασικούς λόγους εντοπίζουμε εδώ που φαίνεται να εμποδίζουν την βελτίωση της εικόνας που έχουμε για το σύνολο. Ενδέχεται να υπάρχουν και περισσότεροι. Ο ένας είναι η αλήθεια της εκτεταμένης οικονομικής διαφθοράς στην Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα και ο άλλος είναι ο βασικός μηχανισμός άντλησης αυτοεκτίμησης αυτή τη στιγμή, που είναι μέσω της απαξίωσης των άλλων. Για τον πρώτο λόγο παρουσιάζουμε μια ερμηνεία του φαινομένου και αμαρτία με ερμηνεία είναι αμαρτία ιάσιμη. Για τον δεύτερο λόγο προτείνουμε έναν υγιέστερο μηχανισμό άντλησης αυτοεκτίμησης: να αντλούμε αυτοεκτίμηση από την αξία των άλλων, που είναι και το αυτονόητο, και όχι από την απαξία τους.
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΙΔΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Το πρόβλημα της εκτεταμένης και μακρόχρονης οικονομικής διαφθοράς που βρίσκεται παντού και που μόνο ως τομέα διάκρισης θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς στη χώρα μας, έχει την ερμηνεία του, αν συνυπολογίσει κανείς την πολύ σημαντική παράμετρο πως τόσο οι κυβερνώντες, όσο και οι κυβερνώμενοι δεν έλαβαν ποτέ την πρὸς τὰς πολιτείας παιδεία, για την οποία κάνει λόγο ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1310a 14), δηλαδή εκπαίδευση σύμφωνη με το υπάρχον πολίτευμα. Για χρονικούς και μόνο λόγους δεν πρόλαβε ούτε το δημοκρατικό πολίτευμα να γίνει, ούτε η κατάλληλη παιδεία να διαμορφωθεί. Πέρα από τα ατελείωτα εσωτερικά και εξωτερικά δεινά, είχαμε αλλαγή πολιτεύματος, για την ακρίβεια, είχαμε εναλλαγή διαφορετικών πολιτευμάτων. Ας δούμε όμως τί ακριβώς λέει ο Αριστοτέλης στο συγκεκριμένο χωρίο.
μέγιστον δὲ πάντων τῶν εἰρημένων πρὸς τὸ διαμένειν τὰς πολιτείας, οὗ νῦν ὀλιγωροῦσι πάντες, τὸ παιδεύεσθαι πρὸς τὰς πολιτείας. ὄφελος γὰρ οὐθὲν τῶν [15] ὠφελιμωτάτων νόμων καὶ συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων τῶν πολιτευομένων, εἰ μὴ ἔσονται εἰθισμένοι καὶ πεπαιδευμένοι ἐν τῇ πολιτείᾳ (Πολιτικά 1310a.12-17) «[…] και το πιο σημαντικό από όλα όσα είπαμε, όσον αφορά την ευστάθεια ενός πολιτεύματος, πράγμα που αυτοί τη στιγμή όλοι παραμελούν, είναι η εκπαίδευση η κατάλληλη προς το πολίτευμα. Γιατί δεν υπάρχει κανένα όφελος ακόμη και από τους πιο χρήσιμους νόμους και από αυτούς που ομόφωνα ψηφίστηκαν από όλους τους πολίτες, αν αυτοί δεν γίνουν αντικείμενο εξάσκησης και εκπαίδευσης εντός της πολιτείας.»
Ως ελαφρυντικό λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι για ιστορικούς λόγους (αλλαγή πολιτεύματος) δεν πρόλαβε να διαμορφωθεί η κατάλληλη δημοκρατική παιδεία που να επιφέρει αποτελεσματική εσωτερίκευση των νόμων και των θεσμών. Ο κόσμος δεν πρόλαβε να λάβει εκπαίδευση που να συμβαδίζει με το πολίτευμα. Σε μία και μόνο οικογένεια μπορεί οι παππούδες να μεγάλωσαν με βασιλεία, οι γονείς με δικτατορία και τα παιδιά σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το ερώτημα είναι ποιος θα διαπαιδαγωγούσε ποιον ως προς τι; Πάλι καλά να λέμε. Και φυσικά είναι θετική αυτή η εξέλιξη των πολιτευμάτων, αλλά είχε και τις παρενέργειές της. Αυτή είναι μία ρεαλιστική ερμηνεία που μας επιτρέπει να καταλογίσουμε ελαφρυντικά. Επειδή όλα τα πράγματα έχουν ερμηνεία, μία ή περισσότερες, και αυτό είναι καλό. Όπως είπαμε πιο πριν, αμαρτία με ερμηνεία είναι αμαρτία ιάσιμη. Αυτό είναι βασικό δεδομένο για την διαμόρφωση εθνικής αυτοεκτίμησης, η ερμηνεία της κατάστασης και βάσει των ιστορικών συγκυριών και όχι ότι ‘έτσι είναι ο Έλληνας’ ή ‘έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει’. Και εσωτερίκευση των θεσμών θα πει πως με τον ίδιο τρόπο που, αν σωριαστεί κάποιος άνθρωπος στον δρόμο θα πάει αυτομάτως κάποιος ή περισσότεροι να βοηθήσουν, με τον ίδιο αυτόματο τρόπο να αποκτηθεί σε όλους, σε όποια θέση της κρατικής δομής και αν βρίσκονται, η συναίσθηση του τι είναι π.χ. το δημόσιο χρήμα. Και η εσωτερίκευση κανόνων και αξιών είναι εφικτό και απλό πράγμα γι αυτούς που ξέρουν να το κάνουν. Ένα παράδειγμα κανόνα που έχουμε εσωτερικεύσει σχετίζεται με την μόδα και ο κανόνας είναι ότι πρέπει κάθε χρόνο να αγοράζουμε καινούρια ρούχα. Αυτό είναι κάτι που δεν μας το δίδαξαν ούτε στο σπίτι ούτε στο σχολείο. Που ακριβώς το μάθαμε; Το πρόχειρο συμπέρασμα που μπορούμε να συνάγουμε είναι πως υπάρχουν όλες οι τεχνικές μαζικής εσωτερίκευσης κανόνων που έχουν αποτέλεσμα και αν το άτομο μπορεί να εκπαιδευτεί/χειραγωγηθεί προς ζημία του, τότε μπορεί να εκπαιδευτεί και προς όφελός του. Το επιθυμητό ωστόσο είναι η αρμόζουσα πολιτική συμπεριφορά σε όλα τα επίπεδα να μην έρθει ως αποτέλεσμα ανέντιμων και ανελεύθερων μέσων, π.χ. προπαγάνδας και υπόγειων ψυχολογικών τεχνικών, αλλά με ορθολογιστική εξέταση της κατάστασης και επιμόρφωση όσον αφορά την λειτουργία του κράτους.
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΤΗΣΗΣ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
Πριν απ’ όλα να πούμε πως οτιδήποτε παθολογικό δεν είναι επιλήψιμο. Άρα θα δούμε εδώ και ένα ακόμη ελαφρυντικό. Ο τρέχων μηχανισμός άντλησης αυτοεκτίμησης είναι από την απαξίωση των άλλων. Ακριβώς επειδή, όπως είπαμε, η ύπαρξη αυτοεκτίμησης είναι πολύ σημαντική για τα άτομα, πρέπει από κάπου να την αντλήσουν. Συνήθως αυτό γίνεται με το να βγάλουν τους άλλους χειρότερους από τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στην κοινωνία που μαλώνει και μεταχειρίζεται την συγκριτική λογική για να παροτρύνει τα άτομα προς βελτίωση ή συμμόρφωση με τους κανόνες. Ένα απλό παράδειγμα είναι το ‘Δες τι ωραία ζωγραφιά έκανε ο αδελφός σου ο Μανωλάκης. Τι είναι αυτή η δική σου τσαπατσουλιά;’ Στόχος αυτής της πρότασης (γιατί η πρόθεση είναι σχεδόν πάντα καλή) είναι να παροτρυνθεί το μέλος της κοινωνίας προς βελτίωση, να είναι πιο προσεκτικό, να ξέρει τι πρέπει να μιμηθεί, να αυξηθούν οι ικανότητές του και να είναι ισχυρότερο και πιο σταθερό για την επιβίωση. Ωστόσο, τόσο ο Μανωλάκης, όσο και ο αδελφός του, αυτό που θα κατανοήσουν είναι πως για να σε επιβραβεύσουν για κάτι πρέπει κάποιος άλλος να αποδειχτεί χειρότερος. Για να επιτύχεις, πρέπει κάποιος άλλος να φανεί ότι απέτυχε. Συνδέεται δηλαδή η επιβράβευση με το πόσο ανίκανος πρέπει να αποδειχτεί κάποιος άλλος ή περισσότεροι. Έτσι εγκαινιάζεται η χρήση του μηχανισμού άντλησης αυτοεκτίμησης από την απαξίωση των άλλων. Και επειδή η αυτοεκτίμηση είναι σημαντική, η απαξίωση των άλλων γίνεται ως ένα βαθμό αυτοσκοπός. Πρέπει για να νιώσει κανείς καλά με τον εαυτό του, να θεωρήσει ότι οι άλλοι γύρω του είναι χειρότεροι. Αυτή η ασυναίσθητη πρακτική όμως προφανώς είναι πρόσκομμα για την εκτίμηση του συλλογικού σώματος, της κοινωνίας, του λαού, γιατί βάσει του υπάρχοντος μηχανισμού προκειμένου να έχει κανείς καλή εικόνα για τον εαυτό του, πρέπει να έχει κακή εικόνα τους άλλους. Πως θα έχει όμως κανείς έτσι καλή εικόνα για το σύνολο; Και η καλή εικόνα για το σύνολο είναι προϋπόθεση προόδου. Να προσθέσουμε ότι πέρα από την συλλογική αυτοεκτίμηση, η στάση αυτή επηρεάζει προφανώς και την ατομική αυτοεκτίμηση, γιατί το άτομο εισπράττει την δυσαρέσκεια των άλλων για εκείνο, οι οποίοι με την τακτική αυτή επιδιώκουν ασυναίσθητα να αυξήσουν την δική τους αυτοεκτίμηση, που τους την μειώνουν άλλοι πάλι που κάνουν το ίδιο.
Πλησιέστερα στην αλήθεια είναι πως ακριβώς επειδή είναι άξιοι οι άλλοι είμαστε άξιοι και εμείς. Ρεαλιστικά, ο καθένας σε μία κοινωνία είναι συγγενικό κοινωνικό κύτταρο. Οποιαδήποτε κακή αποτίμηση για κείνον, αντανακλά άμεσα σε μας. Οποιαδήποτε καλή αποτίμηση για κείνον, αντανακλά σε μας επίσης. Η θεώρηση που προτείνουμε είναι πως η αξία μας βασίζεται στην αξία των άλλων. Αυτή είναι η αναστροφή του παθολογικού μηχανισμού άντλησης αυτοεκτίμησης από την απαξίωση των άλλων, σε μηχανισμό άντλησης αυτοεκτίμησης από την αξία των άλλων. Επειδή έχουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα εθελοτυφλούμε μπροστά σε μία κακή κατάσταση και σε μια εσφαλμένη συμπεριφορά, αλλά το αλληλένδετο της αξίας όλων, είναι μια αλήθεια που μπορεί να μετριάσει την αυστηρότητα των κρίσεων για τους άλλους και να παύσει έτσι σταδιακά να είναι η ασυνείδητη απαξίωση των άλλων αυτοσκοπός. Η συνειδητοποίηση του αλληλένδετου της αξίας μας μετατοπίζει ακαριαία την προσοχή από τα ελαττώματα των άλλων στα προτερήματά. Δεν αντλούμε χαρά από την εύρεση ελαττωμάτων, αλλά από την εύρεση προτερημάτων γύρω μας, χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε και τα μεν και τα δε. Η αυστηρότητα είναι πρόσκομμα σε κάθε είδους πρόοδο και η κοινωνία μας χρειάζεται την κατανόηση και την ενθάρρυνση άμεσα και σε πολύ μεγάλες δόσεις.
Να προσθέσουμε επίσης ότι μορφή απαξίωσης είναι και η εξαπάτηση, όταν νιώθουμε ότι κατορθώσαμε να ξεγελάσουμε και ότι είμαστε έτσι ευφυέστεροι από τους άλλους. Η εξαπάτηση συνδέεται και με το πρώτο πρόσκομμα για την απόκτηση εθνικής αυτοεκτίμησης, την οικονομική διαφθορά. Η διαφθορά είναι εξαπάτηση και η εξαπάτηση είναι απαξίωση και όλα αυτά οφείλονται στον παθολογικό, μολονότι κατανοητό, μηχανισμό άντλησης αυτοεκτίμησης από την απαξίωση των άλλων, του οποίου την αναστροφή περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Η εξαπάτηση συχνά συνδέεται και με την επιβίωση του ατόμου, όταν δεν του προσφέρονται ευκαιρίες νόμιμης αξιοποίησης των ικανοτήτων του. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση μορφή απαξίωσης του άλλου.
Και για την περαιτέρω ελαφρυντικότητα των ελαφρυντικών, αυτά τα δύο φαινόμενα, η εξαπάτηση και ο παθολογικός μηχανισμός αυτοεκτίμησης είναι παγκόσμια, δεν τα μονοπωλούμε εμείς εδώ στην Ελλάδα και πράγματι πατάνε σε αρχέγονα ανθρώπινα ένστικτα. Αυτό δεν σημαίνει πως η ορθολογιστική διαχείρισή τους, με τρόπο που να τα καθιστά όσο το δυνατό λιγότερο επιβλαβή και για το άτομο και για το σύνολο, είναι ανέφικτη.
Βλέπουμε στην εικόνα σε χαριτωμένη μορφή την περίπτωση της αδικίας, την ευχαρίστηση αυτού που υπό μία έννοια εξαπάτησε (ἐπιχαιρεκακία) και τον θυμό του εξαπατημένου (μῆνις). Είναι δύο ρόλοι στους οποίους όλοι μπορεί να έχουμε βρεθεί και που είναι αλληλένδετοι και εναλλασσόμενοι, γιατί ο ένας τροφοδοτεί τον άλλο (ο εξαπατημένος θα θελήσει να εκδικηθεί προκαλώντας εκούσια βλάβη ή θα έχει αυτή την διάθεση). Η έξοδος από αυτή την κατάσταση είναι εφικτή όταν μας γίνει σημαντική η ευτυχία και η εσωτερική ανάπαυση των άλλων και συνειδητοποιήσουμε το αλληλένδετο της ευτυχίας των άλλων με την δική μας και με την ευτυχία του κοινωνικού συνόλου. Οι καταστάσεις αυτές είναι κατανοητές και ανθρώπινες, όπως όμως είναι και η σπονδυλαρθρίτιδα, την οποία αντιμετωπίζουμε και καταπολεμάμε, χωρίς πανικό και επικριτικότητα και χωρίς να κατηγορούμε ποτέ τον ασθενή.
Θυμόμαστε την βασική θέση των Στωικών ότι η φυσική προδιάθεση του ανθρώπου είναι προς την αρετή, αυτή είναι σύμφωνη με την φύση του και είναι αυτό από το οποίο παίρνει πραγματική χαρά, η οποία είναι κάτι μονιμότερο και όχι πρόσκαιρη ευχαρίστηση.
Τήν τ᾽ ἀρετὴν διάθεσιν εἶναι ὁμολογουμένην: καὶ αὐτὴν δι᾽αὑτὴν εἶναι αἱρετήν, οὐ διά τινα φόβον ἢ ἐλπίδα ἤ τι τῶν ἔξωθεν. «Η αρετή είναι προδιάθεση εναρμονισμένη με την φύση, και πρέπει να την επιλέγει κανείς γι αυτή την ίδια, όχι για κάποιον φόβο ή προσδοκία ή οτιδήποτε εξωτερικό.» (Ζήνων ο Κιτιεύς, βλ. Διογένης Λαέρτιος 7.89)
Η ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΟΡΙΣΤΟ ‘ΑΛΛΟ’, ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΓΕΝΙΚΩΣ
Με την τελευταία αυτή διατύπωση του Ζήνωνα του Κιτιέα για την αρετή, με την ευρύτερη έννοια, ως φυσική ανθρώπινη προδιάθεση, συνδέεται και η αντίληψη για τον αόριστο ‘άλλο’, δηλαδή τον άνθρωπο εν γένει. Όπως προαναφέρθηκε, η αντίληψη αυτή είναι προϊόν αλλεπάλληλων γενικεύσεων και ως αποτέλεσμα προϋποθέτει μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας. Είναι όμως υπαρκτή νοητική κατασκευή, η οποία επηρεάζει τόσο την ατομική αυτοεκτίμηση, όσο και την αυτοεκτίμηση ενός συλλογικού σώματος. Φράσεις όπως ‘ο κόσμος είναι κακός’ και ‘να προσέχεις τους ανθρώπους’ παραπέμπουν σε μία κακή εικόνα για τον άνθρωπο εν γένει, μια εικόνα αμυντικότητας, δυσαρέσκειας και φόβου. Αν και είναι κατανοητό πως αυτή η εικόνα είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, που προστατεύει τον άνθρωπο από κινδύνους και απογοητεύσεις, είναι και αποτέλεσμα αυστηρότητας και αυθαίρετης γενίκευσης και σίγουρα μια εικόνα που δεν συμμερίζονται ούτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Η σωκρατική θεώρηση για την αρετή ως γνώση (πβ. οὐδεὶς ἑκὼν κακός «κανείς δεν είναι κακός με την θέλησή του»), που εκφράζεται με διάφορους τρόπους σε όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα της αρχαίας Ελλάδας, απαλλάσσει τον άνθρωπο από βαθύτερη ευθύνη. Ομοίως και κατά τον Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και αντικείμενο αγάπης από το θείο, ενώ και η ίδια η έννοια και προσωποποίηση του κακού, ως δαίμονα, εξυπηρετεί και πάλι μεταξύ άλλων για να απαλλάξει τον άνθρωπο από βαθύτερη υπαιτιότητα και να μεταθέσει την αιτία του κακού σε κάτι έξω από τον άνθρωπο. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι άξιο σεβασμού αδιακρίτως. Κατά τους Στωικούς είναι και μέρος της φύσης, με έμφυτη προδιάθεση προς το καλό. Η φυσική προδιάθεση είναι οι πράξεις και καταστάσεις με τις οποίες νιώθει κανείς ανάπαυση και ευχαρίστηση με μόνιμο τρόπο. Φυσικά ήδη από τους επτά σοφούς και συγκεκριμένα τον Πιττακό τον Μυτιληναίο υπάρχει η παραδοχή πως χαλεπόν ἐσθλὸν ἔμμεναι «είναι δύσκολο να είναι κανείς καλός.» (testimonia 2.11). Δεν εγκαταλείπεται όμως ο άνθρωπος ποτέ, δεν απαξιώνεται, θεωρείται πάντα άξιος ενασχόλησης και προσφοράς, με τελικό στόχο κατά τους φιλοσόφους, όχι την αλλαγή, αλλά την ευτυχία του. Κατά τον Χριστιανισμό δε, ακόμη περισσότερο, ο κάθε άνθρωπος θεωρείται όχι απλά άξιος προσφοράς, αλλά άξιος της ενανθρώπισης και της σταυρικής θυσίας του Θεού. Παρόμοια είναι η στάση προς τον άνθρωπο εν γένει και σε άλλα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα.
Είναι ωστόσο δύσκολο να διατηρήσει κανείς καλή εικόνα για τον άνθρωπο και να αποφύγει γενικευτικούς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όταν έχει υποστεί ή θεωρεί ότι έχει υποστεί άμεση και επανειλημμένη βλάβη και όταν βγαίνει από ένα παρελθόν αγριότητας, πολέμων, βασανιστηρίων, προδοσίας, βίαιων πληθυσμιακών μετακινήσεων, απειλής της ζωής και πολλαπλής αδικίας, όλα με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο, φαινόμενα πολλά εκ των οποίων συνεχίζονται με διάφορες μορφές και σήμερα και εδώ και παγκοσμίως. Αυτή όμως είναι πάντα η μία μόνο όψη της πραγματικότητας. Αν επικεντρωθεί κανείς σ’ αυτήν και την θεωρήσει δεδομένη και ανίατη, δεν θα μπορέσει να την περιορίσει. Στην πραγματικότητα, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα συλλογικό δημιούργημα και ένας ανθρώπινος κόπος: μια ομάδα ανθρώπων εργάστηκαν ανιδιοτελώς για την επιβίωσή του. Ο κάθε άνθρωπος είναι εδώ επειδή το είδος μας είναι άξιο. Το ίδιο αποδεικνύει και το θαύμα του ανθρώπινου πολιτισμού στον οποίο μετέχουμε. Κάθε ένα από τα πράγματα της καθημερινότητας που χρησιμοποιούμε αποδεικνύει την ανθρώπινη αξία. Όλα όσα έγιναν με πρωταγωνιστή τον μέσο άνθρωπο. Η μετοχή και απόλαυση των πλεονεκτημάτων του πολιτισμού, αφενός αποδεικνύει την ανθρώπινη ικανότητα, αφετέρου συνεπάγεται την ευθύνη για την συνέχεια του πολιτισμού, την περαιτέρω διόρθωση και βελτίωση. Και για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψει κανείς στην αξία των άλλων. Γενικώς και αδιακρίτως. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να εκθέτει τον εαυτό του σε κινδύνους που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, χωρίς να θυματοποιείται ή να ανέχεται το άδικο, χωρίς να παραβλέπει τις δυσάρεστες (και ανεκδιήγητα λυπηρές) όψεις της πραγματικότητας, χωρίς να χάνει την αγωνιστικότητά του, αλλά ακριβώς γι αυτήν, πρέπει να διατηρεί καλή εικόνα για τον άνθρωπο εν γένει, για τον αόριστο ‘άλλο’. Το επιθυμητό πρέπει να είναι το ζητούμενο. Αν δεν υπάρξει ζητούμενο και αναζήτηση, δεν θα υπάρξει και βελτίωση και συνέχεια, αλλά παράταση μιας καταθλιπτικής και αυτοφαγικής διάθεσης, που ελάχιστα συμβάλλει στην αυτοεκτίμηση τόσο του ατόμου, όσο και του συλλογικού σώματος και βασίζεται πάντα στην μισή αλήθεια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η αυτοεκτίμηση και στο επίπεδο ενός λαού, για την αξία του σήμερα, είναι προϋπόθεση προόδου. Για να χρησιμοποιήσουμε όρους και της ποδοσφαιρικής ορολογίας (μια και είμαστε λαός φιλάθλων [φιλῶ = αγαπώ + άθλους]), ένας λαός καλείται να είναι ταυτόχρονα και η ομάδα και η κερκίδα. Δεν υπάρχει κανένας άλλος για να μας στηρίξει και να μας καταλάβει πραγματικά. Ούτε και κανένας άλλος που μπορεί να κάνει το έργο αυτό για μας και προς όφελός μας. Η αναγνώριση και αποδοχή της αξίας του συλλογικού σώματος, χωρίς να βασίζουμε την προσωπική μας αξία στην απαξίωσή του, χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός το να περισώσουμε την δυσαρέσκειά μας κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες, αλλά μετριάζοντας την αυστηρότητα των κρίσεων προς αλλήλους και εντείνοντας την παραγωγική αγωνιστικότητα και την θετική δράση, είναι τακτική που δίνει διέξοδο στην ένταση, χρήσιμες κατευθύνσεις και που παύει να αδικεί και να κατασπαράζει το κοινωνικό σώμα. Ενώ το αξιόλογο παρελθόν πρέπει να είναι αφορμή έμπνευσης και απόδειξης του εφικτού, όχι ένας ακόμη λόγος να απαξιώνουμε το σήμερα. Είμαστε ένας μικρός λαός στα νότια Βαλκάνια. Ούτε οι καλύτεροι, αλλά σίγουρα ούτε και οι χειρότεροι. Έχουμε δικαίωμα στην ύπαρξη. Έχουμε δικαίωμα στην πρόοδο. Έχουμε δικαίωμα στο σφάλμα. Έχουμε δικαίωμα στην ανάκαμψη. Έχουμε δικαίωμα στην εξέλιξη και δικαίωμα στη ζωή. Και φυσικά σε βάθος χρόνου το επιθυμητό είναι να τα κερδίζουμε και όχι να μας τα δανείζουν. Και για όλα αυτά χρειάζεται υψηλή στόχευση, πρόθεση να υπάρξει συλλογικό όφελος και πίστη στην αξία των άλλων.