Γράφει η ΧΑΡΙΤΑ ΜΗΝΗ
Τα μαύρα κορμιά τους κινούνται αθόρυβα, σαν σκιές μες στο σκοτάδι. Ξέρουν ότι, αν συλληφθούν, κινδυνεύουν να τιμωρηθούν σκληρά. Με κάθε μυστικότητα συγκεντρώνονται σε έναν κλειστό χώρο, μακριά από τα μάτια των βέβηλων. Η ιέρεια και ο ιερέας παίρνουν θέση κοντά στο βωμό. Εκεί, μέσα σε ένα κλουβί, βρίσκεται το ιερό ζώο που ενσαρκώνει μια πανίσχυρη θεότητα: ένα φίδι! Οι τελετουργίες αρχίζουν, καθώς η ιέρεια και ο ιερέας μιλούν στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι μύστιδες και οι μύστες πλησιάζουν το «βουντού» -η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει το υπερφυσικό πλάσμα- και του ζητούν να πραγματοποιήσει τον πιο βαθύ τους πόθο.
Η ιέρεια παίρνει στα χέρια της το φίδι. Νιώθει την ενέργεια του θεού να τη διαπερνάει. Αρχίζει να σπαρταράει, καθώς όλο της το σώμα δονείται από σπασμούς. Μιλάει, όμως τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα της δεν είναι δικά της –είναι οι χρησμοί του πνεύματος του ερπετού.
Όταν η κατοχή της από τη θεϊκή δύναμη τελειώνει, αφήνει το ζώο στο βωμό. Οι πιστές και οι πιστοί τού φέρνουν προσφορές. Στη συνέχεια, θυσιάζεται μια κατσίκα. Μαζεύουν το αίμα της σε βάζο και το χρησιμοποιούν για να «σφραγίσουν» τα χείλη όλων των παρισταμένων, ώστε να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα. Όποιος ή όποια παραβιάσει τον όρκο αυτό, απειλείται με την ποινή του θανάτου. Έπειτα ξεκινάει ο «χορός του Βουντού».
Καινούρια πρόσωπα έχουν έρθει για να μυηθούν. Τα πνεύματα μπαίνουν μέσα τους και πέφτουν σε έκσταση, μέχρι που ο ιερέας να τους χτυπήσει στο κεφάλι. Η τελετουργία κορυφώνεται σε μια συλλογική φρενίτιδα: κάποια άτομα λιποθυμούν ή καταλαμβάνονται από μανία, τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Στριφογυρίζουν ασταμάτητα, κάποτε σκίζουν τα ρούχα τους ή δαγκώνονται. Άλλοι απλώς χάνουν τις αισθήσεις τους και πέφτουν στο πάτωμα. Τότε τους μεταφέρουν σε ένα γειτονικό δωμάτιο, όπου λέγεται ότι επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια…[1]
Η εξιστόρηση αυτής της τελετής βασίζεται στο έργο του Μορό ντε Σεντ-Μερί (Moreau de Saint-Méry) Περιγραφή του Γαλλικού Τμήματος του Αγίου Δομήνικου, όπως ονομαζόταν η Αϊτή την εποχή της αποικιοκρατίας. Γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο μαύρος πληθυσμός της χώρας τελούσε ακόμη υπό καθεστώς σκλαβιάς και η θρησκεία τους ήταν συχνά υπό διωγμό. Κι όμως, οι διώξεις των δουλοκτητών και της Καθολικής Εκκλησίας δεν κατάφεραν να την ποδοπατήσουν.
Το αντίθετο συνέβη: οι χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι μεταφέρθηκαν βίαια από την Αφρική, για να εργαστούν μέσα σε απάνθρωπες κι εξευτελιστικές συνθήκες στις φυτείες των Γάλλων αποίκων, διατήρησαν πεισματικά τις παραδόσεις τους –το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει μετά τον ξεριζωμό τους. Παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές, οι ποικίλες λατρείες τους συγχωνεύτηκαν σε μία μέσα στην καινούρια τους πατρίδα. Ο υποχρεωτικός εκχριστιανισμός τους τους οδήγησε να υιοθετήσουν ένα επίχρισμα Καθολικισμού, ταυτίζοντας τις θεότητές τους με αγίους και αγίες, ακόμη και με την Παναγία ή το Χριστό. Σήμερα πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ρωμαιοκαθολικοί/ές, κι όμως οι ίδιοι άνθρωποι παραμένουν πιστοί στο Βουντού.
Αγγίζει τα όρια του θαύματος το γεγονός ότι μια θρησκεία με πανάρχαιες ρίζες καταφέρνει και επιβιώνει στο σύγχρονο κόσμο, αν μάλιστα σκεφτούμε τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε. Ωστόσο, η εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για αυτήν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ποιος ευθύνεται για αυτό; Μα ποιος άλλος από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, η οποία δεν φημίζεται ούτε για το σεβασμό της για την ιστορική αλήθεια ούτε για την ευαισθησία της προς τα δικαιώματα των μαύρων! Έτσι, σήμερα στο νου των περισσότερων ανθρώπων το Βουντού ισοδυναμεί με σκοτεινή μαγεία –με κούκλες που τρυπιούνται με καρφιά για να προκληθεί κακό σε έναν εχθρό.
Όταν κυριαρχούν τέτοιες παρανοήσεις, μοιάζει σχεδόν ιεροσυλία και το να διανοηθεί κανείς να συγκρίνει τις παραδόσεις της Αϊτής με τις αρχαίες ελληνικές λατρείες. Κι όμως, οι ομοιότητες είναι εμφανείς για ένα εξασκημένο μάτι. Ο Αλφρέντ Μετρό (Alfred Métraux), διακεκριμένος Ελβετός ανθρωπολόγος και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Βουντού, επισημαίνει τα εξής:
«Τα θρησκευτικά συστήματα της δυτικής Αφρικής, των οποίων το Βουντού συχνά δεν είναι παρά ένα φτωχό παράδειγμα, δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωτόγονα. Έχουν κρατήσει ζωντανές πεποιθήσεις και τελετουργίες που κληρονόμησαν από τις αρχαίες θρησκείες της Ανατολής και του αιγαιακού κόσμου. Προσέξτε το ρόλο που παίζει η λάβρυς –ο διπλός πέλεκυς της Κρήτης– στη λατρεία του θεού Shango».[2]
Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ
Στην τελετή του φιδιού, η οποία περιγράφτηκε στην αρχή, μπορούμε να βρούμε αρκετά κοινά σημεία με τα διονυσιακά δρώμενα. Ο ίδιος ο Μορό ντε Σεντ-Μερί παραλληλίζει την «ιερή μανία» που καταλαμβάνει τις πιστές και τους πιστούς με τα όσα συνέβαιναν στις βακχικές γιορτές. Δεν έχει άδικο, αφού το στοιχείο της έκστασης υπήρξε αναπόσπαστο μέρος τους. Επιτυγχανόταν, όπως και στο Βουντού, μέσα από τον ξέφρενο χορό και τους ήχους των τυμπάνων. Την απέδιδαν σε κατοχή από το ίδιο το πνεύμα του θεού.
Το όνομα των Μαινάδων, που πρωταγωνιστούσαν στην οργιαστική λατρεία του, προέρχεται από το ρήμα μαίνομαι και το ουσιαστικό μανία, λέξη που δηλώνει την παραφροσύνη αλλά και τη θεϊκή έμπνευση.[3] Στη θρησκεία της Αϊτής πιστεύεται ότι το κατεχόμενο πρόσωπο γίνεται ένα με τη θεότητα για όσο διάστημα διαρκεί η κατάληψή του. Την ίδια ακριβώς αντίληψη συναντάμε και στη λατρεία του Διόνυσου: τα πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του ταυτίζονται μαζί του και ονομάζονται, αντίστοιχα, Βάκχοι και Βάκχαι.[4] Άλλωστε, το ρήμα βακχεύω σημαίνει «βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης» ή «εμπνέω μανία».
Μέσα από τις αρχαίες απεικονίσεις και τα κείμενα βλέπουμε τι σημαίνει αυτό: οι Μαινάδες, συνεπαρμένες από τον ιερό χορό τους, αναπηδούν, τινάζονται, στριφογυρνούν, ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω, ξεσπούν σε κραυγές κι αλαλαγμούς.[5] Οι περιγραφές αυτές δεν απέχουν πολύ από τα φαινόμενα που βιώνουν οι οπαδοί του Βουντού. Εξάλλου, η κατάληψη από ένα πνεύμα –ή loa, όπως το ονομάζουν– αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο ζωτικά κι εντυπωσιακά στοιχεία τούτης της παράδοσης. Αξίζει να ακούσουμε όσα αφηγείται ο Ντένι Σάρτζεντ (Denny Sargent), συγγραφέας και ερευνητής των θρησκειών, ο οποίος πριν μερικά χρόνια βρέθηκε στη Νέα Ορλεάνη και παρακολούθησε δύο τελετές στην Πνευματική Εκκλησία του Βουντού (Voodoo Spiritual Church):
«Η μία από αυτές ξεκίνησε σαν μια απλή εξάσκηση στο παίξιμο του τύμπανου, όμως εξελίχτηκε σε κάτι πολύ σημαντικότερο. Οι τυμπανιστές πραγματικά λικνίζονταν κι εγώ κουβέντιαζα με τον ιερέα Oswan για το ναό και την πίστη του, όταν η ιέρεια [Miriam Chamani] άρχισε ξαφνικά να σείεται και να ταράζεται. Η Μίριαμ καταλήφθηκε, όπως μου είπαν αργότερα, από το loa του Ogun [του θεού του πολέμου και της μεταλλουργίας]. Ηλεκτρισμός γέμιζε τον αέρα καθώς το σώμα της Μίριαμ δονούνταν. Η φωνή της έγινε αγνώριστη, ενώ άρχισε να καπνίζει πούρα, φυσώντας τον καπνό προς το μέρος μας για να μας εξαγνίσει.
Καθώς ο καπνός με χτύπησε, ένα ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Το loa ήταν παρόν. Καθώς λικνιζόμαστε όλοι και χορεύαμε στο χτύπο των τυμπάνων (που τώρα έπαιζαν τον ιερό ρυθμό του Ogun), ο ιδρώτας κυλούσε στο σώμα μου. Η Μίριαμ άρχισε να τραγουδάει και να ψέλνει με μια ολότελα ξένη φωνή, καθώς ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό της. Ο αέρας γέμισε με μια παράξενη ηλεκτρική παρουσία. Εκείνη συνέχισε να προσφέρει ψαλμωδίες και καπνό από πούρο στον Ogun. Ήταν μια αυθόρμητη κι απρόσμενη κατάληψη, όμως, μια που είναι ικανή ιέρεια, μπόρεσε να ελέγξει και να κατευθύνει τα γεγονότα».[6]
Στο Βουντού η θεοληψία, ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ένα πνεύμα επικοινωνεί με τους πιστούς και τις πιστές, έχει άρρηκτη σχέση με το χορό. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Αλφρέντ Μετρό, οι λατρείες της δυτικής Αφρικής, από τις οποίες προήλθε, συνδέονται τόσο στενά με τη μουσική και την όρχηση ώστε δεν θα ήταν άστοχο να χαρακτηριστούν «χορευτικές θρησκείες».[7] Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα διονυσιακά «όργια». Εξάλλου, τη λέξη Χορεία το συναντάμε ως όνομα Μαινάδων, ενώ ο Βάκχος είχε τους τίτλους Χορεύς και Χορείος. Ο ίδιος ο θεός παραδίδεται στην έκσταση του ξέφρενου ρυθμού, όπως και οι άνθρωποι τους οποίους εμπνέει…[8]
ΙΕΡΗ ΜΑΝΙΑ, ΙΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Η απόκτηση θεραπευτικής δύναμης είναι ένας από τους στόχους της θεοληψίας στο Βουντού. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο καταλαμβάνεται από μια σημαντική θεότητα, οφείλει να αγγίξει τους/τις ασθενείς, προσφέροντάς τους την ίαση.[9]Παράλληλα, αυτή η διαφορετική κατάσταση συνείδησης μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο που υποφέρει ή αντιμετωπίζει δυσκολίες και κινδύνους. Ο γιατρός Λουί Μαρ (Louis Mars), για παράδειγμα, είδε με έκπληξη έναν άρρωστο ο οποίος εγχειριζόταν να πέφτει σε έκσταση, τη στιγμή ακριβώς που ο πόνος έφτανε στο αποκορύφωμά του. Την ίδια αντίδραση παρατήρησε σε δύο ανθρώπους οι οποίοι μόλις είχαν γίνει θύματα τροχαίου ατυχήματος.
Ακόμη, υπάρχουν αφηγήσεις για ναύτες που ναυάγησαν, όμως κατάφεραν να κολυμπήσουν μέχρι τη στεριά χάρη στη βοήθεια του θεού Agwé, o oποίος τους κατέλαβε δίνοντάς τους τη δύναμη να σωθούν. Ένα ακόμη παράδειγμα προσφέρει η Αϊτινή ιέρεια Lorgina Delorge. Κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στη σπηλιά Balan, κοντά στο Port-au-Prince, ήταν αναγκασμένη να βαδίζει σε ανώμαλο έδαφος, κουτσαίνοντας και σταματώντας κάθε λίγο εξαιτίας των ρευματισμών της. Η ταλαιπωρία της όμως δεν κράτησε για πολύ: μπήκε μέσα της το πνεύμα του ηλιοθεού Legba, βοηθώντας τη να φτάσει στον προορισμό της με αποφασιστικά βήματα και χωρίς σημάδια κούρασης.[10]
Αλλά και οι βακχικές ιερουργίες συνδύαζαν το θεραπευτικό στοιχείο με την έκσταση. Για το λόγο αυτό ο Διόνυσος έπαιρνε τους τίτλους Ιατρός, Υγιάτης και Λύσιος –εκείνος που έχει την ικανότητα να «λύνει» τη μανία, φέρνοντας συγχρόνως την κάθαρση στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.[11] Οι λάτρισσες και οι λάτρεις του εξαγνίζονταν, όπως υποστηρίζει η διδάκτωρ της αρχαιολογίας Ευρυδίκη Κεφαλίδου:
«Όση ώρα διαρκούσε ο εκστατικός χορός, οι άνθρωποι αυτοί έπαυαν να είναι ο εαυτός τους, εκτονώνονταν, απελευθερώνονταν από τις άλογες καταπιεσμένες ορμές τους. Οι φοβίες τους θεραπεύονταν και τα άγχη που προκαλούν οι νοσηρές καταστάσεις της ψυχής και του μυαλού εξαφανίζονταν. (…) Στο τέλος του δρώμενου οι συμμετέχοντες επέστρεφαν στην ‘κανονικότητα’ και απαλλάσσονταν όχι μόνο από την ένταση που προκαλούσε η τελετουργία καθεαυτή, αλλά και από οποιοδήποτε ψυχικό και διανοητικό πάθος τους βασάνιζε προηγουμένως».[12]
Στις τελετές του Βουντού τα κατεχόμενα πρόσωπα αποκτούν μια ακόμη ιδιότητα: μπορούν να προφητεύουν και να συμβουλεύουν, μέσα από την επαφή τους με τη θεότητα. Για την ακρίβεια, πιστεύεται ότι το πνεύμα που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο μιλάει μέσα από το στόμα του, δίνοντας οδηγίες στους παριστάμενους ή ακόμη και στο ίδιο το κατεχόμενο άτομο.[13]
Η ίδια συσχέτιση ανάμεσα στην έκσταση και τη χρησμοδοσία εμφανίζεται και στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι όροι μάντις και μαντεία κατάγονται από τη λέξη μανία, μια που οι χρησμοδότες/τριες συχνά τελούσαν κάτω από την επήρεια μιας θεότητας.[14] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευριπίδης στις Τρωάδες (στ. 172) αποκαλεί την Κασσάνδρα «μαινάδα», ενώ στις Βάκχες βάζει τον περίφημο μάντη Τειρεσία να λέει για το Διόνυσο:
«Ο θεός μας είναι μάντης, γιατί υπάρχει
μαντεία μες στη βακχεία και τη μανία·
όταν ο θεός το σώμα πλημμυρίσει,
εκείνον που η μανία του θα ΄χει πιάσει
προφήτη των μελλούμενων τον κάνει».[15]
Δεν μπορούμε εδώ να μη σκεφτούμε τον κατεξοχήν θεό της προφητείας, τον Απόλλωνα, ο οποίος έδινε τους χρησμούς του μέσα από το στόμα της Πυθίας, όταν εκείνη έπεφτε σε έκσταση –ένα φαινόμενο που θυμίζει πολύ έντονα τις τελετές Βουντού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το περίφημο μαντείο του στους Δελφούς δεν ανήκε μόνο σε εκείνον, αλλά και στον αδελφό του, το Διόνυσο. Ο Τειρεσίας στις Βάκχες συνεχίζει τον ύμνο του προς τον τελευταίο λέγοντας:
«Και θα τον δεις και στων Δελφών τους βράχους
με τα δαδιά στο δίκορφο οροπέδιο
να πηδά, βακχικό κλαρί κρατώντας…»[16]
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΦΙΔΙ
Οι Δελφοί δεν είναι μονάχα ο ναός του Απόλλωνα και του Διόνυσου. Είναι συνάμα ο χώρος του Φιδιού, πράγμα το οποίο αποτελεί ακόμη ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία και το Βουντού. Στον τόπο αυτό ο ολύμπιος θεός σκότωσε το «δράκοντα», λέξη που σημαίνει «μεγάλο φίδι», το οποίο σε μια άλλη εκδοχή ήταν γένους θηλυκού. Υπήρξε το ιερό ερπετό της Γαίας, που συνδεόταν στενά με τέτοιου είδους ζώα, και συγχρόνως ο φύλακας του μαντείου, το οποίο αρχικά ανήκε σε εκείνη.[17]
Με τη σφαγή του δράκοντα ο Απόλλων ιδιοποιήθηκε το μέρος αυτό, που ήταν αφιερωμένο στις παλιότερες, χθόνιες λατρείες. Ωστόσο, τα ίχνη τους δεν χάθηκαν ολότελα. Ο τόπος διατήρησε την αρχαιότατη ονομασία του, Πυθώ, από τον Πύθωνα, τον όφι που κατοικούσε εκεί. Ο θεός αναγκάστηκε να πάρει τον τίτλο Πύθιος και η ιέρειά του ονομάστηκε Πυθία. Άλλωστε, η έμπνευσή της ερχόταν μέσα από τις αναθυμιάσεις που ανέδιδε η γη, προδίδοντας τη χθόνια φύση της. Αντίστοιχα, η συσχέτιση του φιδιού με την προφητεία και τη γνώση προέρχεται από την ικανότητά του να διεισδύει στις σχισμές του εδάφους, προσλαμβάνοντας έτσι τη σοφία που κρύβει στα σπλάχνα της η Γαία, η Μεγάλη Μητέρα.
Είναι πιθανό ότι στους Δελφούς θα λατρευόταν σε προγενέστερες εποχές ένα ζωντανό φίδι, πράγμα που θα έδωσε αφορμή να πλαστεί ο σχετικός μύθος. Η δαιμονοποίησή του και ο φόνος του από τον Απόλλωνα παραπέμπει στην άποψη ότι οι θεοί της παλιάς θρησκείας γίνονται οι δαίμονες της νέας. Κι όμως, παρά την επικράτηση της ολύμπιας λατρείας, το ερπετό παρέμεινε ιερό ζώο στην αρχαία Ελλάδα, συνοδεύοντας πλήθος θεότητες: τον Ερμή και την Αθηνά, τον Ασκληπιό και την Υγεία, τη Δήμητρα, την Εκάτη και όχι μόνο.
Ακόμη και ο «ύπατος των θεών» δεν ξέφυγε από τη μαγική επιρροή του όφεως. Στη μεγαλύτερη γιορτή του, τα Διάσια, οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι τον τιμούσαν ως Χθόνιο ή Μειλίχιο Δία, συγχωνεύοντάς τον με μια πιο αρχέγονη θεότητα: το Φίδι.[18] Τη σχέση αυτή τη βλέπουμε έμμεσα και στις Βάκχες, όπου ο χορός τραγουδάει τη γέννηση του Διόνυσου μέσα από το μηρό του Δία:
«Κι όταν σωστόν,
όταν πια τέλειον οι Μοίρες τον έκαμαν,
τότε με κέρατα ταύρου θεό τον εγέννησε
και για στεφάνι του φόρεσε φίδια·
φίδια τυλίγουν γι’ αυτό στις πλεξίδες τους
οι αγριμοθρόφες μαινάδες».[19]
Η τραγωδία αυτή (στ. 1017-9) αποκαλύπτει επίσης ότι ο ίδιος ο Βάκχος μπορούσε να παίρνει τη μορφή δράκοντα!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Τα μαύρα κορμιά τους κινούνται αθόρυβα, σαν σκιές μες στο σκοτάδι. Ξέρουν ότι, αν συλληφθούν, κινδυνεύουν να τιμωρηθούν σκληρά. Με κάθε μυστικότητα συγκεντρώνονται σε έναν κλειστό χώρο, μακριά από τα μάτια των βέβηλων. Η ιέρεια και ο ιερέας παίρνουν θέση κοντά στο βωμό. Εκεί, μέσα σε ένα κλουβί, βρίσκεται το ιερό ζώο που ενσαρκώνει μια πανίσχυρη θεότητα: ένα φίδι! Οι τελετουργίες αρχίζουν, καθώς η ιέρεια και ο ιερέας μιλούν στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι μύστιδες και οι μύστες πλησιάζουν το «βουντού» -η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει το υπερφυσικό πλάσμα- και του ζητούν να πραγματοποιήσει τον πιο βαθύ τους πόθο.
Η ιέρεια παίρνει στα χέρια της το φίδι. Νιώθει την ενέργεια του θεού να τη διαπερνάει. Αρχίζει να σπαρταράει, καθώς όλο της το σώμα δονείται από σπασμούς. Μιλάει, όμως τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα της δεν είναι δικά της –είναι οι χρησμοί του πνεύματος του ερπετού.
Όταν η κατοχή της από τη θεϊκή δύναμη τελειώνει, αφήνει το ζώο στο βωμό. Οι πιστές και οι πιστοί τού φέρνουν προσφορές. Στη συνέχεια, θυσιάζεται μια κατσίκα. Μαζεύουν το αίμα της σε βάζο και το χρησιμοποιούν για να «σφραγίσουν» τα χείλη όλων των παρισταμένων, ώστε να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα. Όποιος ή όποια παραβιάσει τον όρκο αυτό, απειλείται με την ποινή του θανάτου. Έπειτα ξεκινάει ο «χορός του Βουντού».
Καινούρια πρόσωπα έχουν έρθει για να μυηθούν. Τα πνεύματα μπαίνουν μέσα τους και πέφτουν σε έκσταση, μέχρι που ο ιερέας να τους χτυπήσει στο κεφάλι. Η τελετουργία κορυφώνεται σε μια συλλογική φρενίτιδα: κάποια άτομα λιποθυμούν ή καταλαμβάνονται από μανία, τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Στριφογυρίζουν ασταμάτητα, κάποτε σκίζουν τα ρούχα τους ή δαγκώνονται. Άλλοι απλώς χάνουν τις αισθήσεις τους και πέφτουν στο πάτωμα. Τότε τους μεταφέρουν σε ένα γειτονικό δωμάτιο, όπου λέγεται ότι επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια…[1]
Η εξιστόρηση αυτής της τελετής βασίζεται στο έργο του Μορό ντε Σεντ-Μερί (Moreau de Saint-Méry) Περιγραφή του Γαλλικού Τμήματος του Αγίου Δομήνικου, όπως ονομαζόταν η Αϊτή την εποχή της αποικιοκρατίας. Γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο μαύρος πληθυσμός της χώρας τελούσε ακόμη υπό καθεστώς σκλαβιάς και η θρησκεία τους ήταν συχνά υπό διωγμό. Κι όμως, οι διώξεις των δουλοκτητών και της Καθολικής Εκκλησίας δεν κατάφεραν να την ποδοπατήσουν.
Το αντίθετο συνέβη: οι χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι μεταφέρθηκαν βίαια από την Αφρική, για να εργαστούν μέσα σε απάνθρωπες κι εξευτελιστικές συνθήκες στις φυτείες των Γάλλων αποίκων, διατήρησαν πεισματικά τις παραδόσεις τους –το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει μετά τον ξεριζωμό τους. Παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές, οι ποικίλες λατρείες τους συγχωνεύτηκαν σε μία μέσα στην καινούρια τους πατρίδα. Ο υποχρεωτικός εκχριστιανισμός τους τους οδήγησε να υιοθετήσουν ένα επίχρισμα Καθολικισμού, ταυτίζοντας τις θεότητές τους με αγίους και αγίες, ακόμη και με την Παναγία ή το Χριστό. Σήμερα πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ρωμαιοκαθολικοί/ές, κι όμως οι ίδιοι άνθρωποι παραμένουν πιστοί στο Βουντού.
Αγγίζει τα όρια του θαύματος το γεγονός ότι μια θρησκεία με πανάρχαιες ρίζες καταφέρνει και επιβιώνει στο σύγχρονο κόσμο, αν μάλιστα σκεφτούμε τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε. Ωστόσο, η εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για αυτήν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ποιος ευθύνεται για αυτό; Μα ποιος άλλος από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, η οποία δεν φημίζεται ούτε για το σεβασμό της για την ιστορική αλήθεια ούτε για την ευαισθησία της προς τα δικαιώματα των μαύρων! Έτσι, σήμερα στο νου των περισσότερων ανθρώπων το Βουντού ισοδυναμεί με σκοτεινή μαγεία –με κούκλες που τρυπιούνται με καρφιά για να προκληθεί κακό σε έναν εχθρό.
Όταν κυριαρχούν τέτοιες παρανοήσεις, μοιάζει σχεδόν ιεροσυλία και το να διανοηθεί κανείς να συγκρίνει τις παραδόσεις της Αϊτής με τις αρχαίες ελληνικές λατρείες. Κι όμως, οι ομοιότητες είναι εμφανείς για ένα εξασκημένο μάτι. Ο Αλφρέντ Μετρό (Alfred Métraux), διακεκριμένος Ελβετός ανθρωπολόγος και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Βουντού, επισημαίνει τα εξής:
«Τα θρησκευτικά συστήματα της δυτικής Αφρικής, των οποίων το Βουντού συχνά δεν είναι παρά ένα φτωχό παράδειγμα, δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωτόγονα. Έχουν κρατήσει ζωντανές πεποιθήσεις και τελετουργίες που κληρονόμησαν από τις αρχαίες θρησκείες της Ανατολής και του αιγαιακού κόσμου. Προσέξτε το ρόλο που παίζει η λάβρυς –ο διπλός πέλεκυς της Κρήτης– στη λατρεία του θεού Shango».[2]
Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ
Στην τελετή του φιδιού, η οποία περιγράφτηκε στην αρχή, μπορούμε να βρούμε αρκετά κοινά σημεία με τα διονυσιακά δρώμενα. Ο ίδιος ο Μορό ντε Σεντ-Μερί παραλληλίζει την «ιερή μανία» που καταλαμβάνει τις πιστές και τους πιστούς με τα όσα συνέβαιναν στις βακχικές γιορτές. Δεν έχει άδικο, αφού το στοιχείο της έκστασης υπήρξε αναπόσπαστο μέρος τους. Επιτυγχανόταν, όπως και στο Βουντού, μέσα από τον ξέφρενο χορό και τους ήχους των τυμπάνων. Την απέδιδαν σε κατοχή από το ίδιο το πνεύμα του θεού.
Το όνομα των Μαινάδων, που πρωταγωνιστούσαν στην οργιαστική λατρεία του, προέρχεται από το ρήμα μαίνομαι και το ουσιαστικό μανία, λέξη που δηλώνει την παραφροσύνη αλλά και τη θεϊκή έμπνευση.[3] Στη θρησκεία της Αϊτής πιστεύεται ότι το κατεχόμενο πρόσωπο γίνεται ένα με τη θεότητα για όσο διάστημα διαρκεί η κατάληψή του. Την ίδια ακριβώς αντίληψη συναντάμε και στη λατρεία του Διόνυσου: τα πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του ταυτίζονται μαζί του και ονομάζονται, αντίστοιχα, Βάκχοι και Βάκχαι.[4] Άλλωστε, το ρήμα βακχεύω σημαίνει «βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης» ή «εμπνέω μανία».
Μέσα από τις αρχαίες απεικονίσεις και τα κείμενα βλέπουμε τι σημαίνει αυτό: οι Μαινάδες, συνεπαρμένες από τον ιερό χορό τους, αναπηδούν, τινάζονται, στριφογυρνούν, ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω, ξεσπούν σε κραυγές κι αλαλαγμούς.[5] Οι περιγραφές αυτές δεν απέχουν πολύ από τα φαινόμενα που βιώνουν οι οπαδοί του Βουντού. Εξάλλου, η κατάληψη από ένα πνεύμα –ή loa, όπως το ονομάζουν– αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο ζωτικά κι εντυπωσιακά στοιχεία τούτης της παράδοσης. Αξίζει να ακούσουμε όσα αφηγείται ο Ντένι Σάρτζεντ (Denny Sargent), συγγραφέας και ερευνητής των θρησκειών, ο οποίος πριν μερικά χρόνια βρέθηκε στη Νέα Ορλεάνη και παρακολούθησε δύο τελετές στην Πνευματική Εκκλησία του Βουντού (Voodoo Spiritual Church):
«Η μία από αυτές ξεκίνησε σαν μια απλή εξάσκηση στο παίξιμο του τύμπανου, όμως εξελίχτηκε σε κάτι πολύ σημαντικότερο. Οι τυμπανιστές πραγματικά λικνίζονταν κι εγώ κουβέντιαζα με τον ιερέα Oswan για το ναό και την πίστη του, όταν η ιέρεια [Miriam Chamani] άρχισε ξαφνικά να σείεται και να ταράζεται. Η Μίριαμ καταλήφθηκε, όπως μου είπαν αργότερα, από το loa του Ogun [του θεού του πολέμου και της μεταλλουργίας]. Ηλεκτρισμός γέμιζε τον αέρα καθώς το σώμα της Μίριαμ δονούνταν. Η φωνή της έγινε αγνώριστη, ενώ άρχισε να καπνίζει πούρα, φυσώντας τον καπνό προς το μέρος μας για να μας εξαγνίσει.
Καθώς ο καπνός με χτύπησε, ένα ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Το loa ήταν παρόν. Καθώς λικνιζόμαστε όλοι και χορεύαμε στο χτύπο των τυμπάνων (που τώρα έπαιζαν τον ιερό ρυθμό του Ogun), ο ιδρώτας κυλούσε στο σώμα μου. Η Μίριαμ άρχισε να τραγουδάει και να ψέλνει με μια ολότελα ξένη φωνή, καθώς ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό της. Ο αέρας γέμισε με μια παράξενη ηλεκτρική παρουσία. Εκείνη συνέχισε να προσφέρει ψαλμωδίες και καπνό από πούρο στον Ogun. Ήταν μια αυθόρμητη κι απρόσμενη κατάληψη, όμως, μια που είναι ικανή ιέρεια, μπόρεσε να ελέγξει και να κατευθύνει τα γεγονότα».[6]
Στο Βουντού η θεοληψία, ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ένα πνεύμα επικοινωνεί με τους πιστούς και τις πιστές, έχει άρρηκτη σχέση με το χορό. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Αλφρέντ Μετρό, οι λατρείες της δυτικής Αφρικής, από τις οποίες προήλθε, συνδέονται τόσο στενά με τη μουσική και την όρχηση ώστε δεν θα ήταν άστοχο να χαρακτηριστούν «χορευτικές θρησκείες».[7] Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα διονυσιακά «όργια». Εξάλλου, τη λέξη Χορεία το συναντάμε ως όνομα Μαινάδων, ενώ ο Βάκχος είχε τους τίτλους Χορεύς και Χορείος. Ο ίδιος ο θεός παραδίδεται στην έκσταση του ξέφρενου ρυθμού, όπως και οι άνθρωποι τους οποίους εμπνέει…[8]
ΙΕΡΗ ΜΑΝΙΑ, ΙΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Η απόκτηση θεραπευτικής δύναμης είναι ένας από τους στόχους της θεοληψίας στο Βουντού. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο καταλαμβάνεται από μια σημαντική θεότητα, οφείλει να αγγίξει τους/τις ασθενείς, προσφέροντάς τους την ίαση.[9]Παράλληλα, αυτή η διαφορετική κατάσταση συνείδησης μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο που υποφέρει ή αντιμετωπίζει δυσκολίες και κινδύνους. Ο γιατρός Λουί Μαρ (Louis Mars), για παράδειγμα, είδε με έκπληξη έναν άρρωστο ο οποίος εγχειριζόταν να πέφτει σε έκσταση, τη στιγμή ακριβώς που ο πόνος έφτανε στο αποκορύφωμά του. Την ίδια αντίδραση παρατήρησε σε δύο ανθρώπους οι οποίοι μόλις είχαν γίνει θύματα τροχαίου ατυχήματος.
Ακόμη, υπάρχουν αφηγήσεις για ναύτες που ναυάγησαν, όμως κατάφεραν να κολυμπήσουν μέχρι τη στεριά χάρη στη βοήθεια του θεού Agwé, o oποίος τους κατέλαβε δίνοντάς τους τη δύναμη να σωθούν. Ένα ακόμη παράδειγμα προσφέρει η Αϊτινή ιέρεια Lorgina Delorge. Κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στη σπηλιά Balan, κοντά στο Port-au-Prince, ήταν αναγκασμένη να βαδίζει σε ανώμαλο έδαφος, κουτσαίνοντας και σταματώντας κάθε λίγο εξαιτίας των ρευματισμών της. Η ταλαιπωρία της όμως δεν κράτησε για πολύ: μπήκε μέσα της το πνεύμα του ηλιοθεού Legba, βοηθώντας τη να φτάσει στον προορισμό της με αποφασιστικά βήματα και χωρίς σημάδια κούρασης.[10]
Αλλά και οι βακχικές ιερουργίες συνδύαζαν το θεραπευτικό στοιχείο με την έκσταση. Για το λόγο αυτό ο Διόνυσος έπαιρνε τους τίτλους Ιατρός, Υγιάτης και Λύσιος –εκείνος που έχει την ικανότητα να «λύνει» τη μανία, φέρνοντας συγχρόνως την κάθαρση στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.[11] Οι λάτρισσες και οι λάτρεις του εξαγνίζονταν, όπως υποστηρίζει η διδάκτωρ της αρχαιολογίας Ευρυδίκη Κεφαλίδου:
«Όση ώρα διαρκούσε ο εκστατικός χορός, οι άνθρωποι αυτοί έπαυαν να είναι ο εαυτός τους, εκτονώνονταν, απελευθερώνονταν από τις άλογες καταπιεσμένες ορμές τους. Οι φοβίες τους θεραπεύονταν και τα άγχη που προκαλούν οι νοσηρές καταστάσεις της ψυχής και του μυαλού εξαφανίζονταν. (…) Στο τέλος του δρώμενου οι συμμετέχοντες επέστρεφαν στην ‘κανονικότητα’ και απαλλάσσονταν όχι μόνο από την ένταση που προκαλούσε η τελετουργία καθεαυτή, αλλά και από οποιοδήποτε ψυχικό και διανοητικό πάθος τους βασάνιζε προηγουμένως».[12]
Στις τελετές του Βουντού τα κατεχόμενα πρόσωπα αποκτούν μια ακόμη ιδιότητα: μπορούν να προφητεύουν και να συμβουλεύουν, μέσα από την επαφή τους με τη θεότητα. Για την ακρίβεια, πιστεύεται ότι το πνεύμα που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο μιλάει μέσα από το στόμα του, δίνοντας οδηγίες στους παριστάμενους ή ακόμη και στο ίδιο το κατεχόμενο άτομο.[13]
Η ίδια συσχέτιση ανάμεσα στην έκσταση και τη χρησμοδοσία εμφανίζεται και στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι όροι μάντις και μαντεία κατάγονται από τη λέξη μανία, μια που οι χρησμοδότες/τριες συχνά τελούσαν κάτω από την επήρεια μιας θεότητας.[14] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευριπίδης στις Τρωάδες (στ. 172) αποκαλεί την Κασσάνδρα «μαινάδα», ενώ στις Βάκχες βάζει τον περίφημο μάντη Τειρεσία να λέει για το Διόνυσο:
«Ο θεός μας είναι μάντης, γιατί υπάρχει
μαντεία μες στη βακχεία και τη μανία·
όταν ο θεός το σώμα πλημμυρίσει,
εκείνον που η μανία του θα ΄χει πιάσει
προφήτη των μελλούμενων τον κάνει».[15]
Δεν μπορούμε εδώ να μη σκεφτούμε τον κατεξοχήν θεό της προφητείας, τον Απόλλωνα, ο οποίος έδινε τους χρησμούς του μέσα από το στόμα της Πυθίας, όταν εκείνη έπεφτε σε έκσταση –ένα φαινόμενο που θυμίζει πολύ έντονα τις τελετές Βουντού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το περίφημο μαντείο του στους Δελφούς δεν ανήκε μόνο σε εκείνον, αλλά και στον αδελφό του, το Διόνυσο. Ο Τειρεσίας στις Βάκχες συνεχίζει τον ύμνο του προς τον τελευταίο λέγοντας:
«Και θα τον δεις και στων Δελφών τους βράχους
με τα δαδιά στο δίκορφο οροπέδιο
να πηδά, βακχικό κλαρί κρατώντας…»[16]
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΦΙΔΙ
Οι Δελφοί δεν είναι μονάχα ο ναός του Απόλλωνα και του Διόνυσου. Είναι συνάμα ο χώρος του Φιδιού, πράγμα το οποίο αποτελεί ακόμη ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία και το Βουντού. Στον τόπο αυτό ο ολύμπιος θεός σκότωσε το «δράκοντα», λέξη που σημαίνει «μεγάλο φίδι», το οποίο σε μια άλλη εκδοχή ήταν γένους θηλυκού. Υπήρξε το ιερό ερπετό της Γαίας, που συνδεόταν στενά με τέτοιου είδους ζώα, και συγχρόνως ο φύλακας του μαντείου, το οποίο αρχικά ανήκε σε εκείνη.[17]
Με τη σφαγή του δράκοντα ο Απόλλων ιδιοποιήθηκε το μέρος αυτό, που ήταν αφιερωμένο στις παλιότερες, χθόνιες λατρείες. Ωστόσο, τα ίχνη τους δεν χάθηκαν ολότελα. Ο τόπος διατήρησε την αρχαιότατη ονομασία του, Πυθώ, από τον Πύθωνα, τον όφι που κατοικούσε εκεί. Ο θεός αναγκάστηκε να πάρει τον τίτλο Πύθιος και η ιέρειά του ονομάστηκε Πυθία. Άλλωστε, η έμπνευσή της ερχόταν μέσα από τις αναθυμιάσεις που ανέδιδε η γη, προδίδοντας τη χθόνια φύση της. Αντίστοιχα, η συσχέτιση του φιδιού με την προφητεία και τη γνώση προέρχεται από την ικανότητά του να διεισδύει στις σχισμές του εδάφους, προσλαμβάνοντας έτσι τη σοφία που κρύβει στα σπλάχνα της η Γαία, η Μεγάλη Μητέρα.
Είναι πιθανό ότι στους Δελφούς θα λατρευόταν σε προγενέστερες εποχές ένα ζωντανό φίδι, πράγμα που θα έδωσε αφορμή να πλαστεί ο σχετικός μύθος. Η δαιμονοποίησή του και ο φόνος του από τον Απόλλωνα παραπέμπει στην άποψη ότι οι θεοί της παλιάς θρησκείας γίνονται οι δαίμονες της νέας. Κι όμως, παρά την επικράτηση της ολύμπιας λατρείας, το ερπετό παρέμεινε ιερό ζώο στην αρχαία Ελλάδα, συνοδεύοντας πλήθος θεότητες: τον Ερμή και την Αθηνά, τον Ασκληπιό και την Υγεία, τη Δήμητρα, την Εκάτη και όχι μόνο.
Ακόμη και ο «ύπατος των θεών» δεν ξέφυγε από τη μαγική επιρροή του όφεως. Στη μεγαλύτερη γιορτή του, τα Διάσια, οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι τον τιμούσαν ως Χθόνιο ή Μειλίχιο Δία, συγχωνεύοντάς τον με μια πιο αρχέγονη θεότητα: το Φίδι.[18] Τη σχέση αυτή τη βλέπουμε έμμεσα και στις Βάκχες, όπου ο χορός τραγουδάει τη γέννηση του Διόνυσου μέσα από το μηρό του Δία:
«Κι όταν σωστόν,
όταν πια τέλειον οι Μοίρες τον έκαμαν,
τότε με κέρατα ταύρου θεό τον εγέννησε
και για στεφάνι του φόρεσε φίδια·
φίδια τυλίγουν γι’ αυτό στις πλεξίδες τους
οι αγριμοθρόφες μαινάδες».[19]
Η τραγωδία αυτή (στ. 1017-9) αποκαλύπτει επίσης ότι ο ίδιος ο Βάκχος μπορούσε να παίρνει τη μορφή δράκοντα!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου