Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό
Η κρίση του συστήματος και τα χαρακτηριστικά της
του Ερατοσθένη Καψωμένου από το Άρδην τ. 89
Ζούμε μια περίοδο πρωτοφανούς κρίσης, ίσως την πιο κρίσιμη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτά που βλέπομε να συμβαίνουν γύρω μας ξεπερνούν τα πιο εφιαλτικά σενάρια των έργων επιστημονικής φαντασίας. Τις δυο τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται σε εξέλιξη ένα παγκόσμιο πραξικόπημα, με στόχο την ανατροπή των κατακτήσεων και της όποιας διεθνούς τάξης κατάφεραν να παγιώσουν, στη βάση αρχών και αξιών κοινής αποδοχής, οι αγώνες κι οι προσπάθειες των ανθρώπων μέσα στους δυο τρεις τελευταίους αιώνες. Και στη θέση τους επιχειρείται να εγκαθιδρυθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, πρωτοφανών στη νεώτερη ιστορία, που ανατρέπει πλήρως την κλασική παράδοση του ανθρωπισμού. Ένας από τους κύριους στόχους του εν εξελίξει πραξικοπήματος είναι ο πολιτισμός, όπου εφαρμόζεται μια στερεότυπη τακτική: με πρόσχημα τις επιμέρους αναπόφευκτες παραβιάσεις αξιών κοινής αποδοχής, που πάντοτε συμβαίνουν στο επίπεδο της πρακτικής ζωής (καμιά κοινωνία δεν κατάφερε ποτέ να είναι στην πράξη σε πλήρη αρμονία με τις αξίες της), επιχειρούν να ανατρέψουν ολόκληρο το αξιακό σύστημα, ακυρώνοντας συλλήβδην όλες τις αξίες, και να τις υποκαταστήσουν με απαξίες: το αγαθό με το κακό, την αλήθεια με το ψεύδος, το ωραίο με το τερατώδες. Θα σταθούμε σε κάποια χαρακτηριστικά συμπτώματα, που αφορούν αμεσότερα τη σημερινή μας συνάθροιση.
Το πρώτο είναι η υπονόμευση του συστήματος της γλώσσας, στη μορφολογία, τη φωνητική, τη σύνταξη, τη σημασία, με τη σκόπιμη στρέβλωση ή και ανατροπή της έννοιας των λέξεων, που υπονομεύει τον τρόπο αντίληψης και κατανόησης του κόσμου.
Σε περιόδους βίαιων κοινωνικών αλλαγών, παρατηρείται μια έξαρση της σημειωτικής δραστηριότητας, που αποτελεί ένδειξη ότι μεθοδεύεται η ανατροπή του τύπου της κουλτούρας. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται με μεγάλη επίταση στις μέρες μας κι έχει δημιουργήσει, μ’ ένα πλήθος νεολογισμών και ανασημασιοδοτήσεων, μια τεράστια ιδεολογική σύγχυση: η φιλοπατρία ενοχοποιείται ως εθνικισμός, οι επιθετικοί πόλεμοι καταξιώνονται ως «ανθρωπιστικοί», τα εγκλήματα κατά των αμάχων αθωώνονται ως «παράπλευρες απώλειες». Παράλληλα, αποδιαρθρώνεται το γλωσσικό σύστημα με την αθέμιτη ανάμειξη, στην περίπτωσή μας, αγγλικής και ελληνικής γραμματικής, απ’ όπου το άγλωσσο «ιδίωμα της υποτέλειας», που συντηρεί ο επαρχιωτισμός των ηγετικών μας τάξεων.
Το δεύτερο είναι η πλαστογράφηση της ιστορίας. Όπως έχει παρατηρηθεί, στη φάση της παγκοσμιοποίησης, επιχειρείται να ξαναγραφεί η ιστορία σε διάφορα επίπεδα: ως προς την ιστορική διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τη δημιουργία των εθνικών κρατών, ως προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο του ναζισμού, ως προς την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Για πρώτη φορά, εξωεπιστημονικοί παράγοντες και κέντρα εξουσίας υπαγορεύουν τόσο απροκάλυπτα την ιδεολογική προοπτική και τα κριτήρια συγγραφής της ιστορίας, που καλούνται οι ιστορικοί να εφαρμόσουν. Αυτό σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι στη θέση της επιστημονικής αλήθειας εγκαθίσταται απροσχημάτιστα η ιδεολογική σκοπιμότητα. Πρόκειται για μια εκτεταμένη επιχείρηση ανασημασιοδότησης της ιστορίας, που ανατρέπει άρδην τις αρχές της νεώτερης ιστοριογραφίας και μεταβάλλει δεδομένα ζωτικής σημασίας για την ιστορική ταυτότητα των λαών. Κάτω απ’ αυτή την προοπτική, η καινούργια προσπάθεια να αμφισβητηθεί από τους «εκσυγχρονιστές» ιστορικούς η διαχρονική ύπαρξη του ελληνικού έθνους συνιστά μια σημαίνουσα κίνηση μέσα στη στρατηγική αποδυνάμωσης της ιδέας του έθνους ως συνεκτικού στοιχείου ενός λαού. Γιατί αποτελεί το αναγκαίο στάδιο ιδεολογικής προετοιμασίας για την κατάργηση του εθνικού κράτους και την ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας στη σκοπούμενη global society.
Το τρίτο είναι η διάρρηξη όλων των συνεκτικών δεσμών, προς τον γενέθλιο τόπο, προς την οικογενειακή εστία, προς την τοπική και εθνική κοινότητα, που, με όργανο τα αφελή ιδεολογήματα του πολυπολιτισμού και της “παγκοσμιοποίησης”, μεθοδεύουν τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και τη μετάλλαξη των οργανωμένων κοινωνιών σε άθροισμα μεμονωμένων ατόμων.
Το τέταρτο είναι η υπονόμευση του αυτοσεβασμού των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε εδώ τις συντονισμένες προσπάθειες που γίνονται, μέσα από τα κανάλια της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και του επίσημου λόγου, να γκρεμίσουν τον αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση του λαού μας σε ό,τι αντιπροσωπεύει την ιστορία, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τις αξίες του. Στις μέρες μας μεθοδεύεται και παροξύνεται μια ομαδική υστερία αυτομαστιγώματος, η οποία, αντιστρέφοντας τη σχέση αιτίων – αιτιατών, συσκοτίζει πλήρως την ουσία των προβλημάτων και εξωθεί τον λαό να απαξιώσει ό,τι συνιστά την ιδιαιτερότητα, την ιδιοπροσωπία του, την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα, και να αποδεχτεί να γίνει άλλο πράγμα απ’ αυτό που είναι. Είμαστε όλοι μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας να απαξιωθεί η ελληνική εθνική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, προσπάθεια που εκδηλώνεται με ανεξήγητο φανατισμό τα τελευταία χρόνια, τόσο από εξωτερικούς όσο κι από εσωτερικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής.
Τελικός –και ευδιάκριτος– στόχος όλων αυτών των μεθοδεύσεων είναι η πλήρης εξατομίκευση της συνείδησης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου, ώστε να μην απομείνουν παρά μόνο δύο πόλοι κοινωνικής λειτουργίας: το ανίσχυρο μεμονωμένο άτομο και το πανίσχυρο παγκόσμιο υπερκράτος, που είναι η καινούργια ουτοπία όχι των λαών αυτή τη φορά, αλλά των εξουσιών1.
Συνοψίζομε: ένα σύνολο μεθοδεύσεων σε διάφορα επίπεδα έχουν καταστήσει φανερό ότι το εγχείρημα αυτό εντάσσεται σ’ ένα γενικότερο σχεδιασμό: να καταπολεμηθεί η γλώσσα, η ιστορική μνήμη, το αξιακό σύστημα και ό,τι άλλο συνθέτει την ιδιαιτερότητα και αυτοσυνειδησία των λαών, με παράλληλους στόχους αφενός την υποκατάσταση των εθνικών και τοπικών πολιτισμών από την κουλτούρα του κατώτερου κοινού παρονομαστή, την κουλτούρα του τηλεθεατή-καταναλωτή, αφετέρου την κατάργηση των εθνικών κρατών και την επιβολή μιας ενιαίας παγκόσμιας εξουσίας, ενός ενιαίου οικονομικοπολιτικού συστήματος, μιας μη εκλεγόμενης και μη ελεγχόμενης «παγκόσμιας διακυβέρνησης».
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση και σ’ αυτές τις μεθοδεύσεις, έρχεται ν’ αντιπαρατεθεί ένα πνευματικό ρεύμα που αναπτύσσεται στην Ελλάδα αντιστικτικά προς τον εθνομηδενισμό και την πολιτισμική αλλοτρίωση· κι επιχειρεί ν’ αναδείξει και να ενισχύσει στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών τις αρχές και τις αξίες του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, αποκαθιστώντας την ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση, στη συνείδηση του παρελθόντος και στην προοπτική του μέλλοντος. Έτσι απαντούμε στη μεγάλη πρόκληση της ιστορίας: Απέναντι στον σκοταδισμό ενός επερχόμενου μεσαίωνα, φιλοδοξούμε να εγκαινιάσομε ένα καινούργιο κίνημα νεοελληνικού διαφωτισμού προς χάριν του λαού μας και όλων των λαών, που βομβαρδίζονται ανηλεώς από τη μονοφωνική «δημοκρατία» της νέας τάξης πραγμάτων.
Αγαπητοί φίλοι! Υπάρχει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο στην ελληνική πνευματική ιστορία. Ο προβληματισμός και ο δημόσιος διάλογος για τις αρχές και τις αξίες που συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα επανέρχονται, από τον καιρό του Σολωμού, σε κάθε κρίσιμη ιστορική φάση. Μάλιστα, μέσα στον εικοστόν αιώνα, με κορυφώσεις αφενός τη λεγόμενη γενιά του 1910 (Περικλής Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης, Άγγελος Σικελιανός), αφετέρου τη γενιά του 1930 (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης), παρουσιάζει, με τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στις διάφορες απόψεις, τέτοια επίταση, ώστε να επιβάλλεται ως ένα από τα διακριτικά συστατικά της νεοελληνικής κουλτούρας. Το φαινόμενο δεν είναι διόλου παράδοξο. Είναι η φυσιολογική αντίδραση ενός ιστορικού λαού, που έχοντας διασώσει την κοινωνική συνοχή και την αυτοσυνειδησία του, εκδηλώνει, και μ’ αυτόν και με άλλους τρόπους, τη συλλογική βούληση να ξεπεράσει την κρίση και να επιβιώσει στο μέλλον. Γιατί ο πολιτισμός δεν αφορά μια περιορισμένη περιοχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αποτελεί ένα υπερσύστημα, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί ένα σύνολο υποσυστημάτων, που δεν είναι μόνο οι τέχνες και τα γράμματα, μα όλες οι εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής ενός λαού (κι ανάμεσά τους η οικονομία, η κοινωνική οργάνωση, οι θεσμοί και βέβαια η πολιτική του έκφραση). Και δεν είναι ένα κοστούμι που τ’ αλλάζεις μαζί με τη μόδα, ούτε κατασκευάζεται στο πολιτικό παρασκήνιο ή σε γραφεία στρατηγικών μελετών, για να επιβάλλεται εκ των άνω. Διαμορφώνεται σε μακρά διάρκεια χρόνου, από τη συμβίωση των ανθρώπων μέσα σε τοπικά και ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνίες, ως απόσταγμα συλλογικής εμπειρίας, και χρειάζεται αιώνες κοινωνικής ζωής για να συγκροτηθεί. Ώστε, ο πολιτισμός είναι ένας τρόπος ύπαρξης αξεχώριστος από τη συλλογική συνείδηση, τη νοοτροπία και συμπεριφορά των ανθρώπων. Γιατί ταυτίζεται με τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον εαυτό της και τη σχέση της με τους άλλους ανθρώπους, με τη φύση, με τον κόσμο, με τους θεούς της. Και είναι αυτή η συνείδηση που καθορίζει, υπό συνθήκες υγιούς λειτουργίας, τις επιλογές και τις πολιτικές του αντίστοιχου συλλογικού υποκειμένου σε όλα τα πεδία, και όχι αντίστροφα. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ένα από τα πιο έμμονα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας αποτελεί αυτή η πλήρης και ακριβής αντιστοιχία και αρμονία ανάμεσα στην πολιτισμική συνείδηση και στις πολιτικές εκφράσεις και θεσμούς της κοινότητας2. Όταν η αυτονόητη αρμονία και εσωτερική συνέπεια συλλογικής συνείδησης και κοινωνικής πράξης δεν λειτουργεί, αυτό είναι τεκμήριο μιας γενικευμένης πολιτισμικής κρίσης.
Εδώ έγκειται, κατά την κρίση μας, η πηγή της νεοελληνικής ιστορικής τραγωδίας: ότι αυτή η αυτονόητη αρμονία και συνέπεια δεν μπόρεσε να λειτουργήσει στο επίπεδο της επίσημης κρατικής πολιτικής. Οι ιστορικές συνθήκες και ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων επέβαλαν, από τα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους, την παγίωση ενός καθεστώτος έμμεσης εξάρτησης (αλλά άμεσης κηδεμονίας) της ελληνικής πολιτικής ζωής, που έγινε η αφετηρία για να μεταφερθούν και να παγιωθούν, στο θεσμικό επίπεδο, εξωγενή πρότυπα, που ανέτρεψαν την αναγκαία συνέπεια ανάμεσα στην κουλτούρα του λαού και στους πολιτικούς θεσμούς, και απώθησαν στο περιθώριο την ιθαγενή πολιτική φιλοσοφία και τις παραδοσιακές εκφράσεις της. Με τα λόγια του ποιητή: Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής, που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που θα μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα, όπου το κοινό αίσθημα να συμπίπτει μ’ εκείνο των αρίστων; (Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, 1993: 346-347). Στην αφετηρία αυτής της τραγωδίας βρίσκεται ένα ιστορικό φαινόμενο φυσιολογικό κατ’ αρχήν, η αντίθεση και διαπάλη λαών και πολιτισμών σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας· συγκεκριμένα, η σύγκρουση δύο κόσμων, της ανερχόμενης δύναμης των «Φράγκων» άλλοτε, που βγαίνουν από το μεσαίωνά τους σφριγηλοί, προς τη γηραιά αυτοκρατορία των Βυζαντινών, που με τον πλούτο και τη λάμψη της παρόξυνε την κατακτητική βουλιμία των ιπποτών. Η αντίθεση των δύο κόσμων για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου, ενισχυμένη από τις πολιτισμικές διαφορές (καθολική Δύση – ελληνορθόδοξη Ανατολή, δυτική αστική κουλτούρα – αγροτικός μεσογειακός πολιτισμός), είχε μακρά, υπερχιλιετή διάρκεια και πολλές μεταπτώσεις και εντάσεις, με σημεία κορύφωσης το Σχίσμα των Εκκλησιών (1054) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Η επόμενη κορύφωση στις αντιφατικές σχέσεις της Δύσης των νεωτέρων χρόνων με την ελληνική Ανατολή συνδέεται με την Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η «αναγκαιότητα» κηδεμονίας του νεαρού και αδύναμου κράτους προσέφερε ένα καλό πρόσχημα στις δυτικές δυνάμεις να επιβάλουν, αφενός με τα δάνεια αφετέρου με τον βασιλικό θεσμό, τον οικονομικό και πολιτικό τους έλεγχο στην Ελλάδα. Στο πεδίο των πολιτιστικών σχέσεων, είναι χαρακτηριστική η επίμονη και παρατεταμένη προσπάθεια, από τον καιρό της Βαυαροκρατίας ως την εποχή του «Καλλικράτη», να ξεριζώσει τις παραδοσιακές κοινότητες, θεμελιώδη θεσμική έκφραση κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας3.
Κάτω απ’ αυτούς τους όρους πολιτικής εξάρτησης, το εγχείρημα συγκρότησης ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους είχε δύο πόλους: στο πολιτικό πεδίο, ήταν ο αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας· στο πολιτισμικό πεδίο, ήταν ο εκδυτικισμός του ελληνικού λαού. Έχομε μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μαρτυρία, ότι η προσπάθεια του επίσημου κράτους να εξευρωπαΐσει τους Έλληνες χρονολογείται τουλάχιστον από το 19ον αιώνα· κι αυτό δείχνει τη διάρκεια αλλά και το ατελέσφορο του εγχειρήματος: Τω καιρώ εκείνω, ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζον, με συμπάθειο, «ξεβράκωμα». Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού. [Εμμ. Ροΐδης, Ιστορία μιας γάτας]. Το γεγονός ότι η προσπάθεια συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο ως σήμερα δείχνει ότι το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο είχε μεγάλη συνεκτικότητα και δύναμη αντίστασης. Είναι άραγε τυχαίο που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ο περίφημος «αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας», παρά τις σκληρές προσπάθειες τόσων και τόσων πολιτικών «αναμορφωτών» (συντηρητικών και προοδευτικών), οπαδών του εξαστισμού, «αριστερών» ευρωπαϊστών και νεοφιλελεύθερων «εκσυγχρονιστών» και «πολυπολιτισμιστών»;
Υπάρχει μια εξήγηση γι’ αυτό, που η κουλτούρα της εξάρτησης αρνείται να παραδεχτεί. Το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο ανήκει σε άλλη πολιτισμική οικογένεια από το δυτικό, διαφορετική και, σε βασικά σημεία, ευθέως αντίθετη. Η επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου ξένου προς τη νοοτροπία και τις παραδόσεις του λαού, επέτεινε, αντί να εξομαλύνει, την παραδοσιακή αντίθεση του πολίτη και της κοινωνίας προς την εξουσία και το κράτος, επαναβεβαιώνοντας και ενεργοποιώντας τον παραδοσιακό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο νόμιμο και δίκαιο είναι ασυμβίβαστα. Στη συνείδηση του απλού ανθρώπου, το νόμιμο είναι εξ ορισμού ύποπτο αδικίας· το δίκαιο έχει σημείο αναφοράς την κοινότητα, όχι την κρατική εξουσία. Αυτό συνεπάγεται πλήρη αποτυχία του συστήματος, απ’ όπου όλοι βγαίνουν ζημιωμένοι: ούτε οι θεσμοί λειτουργούν, ούτε οι πολίτες ευτυχούν, αλλά ούτε και το κράτος ανταποκρίνεται στον ρόλο που του επιβάλλει το σύστημα. Ωστόσο, η συστηματική προσπάθεια εξαστισμού των ελληνικών αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών και το ρεύμα αστυφιλίας που τη συνόδεψε δημιούργησαν ένα δυσανάλογα μεγάλο κοινωνικό στρώμα νεοαστικού πληθυσμού, που, αποκομμένο βίαια από τις ρίζες του, δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί παραγωγικά στην αστική κοινωνία, παραμένοντας για μακρύ διάστημα παρασιτικό και ιδιαίτερα ευάλωτο μέσα στη δυσπραγία του. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, βρήκαν πεδίο δράσης οι κάθε λογής κερδοσκόποι, αετονύχηδες, κομπραδόροι και λαθρέμποροι εμπορεύσιμων αγαθών και ιδεών, που δημιούργησε και εξέθρεψε η παρατεταμένη «κηδεμονία» της χώρας από τον δυτικό παράγοντα. Τέτοιοι άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, ξένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν και στο εγχείρημα του αφελληνισμού των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι η κρίση του πολιτισμού δεν είναι άλλο πράγμα από την οικονομική και πολιτική κρίση. Τα νοσηρά φαινόμενα για τα οποία σήμερα μας εγκαλούν οι «εταίροι» μας είναι οι καρποί της δικής τους κηδεμονίας και της πολιτικής των φερεφώνων τους. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί εντολοδόχοι τους είναι οι αυτουργοί των όποιων εγκλημάτων, όχι ο ελληνικός λαός που τα υφίσταται. Δυστυχώς, σε μια χώρα με τόση δύναμη αντίστασης, ο ρόλος του Εφιάλτη γίνεται επικερδής επιχείρηση και προσελκύει, συντηρεί και αναπαράγει τα τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Οι Δυτικοί μπορεί να κέρδισαν τις μάχες στο πολιτικό πεδίο (με το περίφημο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν»), αλλά δεν κέρδισαν τον πόλεμο. Η αφομοίωση της ελληνικής Ανατολής στο δυτικό μοντέλο ζωής και συμπεριφοράς παραμένει γι’ αυτούς ένα ζητούμενο, που εκδηλώνεται μέχρι σήμερα ως επιτακτική απαίτηση και παρατεταμένος πολιτικός εκβιασμός. Ζήσαμε την τελευταία διετία ακόμα και τούτο: τον στυγνό εκβιασμό ως επίσημη, θεσμική έκφραση της διεθνούς διπλωματίας και των διευθυντικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα μέλη της. Δεν υπήρξε κανείς νομομαθής ανάμεσά τους, να τους εξηγήσει ότι ο εκβιασμός είναι κακουργηματική πράξη και δεν παράγει δίκαιο;
Στη φάση της παγκοσμιοποίησης, το πρόβλημα διογκώνεται και παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, καθώς εξωθεί τις ηγετικές λεγόμενες τάξεις, πολιτικούς και διανοουμένους, σε ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στην κουλτούρα του λαού. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν ακόμη εθνικό διχασμό, που αποξενώνει όλο και πιο πολύ την πολιτική ηγεσία και τους διανοούμενους-εργαλεία από την πλειοψηφία του λαού. Κι όμως, παρά τις λυσσαλέες διαδοχικές επιδρομές (Καποδίστριας 1, Καποδίστριας 2, Καλλικράτης, Μνημόνιο 1, επικαιροποιημένο Μνημόνιο, κ.τ.ό.), τα χωριά, οι μόνες μη προβληματικές μονάδες παραγωγής πολιτισμού που μας απόμειναν, αντέχουν ακόμη, ενώ και μέσα στους αστικούς πληθυσμούς αναβιώνουν εκφράσεις του παραδοσιακού πολιτισμού, ενταγμένες στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Όσο κι αν έχουν πληθύνει στις μέρες μας οι γραικύλοι, οι αντίμαχες δυνάμεις δεν φαίνονται ικανές να αφανίσουν έναν πολιτισμό που άντεξε τις δοκιμασίες τριών χιλιετιών.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να περιορίσομε την οπτική μας στην ιστορική αναμέτρηση της επεκτατικής Δύσης προς την ελληνική Ανατολή. Αυτή αποτελεί μόνο τη μία, την τοπική προοπτική του προβλήματος. Τα συμπτώματα που αναφέραμε αφορούν το μέλλον όλης της ανθρωπότητας, όπως προδιαγράφεται από τη διεθνή στρατηγική της παγκοσμιοποίησης.
Ας μας επιτραπεί μια διευκρινιστική παρέκβαση σε σχέση με τον όρο και τα σημαινόμενά του. Ο όρος παγκοσμιοποίηση είναι σύνθετος. Εμπεριέχει μια ενεργητική ρηματική έννοια («ποιώ»), που σημαίνει «κάνω κάτι παγκόσμιο», το οποίο –εννοείται– δεν είχε εξαρχής αυτή την ιδιότητα. Συνεπώς, η σημασία υποδηλώνει την παρέμβαση μιας εξωτερικής βούλησης που επιβάλλει κάτι μερικό σε παγκόσμια κλίμακα. Παράδειγμα: Ένα οικονομικό σύστημα, που ίσχυε σε ορισμένες χώρες για ορισμένη περίοδο, επιβάλλεται ως υποχρεωτικό καθεστώς για όλες τις χώρες και μια για πάντα. Συνεπώς, η έννοια της παγκοσμιοποίησης δεν ταυτίζεται με την έννοια της οικουμενικότητας. Στη μια περίπτωση έχομε την αναγκαστική επιβολή του επιμέρους ως καθολικού. Στην άλλη περίπτωση έχομε την αναγνώριση του καθολικού ως κοινής συνισταμένης των επιμέρους. Για την ακρίβεια, η παγκοσμιοποίηση παραπέμπει σε ένα αντικείμενο αναφοράς ευθέως αντίθετο προς αυτό της οικουμενικότητας. Βέβαια, ο ελληνικός όρος είναι μετάφραση του γαλλικού mondialisation. Ο δόκιμος διεθνής όρος είναι ο αγγλικός globalization, παράγωγος του επιθέτου global, που ανάγεται στο ουσιαστικό globe, όροι που παραπέμπουν στη γήινη σφαίρα ως συμπαγή μάζα, και μετωνυμικά, στη γήινη επιφάνεια ως ενιαίο χώρο. Είναι σημαδιακό ότι η έννοια globalization δεν παραπέμπει στην ανθρώπινη περιοχή: στην ανθρωπότητα, στην οικουμένη, στους λαούς, στα έθνη ή στη διεθνή κοινότητα. Απεναντίας, χρησιμοποιείται σκόπιμα εκεί όπου μέχρι τώρα χρησιμοποιούνταν ο όρος international, ως δεδηλωμένη αντίθεση της έννοιας του διεθνούς. Η αντιδιαστολή ωστόσο είναι διπλή: και προς την έννοια του έθνους-κράτους και προς την έννοια της ανθρώπινης κοινωνίας, που υποκαθίστανται από την έννοια της γήινης σφαίρας ως ολικής επιφάνειας. Μ’ ένα λόγο, η έννοια globalization απανθρωποποιεί, αποκοινωνικοποιεί, αποδεσμεύει από συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, άρα, αποϊστορικοποιεί τη σχετική ορολογία. Η σημειολογική ανάγνωση της ορολογίας αποκαλύπτει λοιπόν αυτό που δεν ομολογείται: ο όρος globalization και τα παράγωγά του παραπέμπουν στην έννοια της ολικής μάζας, της ολιστικής ομογενοποίησης, δηλ. του ολοκληρωτισμού.
Κι εδώ πρέπει να διευκρινίσομε ότι η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση σημαδεύει μια ουσιαστική μετάλλαξη του δυτικού αστικού πολιτισμού, που σταδιακά εγκαταλείπει ως σημείο αναφοράς το αρχαίο ελληνικό πρότυπο, που ανάγεται στους πολιτισμούς του χώρου και της εντοπιότητας, και στρέφεται προς το εβραϊκό πολιτισμικό πρότυπο, που ανάγεται στους πολιτισμούς του χρόνου. Το μοντέλο αυτό υποβαθμίζει τον παράγοντα χώρο και δίνει έμφαση στη ροή του χρόνου, την κίνηση, τη μεταβολή.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η αλλαγή προτύπου· είναι ότι το πολιτισμικό μοντέλο που προέκυψε, και που αξιώνει να επιβληθεί ως παγκόσμιο, φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά του. Δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο δεινά στην ανθρωπότητα.
Η κρίση του πολιτισμού, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, εκδηλώνεται ως διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και ως ορατός κίνδυνος ολικής οικολογικής καταστροφής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ανθρώπου, κρίση που συνδέεται με τη δομή του δυτικού πολιτισμού, που, όντας προσανατολισμένος σε μια σχέση αντιπαλότητας προς τη φύση, επέβαλε σε παγκόσμια κλίμακα το μοντέλο βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, καθιερώνοντας την προτεραιότητα του τεχνητού έναντι του φυσικού· μια επιλογή ασύμβατη προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και, συνεπώς, αδιέξοδη. Όπως αδιέξοδο αποδείχνεται στις μέρες μας και το οικονομικό μοντέλο του ελεύθερου ανταγωνισμού και ολόκληρη η στρατηγική της παγκοσμιοποίησης, ευανάγνωστη μετωνυμία του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
Στο πεδίο των οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, η αρχή του ελεύθερου λεγόμενου ανταγωνισμού και ο στόχος της επικράτησης έναντι των αντιπάλων επιβάλλει ως λογική του συστήματος μια συνεχή γιγάντωση των μονάδων και φορέων οικονομικής δραστηριότητας, μέσα στην οποία εξαφανίζεται το άτομο και ακυρώνεται η δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής του σε δημιουργικές δράσεις. Το οικονομικό σύστημα, που υποτίθεται πως ήταν το ισχυρό σημείο αυτού του μοντέλου, παρέδωσε τους λαούς βορά στους κερδοσκόπους των χρηματιστηρίων και στους τοκογλύφους των τραπεζών. Η βαθυστόχαστη πολιτική οικονομία του περασμένου αιώνα συρρικνώθηκε στη γελοία διατύπωση «Πώς θα αντιδράσουν οι αγορές»! Εξωθεσμικά όργανα, αυτόκλητοι κυβερνήτες της ανθρωπότητας, όπως οι «Οίκοι αξιολόγησης», οι Σύνοδοι των 8 ή των 20 πλουσιοτέρων χωρών, κτό., ξεφυτρώνουν καθημερινά σαν μανιτάρια. Στο όνομα της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το σύστημα ακυρώνει το άτομο και απανθρωποποιεί το καθεστώς. Και αντί να υπηρετεί, υποδουλώνει τον άνθρωπο στη δική του λογική, τον αλέθει κυριολεκτικά και τον μεταλλάσσει σε τυποποιημένο προϊόν, κατά τα πρότυπο της τυποποίησης των βιομηχανικών προϊόντων. Η ανθρωπότητα έζησε επαναληπτικά αυτή την τραγωδία, στο πρόσωπο ταλαντούχων και προοδευτικών -στο δικό τους κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο- νέων πολιτικών, που διεκδίκησαν την προεδρία των ΗΠΑ και στους οποίους εκατομμύρια άνθρωποι επένδυσαν μεγάλες ελπίδες, τον Κάρτερ, τον Κλίντον, τον Ομπάμα. Και παρακολούθησαν, έντρομοι, τη σταδιακή παραμόρφωση της συμπαθούς φυσιογνωμίας των ειδώλων τους σε εφιαλτική μάσκα του συστήματος.
Στο πεδίο των πολιτικών θεσμών, αυτό το σύστημα οδηγεί στην κατάργηση κι αυτής ακόμα της λειψής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου και στην υποκατάστασή της από τα διορισμένα συμβούλια των τεχνοκρατών και των «σοφών».
Στο πεδίο των κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων, η ρευστοποίηση των αξιών ευνόησε κάθε λογής στρεβλώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ποινικοποίηση των φυσιολογικών ερωτικών σχέσεων, με το τερατώδες εύρημα της «σεξουαλικής παρενόχλησης». Αυτό, σε συνδυασμό με την πριμοδότηση των ομοφυλοφιλικών έναντι των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων, δείχνει έναν πολιτισμό που δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχιση του ανθρώπινου γένους. Κι αυτό είναι η πιο τυπική ένδειξη ότι ο πολιτισμός αυτός έφτασε στο τέλος του.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου που ένας πολιτισμός δεν έχει να προσφέρει επαγγελία συλλογικής ευτυχίας, όραμα κάλλους και αγαθού. Στη θέση τους δεν έχει ν’ αντιπαραθέσει παρά το φόβητρο της τρομοκρατίας και με τις δύο αποτρόπαιες όψεις του: επισείοντας στους πολίτες τον κίνδυνο να πέσουν θύματα τυφλής βίας ή να ενοχοποιηθούν ως συνεργοί ή συμπαθούντες.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του μοντέλου είναι το σύνδρομο της απόλυτης υπεροχής του δυτικού πολιτισμού και η αξίωσή του να επιβληθεί ως παγκόσμιος. Κι αυτό φανερώνει, παρά την αντίθετη ρητορική, ότι στην πράξη δεν έχει καμιά ανοχή στο διαφορετικό. Το μαρτυρούν με απόλυτη πειστικότητα οι δίχως τέλος μίνι παγκόσμιοι πόλεμοι, που μεθοδεύουν συστηματικά τον αφανισμό κάθε διαφορετικότητας πάνω στον πλανήτη.
Οι φιλόσοφοι λένε πως η ύβρις του δυτικού πολιτισμού έγκειται στη θεοποίηση του ανθρώπου (που γίνεται deus in terris) και στην ανακήρυξη του πνεύματος ως της μόνης πραγματικότητας (ο κόσμος είναι δημιούργημα του νου)· θέση που στο επίπεδο της πράξης μεταγράφεται στην πλήρη ρευστοποίηση των αξιών, ώστε να υπηρετούν το εγχείρημα των δυτικών δυνάμεων να καταβροχθίσουν τον κόσμο. Αυτό ακριβώς είναι η παγκοσμιοποίηση: η επιβολή του μερικού (δυτικό μοντέλο) ως καθολικού, με την ολιστική ομογενοποίηση (globalization) ατόμων, λαών και πολιτισμών, κάτω από μια παγκόσμια μονοκεντρική και αυταρχική εξουσία.
Μ’ αυτούς τους όρους, είναι ζωτικής σημασίας η ανθρωπότητα ν’ αναζητήσει εναλλακτικά πολιτισμικά πρότυπα για την υπέρβαση του αδιεξόδου. Και τέτοια πρότυπα ενυπάρχουν στις παραδόσεις των λαών και βέβαια στην ελληνική, που αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη και μακροβιότερη εκδοχή του μεσογειακού πολιτισμικού προτύπου. Στο ίδιο πολιτισμικό πρότυπο ανήκουν και οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου, Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι, στην πλειοψηφία του πληθυσμού τους. Αδιάψευστο τεκμήριο το γεγονός ότι, παρ’ ότι πρόκειται για κατακτημένους πολιτισμούς, εξακολουθούν, επί έναν και πλέον αιώνα, να δείχνουν τη μικρότερη προσαρμοστικότητα στη λογική του δυτικού συστήματος. Είναι τυχαίο που όλες οι μεσογειακές χώρες βρίσκονται σήμερα κάτω από το ιδιότυπο καθεστώς μιας συγκεκαλυμμένης κατοχής;
Όμως, πέρα απ’ αυτό, το σύστημα, στη σύγχρονη φάση μετάλλαξής του, είναι περισσότερο παρά ποτέ απάνθρωπο, στρέφεται ενάντια στον άνθρωπο γενικά, σε όποια κουλτούρα, χώρα, κοινωνική τάξη κι αν ανήκει. Ακόμη κι αυτοί που τυχαίνει να βρίσκονται, σε μια δεδομένη στιγμή, στην κορυφή ή στον πυρήνα των εξουσιαστικών μηχανισμών, οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν ούτε καν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από την καθολική απειλή του συστήματος. Έχουν δύναμη όσο υπηρετούν πιστά το σύστημα και για όσο χρόνο κατέχουν τη θέση εξουσίας. Μόλις αποχωρήσουν ή εκπέσουν, εξαφανίζονται μέσα στην πολτοποιημένη ανθρώπινη μάζα της globalization. Γιατί το σύστημα είναι από τη λογική του αντιανθρώπινο και είναι αμείλικτο· δεν έχει μάτια, για να ξεχωρίζει δικούς του και ξένους· μόνο εκτελεστικά όργανα και «ανθρώπινη ύλη».
Καθώς πάει προς τη δύση του, το μέγιστο που έχει να προσφέρει στους ανθρώπους ο κοσμοκράτορας δυτικός πολιτισμός, ως αντιστάθμισμα της ολικής καταστροφής, είναι η επαγγελία μιας συμβολικής επιβίωσης: ανάπτυξη της διαστημικής τεχνολογίας, ώστε, μαζί με τα γενναία κέρδη, να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για τη μετανάστευση μιας «αντιπροσωπείας» του ανθρώπινου γένους σε κάποιον άλλο πλανήτη – αν υπάρχει τέτοιος – που να διαθέτει ανάλογες με τη γη συνθήκες, για τη συνέχιση της ζωής (ο μύθος της Κιβωτού του Νώε σε μοντέρνα εκδοχή).
Συνεπώς, είναι υπόθεση όλων των ανθρώπων, όλων των λαών, όλων των κοινωνικών τάξεων ν’ απαλλαγούν απ’ αυτό το τυφλό, ανθρωποφάγο σύστημα· ν’ αναζητήσουν νέα πολιτισμικά πρότυπα, νέες ισορροπίες, που να εξασφαλίζουν την επιβίωση του ανθρώπινου γένους. Κι αυτά τα πρότυπα δεν μπορούν να τα βρουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα ή στα παράγωγά του.
Στην παρούσα ιστορική φάση, την πιο αξιόπιστη εναλλακτική λύση προσφέρει το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο, ένα πρότυπο εμπράγματο, όχι θεωρητικό, δοκιμασμένο στο καμίνι της ιστορίας, με το οποίο συμβίωσαν επί αιώνες όχι ένας, μα πολλοί λαοί. Ένα πρότυπο που βασίζεται στην αρχή της συμμετοχής και στην εναρμόνιση και ισορροπία των αντιθέσεων.
* Ο Ερατοσθένης Καψωμένος είναι καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της ΛογοτεχνίαςΠροσθήκη λεζάντας |
Το πρώτο είναι η υπονόμευση του συστήματος της γλώσσας, στη μορφολογία, τη φωνητική, τη σύνταξη, τη σημασία, με τη σκόπιμη στρέβλωση ή και ανατροπή της έννοιας των λέξεων, που υπονομεύει τον τρόπο αντίληψης και κατανόησης του κόσμου.
Σε περιόδους βίαιων κοινωνικών αλλαγών, παρατηρείται μια έξαρση της σημειωτικής δραστηριότητας, που αποτελεί ένδειξη ότι μεθοδεύεται η ανατροπή του τύπου της κουλτούρας. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται με μεγάλη επίταση στις μέρες μας κι έχει δημιουργήσει, μ’ ένα πλήθος νεολογισμών και ανασημασιοδοτήσεων, μια τεράστια ιδεολογική σύγχυση: η φιλοπατρία ενοχοποιείται ως εθνικισμός, οι επιθετικοί πόλεμοι καταξιώνονται ως «ανθρωπιστικοί», τα εγκλήματα κατά των αμάχων αθωώνονται ως «παράπλευρες απώλειες». Παράλληλα, αποδιαρθρώνεται το γλωσσικό σύστημα με την αθέμιτη ανάμειξη, στην περίπτωσή μας, αγγλικής και ελληνικής γραμματικής, απ’ όπου το άγλωσσο «ιδίωμα της υποτέλειας», που συντηρεί ο επαρχιωτισμός των ηγετικών μας τάξεων.
Το δεύτερο είναι η πλαστογράφηση της ιστορίας. Όπως έχει παρατηρηθεί, στη φάση της παγκοσμιοποίησης, επιχειρείται να ξαναγραφεί η ιστορία σε διάφορα επίπεδα: ως προς την ιστορική διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τη δημιουργία των εθνικών κρατών, ως προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο του ναζισμού, ως προς την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Για πρώτη φορά, εξωεπιστημονικοί παράγοντες και κέντρα εξουσίας υπαγορεύουν τόσο απροκάλυπτα την ιδεολογική προοπτική και τα κριτήρια συγγραφής της ιστορίας, που καλούνται οι ιστορικοί να εφαρμόσουν. Αυτό σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι στη θέση της επιστημονικής αλήθειας εγκαθίσταται απροσχημάτιστα η ιδεολογική σκοπιμότητα. Πρόκειται για μια εκτεταμένη επιχείρηση ανασημασιοδότησης της ιστορίας, που ανατρέπει άρδην τις αρχές της νεώτερης ιστοριογραφίας και μεταβάλλει δεδομένα ζωτικής σημασίας για την ιστορική ταυτότητα των λαών. Κάτω απ’ αυτή την προοπτική, η καινούργια προσπάθεια να αμφισβητηθεί από τους «εκσυγχρονιστές» ιστορικούς η διαχρονική ύπαρξη του ελληνικού έθνους συνιστά μια σημαίνουσα κίνηση μέσα στη στρατηγική αποδυνάμωσης της ιδέας του έθνους ως συνεκτικού στοιχείου ενός λαού. Γιατί αποτελεί το αναγκαίο στάδιο ιδεολογικής προετοιμασίας για την κατάργηση του εθνικού κράτους και την ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας στη σκοπούμενη global society.
Το τρίτο είναι η διάρρηξη όλων των συνεκτικών δεσμών, προς τον γενέθλιο τόπο, προς την οικογενειακή εστία, προς την τοπική και εθνική κοινότητα, που, με όργανο τα αφελή ιδεολογήματα του πολυπολιτισμού και της “παγκοσμιοποίησης”, μεθοδεύουν τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και τη μετάλλαξη των οργανωμένων κοινωνιών σε άθροισμα μεμονωμένων ατόμων.
Το τέταρτο είναι η υπονόμευση του αυτοσεβασμού των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε εδώ τις συντονισμένες προσπάθειες που γίνονται, μέσα από τα κανάλια της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και του επίσημου λόγου, να γκρεμίσουν τον αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση του λαού μας σε ό,τι αντιπροσωπεύει την ιστορία, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τις αξίες του. Στις μέρες μας μεθοδεύεται και παροξύνεται μια ομαδική υστερία αυτομαστιγώματος, η οποία, αντιστρέφοντας τη σχέση αιτίων – αιτιατών, συσκοτίζει πλήρως την ουσία των προβλημάτων και εξωθεί τον λαό να απαξιώσει ό,τι συνιστά την ιδιαιτερότητα, την ιδιοπροσωπία του, την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα, και να αποδεχτεί να γίνει άλλο πράγμα απ’ αυτό που είναι. Είμαστε όλοι μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας να απαξιωθεί η ελληνική εθνική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, προσπάθεια που εκδηλώνεται με ανεξήγητο φανατισμό τα τελευταία χρόνια, τόσο από εξωτερικούς όσο κι από εσωτερικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής.
Τελικός –και ευδιάκριτος– στόχος όλων αυτών των μεθοδεύσεων είναι η πλήρης εξατομίκευση της συνείδησης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου, ώστε να μην απομείνουν παρά μόνο δύο πόλοι κοινωνικής λειτουργίας: το ανίσχυρο μεμονωμένο άτομο και το πανίσχυρο παγκόσμιο υπερκράτος, που είναι η καινούργια ουτοπία όχι των λαών αυτή τη φορά, αλλά των εξουσιών1.
Συνοψίζομε: ένα σύνολο μεθοδεύσεων σε διάφορα επίπεδα έχουν καταστήσει φανερό ότι το εγχείρημα αυτό εντάσσεται σ’ ένα γενικότερο σχεδιασμό: να καταπολεμηθεί η γλώσσα, η ιστορική μνήμη, το αξιακό σύστημα και ό,τι άλλο συνθέτει την ιδιαιτερότητα και αυτοσυνειδησία των λαών, με παράλληλους στόχους αφενός την υποκατάσταση των εθνικών και τοπικών πολιτισμών από την κουλτούρα του κατώτερου κοινού παρονομαστή, την κουλτούρα του τηλεθεατή-καταναλωτή, αφετέρου την κατάργηση των εθνικών κρατών και την επιβολή μιας ενιαίας παγκόσμιας εξουσίας, ενός ενιαίου οικονομικοπολιτικού συστήματος, μιας μη εκλεγόμενης και μη ελεγχόμενης «παγκόσμιας διακυβέρνησης».
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση και σ’ αυτές τις μεθοδεύσεις, έρχεται ν’ αντιπαρατεθεί ένα πνευματικό ρεύμα που αναπτύσσεται στην Ελλάδα αντιστικτικά προς τον εθνομηδενισμό και την πολιτισμική αλλοτρίωση· κι επιχειρεί ν’ αναδείξει και να ενισχύσει στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών τις αρχές και τις αξίες του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, αποκαθιστώντας την ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση, στη συνείδηση του παρελθόντος και στην προοπτική του μέλλοντος. Έτσι απαντούμε στη μεγάλη πρόκληση της ιστορίας: Απέναντι στον σκοταδισμό ενός επερχόμενου μεσαίωνα, φιλοδοξούμε να εγκαινιάσομε ένα καινούργιο κίνημα νεοελληνικού διαφωτισμού προς χάριν του λαού μας και όλων των λαών, που βομβαρδίζονται ανηλεώς από τη μονοφωνική «δημοκρατία» της νέας τάξης πραγμάτων.
Αγαπητοί φίλοι! Υπάρχει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο στην ελληνική πνευματική ιστορία. Ο προβληματισμός και ο δημόσιος διάλογος για τις αρχές και τις αξίες που συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα επανέρχονται, από τον καιρό του Σολωμού, σε κάθε κρίσιμη ιστορική φάση. Μάλιστα, μέσα στον εικοστόν αιώνα, με κορυφώσεις αφενός τη λεγόμενη γενιά του 1910 (Περικλής Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης, Άγγελος Σικελιανός), αφετέρου τη γενιά του 1930 (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης), παρουσιάζει, με τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στις διάφορες απόψεις, τέτοια επίταση, ώστε να επιβάλλεται ως ένα από τα διακριτικά συστατικά της νεοελληνικής κουλτούρας. Το φαινόμενο δεν είναι διόλου παράδοξο. Είναι η φυσιολογική αντίδραση ενός ιστορικού λαού, που έχοντας διασώσει την κοινωνική συνοχή και την αυτοσυνειδησία του, εκδηλώνει, και μ’ αυτόν και με άλλους τρόπους, τη συλλογική βούληση να ξεπεράσει την κρίση και να επιβιώσει στο μέλλον. Γιατί ο πολιτισμός δεν αφορά μια περιορισμένη περιοχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αποτελεί ένα υπερσύστημα, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί ένα σύνολο υποσυστημάτων, που δεν είναι μόνο οι τέχνες και τα γράμματα, μα όλες οι εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής ενός λαού (κι ανάμεσά τους η οικονομία, η κοινωνική οργάνωση, οι θεσμοί και βέβαια η πολιτική του έκφραση). Και δεν είναι ένα κοστούμι που τ’ αλλάζεις μαζί με τη μόδα, ούτε κατασκευάζεται στο πολιτικό παρασκήνιο ή σε γραφεία στρατηγικών μελετών, για να επιβάλλεται εκ των άνω. Διαμορφώνεται σε μακρά διάρκεια χρόνου, από τη συμβίωση των ανθρώπων μέσα σε τοπικά και ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνίες, ως απόσταγμα συλλογικής εμπειρίας, και χρειάζεται αιώνες κοινωνικής ζωής για να συγκροτηθεί. Ώστε, ο πολιτισμός είναι ένας τρόπος ύπαρξης αξεχώριστος από τη συλλογική συνείδηση, τη νοοτροπία και συμπεριφορά των ανθρώπων. Γιατί ταυτίζεται με τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον εαυτό της και τη σχέση της με τους άλλους ανθρώπους, με τη φύση, με τον κόσμο, με τους θεούς της. Και είναι αυτή η συνείδηση που καθορίζει, υπό συνθήκες υγιούς λειτουργίας, τις επιλογές και τις πολιτικές του αντίστοιχου συλλογικού υποκειμένου σε όλα τα πεδία, και όχι αντίστροφα. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ένα από τα πιο έμμονα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας αποτελεί αυτή η πλήρης και ακριβής αντιστοιχία και αρμονία ανάμεσα στην πολιτισμική συνείδηση και στις πολιτικές εκφράσεις και θεσμούς της κοινότητας2. Όταν η αυτονόητη αρμονία και εσωτερική συνέπεια συλλογικής συνείδησης και κοινωνικής πράξης δεν λειτουργεί, αυτό είναι τεκμήριο μιας γενικευμένης πολιτισμικής κρίσης.
Εδώ έγκειται, κατά την κρίση μας, η πηγή της νεοελληνικής ιστορικής τραγωδίας: ότι αυτή η αυτονόητη αρμονία και συνέπεια δεν μπόρεσε να λειτουργήσει στο επίπεδο της επίσημης κρατικής πολιτικής. Οι ιστορικές συνθήκες και ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων επέβαλαν, από τα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους, την παγίωση ενός καθεστώτος έμμεσης εξάρτησης (αλλά άμεσης κηδεμονίας) της ελληνικής πολιτικής ζωής, που έγινε η αφετηρία για να μεταφερθούν και να παγιωθούν, στο θεσμικό επίπεδο, εξωγενή πρότυπα, που ανέτρεψαν την αναγκαία συνέπεια ανάμεσα στην κουλτούρα του λαού και στους πολιτικούς θεσμούς, και απώθησαν στο περιθώριο την ιθαγενή πολιτική φιλοσοφία και τις παραδοσιακές εκφράσεις της. Με τα λόγια του ποιητή: Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής, που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που θα μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα, όπου το κοινό αίσθημα να συμπίπτει μ’ εκείνο των αρίστων; (Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, 1993: 346-347). Στην αφετηρία αυτής της τραγωδίας βρίσκεται ένα ιστορικό φαινόμενο φυσιολογικό κατ’ αρχήν, η αντίθεση και διαπάλη λαών και πολιτισμών σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας· συγκεκριμένα, η σύγκρουση δύο κόσμων, της ανερχόμενης δύναμης των «Φράγκων» άλλοτε, που βγαίνουν από το μεσαίωνά τους σφριγηλοί, προς τη γηραιά αυτοκρατορία των Βυζαντινών, που με τον πλούτο και τη λάμψη της παρόξυνε την κατακτητική βουλιμία των ιπποτών. Η αντίθεση των δύο κόσμων για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου, ενισχυμένη από τις πολιτισμικές διαφορές (καθολική Δύση – ελληνορθόδοξη Ανατολή, δυτική αστική κουλτούρα – αγροτικός μεσογειακός πολιτισμός), είχε μακρά, υπερχιλιετή διάρκεια και πολλές μεταπτώσεις και εντάσεις, με σημεία κορύφωσης το Σχίσμα των Εκκλησιών (1054) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Η επόμενη κορύφωση στις αντιφατικές σχέσεις της Δύσης των νεωτέρων χρόνων με την ελληνική Ανατολή συνδέεται με την Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η «αναγκαιότητα» κηδεμονίας του νεαρού και αδύναμου κράτους προσέφερε ένα καλό πρόσχημα στις δυτικές δυνάμεις να επιβάλουν, αφενός με τα δάνεια αφετέρου με τον βασιλικό θεσμό, τον οικονομικό και πολιτικό τους έλεγχο στην Ελλάδα. Στο πεδίο των πολιτιστικών σχέσεων, είναι χαρακτηριστική η επίμονη και παρατεταμένη προσπάθεια, από τον καιρό της Βαυαροκρατίας ως την εποχή του «Καλλικράτη», να ξεριζώσει τις παραδοσιακές κοινότητες, θεμελιώδη θεσμική έκφραση κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας3.
Κάτω απ’ αυτούς τους όρους πολιτικής εξάρτησης, το εγχείρημα συγκρότησης ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους είχε δύο πόλους: στο πολιτικό πεδίο, ήταν ο αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας· στο πολιτισμικό πεδίο, ήταν ο εκδυτικισμός του ελληνικού λαού. Έχομε μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μαρτυρία, ότι η προσπάθεια του επίσημου κράτους να εξευρωπαΐσει τους Έλληνες χρονολογείται τουλάχιστον από το 19ον αιώνα· κι αυτό δείχνει τη διάρκεια αλλά και το ατελέσφορο του εγχειρήματος: Τω καιρώ εκείνω, ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζον, με συμπάθειο, «ξεβράκωμα». Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού. [Εμμ. Ροΐδης, Ιστορία μιας γάτας]. Το γεγονός ότι η προσπάθεια συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο ως σήμερα δείχνει ότι το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο είχε μεγάλη συνεκτικότητα και δύναμη αντίστασης. Είναι άραγε τυχαίο που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ο περίφημος «αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας», παρά τις σκληρές προσπάθειες τόσων και τόσων πολιτικών «αναμορφωτών» (συντηρητικών και προοδευτικών), οπαδών του εξαστισμού, «αριστερών» ευρωπαϊστών και νεοφιλελεύθερων «εκσυγχρονιστών» και «πολυπολιτισμιστών»;
Υπάρχει μια εξήγηση γι’ αυτό, που η κουλτούρα της εξάρτησης αρνείται να παραδεχτεί. Το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο ανήκει σε άλλη πολιτισμική οικογένεια από το δυτικό, διαφορετική και, σε βασικά σημεία, ευθέως αντίθετη. Η επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου ξένου προς τη νοοτροπία και τις παραδόσεις του λαού, επέτεινε, αντί να εξομαλύνει, την παραδοσιακή αντίθεση του πολίτη και της κοινωνίας προς την εξουσία και το κράτος, επαναβεβαιώνοντας και ενεργοποιώντας τον παραδοσιακό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο νόμιμο και δίκαιο είναι ασυμβίβαστα. Στη συνείδηση του απλού ανθρώπου, το νόμιμο είναι εξ ορισμού ύποπτο αδικίας· το δίκαιο έχει σημείο αναφοράς την κοινότητα, όχι την κρατική εξουσία. Αυτό συνεπάγεται πλήρη αποτυχία του συστήματος, απ’ όπου όλοι βγαίνουν ζημιωμένοι: ούτε οι θεσμοί λειτουργούν, ούτε οι πολίτες ευτυχούν, αλλά ούτε και το κράτος ανταποκρίνεται στον ρόλο που του επιβάλλει το σύστημα. Ωστόσο, η συστηματική προσπάθεια εξαστισμού των ελληνικών αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών και το ρεύμα αστυφιλίας που τη συνόδεψε δημιούργησαν ένα δυσανάλογα μεγάλο κοινωνικό στρώμα νεοαστικού πληθυσμού, που, αποκομμένο βίαια από τις ρίζες του, δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί παραγωγικά στην αστική κοινωνία, παραμένοντας για μακρύ διάστημα παρασιτικό και ιδιαίτερα ευάλωτο μέσα στη δυσπραγία του. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, βρήκαν πεδίο δράσης οι κάθε λογής κερδοσκόποι, αετονύχηδες, κομπραδόροι και λαθρέμποροι εμπορεύσιμων αγαθών και ιδεών, που δημιούργησε και εξέθρεψε η παρατεταμένη «κηδεμονία» της χώρας από τον δυτικό παράγοντα. Τέτοιοι άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, ξένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν και στο εγχείρημα του αφελληνισμού των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι η κρίση του πολιτισμού δεν είναι άλλο πράγμα από την οικονομική και πολιτική κρίση. Τα νοσηρά φαινόμενα για τα οποία σήμερα μας εγκαλούν οι «εταίροι» μας είναι οι καρποί της δικής τους κηδεμονίας και της πολιτικής των φερεφώνων τους. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί εντολοδόχοι τους είναι οι αυτουργοί των όποιων εγκλημάτων, όχι ο ελληνικός λαός που τα υφίσταται. Δυστυχώς, σε μια χώρα με τόση δύναμη αντίστασης, ο ρόλος του Εφιάλτη γίνεται επικερδής επιχείρηση και προσελκύει, συντηρεί και αναπαράγει τα τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Οι Δυτικοί μπορεί να κέρδισαν τις μάχες στο πολιτικό πεδίο (με το περίφημο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν»), αλλά δεν κέρδισαν τον πόλεμο. Η αφομοίωση της ελληνικής Ανατολής στο δυτικό μοντέλο ζωής και συμπεριφοράς παραμένει γι’ αυτούς ένα ζητούμενο, που εκδηλώνεται μέχρι σήμερα ως επιτακτική απαίτηση και παρατεταμένος πολιτικός εκβιασμός. Ζήσαμε την τελευταία διετία ακόμα και τούτο: τον στυγνό εκβιασμό ως επίσημη, θεσμική έκφραση της διεθνούς διπλωματίας και των διευθυντικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα μέλη της. Δεν υπήρξε κανείς νομομαθής ανάμεσά τους, να τους εξηγήσει ότι ο εκβιασμός είναι κακουργηματική πράξη και δεν παράγει δίκαιο;
Στη φάση της παγκοσμιοποίησης, το πρόβλημα διογκώνεται και παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, καθώς εξωθεί τις ηγετικές λεγόμενες τάξεις, πολιτικούς και διανοουμένους, σε ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στην κουλτούρα του λαού. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν ακόμη εθνικό διχασμό, που αποξενώνει όλο και πιο πολύ την πολιτική ηγεσία και τους διανοούμενους-εργαλεία από την πλειοψηφία του λαού. Κι όμως, παρά τις λυσσαλέες διαδοχικές επιδρομές (Καποδίστριας 1, Καποδίστριας 2, Καλλικράτης, Μνημόνιο 1, επικαιροποιημένο Μνημόνιο, κ.τ.ό.), τα χωριά, οι μόνες μη προβληματικές μονάδες παραγωγής πολιτισμού που μας απόμειναν, αντέχουν ακόμη, ενώ και μέσα στους αστικούς πληθυσμούς αναβιώνουν εκφράσεις του παραδοσιακού πολιτισμού, ενταγμένες στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Όσο κι αν έχουν πληθύνει στις μέρες μας οι γραικύλοι, οι αντίμαχες δυνάμεις δεν φαίνονται ικανές να αφανίσουν έναν πολιτισμό που άντεξε τις δοκιμασίες τριών χιλιετιών.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να περιορίσομε την οπτική μας στην ιστορική αναμέτρηση της επεκτατικής Δύσης προς την ελληνική Ανατολή. Αυτή αποτελεί μόνο τη μία, την τοπική προοπτική του προβλήματος. Τα συμπτώματα που αναφέραμε αφορούν το μέλλον όλης της ανθρωπότητας, όπως προδιαγράφεται από τη διεθνή στρατηγική της παγκοσμιοποίησης.
Ας μας επιτραπεί μια διευκρινιστική παρέκβαση σε σχέση με τον όρο και τα σημαινόμενά του. Ο όρος παγκοσμιοποίηση είναι σύνθετος. Εμπεριέχει μια ενεργητική ρηματική έννοια («ποιώ»), που σημαίνει «κάνω κάτι παγκόσμιο», το οποίο –εννοείται– δεν είχε εξαρχής αυτή την ιδιότητα. Συνεπώς, η σημασία υποδηλώνει την παρέμβαση μιας εξωτερικής βούλησης που επιβάλλει κάτι μερικό σε παγκόσμια κλίμακα. Παράδειγμα: Ένα οικονομικό σύστημα, που ίσχυε σε ορισμένες χώρες για ορισμένη περίοδο, επιβάλλεται ως υποχρεωτικό καθεστώς για όλες τις χώρες και μια για πάντα. Συνεπώς, η έννοια της παγκοσμιοποίησης δεν ταυτίζεται με την έννοια της οικουμενικότητας. Στη μια περίπτωση έχομε την αναγκαστική επιβολή του επιμέρους ως καθολικού. Στην άλλη περίπτωση έχομε την αναγνώριση του καθολικού ως κοινής συνισταμένης των επιμέρους. Για την ακρίβεια, η παγκοσμιοποίηση παραπέμπει σε ένα αντικείμενο αναφοράς ευθέως αντίθετο προς αυτό της οικουμενικότητας. Βέβαια, ο ελληνικός όρος είναι μετάφραση του γαλλικού mondialisation. Ο δόκιμος διεθνής όρος είναι ο αγγλικός globalization, παράγωγος του επιθέτου global, που ανάγεται στο ουσιαστικό globe, όροι που παραπέμπουν στη γήινη σφαίρα ως συμπαγή μάζα, και μετωνυμικά, στη γήινη επιφάνεια ως ενιαίο χώρο. Είναι σημαδιακό ότι η έννοια globalization δεν παραπέμπει στην ανθρώπινη περιοχή: στην ανθρωπότητα, στην οικουμένη, στους λαούς, στα έθνη ή στη διεθνή κοινότητα. Απεναντίας, χρησιμοποιείται σκόπιμα εκεί όπου μέχρι τώρα χρησιμοποιούνταν ο όρος international, ως δεδηλωμένη αντίθεση της έννοιας του διεθνούς. Η αντιδιαστολή ωστόσο είναι διπλή: και προς την έννοια του έθνους-κράτους και προς την έννοια της ανθρώπινης κοινωνίας, που υποκαθίστανται από την έννοια της γήινης σφαίρας ως ολικής επιφάνειας. Μ’ ένα λόγο, η έννοια globalization απανθρωποποιεί, αποκοινωνικοποιεί, αποδεσμεύει από συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, άρα, αποϊστορικοποιεί τη σχετική ορολογία. Η σημειολογική ανάγνωση της ορολογίας αποκαλύπτει λοιπόν αυτό που δεν ομολογείται: ο όρος globalization και τα παράγωγά του παραπέμπουν στην έννοια της ολικής μάζας, της ολιστικής ομογενοποίησης, δηλ. του ολοκληρωτισμού.
Κι εδώ πρέπει να διευκρινίσομε ότι η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση σημαδεύει μια ουσιαστική μετάλλαξη του δυτικού αστικού πολιτισμού, που σταδιακά εγκαταλείπει ως σημείο αναφοράς το αρχαίο ελληνικό πρότυπο, που ανάγεται στους πολιτισμούς του χώρου και της εντοπιότητας, και στρέφεται προς το εβραϊκό πολιτισμικό πρότυπο, που ανάγεται στους πολιτισμούς του χρόνου. Το μοντέλο αυτό υποβαθμίζει τον παράγοντα χώρο και δίνει έμφαση στη ροή του χρόνου, την κίνηση, τη μεταβολή.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η αλλαγή προτύπου· είναι ότι το πολιτισμικό μοντέλο που προέκυψε, και που αξιώνει να επιβληθεί ως παγκόσμιο, φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά του. Δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο δεινά στην ανθρωπότητα.
Η κρίση του πολιτισμού, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, εκδηλώνεται ως διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και ως ορατός κίνδυνος ολικής οικολογικής καταστροφής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ανθρώπου, κρίση που συνδέεται με τη δομή του δυτικού πολιτισμού, που, όντας προσανατολισμένος σε μια σχέση αντιπαλότητας προς τη φύση, επέβαλε σε παγκόσμια κλίμακα το μοντέλο βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, καθιερώνοντας την προτεραιότητα του τεχνητού έναντι του φυσικού· μια επιλογή ασύμβατη προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και, συνεπώς, αδιέξοδη. Όπως αδιέξοδο αποδείχνεται στις μέρες μας και το οικονομικό μοντέλο του ελεύθερου ανταγωνισμού και ολόκληρη η στρατηγική της παγκοσμιοποίησης, ευανάγνωστη μετωνυμία του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
Στο πεδίο των οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, η αρχή του ελεύθερου λεγόμενου ανταγωνισμού και ο στόχος της επικράτησης έναντι των αντιπάλων επιβάλλει ως λογική του συστήματος μια συνεχή γιγάντωση των μονάδων και φορέων οικονομικής δραστηριότητας, μέσα στην οποία εξαφανίζεται το άτομο και ακυρώνεται η δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής του σε δημιουργικές δράσεις. Το οικονομικό σύστημα, που υποτίθεται πως ήταν το ισχυρό σημείο αυτού του μοντέλου, παρέδωσε τους λαούς βορά στους κερδοσκόπους των χρηματιστηρίων και στους τοκογλύφους των τραπεζών. Η βαθυστόχαστη πολιτική οικονομία του περασμένου αιώνα συρρικνώθηκε στη γελοία διατύπωση «Πώς θα αντιδράσουν οι αγορές»! Εξωθεσμικά όργανα, αυτόκλητοι κυβερνήτες της ανθρωπότητας, όπως οι «Οίκοι αξιολόγησης», οι Σύνοδοι των 8 ή των 20 πλουσιοτέρων χωρών, κτό., ξεφυτρώνουν καθημερινά σαν μανιτάρια. Στο όνομα της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το σύστημα ακυρώνει το άτομο και απανθρωποποιεί το καθεστώς. Και αντί να υπηρετεί, υποδουλώνει τον άνθρωπο στη δική του λογική, τον αλέθει κυριολεκτικά και τον μεταλλάσσει σε τυποποιημένο προϊόν, κατά τα πρότυπο της τυποποίησης των βιομηχανικών προϊόντων. Η ανθρωπότητα έζησε επαναληπτικά αυτή την τραγωδία, στο πρόσωπο ταλαντούχων και προοδευτικών -στο δικό τους κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο- νέων πολιτικών, που διεκδίκησαν την προεδρία των ΗΠΑ και στους οποίους εκατομμύρια άνθρωποι επένδυσαν μεγάλες ελπίδες, τον Κάρτερ, τον Κλίντον, τον Ομπάμα. Και παρακολούθησαν, έντρομοι, τη σταδιακή παραμόρφωση της συμπαθούς φυσιογνωμίας των ειδώλων τους σε εφιαλτική μάσκα του συστήματος.
Στο πεδίο των πολιτικών θεσμών, αυτό το σύστημα οδηγεί στην κατάργηση κι αυτής ακόμα της λειψής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου και στην υποκατάστασή της από τα διορισμένα συμβούλια των τεχνοκρατών και των «σοφών».
Στο πεδίο των κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων, η ρευστοποίηση των αξιών ευνόησε κάθε λογής στρεβλώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ποινικοποίηση των φυσιολογικών ερωτικών σχέσεων, με το τερατώδες εύρημα της «σεξουαλικής παρενόχλησης». Αυτό, σε συνδυασμό με την πριμοδότηση των ομοφυλοφιλικών έναντι των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων, δείχνει έναν πολιτισμό που δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχιση του ανθρώπινου γένους. Κι αυτό είναι η πιο τυπική ένδειξη ότι ο πολιτισμός αυτός έφτασε στο τέλος του.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου που ένας πολιτισμός δεν έχει να προσφέρει επαγγελία συλλογικής ευτυχίας, όραμα κάλλους και αγαθού. Στη θέση τους δεν έχει ν’ αντιπαραθέσει παρά το φόβητρο της τρομοκρατίας και με τις δύο αποτρόπαιες όψεις του: επισείοντας στους πολίτες τον κίνδυνο να πέσουν θύματα τυφλής βίας ή να ενοχοποιηθούν ως συνεργοί ή συμπαθούντες.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του μοντέλου είναι το σύνδρομο της απόλυτης υπεροχής του δυτικού πολιτισμού και η αξίωσή του να επιβληθεί ως παγκόσμιος. Κι αυτό φανερώνει, παρά την αντίθετη ρητορική, ότι στην πράξη δεν έχει καμιά ανοχή στο διαφορετικό. Το μαρτυρούν με απόλυτη πειστικότητα οι δίχως τέλος μίνι παγκόσμιοι πόλεμοι, που μεθοδεύουν συστηματικά τον αφανισμό κάθε διαφορετικότητας πάνω στον πλανήτη.
Οι φιλόσοφοι λένε πως η ύβρις του δυτικού πολιτισμού έγκειται στη θεοποίηση του ανθρώπου (που γίνεται deus in terris) και στην ανακήρυξη του πνεύματος ως της μόνης πραγματικότητας (ο κόσμος είναι δημιούργημα του νου)· θέση που στο επίπεδο της πράξης μεταγράφεται στην πλήρη ρευστοποίηση των αξιών, ώστε να υπηρετούν το εγχείρημα των δυτικών δυνάμεων να καταβροχθίσουν τον κόσμο. Αυτό ακριβώς είναι η παγκοσμιοποίηση: η επιβολή του μερικού (δυτικό μοντέλο) ως καθολικού, με την ολιστική ομογενοποίηση (globalization) ατόμων, λαών και πολιτισμών, κάτω από μια παγκόσμια μονοκεντρική και αυταρχική εξουσία.
Μ’ αυτούς τους όρους, είναι ζωτικής σημασίας η ανθρωπότητα ν’ αναζητήσει εναλλακτικά πολιτισμικά πρότυπα για την υπέρβαση του αδιεξόδου. Και τέτοια πρότυπα ενυπάρχουν στις παραδόσεις των λαών και βέβαια στην ελληνική, που αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη και μακροβιότερη εκδοχή του μεσογειακού πολιτισμικού προτύπου. Στο ίδιο πολιτισμικό πρότυπο ανήκουν και οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου, Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι, στην πλειοψηφία του πληθυσμού τους. Αδιάψευστο τεκμήριο το γεγονός ότι, παρ’ ότι πρόκειται για κατακτημένους πολιτισμούς, εξακολουθούν, επί έναν και πλέον αιώνα, να δείχνουν τη μικρότερη προσαρμοστικότητα στη λογική του δυτικού συστήματος. Είναι τυχαίο που όλες οι μεσογειακές χώρες βρίσκονται σήμερα κάτω από το ιδιότυπο καθεστώς μιας συγκεκαλυμμένης κατοχής;
Όμως, πέρα απ’ αυτό, το σύστημα, στη σύγχρονη φάση μετάλλαξής του, είναι περισσότερο παρά ποτέ απάνθρωπο, στρέφεται ενάντια στον άνθρωπο γενικά, σε όποια κουλτούρα, χώρα, κοινωνική τάξη κι αν ανήκει. Ακόμη κι αυτοί που τυχαίνει να βρίσκονται, σε μια δεδομένη στιγμή, στην κορυφή ή στον πυρήνα των εξουσιαστικών μηχανισμών, οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν ούτε καν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από την καθολική απειλή του συστήματος. Έχουν δύναμη όσο υπηρετούν πιστά το σύστημα και για όσο χρόνο κατέχουν τη θέση εξουσίας. Μόλις αποχωρήσουν ή εκπέσουν, εξαφανίζονται μέσα στην πολτοποιημένη ανθρώπινη μάζα της globalization. Γιατί το σύστημα είναι από τη λογική του αντιανθρώπινο και είναι αμείλικτο· δεν έχει μάτια, για να ξεχωρίζει δικούς του και ξένους· μόνο εκτελεστικά όργανα και «ανθρώπινη ύλη».
Καθώς πάει προς τη δύση του, το μέγιστο που έχει να προσφέρει στους ανθρώπους ο κοσμοκράτορας δυτικός πολιτισμός, ως αντιστάθμισμα της ολικής καταστροφής, είναι η επαγγελία μιας συμβολικής επιβίωσης: ανάπτυξη της διαστημικής τεχνολογίας, ώστε, μαζί με τα γενναία κέρδη, να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για τη μετανάστευση μιας «αντιπροσωπείας» του ανθρώπινου γένους σε κάποιον άλλο πλανήτη – αν υπάρχει τέτοιος – που να διαθέτει ανάλογες με τη γη συνθήκες, για τη συνέχιση της ζωής (ο μύθος της Κιβωτού του Νώε σε μοντέρνα εκδοχή).
Συνεπώς, είναι υπόθεση όλων των ανθρώπων, όλων των λαών, όλων των κοινωνικών τάξεων ν’ απαλλαγούν απ’ αυτό το τυφλό, ανθρωποφάγο σύστημα· ν’ αναζητήσουν νέα πολιτισμικά πρότυπα, νέες ισορροπίες, που να εξασφαλίζουν την επιβίωση του ανθρώπινου γένους. Κι αυτά τα πρότυπα δεν μπορούν να τα βρουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα ή στα παράγωγά του.
Στην παρούσα ιστορική φάση, την πιο αξιόπιστη εναλλακτική λύση προσφέρει το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο, ένα πρότυπο εμπράγματο, όχι θεωρητικό, δοκιμασμένο στο καμίνι της ιστορίας, με το οποίο συμβίωσαν επί αιώνες όχι ένας, μα πολλοί λαοί. Ένα πρότυπο που βασίζεται στην αρχή της συμμετοχής και στην εναρμόνιση και ισορροπία των αντιθέσεων.
1. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδευσης στον ευαίσθητο τομέα των εργασιακών σχέσεων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη τα δυο τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Τι άλλο είναι η θεσμοθέτηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας και η παράλληλη προσπάθεια πλήρους κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων, παρά απόπειρα αποδόμησης της κοινωνίας, σε μια θεμελιώδη έκφραση συλλογικής λειτουργίας και κοινωνικής συνοχής;
2. Το καφενείο του χωριού είναι ένας κορυφαίος κοινοτικός θεσμός, μια μικρογραφία βουλευτηρίου, που διατήρησε, μέσα στις πιο δυσμενείς χιλιετίες, την αρχή της καθολικής συμμετοχής στα κοινά. Αντίθετα, το μοντέλο του επαγγελματία πολιτικού, του «τεχνοκράτη» ή του «σοφού» (όπως τον λένε τώρα), που αυτός ξέρει και αποφασίζει για λογαριασμό του συνόλου χωρίς να δίνει λόγο, είναι πονηρά εφευρήματα μιας άλλης κουλτούρας, ευθέως αντίθετης προς τη δική μας.
3. Η ιδεολογική αυτή αντίθεση προς τους παραδοσιακούς κοινοτικούς θεσμούς έχει τη συνέχειά της. Το σύνθημα των ντόπιων «εκσυγχρονιστών», στην αρχή της δεκαετίας του 1990, ήταν: «όσο υπάρχουν συνεταιρισμοί δεν ξημερώνει η αυριανή μέρα». – Είναι αλήθεια πως στην παρούσα οικονομική κρίση οι συνεταιριστικές τράπεζες λαϊκής βάσης είναι οι μόνες που εξαιρούνται από τις κυβερνητικές ενισχύσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου