Η Επανάσταση του Αριστόνικου
Στις αρχές του 132 π.Χ., η εξέγερση κορυφώθηκε. Δεν είναι υπερβολική η αποτίμηση της κατάστασης από το Στράβωνα ότι στον πόλεμο ενεπλάκη το σύνολο σχεδόν της μετέπειτα επαρχίας της Ασίας.
Προφανώς πρέπει να συνδυαστεί με τη ρητορική φράση που χρησιμοποίησε ο Σύλλας, το 85 π.Χ., στη σύνοδο της Εφέσου, όταν κατηγόρησε τους Έλληνες ότι συντάχθηκαν αρχικά με τον Αριστόνικο, αλλά τον εγκατέλειψαν και συνήψαν συμμαχία με τη Ρώμη, όταν είχε πια ηττηθεί.14.
Ο βασιλιάς είχε στη διάθεσή του πολυάριθμους υποστηρικτές, ισχυρά φρούρια, ενώ διέθετε εκ νέου στόλο (με τον οποίο κατέλαβε τη Σάμο), μετά την ήττα στην Κύμη.15
Είχε ήδη καταλάβει έδαφος που υπερέβαινε τα όρια του βασιλείου που διεκδικούσε, καθώς έλεγχε σημαντικά τμήματα της Ιωνίας. Η στρατηγική του συνίστατο στον έλεγχο ακόμα και των περιοχών που ανήκαν στο βασίλειο πριν από την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), όπως η Σμύρνη, η Κολοφών και πιθανόν η Κύμη.16
Απειλούσε ακόμη και τις πόλεις των παραλίων της Θράκης και τα νησιά του Αιγαίου.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
5. Κάτι τέτοιο συνάγεται από τις νομισματικές πηγές που αναφέρονται παρακάτω (βλ. σημ. 28). Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η εξέγερση ξεκίνησε ενώ ο Άτταλος Γ΄ ήταν ακόμη ζωντανός: Hopp, J., Untersuchungen zur Geschichte der letzen Attaliden (München 1977), σελ. 121-125. Κάτι τέτοιο όμως δε συνάγεται από το κείμενο του Στράβωνα (14.1.38), όπου ρητά αναφέρεται ότι η ανακήρυξη έγινε μετά το θάνατο του Αττάλου. Μάλιστα, ο Sartre, M., L’Anatolie hellénistique de l’Égée au Caucase (Paris 2003), σελ. 209, αναφέρει, κάπως υπερβολικά, ότι η ανακήρυξη του Αριστονίκου σε βασιλιά έγινε την ίδια ημέρα του θανάτου του Αττάλου Γ΄.
Κιστοφορικό τετράδραχμο του Αριστόνικου. Στην πίσω όψη (δεξιά) διακρίνουμε (κοκ.) την επιγραφή ΒΑ ΕΥ (Βασιλέως Ευμένους) και το γράμμα Γ, που υποδηλώνει το τρίτο έτος της βασιλείας του. Το ελληνιστικό βασίλειο του Περγάμου διαφοροποιήθηκε νομισματικά από την υπόλοιπη μικρασιατική επικράτεια με την καθιέρωση των λεγόμενων κιστοφορικών αργυρών νομισμάτων από το βασιλιά Ευμένη Β΄ (197-159 π.Χ.).ΔΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ |
1. Εισαγωγή
Η αποτίμηση των γεγονότων που σχετίζονται με την εξέγερση του Αριστονίκου και την κατάπνιξή της από τους Ρωμαίους είναι εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας του αποσπασματικού και συχνά αντικρουόμενου χαρακτήρα των ιστορικών πηγών, οι οποίες επιπλέον είναι ανοικτά φιλορωμαϊκές. Πολύ πιο διαφωτιστικές είναι οι επιγραφικές πηγές, οι οποίες μαρτυρούν το εύρος των επιχειρήσεων, που αφορούσαν το σύνολο σχεδόν της Μικράς Ασίας.1
2. Ο θάνατος του Αττάλου Γ΄ και το ξέσπασμα της εξέγερσης
Στα τέλη της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού του 133 π.Χ., ο Άτταλος Γ΄, βασιλιάς της Περγάμου (139-133 π.Χ.), γιος του Ευμένη Β΄(197-145 π.Χ.) και διάδοχος του θείου του Αττάλου Β΄ (145-139 π.Χ.), πέθανε αναπάντεχα, σε ηλικία 33 μόλις ετών, άτεκνος.2 Με τη διαθήκη του κληροδοτούσε το βασίλειό του στη Ρώμη,3 με εξαίρεση την Πέργαμο και προφανώς τις περισσότερες πόλεις της Μικράς Ασίας, στις οποίες απέδωσε την ελευθερία τους.4 Αμέσως μετά το θάνατο του Αττάλου Γ΄, ο Αριστόνικος, νόθος πιθανόν γιος του βασιλιά Ευμένη Β΄ και μιας παλλακίδας από την Έφεσο, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περγάμου, υιοθετώντας το δυναστικό όνομα Ευμένης.5 Παραμένει άγνωστο αν ο Αριστόνικος ήταν όντως μέλος, έστω και νόθο, της βασιλικής οικογένειας, ή σφετεριστής του θρόνου, καθώς υπάρχουν ιστορικές πηγές που αναφέρουν και τις δύο πιθανότητες.6
3. Στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες και αποτυχίες του Αριστονίκου κατά το πρώτο έτος της εξέγερσης (133-132 π.Χ.)
Ο Αριστόνικος δε ζούσε στην Πέργαμο. Με βάση τα όσα είναι γνωστά για τον Άτταλο Γ΄ και τις δολοφονίες συγγενών του και άλλων επιφανών Περγαμηνών ευγενών, θεωρούμε ότι ήταν εξόριστος σε κάποια ασφαλή τοποθεσία.7 Λόγω του γεγονότος ότι οι κυριότεροι σύμμαχοί του ήταν οι Θράκες, έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι από εκεί ξεκίνησε την πορεία του προς τη βασιλεία.8 Η ανακήρυξή του σε βασιλιά έλαβε χώρα στη μικρή πόλη Λευκαί, στα περίχωρα της Σμύρνης.
Ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες, όπως η κατάληψη της Μύνδου, της Κολοφώνος και της Σάμου, ενώ είναι πιθανόν να έλεγχε και την Κύμη. Ο Αριστόνικος μάλλον επιχείρησε να καταλάβει την Πέργαμο, αλλά προφανώς απέτυχε.9 Οι Αρχές της πόλης είχαν λάβει δραματικά μέτρα για να αποκλείσουν την κατάληψή της, όπως απόδοση του τίτλου του πολίτη σε μισθοφόρους και παροίκους, απόδοση του τίτλου του παροίκου σε απελευθέρους και δούλους και δήμευση της περιουσίας όσων είχαν φύγει για να ταχθούν στο πλευρό του Αριστονίκου.10
Ένα από τα πρώτα επεισόδια της εξέγερσης ήταν η ναυμαχία που έδωσε ο στόλος του Αριστονίκου με αυτόν της Εφέσου στα ανοικτά της Κύμης.11 Ο σφετεριστής ηττήθηκε και αναγκάστηκε να στραφεί προς την ενδοχώρα, εκκενώνοντας προφανώς τις πρόσφατα αποκτηθείσες πόλεις.12 Τα γεγονότα αυτά πρέπει να τοποθετηθούν κατά το πρώτο από τα πέντε έτη της εξέγερσης, μεταξύ του καλοκαιριού του 133 π.Χ. και του φθινόπωρου του ίδιου έτους.Ο Αριστόνικος επέστρεψε στα παράλια έχοντας συγκεντρώσει μια στρατιά δούλων και απόρων, τους οποίους ονόμασε Ηλιοπολίτες, και επιδόθηκε στην πολιορκία των ελληνικών πόλεων των ακτών της Μικράς Ασίας, με αρκετή επιτυχία, για τα επόμενα δύο χρόνια.
Στον αρχαιολογικό χώρο των Θυατείρων |
Κατέλαβε τα Θυάτειρα, την Απολλωνίδα, τη Στρατονίκεια της Καρίας ή του Καΐκου. Στο πλευρό του βρέθηκαν, εκτός των Λευκών και πιθανόν της Κύμης, η Φώκαια. Με βάση το επιγραφικό υλικό, φαίνεται πως πολιορκήθηκαν από τον Αριστόνικο και τους Θράκες συμμάχους του αρκετές πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Σηστός στη Θρακική χερσόνησο, η Κύζικος στην Προποντίδα, η Σμύρνη στην Ιωνία, η Ελαία (λιμάνι και επίνειο της Περγάμου), έδρα του βασιλικού στόλου των Ατταλιδών, καθώς και τα Βαργύλια στην Καρία. Με πιθανή εξαίρεση την Ελαία, οι πολιορκίες δεν οδήγησαν στο επιθυμητό για τον Αριστόνικο αποτέλεσμα.13
Στις αρχές του 132 π.Χ., η εξέγερση κορυφώθηκε. Δεν είναι υπερβολική η αποτίμηση της κατάστασης από το Στράβωνα ότι στον πόλεμο ενεπλάκη το σύνολο σχεδόν της μετέπειτα επαρχίας της Ασίας.
Προφανώς πρέπει να συνδυαστεί με τη ρητορική φράση που χρησιμοποίησε ο Σύλλας, το 85 π.Χ., στη σύνοδο της Εφέσου, όταν κατηγόρησε τους Έλληνες ότι συντάχθηκαν αρχικά με τον Αριστόνικο, αλλά τον εγκατέλειψαν και συνήψαν συμμαχία με τη Ρώμη, όταν είχε πια ηττηθεί.14.
Ο βασιλιάς είχε στη διάθεσή του πολυάριθμους υποστηρικτές, ισχυρά φρούρια, ενώ διέθετε εκ νέου στόλο (με τον οποίο κατέλαβε τη Σάμο), μετά την ήττα στην Κύμη.15
Είχε ήδη καταλάβει έδαφος που υπερέβαινε τα όρια του βασιλείου που διεκδικούσε, καθώς έλεγχε σημαντικά τμήματα της Ιωνίας. Η στρατηγική του συνίστατο στον έλεγχο ακόμα και των περιοχών που ανήκαν στο βασίλειο πριν από την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), όπως η Σμύρνη, η Κολοφών και πιθανόν η Κύμη.16
Απειλούσε ακόμη και τις πόλεις των παραλίων της Θράκης και τα νησιά του Αιγαίου.
Σύμφωνα πάντως με το Στράβωνα, αλλά και με βάση τη μαρτυρία αρκετών επιγραφών, μια πληθώρα πόλεων αντέδρασε στην προέλαση του βασιλιά. Στις πόλεις αυτές συγκαταλέγονται σίγουρα η Έφεσος, η Πέργαμος και η Αλικαρνασσός, οι οποίες είχαν ενδιαφέρον να διατηρήσουν την αυτονομία τους.17 Οι Έλληνες της Ασίας συνέπηξαν μέτωπο με τους βασιλείς της Βιθυνίας, Νικομήδη Β΄ Επιφανή, και της Καππαδοκίας, Αριαράθη Ε΄, και επιχείρησαν να αντισταθούν.
4. Η αντίδραση της Ρώμης και η αιχμαλωσία του Αριστονίκου (131-129 π.Χ.)
Η είδηση του θανάτου του Αττάλου Γ΄ και της διαθήκης του έφτασε στη Ρώμη στις αρχές του καλοκαιριού του 133 π.Χ., εν μέσω της πολιτικής κρίσης που μάστιζε την πόλη εξαιτίας της διαμάχης της συγκλήτου με τον εισηγητή της αγροτικής μεταρρύθμισης, το δήμαρχο Τιβέριο Γράκχο, η οποία κατέληξε λίγο αργότερα στη δολοφονία του. Ένας Περγαμηνός πολίτης, ο Εύδημος, έφερε τη διαθήκη στη Ρώμη, προκειμένου να κυρωθεί και να επιβεβαιωθεί η ελευθερία της Περγάμου, κουβαλώντας μαζί του και μικρά δείγματα των θησαυρών του αποθανόντος βασιλιά. Ο Τιβέριος Γράκχος διέβλεψε αμέσως το ενδιαφέρον που περιέκλειε η ενδεχόμενη αποδοχή της διαθήκης για τη χρηματοδότηση της αγροτικής του μεταρρύθμισης.18 Επέβαλε λοιπόν την αποδοχή της διαθήκης από τον ίδιο το λαό της Ρώμης, παρακάμπτοντας τη σύγκλητο.
Η έκρυθμη κατάσταση που ακολούθησε και οδήγησε στη δολοφονία του δημάρχου εμπόδισε τους Ρωμαίους να ασχοληθούν άμεσα σοβαρά με το ζήτημα.
Τελικά η σύγκλητος, αναμφίβολα υπό την πίεση και αρκετών ελληνικών πόλεων που απέστειλαν πρεσβείες, κάνοντας έκκληση για βοήθεια, αποδέχτηκε τη διαθήκη, το 132 π.Χ.,19 και αμέσως απέστειλε μια πρεσβεία πέντε συγκλητικών (legati), οι οποίοι φαίνεται πως είχαν και στρατιωτικά καθήκοντα, καθώς συμμετείχαν σε επιχειρήσεις, από κοινού με τους Έλληνες.20 Επικεφαλής της πρεσβείας ήταν ο ίδιος ο δολοφόνος του Τιβερίου Γράκχου, ο Poplius Scipio Nasica, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα και τάφηκε στην Πέργαμο.21 Προηγουμένως, ο σύμβουλος του Τιβερίου Γράκχου, ο στωικός φιλόσοφος Βλόσσιος της Κύμης, είχε προλάβει να εγκαταλείψει την επικίνδυνη γι’αυτόν Ρώμη και να καταφύγει στον Αριστόνικο.22
Το καλοκαίρι του 132 π.Χ. οι τέσσερις εναπομείναντες πρέσβεις επέστρεψαν στη Ρώμη. Η αντίδραση της συγκλήτου υπήρξε αίφνης πολύ πιο δυναμική: o ύπατος του 132 π.Χ., ο Poplius Popilius Laena, επέβαλε το ψήφισμα που καθόριζε τη δράση των στρατηγών στην Ασία. Η τελευταία ορίστηκε περιοχή δικαιοδοσίας των πολεμικών επιχειρήσεων των δύο υπάτων, του Poplius Licinius Crassus Mucianus και του Lucius Valerius Flaccus, οι οποίοι τη διεκδίκησαν καθένας για τον εαυτό του.23 Τελικά στάλθηκε ο Licinius Crassus, επικεφαλής μεγάλου και έμπειρου εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αποβιβάστηκε χωρίς αντίσταση στην Ασία.24
Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι οποίες ανάγκασαν τον Αριστόνικο να εκκενώσει τα Θυάτειρα και να οχυρωθεί στην Απολλωνίδα, ο Ρωμαίος ύπατος, ο οποίος ενδιαφέρθηκε κατά κύριο λόγο για την αρπαγή και τη μεταφορά του βασιλικού θησαυρού των Ατταλιδών, έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε από τους Θράκες συμμάχους του Αριστονίκου.
Το επεισόδιο τοποθετείται μεταξύ Ελαίας και Μύρρινας, στην Αιολίδα, πιθανόν κατά τη διάρκεια οπισθοχώρησης προς την Πέργαμο. Εκεί βρήκε το θάνατο και ο βασιλιάς της Καππαδοκίας, ο Αριαράθης Ε΄.25 Ο M. Perperna, ύπατος του 130 π.Χ., επέσπευσε την έλευσή του στην επαρχία και ολοκλήρωσε με θεαματικό τρόπο τις επιχειρήσεις: ο Αριστόνικος περιορίστηκε στη Στρατονίκεια της Καρίας ή του Καΐκου,26 πολιορκήθηκε και συνελήφθη, αφού προηγουμένως είχαν εξαντληθεί όλες οι προμήθειες των υπερασπιστών της πόλης. Ο νικητής δεν έμελλε να χαρεί το θρίαμβό του, καθώς λίγο αργότερα αρρώστησε και πέθανε στην Ασία.
Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι οποίες ανάγκασαν τον Αριστόνικο να εκκενώσει τα Θυάτειρα και να οχυρωθεί στην Απολλωνίδα, ο Ρωμαίος ύπατος, ο οποίος ενδιαφέρθηκε κατά κύριο λόγο για την αρπαγή και τη μεταφορά του βασιλικού θησαυρού των Ατταλιδών, έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε από τους Θράκες συμμάχους του Αριστονίκου.
Το επεισόδιο τοποθετείται μεταξύ Ελαίας και Μύρρινας, στην Αιολίδα, πιθανόν κατά τη διάρκεια οπισθοχώρησης προς την Πέργαμο. Εκεί βρήκε το θάνατο και ο βασιλιάς της Καππαδοκίας, ο Αριαράθης Ε΄.25 Ο M. Perperna, ύπατος του 130 π.Χ., επέσπευσε την έλευσή του στην επαρχία και ολοκλήρωσε με θεαματικό τρόπο τις επιχειρήσεις: ο Αριστόνικος περιορίστηκε στη Στρατονίκεια της Καρίας ή του Καΐκου,26 πολιορκήθηκε και συνελήφθη, αφού προηγουμένως είχαν εξαντληθεί όλες οι προμήθειες των υπερασπιστών της πόλης. Ο νικητής δεν έμελλε να χαρεί το θρίαμβό του, καθώς λίγο αργότερα αρρώστησε και πέθανε στην Ασία.
Ρώμη -Αριστερά: 220-200 π.Χ. Δεξιά : 200-100 π.Χ.
5. Το τέλος της εξέργεσης (129-127 π.Χ.)
Το 129 π.Χ., η σύγκλητος απέστειλε τον ύπατο Μάνλιο Ακύλλιο επικεφαλής επιτροπής δέκα πρέσβεων, με τη δικαιοδοσία να οργανώσει την επαρχία της Ασίας. Οι επιχειρήσεις πάντως συνεχίστηκαν στην ενδοχώρα, όπου οι υποστηρικτές του Αριστονίκου πολέμησαν μέχρι τέλους.
Ο πρεσβευτής Quintus Caepio εκστράτευσε στη Λυδία και τη δυτική Καρία, ο ίδιος ο Μάνλιος στράφηκε στη Μυσία Αβαείτιδα, ενώ μάχες έγιναν και στην ανατολική Καρία. Τελικά, συνδυάζοντας επιχειρήσεις οδοποιίας και μάχες, ο Μάνλιος κατόρθωσε να συντρίψει και τους τελευταίους θύλακες αντίστασης (ακόμα και δηλητηριάζοντας το νερό στα πηγάδια), και το 126 π.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη, τελώντας θρίαμβο.27
Ο πρεσβευτής Quintus Caepio εκστράτευσε στη Λυδία και τη δυτική Καρία, ο ίδιος ο Μάνλιος στράφηκε στη Μυσία Αβαείτιδα, ενώ μάχες έγιναν και στην ανατολική Καρία. Τελικά, συνδυάζοντας επιχειρήσεις οδοποιίας και μάχες, ο Μάνλιος κατόρθωσε να συντρίψει και τους τελευταίους θύλακες αντίστασης (ακόμα και δηλητηριάζοντας το νερό στα πηγάδια), και το 126 π.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη, τελώντας θρίαμβο.27
Για το τέλος του Αριστονίκου οι πηγές παρουσιάζουν τρεις εκδοχές, οι οποίες δεν είναι κατ’ανάγκη αντικρουόμενες μεταξύ τους. Ο Στράβων αναφέρει ότι πέθανε στη φυλακή, ο Ορόσιος ότι στραγγαλίστηκε στη φυλακή στη Ρώμη και ο Velleius Paterculus ότι εκτελέστηκε στο Tullianum, αφού σύρθηκε από το άρμα του Μανλίου Ακυλλίου, συμμετέχοντας στο θρίαμβο του Ρωμαίου υπάτου.28
6. Νομίσματα στο όνομα του Αριστονίκου
Οι νομισματικές πηγές και η ερμηνεία τους από τη σύγχρονη έρευνα προσφέρουν μια αρκετά καθαρή εικόνα της δραστηριότητας του Αριστονίκου κατά τη σύντομη διάρκεια της εξουσίας του.29 Φαίνεται πως η αυλή του σφετεριστή μετακινούνταν διαρκώς, ανάλογα με την πορεία του πολέμου. Τα πρώτα νομίσματα χρονολογούνται στο δεύτερο έτος της βασιλείας του και προέρχονται από το νομισματοκοπείο των Θυατείρων (132 π.Χ.), τα δύο επόμενα χρόνια οι κοπές προέρχονται από την Απολλωνίδα, ενώ την πέμπτη και τελευταία χρονιά προέρχονται από τη Στρατονίκεια της Καρίας ή του Καΐκου.30 Για το πρώτο έτος της βασιλείας έχει διατυπωθεί η άποψη ότι δεν κόπηκαν νομίσματα.31Τα Θυάτειρα (κατ. Θυατειρηνός) ήταν αρχαία πόλη της Λυδίας, στην δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, σε απόσταση περίπου 50 χιλιόμετρα από το Αιγαίο. Κατά την κλασική περίοδο αποτελούσε το όριο μεταξύ Λυδίας και Μυσίας. Η πόλη ονομαζόταν Πελοπία αλλά μετονομάστηκε σε Θυάτειρα από τον Σέλευκο Α΄τον Νικάτορα το 290 π.Χ. επειδή κατά την διάρκεια νικηφόρας μάχης του στην περιοχή εναντίον του Λυσίμαχου γεννήθηκε η κόρη του. Προς τιμήν της κόρης του που γεννήθηκε ταυτόχρονα με την νικηφόρα μάχη ονομάστηκε η πόλη Θυάτειρα, λέξη που σήμαινε θυγατέρα[1]. Πληθώρα Μακεδόνων στρατιωτικών αποίκων εγκαταστάθηκαν για να φυλάσσουν τα Θυάτειρα. Αργότερα κατά το 190/89 π.Χ. απετέλεσε την βάση των πολεμικών επιχειρήσεων του Αντιόχου Γ΄ εναντίον των Ρωμαίων. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια χάρη στην βαθιά μπλε βαφή που παρήγαγε από την φυτική ουσία λουλάκι.
7. Ο χαρακτήρας της εξέγερσης: εθνικός πόλεμος ή κοινωνική εξέγερση;
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης και ζωηρών συζητήσεων μεταξύ των ιστορικών. Οι παλιότερες έρευνες δέχονταν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό το βαθύτατα ριζοσπαστικό κοινωνικό χαρακτήρα της εξέγερσης του Αριστονίκου.32 Ήδη ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρεται στα γεγονότα αυτά αμέσως μετά τη διήγηση τη σχετική με τη μεγάλη επανάσταση των δούλων στη Σικελία (139-132 μ.Χ.).33 Η στράτευση των δούλων και των απόρων στο πλευρό του Αριστονίκου, η υπόσχεση της ίδρυσης της Ηλιόπολης και η παρουσία του στωικού φιλοσόφου Βλοσσίου της Κύμης στο πλευρό του θεωρήθηκαν στοιχεία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού προγράμματος που στόχευε ανοικτά στην ανατροπή της καθεστηκυίας κοινωνικής τάξης.34 Η ιστορική συγκυρία της περιόδου35 και οι εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες της οικονομικής κρίσης και της ευρύτατης επιβολής της δουλείας στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας αποτέλεσαν τη μαγιά για τη θεαματική εξάπλωση της εξέγερσης.36 Είναι εξαιρετικά πιθανό η αντίσταση στους Ρωμαίους, τους κατεξοχήν εκφραστές της γενίκευσης της χρήσης της εργασίας των δούλων στην παραγωγή, να ενδύθηκε με το μανδύα ενός ριζοσπαστικού μηνύματος χειραφέτησης των δούλων.37
Η ευρύτατα διαδεδομένη αυτή θεώρηση των γεγονότων αμφισβητήθηκε σχετικά πρόσφατα από μια σειρά μελέτες που προβάλλουν κυρίως τον «εθνικιστικό» και δυναστικό χαρακτήρα των πράξεων του Αριστονίκου, θεωρώντας ότι το όποιο κοινωνικό ριζοσπαστικό μήνυμα αποτέλεσε στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύον σημείο της εξέγερσης και στη χειρότερη διακήρυξη απελπισίας του Αριστονίκου, όταν είχε ήδη χάσει τις περισσότερες ελπίδες του να ανέβει στο θρόνο.38 Τονίζεται ιδιαίτερα ο παραδοσιακός χαρακτήρας των Μακεδόνων βετεράνων των Ατταλιδών, οι πρόγονοι των οποίων είχαν κατά κύριο λόγο εγκατασταθεί στην Ασία μετά την κατάλυση του βασιλείου το 166 π.Χ., οι οποίοι στήριξαν τον Αριστόνικο και την επιβίωση του βασιλείου.39 Πιστεύεται επίσης από ορισμένους μελετητές ότι ένα τμήμα της αριστοκρατίας των Ατταλιδών, και πιθανότατα και κάποια σημαντική μερίδα του πληθυσμού της πρωτεύουσας, ακολούθησαν τη δυναστική νομιμότητα, κάτι που φανερώνει ότι οι υποστηρικτές του Αριστονίκου προέρχονταν από πολλά κοινωνικά στρώματα.40
Όσοι θεωρούν το ριζοσπαστικό μήνυμα του Αριστονίκου πράξη απελπισίας τις παραμονές της συντριβής του αναγκάζονται να αντιστρέψουν τη σειρά με την
οποία διηγείται ο Στράβων την εξέλιξη του πολέμου, χρονολογώντας τη ναυμαχία της Κύμης το 132 ή 131 π.Χ., και ανάγοντάς τη σε αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του πολέμου.
Κάτι τέτοιο όμως δε διαφαίνεται ούτε από το κείμενο του Στράβωνα ούτε από καμία άλλη πηγή.41
Κάτι τέτοιο όμως δε διαφαίνεται ούτε από το κείμενο του Στράβωνα ούτε από καμία άλλη πηγή.41
Ο Αριστόνικος τέθηκε εξαρχής επικεφαλής μιας ευρύτατης εξέγερσης, η οποία συνέπεσε με μια γενικότερη κοινωνική αναταραχή στη Μικρά Ασία, και κατόρθωσε να εκφράσει μια σειρά κοινωνικά αιτήματα που προέρχονταν από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: τους δούλους, τους απόρους, τους Μακεδόνες και άλλους βετεράνους των Ατταλιδών, που διατηρούσαν ακέραιη τη δυναστική ιδεολογία, μερίδες της αριστοκρατίας της Περγάμου, αντιρωμαϊκά στοιχεία, όπως οι πολίτες της Φώκαιας,42 και φυσικά μεγάλο τμήμα των αυτόχθονων πληθυσμών που είχαν τη διορατικότητα να αντιληφθούν ότι η έλευση της Ρώμης θα έφερνε θεαματική επιβάρυνση της κατάστασής τους. Η διορατικότητα αυτή έλειπε από τις ηγεσίες των ελληνικών πόλεων, οι οποίες αντιτάχθηκαν στον Αριστόνικο, γοητευμένες από το ασαφές και αβέβαιο σύνθημα της προάσπισης της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας τους από τη Ρώμη.43 ΠΗΓΗhttp://ellinondiktyo.blogspot.gr/2016/01/blog-post_24.html#more!!!!!!!
1. Η βασική πηγή για την εξέγερση είναι ένα εδάφιο του Στράβωνα (14.1.38: βλ. Παράθεμα Β΄), το οποίο προφανώς αντλεί την πληροφόρησή του από τον Ποσειδώνιο. Οι υπόλοιπες, εξαιρετικά λακωνικές, φιλιλογικές μαρτυρίες συγκεντρώθηκαν από τον Cardinali, G., “La morte di Attalo III e la rivolta di Aristonico”,
Saggi di Storia antica edi Archeologia offerti a G. Beloch (Roma 1910), σελ. 275-276. Οι επιγραφές που σχετίζονται με την εξέγερση είναι δεκαοκτώ και προέρχονται από την Πέργαμο (3), τη Μητρόπολη της Ιωνίας, την Ελαία, τη Σηστό, την Κύζικο, την Κλάρο, την Πριήνη, τη Γόρδο, τα Βαργύλια (2), τα Βάργασα, την Αλικαρνασσό (2), τη Μύθημνα στη Μυτιλήνη, τη Δήλο, την Κασσώπη στην Ήπειρο. Βλ. Brun, P., “Les cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-C. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 44-52· Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 470-474 (επιγραφή της Μητρόπολης). Το περίφημο ψήφισμα της Περγάμου προς τιμήν του Διοδώρου Πασπάρου (IGRR IV, αρ. 292) έχει πλέον επαναχρονολογηθεί στην περίοδο μετά τον Α΄ Μιθριδατικό πόλεμο (83 π.Χ.) και είναι άσχετο με την εξέγερση του Αριστονίκου: βλ. Jones, C.P., “Diodoros Pasparos and the Nikephoria of Pergamon”, Chiron 4 (1974,) σελ. 183-205 και “Diodoros Pasparos
Revisited”, Chiron 30 (2000), σελ. 1-14. Την παλαιότερη χρονολόγηση (129 π.Χ.) υπερασπίστηκε ανεπιτυχώς ο Musti, D., “I Nikephoria e il mondo panellenico di Pergamo”, RFIC 126 (1998), σελ. 5-40, τον οποίο ακολουθεί και η Bussi, S., “La monetazione di Aristonico”, RIN 98 (1997), σελ. 110.
2. Στράβων 14.1.38. Για τη χρονολόγηση βλ. Cardinali, G., “La morte di Attalo III e la rivolta di Aristonico”, Saggi di Storia antica edi Archeologia offerti a G. Beloch (Roma 1910), σελ. 285 και Gruen, Ε., The Hellenistic World and The Coming of Rome (Berkeley 1984), σελ. 595, σημ. 100, τους οποίους ακολουθεί το σύνολο σχεδόν των μελετητών. Αντίθετη άποψη έχουν η Sherwin-White, A.N., Roman Foreign Policy in the East, 168 B.C. to A.D. 1 (London 1984), σελ. 83, σημ. 97, που τοποθετεί το θάνατο του βασιλιά το Σεπτέμβριο του 134 μ.Χ. και ο Carcopino, J., Autour des Graccques² (Paris 1967), σελ. 34-38, ο οποίος προτιμά μια ημερομηνία στα τέλη του καλοκαιριού του 133 μ.Χ., μετά τη δολοφονία του Τιβερίου Γράκχου.
3. Οι γραπτές πηγές, κατά κύριο λόγο Λατίνοι συγγραφείς, αναφέρονται άμεσα στη διαθήκη του βασιλιά, για την οποία πάντως δε γίνεται καθόλου λόγος στις επιγραφικές πηγές. Βλ. Αππ., Μιθριδ. 62 (ο Σύλλας αναφέρεται στη διαθήκη ενώπιον των αντιπροσώπων των πόλεων στην Έφεσο)· Titus Livius, Periochae 58-59· Florus I.35· Velleius Paterculus, Hist. Rom. II.4· Justin., Hist. Univ. XXXVII.4. Την αυθεντικότητα της διαθήκης απέρριψε αρκετά χρόνια αργότερα ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ του Πόντου (Sallustius, Historiae IV.69 M). Βλ. Raditsa, L., “The Historical Context of Mithridates’ Description of the Status of Asia in Sallust’s Letter of Mithridates”, Helikon 9-10 (1969-1970), σελ. 689-694. Σύμφωνα με το Will, E., Histoire politique du monde hellénistique² Ι (Paris 1984), σελ. 418, ο βασιλιάς πρέπει να συνέταξε τη διαθήκη μόλις άρχισε η βασιλεία του. Κατά μία άποψη, ο λόγος ήταν να αποφύγει να καταλήξει το βασίλειο στα χέρια του Αριστονίκου: Frankfort-Liebmann, T., “Valeur juridique et signification politique des testaments faits par les rois hellénistiques en faveur des romains”, RIDA 13 (1966), σελ. 73-94 και Carrata-Thomas, F., La rivolta di Aristonico e le origini della provincia d’Asia (Turin 1968), σελ. 30-35.
4. OGIS 338, μαζί με την ανάλυση από τον Delplace, C., “Le contenu social et économique du soulèvement d’Aristonicos: opposition entre riches et pauvres?”, Athenaeum 56 (1978), σελ. 21-28. Εκεί δίνονται και οι πληροφορίες αναφορικά με την απόδοση της ελευθερίας στην πόλη. Για τις άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας η ύπαρξη όρου για την απόδοση της ελευθερίας στη διαθήκη του βασιλιά συνάγεται από την επιτομή του Τίτου Λιβίου (Titus Livius, Periochae 58), αλλά και από τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν στον Αριστόνικο: Vavrinek, V., La révolte d’Aristonicos (Praha 1957), σελ. 55· Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 101. Σύμφωνα με τον Bernhard, R.,
Polis und römische Herrschaft in der späten republik (149-31 v. Chr.) (Berlin 1985), σελ. 285-294, δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να συνηγορεί στο ότι η διαθήκη απέδιδε ελευθερία σε όλες τις πόλεις. Εξίσου σκεπτικοί είναι η Hansen, E .V., The Attalids of Pergamon² (Ithaca 1971), σελ. 149, και ο Brun, P., “Les
cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-Chr. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 27, οι οποίοι κάνουν λόγο μόνο για την ελευθερία της Περγάμου. Πρβλ. όμως την περίπτωση της Εφέσου, στην οποία το έτος 133 π.Χ. σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής: Rigsby, K., “The Era of the Province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47 και κυρίως Adams, J.P., “Aristonicos and Cistophoroi”, Historia 29 (1980), σελ. 311-314. Πάντως, αναφέρεται ως ενδεχόμενο η ανακήρυξη της ελευθερίας των πόλεων να έγινε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο, σε μια προσπάθεια να προσεταιριστούν οι Ρωμαίοι συμμάχους στα αρχικά στάδια του πολέμου: Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 483.
5. Κάτι τέτοιο συνάγεται από τις νομισματικές πηγές που αναφέρονται παρακάτω (βλ. σημ. 28). Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η εξέγερση ξεκίνησε ενώ ο Άτταλος Γ΄ ήταν ακόμη ζωντανός: Hopp, J., Untersuchungen zur Geschichte der letzen Attaliden (München 1977), σελ. 121-125. Κάτι τέτοιο όμως δε συνάγεται από το κείμενο του Στράβωνα (14.1.38), όπου ρητά αναφέρεται ότι η ανακήρυξη έγινε μετά το θάνατο του Αττάλου. Μάλιστα, ο Sartre, M., L’Anatolie hellénistique de l’Égée au Caucase (Paris 2003), σελ. 209, αναφέρει, κάπως υπερβολικά, ότι η ανακήρυξη του Αριστονίκου σε βασιλιά έγινε την ίδια ημέρα του θανάτου του Αττάλου Γ΄.
6. Αναγνωρίζεται ότι έχει βασιλικό αίμα από τους Florus 1.35· Orosius, Hist. V.10.1· Justin., Hist. Univ. XXXVII.4· Sallustius, Historiae IV.69 M· Eutropius IV.20.
Ο Στράβων, 14.1.38, και ο Titus Livius, Periochae 58-59, δεν παίρνουν θέση, ενώ ο Πλούταρχος, Φλαμ. 21.10, αναφέρει ότι ήταν γιος ενός τραγουδιστή και μουσικού. Σφετεριστής θεωρείται και από το Velleius Paterculus, Hist. Rom. II.4. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, 35.2.26, αναφέρει ότι διεκδίκησε μια βασιλεία που δεν του ανήκε.
7. Διόδ. Σ. 34.3.
8. Ο Αριστόνικος στη Θράκη: Potter, D.S., “Where Did Aristonicus’ Revolt Begin?”, ZPE 74 (1988), σελ. 293-295· Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 484. Αντίθετη άποψη έχει διατυπώσει πάντως ο Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 99, σημ. 11.
9. Αυτό συνάγεται από το επίγραμμα προς τιμήν της Αθηνάς που δημοσιεύει ο Hiller von Gaertigen, F., Historische griechische Epigramme (Bonn 1926), αρ. 111, όπου γίνεται λόγος για την έλευση του πολυπληθούς στρατού του Αριστονίκου. Η Πέργαμος προφανώς δεν ελεγχόταν από τον Αριστόνικο στα τέλη του 133 π.Χ., όταν εκδόθηκε το περίφημο ψήφισμα OGIS 338. Αντίστοιχα, η πόλη ήταν ελεύθερη το 132 π.Χ., όταν πέθανε και τάφηκε εκεί ένας από τους πέντε Ρωμαίους πρέσβεις (legati), ο P. Scipion Nasica: IGR IV, 1681. Επίσης, πολύ σωστά τονίζεται από το Vavrinek, V., “Aristonicus of Pergamum: Pretender to the Throne or Leader of a Slave Revolt ?”, Eirene 13 (1975), σελ. 118, το γεγονός ότι ο Αριστόνικος δε διέθετε το βασιλικό θησαυρό των Ατταλιδών, ο οποίος έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το 131 π.Χ. (βλ. σημ. 25).
10. OGIS 338. Βλ. Vavrinek, V., La révolte d’Aristonicos (Praha 1957), σελ. 16-20. Καθόλου πειστική δεν είναι η προσπάθεια του Rigsby, K., “Provincia Asia”, TAPhA 118 (1988), σελ. 130-131, να αποδώσει το ψήφισμα σε άλλη πόλη και να το χρονολογήσει μετά τον πόλεμο.
11. Σύμφωνα με τους Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989, γαλλική μετάφραση του πρωτοτύπου The Social
and Economic History of the Hellenistic World, Oxford 1941), σελ. 570 και 1138, σημ. 79 και Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 484, ο «στόλος της Εφέσου» δεν αποτελεί ανεξάρτητη ναυτική δύναμη της πόλης, αλλά μάλλον ένα τμήμα του βασιλικού ατταλιδικού στόλου.
12. Brun, P., “Les cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-C. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 28-29.
13. Πρβλ. Παράθεμα Α´. Για την πιθανή κατάληψη της Ελαίας βλ. Robert, L., Documents d’Asie Mineure (Paris 1987), σελ. 477-484.
14. Στράβ. 14.1.38· Αππ., Μιθριδ. 62.
15. Coarelli, F., “Aristonico”, στο Virgilio, B. (επιμ.), Studi Ellenistici XVI (2005), σελ. 217-218.
16. Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 102.
17. Η Έφεσος αντιστάθηκε ήδη στην αρχή του πολέμου: Στράβων 14.1.38. Πέργαμος: βλ. παραπάνω σημ. 9. Η Σμύρνη απειλήθηκε, αλλά διέφυγε τον κίνδυνο και τάχθηκε με τους Ρωμαίους. Η Αλικαρνασσός στάθηκε στο πλευρό των Ρωμαίων: βλ. την επιγραφή που σχολιάζει ο Migeotte, L., Les souscriptions publiques en Grèce ancienne (Paris 1992), αρ. 78.
18. Πλούτ., Τ. Γράκχ. 14.2· Titus Livius, Periochae 58.
19. Η χρονολόγηση συνάγεται χωρίς αμφιβολία από το αντίγραφο του Senatus Consultum Popillianum (de Pergamensis), το οποίο έχει βρεθεί στην Πέργαμο: OGIS 435. Εκεί αναφέρεται ο ύπατος του 132 π.Χ., ο Poplius Popilius Laenas, σύμφωνα με τη νέα ανάγνωση του κειμένου από το Wörrle, M., “Pergamon um 133 v. Chr.”, Chiron 30 (2000), σελ. 566-568. Ένα πολύ αποσπασματικό αντίγραφο του ίδιου διατάγματος ενδέχεται να περιέχεται και στην επιγραφή OGIS 436: βλ. Drew-Bear, T., “Three Senatus Consulta concerning the Province of Asia”, Historia 21 (1972), σελ. 75-87.
20. Τις στρατιωτικές δικαιοδοσίες των πρέσβεων αναδεικνύει ο Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 482 και 484, βασισμένος στην επιγραφή της Μητρόπολης. Ενδέχεται οι πρέσβεις να είχαν μαζί τους στρατεύματα από την επαρχία της Μακεδονίας. Ίσως και ο ίδιος ο κυβερνήτης της Μακεδονίας, ο M. Cosconius, να πήρε μέρος στις εχθροπραξίες, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι τιμάται σε επιγραφή από τις Ερυθρές: Engelmann, H. – Merkelbach, R., Die Inschriften von Erythrai und Klazomenai, I. 1-200 (IK 1, Bonn 1972), αρ. 48. Βλ. επίσης Schleussner, B., «Die Gesandtschaftsreise P. Scipio Nasicas im Jahr 133/2 v.Chr. und die Provinzialisierung des
Königreichs Pergamon», Chiron 6 (1976), σελ. 106. Αντίθετα, ο Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 106-107 και ο Mileta, C., “Eumenes III und die Sklaven. Neue Überlegungen zum Charakter des Aristonikosaufstandes”, Klio 80 (1998), σελ. 58-59, υπογραμμίζουν τον αυστηρά διπλωματικό χαρακτήρα της αποστολής.
21. Για τον τάφο του Scipio βλ. την επιγραφή IGR IV 1681 και Schleussner, B., “Die Gesandtschaftsreise P. Scipio Nasicas im Jahr 133/2 v.Chr. und die Provinzialisierung des Königreichs Pergamon”, Chiron 6 (1976), σελ. 97-111· Tuchelt, K., “Das Grabmal des Scipio Nasica in Pergamon”, IstMitt 29 (1979), σελ. 309-319. Ενδέχεται η πρεσβεία να είχε ξεκινήσει από τη Ρώμη ήδη το 133 π.Χ. (πριν από την αποδοχή της διαθήκης) και να παρέμεινε στην Ασία έως
το Μάιο του 132 π.Χ.: Jones, C., “Events surrounding the bequest of Pergamon to Rome and the Revolt of Aristonicos: new inscriptions from Metropolis”, JRA 17 (2004), σελ. 482.
22. Πλούτ., Τ. Γράκχ. 20.4.
23. Cic., Phil. 11.18. Βλ. Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 107.
24. Με βάση τις ιστορικές και επιγραφικές πηγές, ο στόλος αποτελούνταν από ελληνικά πλοία: έστειλε σίγουρα η Αλικαρνασσός [Migeotte, L., Les souscriptions publiques en Grèce ancienne (Paris 1992), αρ. 78] και πιθανότατα και το Βυζάντιο (Tacitus, Annales XII.62).
25. Ο θάνατος του υπάτου, γεγονός αρκετά σημαντικό από μόνο του, αποτελεί αντικείμενο πληθώρας πηγών, που μάλλον ανάγονται στο Frontinus, Stratagemata 4.5.16· Gell. I.13.11· Justin., Hist. Univ. 37.1.2· Στράβων 14.1.38· Orosius V.10.3· Valerius Maximus III.2.12. Ο Crassus τάφηκε στη Σμύρνη: Eutropius IV.20. Το ενδιαφέρον του υπάτου για τη λεία αναδεικνύεται κυρίως από τον Justin., Hist. Univ. 36.4.8. Σύμφωνα με τον Coarelli, F., “Aristonico”, στο
Virgilio, B. (επιμ.), Studi Ellenistici XVI (2005), σελ. 215, το αρνητικό αυτό στοιχείο οφείλεται σε πρoπαγάνδα εχθρική προς τους Γράκχους, των οποίων υπήρξε σύμμαχος ο ύπατος.
26. Αρχικά, οι μελετητές υποστήριζαν ότι πρόκειται για τη Στρατονίκεια του Καΐκου: βλ. Niese, B., Geschichte des griechischen und makedonischen Staaten III (Gotha 1903),σελ. 369· RE 2 (1893), στήλ. 964, βλ. λ. “Aristonikos” (F. Wilcken)· Broughton, T.R.S., “Stratonicea and Aristonicus”, CPh 29 (1934), σελ. 252-254· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor I (Princeton 1950), σελ. 153, σημ. 21 και Hansen, E .V., The Attalids of Pergamon² (Ithaca 1971), σελ. 147.
Αντίθετη άποψη, υπέρ της Στρατονίκειας της Καρίας, εξέφρασαν οι Foucart, P., La formation de la province romaine d’Asie (Paris 1903), σελ. 297-339· Chapot, V., La province préconsulaire d’Asie (Paris 1904), σελ. 81 και Cardinali, G., “La morte di Attalo III e la rivolta di Aristonico”, Saggi di Storia antica edi Archeologia offerti a G. Beloch (Roma 1910), σελ. 309, σημ. 2. Υπέρ της Στρατονίκειας του Καΐκου εκφράστηκε εκ νέου ο Robert, L., Villes d’Asie Mineure²
(Paris 1962), σελ. 261-268, με βάση το νομισματικό υλικό που ανέδειξε ο Robinson, E.G., “Cistophori in the name of King Eumenes”, NC 6e série XIV (1954), σελ. 1-8. Έκτοτε η εκδοχή αυτή γίνεται ευρύτατα αποδεκτή. Πρόσφατα όμως, ο Coarelli, F., “Aristonico”, στo Virgilio, B. (επιμ.), Studi Ellenistici XVI (2005), σελ. 227-229, επανήλθε στη Στρατονίκεια της Καρίας, λόγω του ότι αρκετές επιχειρήσεις του πολέμου έλαβαν χώρα στην Καρία.
27. Για τη συνέχεια των επιχειρήσεων μετά τη σύλληψη του Αριστονίκου βλ. Sherwin-White, A.N., “Roman Involvement in Anatolia 167-88 B.C.”, JRS 77 (1977), σελ. 62-75 και Briant, P. – Brun, P. – Varinlioğlu, E., “Une inscription inédite de Carie et la guerre d’Aristonicos”, στο Bresson, A. – Descat, R. (επιμ.), Les cités d’Asie Mineure occidentale au IIe siècle (Bordeaux 2001), σελ. 241-259. Δηλητηρίαση του νερού στα πηγάδια: Florus 1.35.7.
28. Στράβ. 14.1.38· Velleius Paterculus 2.4.1. Η τελευταία εκδοχή απορρίπτεται από το Magie, D., Roman Rule in Asia Minor II (Princeton 1950), σελ. 1042, σημ. 25. Μια επιγραφή από την Κασσώπη της Ηπείρου τιμά μια ομάδα μισθοφόρων, οι οποίοι συνόδευσαν δέσμιο τον Αριστόνικο στη Ρώμη: Merkelbach, R., “Epirotische Hilfstruppen im Krieg der Römer gegen Aristonicos”, ZPE 87 (1991), σελ. 132.
29. Ο πρώτος που αναγνώρισε τη νομισματοκοπεία του Αριστoνίκου σε κιστοφορικά νομίσματα στο όνομα Ευμένης ήταν ο Robinson, E.G., “Cistophori in the name of King Eumenes”, NC 6e série XIV (1954), σελ. 1-8. Βλ. επίσης Kleiner, F.S. – Noe, P., The Early Cistophoric Coinage (Numismatic Studies 14, New York 1977), σελ. 103-106, πίν. XXXVIII· Kampman, M., “Aristonicos à Thyatire”, RN 6e série XX (1978), 38-42· Adams, J.P., “Aristonicos and Cistophoroi”, Historia 29 (1980), σελ. 302-314· Sanchez-Léon, M.L., “Aristonicos: basileus Eumenes III”, Hispania Antiqua 87 (1986), σελ. 135-157· Bussi, S., “La monetazione di Aristonico”, RIN 98 (1997), σελ. 107-122.
30. Η απόδοση μιας σειράς από κοπές που φέρουν τα σημεία ΒΑ / ΣΥ / ΑΡ αποδόθηκαν από το Franke, P.R., Sylloge Nummorum Graecorum Sammlung von
Aulock 14 (Berlin 1967), αρ. 6670 και τον Kraay, C.M., Greek Coins and History (London 1969), σελ. 7 στην πρώτη χρονιά της δραστηριότητας του Αριστονίκου, πριν λάβει το δυναστικό όνομα Ευμένης, όταν το νομισματοκοπείο του ήταν στα Σύνναδα. Η άποψη αυτή καταρρίφθηκε με πειστικά επιχειρήματα από τον Kienast, D., “Ein Silbermünze aus der Zeit des Atistonikoskrieges”, Historia 25 (1977), σελ. 250-252, και τον Adams, J.P., “Aristonicos
and Cistophoroi”, Historia 29 (1980), σελ. 304-308.
31. Bussi, S., “ La monetazione di Aristonico”, RIN 98 (1997), σελ. 122. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η πρώτη χρονιά της βασιλείας του Αριστονίκου διήρκεσε για σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς η αρχή της χρονιάς με βάση το ημερολόγιο των Ατταλιδών τοποθετείται στον Οκτώβριο [Samuel, A.E., Greek and Roman Chronology (München 1972), σελ. 125-127 και 174-176]. Αντίθετη άποψη έχουν οι Kampman, M., “Aristonicos à Thyatire”, RN 6e série XX (1978), σελ. 38-42 και Sanchez Léon, M.L., “Aristonicos: basileus Eumenes III”, Hispania Antiqua 87 (1986), σελ. 135-157, σύμφωνα με τους οποίους ο Αριστόνικος
έκοψε νόμισμα ήδη από την πρώτη χρονιά της βασιλείας του στα Θυάτειρα. Κάτι τέτοιο όμως έρχεται σε αντίθεση με τη διήγηση του Στράβωνα, σύμφωνα με την οποία η κατάληψη των Θυατείρων έγινε σε σχετικά προχωρημένο στάδιο της εξέγερσης.
32. Βλ. κυρίως Wilcken, F., “Aristonikos”, στο RE II (1896), στήλες 962-964· Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989, μτφρ. The Social and Economic History of the Hellenistic World, Oxford 1941), σελ. 569-574· Vavrinek, V., La révolte d’Aristonicos (Praha 1957)· Vogt, J., Ancient Slavery and the Ideal of Man (Oxford 1974), σελ. 69-73 και 93-102· Mossé, C., “Les utopies égalitaires à l’époque hellénistique”, RH 241 (1969), σελ. 297-308· Hansen, E .V., The Attalids of Pergamon² (Ithaca 1971) σελ. 150· Delplace, C., “Le contenu social et économique du soulèvement d’Aristonicos: opposition entre riches et pauvres?”, Athenaeum 56 (1978), σελ. 20-53· Basile, M., “Le città greche di Aristonico”, Seia 2 (1985), σελ. 104-116.
33. Διόδ. Σ. 34-35.2.26. Ο Bücher, K., Die Aufstände der unfreien Arbeiter 143-129 v. Chr. (Frankfurt-am Main 1874), είναι ο πρώτος σύγχρονος μελετητής ο οποίος κατέταξε την εξέγερση του Αριστονίκου μαζί με τους μεγάλους πολέμους των δούλων που συγκλόνισαν τη Σικελία και την Ιταλία στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Είναι πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον το σχόλιο του Brun, P., “Les cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-C. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 31, σχετικά με την απουσία στις ρωμαϊκές πηγές της παραμικρής αναφοράς σε δούλους. Αντίθετα, γίνεται λόγος για τον «πόλεμο της Ασίας» μεταξύ ενός βασιλιά και της Ρώμης και των συμμάχων της.
34. Η άποψη του Tarn, W.W., “Alexander the Great and the Unity of Mankind”, Proceedings of the British Academy 19 (1933), σελ. 141-166, σύμφωνα με την οποία ο Αριστόνικος και οι υποστηρικτές του εμπνέονταν από το «στωικό» ουτοπικό μυθιστόρημα του φιλοσόφου Ιαμβούλου για την πόλη της ισότητας, την Ηλιόπολη, έχει πλέον καταρριφθεί: βλ. Bömer, F., Untersuchungen über die Religion der Sklaven in Griechenland und Rom, Teil III: Die wichtigsten Kulte der griechischen Welt (Mainz 1961), σελ. 396 κ.ε. και Finley, M.I. – Finley, M., “Utopianism Ancient and Modern”, στο The Use and Abuse of History (London 1975), σελ. 178-192. Η σύνδεση μεταξύ του ήλιου και της κοινωνικής δικαιοσύνης απαντά τόσο στις ανατολικές θρησκείες, όσο και στις ελληνικές στωικές θεωρίες. Βλ. γενικά Mossé, C., “Les utopies égalitaires à l’époque hellénistique”, RH 241 (1969), σελ. 297-308 και Η Τυραννία στην Αρχαία Ελλάδα (Αθήνα 1989), σελ. 205-213: «ο Αριστόνικος ή ο τύραννος του Ηλίου». Για το ρόλο του Βλοσσίου της Κύμης βλ. Dudley, D.R., “Blossius of Cumae”, JRS 31 (1941), σελ. 94-99. Αντίθετα, ο Africa, Th.W., “Aristonicus, Blossius of Cume and the City of Sun”, International Review of Social History 6 (1961), σελ. 110-124, θεωρεί την παρουσία του Βλοσσίου δευτερεύον στοιχείο. Στον αντίποδα, ο Cizek, E., “L’esprit militant des Stoïciens et le premier état communiste de l’histoire”, Latomus 65 (2006), σελ. 49-61, φτάνει στα όρια της υπερβολής, θεωρώντας τον Αριστόνικο και το Βλόσσιο τους πρώτους κομμουνιστές της ιστορίας.
35. Εξεγέρσεις δούλων στη Σικελία, τη Δήλο και την Αθήνα, αντίσταση στους Ρωμαίους στη Μακεδονία και αποτυχία των Σελευκιδών να ανασυνταχθούν.
36. Λανθασμένη είναι η άποψη του Cardinali, G., “La morte di Attalo III e la rivolta di Aristonico”, Saggi di Storia antica edi Archeologia offerti a G. Beloch (Roma 1910), σελ. 269-320, ότι η εξέγερση των δούλων είχε ξεκινήσει στην Πέργαμο πριν από το θάνατο του Αττάλου και ο Αριστόνικος απλώς τέθηκε επικεφαλής της.
37. Σημαντικό στοιχείο της οπτικής αυτής αποτελεί η αναφορά σε ψήφισμα της Κλάρου, μιας Δούλων Πόλεως, στα περίχωρα της Κολοφώνος, η οποία αντιστάθηκε πολεμικά στην ανακατάληψή της από τους Κολοφωνίους, αρκετά μετά το τέλος της εξέγερσης: Robert, J. – Robert, L., Claros I. Décrets hellénistiques (Paris 1989), αρ. 1. Η θέση αυτή αναπτύχθηκε και από τους Paradiso, A., “La città degli sciavi”, στο Forme di dipendenza nel mondo greco (Bari
1991), σελ. 131-136 και Iordanov, S., “Doulopolis. Sur l’origine d’une image mythologique”, Dialogues d’Histoire Ancienne 19 (1993), σελ. 173-190. Την εξίσωση μεταξύ της Δούλων Πόλεως και των υποστηρικτών του Αριστονίκου έχει απορρίψει ο Ferrary, J.-L., “Rome et les cités grecques d’Asie Mineure au IIe siècle”, στο Bresson, A. – Descat, R. (επιμ.), Les cités d’Asie Mineure occidentale au IIe siècle (Bordeaux 2001), σελ. 99.
38. Bömer, F., Untersuchungen über die Religion der Sklaven in Griechenland und Rom, Teil III: Die wichtigsten Kulte der griechischen Welt (Mainz 1961), σελ. 396 κ.ε.· Africa, T.W., “Aristonicus, Blossius oc Cume and the City of Sun”, International Review of Social History 6 (1961), σελ. 110-124· Dumont, J.-C.,
“À propos d’Aristonicos”, Eirene 5 (1966), σελ. 189-196 (ο οποίος απορρίπτει εντελώς τον κοινωνικό χαρακτήρα της εξέγερσης). Carrata-Thomas, F., La rivolta di Aristonico e le origini della provincia d’Asia (Turin 1968)· Rubinsohn, W.Z., “The Bellum Asiaticum. A Reconsideration”, Storia Antica. Istituto Lombardo 107 (1973), σελ. 561-562· Will, E., Histoire politique du monde hellénistique² Ι (Paris 1984), σελ. 422-423· Rigsby, K., “Provincia Asia”, TAPhA 118 (1988), σελ. 124-125· Kallet-Marx, R., From Hegemony to Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C. (Berkeley 1995), σελ. 99-100 και Sartre, M., L’Anatolie hellénistique de l’Égée au Caucase (Paris 2003), σελ. 209-210. Ανάλογες απόψεις είχαν εκφράσει και παλιότερα τόσο ο Foucart, P., La formation de la province romaine d’Asie (Paris 1903), σελ. 297 κ.ε., όσο και ο Magie, D., Roman Rule in Asia Minor I (Princeton 1950), σελ. 30 κ.ε.
39. Collins, F., “The Macedonians and the Revolt of Aristonicus”, AncW 3 (1980), σελ. 83-87· Sanchez-Leon, M.L., “Les colonies militaires de Lydie et la révolte d’Aristonicos”, Index 20 (1992), σελ. 195-213· Ferrary, J.-L., “Rome et les cités grecques d’Asie Mineure au IIe siècle”, στο Bresson, A. – Descat, R. (επιμ.), Les cités d’Asie Mineure occidentale au IIe siècle (Bordeaux 2001), σελ. 94.
40. Βλ. τις μελέτες που αναφέρονται στη σημ. 37.
41. Το στοιχείο αυτό τονίζεται σωστά από τους Mileta, C., “Eumenes III und die Sklaven. Neue Überlegungen zum Charakter des Aristonikosaufstandes”, Klio 80 (1998), σελ. 57-58 και Coarelli, F., “Aristonico”, στο Virgilio, B. (επιμ.), Studi Ellenistici XVI (2005), σελ. 220-221, οι οποίοι υπερασπίζονται επιτυχώς την αληθοφάνεια και την ιστορική εγκυρότητα της αφήγησης του Στράβωνα. Ήδη ο Vogt, J., Ancient Slavery and the Ideal of Man (Oxford 1974), σελ. 98, σημ. 18, σημείωσε ότι η χρήση του ρήματος «κατακεκλημένων» από το Στράβωνα (14.1.38), όσον αφορά το κάλεσμα του Αριστονίκου προς τους φτωχούς και τους δούλους περιγράφει μια πράξη του παρελθόντος, υπονοώντας ότι το κοινωνικό περιεχόμενο της εξέγερσης ήταν παρόν ήδη από τα αρχικά, προ της ναυμαχίας, της Εφέσου στάδια.
42. Η Φώκαια ενδεχομένως να συντάχθηκε με τον Αριστόνικο λόγω εχθρότητας με τη Ρώμη, καθώς είχε υποστεί σκληρή μεταχείριση στα χέρια του ρωμαϊκού στρατού το 190 π.Χ., κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Αντίοχο: Titus Livius 32.1-14· Brun, P., “Les cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-Chr. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 42.43. Η δράση των ελληνικών πόλεων καθοδηγείται περισσότερο από πολιτικά κριτήρια, όπως απέδειξε και ο Brun, P., “Les cités grecques et la guerre: l’exemple de la guerre d’Aristonicos”, στο Couvenches, J.-C. – Fernoux, H.-L. (επιμ.), Les cités grecques et la guerre en Asie Mineure à l’époque hellénistique, Actes de la journée d’études de Lyon, 10 octobre 2003 (Tours 2004), σελ. 40-44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου