Πελοποννησιακός Πόλεμος -Η δημηγορία του βασιλιά Αρχίδαμου
Η δημηγορία του Αρχίδαμου είναι από τις πιο αποκαλυπτικές και υποβλητικές στην Ιστορία, αλλά έχει δύο σημεία με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Το πρώτο είναι η πεποίθηση του γηραιού Σπαρτιάτη βασιλιά ότι η Σπάρτη δεν μπορούσε να νικήσει. Οι λόγοι που τον οδηγούν στην άποψη αυτή είναι ο μεγάλος πλούτος της Αθήνας, η έκταση της ηγεμονίας της και η ναυτική και εμπορική της οικονομίας. Στην πραγματικότητα μιλάει για αδυναμίες των ηπειρωτικών σε αντίθεση με τις θαλάσσιες δυνάμεις με τον τρόπο που ο ίδιος ο Θουκυδίδης μιλάει στην Αρχαιολογία. Έτσι συμπεραίνει ότι, αν η Σπάρτη ακολουθούσε την παραδοσιακή της στρατηγική της εισβολής στο εχθρικό έδαφος με τις υπέρτερες χερσαίες δυνάμεις της, τίποτα δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Η Αθήνα, ασφαλής πίσω από τα τείχη της, θα αντιστεκόταν απεριόριστα και ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για μια γενιά. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά του Θουκυδίδη σε μια σημαντική γραμμή σκέψης στην Ιστορία. Όταν ο Περικλής στην πρώτη του δημηγορία εκθέτει την αντίληψή του για την αθηναϊκή στρατηγική, στην ουσία επαναλαμβάνει αυτό που λέει εδώ ο Αρχίδαμος. Ο μεγάλος πολιτικός υποστήριξε ότι παραδίδοντας την Αττική τους εισβολείς αλλά διατηρώντας ταυτόχρονα άθικτη την ηγεμονία, η Αθήνα δεν ήταν δυνατόν να νικηθεί. Αντίθετα, ο εχθρός γρήγορα θα εξαντλούνταν από τις μάταιες προσπάθειές του και ακόμη πιο πολύ επειδή η Αθήνα θα έσπευδε στο μεταξύ και θα διασπούσε την Πελοπόννησο από τη θάλασσα. Η Αθήνα, έχοντας δημιουργήσει με το ναυτικό της μια εκτεταμένη εμπορική δύναμη, είχε γίνει, κατά την άποψη του Περικλή (που ήταν επίσης γνώμη του Θουκυδίδη), απρόσβλητη από τα όπλα που είχαν δώσει παλιότερα στη Σπάρτη τη θέση της. Ο λόγος για τον οποίο ήταν επιτυχής η στρατηγική της εισβολής – και ο λόγος για τον οποίο ο βαριά οπλισμένος οπλίτης δημιουργήθηκε για να πολεμά στις εύφορες ελληνικές κοιλάδες – ήταν ότι οι περισσότερες ελληνικές πόλεις εξαρτιόνταν από τις ντόπιες συγκομιδές. Όταν λοιπόν η Αθήνα έγινε ανεξάρτητη από τις συγκομιδές της, μια νέα εποχή βασισμένη σε ένα νέο είδος δύναμης είχε αρχίσει. Το στοιχείο αυτό εξηγεί την επιμονή του Θουκυδίδη, στην Αρχαιολογία, στη ναυτική και υλική ανάπτυξη της Ελλάδας. Εξηγεί επίσης την αυτοπεποίθηση του Περικλή καθώς αντιμετώπιζε τον πόλεμο και την απαισιοδοξία του Αρχίδαμου σ’ αυτήν εδώ τη δημηγορία. Για το Θουκυδίδη, η εκτίμησή του ήταν σωστή. Η Αθήνα, με καλή ηγεσία, ήταν απρόσβλητη από τους εχθρούς της και θα έπρεπε να κερδίσει τον πόλεμο εύκολα.
Ο Αρχίδαμος λοιπόν προτρέπει τους Σπαρτιάτες να περιμένουν ώσπου να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν την οικονομίας τους, ίσως με εξωτερική βοήθεια (δηλαδή περσική). Στο μεταξύ, συνεχίζει, η δύναμη της Σπάρτης θα έγκειται, όπως πάντα, στον πειθαρχημένο τρόπο ζωής. Αυτό το δεύτερο βασικό σημείο της ομιλίας του δεν είναι για την Ιστορία λιγότερο θεμελιώδες από το πρώτο. Η δικαιολόγηση του σπαρτιατικού τρόπου θεώρησης των πραγμάτων που επιχειρεί ο Αρχίδαμος είναι εκ πρώτης όψεως μια αντίκρουση των επικρίσεων που είχαν διατυπώσει προηγουμένως οι Κορίνθιοι, αλλά μέσα στο ευρύτερο σχέδιο του έργου στέκει σαν αντίβαρο στη μεγαλειώδη ανάλυση του αθηναϊκού φιλελευθερισμού που γίνεται στον Επιτάφιο. Η πειθαρχημένη δύναμη της Σπάρτης, όπως και η οικονομικής της αδυναμίας, είχε υποδηλωθεί, όπως είδαμε, στην Αρχαιολογία. Ένα μοτίβο που διατρέχει το έργο ως το τέλος του, αποτελώντας μια σταθερή αντίθεση στην πολιτική αστάθεια που κόστισε στην Αθήνα τον πόλεμο.
Το σχετικό χωρίο από τη δημηγορία του Αρχίδαμου είναι το εξής: «Όσο για τη βραδύτητα και την αναβλητικότητα για τις οποίες μας κατηγορούν, δεν πρέπει τούτο να μας προκαλεί ντροπή, γιατί, αν τώρα βιαστείτε ν’ αρχίσετε πόλεμο, θ’ αργήσετε πολύ να τον τελειώσετε, αφού θα είστε απροετοίμαστοι. Και επιτέλους, μήπως η πολιτεία μας δεν είναι από πάντα ελεύθερη και δε χαίρει μεγάλης φήμης; Τούτο είναι απόδειξη μιας νηφάλιας σωφροσύνης (σωφροσύνη έμφρων), γιατί μόνο εμείς δε γινόμαστε υπερφίαλοι με τις επιτυχίες μας ούτε απελπιζόμαστε από τις αποτυχίες μας. Αν μερικοί προσπαθήσουν με επαίνους να μας εξωθήσουν, παρά τη θέλησή μας, σε επικίνδυνες περιπέτειες, δεν παρασυρόμαστε από τα ευχάριστα λόγια τους, κι αν θέλουν άλλοι να μας ερεθίσουν κατηγορώντας μας, δεν οργιζόμαστε και δεν αλλάζουμε γνώμη. Στην ευνομία μας χρωστούμε και στην πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με τη σωφροσύνη και η γενναιότητα με το αίσθημα της ντροπής. Έχουμε ευνομία επειδή η ανατροφή μας δεν είναι εκλεπτυσμένη ώστε να μας οδηγεί στο να περιφρονούμε τους νόμους. Είναι όσο χρειάζεται σκληρή για να μας κάνει να τους σεβόμαστε. Δεν είμαστε από εκείνους που επιδίδονται σε περιττά πράγματα και κρίνουν με παχιά μόνο λόγια τις πολεμικές προετοιμασίες του εχθρού, αλλά υστερούν πολύ τη στιγμή της δράσης. Πιστεύουμε, αντίθετα, πως οι άλλοι είναι εξίσου προνοητικοί όσο εμείς και ότι τις τροπές της τύχης δεν μπορεί κανείς να τις προβλέψει με τη λογική. Πάντα ετοιμαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε τους αντιπάλους μας πιστεύοντας πως κι αυτοί ενεργούν με σχέδιο μελετημένο. Πρέπει, λοιπόν, να μην εξαρτούμε τις ελπίδες μας από τα ενδεχόμενα λάθη των εχθρών μας, αλλά από κατάλληλα μέτρα που εμείς θα πάρουμε, κι ας μη νομίζουμε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο. Άριστος, όμως, είναι εκείνος που ανατρέφεται σκληρά και με πειθαρχία. Ας μην εγκαταλείψουμε, λοιπόν, όλες αυτές τις αρχές που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας, τις οποίες εφαρμόζουμε με όφελος»
John H. Finley, Θουκυδίδης, εκδόσεις Παπαδήμα, 1997https://feltor.wordpress.com/ 2012/02/11/311505/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου