Η πρώτη εφαρμογή διπλωματίας της πίστης στην Ελλάδα του 1830
Τον 14ο αιώνα, στο Βυζάντιο, αναπτύχθηκε μια πολεμική εναντίον του Ησυχασμού. Σε εκείνην την πολεμική εναντίον του Ησυχασμού, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ, ο οποίος είχε σπουδάσει στη σχολαστική Δύση και είχε αποκτήσει τόσα ακαδημαϊκά προσόντα, ώστε οι Βυζαντινοί του ανέθεσαν καθηγητική έδρα στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και τον διόρισαν εκπρόσωπο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συζητήσεις με τους Λατίνους σχετικά με την ένωση της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Ο Αθωνίτης μοναχός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, από την άλλη πλευρά, με τους λόγους, ή τριάδες, του Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, αντέκρουσε τόσο την πολεμική του Βαρλαάμ κατά του Ησυχασμού όσο και τις φιλοπαπικές θέσεις του Βαρλαάμ σχετικά με την ένωση των Εκκλησιών. Τις διδασκαλίες του Βαρλαάμ υποστήριξε και ένας παλαιός μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο Ακίνδυνος, ο οποίος στράφηκε εναντίον του Ησυχασμού και μάλιστα υπήρξε μεταφραστής της θεολογίας του Θωμά Ακινάτη στα ελληνικά.
Υπερασπιζόμενος τον Ησυχασμό, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδασκε ότι ο Θεός ως Ουσία υπερβαίνει κάθε κτιστή διάνοια, αλλά η θεία Χάρη (Ενέργεια) προικίζει τον άνθρωπο με μια «αίσθησιν του θείου», αίσθηση η οποία έχει δύο μορφές: αρχικά, την πίστη και, τελικά, όταν τελειούται, τη μυστική εμπειρία (αυτό που οι Ησυχαστές αποκαλούν θέα του ακτίστου Φωτός). Αυτή η πνευματική αίσθηση επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει αυτό που δεν μπορεί αντιληφθεί ούτε η απλή, βιολογική φυσική αίσθηση, ούτε η λογική του. Άρα, υπό το πρίσμα του Ησυχασμού, η Αλήθεια δεν γνωρίζεται ούτε δια του απλοϊκού εμπειρισμού, ούτε δια του ρασιοναλισμού, αλλά γνωρίζεται μεθεξιοκρατικά, δηλαδή δια της μετοχής στο μυστήριο του θείου τρόπου ύπαρξης, που περιλαμβάνει την άσκηση και την ελεημοσύνη. Έτσι, ο Θεός γίνεται αντιληπτός, όχι σαν έννοια, αλλά ως ο υπαρξιακός καθρέπτης του ανθρώπου.
Από την άλλη πλευρά, ο Βαρλαάμ, ο Ακίνδυνος και οι ομόφρονές τους, υπό την επιρροή της σχολαστικής Δύσης, δεν δέχονταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να μετάσχει κυριολεκτικά στις άκτιστες Ενέργειες του Θεού και γι’ αυτό δίδασκαν ότι ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό διανοητικά, δηλαδή δια λογικών αναγωγών, κατ’ αναλογία προς τη γνώση του φυσικού κόσμου. Ενώ για τους ησυχαστές, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό με το να γίνει ο ίδιος ο άνθρωπος θεός κατά Χάρη (και άρα μυστηριακά), οι αντίπαλοι του Ησυχασμού ισχυρίζονται ότι η Αλήθεια γνωρίζεται λογικά, δια συλλογισμών. Για τους ησυχαστές, λοιπόν, η κατ’ εξοχήν θεολογία είναι το μυστήριο της θέωσης του ανθρώπου, ενώ, για τους αντιπάλους τους, η θεολογία βασίζεται στη συλλογιστική εργασία και διέπεται από τους νόμους της λογικής. Οι δύο αυτοί δρόμοι δημιουργούν δύο ριζικά διαφορετικούς πολιτισμούς.
Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και ευρύτερα ο Ησυχασμός επικυρώθηκαν το 1341, πρώτα από τις Αρχές του Αγίου Όρους (Αθωνική Πολιτεία) και έπειτα από δύο Συνόδους, οι οποίες συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη και καταδίκασαν τον Βαρλαάμ. Σύντομα όμως, οι ησυχαστικές έριδες ξανάρχισαν, υποδαυλιζόμενες από τον Ακίνδυνο, ο οποίος πολεμούσε τον Ησυχασμό. Η Αυτοκράτειρα Άννα και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ’ ο επιλεγόμενος Καλέκας ήταν αντίθετοι προς τον Ησυχασμό και φυλάκισαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ο δε Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διέκοψε τη μνημόνευση (δηλαδή την εκκλησιαστική κοινωνία) του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’, καταγγέλλοντάς τον ως αιρετικό.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ’ έπαιξε ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Βυζάντιο την περίοδο 1341-1347 ως υποστηρικτής του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, οι οποίοι διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό Θρόνο του Βυζαντίου. Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός υποστήριζε τον Ησυχασμό, ενώ ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ήταν πνευματικώς εγγύτερα προς τη Δύση.
Το 1347, αφού προηγουμένως ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός είχε εισέλθει νικητής στην Κωνσταντινούπολη, μια νέα Σύνοδος επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου του 1341 υπέρ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Ησυχασμού, αφόρισε τον Ακίνδυνο και τους οπαδούς του και καθαίρεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’. Το 1348, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έγινε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1359. Ανακηρύχθηκε άγιος το 1368 από Σύνοδο την οποία συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος. Έτσι, με οριστικό τρόπο, ο βυζαντινός κόσμος επέλεξε να υπερασπιστεί τη δική του πνευματική ταυτότητα, τον Ησυχασμό, αποκρούοντας τις πολιτιστικές επιθέσεις της σχολαστικής Δύσης και καθιστώντας σαφή τη διάκριση μεταξύ του Ησυχασμού και του Σχολαστικισμού.
Ο αληθινός ησυχαστής πρέπει να υπερβεί τους περιορισμούς που του θέτει ο ντετερμινιστικός φυσικός κόσμος (αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της ησυχαστικής ασκητικής), προκειμένου να έρθει σε επαφή και να ταυτισθεί με τη μη ντετερμινιστική Δύναμη του Θεού, αντιλαμβανόμενος τον Θεό ως Ελευθερία. Η πρόσβαση στη μη ντετερμινιστική, υπερ-λογική Βασιλεία της Χάρης εξασφαλίζεται μέσω της ‘πύλης’ που ονομάζεται ψυχή. Για τους ησυχαστές, η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι μια αθάνατη ουσία μέσα στον άνθρωπο, αλλά είναι ο προσωπικός φορέας του φαινομένου της ζωής, δηλαδή η ψυχή μπορεί (είναι ελεύθερη) να πεθάνει (πνευματικός θάνατος) ή να ζήσει και μάλιστα να θεωθεί, ανάλογα με τη χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Τίποτε στην απόκρυφη πνευματικότητα του Ησυχασμού δεν λειτουργεί μηχανιστικά, αλλά τα πάντα βασίζονται στον θείο τρόπο ύπαρξης, δηλαδή στην ελευθερία. Εξ ου και οι ησυχαστές τονίζουν τη θεία Χάρη και όχι την αιτιότητα, ούτε τη λογική αναγκαιότητα, ούτε οποιαδήποτε δεοντολογία καθ’ εαυτή. Η Χάρη ενεργοποιείται και εφελκύεται μέσω της πίστης, της αγαθοεργίας και της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τη λογική της ανάγκης. «Ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα», όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 3:34.
Αριστερά: Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, ο οποίος αυτοκρατόρευσε από το 1347 μέχρι το 1354 και υπερασπίστηκε δυναμικά τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (δηλαδή την Ησυχαστική Κίνηση) απέναντι στους Δυτικούς αντιπάλους του και απέναντι στη Δυτικόφιλη μερίδα της βυζαντινής ελίτ, διαφυλάσσοντας την πνευματική ιδιοπροσωπία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεξιά: ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Η απόκρυφη φιλοσοφία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ανατολής φθάνει την ελευθερία σε τέτοια άκρα, ώστε μπορεί να διακρίνει ένα είδος πνευματικής αριστοκρατίας μέσα σε περιπτώσεις τρέλλας! Χαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης στην οποία η τρέλλα αναδεικνύεται σε πνευματική αριστοκρατία αποτελούν οι δια Χριστόν σαλοί άγιοι της Εκκλησίας, όπως οι ακόλουθοι: Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 28η Μαΐου), Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 21η Ιουλίου), Άγιος Θεόδωρος ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 25η Φεβρουαρίου), Άγιος Παύλος ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 6η Νοεμβρίου), Αγία Ισιδώρα η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 1η Μαΐου), Αγία Δόμνα η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 28η Δεκεμβρίου) και Αγία Ξένη η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 24η Ιανουαρίου). Η μωρία, ή τρέλλα, ή σαλότητα είναι μια μορφή άσκησης που εμφανίζεται στους κόλπους της Εκκλησίας από τον 4ο αιώνα και άκμασε ιδιαίτερα στο Βυζάντιο και στη Ρωσία. Η τρέλλα είναι η μάσκα που κρύβει τον χαρισματικό φορέα του Αγίου Πνεύματος. Η καρδιά του δια Χριστόν σαλού φλέγεται από τον θείο έρωτα. Ο δια Χριστόν σαλός έχει ανέλθει στην κορυφή της απάθειας. Κάθε ιδιοτελής λογισμός είναι πλέον για τον δια Χριστόν σαλό ανοησία και αντικείμενο περιφρόνησης, κάτι τελείως ξένο προς την αγία ατμόσφαιρα της θείας Χάρης στην οποία υπάρχει. Ο δια Χριστόν σαλός, ευρισκόμενος σε μια τέτοια χαριτωμένη και ένθεη κατάσταση, ζει μέσα στον κόσμο, μεταξύ των ανθρώπων, προσποιούμενος τον σαλό, δηλαδή τον τρελλό, τον ανισόρροπο, ακόμη και τον ‘δαιμονικό’ και, κρύβοντας τον πλούτο των αρετών του, αγωνίζεται για την πνευματική ωφέλεια των άλλων. Μέσα σε συνθήκες γενικής αντιπαράθεσης με τον κόσμο, μέσα στη γενική περιφρόνηση και τον κατατρεγμό του, ενεργεί θαυμαστά σημεία και γίνεται αιτία μετάνοιας (αλλαγής φρονημάτων) και σωτηρίας πολλών ανθρώπων. Ο δια Χριστόν σαλός εμπαίζει τον κόσμο και τις αξίες του κόσμου, προκαλεί τους ανθρώπους του κόσμου και τους δείχνει τα πραγματικά πρόσωπά τους στον καθρέπτη, πέρα από κάθε όριο κοινωνικών συμβάσεων και καθωσπρεπισμού, έχοντας, χάριτι Θεού, βγει έξω από τη λογική και το αξιακό σύστημα του κόσμου, και έτσι οδηγεί ψυχές στην αυτογνωσία και στην αληθινή ελευθερία του θείου τρόπου ύπαρξης.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για να δημιουργήσουν έναν «Νέο Ελληνισμό», άσχετο με τον κλασσικό αρχαίο Ελληνισμό και άσχετο με τον μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζάντιο) έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1830, αφού είχε προηγηθεί η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Πρωταγωνιστές εκείνου του σχεδίου εκδυτικισμού της Ελλάδας ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Βαυαρός Αντιβασιλέας Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer).
Ο Φαρμακίδης τοποθετήθηκε από τον Μάουρερ σύμβουλος για Εκκλησιαστικές Υποθέσεις (το κατεξοχήν ζήτημα πολιτιστικής διπλωματίας εκείνη την εποχή) και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1833, ο Φαρμακίδης βοήθησε το βαυαρικό καθεστώς της Ελλάδας να αποσπάσει σχισματικώς την τοπική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και να την καταστήσει εθνική αυτοκέφαλη Εκκλησία, που, στην πράξη, σήμαινε υποτελή στο βαυαρικό καθεστώς. Πράγματι, το 1833, οι Βαυαροί εξουσιαστές της Ελλάδας ανακήρυξαν την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την έθεσαν υπό τη διοίκηση μιας πενταμελούς συνόδου επισκόπων τους οποίους διόριζε ο βασιλέας, ο οποίος κατέστη επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρ’ ότι ήταν ετερόδοξος! Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ως ιστορικός θεσμός, κατά παράβαση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, ιδρύθηκε και διοικήθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικό Βαυαρό Βασιλέα Όθωνα και από τον Προτεστάντη Βαυαρό Αντιβασιλέα Μάουρερ, με τη βοήθεια μιας σειράς πολιτιστικών πρακτόρων τους, κληρικών και λαϊκών.
Επίσης, ο Φαρμακίδης, προστατευόμενος του Μάουρερ, ανέλαβε να οργανώσει (δηλαδή να χειραγωγήσει) τη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών σύμφωνα με τις επιταγές της Βαυαροκρατίας, ανατρέποντας πλήρως τα σχέδια του Καποδίστρια και για την Ορθοδοξία και για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το σχέδιο της Δύσης για τη διαχείριση του Νεοελληνικού Κράτους περιελάμβανε δύο πνευματικά σκέλη: πρώτον, η σύνδεση των Νεοελλήνων με τον κλασσικό Ελληνισμό έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τον τρόπο που ερμήνευσαν την κλασσική ελληνική φιλοσοφία και πνευματικότητα Γερμανοί καθηγητές (ιδίως στο πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού) και, δεύτερον, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος θα έπρεπε τυπικά να διατηρεί Ορθόδοξα έθιμα και Ορθόδοξες αρχές και τελετουργίες, αλλά ουσιαστικά να περιθωριοποιήσει και να εξαφανίσει τις τεράστιες πνευματικές διαφορές που έχει η Ορθόδοξη Παράδοση από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, προκειμένου έτσι να διευκολυνθεί η πλήρης ενσωμάτωση της Ελλάδας στη Δύση και να αποτραπεί η δημιουργία ενός Ορθόδοξου/νεοβυζαντινού τόξου Ελλάδας-Ρωσίας.
Τις δεκαετίες του 1830 και του 1840, αναπτύσσονται σημαντικές πρωτοβουλίες των Βρετανών για διείσδυσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία και για την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Αγγλικανικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η βικτωριανή Μεγάλη Βρετανία αφενός επιδιώκει να αποτρέψει τη δημιουργία ενός «Ορθοδόξου Τόξου» στην Ανατολή υπό την αιγίδα της Ρωσίας, αφετέρου επιδιώκει να καρπωθεί και να αξιοποιήσει στοιχεία των αρχαίων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής για να ενισχύσει το κύρος τής Αγγλικανικής Εκκλησίας σε μια εποχή πολιτικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων. Αυτήν την περίοδο αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται δυναμικά το Κίνημα της Οξφόρδης (1833-1845), ή Tractarians, το οποίο δρα στην Αγγλικανική Εκκλησία και, μεταξύ άλλων, προωθεί τη σύναψη σχέσεων με την Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό τη μορφή μιας πολύ εκλεπτυσμένης βρετανικής πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας. Έτσι, η Αγγλικανική Εκκλησία προβαίνει στη δημιουργία τοπικών Εκκλησιών σε περιοχές όπου προηγουμένως δεν διέθετε ποίμνιο: ιδρύει αγγλικανική επισκοπή Ιεροσολύμων (το έτος 1841) και αγγλικανική επισκοπή Γιβλαρτάρ (το έτος 1842) και επιπλέον χρησιμοποιεί τη Μάλτα ως επιτελικό κέντρο για την οργάνωση αγγλικανικών ιεραποστολών στην Εγγύς Ανατολή, περιλαμβανομένων των Επτανήσων. Με αυτόν τον τρόπο, οι Βρετανοί συνδυάζουν τη βρετανική γεωπολιτική σκέψη με επιχειρήσεις πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας, συνδυάζοντας τη γεωπολιτική με τη νοοπολιτική, ώστε να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο και πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Θέτοντας κατά μέρος τις διαφορές που χωρίζουν τον τύπο ανθρώπου τον οποίο εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση από τους ανθρωποτύπους τους οποίους εκφράζουν ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, η Εκκλησία της Ελλάδος, έχοντας μετατραπεί σε θεσμική συνιστώσα του Νεοελληνικού Κράτους, δηλαδή ενός εκδυτικιζόμενου κράτους και μάλιστα ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή πνευματικώς ξένων, αν όχι και πνευματικώς εχθρικών, μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης), υπέστη σοβαρή κρίση ταυτότητας και δομική αλλοίωση. Αν βεβαίως η Εκκλησία της Ελλάδος διεφύλασσε ουσιαστικά και μετέδιδε την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση με την ίδια ακρίβεια, θέρμη και προσήλωση με τις οποίες διαφυλάσσει διοικητικά προνόμιά της, γραφειοκρατικές και διοικητικές δομές της και το τυπικό, εξωτερικό κύρος του ιερατείου της, τότε η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να εκδυτικιστεί, ούτε θα μπορούσε να ενσωματωθεί στους Δυτικούς συλλογικούς θεσμούς, αλλά θα όρθωνε το ελληνορθόδοξο ανθρωπολογικό πρότυπο. Η Εκκλησία της Ελλάδος, αρχήθεν θεσμικό δημιούργημα της Βαυαροκρατίας του 1830, επέλεξε, ως επί το πλείστον, καθ’ όλη την ιστορία της μέχρι σήμερα, την παράδοση του ιστορικού συμβιβασμού (μιμούμενη τις Δυτικές Εκκλησίες) και επέδειξε καθεστωτική νοοτροπία[6]. Όμως, αυτήν την εκκλησιολογία του ιστορικού συμβιβασμού, στο πλαίσιο της οποίας η Εκκλησία, αντί να εκκλησιοποιεί την ανθρωπότητα, προσλαμβάνεται από την ιστορικότητα (εκκοσμικεύεται), αυτήν την εκκλησιολογία της γραφειοκρατικοποίησης και της εξουσιαστικής λειτουργίας του ιερατείου, αυτήν την εκκλησιολογία της τυπικής, ανεπίγνωστης, δεισιδαιμονικής και φολκλορικής συμμετοχής των ‘πιστών’ στα εκκλησιαστικά μυστήρια, αυτήν την εκκλησιολογία της θεολογικής αμάθειας των ‘πιστών’, αυτήν την εκκλησιολογία της μειωμένης και προσχηματικής ‘συνοδικότητας’ έχουν ρητώς καταγγείλει ο Χριστός και οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες.
Διερχόμενος την Σαμάρεια, ο Χριστός αποκαλύπτει το μυστήριο της αληθινής λατρείας. «Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. Η ώρα ήταν περίπου έξι» (Κατά Ιωάννην, 4:6). Είπε προς τη Σαμαρείτιδα: «Όμως έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια· επειδή ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που Τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που Τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν» (Κατά Ιωάννην, 4:23-24). Όπως έχει εξηγήσει, αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν ο Χριστός λέγει ότι ο Θεός είναι πνεύμα, εννοεί το «ασώματον», και γι’ αυτό πρέπει και η λατρεία τού «ασωμάτου» Θεού να είναι τέτοια και να προσφέρεται «δια του εν ημίν ασωμάτου», δηλαδή «δια της ψυχής και της του νου καθαρότητος». «Μη τοίνυν πρόβατα θύετε και μόσχους, αλλ’ όλον σαυτόν ανάθες τω Θεώ και ολοκαύτωσον». Διότι τούτο είναι θυσία ζώσα. Τα «πρότερα τύπος ην, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα· νυνί δε ουκέτι, αλλ’ αλήθεια το παν. Ου γαρ σάρκα, αλλά πονηρούς δει περικόπτειν λογισμούς και σταυρούν εαυτόν και τας αλόγους αναιρείν επιθυμίας και κατασφάττειν». Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τους λόγους του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο Χριστός εξέβαλε τους ιουδαϊκούς θυσιαστικούς λατρευτικούς τύπους και εισήγαγε την αληθινή λατρεία (Patrologia Graeca, τόμος 59, 190). Ο Θεός, λοιπόν, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, ζητεί, όχι τον ιουδαϊκό τύπο προσκυνητή, αλλά τον ευαγγελικό τύπο προσκυνητή, τον τοις «εξ αρετής κατορθώμασιν ευαγγελικώς διαλάμποντα» και τη «των θείων δογμάτων ορθότητι την όντως αληθή πληρούντα προσκύνησιν» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Patrologia Graeca, τόμος 73, 313).ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Τον 14ο αιώνα, στο Βυζάντιο, αναπτύχθηκε μια πολεμική εναντίον του Ησυχασμού. Σε εκείνην την πολεμική εναντίον του Ησυχασμού, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ, ο οποίος είχε σπουδάσει στη σχολαστική Δύση και είχε αποκτήσει τόσα ακαδημαϊκά προσόντα, ώστε οι Βυζαντινοί του ανέθεσαν καθηγητική έδρα στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και τον διόρισαν εκπρόσωπο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συζητήσεις με τους Λατίνους σχετικά με την ένωση της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Ο Αθωνίτης μοναχός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, από την άλλη πλευρά, με τους λόγους, ή τριάδες, του Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, αντέκρουσε τόσο την πολεμική του Βαρλαάμ κατά του Ησυχασμού όσο και τις φιλοπαπικές θέσεις του Βαρλαάμ σχετικά με την ένωση των Εκκλησιών. Τις διδασκαλίες του Βαρλαάμ υποστήριξε και ένας παλαιός μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο Ακίνδυνος, ο οποίος στράφηκε εναντίον του Ησυχασμού και μάλιστα υπήρξε μεταφραστής της θεολογίας του Θωμά Ακινάτη στα ελληνικά.
Υπερασπιζόμενος τον Ησυχασμό, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδασκε ότι ο Θεός ως Ουσία υπερβαίνει κάθε κτιστή διάνοια, αλλά η θεία Χάρη (Ενέργεια) προικίζει τον άνθρωπο με μια «αίσθησιν του θείου», αίσθηση η οποία έχει δύο μορφές: αρχικά, την πίστη και, τελικά, όταν τελειούται, τη μυστική εμπειρία (αυτό που οι Ησυχαστές αποκαλούν θέα του ακτίστου Φωτός). Αυτή η πνευματική αίσθηση επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει αυτό που δεν μπορεί αντιληφθεί ούτε η απλή, βιολογική φυσική αίσθηση, ούτε η λογική του. Άρα, υπό το πρίσμα του Ησυχασμού, η Αλήθεια δεν γνωρίζεται ούτε δια του απλοϊκού εμπειρισμού, ούτε δια του ρασιοναλισμού, αλλά γνωρίζεται μεθεξιοκρατικά, δηλαδή δια της μετοχής στο μυστήριο του θείου τρόπου ύπαρξης, που περιλαμβάνει την άσκηση και την ελεημοσύνη. Έτσι, ο Θεός γίνεται αντιληπτός, όχι σαν έννοια, αλλά ως ο υπαρξιακός καθρέπτης του ανθρώπου.
Από την άλλη πλευρά, ο Βαρλαάμ, ο Ακίνδυνος και οι ομόφρονές τους, υπό την επιρροή της σχολαστικής Δύσης, δεν δέχονταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να μετάσχει κυριολεκτικά στις άκτιστες Ενέργειες του Θεού και γι’ αυτό δίδασκαν ότι ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό διανοητικά, δηλαδή δια λογικών αναγωγών, κατ’ αναλογία προς τη γνώση του φυσικού κόσμου. Ενώ για τους ησυχαστές, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό με το να γίνει ο ίδιος ο άνθρωπος θεός κατά Χάρη (και άρα μυστηριακά), οι αντίπαλοι του Ησυχασμού ισχυρίζονται ότι η Αλήθεια γνωρίζεται λογικά, δια συλλογισμών. Για τους ησυχαστές, λοιπόν, η κατ’ εξοχήν θεολογία είναι το μυστήριο της θέωσης του ανθρώπου, ενώ, για τους αντιπάλους τους, η θεολογία βασίζεται στη συλλογιστική εργασία και διέπεται από τους νόμους της λογικής. Οι δύο αυτοί δρόμοι δημιουργούν δύο ριζικά διαφορετικούς πολιτισμούς.
Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και ευρύτερα ο Ησυχασμός επικυρώθηκαν το 1341, πρώτα από τις Αρχές του Αγίου Όρους (Αθωνική Πολιτεία) και έπειτα από δύο Συνόδους, οι οποίες συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη και καταδίκασαν τον Βαρλαάμ. Σύντομα όμως, οι ησυχαστικές έριδες ξανάρχισαν, υποδαυλιζόμενες από τον Ακίνδυνο, ο οποίος πολεμούσε τον Ησυχασμό. Η Αυτοκράτειρα Άννα και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ’ ο επιλεγόμενος Καλέκας ήταν αντίθετοι προς τον Ησυχασμό και φυλάκισαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ο δε Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διέκοψε τη μνημόνευση (δηλαδή την εκκλησιαστική κοινωνία) του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’, καταγγέλλοντάς τον ως αιρετικό.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ’ έπαιξε ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Βυζάντιο την περίοδο 1341-1347 ως υποστηρικτής του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, οι οποίοι διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό Θρόνο του Βυζαντίου. Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός υποστήριζε τον Ησυχασμό, ενώ ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ήταν πνευματικώς εγγύτερα προς τη Δύση.
Το 1347, αφού προηγουμένως ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός είχε εισέλθει νικητής στην Κωνσταντινούπολη, μια νέα Σύνοδος επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου του 1341 υπέρ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Ησυχασμού, αφόρισε τον Ακίνδυνο και τους οπαδούς του και καθαίρεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ’. Το 1348, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έγινε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1359. Ανακηρύχθηκε άγιος το 1368 από Σύνοδο την οποία συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος. Έτσι, με οριστικό τρόπο, ο βυζαντινός κόσμος επέλεξε να υπερασπιστεί τη δική του πνευματική ταυτότητα, τον Ησυχασμό, αποκρούοντας τις πολιτιστικές επιθέσεις της σχολαστικής Δύσης και καθιστώντας σαφή τη διάκριση μεταξύ του Ησυχασμού και του Σχολαστικισμού.
Ο αληθινός ησυχαστής πρέπει να υπερβεί τους περιορισμούς που του θέτει ο ντετερμινιστικός φυσικός κόσμος (αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της ησυχαστικής ασκητικής), προκειμένου να έρθει σε επαφή και να ταυτισθεί με τη μη ντετερμινιστική Δύναμη του Θεού, αντιλαμβανόμενος τον Θεό ως Ελευθερία. Η πρόσβαση στη μη ντετερμινιστική, υπερ-λογική Βασιλεία της Χάρης εξασφαλίζεται μέσω της ‘πύλης’ που ονομάζεται ψυχή. Για τους ησυχαστές, η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι μια αθάνατη ουσία μέσα στον άνθρωπο, αλλά είναι ο προσωπικός φορέας του φαινομένου της ζωής, δηλαδή η ψυχή μπορεί (είναι ελεύθερη) να πεθάνει (πνευματικός θάνατος) ή να ζήσει και μάλιστα να θεωθεί, ανάλογα με τη χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Τίποτε στην απόκρυφη πνευματικότητα του Ησυχασμού δεν λειτουργεί μηχανιστικά, αλλά τα πάντα βασίζονται στον θείο τρόπο ύπαρξης, δηλαδή στην ελευθερία. Εξ ου και οι ησυχαστές τονίζουν τη θεία Χάρη και όχι την αιτιότητα, ούτε τη λογική αναγκαιότητα, ούτε οποιαδήποτε δεοντολογία καθ’ εαυτή. Η Χάρη ενεργοποιείται και εφελκύεται μέσω της πίστης, της αγαθοεργίας και της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τη λογική της ανάγκης. «Ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα», όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 3:34.
Η απόκρυφη φιλοσοφία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ανατολής φθάνει την ελευθερία σε τέτοια άκρα, ώστε μπορεί να διακρίνει ένα είδος πνευματικής αριστοκρατίας μέσα σε περιπτώσεις τρέλλας! Χαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης στην οποία η τρέλλα αναδεικνύεται σε πνευματική αριστοκρατία αποτελούν οι δια Χριστόν σαλοί άγιοι της Εκκλησίας, όπως οι ακόλουθοι: Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 28η Μαΐου), Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 21η Ιουλίου), Άγιος Θεόδωρος ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 25η Φεβρουαρίου), Άγιος Παύλος ο δια Χριστόν Σαλός (η μνήμη του τιμάται την 6η Νοεμβρίου), Αγία Ισιδώρα η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 1η Μαΐου), Αγία Δόμνα η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 28η Δεκεμβρίου) και Αγία Ξένη η δια Χριστόν Σαλή (η μνήμη της τιμάται την 24η Ιανουαρίου). Η μωρία, ή τρέλλα, ή σαλότητα είναι μια μορφή άσκησης που εμφανίζεται στους κόλπους της Εκκλησίας από τον 4ο αιώνα και άκμασε ιδιαίτερα στο Βυζάντιο και στη Ρωσία. Η τρέλλα είναι η μάσκα που κρύβει τον χαρισματικό φορέα του Αγίου Πνεύματος. Η καρδιά του δια Χριστόν σαλού φλέγεται από τον θείο έρωτα. Ο δια Χριστόν σαλός έχει ανέλθει στην κορυφή της απάθειας. Κάθε ιδιοτελής λογισμός είναι πλέον για τον δια Χριστόν σαλό ανοησία και αντικείμενο περιφρόνησης, κάτι τελείως ξένο προς την αγία ατμόσφαιρα της θείας Χάρης στην οποία υπάρχει. Ο δια Χριστόν σαλός, ευρισκόμενος σε μια τέτοια χαριτωμένη και ένθεη κατάσταση, ζει μέσα στον κόσμο, μεταξύ των ανθρώπων, προσποιούμενος τον σαλό, δηλαδή τον τρελλό, τον ανισόρροπο, ακόμη και τον ‘δαιμονικό’ και, κρύβοντας τον πλούτο των αρετών του, αγωνίζεται για την πνευματική ωφέλεια των άλλων. Μέσα σε συνθήκες γενικής αντιπαράθεσης με τον κόσμο, μέσα στη γενική περιφρόνηση και τον κατατρεγμό του, ενεργεί θαυμαστά σημεία και γίνεται αιτία μετάνοιας (αλλαγής φρονημάτων) και σωτηρίας πολλών ανθρώπων. Ο δια Χριστόν σαλός εμπαίζει τον κόσμο και τις αξίες του κόσμου, προκαλεί τους ανθρώπους του κόσμου και τους δείχνει τα πραγματικά πρόσωπά τους στον καθρέπτη, πέρα από κάθε όριο κοινωνικών συμβάσεων και καθωσπρεπισμού, έχοντας, χάριτι Θεού, βγει έξω από τη λογική και το αξιακό σύστημα του κόσμου, και έτσι οδηγεί ψυχές στην αυτογνωσία και στην αληθινή ελευθερία του θείου τρόπου ύπαρξης.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για να δημιουργήσουν έναν «Νέο Ελληνισμό», άσχετο με τον κλασσικό αρχαίο Ελληνισμό και άσχετο με τον μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζάντιο) έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1830, αφού είχε προηγηθεί η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Πρωταγωνιστές εκείνου του σχεδίου εκδυτικισμού της Ελλάδας ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Βαυαρός Αντιβασιλέας Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer).
Ο Φαρμακίδης τοποθετήθηκε από τον Μάουρερ σύμβουλος για Εκκλησιαστικές Υποθέσεις (το κατεξοχήν ζήτημα πολιτιστικής διπλωματίας εκείνη την εποχή) και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1833, ο Φαρμακίδης βοήθησε το βαυαρικό καθεστώς της Ελλάδας να αποσπάσει σχισματικώς την τοπική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και να την καταστήσει εθνική αυτοκέφαλη Εκκλησία, που, στην πράξη, σήμαινε υποτελή στο βαυαρικό καθεστώς. Πράγματι, το 1833, οι Βαυαροί εξουσιαστές της Ελλάδας ανακήρυξαν την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την έθεσαν υπό τη διοίκηση μιας πενταμελούς συνόδου επισκόπων τους οποίους διόριζε ο βασιλέας, ο οποίος κατέστη επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρ’ ότι ήταν ετερόδοξος! Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ως ιστορικός θεσμός, κατά παράβαση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, ιδρύθηκε και διοικήθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικό Βαυαρό Βασιλέα Όθωνα και από τον Προτεστάντη Βαυαρό Αντιβασιλέα Μάουρερ, με τη βοήθεια μιας σειράς πολιτιστικών πρακτόρων τους, κληρικών και λαϊκών.
Επίσης, ο Φαρμακίδης, προστατευόμενος του Μάουρερ, ανέλαβε να οργανώσει (δηλαδή να χειραγωγήσει) τη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών σύμφωνα με τις επιταγές της Βαυαροκρατίας, ανατρέποντας πλήρως τα σχέδια του Καποδίστρια και για την Ορθοδοξία και για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το σχέδιο της Δύσης για τη διαχείριση του Νεοελληνικού Κράτους περιελάμβανε δύο πνευματικά σκέλη: πρώτον, η σύνδεση των Νεοελλήνων με τον κλασσικό Ελληνισμό έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τον τρόπο που ερμήνευσαν την κλασσική ελληνική φιλοσοφία και πνευματικότητα Γερμανοί καθηγητές (ιδίως στο πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού) και, δεύτερον, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος θα έπρεπε τυπικά να διατηρεί Ορθόδοξα έθιμα και Ορθόδοξες αρχές και τελετουργίες, αλλά ουσιαστικά να περιθωριοποιήσει και να εξαφανίσει τις τεράστιες πνευματικές διαφορές που έχει η Ορθόδοξη Παράδοση από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, προκειμένου έτσι να διευκολυνθεί η πλήρης ενσωμάτωση της Ελλάδας στη Δύση και να αποτραπεί η δημιουργία ενός Ορθόδοξου/νεοβυζαντινού τόξου Ελλάδας-Ρωσίας.
Τις δεκαετίες του 1830 και του 1840, αναπτύσσονται σημαντικές πρωτοβουλίες των Βρετανών για διείσδυσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία και για την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Αγγλικανικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η βικτωριανή Μεγάλη Βρετανία αφενός επιδιώκει να αποτρέψει τη δημιουργία ενός «Ορθοδόξου Τόξου» στην Ανατολή υπό την αιγίδα της Ρωσίας, αφετέρου επιδιώκει να καρπωθεί και να αξιοποιήσει στοιχεία των αρχαίων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής για να ενισχύσει το κύρος τής Αγγλικανικής Εκκλησίας σε μια εποχή πολιτικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων. Αυτήν την περίοδο αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται δυναμικά το Κίνημα της Οξφόρδης (1833-1845), ή Tractarians, το οποίο δρα στην Αγγλικανική Εκκλησία και, μεταξύ άλλων, προωθεί τη σύναψη σχέσεων με την Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό τη μορφή μιας πολύ εκλεπτυσμένης βρετανικής πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας. Έτσι, η Αγγλικανική Εκκλησία προβαίνει στη δημιουργία τοπικών Εκκλησιών σε περιοχές όπου προηγουμένως δεν διέθετε ποίμνιο: ιδρύει αγγλικανική επισκοπή Ιεροσολύμων (το έτος 1841) και αγγλικανική επισκοπή Γιβλαρτάρ (το έτος 1842) και επιπλέον χρησιμοποιεί τη Μάλτα ως επιτελικό κέντρο για την οργάνωση αγγλικανικών ιεραποστολών στην Εγγύς Ανατολή, περιλαμβανομένων των Επτανήσων. Με αυτόν τον τρόπο, οι Βρετανοί συνδυάζουν τη βρετανική γεωπολιτική σκέψη με επιχειρήσεις πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας, συνδυάζοντας τη γεωπολιτική με τη νοοπολιτική, ώστε να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο και πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Θέτοντας κατά μέρος τις διαφορές που χωρίζουν τον τύπο ανθρώπου τον οποίο εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση από τους ανθρωποτύπους τους οποίους εκφράζουν ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, η Εκκλησία της Ελλάδος, έχοντας μετατραπεί σε θεσμική συνιστώσα του Νεοελληνικού Κράτους, δηλαδή ενός εκδυτικιζόμενου κράτους και μάλιστα ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή πνευματικώς ξένων, αν όχι και πνευματικώς εχθρικών, μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης), υπέστη σοβαρή κρίση ταυτότητας και δομική αλλοίωση. Αν βεβαίως η Εκκλησία της Ελλάδος διεφύλασσε ουσιαστικά και μετέδιδε την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση με την ίδια ακρίβεια, θέρμη και προσήλωση με τις οποίες διαφυλάσσει διοικητικά προνόμιά της, γραφειοκρατικές και διοικητικές δομές της και το τυπικό, εξωτερικό κύρος του ιερατείου της, τότε η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να εκδυτικιστεί, ούτε θα μπορούσε να ενσωματωθεί στους Δυτικούς συλλογικούς θεσμούς, αλλά θα όρθωνε το ελληνορθόδοξο ανθρωπολογικό πρότυπο. Η Εκκλησία της Ελλάδος, αρχήθεν θεσμικό δημιούργημα της Βαυαροκρατίας του 1830, επέλεξε, ως επί το πλείστον, καθ’ όλη την ιστορία της μέχρι σήμερα, την παράδοση του ιστορικού συμβιβασμού (μιμούμενη τις Δυτικές Εκκλησίες) και επέδειξε καθεστωτική νοοτροπία[6]. Όμως, αυτήν την εκκλησιολογία του ιστορικού συμβιβασμού, στο πλαίσιο της οποίας η Εκκλησία, αντί να εκκλησιοποιεί την ανθρωπότητα, προσλαμβάνεται από την ιστορικότητα (εκκοσμικεύεται), αυτήν την εκκλησιολογία της γραφειοκρατικοποίησης και της εξουσιαστικής λειτουργίας του ιερατείου, αυτήν την εκκλησιολογία της τυπικής, ανεπίγνωστης, δεισιδαιμονικής και φολκλορικής συμμετοχής των ‘πιστών’ στα εκκλησιαστικά μυστήρια, αυτήν την εκκλησιολογία της θεολογικής αμάθειας των ‘πιστών’, αυτήν την εκκλησιολογία της μειωμένης και προσχηματικής ‘συνοδικότητας’ έχουν ρητώς καταγγείλει ο Χριστός και οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες.
Διερχόμενος την Σαμάρεια, ο Χριστός αποκαλύπτει το μυστήριο της αληθινής λατρείας. «Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. Η ώρα ήταν περίπου έξι» (Κατά Ιωάννην, 4:6). Είπε προς τη Σαμαρείτιδα: «Όμως έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια· επειδή ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που Τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που Τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν» (Κατά Ιωάννην, 4:23-24). Όπως έχει εξηγήσει, αναφερόμενος σε αυτό το χωρίο, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν ο Χριστός λέγει ότι ο Θεός είναι πνεύμα, εννοεί το «ασώματον», και γι’ αυτό πρέπει και η λατρεία τού «ασωμάτου» Θεού να είναι τέτοια και να προσφέρεται «δια του εν ημίν ασωμάτου», δηλαδή «δια της ψυχής και της του νου καθαρότητος». «Μη τοίνυν πρόβατα θύετε και μόσχους, αλλ’ όλον σαυτόν ανάθες τω Θεώ και ολοκαύτωσον». Διότι τούτο είναι θυσία ζώσα. Τα «πρότερα τύπος ην, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα· νυνί δε ουκέτι, αλλ’ αλήθεια το παν. Ου γαρ σάρκα, αλλά πονηρούς δει περικόπτειν λογισμούς και σταυρούν εαυτόν και τας αλόγους αναιρείν επιθυμίας και κατασφάττειν». Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τους λόγους του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο Χριστός εξέβαλε τους ιουδαϊκούς θυσιαστικούς λατρευτικούς τύπους και εισήγαγε την αληθινή λατρεία (Patrologia Graeca, τόμος 59, 190). Ο Θεός, λοιπόν, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, ζητεί, όχι τον ιουδαϊκό τύπο προσκυνητή, αλλά τον ευαγγελικό τύπο προσκυνητή, τον τοις «εξ αρετής κατορθώμασιν ευαγγελικώς διαλάμποντα» και τη «των θείων δογμάτων ορθότητι την όντως αληθή πληρούντα προσκύνησιν» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Patrologia Graeca, τόμος 73, 313).ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου