Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ.
Πριν εισέλθουμε στην ανάπτυξη του κυρίως θέματος, κρίνω σκόπιμο όχι υπό μορφή διδασκαλίας, αλλά για να μιλάμε την ίδια γλώσσα, να αναφέρουμε λίγα λόγια για τη Γεωπολιτική.
Η γεωπολιτική είναι μία σχετικά σύγχρονη έννοια και επιστήμη. Ένας πλήρης κατά την άποψή μας ορισμός είναι αυτός που τη θεωρεί ως την έρευνα των σχέσεων των θαλάσσιων και χερσαίων περιοχών της γης και της πολιτικής με σκοπό την εξυπηρέτηση της διεθνούς πολιτικής . Η γεωπολιτική διαφέρει από την πολιτική γεωγραφία κατά το ότι ασχολείται με την αξιολόγηση των διαφόρων γεωγραφικών συνθηκών, τα σύνορα, την κατανομή των πληθυσμών και άλλων παρεμφερών παραγόντων στα πλαίσια των απαιτήσεων – αναγκών της πολιτικής κάθε κράτους. Σύμφωνα με τη γεωπολιτική οι χώρες δεν είναι μόνο νομικές οντότητες, αλλά και δυνάμεις και ως τέτοιες πρέπει να εξετάζονται. Ως πατέρας της γεωπολιτικής θεωρείται ο Σουηδός επιστήμονας και συγγραφέας Rudolf Kjellen, ο οποίος όρισε ότι η γεωπολιτική αποτελεί τη συνδετική γέφυρα μεταξύ του χώρου του φυσικού περιβάλλοντος με το λαό που ζει στο πλαίσιό του.
Οι κυρίαρχες θεωρίες της γεωπολιτικής είναι δύο. Η μία είναι εκείνη που ανέπτυξε ο Ναύαρχος Thayer Maham. Σύμφωνα με αυτήν η ιστορία του κόσμου είναι μία συνεχής πάλη για τον έλεγχο των θαλασσών, υποστηρίζοντας ότι το έθνος εκείνο που θα κυριαρχήσει στις θάλασσες θα ελέγξει τον κόσμο.
Η άλλη θεωρία είναι αυτή των δυνάμεων της ξηράς ή η θεωρία της «Heart Land». Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από το Σκοτσέζο γεωγράφο Sir Halford Mac kinder. Σύμφωνα με αυτήν οι μάζες γης από το Βόλγα μέχρι το Γιαν Τσε και από τα Ιμαλάϊα μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό κυριαρχούν γεωγραφικά και πολιτικά στον κόσμο. Ο Mackinder το 1904 διατύπωσε την άποψη ότι η Ρωσία κατέχει τόση μεγάλη μάζα ευρασιατικών εδαφών, ώστε, εάν ποτέ συμμαχούσε με τη Γερμανία, οι δύο αυτοί σύμμαχοι θα αποκτούσαν την παγκόσμια κυριαρχία. Αργότερα όμως ο ίδιος συνέδεσε τη θεωρία του αυτή και με την αξία του ελέγχου των θαλάσσιων – εμπορικών οδών με την έννοια ότι αποτελούν το μοναδικό τρόπο της Δύσης να αντιδράσει στην απειλή της Ρωσίας, απομονώνοντάς την από τη θάλασσα. Η άποψή του αυτή επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη γεωπολιτική και γεωστρατηγική σκέψη κυρίως της Δύσης.
Ο Αμερικανός Ν. Spykman κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διατηρώντας τις βασικές αρχές προσέγγισης του θέματος του Μακκίντερ, προσχώρησε ακόμα περισσότερο στην πρώτη θεωρία, τονίζοντας την αναπόδραστη ανάγκη της δύσης να χρησιμοποιήσει τις παράκτιες χώρες, οι οποίες κατ’ αυτόν αποτελούν τον «περιφερειακό δακτύλιο» για την απαγόρευση της καθόδου των Σοβιετικών προς Νότο .
Η σημασία των θεωριών αυτών και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής σκέψης και στρατηγικής της Δύσης αποδεικνύεται διαχρονικά από τις πολιτικές και στρατηγικές επιλογές, τόσο των δυτικών κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου, όσο και σήμερα από την υπερδύναμη, αλλά και τις λοιπές δυνάμεις. Δεν μπορώ όμως να αποφύγω τον πειρασμό και να μην αναφέρω δυο λόγια για τη στρατηγική του Μ. Αλεξάνδρου σχετικά με την Ανατολική Μεσόγειο σε σχέση με τη στρατηγική της δύσεως για περίσχεση της Ρωσίας. Δηλαδή τον “περιφερειακό δακτύλιο” του Spykman. Eιδικότερα κατά την κρατούσα άποψη ο ελάχιστος στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας του Μ. Αλέξανδρου ήταν η κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, ενώ ο ευρύτερος η κατάκτηση και ο έλεγχος του συνόλου του τότε γνωστού κόσμου για τη δημιουργία ενός οικουμενικού κράτους, στο οποίο θα ενετάσσοντο όλοι οι κατακτημένοι λαοί, ως αυτόνομες παραγωγικές μονάδες, χωρίς να θιγούν η θρησκεία, ο πολιτισμός και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους . Η όλη επιχείρηση της εκστρατείας φαίνεται ότι κλιμακώθηκε χρονικά και γεωγραφικά σε περιόδους και ενδιάμεσους στρατηγικούς αντικειμενικούς σκοπούς όπως θα λέγαμε σήμερα με την ισχύουσα ορολογία.
Ο πρώτος από τους ενδιάμεσους κύριους στρατηγικούς σκοπούς είναι σαφές ότι ήταν η κυριαρχία επί της Ανατολικής Μεσογείου. Κύρια αιτία της ανάγκης ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου ήταν το γεγονός ότι από τις παράκτιες χώρες και τα λιμάνια τους ο «Μέγας Βασιλεύς» ο Δαρείος δηλαδή, αντλούσε το στόλο του (μέσα και προσωπικό). Με τον οποίο ήλεγχε πλήρως το θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, εξασφαλίζοντας έτσι πλήρη έλεγχο επί των διακινουμένων προϊόντων (υλικών και εφοδίων) από και προς το εσωτερικό της χώρας του .
Συνακόλουθος του προαναφερθέντος λόγου, αλλά εξ’ ίσου σημαντικός, υπήρξε η απειλή που ο στόλος αυτός διαμόρφωνε για την ύπαρξη και συνέχεια της ίδιας της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Ειδικότερα η κυριαρχία, του Περσικού στόλου στη Μεσόγειο συνιστούσε απειλή υπό την έννοια της διαρκούς παρενοχλήσεως των κατακτουμένων περιοχών, των συγκοινωνιών του, αλλά και απειλή κατά των νώτων του Μ. Αλεξάνδρου με τη δυνατότητα που παρείχε στους Πέρσες να αποβιβάσουν εκστρατευτικό σώμα στη νότια Ελλάδα και να επιτύχουν έτσι τη διάρρηξη του χαλαρού δεσμού συμμαχίας των πόλεων – κρατών της λοιπής Ελλάδας με απρόβλεπτες, ίσως καταστρεπτικές, συνέπειες για την τύχη της εκστρατείας, αλλά και την ίδια την Μακεδονία.
Είναι γνωστό ότι η κυρία δύναμη ισχύος του Μ. Αλεξάνδρου ήταν ο στρατός ξηράς. Το υπάρχον ναυτικό είχε συγκροτηθεί εκ των περιστάσεων και με τα 150 πλοία του μόλις επαρκούσε, για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της εκστρατείας. Με βάση το δεδομένο αυτό οι στρατηγικοί σκοποί της εκστρατείας έπρεπε να επιτευχθούν από το στρατό ξηράς. Έτσι και ο στόχος της κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξουδετέρωση του ισχυρού Περσικού στόλου και την περίσχεση θα λέγαμε με σημερινή ορολογία της Περσικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να επιτευχθεί με τη χρησιμοποίηση του στρατού ξηράς. Πως θα επετυγχάνετο κάτι τέτοιο; Με το να καταλάβει με ενέργειες από την ξηρά , τις ναυτικές βάσεις και τις πόλεις που διέθεταν το στόλο στην Περσική Αυτοκρατορία19. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα αποστερούσε το στόλο από τις βάσεις του, ενώ υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να προσχωρήσουν στον Μ. Αλέξανδρο οι στόλοι των καταλαμβανομένων χωρών μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ιωνικές αποικίες της Μ. Ασίας. Συγχρόνως θα απέκοπτε τις γραμμές ανεφοδιασμού της Περσικής Αυτοκρατορίας , ενώ ο ίδιος θα ενίσχυε το πλέγμα βάσεων, ναυτικών και χερσαίων και σταδιακά θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο, εφ’ όσον θα ήλεγχε τις παράκτιες χώρες – λιμάνια – βάσεις. Μετά την επίτευξη του ενδιαμέσου αυτού στόχου ο Μ. Αλέξανδρος θα ηδύνατο από θέσεως αυξανομένης ισχύος να εισβάλει στο εσωτερικό της Περσικής Αυτοκρατορίας να συναντήσει το στρατό της, να τον καταστρέψει και τελικά να επιβάλει την πολιτική του θέληση στον αντίπαλό του, δηλαδή την παράδοσή του σε αυτόν.
Βεβαίως δεν μπορούμε να φαντασθούμε ότι ο Μ. Αλέξανδρος δεν θα μεριμνούσε για την ασφάλεια των πλευρών και των νώτων του. Έτσι μετά από κάθε επιτυχία του σε παράλιες περιοχές όπου υπήρχαν λιμάνια κι ναυτικές βάσεις επιχειρούσε διείσδυση στο εσωτερικό σε μεσόγειες περιοχές για κάλυψη και σταθεροποίηση της θέσεώς του, πριν επιχειρήσει νέα προσβολή σε παράλιες περιοχές. Οι κινήσεις αυτές αποτυπώνονται καθαρά στο ίχνος των αξόνων προελάσεως του. Το ίχνος αυτό σχηματίζει ένα «Ζιγκ ζαγκ». Με τις κορυφές της τεθλασμένης αυτής γραμμής να ευρίσκονται εναλλάξ στα παράλια και στα μεσόγεια. Το συμπέρασμα από αυτή την παρένθεση είναι ότι η στρατηγική αυτή ιδιοφυϊα ο Μέγας Αλέξανδρος εφήρμοσε τις σύγχρονες θεωρίες της γεωπολιτικής πολλούς αιώνες πριν εμφανισθούν.
Και μετά την παρένθεση αυτή ας συνεχίσουμε με τη γεωπολιτική. Η Γεωπολιτική έχει δύο συνιστώσες τη Γεωστρατηγική και τη Γεωοικονομία.
Η γεωστρατηγική, η οποία αποτελεί το ένα από τα δύο σκέλη της γεωπολιτικής είναι συνδεδεμένη άμεσα με τη γεωοικονομία και «συσχετίζει τους γεωπολιτικούς παράγοντες με τη στρατιωτική ισχύ και τους πολιτικούς στόχους».
Οι κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν τη γεωστρατηγική αξία μιας χώρας είναι η γεωγραφική θέση της, τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα, οι Ένοπλοι Δυνάμεις της και η διεθνής της θέση.
Μετά αυτά το ολίγα θεωρητικά και πριν δούμε πως διαμορφώνονται οι προαναφερθέντες παράγοντες για την Ελλάδα και την Κύπρο, θα εξετάσουμε την Ανατολική Μεσόγειο, που αποτελεί καθοριστικό επιχειρησιακό περιβάλλον και για τις δύο υπό εξέταση χώρες.
Ανατολική Μεσόγειος
Η Ανατολική Μεσόγειος είναι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου που κατά κοινή παραδοχή αποτελεί το σημαντικότερο από οικονομικής, γεωπολιτικής και στρατηγικής απόψεως. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο που εκτείνεται ανατολικά του υποθαλάσσιου αναβαθμού που ενώνει τη Σικελία με την Τύνιδα (ακρωτήριο Boeo ή Λιλύβαια άκρα κατά τους αρχαίους – Ακρωτήριο Bonn της Τυνησίας). Το εύρος του δυτικού αυτού ορίου δεν υπερβαίνει τα 72 ν.μ. και στην επιφάνεια σχηματίζει τον Πορθμό της Σικελίας (χάρτης 1 ). Το μέγιστο μήκος κατά την έννοια Ανατολή - Δύση (ακρωτήριο Bonn – κόλπος Αλεξανδρέττας) είναι 1080 ν.μ., ενώ το μέγιστο πλάτος κατά την έννοια Βορράς – Νότος (μυχός Αδριατικής – κόλπος Μεγάλης Σύρτεως) είναι περίπου 920 ν.μ. Κατά άλλους η Μεσόγειος διαχωρίζεται σε τρία επιμέρους τμήματα (Δυτική, Κεντρική, Ανατολική) με ανάλογη μετατόπιση του δυτικού ορίου της Ανατολικής, το οποίον είναι η ελληνική χερσόνησος – Κρήτη- Ντέρνα (Κυρηναϊκής). Η διαφοροποίηση αυτή έχει μικρή επίπτωση στην ανάλυσή μας. Για να ολοκληρωθεί η γεωγραφική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου, θεωρείται αναγκαία η επισήμανση ορισμένων ιδιαίτερων γεωγραφικών χαρακτηριστικών της, η ύπαρξη των οποίων ισχυροποιεί τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική της θέση.
Συγκεκριμένα αναφερόμεθα στα εξής :
• Στις δύο θαλάσσιες πύλες της Ανατολικής Μεσογείου μέσω των οποίων επικοινωνεί με άλλες θάλασσες και δι’ αυτών με σημαντικούς (οικονομικά και στρατηγικά) χώρους ή τους εξασφαλίζει έξοδο σε αυτή. Πρόκειται για τα στενά των Δαρδανελίων διά των οποίων η Μεσόγειος δια του Αιγαίου, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και τις παρευξείνειες χώρες, ενώ γι’ αυτές εξασφαλίζεται η έξοδος στις ανοικτές (θερμές) θάλασσες. Επίσης, για τη διώρυγα του Σουέζ, διά της οποίας η Μεσόγειος επικοινωνεί με την Ερυθρά Θάλασσα, Περσικό Κόλπο και Ινδικό Ωκεανό, αποτελούσα έτσι την οδό επικοινωνίας και ανεφοδιασμού της Ευρώπης και όχι μόνο, με τα πετρέλαια της περιοχής του Περσικού Κόλπου και το εμπόριο Ασίας και Ανατολικής Αφρικής. Επίσης μέσω Δυτικής Μεσογείου δια του Γιβλαρτάρ με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Έτσι διαμορφώνονται οι δύο κύριοι στρατηγικοί άξονες: Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ερυθρά Θάλασσα-Ινδικός και Μαύρη Θάλασσα-Αιγαίο-Μεσόγειος-Ινδικός.
• Στις δύο χερσονήσους, τη Βαλκανική και Ιταλική, οι οποίες εισχωρώντας βαθιά εντός του θαλάσσιου χώρου, διευκολύνουν την πρόσβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στη Μεσόγειο και Βόρειο Αφρική. Αντίστροφα, φέρουν σε ταχύτερη επαφή τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με την Ευρώπη. Επί πλέον οι δύο αυτές χερσόνησοι διαχωρίζουν την Ανατολική Μεσόγειο σε επί μέρους θαλάσσιους χώρους (Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο), διαχωρισμός που διαφοροποιεί επιχειρησιακά την Ανατολική Μεσόγειο από τη λοιπή, η οποία θεωρείται ως ανοικτή θάλασσα.
• Στην ύπαρξη των τριών μεγάλων νησιών Κύπρου, Κρήτης και Μάλτας στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ευρωπαϊκών και αφρικανικών ακτών, που διευκολύνει, αλλά και επηρεάζει σημαντικά τις γραμμές συγκοινωνιών της Μεσογείου, καθώς και την ασφάλειά τους.
Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου ολοκληρώνεται, εάν επισημανθεί η εγγύτητά της προς τη Μέση Ανατολή, με την οποία πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αποτελεί ενιαίο στρατηγικό χώρο, τουλάχιστον η ανατολική της λεκάνη, αλλά και η εγγύτητα με την πετρελαιοπαραγωγική περιοχή των χωρών του Περσικού Κόλπου, η ανοικτή επικοινωνία με την οποία είναι ζωτικής σημασίας παράγων για τις οικονομίες Ευρώπης και Αμερικής. Επίσης από το γεγονός ότι, μετά τις δραματικές εξελίξεις των αρχών της δεκαετίας 90 και επέκεινα, το ανατολικό όριο του Δυτικού Κόσμου(ΕΕ-ΝΑΤΟ και όχι μόνο) μεταφέρθηκε ανατολικότερα στη Γραμμή Ουράλια όρη – Ουράλης ποταμός – Καύκασος, Ευφράτης π. – Ανατολική Μεσόγειος – Κύπρος, ενώ το βλέμμα των δυτικών έχει αρχίσει να αλλοιθωρίζει\ στρέφεται και προς τη βόρειο Αφρική\αφρικανική ήπειρο
Γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος
Ας εξετάσουμε τώρα εάν η Ελλάδα διαθέτει τους γεωστρατηγικούς παράγοντες, που προαναφέραμε, δηλαδή ποια η γεωγραφική θέση της, τα πολιτικοκοινωνικά της δεδομένα, οι Ένοπλοι Δυνάμεις της και η διεθνής της θέση.
Εκ προοιμίου μπορούμε άφοβα να ισχυρισθούμε ότι Ελλάδα διαθέτει τους Γεωστρατηγικούς αυτούς παράγοντες που απαιτούνται για να είναι στην περιοχή της γεωστρατηγικός δρών πρώτου μεγέθους. Συγκεκριμένα έχει εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια, πολιτική σταθερότητα, ισχυρό κοινωνικό ιστό και κοινωνική συνοχή. Έχει ισχυρή οικονομία, η οποία στην παρούσα περίοδο, όπως όλη η ανθρωπότητα άλλωστε, βρίσκεται, στη δίνη μιας βαθειάς οικονομικής κρίσεως. Επίσης συμμετέχει δυναμικά σχεδόν σε όλα τα δίκτυα οικονομίας και ενεργείας. Έχει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις ικανές να αποτρέψουν κάθε επιβουλέα, αλλά και να υπερασπίσουν εάν χρειασθεί, τον εναέριο, θαλάσσιο και χερσαίο χώρο της αφ’ ενός και αφ’ ετέρου έτοιμες, σε κάθε στιγμή, να εκπληρώσουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τη συμμετοχή της ΝΑΤΟ, την ΕΕ και λοιπούς οργανισμούς όπως: συμμετοχή σε αποστολές ανθρωπιστικής βοηθείας, διατηρήσεως ή και επιβολής της ειρήνης σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία και σε αποστολές. Ομοίως συμμετέχει ενεργά σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, ο ΟΑΣΕ, ο ΟΗΕ, η Παρευξείνεια Ένωση κ.α., κάτι που ισχυροποιεί σημαντικά τη διεθνή θέση της και επαυξάνει σημαντικά τη γεωστρατηγική αξία της χώρας μας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η χώρα μας μέχρι πρόσφατα ήταν η μοναδική βαλκανική χώρα που συμμετείχε στο σύνολο των οργανισμών αυτών, κυρίως ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και ταράσσεται από ενδο-εξωγενείς διενέξεις, όλα δε οι βαλκανικές χώρες είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως κύριο στρατηγικό στόχο να ενταχθούν στο ευρωατλαντικό και ευρωπαϊκό Status.. Για το θέμα αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πολύ περισσότερα, αλλά ο χρόνος δεν το επιτρέπει. Ίσως κατά την περίοδο των ερωτήσεων μας δοθεί η ευκαιρεία.
Τέλος από γεωγραφικής απόψεως ο ελληνικός χώρος βρίσκεται στο κέντρο σημαντικών θαλασσίων οδών. Είναι εκείνος που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο δια του Αιγαίου και νοτιότερα δια της Κρήτης, με τον κυριότερο μεσογειακό άξονα, Γιβραλτάρ – Σουέζ. Δυτικά η Κέρκυρα επιτρέπει τον έλεγχο της διόδου Αδριατικής - Ιονίου Πελάγους. Ο συνεχής αυξανόμενος ρόλος της Αεροπορίας έχει ενισχύσει τη γεωστρατηγική του Ελληνικού εδάφους, διότι η κεντρική του θέση στη Νότια Βαλκανική απέναντι από την Εγγύς Ανατολή και η προβολή του προς Νότο, χάρις στην Κρήτη, προσφέρουν πολύτιμα πλεονεκτήματα στην πολιτική και πολεμική αεροπορία.
Ο λιμένας της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στην κατάληξη του σημαντικότερου χερσαίου άξονα των Βαλκανίων, Μοράβας - Αξιός και στο σημείο συναντήσεώς του με εκείνο που ενώνει την Αδριατική με το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η Εγνατία οδός και οι κάθετοι συνδετήριοι άξονες αυτής επαυξάνει σημαντικά την αξία του λιμένος της Θεσσαλονίκης
Ο ρόλος του θαλασσίου διαύλου Δαρδανελίων – Αιγαίου είναι θεμελιώδης στην περίπτωση αυτή. Αν απολεσθούν τα Δαρδανέλια, η γεωστρατηγική αξία του Αιγαίου καθίσταται σημαντική. Το Αιγαίο με τις τρεις Γραμμές αμύνης που χαράζουν τα Νησιά :
Άνδρος – Μύκονος – Ικαρία – Σάμος
Μήλος – Θήρα- Αστυπάλαια- Κως και
Κρήτη – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος, απαγορεύουν την έξοδο στόλου προς τη Μεσόγειο, αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό παράγοντα. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα για τον θαλάσσιο περίγυρο της Ελλάδος:
Η Ελλάδα είναι μία διεθνής Ναυτική δύναμη. Οφείλει την ύπαρξη και επιβίωσή της στη θάλασσα, ως εκ τούτου πρέπει να ενισχύσει στο έπακρο την εμπορική και στρατιωτική της ισχύ στο υγρό στοιχείο, ώστε να διατηρήσει την ουσιαστική στρατηγική αξία της αναφορικά με τις γεωπολιτικές βλέψεις στην Ευρασία. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει σε αυτή τη γεωπολιτική προσέγγιση η διαχείριση των ζητημάτων του Αιγαίου από Ελληνικής πλευράς. Μία σθεναρή ελληνική παρουσία στον αιγιακό χώρο αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, το οποίο δεν πρέπει «επ΄ουδενί τρόπω» να απωλεσθεί ή περιορισθεί.
Εν κατακλείδι η γεωγραφία προσφέρει στην Ελλάδα ποικιλία δυνατοτήτων βαλκανικών, ευρωπαϊκών, ασιατικών και συμβάλλει στην όλη γεωστρατηγική αξία της.
Η σπουδαία γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος έχει επιβεβαιωθεί από την υπόδειξη του ίδιου του H.J. Mac kinder, ότι η κατάκτηση της Ελλάδος από μία ισχυρή χερσαία δύναμη θα δώσει στη δύναμη αυτή τη δυνατότητα του ελέγχου όλης της «Παγκόσμιας Νήσου»
Γεωστρατηγική αξία της Κύπρου
Η Κύπρος από τον 7ο πΧ αιώνα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εκάστοτε ισχυρών και απετέλεσε το μήλον της Έριδος των εκάστοτε μεγάλων, ναυτικών κυρίως, δυνάμεων, όπως οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, ο Αλέξανδρος και οι επίγονοί του, οι Ρωμαίοι. Ακολουθούν οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Σταυροφόροι, οι Ενετοί, οι Οθωμανοί για να καταλήξει το 1878 στους κοσμοκράτορες και θαλασσοκράτορες της εποχής εκείνης, Άγγλους.
Σε τι όμως οφείλεται η σημαντική γεωστρατηγική αξία της Κύπρου στη διαδρομή της ιστορίας;
Στο ότι η Κύπρος διαθέτει σε σημαντικό βαθμό τους γεωστρατηγικούς παράγοντες που προαναφέραμε. Συγκεκριμένα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, έχει επαρκείς Ένοπλες Δυνάμεις, τηρουμένων των αναλογιών, και βρίσκεται σε πλεονεκτική\δεσπόζουσα γεωγραφική θέση για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Βεβαίως δεν παρουσιάζει εθνολογική ενότητα, ενώ παρουσιάζει και δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Το πολιτικό πρόβλημα και την κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της από την Τουρκία, ενώ η εθνική της κυριαρχία, έχει παραβιασθεί εκτός από την Τουρκική κατοχή και από την ύπαρξη των βρετανικών βάσεων, με το ιδιόρρυθμο κυριαρχικό καθεστώς που τις διέπει. Κύριο όμως μειονέκτημα είναι το πολιτικό της πρόβλημα, που επηρεάζει αρνητικά τη γεωστρατηγική της αξία.
Η διεθνής της θέση με τη συμμετοχή σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς, στην ΕΕ κυρίως, είναι σημαντική, υστερεί όμως λόγω της μη συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ. Το γιατί και πως είναι μεγάλη ιστορία. Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι ένα απαγορευμένο Ταμπού για την πολιτική ηγεσία και για μεγάλο τμήμα του κυπριακού λαού. Αυτό διότι το ΝΑΤΟ έχει συνδεθεί με το πραξικόπημα του 1974 και την Τουρκική εισβολή. Η μη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι όπως είπαμε μειονέκτημα αυτό καθ΄εαυτό, έχει όμως αρνητικές επιπτώσεις και στην αξία που προσδίδει η συμμετοχή της νήσου στην ΕΕ. Αυτό διότι σε ότι αφορά στις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Κοπεγχάγης του 2002, του Δεκεμβρίου 2002(στρατηγική συνεργασία ΕΕ\ΝΑΤΟ) και Μαρτίου 2003(ασφάλεια πληροφοριών ΕΕ\ΝΑΤΟ) στις Βρυξέλες, η όποια συμμετοχή της Κύπρου στην ΚΕΠΠΑ είναι κολοβωμένη.
Ως προς τη γεωγραφική της θέση αυτή θεωρείται δεσπόζουσα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, στο σημείο επαφής τριών ηπείρων(Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής), πλησίον των δύο μεγάλων θαλασσίων αρτηριών, που προαναφέρθηκαν: Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ερυθρά Θάλασσα-Ινδικός και Μαύρη Θάλασσα-Αιγαίο-Μεσόγειος-Ινδικός. Αλλά και στη γεωφυσική της μορφή, τα λιμάνια, τα αεροδρόμιά της και την έν γένει υποδομή της, όπως και την εγγύτητά της με περιοχές μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Η σπουδαία γεωστρατηγική αξία της Κύπρου προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον ασφαλείας. Συγκεκριμένα όπως είπαμε οι στρατηγικοί ΑΝΣΚ της Υπερδυνάμεως, της ΕΕ και γενικότερα της Δύσεως και όχι μόνο τείνουν\κατευθύνονται προς τις περιοχές του Καυκάσου, του Περσικού Κόλπου και της Αφρικής, μετακινώντας ανατολικότερα προς τη Heart Land του Μακ Κίντερ το όριο των ζωτικών συμφερόντων της Δύσεως. Ειδικότερα το ΝΑΤΟ και η ΕΕ επεκτείνονται προς ανατολάς, ενώ όλοι συζητούν και αναλύουν τρόπους επεκτάσεως του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλων Οργανισμών προς τη Βόριο Αφρική. Απόδειξη αυτού είναι η πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να συγκροτήσει ειδική ναυτική δύναμη για περιπολίες σε αφρικανικές θάλασσες, για προστασία των ναυτικών οδών από την πειρατεία. Μήπως η πειρατεία είναι η αφορμή για να τονισθεί ο ρόλος και η απόφαση προάσπισης στρατηγικών συμφερόντων της υπερδυνάμεως στην Αφρική; Από την άλλη πλευρά ο Γάλλος Πρόεδρος μιλά για την ανάγκη στενότερης συνεργασίας των Μεσογειακών χωρών άρα και των βορειοαφρικανικών κ.α. Επομένως το σύγχρονο γεωπολιτικοστρατηγικό περιβάλλον ευνοεί και εξαρτάται από τη δεσπόζουσα αυτή θέση της Κύπρου. Επίσης η Κύπρος βρίσκεται και μπορεί υπό προϋποθέσεις να ελέγξει το κρίσιμο εκείνο σημείο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου όπου καταλήγουν οι πετρελαιαγωγοί της Μοσούλης και του Κιρκούκ μέσω Γιουμουρταλίκ, Τσεϊχάν και τελικά του λιμένος της Αλεξανδρέττας στη Μεσόγειο. Επίσης τις εμπορευματικές διαδρομές μεταφοράς των πετρελαίων του Περσικού Κόλπου τα οποία κατευθύνονται προς τις αγορές της Δύσεως στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω διώρυγος του Σουέζ. Συγχρόνως και με βάση τη σημαντική αξία των αεροπορικών επιχειρήσεων στην εποχή μας ο εναέριος Χώρος ο ευρισκόμενος μεταξύ της απολήξεως του Ακρωτηρίου Άγιος Ανδρέας και της Λαοδικείας (Συρία) πλάτους 100 χλμ μπορεί να ελεγχθεί απολύτως από αεροπορικές δυνάμεις με έδρα τη μεγάλη νήσο. Πολλοί θεωρούν την Κύπρο ως ένα απέραντο σταθερό αεροπλανοφόρο.
Επίσης η ζώνη μεταξύ 35ου και 36ου παραλλήλων, η οποία περιέχει στο Ανατολικό της άκρο την Κύπρο ,σε συνδυασμό και με τη Κρήτη αποτελεί ιδιαζόντως σημαντικό σύνολο γεωστρατηγικών ερεισμάτων για τις θαλάσσιες δυνάμεις, οι οποίες την ανατολική Μεσόγειο, κατά συνέπεια και τη βόρειο Αφρική.
Όποιος λοιπόν ελέγχει τη Κύπρο, το σταθερό αυτό απέραντο αεροπλανοφόρο, κυριαρχεί\ δεσπόζει της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και του ευρύτερου στρατηγικού χώρου που συνδέει τις τρεις ηπείρους και εξασφαλίζει τον έλεγχο και την κάλυψη της κεντρικής Μεσογείου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εάν επιθυμούσαμε εν είδει συμπερασμάτων να κλείσουμε τη σημερινή μας εισήγηση θα τονίζαμε τα ακόλουθα:
Η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος και της Κύπρου είναι σημαντική, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις και αποδεικνύεται ιστορικά, αλλά και από τη σημερινή πραγματικότητα. Να μη μας διαφεύγει ο σημαντικός ρόλος των δύο χωρών στις τελευταίες κρίσεις της Μέσης Ανατολής, του 2006 και την πρόσφατη.
Είναι αναγκαία η διατήρηση σε λίαν υψηλό επίπεδο όλων των παραγόντων ισχύος των χωρών που συμβάλλουν στην γεωστρατηγική, ιδιαίτερα της μαχητικότητος των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας και της Κύπρου, με ότι αυτό σημαίνει από απόψεως εκπαιδεύσεως εξοπλισμών, ηθικού του προσωπικού κ.α..
Είναι απολύτως αναγκαία η σθεναρή ελληνική παρουσία στον αιγιακό χώρο, διότι αυτό αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, το οποίο δεν πρέπει να απωλεσθεί ή περιορισθεί.
Είναι απολύτως αναγκαία η συμμετοχή της Κύπρου σε όλες τις δομές και οργανισμούς της δύσεως, όπως ο συνεταιρισμός για την ειρήνη, σε πρώτη φάση και στο ΝΑΤΟ αργότερα.
πηγή http://www.seetha.gr/
Συνεχίζεται...
Πριν εισέλθουμε στην ανάπτυξη του κυρίως θέματος, κρίνω σκόπιμο όχι υπό μορφή διδασκαλίας, αλλά για να μιλάμε την ίδια γλώσσα, να αναφέρουμε λίγα λόγια για τη Γεωπολιτική.
Η γεωπολιτική είναι μία σχετικά σύγχρονη έννοια και επιστήμη. Ένας πλήρης κατά την άποψή μας ορισμός είναι αυτός που τη θεωρεί ως την έρευνα των σχέσεων των θαλάσσιων και χερσαίων περιοχών της γης και της πολιτικής με σκοπό την εξυπηρέτηση της διεθνούς πολιτικής . Η γεωπολιτική διαφέρει από την πολιτική γεωγραφία κατά το ότι ασχολείται με την αξιολόγηση των διαφόρων γεωγραφικών συνθηκών, τα σύνορα, την κατανομή των πληθυσμών και άλλων παρεμφερών παραγόντων στα πλαίσια των απαιτήσεων – αναγκών της πολιτικής κάθε κράτους. Σύμφωνα με τη γεωπολιτική οι χώρες δεν είναι μόνο νομικές οντότητες, αλλά και δυνάμεις και ως τέτοιες πρέπει να εξετάζονται. Ως πατέρας της γεωπολιτικής θεωρείται ο Σουηδός επιστήμονας και συγγραφέας Rudolf Kjellen, ο οποίος όρισε ότι η γεωπολιτική αποτελεί τη συνδετική γέφυρα μεταξύ του χώρου του φυσικού περιβάλλοντος με το λαό που ζει στο πλαίσιό του.
Οι κυρίαρχες θεωρίες της γεωπολιτικής είναι δύο. Η μία είναι εκείνη που ανέπτυξε ο Ναύαρχος Thayer Maham. Σύμφωνα με αυτήν η ιστορία του κόσμου είναι μία συνεχής πάλη για τον έλεγχο των θαλασσών, υποστηρίζοντας ότι το έθνος εκείνο που θα κυριαρχήσει στις θάλασσες θα ελέγξει τον κόσμο.
Η άλλη θεωρία είναι αυτή των δυνάμεων της ξηράς ή η θεωρία της «Heart Land». Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από το Σκοτσέζο γεωγράφο Sir Halford Mac kinder. Σύμφωνα με αυτήν οι μάζες γης από το Βόλγα μέχρι το Γιαν Τσε και από τα Ιμαλάϊα μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό κυριαρχούν γεωγραφικά και πολιτικά στον κόσμο. Ο Mackinder το 1904 διατύπωσε την άποψη ότι η Ρωσία κατέχει τόση μεγάλη μάζα ευρασιατικών εδαφών, ώστε, εάν ποτέ συμμαχούσε με τη Γερμανία, οι δύο αυτοί σύμμαχοι θα αποκτούσαν την παγκόσμια κυριαρχία. Αργότερα όμως ο ίδιος συνέδεσε τη θεωρία του αυτή και με την αξία του ελέγχου των θαλάσσιων – εμπορικών οδών με την έννοια ότι αποτελούν το μοναδικό τρόπο της Δύσης να αντιδράσει στην απειλή της Ρωσίας, απομονώνοντάς την από τη θάλασσα. Η άποψή του αυτή επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη γεωπολιτική και γεωστρατηγική σκέψη κυρίως της Δύσης.
Ο Αμερικανός Ν. Spykman κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διατηρώντας τις βασικές αρχές προσέγγισης του θέματος του Μακκίντερ, προσχώρησε ακόμα περισσότερο στην πρώτη θεωρία, τονίζοντας την αναπόδραστη ανάγκη της δύσης να χρησιμοποιήσει τις παράκτιες χώρες, οι οποίες κατ’ αυτόν αποτελούν τον «περιφερειακό δακτύλιο» για την απαγόρευση της καθόδου των Σοβιετικών προς Νότο .
Η σημασία των θεωριών αυτών και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής σκέψης και στρατηγικής της Δύσης αποδεικνύεται διαχρονικά από τις πολιτικές και στρατηγικές επιλογές, τόσο των δυτικών κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου, όσο και σήμερα από την υπερδύναμη, αλλά και τις λοιπές δυνάμεις. Δεν μπορώ όμως να αποφύγω τον πειρασμό και να μην αναφέρω δυο λόγια για τη στρατηγική του Μ. Αλεξάνδρου σχετικά με την Ανατολική Μεσόγειο σε σχέση με τη στρατηγική της δύσεως για περίσχεση της Ρωσίας. Δηλαδή τον “περιφερειακό δακτύλιο” του Spykman. Eιδικότερα κατά την κρατούσα άποψη ο ελάχιστος στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας του Μ. Αλέξανδρου ήταν η κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, ενώ ο ευρύτερος η κατάκτηση και ο έλεγχος του συνόλου του τότε γνωστού κόσμου για τη δημιουργία ενός οικουμενικού κράτους, στο οποίο θα ενετάσσοντο όλοι οι κατακτημένοι λαοί, ως αυτόνομες παραγωγικές μονάδες, χωρίς να θιγούν η θρησκεία, ο πολιτισμός και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους . Η όλη επιχείρηση της εκστρατείας φαίνεται ότι κλιμακώθηκε χρονικά και γεωγραφικά σε περιόδους και ενδιάμεσους στρατηγικούς αντικειμενικούς σκοπούς όπως θα λέγαμε σήμερα με την ισχύουσα ορολογία.
Ο πρώτος από τους ενδιάμεσους κύριους στρατηγικούς σκοπούς είναι σαφές ότι ήταν η κυριαρχία επί της Ανατολικής Μεσογείου. Κύρια αιτία της ανάγκης ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου ήταν το γεγονός ότι από τις παράκτιες χώρες και τα λιμάνια τους ο «Μέγας Βασιλεύς» ο Δαρείος δηλαδή, αντλούσε το στόλο του (μέσα και προσωπικό). Με τον οποίο ήλεγχε πλήρως το θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, εξασφαλίζοντας έτσι πλήρη έλεγχο επί των διακινουμένων προϊόντων (υλικών και εφοδίων) από και προς το εσωτερικό της χώρας του .
Συνακόλουθος του προαναφερθέντος λόγου, αλλά εξ’ ίσου σημαντικός, υπήρξε η απειλή που ο στόλος αυτός διαμόρφωνε για την ύπαρξη και συνέχεια της ίδιας της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Ειδικότερα η κυριαρχία, του Περσικού στόλου στη Μεσόγειο συνιστούσε απειλή υπό την έννοια της διαρκούς παρενοχλήσεως των κατακτουμένων περιοχών, των συγκοινωνιών του, αλλά και απειλή κατά των νώτων του Μ. Αλεξάνδρου με τη δυνατότητα που παρείχε στους Πέρσες να αποβιβάσουν εκστρατευτικό σώμα στη νότια Ελλάδα και να επιτύχουν έτσι τη διάρρηξη του χαλαρού δεσμού συμμαχίας των πόλεων – κρατών της λοιπής Ελλάδας με απρόβλεπτες, ίσως καταστρεπτικές, συνέπειες για την τύχη της εκστρατείας, αλλά και την ίδια την Μακεδονία.
Είναι γνωστό ότι η κυρία δύναμη ισχύος του Μ. Αλεξάνδρου ήταν ο στρατός ξηράς. Το υπάρχον ναυτικό είχε συγκροτηθεί εκ των περιστάσεων και με τα 150 πλοία του μόλις επαρκούσε, για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της εκστρατείας. Με βάση το δεδομένο αυτό οι στρατηγικοί σκοποί της εκστρατείας έπρεπε να επιτευχθούν από το στρατό ξηράς. Έτσι και ο στόχος της κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξουδετέρωση του ισχυρού Περσικού στόλου και την περίσχεση θα λέγαμε με σημερινή ορολογία της Περσικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να επιτευχθεί με τη χρησιμοποίηση του στρατού ξηράς. Πως θα επετυγχάνετο κάτι τέτοιο; Με το να καταλάβει με ενέργειες από την ξηρά , τις ναυτικές βάσεις και τις πόλεις που διέθεταν το στόλο στην Περσική Αυτοκρατορία19. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα αποστερούσε το στόλο από τις βάσεις του, ενώ υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να προσχωρήσουν στον Μ. Αλέξανδρο οι στόλοι των καταλαμβανομένων χωρών μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ιωνικές αποικίες της Μ. Ασίας. Συγχρόνως θα απέκοπτε τις γραμμές ανεφοδιασμού της Περσικής Αυτοκρατορίας , ενώ ο ίδιος θα ενίσχυε το πλέγμα βάσεων, ναυτικών και χερσαίων και σταδιακά θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο, εφ’ όσον θα ήλεγχε τις παράκτιες χώρες – λιμάνια – βάσεις. Μετά την επίτευξη του ενδιαμέσου αυτού στόχου ο Μ. Αλέξανδρος θα ηδύνατο από θέσεως αυξανομένης ισχύος να εισβάλει στο εσωτερικό της Περσικής Αυτοκρατορίας να συναντήσει το στρατό της, να τον καταστρέψει και τελικά να επιβάλει την πολιτική του θέληση στον αντίπαλό του, δηλαδή την παράδοσή του σε αυτόν.
Βεβαίως δεν μπορούμε να φαντασθούμε ότι ο Μ. Αλέξανδρος δεν θα μεριμνούσε για την ασφάλεια των πλευρών και των νώτων του. Έτσι μετά από κάθε επιτυχία του σε παράλιες περιοχές όπου υπήρχαν λιμάνια κι ναυτικές βάσεις επιχειρούσε διείσδυση στο εσωτερικό σε μεσόγειες περιοχές για κάλυψη και σταθεροποίηση της θέσεώς του, πριν επιχειρήσει νέα προσβολή σε παράλιες περιοχές. Οι κινήσεις αυτές αποτυπώνονται καθαρά στο ίχνος των αξόνων προελάσεως του. Το ίχνος αυτό σχηματίζει ένα «Ζιγκ ζαγκ». Με τις κορυφές της τεθλασμένης αυτής γραμμής να ευρίσκονται εναλλάξ στα παράλια και στα μεσόγεια. Το συμπέρασμα από αυτή την παρένθεση είναι ότι η στρατηγική αυτή ιδιοφυϊα ο Μέγας Αλέξανδρος εφήρμοσε τις σύγχρονες θεωρίες της γεωπολιτικής πολλούς αιώνες πριν εμφανισθούν.
Και μετά την παρένθεση αυτή ας συνεχίσουμε με τη γεωπολιτική. Η Γεωπολιτική έχει δύο συνιστώσες τη Γεωστρατηγική και τη Γεωοικονομία.
Η γεωστρατηγική, η οποία αποτελεί το ένα από τα δύο σκέλη της γεωπολιτικής είναι συνδεδεμένη άμεσα με τη γεωοικονομία και «συσχετίζει τους γεωπολιτικούς παράγοντες με τη στρατιωτική ισχύ και τους πολιτικούς στόχους».
Οι κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν τη γεωστρατηγική αξία μιας χώρας είναι η γεωγραφική θέση της, τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα, οι Ένοπλοι Δυνάμεις της και η διεθνής της θέση.
Μετά αυτά το ολίγα θεωρητικά και πριν δούμε πως διαμορφώνονται οι προαναφερθέντες παράγοντες για την Ελλάδα και την Κύπρο, θα εξετάσουμε την Ανατολική Μεσόγειο, που αποτελεί καθοριστικό επιχειρησιακό περιβάλλον και για τις δύο υπό εξέταση χώρες.
Ανατολική Μεσόγειος
Η Ανατολική Μεσόγειος είναι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου που κατά κοινή παραδοχή αποτελεί το σημαντικότερο από οικονομικής, γεωπολιτικής και στρατηγικής απόψεως. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο που εκτείνεται ανατολικά του υποθαλάσσιου αναβαθμού που ενώνει τη Σικελία με την Τύνιδα (ακρωτήριο Boeo ή Λιλύβαια άκρα κατά τους αρχαίους – Ακρωτήριο Bonn της Τυνησίας). Το εύρος του δυτικού αυτού ορίου δεν υπερβαίνει τα 72 ν.μ. και στην επιφάνεια σχηματίζει τον Πορθμό της Σικελίας (χάρτης 1 ). Το μέγιστο μήκος κατά την έννοια Ανατολή - Δύση (ακρωτήριο Bonn – κόλπος Αλεξανδρέττας) είναι 1080 ν.μ., ενώ το μέγιστο πλάτος κατά την έννοια Βορράς – Νότος (μυχός Αδριατικής – κόλπος Μεγάλης Σύρτεως) είναι περίπου 920 ν.μ. Κατά άλλους η Μεσόγειος διαχωρίζεται σε τρία επιμέρους τμήματα (Δυτική, Κεντρική, Ανατολική) με ανάλογη μετατόπιση του δυτικού ορίου της Ανατολικής, το οποίον είναι η ελληνική χερσόνησος – Κρήτη- Ντέρνα (Κυρηναϊκής). Η διαφοροποίηση αυτή έχει μικρή επίπτωση στην ανάλυσή μας. Για να ολοκληρωθεί η γεωγραφική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου, θεωρείται αναγκαία η επισήμανση ορισμένων ιδιαίτερων γεωγραφικών χαρακτηριστικών της, η ύπαρξη των οποίων ισχυροποιεί τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική της θέση.
Συγκεκριμένα αναφερόμεθα στα εξής :
• Στις δύο θαλάσσιες πύλες της Ανατολικής Μεσογείου μέσω των οποίων επικοινωνεί με άλλες θάλασσες και δι’ αυτών με σημαντικούς (οικονομικά και στρατηγικά) χώρους ή τους εξασφαλίζει έξοδο σε αυτή. Πρόκειται για τα στενά των Δαρδανελίων διά των οποίων η Μεσόγειος δια του Αιγαίου, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και τις παρευξείνειες χώρες, ενώ γι’ αυτές εξασφαλίζεται η έξοδος στις ανοικτές (θερμές) θάλασσες. Επίσης, για τη διώρυγα του Σουέζ, διά της οποίας η Μεσόγειος επικοινωνεί με την Ερυθρά Θάλασσα, Περσικό Κόλπο και Ινδικό Ωκεανό, αποτελούσα έτσι την οδό επικοινωνίας και ανεφοδιασμού της Ευρώπης και όχι μόνο, με τα πετρέλαια της περιοχής του Περσικού Κόλπου και το εμπόριο Ασίας και Ανατολικής Αφρικής. Επίσης μέσω Δυτικής Μεσογείου δια του Γιβλαρτάρ με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Έτσι διαμορφώνονται οι δύο κύριοι στρατηγικοί άξονες: Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ερυθρά Θάλασσα-Ινδικός και Μαύρη Θάλασσα-Αιγαίο-Μεσόγειος-Ινδικός.
• Στις δύο χερσονήσους, τη Βαλκανική και Ιταλική, οι οποίες εισχωρώντας βαθιά εντός του θαλάσσιου χώρου, διευκολύνουν την πρόσβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στη Μεσόγειο και Βόρειο Αφρική. Αντίστροφα, φέρουν σε ταχύτερη επαφή τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με την Ευρώπη. Επί πλέον οι δύο αυτές χερσόνησοι διαχωρίζουν την Ανατολική Μεσόγειο σε επί μέρους θαλάσσιους χώρους (Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο), διαχωρισμός που διαφοροποιεί επιχειρησιακά την Ανατολική Μεσόγειο από τη λοιπή, η οποία θεωρείται ως ανοικτή θάλασσα.
• Στην ύπαρξη των τριών μεγάλων νησιών Κύπρου, Κρήτης και Μάλτας στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ευρωπαϊκών και αφρικανικών ακτών, που διευκολύνει, αλλά και επηρεάζει σημαντικά τις γραμμές συγκοινωνιών της Μεσογείου, καθώς και την ασφάλειά τους.
Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου ολοκληρώνεται, εάν επισημανθεί η εγγύτητά της προς τη Μέση Ανατολή, με την οποία πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αποτελεί ενιαίο στρατηγικό χώρο, τουλάχιστον η ανατολική της λεκάνη, αλλά και η εγγύτητα με την πετρελαιοπαραγωγική περιοχή των χωρών του Περσικού Κόλπου, η ανοικτή επικοινωνία με την οποία είναι ζωτικής σημασίας παράγων για τις οικονομίες Ευρώπης και Αμερικής. Επίσης από το γεγονός ότι, μετά τις δραματικές εξελίξεις των αρχών της δεκαετίας 90 και επέκεινα, το ανατολικό όριο του Δυτικού Κόσμου(ΕΕ-ΝΑΤΟ και όχι μόνο) μεταφέρθηκε ανατολικότερα στη Γραμμή Ουράλια όρη – Ουράλης ποταμός – Καύκασος, Ευφράτης π. – Ανατολική Μεσόγειος – Κύπρος, ενώ το βλέμμα των δυτικών έχει αρχίσει να αλλοιθωρίζει\ στρέφεται και προς τη βόρειο Αφρική\αφρικανική ήπειρο
Γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος
Ας εξετάσουμε τώρα εάν η Ελλάδα διαθέτει τους γεωστρατηγικούς παράγοντες, που προαναφέραμε, δηλαδή ποια η γεωγραφική θέση της, τα πολιτικοκοινωνικά της δεδομένα, οι Ένοπλοι Δυνάμεις της και η διεθνής της θέση.
Εκ προοιμίου μπορούμε άφοβα να ισχυρισθούμε ότι Ελλάδα διαθέτει τους Γεωστρατηγικούς αυτούς παράγοντες που απαιτούνται για να είναι στην περιοχή της γεωστρατηγικός δρών πρώτου μεγέθους. Συγκεκριμένα έχει εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια, πολιτική σταθερότητα, ισχυρό κοινωνικό ιστό και κοινωνική συνοχή. Έχει ισχυρή οικονομία, η οποία στην παρούσα περίοδο, όπως όλη η ανθρωπότητα άλλωστε, βρίσκεται, στη δίνη μιας βαθειάς οικονομικής κρίσεως. Επίσης συμμετέχει δυναμικά σχεδόν σε όλα τα δίκτυα οικονομίας και ενεργείας. Έχει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις ικανές να αποτρέψουν κάθε επιβουλέα, αλλά και να υπερασπίσουν εάν χρειασθεί, τον εναέριο, θαλάσσιο και χερσαίο χώρο της αφ’ ενός και αφ’ ετέρου έτοιμες, σε κάθε στιγμή, να εκπληρώσουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τη συμμετοχή της ΝΑΤΟ, την ΕΕ και λοιπούς οργανισμούς όπως: συμμετοχή σε αποστολές ανθρωπιστικής βοηθείας, διατηρήσεως ή και επιβολής της ειρήνης σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία και σε αποστολές. Ομοίως συμμετέχει ενεργά σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, ο ΟΑΣΕ, ο ΟΗΕ, η Παρευξείνεια Ένωση κ.α., κάτι που ισχυροποιεί σημαντικά τη διεθνή θέση της και επαυξάνει σημαντικά τη γεωστρατηγική αξία της χώρας μας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η χώρα μας μέχρι πρόσφατα ήταν η μοναδική βαλκανική χώρα που συμμετείχε στο σύνολο των οργανισμών αυτών, κυρίως ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και ταράσσεται από ενδο-εξωγενείς διενέξεις, όλα δε οι βαλκανικές χώρες είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως κύριο στρατηγικό στόχο να ενταχθούν στο ευρωατλαντικό και ευρωπαϊκό Status.. Για το θέμα αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πολύ περισσότερα, αλλά ο χρόνος δεν το επιτρέπει. Ίσως κατά την περίοδο των ερωτήσεων μας δοθεί η ευκαιρεία.
Τέλος από γεωγραφικής απόψεως ο ελληνικός χώρος βρίσκεται στο κέντρο σημαντικών θαλασσίων οδών. Είναι εκείνος που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο δια του Αιγαίου και νοτιότερα δια της Κρήτης, με τον κυριότερο μεσογειακό άξονα, Γιβραλτάρ – Σουέζ. Δυτικά η Κέρκυρα επιτρέπει τον έλεγχο της διόδου Αδριατικής - Ιονίου Πελάγους. Ο συνεχής αυξανόμενος ρόλος της Αεροπορίας έχει ενισχύσει τη γεωστρατηγική του Ελληνικού εδάφους, διότι η κεντρική του θέση στη Νότια Βαλκανική απέναντι από την Εγγύς Ανατολή και η προβολή του προς Νότο, χάρις στην Κρήτη, προσφέρουν πολύτιμα πλεονεκτήματα στην πολιτική και πολεμική αεροπορία.
Ο λιμένας της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στην κατάληξη του σημαντικότερου χερσαίου άξονα των Βαλκανίων, Μοράβας - Αξιός και στο σημείο συναντήσεώς του με εκείνο που ενώνει την Αδριατική με το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η Εγνατία οδός και οι κάθετοι συνδετήριοι άξονες αυτής επαυξάνει σημαντικά την αξία του λιμένος της Θεσσαλονίκης
Ο ρόλος του θαλασσίου διαύλου Δαρδανελίων – Αιγαίου είναι θεμελιώδης στην περίπτωση αυτή. Αν απολεσθούν τα Δαρδανέλια, η γεωστρατηγική αξία του Αιγαίου καθίσταται σημαντική. Το Αιγαίο με τις τρεις Γραμμές αμύνης που χαράζουν τα Νησιά :
Άνδρος – Μύκονος – Ικαρία – Σάμος
Μήλος – Θήρα- Αστυπάλαια- Κως και
Κρήτη – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος, απαγορεύουν την έξοδο στόλου προς τη Μεσόγειο, αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό παράγοντα. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα για τον θαλάσσιο περίγυρο της Ελλάδος:
Η Ελλάδα είναι μία διεθνής Ναυτική δύναμη. Οφείλει την ύπαρξη και επιβίωσή της στη θάλασσα, ως εκ τούτου πρέπει να ενισχύσει στο έπακρο την εμπορική και στρατιωτική της ισχύ στο υγρό στοιχείο, ώστε να διατηρήσει την ουσιαστική στρατηγική αξία της αναφορικά με τις γεωπολιτικές βλέψεις στην Ευρασία. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει σε αυτή τη γεωπολιτική προσέγγιση η διαχείριση των ζητημάτων του Αιγαίου από Ελληνικής πλευράς. Μία σθεναρή ελληνική παρουσία στον αιγιακό χώρο αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, το οποίο δεν πρέπει «επ΄ουδενί τρόπω» να απωλεσθεί ή περιορισθεί.
Εν κατακλείδι η γεωγραφία προσφέρει στην Ελλάδα ποικιλία δυνατοτήτων βαλκανικών, ευρωπαϊκών, ασιατικών και συμβάλλει στην όλη γεωστρατηγική αξία της.
Η σπουδαία γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος έχει επιβεβαιωθεί από την υπόδειξη του ίδιου του H.J. Mac kinder, ότι η κατάκτηση της Ελλάδος από μία ισχυρή χερσαία δύναμη θα δώσει στη δύναμη αυτή τη δυνατότητα του ελέγχου όλης της «Παγκόσμιας Νήσου»
Γεωστρατηγική αξία της Κύπρου
Η Κύπρος από τον 7ο πΧ αιώνα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εκάστοτε ισχυρών και απετέλεσε το μήλον της Έριδος των εκάστοτε μεγάλων, ναυτικών κυρίως, δυνάμεων, όπως οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, ο Αλέξανδρος και οι επίγονοί του, οι Ρωμαίοι. Ακολουθούν οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Σταυροφόροι, οι Ενετοί, οι Οθωμανοί για να καταλήξει το 1878 στους κοσμοκράτορες και θαλασσοκράτορες της εποχής εκείνης, Άγγλους.
Σε τι όμως οφείλεται η σημαντική γεωστρατηγική αξία της Κύπρου στη διαδρομή της ιστορίας;
Στο ότι η Κύπρος διαθέτει σε σημαντικό βαθμό τους γεωστρατηγικούς παράγοντες που προαναφέραμε. Συγκεκριμένα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, έχει επαρκείς Ένοπλες Δυνάμεις, τηρουμένων των αναλογιών, και βρίσκεται σε πλεονεκτική\δεσπόζουσα γεωγραφική θέση για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Βεβαίως δεν παρουσιάζει εθνολογική ενότητα, ενώ παρουσιάζει και δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Το πολιτικό πρόβλημα και την κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της από την Τουρκία, ενώ η εθνική της κυριαρχία, έχει παραβιασθεί εκτός από την Τουρκική κατοχή και από την ύπαρξη των βρετανικών βάσεων, με το ιδιόρρυθμο κυριαρχικό καθεστώς που τις διέπει. Κύριο όμως μειονέκτημα είναι το πολιτικό της πρόβλημα, που επηρεάζει αρνητικά τη γεωστρατηγική της αξία.
Η διεθνής της θέση με τη συμμετοχή σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς, στην ΕΕ κυρίως, είναι σημαντική, υστερεί όμως λόγω της μη συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ. Το γιατί και πως είναι μεγάλη ιστορία. Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι ένα απαγορευμένο Ταμπού για την πολιτική ηγεσία και για μεγάλο τμήμα του κυπριακού λαού. Αυτό διότι το ΝΑΤΟ έχει συνδεθεί με το πραξικόπημα του 1974 και την Τουρκική εισβολή. Η μη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι όπως είπαμε μειονέκτημα αυτό καθ΄εαυτό, έχει όμως αρνητικές επιπτώσεις και στην αξία που προσδίδει η συμμετοχή της νήσου στην ΕΕ. Αυτό διότι σε ότι αφορά στις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Κοπεγχάγης του 2002, του Δεκεμβρίου 2002(στρατηγική συνεργασία ΕΕ\ΝΑΤΟ) και Μαρτίου 2003(ασφάλεια πληροφοριών ΕΕ\ΝΑΤΟ) στις Βρυξέλες, η όποια συμμετοχή της Κύπρου στην ΚΕΠΠΑ είναι κολοβωμένη.
Ως προς τη γεωγραφική της θέση αυτή θεωρείται δεσπόζουσα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, στο σημείο επαφής τριών ηπείρων(Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής), πλησίον των δύο μεγάλων θαλασσίων αρτηριών, που προαναφέρθηκαν: Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ερυθρά Θάλασσα-Ινδικός και Μαύρη Θάλασσα-Αιγαίο-Μεσόγειος-Ινδικός. Αλλά και στη γεωφυσική της μορφή, τα λιμάνια, τα αεροδρόμιά της και την έν γένει υποδομή της, όπως και την εγγύτητά της με περιοχές μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Η σπουδαία γεωστρατηγική αξία της Κύπρου προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον ασφαλείας. Συγκεκριμένα όπως είπαμε οι στρατηγικοί ΑΝΣΚ της Υπερδυνάμεως, της ΕΕ και γενικότερα της Δύσεως και όχι μόνο τείνουν\κατευθύνονται προς τις περιοχές του Καυκάσου, του Περσικού Κόλπου και της Αφρικής, μετακινώντας ανατολικότερα προς τη Heart Land του Μακ Κίντερ το όριο των ζωτικών συμφερόντων της Δύσεως. Ειδικότερα το ΝΑΤΟ και η ΕΕ επεκτείνονται προς ανατολάς, ενώ όλοι συζητούν και αναλύουν τρόπους επεκτάσεως του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλων Οργανισμών προς τη Βόριο Αφρική. Απόδειξη αυτού είναι η πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να συγκροτήσει ειδική ναυτική δύναμη για περιπολίες σε αφρικανικές θάλασσες, για προστασία των ναυτικών οδών από την πειρατεία. Μήπως η πειρατεία είναι η αφορμή για να τονισθεί ο ρόλος και η απόφαση προάσπισης στρατηγικών συμφερόντων της υπερδυνάμεως στην Αφρική; Από την άλλη πλευρά ο Γάλλος Πρόεδρος μιλά για την ανάγκη στενότερης συνεργασίας των Μεσογειακών χωρών άρα και των βορειοαφρικανικών κ.α. Επομένως το σύγχρονο γεωπολιτικοστρατηγικό περιβάλλον ευνοεί και εξαρτάται από τη δεσπόζουσα αυτή θέση της Κύπρου. Επίσης η Κύπρος βρίσκεται και μπορεί υπό προϋποθέσεις να ελέγξει το κρίσιμο εκείνο σημείο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου όπου καταλήγουν οι πετρελαιαγωγοί της Μοσούλης και του Κιρκούκ μέσω Γιουμουρταλίκ, Τσεϊχάν και τελικά του λιμένος της Αλεξανδρέττας στη Μεσόγειο. Επίσης τις εμπορευματικές διαδρομές μεταφοράς των πετρελαίων του Περσικού Κόλπου τα οποία κατευθύνονται προς τις αγορές της Δύσεως στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω διώρυγος του Σουέζ. Συγχρόνως και με βάση τη σημαντική αξία των αεροπορικών επιχειρήσεων στην εποχή μας ο εναέριος Χώρος ο ευρισκόμενος μεταξύ της απολήξεως του Ακρωτηρίου Άγιος Ανδρέας και της Λαοδικείας (Συρία) πλάτους 100 χλμ μπορεί να ελεγχθεί απολύτως από αεροπορικές δυνάμεις με έδρα τη μεγάλη νήσο. Πολλοί θεωρούν την Κύπρο ως ένα απέραντο σταθερό αεροπλανοφόρο.
Επίσης η ζώνη μεταξύ 35ου και 36ου παραλλήλων, η οποία περιέχει στο Ανατολικό της άκρο την Κύπρο ,σε συνδυασμό και με τη Κρήτη αποτελεί ιδιαζόντως σημαντικό σύνολο γεωστρατηγικών ερεισμάτων για τις θαλάσσιες δυνάμεις, οι οποίες την ανατολική Μεσόγειο, κατά συνέπεια και τη βόρειο Αφρική.
Όποιος λοιπόν ελέγχει τη Κύπρο, το σταθερό αυτό απέραντο αεροπλανοφόρο, κυριαρχεί\ δεσπόζει της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και του ευρύτερου στρατηγικού χώρου που συνδέει τις τρεις ηπείρους και εξασφαλίζει τον έλεγχο και την κάλυψη της κεντρικής Μεσογείου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εάν επιθυμούσαμε εν είδει συμπερασμάτων να κλείσουμε τη σημερινή μας εισήγηση θα τονίζαμε τα ακόλουθα:
Η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδος και της Κύπρου είναι σημαντική, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις και αποδεικνύεται ιστορικά, αλλά και από τη σημερινή πραγματικότητα. Να μη μας διαφεύγει ο σημαντικός ρόλος των δύο χωρών στις τελευταίες κρίσεις της Μέσης Ανατολής, του 2006 και την πρόσφατη.
Είναι αναγκαία η διατήρηση σε λίαν υψηλό επίπεδο όλων των παραγόντων ισχύος των χωρών που συμβάλλουν στην γεωστρατηγική, ιδιαίτερα της μαχητικότητος των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας και της Κύπρου, με ότι αυτό σημαίνει από απόψεως εκπαιδεύσεως εξοπλισμών, ηθικού του προσωπικού κ.α..
Είναι απολύτως αναγκαία η σθεναρή ελληνική παρουσία στον αιγιακό χώρο, διότι αυτό αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, το οποίο δεν πρέπει να απωλεσθεί ή περιορισθεί.
Είναι απολύτως αναγκαία η συμμετοχή της Κύπρου σε όλες τις δομές και οργανισμούς της δύσεως, όπως ο συνεταιρισμός για την ειρήνη, σε πρώτη φάση και στο ΝΑΤΟ αργότερα.
πηγή http://www.seetha.gr/
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου