ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!ΜΕ ΑΓΑΠΗ ,ΜΕ ΑΝΤΟΧΗ ΜΕ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ,ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ!!!
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Περιτομή ή Αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα κάλαντα από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών. Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;
Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από την λατινική calendae που σημαίνει νεομηνία. Στην Αρχαία Ελλάδα, συναντάμε κείμενα καλάντων παρόμοια με τα σημερινά με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία του νοικοκυριού. Την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Από το 2ο μισό του 2ου αι π.Χ. γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ρώμη σώθηκε από τρεις αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόννο και τον Ειδό, που ανέλαβαν να θρέψουν τους κατοίκους της. Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα 12 ημερών που ονομάστηκε «Καλάνδας», ο δεύτερος για τις επόμενες 10 μέρες που τις είπαν «Νόννας» και ο τρίτος για τις τελευταίες 8, τις Ειδούς. Με το πέρασμα του χρόνου οι δυο γιορτές επισκιάστηκαν από την πρώτη και έτσι έμεινε η γιορτή των καλένδων ως μεγάλη εορτή και οι άλλες δυο ξεχάστηκαν πολύ πριν την εμφάνιση των χριστιανικών εορτών. Κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, τα κάλαντα-άσματα δημιουργήθηκαν μέσα από την ανάγκη υπενθύμισης του περιεχομένου των εορτών και των συνηθειών που σχετίζονται με αυτές.
Οι γιορτές του ΔωδεκαήμερουΌταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος ο Α΄ τον θρόνο στο Βυζάντιο προσπάθησε να βρει κοινά σημεία ανάμεσα στις ειδωλολατρικές και τις χριστιανικές εορτές, έτσι ώστε η αντικατάσταση τους να είναι ομαλή. Ως αποτέλεσμα, τα Χριστούγεννα τοποθετήθηκαν την 25η Δεκεμβρίου ως αντικατάσταση της γιορτής του Αήτητου Ήλιου ή αλλιώς Μίθρα, που συμβόλιζε την αύξηση του φωτός της ημέρας, η Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου ακολουθώντας την εορτή των καλένδων και τα Φώτα στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα που στην Αλεξάνδρεια γιόρταζαν τα γενέθλια του θεού Χρόνου.
Τα κάλαντα
Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των δημοτικών τραγουδιών τόσο στην μουσική όσο και στα λόγια. Οι στίχοι τους εξιστορούν τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια) με λεξιλόγιο λόγιο αλλά και λαϊκό. Η μουσική που τα συνοδεύει είναι απλή και ευχάριστη, ποικίλλει όμως ανά περιοχή υιοθετώντας στοιχεία από την παράδοση της εκάστοτε περιοχής. http://www.mmb.org.gr/
========
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΝΤΩΝ
Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Έχετε προσέξει οτι τα σημερινά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είναι λίγο...ασυνάρτητα;;
Όσο και αν προσπαθήσετε δεν βγαίνει νόημα μεταξύ των στίχων- για να θυμηθούμε τα Κάλαντα:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Περιτομή ή Αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα κάλαντα από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών. Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;
Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από την λατινική calendae που σημαίνει νεομηνία. Στην Αρχαία Ελλάδα, συναντάμε κείμενα καλάντων παρόμοια με τα σημερινά με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία του νοικοκυριού. Την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Από το 2ο μισό του 2ου αι π.Χ. γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ρώμη σώθηκε από τρεις αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόννο και τον Ειδό, που ανέλαβαν να θρέψουν τους κατοίκους της. Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα 12 ημερών που ονομάστηκε «Καλάνδας», ο δεύτερος για τις επόμενες 10 μέρες που τις είπαν «Νόννας» και ο τρίτος για τις τελευταίες 8, τις Ειδούς. Με το πέρασμα του χρόνου οι δυο γιορτές επισκιάστηκαν από την πρώτη και έτσι έμεινε η γιορτή των καλένδων ως μεγάλη εορτή και οι άλλες δυο ξεχάστηκαν πολύ πριν την εμφάνιση των χριστιανικών εορτών. Κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, τα κάλαντα-άσματα δημιουργήθηκαν μέσα από την ανάγκη υπενθύμισης του περιεχομένου των εορτών και των συνηθειών που σχετίζονται με αυτές.
Οι γιορτές του ΔωδεκαήμερουΌταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος ο Α΄ τον θρόνο στο Βυζάντιο προσπάθησε να βρει κοινά σημεία ανάμεσα στις ειδωλολατρικές και τις χριστιανικές εορτές, έτσι ώστε η αντικατάσταση τους να είναι ομαλή. Ως αποτέλεσμα, τα Χριστούγεννα τοποθετήθηκαν την 25η Δεκεμβρίου ως αντικατάσταση της γιορτής του Αήτητου Ήλιου ή αλλιώς Μίθρα, που συμβόλιζε την αύξηση του φωτός της ημέρας, η Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου ακολουθώντας την εορτή των καλένδων και τα Φώτα στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα που στην Αλεξάνδρεια γιόρταζαν τα γενέθλια του θεού Χρόνου.
Τα κάλαντα
Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των δημοτικών τραγουδιών τόσο στην μουσική όσο και στα λόγια. Οι στίχοι τους εξιστορούν τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια) με λεξιλόγιο λόγιο αλλά και λαϊκό. Η μουσική που τα συνοδεύει είναι απλή και ευχάριστη, ποικίλλει όμως ανά περιοχή υιοθετώντας στοιχεία από την παράδοση της εκάστοτε περιοχής. http://www.mmb.org.gr/
========
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΝΤΩΝ
Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Το ποιητικό είδος των Καλάντων, οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η ιστορική του αρχή, αναφέρεται σε μία σημαντική μορφή πηγαίας λαϊκής δημιουργίας, μαρτυρία κι ανάγνωση της εκκλησιακής λειτουργίας, ως πολύμορφου κοινωνικού γεγονότος.
Τα κάλαντα, αναπτύσσονται πρώτα απ' όλα σε μια θεολογική προοπτική, της οποίας ο χαρακτήρας είναι κατ' εξοχήν διδακτικός. Η λειτουργία τους συμφωνεί με την εικονολογική εκφραστική της εκκλησίας, ώστε να αποτελούν παιδαγωγό ικανό περί τα ευαγγελικά και τα δογματικά, όπως ακριβώς οι εικόνες κατά τον μέγα Βασίλειο, γίνονται τα βιβλία των αγραμμάτων. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως παραδείγματος χάριν στα κάλαντα Κοτυώρων Πόντου, Άναρχος Θεός, τόσο η ποιητική κατ' αλφάβητον σύνθεση, όσο και η θεολογική τους αναφορικότητα, μαρτυρούν κείμενα δουλεμένα σε βάσεις ΄΄συστηματικές΄΄, που είχαν σίγουρα ως σκοπό τους και την δογματική παιδαγωγία της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ακόμα περισσότερο, φαίνεται, πως όσο κι αν η γλώσσα των καλάντων είναι εκείνη των απλών ανθρώπων, οι λογιότερες γλωσσικές μορφές, είτε επιβεβαιώνουν την παιδευτική τους διάσταση, είτε φανερώνουν την ξεχωριστή σημασία, που η διδασκαλία της Εκκλησίας κατείχε στην καθημερινή ζωή των πιστών. Δεν μας δίνουν τον Χριστό μονάχα μες την απλότητά του, αλλά και μες το θάμβος του Μυστηρίου της θείας Οικονομίας: Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός, ο Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός. Ο λαός ποτνιάται της παλιγγενεσίας τραγουδώντας την παραμονή της γιορτής τα κάλαντά του, είτε απλά είτε λογιότερα, έχοντας ωστόσο στραμμένο πάντοτε τον προσανατολισμό του, στην ποιητική παράδοση της Εκκλησίας και ειδικότερα στους κανόνες της εορτής των Χριστού γεννών. Οπότε η θεολογική όψη των ασμάτων αυτών είναι η επί το λαϊκότερον απόδοση των ιερών κειμένων, κι αυτό τους δίνει μία δυναμική ξεχωριστή, καθώς υφίστανται ως μέλος θρησκευτικό, συνάμα και κοσμικό, ήγουν καθολικό.
Φαίνεται, πως η είσοδος του θρησκευτικού στον χώρο του κοσμικού έχει και μια φανέρωση ηθική. Εννοούμε λέγοντας ηθική, πως η γιορτή αξιώνει ένα είδος προσωπικού αναστοχασμού τέτοιου, που να επιτρέπει στον άνθρωπο να εντοπίσει την θέση του στον κόσμο. Η ιερότητα της γιορτής είναι αυτή που κάνει τα πράγματα ιερά, τις ώρες μεγάλες και τις ψυχές ευρύχωρες. Όσα κι αν είναι τα παινέματα των καλανταριστών - εσένα πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια. Και πάλι πρέπει σου καράβι ν΄αρματώσεις και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις…- το επίκεντρο τίθεται στην ηθική του καθήκοντος και της ευθύνης, όχι ως απόρροια μιας ευσέβειας κλειστής, αλλά ως απορροή του εκκλησιακού είναι, του συν-χωρητικού τρόπου υπάρξεως. Είναι κιόλας σαφές, πως τα λόγια αυτών των τραγουδιών, όσο κι αν διακρίνουν τις κοινωνικές τάξεις με εμφανή τρόπο, κοιτούν την ανθρώπινη κατάσταση ως μία πορεία δυναμική προς το υπέροχό της, ως πορεία προς αυτό που όντως είναι. Αυτός ο ανθρωπολογικός βιασμός, έχει τέτοια ένταση, μιας κι αυτή καθ' εαυτή η ενανθρώπηση του αχωρήτου ζητά κατανόηση του αιωνίου με κατηγορίες ενδοϊστορικές. Ζητά την τέλεια εγκόλπωση του αδιαιρέτως της Χαλκηδόνος. Τον άνθρωπο, αδιαιρέτως υπάρχοντα με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι΄αυτό και το κάλαντο θα μας πει πως πρώτα ο Θεός θα σε αξιώσει και μετά ο κόσμος όλος. Δεν υπάρχουν εδώ αξιομισθίες παρά μονάχα καθαρά βλέμματα.
Ξεπροβάλλει εδώ θαρρετά η διαλεκτική Θεού - Ανθρώπου - Κόσμου, ως διαλεκτική μετανοίας. Είναι ο άνθρωπος που ομολογεί μέσα απ' τη μετάνοια, το γένοιτο στην αγάπη του Θεού, όπως αυτή ακραία εκφράστηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου. Και ο άνθρωπος αυτός που καλείται να πει το ΄΄ναι΄΄ στον θείο έρωτα, είναι ο αποστάτης άνθρωπος, εκείνος που προηγουμένως διά του προπάτορος είχε πει το ΄΄όχι΄΄ στου Θεού την κλήση. Αυτή ακριβώς η θέση είναι που πάντοτε δημιουργεί την αντίθεση και την διχασμένη ερμηνευτική. Έκτοτε ο άνθρωπος κυνηγά τον νόστο όχι στον προπτωτικό του τόπο, αλλά μες τον κόσμο, όντας αμετανόητος, αντάρτης και στασιαστής. Η μετάνοια η ίδια ως ενδοϊστορική κατηγορία, δεν εκκινεί απ' το σημείο του προπτωτικού ανθρώπου, αλλά ακριβώς απ΄τη στιγμή της πτώσεως και της εξόδου, από το πρώτο κλάμα του Αδάμ. Εκκινώντας απ' το σημείο αυτό, απαιτεί ανάληψη του εαυτού ενδοϊστορικά. Αυτό την καθιστά όρο επί-ανά-στατικό, καθώς αποτελεί μια συνεχή διαπραγμάτευση του εαυτού ως στροφή εντός, κι ως κίνηση παλλώμενη προς τον Θεό, τον συν-Άνθρωπο και την Κτίση. Δεν αποβλέπει στην αρχαία κατάσταση, αλλά στην λειτουργική κατάσταση της ανοιχτοσύνης του προσώπου. Στο από δόξης εις δόξαν του ηγαπημένου Ιωάννη, ως το είμαστε όλοι εντός του μέλλοντός μας, του Εμπειρίκου. Η δυναμική του να' ναι κανείς χριστοφόρος, είναι δυναμική ενδοϊστορική κι όχι προ-ιστορική, καθώς εγκαινιάζεται με το γεγονός της Ενσαρκώσεως. Η Ενσάρκωση είναι γεγονός και μυστήριο, αφού εκτινάσσει το ανθρώπινο, σε ένα άλλως άλλο ιστορικό έσχατο. Κρατώντας το και νύν, γνέφουμε στο και εις τους αιώνας. Το Αμήν, το 'χει πει προηγουμένως ο ίδιος ο Χριστός στον Θεό και Πατέρα, κι ακριβώς, ως ο Αμήν μας συστήνεται στην Αποκάλυψη, ως η υπακοή η εσχάτη στο πατρικό θέλημα. Αν όλα αυτά έχουν σχέση με την χαρά των καλάντων, είναι γιατί αυτά τα άσματα εισβάλλουν στον χώρο του ιδιωτικού και καλούν σε μία ιδιότυπη ανάληψη ευθύνης, όχι καθηκοντολογική, μα ως απορροή του σταθερού βλέμματος του ανθρώπου προς τον Θεό, κι όταν λέμε του σταθερού βλέμματος του ανθρώπου προς τον Θεό, λέμε μαζί και του βλέμματός μας που 'ναι στραμμένο προς τον συνάνθρωπο. Μέσα σε τούτα τα πεδία, η δυναμική της γιορτής βιάζει αναπόφευκτα και την διάσταση του χρόνου, γι' αυτό και το κάλαντο ψάλλεται την παραμονή της. Δεν προφταίνει ο άνθρωπος, δεν έχει ούτε χώρο, ούτε χρόνο για να συγκρατηθεί, παρά μονάχα παίρνει τους δρόμους, αφού το γεγονός της ενανθρωπίσεως καθορίζει τον ρυθμό της ζωής. Αυτή η είσοδος του θρησκευτικού στο ιδιωτικό, ζητά την εγκαθίδρυσή του ως μία καθ' ημέραν προοπτική.
Αναντίρρητα σε πολλά σημεία, η αναφορικότητα των καλάντων είναι κοινοτιστική ή ειδικότερα, πολιτική και οικονομική. Παρατηρούμε πως συνήθως τραγουδιόνται από ομάδες παιδιών σε σπίτια ανθρώπων σημαντικών. Κι αυτό το γνωρίζουμε απ' όλα εκείνα τα καλά πεσκέσια που ζητούν στο τέλος κάθε άσματος: λουκάνικα, πλευριές, γεμάτα ποτήρια κρασιού απ' του βουτσού τον πόρο…- έβγαλ' την κεσές και δως παράδας…- δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα, δώστα μας και πέντ' έξι αυγά να πάμε σε άλλη πόρτα. Ή αλλού περιγράφονται τα αρχοντικά χτισμένα σπίτια:
Σὲ τοῦτ᾿ τὸ σπίτι ποὔρθαμε, μὶ μάρμαρου στρουμένου…- Ὡραῖα πού ῾ναι τὰ σπίτια φτιαγμένα ὡραῖες οἱ πόρτες μ᾿ ὅλα τὰ κλειδιά.
Όλα τούτα, μαρτυρούν την ύπαρξη μιας ομάδας προυχόντων απ' τους οποίους οι ενδεέστεροι ζητούν. Και δε ζητούν οποιαδήποτε στιγμή, αλλά εκείνη τη γιορτάδα μέρα, πιστεύοντας πως έχει να πει κάτι στην ανθρωπιά τους. Υπάρχει μία κίνηση αγαθών στην κοινότητα , εξαγγελίας της χαράς ένεκα, ώστε εκείνη τη μέρα κατά το δυνατόν η όποια ανισότητα να κλείνει. Να τρων' όλοι πλούσια το ψωμί τους και να πίνουν το κρασί τους, χάρη στην αφθονία που η πνευματική τράπεζα της γιορτής προσπορίζει. Δε φτάνει λοιπόν μονάχα ο πλούτος της αθανάτου και πνευματικής τραπέζης, αλλά κι αυτό το κορμί θέλει να συγχαρεί και να απολαύσει παρά την κακοπάθειά του, την ισότητα που το εκκλησιακό σώμα ορίζει. Δεν είναι όμως μόνο οι πλούσιοι εκείνοι που δίνουν, μα ο καθένας κατά τη δύναμή του προσφέρει καθιστώντας την δωρεά, υπόμνηση ανθρωπιάς : εἶστε ἀπὸ τοὺς πλούσιους,
φλωριὰ μὴν τὰ λυπᾶστε,
ἂν εἶστε ἀπὸ τοὺς δεύτερους,
ξηντάρες καὶ ζολότες
κι ἂν εἶστ᾿ ἀπὸ τοὺς πάμφτωχους
ἕνα ζευγάρι κότες.
ἂν εἶστε ἀπὸ τοὺς δεύτερους,
ξηντάρες καὶ ζολότες
κι ἂν εἶστ᾿ ἀπὸ τοὺς πάμφτωχους
ἕνα ζευγάρι κότες.
Ύστερα, τα τραγούδια αυτά γίνονται αφορμή να ακουστούν και κουβέντες άλλες που οι συνθήκες τις καθημερινότητας δεν το επιτρέπουν. Δηλαδή κάποιος νέος μπορεί με άνεση να εκφράσει τον θαυμασμό του για το κάλλος, για την όψη ενός θηλυκού: Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μ΄ όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου, βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι ακάλη και τον καθάριο αυγερινό τον βάνεις δαχτυλίδι. Το πνεύμα της εορτής επιτρέπει να ομολογούνται τα ανομολόγητα, όχι με την ιλαρότητα των λιανοτράγουδων των Αποκρεών, αλλά μέσα στα ανόθευτα επιφάνεια του έρωτα. Η θρησκευτική ποίηση λοιπόν, περιέχει την ερωτική στιχουργική σε ένα σμίξιμο διακριτικό, μα και πρωτάκουστα εκρηκτικό. Κι έτσι η κόρη λέγεται κρουσταλίδα του Μαγιού και πάχνη από τα χιόνια. Στίχοι που ισοκρατούν ψιθυριστά το Άσμα των Ασμάτων.
Τα κάλαντα και μουσικά ακόμη, υπακούν στις απαιτήσεις της εορτής. Τα περισσότερα τονισμένα σε ήχο Πρώτο, δένοντας με την αρμονική του μέλους των κανόνων, χωρίς παραχορδές, χωρίς μεταβολές γένους, με καλλιφωνική διάθεση μονάχα όπου η αυστηρότητα του βυζαντινού μέλους το επιτρέπει. Άλλες φορές πάλι συναντάμε κάλαντα σε ήχο Τέταρτο Λέγετο, που' ρχονται και κουβεντιάζουν με τα στιχηρά των Αίνων της εορτής, κλείνοντας το μάτι στη χαρά του γιορτινού τραπεζιού που θα ακολουθήσει: (…) πανηγυριστής και χορευτής ων φέρεις. Τέταρτον εύχος μουσικοτάτη κρίσει. Συ τους χορευτάς δεξιούμενος πλάττεις, φωνάς βραβεύεις και κροτών εν κυμβάλοις. Σε τον Τέταρτον ήχον ως ευφωνίας, πλήρη, χορευτών ευλογούσι τα στίφη. Η ρυθμική του ποιήματος σμίγοντας με την δυναμική των ήχων, μπορεί να αφήσει την ψυχή να δουλέψει στους δικούς της κτύπους, αφήνοντας τον κόσμο να ανοίγεται σαν θαύμα.
Αυτό το είδος ποιητικής, μπορεί να δώσει στον άνθρωπο τον τόπο, ώστε να βιώσει ώς τα βάθη της κοινωνικής του υποστατικότητος, το θρησκευτικό ως κοσμικό, αφού ο ευαγγελισμός της εορτής περνά στον δημόσιο χώρο, έχοντας προηγούμενος κατοικήσει στο πρόσωπο του καθενός ξεχωριστά.
Τα κάλαντα έχουν να μας πουν για τα σπίτια μας με τα μαρμαρένια τους πατώματα, για τις ωραίες μας γυναίκες με τα πρόσωπά τους να προβάλουν σαν φεγγάρια απ' τα παράθυρα. Μας λένε για τις κόρες μας, που απ' τις άκριες του κόσμου συρρέουν τα ευγενέστερα αρχοντόπουλα για να τις ζητήσουν, και για τους γιούς μας, που οι σοφότεροι των σοφών, οι πιο σπουδαίοι δάσκαλοι είναι σκυμμένοι πάνω τους ψιθυρίζοντάς τους τα μυστικά των διαβασμάτων. Μας μιλούν όμως τα κάλαντα και για τον Χριστό που γι' άλλη μια φορά γεννιέται στη φάτνη μοναχός του, μακριά απ΄τη τρικυμία του κόσμου και μέσα σ' αυτή΄ παιδί που 'χει ανάγκη τις χωριατοπούλες των ορεινών της Ηπείρου να του αλλάξουν τα βρεφικά του σπάργανα, συντρέχοντας τη μικρομάνα Θεοτόκο. Και τι άλλο μας λένε αυτά τα χαρούμενα άσματα; Μας λένε για τη σφαγή στη Ραμά, για τη Ραχήλ που παράδερνε πάνω απ' τα μακελεμένα παιδιά της. Μας μιλούν για το άρπαγμα του Χριστού απ' τον εβραϊκό όχλο, για το αίμα και την χολή που 'σταξε και ανέβλυσε σαν μύρο. Έτσι, για να 'μαστε στα στασίδια μας την επόμενη μέρη την γιορτάδα και Κυρία, σα βρέφη μες τη φάτνη, χριστοφόροι μες τους προσωπικούς μας τάφους, αναμένοντας της Πασχαλιάς το κρότο και το θάμβος το ανείπωτο.
πηγή: Αντίφωνο
======
======
Αναρωτηθήκατε τι σημαίνουν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς;
Έχετε προσέξει οτι τα σημερινά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είναι λίγο...ασυνάρτητα;;
Όσο και αν προσπαθήσετε δεν βγαίνει νόημα μεταξύ των στίχων- για να θυμηθούμε τα Κάλαντα:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Εκκλησιά με τ' άγιο θόλος (*)
Άγιος Βασίλης έρχεται
Και δε μας καταδέχεται (*)
Από την Καισαρεία
Συ είσ' αρχόντισσα κυρία (*)
Βαστάει πένα και χαρτί
Ζαχαροκάντυο ζυμωτή (*)
Χαρτί χαρτί και καλαμάρι
Δες και με το παλικάρι (*)
Ας δούμε λοιπόν πώς εξηγείται η ασυναρτησία...Η ιστορία μας διαδραματίζεται στο Βυζάντιο. Σε εκείνα τα χρόνια οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές.
Κάποιος νεαρός λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει!
Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους (αυτούς με τα αστεράκια). Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά ταυτόχρονα θα παίνευε την καλή του..!
Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφη, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Αγιο θόλος (θόλος εκκλησίας).
Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται (ο Άη Βασίλης δεν εχει να κανει!) γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
Τέλος κλείνει με τις γαλυφιές! Την λέει ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη (γλυκειά μου) και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.
Έτσι λοιπόν αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό χώρο http://athens.cafebabel.com/el/
Εκκλησιά με τ' άγιο θόλος (*)
Άγιος Βασίλης έρχεται
Και δε μας καταδέχεται (*)
Από την Καισαρεία
Συ είσ' αρχόντισσα κυρία (*)
Βαστάει πένα και χαρτί
Ζαχαροκάντυο ζυμωτή (*)
Χαρτί χαρτί και καλαμάρι
Δες και με το παλικάρι (*)
Ας δούμε λοιπόν πώς εξηγείται η ασυναρτησία...Η ιστορία μας διαδραματίζεται στο Βυζάντιο. Σε εκείνα τα χρόνια οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές.
Κάποιος νεαρός λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει!
Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους (αυτούς με τα αστεράκια). Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά ταυτόχρονα θα παίνευε την καλή του..!
Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφη, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Αγιο θόλος (θόλος εκκλησίας).
Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται (ο Άη Βασίλης δεν εχει να κανει!) γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
Τέλος κλείνει με τις γαλυφιές! Την λέει ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη (γλυκειά μου) και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.
Έτσι λοιπόν αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό χώρο http://athens.cafebabel.com/el/