ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΟΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ [Μέρος Δ΄]


α. Ο Βογομιλισμός στο Β’ Βουλγαρικό Κράτος.
Δύο πολύ σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Βυζαντίου/Ρωμανίας είχαν το ανάλογο αντίκτυπο στην αντιμετώπιση του Βογομιλισμού. Το πρώτο ήταν η σύσταση του Β’ Βουλγαρικού κράτους (1186-1396) και το δέυτερο η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204. Οι αιρετικοί έπαιξαν τό δικό τους ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων αυτών. Παυλικιανοί και Βογομίλοι αδιακρίτως βοήθησαν στην ευνοϊκή για τους Βούλγαρους εξέλιξη της επανάστασης, λειτουργώντας ως πέμπτη φάλαγγα, εντός των πολιορκούμενων αυτοκρατορικών πόλεων. Επίσης, είχαν εγκαινιάσει πολιτική επιγαμιών με τους Κουμάνους και χρησίμευσαν ως μεσάζοντες στην δημιουργία Βουλγαρο-κουμανικής συμμαχίας. Η συμμαχία αυτή έσωσε την επανάσταση των Άσεν και οδήγησε τελικά στην δημιουργία του Β’ Βουλγαρικού Κράτους, με πρωτεύουσα το Τύρνοβο (η παλαιά πρωτεύουσα Πρεσλάβα καταλήφθηκε αργότερα).
Το 1189 Παυλικιανοί και Βογομίλοι βοήθησαν τα στρατεύματα της Γ’ Σταυροφορίας του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα να καταλάβουν την Φιλιππούπολη. Υποδέχθηκαν με χαρά τους Γερμανούς κατακτητές.
«τήν δέ Φιλιππούπολιν εἰσιών κεκενωμένην εὗρε τῶν πλειόνων καί ἐπιφανεστέρων αὐτῆς οἰκητόρων˙ εἰ γάρ τις καί ὑπολέλειπτο, πτωχεύων ἦν οὗτος καί τήν οὐσίαν πᾶσαν ἐν οἷς ἐνεδέδυτο ἀριθμῶν καί τοῖς Αρμενίοις κατειλεγμένος. οὗτοι γάρ μόνοι τῶν ἁπάντων οὐκ ἐπιδρομή ἐθνῶν ἀλλά φίλων παρουσίαν τήν τῶν Ἀλαμανῶν διέλευσιν ἡγηντο, ἐπειδή καί συγχρῶνται Ἀρμενίοις Ἀλαμανοί καί κατά τῶν αἱρέσεων τάς πλείστας ἀλλήλοις συμφέρονται˙ Ἀρμενίοις γάρ καί Ἀλαμανοῖς ἐπ’ ἴσης ἡ τῶν ἁγίων εἰκόνων προσκύνησις ἀπηγόρευται, καί τοῖς ἀζύμοις κατά τάς ἱεροτελεστίας ἀμφότεροι κέχρηνται, καί ἄλλα ἄττα ὀρθοδόξοις Χριστωνύμοις ἀπόβλητα οὗτοι σφαλλόμενοι τοῦ ὀρθοῦ τηροῦσιν ὡς ἔννομα[i]».
Ως Αρμένιους καλούσαν συνήθως τους Παυλικιανούς, αλλά η αναφορά στα άζυμα δείχνει ότι ήταν Βογομίλοι.
Τον ίδιο ρόλο έπαιξαν αργότερα, όταν το 1205 η πόλη βρίσκονταν στα χέρια του Φράγκου Renier de Trit. Κάλεσαν τον Τσάρο των Βουλγάρων Καλογιάννη, Ιβάν Α’ Ασεν, γνωστό στις ελληνικές πηγές και ως «Σκυλογιάννη», και του παρέδωσαν την Φιλιππούπολη. Όταν ο Καλογιάννη εισήλθε στην πόλη έσφαξε όλους τους Λατίνους. Ο Ιβάν Α’ κατάλαβε την έμπρακτη βοήθεια που μπορούσαν να του παράσχουν οι αιρετικοί στην δήωση της Θράκης και εμφανίζονταν ως προστάτης τους.
Το δεύτερο συνταρρακτικό γεγονός της περιόδου, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και η ίδρυση της λατινικής αυτοκρατορίας, ανάγκασε το ορθόδοξο πατριαρχείο να μετεφερθεί στην Νίκαια. Η διαταγή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ να δηλώσει όλος ο ορθόδοξος κλήρος της Πόλης υποταγή σ’ αυτόν και η συνακόλουθη άρνηση, είχε ως αποτέλεσμα διωγμό των ορθόδοξων ιερέων. Συνεπώς κέντρο του αντιαιρετικού αγώνα, συν τοις άλλοις, μεταφέρθηκε στη Νίκαια.
Στις αρχές του ΙΓ’ αι. η Εκκλησία της Βοσνίας, αν και ακολουθούσε το σλάβικο μυστηριακό τυπικό βρίσκονταν στην δικαιοδοσία του πάπα. Από την Historia Salonitarum[ii] του Θωμά, αρχιδιάκονου στο Σπαλάτο (Σπλιτ), και την αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ, γίνεται γνωστό ότι οι Βογομίλοι διώχθηκαν στην περιοχή από τον Βερνάρδο του Σπαλάτο, και βρήκαν προστασία στον Ban Kulin. Κατόπιν συνεννοήσεως του πάπα με τον βασιλιά των Ούγγρων , και τις πιέσεις που ασκήθηκα από τον δεύτερο στον Ban Kulin, έγινε μια συνάντηση με τον παπικό λεγάτο Ιωάννης της Κασαμάρης. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν οι Βογομιλικές κοινότητες της Βοσνίας να υπαχθούν στην παπική εκκλησία.
Στην Βουλγαρία, η πολιτική του Ιβάν Α΄ δεν ακολουθήθηκε από τον διάδοχό του Τσάρο Βορίλα (1207-1218). Παπικός λεγάτος σταλμένος ήδη από το 1206[iii], τον έπεισε να ξεκινήσει διώξεις εναντίον των Βογομίλων. Ως κατάληξη είχε την σύγκληση Συνόδου της Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1211 στο Τύρνοβο, όπου αναθεματίστηκαν οι Βογομίλοι και ο αρχηγός τους Πέτρος ο Καππαδόκης. Ο Πέτρος ήταν ο Βογομίλος επίσκοπος Σαρδικής[iv]. Η Σύνοδος εξέδωσε Συνοδικό (διακρίνεται από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας ως του Τσάρου Βορίλα) με αναθέματα κατά των αιρεσιαρχών και των κακοδοξιών. Όπως απέδειξε ο Guillard, το Συνοδικό του Τσάρου Βορίλα[v] δανείζεται τα αναθέματα, τα οποία περιέχονται στην Επιστολή του πατριάρη Κοσμά Α’, που αναφέρθηκε παραπάνω, με διαφορετική σειρά[vi].
Η Σύνοδος αποφάσισε την προσωποκράτηση των Βογομίλων. Οι κρατούμενοι θα έπρεπε να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία ειδάλλως θα φυλακίζονταν[vii]. Από τις ανακρίσεις που περιγράφονται, φαίνεται ότι ο τσάρος Βορίλας αντέγραψε τον Αλέξιο Κομνηνό. Πολλοί μετεστράφησαν στην Ορθοδοξία. Ωστόσο, ισχυρός πυρήνας Βογομίλων παρέμεινε αμετανήτος και λίγα χρόνια μετά βοήθησαν τον σφετεριστή Ιωάννη Ασάν Β’ (1218-1245), να τον ανατρέψει και ν’ αναλάβει την εξουσία[viii].
Ο νέος τσάρος φάνηκε ανεκτικός απέναντί τους. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΧ (1227-47) παραπονέθηκε στον βασιλιά της Ουγγαρίας Μπέλα IV (1235-1270) , ότι ο Ιωάννης Ασάν προστάτευε τους αιρετικούς στην επικράτειά του[ix]. Τα κίνητρα του πάπα δεν ήταν αγνά. Ο Ιωάννης Ασάν είχε διακόψει τις σχέσεις του μαζί του και είχε στρέψει την θρησκευτική πολιτική του στην φυσική πηγή της, το Ορθόδοξο πατριαρχείο, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Νίκαια. Ταυτόχρονα, πίεζε στρατιωτικά μαζί με τους Έλληνες τον Βαλδουίνο στην Κωνσταντινούπολη. Ο πάπας κήξρυξε σταυροφορία εναντίον των Βουλγάρων το 1238 και όρισε αρχηγό της τον βασιλιά των Ούγγρων. Η μογγολική εισβολή στην Ουγγαρία το 1241-2 ανέτρεψε τα σχέδιά του.

β. Ο αντιαιρετικός αγώνας της Νίκαιας.
Την ίδια εποχή στην Νίκαια ο πατριάρχης Γερμανός Β’ (1222-1240) έδινε πολυμέτωπο αγώνα. Με επιστολές και ομιλίες εμψύχωνε τους υπόδουλους στους Φράγκους να υπομένουν τις διώξεις των Λατίνων και να κρατούν την ορθόδοξη πίστη τους, τους Κανόνες, την Παράδοση και τα εκκλησιαστικά έθιμα[x].
«Καί θέλομεν ὑμῖν, τοῖς καλοῖς τέκνοις, καί προσελθεῖν καί προσεγγίσαι καί παρακαλέσαι τάς κατωδύνους ὑμῶν ψυχάς καί θρέψαι βρώματι λογικῷ, ἀλλά με τό προφανές τοῦ κινδύνου ἱστᾷ. Θέλω τηγανιζομένοις ἡμῖν τῇ φλογί τῶν συμφορῶν καί τῶν μακρῶν περιστάσεων προσελθεῖν καί δακτύλῳ, πνευματικῷ φημι χαρίσματι τῆς διδασκαλίας, ἐκτακείσας δροσίσαι ὑμῶν τάς καρδίας. Ἀλλά μέγα χάσμα ἐστήρικται μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν[xi]».
Ταυτόχρονα, δεν παρέλειπε να στιγματίζει τις κακοδοξίες των Βογομίλων[xii].

γ. Ο άγιος Θεοδόσιος Τυρνόβου.
Για αρκετές δεκαετίες οι Βογομίλοι εξαφανίστηκαν από τις πηγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αίρεση εξέλειπε. Θεωρείται περίοδος παρακμής του Βογομιλισμού, μέχρι την εξάλειψή του από τους Οθωμανούς. Εμφανίζονται ξανά στο βίο του αγίου Θεοδοσίου Τυρνόβου. Ο άγιος Θεοδόσιος έζησε στα τέλη του ΙΓ’ και αρχές του ΙΔ’ αι. Ήταν μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη. Σε ώριμη ηλικία ίδρυσε μοναστήρι κοντά στο Τύρνοβο, στην Βουλγαρία, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της επιστασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την οποία ο Θεοδόσιος Βουλγαρίας προσπαθούσε να απεμπολίσει. Κοιμήθηκε το 1363 κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Βίο του συνέγραψε ο πατριάρχης Κάλλιστος Α’ (1350-1353 & 1355-1363). Υπήρξε επίσης μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, και ασκήθηκε για πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος. Εκεί διετέλεσε μέλος επιτροπής κατά των Βογομίλων, οι οποίοι από την δεκαετία του ‘20 προσπαθούσαν να διεισδύσουν στον Άθω. Ο Βίος του αγίου Θεοδοσίου δεν σώζεται στην ελληνική, αλλά μόνο σε παλαιοσλαβονική μετάφραση του ΙΕ’ αι[xiii].
Σύμφωνα με τον Βίο η αίρεση διαδόθηκε μεταξύ των μοναχών του Αγίου Όρους από μια καλόγρια την Ειρήνη. Αυτή ζούσε στην Θεσσαλονίκη και εμφάνιζε ευσεβή ζωή. Στην πραγματικότητα κατηχούσε όσους την επισκέπτονταν στην δυσέβειά της. Οι Βογομίλοι μοναχοί περιφέρονταν ως ζητιάνοι στην περιοχή του Άθωνα, απαιτώντας ελεημοσύνες από τα μοναστήρια. Αν κάποιο μοναστήρι αρνούνταν να τους ελεήσει, κατέστρεφαν τις ελιές και τα αμπέλια του. Αυτό συνεχίστηκε για μια τριετία, μέχρι που η κοινότητα του Αγίου Όρους συνήλθε σε σύνοδο, τους αναθεμάτισε και τους έδιωξε. Η Ιερά Κοινότης όρισε τότε υπεύθυνο του αντιβογομιλικού αγώνα τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κάλλιστο Α’. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στην Θεσσαλονίκη και την Βέροια κατά τον Νικηφόρο Γρηγορά[xiv].
Δύο από εκδιωχθέντες κατέφυγαν στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας, ο Λάζαρος και ο Κύριλλος, ο επονομαζόμενος γυμνόπους. Ο Λάζαρος έγινε Αδαμίτης και εφάρμοζε γυμνισμό. Οργάνωνε συναθροίσεις σε σπίτια και βεβήλωνε τις άγιες εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Δίδασκε ότι τα όνειρα είναι θεϊκές αποκαλύψεις και ενθάρυνε τους ακόλουθούς του να χωρίζουν και να επιδίδονται σε ασχήμιες. Ο δεύτερος, ο Κύριλλος αναφέρεται στον αντι-βογομιλικό τόμο του Αγίου Όρους.
Το 1350 έγινε σύνοδος στο Τύρνοβο κι εκεί καταδικάστηκαν οι βογομιλικές δοξασίες, ο Λάζαρος, ο Κύριλλος και ο μαθητής του Στέφανος. Ο Λάζαρος μετανόησε κι επέστρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι άλλοι δύο έμειναν μετανόητοι και στιγματίστηκαν με πυρωμένο σίδηρο, κατά διαταγή του τσάρου Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371)[xv].
Λίγο νωρίτερα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεταβαίνοντας στο Άγιο Όρος, μετά την εκδημία του πατέρα του, στάθμευσε στο Παπίκιο όρος στη Θράκη. Εκεί συνάντησε Μασσαλιανούς μοναχούς, ονομασία συνηθισμένη για τους Βογομίλους. Κατά την διήγηση του αγίου Φιλόθεου Κόκκινου:
«Καί οἱ πρός τῷ γειτνιάζοντι σκηνοῦντες αὐτοῖς ὅρει τά Μαρκιανιστῶν ἤ Μασαλιανῶν ἄνωθεν ἐκ προγόνων νοσοῦντες τῆς Γρηγορίου θαυμαστῆς δηλαδή γλώττης οὐκ ἀγενές γεγόνασι τρόπαιον˙ ὡς γάρ ἥσθοντο κἀκεῖνοι τοῦ ἀνδρός ἐκεῖ παρά τῷ ὅρει καί ταῖς μοναστῶν σκηναῖς γεγονότος, πρῶτα μέν κατά δύο καί τρεῖς ἀπήεσαν πρός ἐκεῖνον, ὁμιλίας χάριν καί διαπείρας˙ ὡς δέ ἔγνωσαν μηδ’ ἵκταρ τό τοῦ λόγου πρός αὐτόν βάλλειν δεδυνημένοι, πρός ἑαυτούς ὑπεχώρουν αὖθις, ἀδυναμίαν μέν ἑαυτοῖς διαλέξεώς τε καί τοῦ σώζοντος λόγου, τοῖς δέ σφῶν αὐτῶν διδασκάλοις τήν διαλεκτικήν δύναμιν καί τό κράτος τῶν περί Θεοῦ λόγων, καί τήν δογματικήν ακρίβειαν ὑπ’ ἀπορίας προσμαρτυρούντες, καί ὡς οὐδ’ ἄν, φησί, δυνηθείης εἰς ὅψιν τε καί λόγους αὐτός ποτ’ ἐκείνοις οὐδέ πρός ὀλίγον ἐλθεῖν. Ἀλλ’ ὁ Γρηγόριος Πνεύματος γεγονώς πλήρης, καί τόν περί Θεοῦ συκοφαντούμενον ζηλοτυπήσας κάλλιστα λόγον, οὐδέ τήν φέρουσαν πρός ἐκείνους ἀπείπεν, ἀλλώ τῶν ἀδελφῶν μεθ’ ἑαυτοῦ λαβών τόν ἕτερον μόνον, σπουδῇ πρός ἐκείνους ἀνήει. Οἶα μέν οὖν καί ὅσα τοῖς ἐξάρχεις τε καί καθηγηταῖς τῆς αἱρέσεως, εἰς διάλογον καταστάς, καί συμμίξας Πνεύματι διείλεκται θείῳ, καί ὡς τά παρ’ ἐκείνων προβλήματα καί ζητήματα δίκην ἀραχνίων ἀμογητί διαλύων ὁμοῦ πάντα, πρός πᾶν τοὐναντίον τά τοῦ ἀγῶνος αὐτοῖς περιέτρεψε, μηδέν ὑγιές μήτ’ αὐτούς μηδοπωσοῦν λέγοντας ἀποδείξας, καί μάτην κατά τῆς Ἐκκλησίας τά μή ὄντα παραληροῦντάς τε καί συμπλάττοντας, λέγειν ἐφεξῆς οὐ τοῦ παρόντος ἄν εἴη καιροῦ καί τοῦ λόγου, μείζονος ἰστορίας ἔργον γε ὄντα[xvi]»
Η θεόπνευστη σοφία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αποδείχθηκε ακαταγώνιστη. Στην προβαλλόμενη επιχειρηματολογία των Βογομίλων, απαντούσε με αγιογραφικά χωρία, δείχνοντας τις φλυαρίες τους αστοιχείωτες. Όταν αυτοί κατάλαβαν ότι δεν μπορούν ν’ αντιπαρατεθούν μαζί του, προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν, υποτυπώνοντας την επικίνδυνη επίδραση της αίρεσης. Το σχέδιό τους απέτυχε. Και σαν να μην έφτανε η αποτυχία της δολοπλοκίας, πείσθηκαν και οι ίδιοι για την ματαιολογίας τους και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετανόησαν, εξομολογήθηκαν και εντάχθηκαν στην Εκκλησία.
Στο δεύτερο μισό του ΙΔ’ (1365-70) οι βόρειες επαρχίες της Βουλγαρίας κατακτήθηκαν από τους Ούγρους. Μέσω αυτών επιχειρήθηκε η υπαγωγή τους στον Παπισμό. Για τον σκοπό αυτό στάλθηκαν Φραγκισκανοί μοναχοί στην περιοχή, οι οποίοι ανέφεραν την ύπαρξη αμέτρητων Παταρηνών[xvii]. Αυτή είναι και η τελευταία αναφορά σε Βογομίλους στην Βουλγαρία. Ως το 1393 η χώρα κατακτήθηκε από του Οθωμανούς και οι αιρετικοί εξαφανίστηκαν, χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη. Πιθανολογείται ότι εξισλαμίστηκαν.

δ. Η βογομιλική Εκκλησία της Βοσνίας.
Την ίδια εποχή (1391) πέθανε ο βασιλιάς της Βοσνίας Στέφανος Tvrtko, έχοντας οδηγήσει το βασίλειό του σε μέρες ακμής. Επί των ημερών του η βογομιλική εκκλησία της Βοσνίας γνώρισε την μεγαλύτερη άνθησή της. Όντας ανάμεσα στους Ορθόδοξους Σέρβους και τους Παπικούς Ούγγρους, ο Στέφανος επέλεξε να κάνει την βογομιλική, επίσημη Εκκλησία του κράτους του. Εις μάτην ο πάπας Ιννικέντιος Δ’ έδωσε εντολή στον παπικό επίσκοπο Βοσνίας να ζητήσει κυβερνητική βοήθεια για την εξάλειψη της αίρεσης[xviii]. Εις μάτην ο πάπας Ουρβάνος Ε’ αφόρισε προκαταβολικά όσους θα έδιναν φιλοξενία στους αιρετικούς[xix]. Εις μάτην ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λουδοβίκος ανάγκασε τον Tvrtko να υποσχεθεί ότι θα εκδιώξει τους Παταρηνούς[xx]. Η εκκλησία της Βοσνίας παρέμεινε βογομιλική για πολιτικούς λόγους.
Αλλά με τον θάνατο του Tvrtko η χώρα περιήλθε σε κατάσταση δυναστικού ανταγωνισμού, με τους Τούρκους προ των πυλών, ήδη από την μάχη του Κόσσοβο το 1389. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Βοσνία έγινε ουγγρική επαρχία. Ο Ούγγρος Σιγισμούνδος, όρισε τον γιο του προηγούμενου βασιλιά, Tvrtko Β’, ως ηγεμόνα της χώρας. Ο τελευταίος δεν κατάφερε να κρατηθεί στη θέση του και ανατράπηκε από τον υποτελή στους Τούρκους ηγεμόνα της Ερζεγοβίνης, Στέφανο Οστόγια. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο γιος του Οστόγιτς παρείχαν πλήρη υποστήριξη και κάλυψη στον Βογομιλισμό. Υπολογίζεται ότι ολόκληρη η Ερζεγοβίνη, όπως και η σημαντική λόγω ύπαρξης μεταλλείων αργύρου, επαρχία της Σρεμπρένιτσα, είχαν αμιγείς βογομιλικούς πληθυσμούς.
Παρά την ανάκτηση της Βοσνίας από τον Tvrtko Β’, δεν έγιναν ιδιαίτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των Βογομίλων. Η παπική Ουγγαρία είχε στρέψει το ενδιαφέρον της στην αντιμετώπιση των αιρετικών Χουσσίτων. Το 1432 ο πάπας Ευγένιος ο Δ’ έστειλε έναν Φραγκισκανό μοναχό, τον Ιάκωβο της Μπρέσκια, για ν’ ανασυντάξει την οργάνωση των Φραγκισκανών στην Βοσνία. Του παραχωρήθηκε πλήρη εξουσιοδότηση και ο τίτλος του Ιεροεξεταστή[xxi]. Αυτός εργάστηκε επί τετραετία, αλλά η αυστηρότητά του τον έκανε μισητό ακόμη και από την ίδια την αδελφότητά του. Ο Μέγας Μάγιστρος των Φραγκισκανών αναγκάστηκε να του στείλει επιστολή από την Τουλούζη, και να του συστήσει να είναι λιγότερο αυστηρός με τους αδελφούς[xxii]. Ο ζήλος του προσέκρουσε στην απάθεια του βασιλιά Tvrtko και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Στην πραγματικότητα ο βασιλιάς δεν είχε και πολλές δυνατότητες για να ελέγξει την αίρεση.
Στην Βοσνία είχε πια δημιουργηθεί βογομιλική αριστοκρατία, η οποία, όπως φαίνεται ήλεγχε τις πολιτικές εξελίξεις. Γνωστοί Βογομίλοι αριστοκράτες ήταν ο Σανδάλ Χράνιτς και ο Βοεβόδας Ράντοσαβ Παύλοβιτς. Το 1443 ο Tvrtko εκτελέστηκε και στην θέση του τοποθετήθηκε ο Βογομίλος Στέφανος Θωμάς, γιος του Στέφανου Όστογιτς. Την επόμενη χρονιά ο Στέφανος Θωμάς, έχοντας λάβει υποσχέσεις από τον πάπα για βοήθεια κατά των Τούρκων, αποκήρυξε την αίρεση και έγινε Παπικός. Χώρισε την Βογομίλα σύζυγό του και παντρεύτηκε την ευγενικής καταγωγής Αικατερίνη, κόρη του Δούκα του Αγ. Σάββα, η οποία επίσης από Βογομίλα έγινε Παπική[xxiii]. Οι κινήσεις αυτές ήταν διπλωματικές. Το βασιλικό ζεύγος δεν σκόπευε να προχωρήσει σε διώξεις των Βογομίλων και επιβολή του Παπισμού στην χώρα. Το 1446 ο πάπας, δια του Ούγγρου Ιωάννη Ουνιάδη προσπάθησε ν’ ασκήσει πίεση στον Στέφανο Θωμά, ώστε να ασχοληθεί πιο ενεργά με το θέμα της αίρεσης. Μόλις το 1450 ο Στέφανος Θωμάς, υπό την προτροπή του παπικού νούντσιο απαγόρευσε την τέλεση των βογομιλικών μυστηρίων[xxiv]. Η κίνηση αυτή δίχασε την χώρα. Οι Βογομίλοι στράφηκαν στους Οθωμανούς για βοήθεια. Από την πλευρά του ο πάπας υπόσχονταν σταυροφορίες, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Το 1461 ο Στέφανος Θωμάς δολοφονήθηκε από τον γιο του Στέφανο Τομάσεβιτς. Το 1463 ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισέβαλε στην Βοσνία. Το κλειδί για την κατάκτησή της ήταν το φρούριο Μπόμποβατς. Φρούραρχος ήταν κάποιος Ράντακ, ο οποίος είχε αποκηρύξει με την βία τον Βογομιλισμό και είχε γίνει Παπικός. Αυτός δεν έχασε την ευκαιρία. Παρέδωσε το φρούριο στον Μωάμεθ, κάνοντας την υποταγή της Βοσνίας στους Οθωμανούς, θέμα ημερών. Η Ερζεγοβίνη από την πλευρά της όντας περιτειχισμένη από ορεινούς όγκους παρέμεινε ανεξάρτητη για μια εικοσαετία. Μόνο η Ζέτα ή Μοντενέγκρο δεν υπέκυψε στους Τούρκους.
Οι Βογομίλοι αγαλλίασαν με την πτώση των Βαλκανίων στα χέρια των Τούρκων. Δεν γνώριζαν ότι αυτή θα ήταν και η καταστροφή τους. Με διαταγή του Σουλτάνου, μόνο όσοι εξισλαμίζονταν μπορούσαν να κρατήσουν τις περιουσίες και τους τίτλους τους. Οι Βογομίλοι αριστοκράτες της Βοσνίας, απηυδησμένοι από την συμπεριφορά των παπικών απέναντί τους, προτίμησαν τον εξισλαμισμό. Οι απλοί αιρετικοί ακολούθησαν το παράδειγμα των πρώην κυρίων τους.

ε. Τα τελευταία χρόνια.
Στην ελληνική επικράτεια, σε ότι απέμεινε από αυτήν, η τελευταία αναφορά στους Βογομίλους γίνεται μέσα από το εργο του Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1411-1429), Διάλογος κατά πασών των αιρέσεων. Στο έργο του κατατάσει τους Βογομίλους μεταξύ των γνωστικών, Σίμωνος του Μάγου και Μάνεντος, ως διαδόχων του δευτέρου. Στο κεφ. ΙΑ’ , Κατά Σίμωνος του μάγου, και Μάνεντος, και κατά των δυσσεβών Βογομύλων, ήτοι Κουδουγέρων, γράφει:
«Καί πλείστοι ἄλλοι τοῖς ἀληθείας ἐχθροί, οἴτινες καί ἀθέως δύο ἀρχάς ἐδογμάτιζον. Ἐξ ὧν καί νῦν εἰσιν οἱ Βογομύλοι, ἀνθρώπια δυσσεβῆ, οἱ καί Κουδούγεροι καλούμενοι. Διό καί ὑμᾶς περί αὐτῶν ἀνάγκη μαθεῖν, ὡς καί πλησίων ὅντων τῇ κατοικίᾳ[xxv]»
Για την ερμηνεία του όρου «Κουδούγεροι» έχουν γίνει κάποιες προτάσεις. Ο Steven Runciman θεωρεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος Συμεών τους ονομάζει έτσι από το όνομα κάποιου υποτιθέμενου χωριού, το οποίο θα πρέπει να ήταν το κέντρο τους[xxvi]. Ο D. Obolensky αντιδρά σε αυτήν την ερμηνεία διότι ο Runciman υπονοεί ότι οι Βογομίλοι είχαν εξαλειφθεί από τα Βαλκάνια και είχαν περιοριστεί σε μια μικρή κοινότητα, οπότε θεωρεί την υπόθεση μειωτική και συνάμα προσβλητική κάποιου εθνικιστικού συναισθήματος – προφανώς όχι θρησκευτικού. Για να την ακυρώσει προχωρά σε μια άλλη, σύμφωνα με την οποία η λέξη έχει κοινή ρίζα με δυο χωριά της Μακεδονίας[xxvii], κάτι που κατά τον ίδιο σημαίνει ότι η αίρεση ακόμη έθαλε, μαζί με την εθνική συνείδηση των Βογομίλων. Με την σειρά του ο Milan Loos ερμηνεύει την λέξη ως παραφθορά της λέξεως «καλογέροι» και την αντιστοιχεί στην λέξη “Bonshommes” των Καθαρών.
Και οι τρεις σφάλλουν διότι αγνοούν την καταγραφή του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη στην Απόδειξις Ιστοριών:
«Τούτου δέ τῆς χώρας ἔχεται ἡ τοῦ Στεφάνου τοῦ Σανδάλεω χώρα, Ἰλλυριών τό γένος, καθήκουσα ἐπί θάλασσαν ἐς τό Ἰόνιον παρά […] καλουμένη. τό μέν δη γένος τοῦτο Ἰλλυρικόν ὄν ἀπό παλαιοῦ διέσχισται ἀπό τοῦ λοιποῦ τῶν Ἰλλυριῶν γένους˙ ἤθεσι μέν γάρ καί διαίτῃ τῇ αὐτῇ διαχρῶνται, νόμοις δέ οὐ τοῖς αὐτοῖς.Κουδούγεροι δ’ όνομάζονται σύμπαντες οἱ ἐς την Σανδαλέω χώραν τελοῦντες[xxviii]».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, Κουδούγεροι είναι οι Βόσνιοι. Ο Στέφανος Σανδάλ είναι ο Στέφανος Οστόγια, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω και ο Χαλκοκονδύλης ιστορεί την υποχρέωσή του να καταβάλει φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο. Συνεπώς, οι Κουδούγεροι που αναφέρει ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ήταν οι Βογομίλοι της Βοσνίας, και ούτε ήταν περιορισμένοι σε κάποιο χωριό της περιοχής, όπως πιστέυει ο Runciman - εξάλλου τα χωριά πέριξ της Θεσσαλονίκης είχαν πέσει στα χέρια των Οθωμανών την εποχή αυτή -, ούτε εκτείνονταν από την Μακεδονία μέχρι τα βόρεια σύνορα των Σκοπίων, όπως πιστεύει ο Obolensky, αλλά ως αποτέλεσμα της τουρκικής επεκτατικότητας είχαν απομείνει μόνο στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπως δείξαμε παραπάνω. Σε αυτό συμφωνεί και ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση. Σε μια επιστολή, την οποία έστειλε στον μοναχό Μάξιμο και τους συνασκουμένους του στο όρος Σινά έγραψε:
«Περί τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἀπό Πόσνας, ἔστιν ὀρθόδοξος˙ Σέρβος γάρ˙ καί ὥσπερ ἐποίησαν διδάσκαλοι τινες λατῖνοι, ὅτε ἀπῆλθον εἰς τό ἄλλο μέρος τῆς Πόσνας, καί ἐποίησαν ἐκεῖ πολλούς ἀπό Κουδουγέρων εἰς τήν ὑποταγήν τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, οὕτω καί αὐτός ἐφιλοτιμήσατο ἵνα τόν αὐθέντην χερτζέκαν ἐν ἄλλῳ μέρει τῆς Πόσνας καί ὅσους δυνηθῇ ἐκεῖ ποιῆσῃ χριστιανούς εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν. Εἰθε να ἐποίουν τοῦτο καί τῶν ἡμετέρων τινές˙ ἀλλά ποῦ ζῆλος τοιοῦτος; Ποιεῖ οὖν ἐκεῖ, ὡς μανθάνομεν, καί πολλήν ὠφέλειαν[xxix]»
Στις λίγες αυτές γραμμές ο Γεννάδιος Σχολάριος επιβεβαιώνει τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τις προσπάθειες των παπικών να μετεστρέψουν τους Βογομίλους στον Παπισμό. Συμπληρώνει ότι ανάλογη προσπάθεια έγινε και από τον ορθόδοξο επίσκοπο της Βοσνίας, ο οποίος ήταν Σέρβος στην καταγωγή. Το «ποιεί εκεί πολλήν ωφέλειαν» σημαίνει ότι η ορθόδοξη ιεραποστολή ήταν επιτυχής, οπότε δεν έγιναν όλοι οι Βογομίλοι Μωαμεθανοί. Μερικοί από αυτούς έγιναν Ορθόδοξοι. Η επιστολή τοποθετείται από τους εκδότες μεταξύ των ετών 1454-1456, εποχή κατά την οποία η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν ακόμη ελεύθερη. Τότε βασιλιάς της Βοσνίας ήταν ο Στέφανος Θωμάς, ο «αυθέντης χερτζέκας» της επιστολής. Γι’ αυτόν γράφει ο Γεννάδιος Σχολάριος:
«ὁ δέ αὐθέντης ἐκεῖνος φανερῶς μέν οὐδέν χωρίζεται τελείως τῶν Κουδουγέρων διά τόν περί τῆς ἀρχῆς φόβον καί οἰκονομίᾳ χρώμενος, ἵνα διά τοῦ τοιούτου συγκαλύμματος ἑλκύσῃ τούς ἄλλους τῇ συνεργείᾳ τοῦ ἐπισκόπου˙ ἔστι δέ τῇ διαθέσει χριστιανός ἀπό ὀλίγου καιροῦ˙ διά τοῦτο καί πέμπει εἰς τούς χριστιανούς ἐλεημοσύνας˙ εἰ δέ μή ἦν χριστιανός, οὐκ ἔμελλε ῥίπτειν ματαίως τά χρήματα αὐτοῦ».
Τον αποκαλεί «χερτζέκα» από την γερμανική ονομασία της περιοχής στα νότια της Βοσνίας, της Χουμ ή Ζαχλουμίας, που στα Γερμανικά καλούνταν Herzegovina, ονομασία η οποία επικράτησε σήμερα[xxx]. Κατόπιν τούτων το «πλησίων όντων» του Συμεών Θεσσαλονίκης πρέπει να εκλαμβάνεται σχετικά. Διδασκαλία
α. Δυαρχία.
Ο Βογομιλισμός είναι ένα σαφώς δυαρχικό σύστημα. Ακολουθεί την διδασκαλία, η οποία ξεκίνησε από τον Μανιχαϊσμό, αποδεχόμενο δύο αρχές, του καλού και του κακού, όπως αυτή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε από τις μεσαιωνικές εκδοχές του Μεσσαλιανισμού και του Παυλικιανισμού, γι’ αυτό και υπάρχουν ενσωματομένα στοιχεία και από τις δύο αιρέσεις. Τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται και αποδίδονται ήδη από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Ι’ και ΙΑ’ αι. Ακολούθησε οργανωτική διάσπαση η οποία συνοδεύτηκε από αντίστοιχη δογματική, όπως ήδη παρακολουθήσαμε ανωτέρω.
Αρχικά οι Βογομίλοι δέχονταν μια μετριοπαθή δυαρχία. Και οι δύο αρχές είναι δημιουργοί, η μεν του ουρανίου, η δε του υλικού κόσμου. Ουσιαστικά η μια συμπληρώνει την άλλη και η εξάρτηση μετατρέπεται σε σχέση συγγένειας. Ήδη από το πρώτο και δεύτερο ανάθεμα στην επιστολή του πατριάρχη Θεοφύλακτου καταγράφεται ότι:
«Ὁ δύο ἀρχάς λέγων καί πιστεύων εἶναι, ἀγαθήν τε καί κακήν, καί ἄλλον φωτός ποιητήν καί ἄλλον νυκτός, μία τῶν ἀνθρώπων καί ἑτέρα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ζώντων, ἀνάθεμα.
Τοῖς τόν πονηρόν διάβολον ποιητήν ὑπάρχειν καί ἄρχοντα τῆς ὕλης καί τοῦ ὁρωμένου τούτου κόσμου παντός καί τῶν σωμάτων ἡμῶν κενολογοῦσιν, ἀνάθεμα[i]».
Κατά την σχέση συγγένειας, ο διάβολος γίνεται πρεσβύτερος γιος του Θεού κατά την πρώιμη αναφορά του Ιωάννη Έξαρχου[ii]. Η ίδια διδασκαλία αποδίδεται στους Βογομίλους και από τον πρεσβύτερο Κοσμά:
«Δεν βλασημούν μόνο την γη, αλλά υψώσαν τις βλασφημίες τους στον ουρανό, λέγοντας ότι είναι από τον διάβολο που όλα υπάρχουν˙ ο ουρανός, ο ήλιος, τα άστρα, ο αέρας, η ανθρωπότητα, οι εκκλησίες, ο σταυρός˙ όλα όσα ανήκουν στον Θεό, αυτοί τα αποδίδουν στον διάβολο˙ κοντολογίς, ο,τιδήποτε κινείται στην γη, είτε έχει ψυχή είτε όχι, το αποδίδουν στον διάβολο.
Όταν ακούν τον Κύριο στο Ευαγγέλιο να λέει την παραβολή των δύο υιών (σ.σ. εννοεί την του ασώτου), κάνουν τον Χριστό πρεσβύτερο υιό, και τον νεώτερο, ο οποίος εξαπάτησε τον πατέρα, τόν διάβολο[iii]».
Η διαφορά του πατρός Κοσμά με τον Ιωάννη Έξαρχο είναι ότι ο δεύτερος αναφέρει ότι οι Βογομίλοι θεωρούν τον διάβολο ως πρεσβύτερο, άποψη η οποία διασταυρώνεται και από το έργο του Ψελλού και του Ζιγαβηνού. Ο Puech προσπάθησε να ερμηνεύσει-συμβιβάσει την διαφωνία του Κοσμά με τους υπόλοιπους συγγραφείς στο συγκεκριμένο σημείο. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι στην παραβολή του Ασώτου ο διάβολος είναι ο νεώτερος υιός, ο οποίος εγκατέλειψε τον πατέρα, οπότε λογικά ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός, πάντα κατά την άποψη των Βογομίλων. Αποδίδει την αντίστροφη απόδοση των ρόλων από τον Κοοσμά, στην επανάσταση και πτώση του διαβόλου, με αποτέλεσμα να γίνει ο Χριστός ο μεγαλύτερος και ο διάβολος ο νεώτερος υιός[iv].
Ο πατήρ Κοσμάς ακολουθεί την ορθόδοξη άποψη για την προέλευση των αιρέσεων:
«Ο εχθρός μας ο διάβολος το γνωρίζει, και ποτέ δεν σταμάτησε να οδηγεί τους ανθρώπους στην αποστασία˙ στην αρχή με τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο, μέχρι σήμερα, δεν έπαψε να προσπαθεί να παρασύρει τους ανθρώπους μακριά από την πίστη, ώστε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να βασανιστούν μαζί του˙ οι απάτες του οδήγησαν πολλούς να λατρεύουν τα είδωλα, άλλους να φονεύουν τους αδελφούς τους, άλλους να διαπράττουν μοιχίες και άλλες αμαρτίες. Αλλά από τότε που κατάλαβε ότι καμιά αμαρτία δεν μπορεί να συγκριθεί με την αίρεση, παρουσίασε πρώτα τον Άρειο, ο οποίος βλασφήμησε τον Υιό του Θεού, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ίσος με τον Θεό, αλλά ένας άγγελος, υποτελής του Θεού, λησμονώντας τό λόγο του Χριστού “Εγώ καί ο πατήρ έν εσμέν”˙ επίσης παρουσίασε τον Σαβέλιο, ο οποίος ανέλαβε να ενώσει τις θείες υποστάσεις σε μία, λέγοντας ότι αυτό που υπέφερε εν σώματι στον σταυρό ήταν ταυτόχρονα ο Χριστός και η θεότητα της Αγίας Τριάδος˙ ενώ ο Μακεδόνιος βλασφημούσε το Άγιο Πνεύμα, ισχυριζόμενος ότι είναι κατώτερο του Πατρός και του Υιού, όχι ίσο της θεότητος. Οι διδασκαλίες τους αναθεματίστηκαν από τους θεοφόρους Πατέρες της Συνόδου της Νίκαιας˙ τις ξερίζωσαν από τον Χριστιανισμό, όπως τα ζιζάνια από το χωράφι, με την βοήθεια του Θεού και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αργότερα υπήρξαν διάφορες αιρέσεις σε διάφορα μέρη, που δεν ήταν σχετικές με την Αγία Τριάδα, αλλά με την δημιουργία˙ μερικές μηχανεύονταν την μια πλάνη και μερικές την άλλη, αλλά οι διδασκαλίες των αγίων Αποστόλων και Πατέρων τις εκδίωξαν από παντού[v]».
Αυτή είναι η θεολογική άποψη για την αιτία των αιρέσεων. Τον Κοσμά δεν τον ενδιέφερε στην συγκεκριμένη επεξεργασία να είναι ιστορικά ακριβής, γι’ αυτό αναφέρει ότι ο Σαβέλιος και ο Μακεδόνιος καταδικάστηκαν από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Οι νεώτεροι ιστορικοί προσπάθησαν να διελευκάνουν την καινοτομία του Βογομιλισμού, όταν παραδέχεται τον διάβολο ως γιο του Θεού. Ενδέχεται αυτή η πεποίθηση να προέκυψε εξ επιδράσεως αρχαίων βουλγαρικών παγανιστικών προλήψεων[vi]. Συγκεκριμένα, κάτι αντίστοιχο απαντάται στον Ζουρβανισμό, μια μορφή του Ζωροαστρισμού, κατά τον οποίο ο Ζουρβάν είναι πατέρας των Αχούρα Μάζντα, του θεού του φωτός, και του Άριμαν, του θεού του σκότους. Ο Μανιχαϊσμός, ως γνωστόν, επηρεάστηκε άμεσα από τον Ζωροαστρισμό, ωστόσο για την συγκεκριμένη επίδραση δεν υπάρχουν στοιχεία ότι συνέβη. Αν ναι, τότε προκύπτει άλλο ερώτημα για το πώς η πεποίθηση του Ζουρβανισμού έφτασε μέχρι τους Βογομίλους. Μια πιθανή απάντηση εντοπίζει την επαφή του βουλγαρικού παγανισμού με τον Ζουρβανισμό, την εποχή που οι Βούλγαροι ζούσαν ακόμη στι ρωσικές στέππες. Η παραπάνω θεωρία δεν είναι τίποτα παραπάνω από λογική υπόθεση και δεν υπάρχουν αναφορές σε πηγές ούτε ευρήματα ικανά να την στηρίξουν. Μέχρι να προκύψουν νεώτερα στοιχεία θα παραμένει άγνωστο πως προέκυψε το ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα των Βογομίλων.
Με την αποδοχή του διαβόλου ως υιού του Θεού, οι Βογομίλοι ξέφυγαν από την απόλυτη δυαρχία των Παυλικιανών. Δίνεται η εντύπωση ότι ξέφυγαν γενικά από την δυαρχία, διότι θεωρείται ότι ο Θεός είναι η ανώτερη αρχή, και ο διάβολος κατώτερος και εξαρτώμενος[vii], αλλά δεν είναι έτσι. Ο διάβολος κατά την ορθή άποψη είναι κτίσμα και ως πεπτωκώς άγγελος δεν μπορεί να θεοποιηθεί. Με την θεοποίηση του διαβόλου από τους Βογομίλους – εξ ού και ο σατανισμός τους – αυτόματα αναγνωρίζεται ως αρχή του κακού και του αποδίδεται η δημιουργία του υλικού κόσμου, κατά τα γνωστικά παλαιότερα πρότυπα. Η έμμεση αναγνώριση της δεύτερης αρχής ενισχύεται με την απορέουσσα διάσταση του Θεού από την δημιουργία. Οπότε εξακολουθεί να υπάρχει δυαρχία. Με όποια οπτική και αν το βλέπει κάποιος υπάρχει καθολική συμφωνία στο ότι πρόκειται για μετριοπαθή δυαρχία.
Κάποιοι Σλάβοι ιστορικοί (B. Petranovic, Rački, M. S. Drinov) εξέφρασαν την άποψη ότι ο παπα-Βογομίλος δίδασκε την απόλυτη δυαρχία και ότι η μετριοπαθής είναι μεταγενέστερη. Σύμφωνα μ’ αυτούς, ίχνη της αρχικής εκδοχής του παπα-Βογομίλου υπάρχουν στην έκθεση του Βογομιλισμού από τον παπα-Κοσμά, όταν γράφει ότι «Αποκαλούν τον διάβολο δημιουργό του ανθρώπου και όλων των πλασμάτων του Θεού». Δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν αυτήν την άποψη. Χρειάζεται πολύ προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη για να παρανοήσει αυτά που γράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς. Έπειτα, ακόμη δεν έχει τελειώσει το θέμα με την αποδοχή της χρονικής ένταξης του έργου του. Αν έγραψε σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως έχει ειπωθεί παραπάνω, σε χρόνο μεταγενέστερο της εισαγωγής της απόλυτης δυαρχίας και του σχίσματος με την δημιουργία της ordo Drugonthia, θα μπορούσε να είναι γνώστης της κατάστασης και τη ύπαρξης δύο διαφορετικών πεποιθήσεων στους κόλπους του Βογομιλισμού.
Θα ήταν προτιμότερο οι συγκεκριμένοι Σλάβοι ιστορικοί να στηριχθούν στην μαρτυρία του Κοσμά για τις εσωτερικές διενέξεις των Βογομίλων, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω[viii]. Με αυτό τον τρόπο, βέβαια, θα προέβαλαν μόνο μια υπόθεση καθώς η μαρτυρία αυτή δεν είναι ξεκάθαρο αν αφορά το δόγμα και την μορφή της δυαρχίας. Δεύτερον, θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι συνηγορεί στην μεταγενέστερη χρονολόγηση του έργου, κάτι που γενικά η Σλάβοι το αποφεύγουν και εμμένουν να το βλέπουν ως προϊόν του Ι’ αι.
Στην ομιλία του Κοσμά βρίσκουμε την γενεσιουργό αιτία της δυαρχίας στο ερώτημα «Γιατί επιτρέπει ο Θεός στον διάβολο να εργάζεται εναντίον των ανθρώπων;». Η απάντηση στο Βογομιλισμό βρίσκεται στον παραλογισμό της ισοθεΐας του διαβόλου. Δεν επικεντρώνει στο κακό, το οποίο ετοιμάζει ο διάβολος για τον άνθρωπο, αλλά καταβάλει προσπάθεια να ρίξει το φταίξιμο στον Θεό. Και βέβαια, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι συνθήκες διαβίωσης της εποχής δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την διατύπωση του ερωτήματος ωστόσο η Οθοδοξία παρέχει ικανοοποιητικές απαντήσεις, ώστε ν’ απομένει ανοικτό το θέμα της προτίμησης της λύσης του Βογομιλισμού. Στο κενό της ερμηνείας του συγκεκριμένου θέματος στηρίζονται οι Σλάβοι ιστορικοί για να στηρίξουν την θεωρία περί εθνικιστικών τάσεων. Αυτή η θεωρία θα είχε ίσως κάποια αξιοπιστία αν η διάδοση των δυαρχικών συστημάτων περιορίζονταν στην Βουλγαρία. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Βογομιλισμός έγινε δεκτός και εξαπλώθηκε σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, στην Ρωμανία, κι έφτασε μέχρι της ακτές του Ατλαντικού. Ποια εθνικιστική ανάγκη επέβαλε στους δυτικοευρωπαίους την αποδοχή του;
Αν πάλι θεωρήσουμε την αποδοχή της δυαρχίας ως έκφραση των συναισθημάτων κάποιων καταπιεσμένων τάξεων, πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός της αποδοχής του και από ανώτερες κοινωνικά τάξεις; Πως μπορεί να εξηγηθεί η περίπτωση της Βοσνίας, στην οποία ο Βογομιλισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους; Πως μπορεί να εξηγηθεί προστασία την οποία παρείχαν φεουδάρχες επικυρίαρχοι στους Καθαρούς υποτελείς τους, κατά την διάρκεια του Αλβιγηνικού πολέμου; Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο ελιτισμός της αίρεσης (τάξη τελείων) δεν συνάδει με τον προτεινόμενο μαζικό χαρακτήρα.
Τα ίδια ερωτήματα που τίθενται για την γέννηση και την εξάπλωση του Βογομιλισμού, αφορούν τις αιρέσεις εν γένει. Δεν υπάρχει λόγος οι απαντήσεις να προπαγανδίζουν εθνικά ή ταξικά ιδεολογήματα, ακόμη και αν ικανοποιούν εμμονές. Ότι συνέβη με όλες τις αιρέσεις συνέβη και με τους Βογομίλους και ιστορικά ή θρησκειολογικά το θέμα των αιρέσεων σηκώνει ακόμη πολλή συζήτηση. Μόνο με βάση την ορθόδοξη απάντηση περί δαιμονικής διδασκαλίας εξηγήται αναντίρρητα, αλλά η εξήγηση της Εκκλησίας απαιτεί και τον απαραίτητο βαθμό πίστης.
Πέραν τούτου ο εμφανιζόμενος στις γνωστικές αιρέσεις αντικληρικαλισμός θα πρέπει να ερευνηθεί αν είναι πρωτογενής ή υστερογενής. Στην πρώτη περίπτωση, η έρευνα θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη ψυχολογική αξιολόγηση σε προσωπικό επίπεδο των αιρετικών, για να μπορεί να δώσει πειστικά συμπεράσματα, ενώ στην δεύτερη, μια κοινωνιολογική προσέγγιση (απεγκλωβισμένη από τις θεωρίες του ιστορικού υλισμού) του φαινομένου θα ήταν απαραίτητη, ώστε να μελετηθούν σε βάθος οι συνέπειες της δράσης των καταστροφικών λατρειών στην συνοχή μιας κοινωνίας.
Δεν μπορούν να παραβλεφθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής και της περιοχής, στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο Βογομιλισμός. Τον Ι. αι. η Βουλγαρία ήταν το πεδίο δράσης των Παυλικιανών και των Μεσσαλιανών. Αν και η ύπαρξη των δευτέρων αμφισβητείται από μερίδα νεώτερων ιστορικών, μαρτυρείται από το σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων της εποχής. Δεδομένης της συγγενούς φύσης των τριών δυαρχικών συστημάτων είναι επιβεβλημένη η συναίνεση στον ρόλο που διαδραμάτησαν οι δύο προηγούμενες δυαρχικές αιρέσεις στην γέννηση της τρίτης[ix]. Ο ρόλος τους μάλιστα είναι αλληλοσυμπληρούμενος. Για παράδειγμα, μόνος του ο Παυλικιανισμός δεν αρκεί να εξηγήσει την αποδοχή του ασκητικού ιδεώδους από τους Βογομίλους. Το θέμα όμως θα συζητηθεί εκτενέστερα παρακάτω.
Είναι επόμενο να υπάρχουν διαφορές στα τρία συστήματα, ειδάλλως θα ταυτίζονταν. Δεν είναι παράξενο. Όλη η ιστορία της γέννησης και εξέλιξης των γνωστικών συστημάτων παρουσιάζει μια κλαδική εξέλιξη, όπου οι διαφορές και όχι οι ομοιότητες ταυτοποιούν το κάθε σύστημα ξεχωριστά, χωρίς να καταργούν, αντίθετα προωθώντας έτσι την εξελικτική πορεία.

β. Τριαδολογία.
Οι Βογομίλοι ανέπτυξαν ιδιαίτερη τριαδολογία. Δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτήν στην ομιλία του Κοσμά ή την επιστολή του Θεοφύλακτου. Πληροφορίες λαμβάνονται από τα έργα του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου. Ο πρώτος αναφέρει:
«Πρόσχημα μέν ἀπάτης τῶν ἀπλουστέρων τό πιστεύειν εἰς Πατέρα, καί Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα προβάλλονται, τάς τρεῖς δέ ταῦτα κλήσεις τῷ Πατρί προσάπτουσι, καί ἀνθρωποπρόσωπον τοῦτον ὑπολαμβάνουσι παρ’ ἑκατέραν μήνιγγα ἀκτίνα ἐκλάμποντα, τήν μέν Υἱοῦ, τήν δέ Πνεύματος. καί οὕτω καταστρέφει τούτοις ἡ πίστις εἰς σωματοειδή τινά καί τερατόμορφον Θεόν, καί ὅντως ἀνύπαρκτον[x]».
Ενώ δηλαδή προς τούς έξω έδιναν την εντύπωση ότι αποδέχονταν το τρισυπόστατον της θεότητος, στην πραγματικότητα περιέγραφαν τον Θεό με ανθρωπολογικούς όρους κι έδιναν μια εξάρτηση των τριών προσώπων εντελώς απαράδεκτη. Ουσιαστικά η ενοποίηση των τριών υποστάσεων σε μία κατά την περιγραφή και αποδοχή του Ζιγαβηνού ήταν παρόμοια με την του Σαβελίου, ως προσπάθεια καί όχι ως αποτέλεσμα.
Στην συνέχεια παραδέχονταν μίαν εκ νέου ανάλυση της Αγίας Τριάδος σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, όχι άναρχη αλλά ενχρονη:
«Λέγουσι τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς τόν Πατέρα πάλιν, ἀφ’ οὗ προῆλθον ἀναλυθῆναι, καί τριπρόσωπον αὐτόν ἀπό τοῦ πεντάκισχιλιοστοῦ ἔτους ἄχρι τριάκοντα καί τριῶν ἐτῶν χρηματίσαντα πάλιν γενέσθαι μονοπρόσωπον, ἀσώματον μέν, ἀνθρωπόμορφον δέ[xi]»
Σχετικά με το Άγιο Πνεύμα έλεγαν τα εξής:
«Λέγουσι, ὅτι ὁ μέν Πατήρ ἐγέννησε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τοῦτο δέ ἐγέννησε πνευματικῶς τόν προδότην Ἰούδαν, καί τούς ἔνδεκα ἀποστόλους. Καί προφέρουσι ρῆσιν εὐαγγελικήν, Ἀβραάμ, φησίν, ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγένησε τόν Ἰακώβ, Ἰακώβ δέ ἐγέννησε τόν Ἰούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, περί τῆς ἁγίας Τριάδος ταῦτα γέγραφθαι διατεινόμενοι[xii]».
Ο Ευθύμιος της Μονής περιβλέπτου δίνει μία εντελώς διαφορετική Τριαδολογία:
«Μή ἀπλῶς δέ διακεῖσθαι, ἀδελφοί, πρός τούς τοιούτους ἀσεβεῖς, πιστεύοντες αὐτούς λέγοντας Πατέρα, Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα πιστεύειν˙ πᾶσαι γάρ αἱ αἱρέσεις τό αὐτό λέγουσι, καί Παυλικιανοί, καί οἱ λοιποί˙»
Μέχρι αυτό το σημείο συμφωνεί με τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό ότι η πίστη τους εις Αγία Τριάδα δεν ήταν γνήσια, ούτε ορθόδοξη και η προβολή αυτής προς τα έξω γινόταν με σκοπιμότητα. Συνεχίζει αμέσως:
«ὅμως οὗτοι οἱ ἀσεβεῖς, καί ἄθεοι ἔχουσιν ἰδίαν Τριάδαν εἰς ἥν πιστεύουσι. Πατέρα γάρ καλοῦσι τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολον τόν ἐκ τῶν οὐρανῶν πεσόντα, ὡς καί αὐτοί ὡμολόγησαν, καθώς καί ὁ Χριστός φησιν, ὅτι Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ἡμῶν τοῦ διαβόλου ἐστέ. Υἱόν δέ τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας, καί Πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πονηρίας[xiii]».

γ. Σατανολατρία – Ύπαρξη εσωτερικής διδασκαλίας.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια πιο σατανολατρική εκδοχή, την εκδοχή της ανίερης τριάδος. Η διαφορετικές διδασκαλίες, οι οποίες καταγράφηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δημιουργούν ερωτηματικά. Η εύκολη λύση των αποδομητών συνηθίζει να προβάλει αναξιοπιστία λόγω της πολεμικής τους. Αυτό είναι απίθανο. Κανένας εκκλησιαστικός ή άλλως αγώνας δεν κερδήθηκε ποτέ με έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης. Οι εκκλησιαστικοί και αντιαιρετικοί συγγραφείς δεν έγραφαν για να τέρψουν τα πλήθη αλλά για λόγους ποιμαντικούς, δηλαδή να προφυλάξουν τους πιστούς. Συνεπώς η λύση του προβλήματος πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού ώστε τα συμπεράσματα να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Φαίνεται ότι υπήρχε ένα είδος εσωτερικής διδασκαλίας, ανάλογη με τους βαθμούς μύησης. Είναι γνωστή ήδη από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε ο μανιχαϊσμός, η διαίρεση των πιστών σε «κατηχούμενους» και «τελείους». Γενικά υπάρχει η εντύπωση ότι ο διαχωρισμός αυτός είχε μόνο πρακτικούς σκοπούς, αλλά όπως φαίνεται είχε αντίκρυσμα και στην μύηση στη γνώσης κατά τα γνωστικά πρότυπα. Όσο προχωρά ο «κατηχούμενος» και γίνεται «τέλειος», δένεται με φρικτούς όρκους και λαμβάνει την εσωτερική διδασκαλία και την πραγματική πίστη της ομάδας.
Η εξέταση των πηγών τους εξηγεί τις διαφορές στις πληροφορίες τους. Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός εξέτασε τον Βασίλειο, Βογομίλος κατηχητή. Άσχετα με τό τι γνώριζε και αποδέχονταν, ο Βασίλειος ήταν κατηχητής. Σκοπός του ήταν να παρασύρει τον απλό λαό στους κόλπους της σέκτας. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να μην παρουσιάζει την διδασκαλία των τελείων, ίσως ούτε αυτή των κατηχουμένων, αλλά μια ελαφριάς μορφής, εύπεπτη από τους αφελείς, οι οποίοι θα πιάνονταν στα δίκτυα του. Η καταγραφή του Ζιγαβηνού έγινε από την κατήχηση του αυτοκράτορα Αλεξίου.
Από την άλλη, ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου, γνώρισε τον Βογομιλισμό από τους τέσσερεις μοναχούς, οι οποίοι είχαν εισβάλει στο μοναστήρι του. Το ότι ήταν μοναχοί σημαίνει ότι ήταν τέλειοι. Δεν φανέρωσαν αμέσως την εσωτερική διδασκαλία τους. Χρειάστηκε να τους απιελήσει για να το πράξουν. Όσα αποκάλυψαν ήταν όσα γνώριζαν και εφάρμοζαν οι μυημένοι στο εσωτερικό κύκλο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελετή μύησης που περιγράφεται στο έργο του Ευθυμίου, όπως και από τον τρόπο της σταδιακής εισαγωγής στην εσωτερική διδασκαλία. Αυτά, θα εκτεθούν στις πρακτικές τους. Επίσης όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής αφορούσαν την ordo Bulgaria. Για την ordo Drugunthia δεν υπάρχουν ξεχωριστές εκθεσεις διδασκαλίας στις πηγές που εξετάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο. Τονίζεται, βέβαια, η ειδοποιός διαφορά της αποδοχής της απόλυτης δυαρχίας από τα μέλη της, ωστόσο προσπάθεια ανίχνευσης της διδασκαλίας τους θα γίνει στο κεφάλαιο για τους Καθαρούς, εφόσον αυτοί είχαν άμεση εξάρτηση.

δ. Χριστολιγία.
Κατά την βογομιλική χριστολογία, ο Υιός καί Λόγος του Θεού γεννήθηκε εν χρόνω:
«καί ἐν τῷ πεντάκισχιλιοστῷ ἔτει ἐξερεύσασθαι τῆς ἑαυτοῦ καρδίας Λόγον, τοῦτον δή τόν Υἱόν καί Θεόν. Ἐξηρεύξατο γάρ, φησίν, ἡ καρδία μου Λόγον ἀγαθόν[xiv]»
καί ενώ ομολογούν τον Λόγον ως Υιόν του Θεού, τον ταυτίζουν με τον αρχάγγελο Μιχαήλ κατά τα γνωστικά πρότυπα:
«Τοῦτον δέ τόν Λόγον καί Υἱόν ἱσχυρίζονται εἶναι τόν ἀρχάγγελον Μιχαήλ. Καλεῖται γάρ, φησίν, τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος. Αρχάγγελον μέν καλούμενον ὡς θειότερων ὄλων τῶν ἀγγέλων, Ἰησοῦν δέ, ὡς πᾶσαν μαλακίαν καί πᾶσαν νόσον ἰώμενον, Χριστόν δέ, ὡς χρισθέντα ἐν σαρκί»
Η εν χρόνω δημιουργία δημιουργεί την ανάγκη για την εύρεση του σκοπού αυτής. Για άλλη μια φορά οι Βογομίλοι ανατρέχουν στην διδασκαλία των γνωστικών για την λύση του θέματος. Ο Υιός γεννήθηκε γιατί η ψυχή του αναθρώπου καταδυναστευομένη από το σώμα, έπασχε αθλίως ώστε μόλις πολύ λίγοι από τους ανθρώπους κατάφεραν να ανέβουν στην αγγελική τάξη. Αυτοί ήταν όσοι αναφέονταν στις γενεαλογίες των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά.
Ως προς την ενσάρκωση του Χριστού ήταν Δοκήτες. Ο δοκητισμός τους ήταν αποτέλεσμα της δυαρχίας τους. Ο Χριστός δεν ήταν γι’ αυτούς το ενσαρκωμένο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αλλά ο εκφερόμενος λόγος του Θεού, εκπεφρασμένος στην προφορική διδασκαλία του Χριστού. Ο Ζιγαβηνός τους κατηγορεί ότι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την διαφορά του “ἐνυποστάτου καί ζῶντος Λόγου” και του “ἀπλῶς προφορικοῦ λόγου[xv]”.
Για την Γέννηση του Χριστού υποστήριζαν:
«Κατελθεῖν δέ ἄνωθεν, καί εἰσρυῆναι διά τοῦ δεξιοῦ ὠτός τῆς Παρθένου καί περιθέσθαι σάρκα τῷ φαινομένῳ μέν ὑλικήν καί ὁμοίαν ἀνθρώπου σώματος, τῇ δέ ἀληθείᾳ ἄϋλον καί θεοπρεπῆ, καί ἐξελθεῖν αὖθις ὅθεν εἰσῆλθε, τῆς Παρθένου μήτε τήν εἴσοδον αὐτοῦ γνούσης, μήτε τήν ἔξοδον, ἀλλ’ ἀπλῶς εὑρούσης αὐτόν ἐν τῷ σπηλαίῳ κείμενον ἐσπαργανωμένον, καί τελέσαι τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν, καί ποιῆσαι καί διδάξαι τά ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις ἀναταττόμενα, πλήν ἐν φαντασίᾳ τοῖς ἀνθρωπρεπέσιν ὑποκείμενον πάθεσι. Σταυρωθέντα δέ καί ἀποθανεῖν[xvi]».
Η μυθολογική πίστη των Βογομίλων στον παραπάνω τρόπο της ενσάρκωσης επιβεβαιώνεται και από το διασωθέν βιβλίο τους «Ο Μυστικός Δείπνος». Στο έργο αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω, όταν θα μιλήσουμε για την γραμματεία, την εν χρήσει από τους Βογομίλους. Εδώ αρκεί να ειπωθεί ότι είναι έργο σε διαλογική μορφή, μεταξύ του Χριστού και του Ιωάννη, κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου. Ο Ιωάννης κάνει ερωτήσεις και ο Χριστός απαντά κατά την βογομιλική διδασκαλία. Τα αναφορικά με την Γέννηση έχουν ως εξής:
«Όταν ο Πατέρας μου σκέφτηκε να με στείλει σε τούτη την γη, έστειλε πριν από μένα τον άγγελό Του, αυτήν που καλείται Μαρία, την μητέρα μου, ώστε να με συλλάβει εκ Πνεύματος Αγίου. Και όταν κατήλθα, εισήλθα και διαπέρασα μέσα από το αυτί της[xvii]».
Έργο του Χριστού στην γη ήταν να καταργήσει την δύναμη του Σατανά:
«Καί ἀναστῆναι δόξαντα λῦσαι τήν σκηνήν, καί γυμνῶσαι τό δράμα, καί ἀποθέμενον τό προσωπεῖον συσχεῖν τόν ἀποστάτην, καί παχεῖ καί βαρεῖ κλοιῷ καταδῆσαι, καί ἐγκλεῖσαι τῷ ταρτάρῳ, περιελόντα καί ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τό, ἥλ, ὡς ἀγγελικόν. Σαταναἠλ γάρ καλοῦμενον, Σατανᾶν ἀφῆκεν ὀνομάζεσθαι[xviii]»

ε. Ο μύθος της δημιουργίας.
Στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και τον βογομιλικό Μυστικό Δείπνο[xix] υπάρχει ο μυθος της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σατανάς διατήρησε την δημιουργική δύναμη μετά την πτώση:
«ἐπείπερ ἔτι καί τήν θείαν περιέκειτο μορφήν καί στολήν, καί τήν δημιοργικήν ἐκέκτητο δύναμιν, συγκαλέσαι τάς συγκαταπεσούσας αὐτῷ δυνάμεις, καί θάρσος αὐταῖς ἐμβαλεῖν, καί εἰπεῖν, ὡς Ἐπεί τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ὁ Θεός ἐποίησεν˙ Ἐν ἀρχῇ γάρ, φησίν, ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν˙ ποιήσω κἀγώ δεύτερον οὐρανόν, ὡς δεύτερος Θεός, καί τά ἐξῆς[xx]».
Έτσι δημιούργησε πάντα τα ορατά. Στην συνέχεια κατασκεύασε τον Αδάμ από λάσπη. Καώς τον έστησε όρθιο διέρευσε από το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού του, υγρασία σε σχήμα όφεως. Συγκέντρωσε δε ο Σατανάς τον ανάσα του και φύσηξε στο πλάσμα, αλλά η ανάσα δια την χαυνότητα διέρευσε και εμπότισε την προηγούμενη υγρασία, η οποία ζωοποιήθηκε και έγινε όφις.
«ὅπερ ἰδῶν ὁ καινός οὗτος δημιουργός καί γνούς, ὅτι μάτην πονεῖ, διεπρεσβεύσατο πρός τόν ἀγαθόν Πατέρα, καί παρεκάλεσε πεμφθῆναι παρ’ αὐτοῦ πνοήν, ἐπαγγειλάμενος κοινόν εἶναι τόν ἄνθρωπον, εἰ ζωοποιηθῇ, καί ἀπό τοῦ γένους αὐτοῦ πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους τῶν ἀποῤῥιφθέντων ἀγγέλων[xxi]».
Ο Θεός συμφώνησε λόγω αγαθότητας κι έστειλε πνεύμα ζωής, το οποίο έγινε ψυχή ζώσα και ζωοποίησε τον Αδάμ. Ομοίως δημιουργήθηκε και η Εύα. Ο Σαταναήλ φθόνησε την λαμπρότητα των πλασμάτων και εισήλθε στον όφη, παραπλάνησε την Εύα και συνευρέθη μαζί της, ώστε το γένος του να κυριαρχήσει του γένους του Αδάμ.
«Τήν δέ ταχέως ὠδινήσασαν ἀπογεννῆσαι τόν Κάιν ἐ τῆς συνουσίας τοῦ Σαταναήλ, καί ἀδελφήν δίδυμον ὁμοιότροπον, ὄνομα αὐτῇ Καλωμενά, ζηλοτυπήσαντα δέ τόν Ἀδάμ συνελθεῖν καί αὐτόν τῇ Εὔᾳ, καί γεννῆσαι τόν Ἄβελ, ὅν ἀνελών εὐθύς ὁ Κάιν, τόν φόνον εἰς τόν βίον εἰσήγαγεν[xxii]».
Ο Θεός αφαίρεσε την δημιουργική δύναμη και την στολή του Σαταναήλ και τον έκαμε σκοτεινό, αφήνοντάς του την κοσμοκρατορία των όσων δημιούργησε. Ο μύθος, όμως έχει και συνέχεια:
«Λέγουσι τούς ἀποπεσόντας ἀγγέλους, ἀκούσαντας ὅτι ὁ Σαταναήλ ὑπέσχετο τῷ Πατρί πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους αὐτῶν ἀπό τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἰδεῖν ἀσελγῶς τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καί λαβεῖν αὐτάς εἰς γυναῖκας, ἵνα τά σπέρματα αὐτῶν εἰς τόν οὐρανόν ἀνἐλθωσιν εἰς τούς τόπους τῶν πατέρων αὐτῶν. Ἰδόντες γάρ, φησίν, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας˙ … ἐκ δέ τῆς συνουσίας αὐτῶν ἀπογεννηθῆναι τούς γίγαντας, οὕς ἀντιστῆναι τῷ Σαταναήλ, καί θριαμβεῦσαι τοῖς ἀνθρώποις τήν ἀποστασίαν αὐτοῦ[xxiii]»
Το πρώτο μέρος του μύθου αντιγράφει και προσαρμόζει στην βογομιλική δυαρχία, τον μύθο του Βαλεντίνου. Το δεύτερο μέρος είναι ιδιαίτερα προσφιλές σε όλους τους γνωστικούς και ακολουθεί την διαδεδομένη στους κύκλους αυτούς Ενωχική γραμματεία.
Η μόνη σημαντική διαφορά στην διήγηση του μύθου της δημιουργίας στο βογομιλικό Μυστικό Δείπνο είναι ότι ο Σαταναήλ ανάγκασε έναν άγγελο του πρώτου ουρανού να εισέλθει στο πλάσμα για να το ζωοποιήση. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στι δύο περιπτώσεις. Είτε ως άγγελος του πρώτου ουρανού, είτε ως πνοή Θεού, η ψυχή αποζητά να ξεφύγει από το σώμα και να επιστρέψει στον ουρανό. Στην διήγηση του βογομιλικού Μυστικού Δείπνου υπάρχει απλώς απεξάρτηση από την δράση του Θεού στην ζωοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η διαφορά μπορεί να ερμηνευθεί. Το έργο ήταν σε χρήση των Καθαρών στην Δύση. Σώζεται σε λατινική μετάφραση. Οι Καθαροί υπάγονταν στην ordo Drugunthia και ασπάζονταν την απόλυτη δυαρχία. Φυσικό λοιπόν, ήταν να θέλουν την απεξάρτηση του θεού τους από την σχέση της μετριοπαθούς δυαρχίας και να εξαλείφουν κάθε τέτοιου είδους επιρροή από τα κείμενά και τους μύθους τους.
Η σχέση εξάρτησης υπάρχει και στις καταγραφές του Ευθυμίου της Μονής Περιβλέπτου. Σύμφωνα με τα όσα είχε μάθει, δύο πράγματα πίστευαν οι Βογομίλοι ότι υπάρχουν στον υλικό κόσμο, τα οποία δεν δημιούργησε ο Σατανήλ. Ο ήλιος και η ψυχή του ανθρώπου[xxiv], την οποία έκλεψε όταν εξορίστηκε από τον ουρανό. Και σε αυτή την εκδοχή ο Σαταναήλ μόλυνε την ανθρώπινη ψυχή. Προσπαθώντας να ζωοποιήσει το σώμα με την κλεμμένη ψυχή, πράγμα αδύνατο διότι η ψυχή έφευγε από το σώμα και προσπαθούσε να επιστρέψει στον ουρανό, ως λύση βρήκε την εξής. Ο Σαταναήλ έφαγε από τις σάρκες όλων των ακάθαρτων ζώων, έκλεισε την ψυχή στο σώμα και εξέμεσε μέσα την αχώνευτη τροφή που είχε καταβροχθήσει. Μολυσμένη η ψυχή αναγκάστηκε να μείνει στο σώμα του Αδάμ και να τον φέρει στη ζωή[xxv]. Με την διήγηση αυτή οι Βογομίλοι απέδιδαν δυισμό στην ανθρώπινη φύση.
Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια: