ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…
[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]
Σάββατο 20 Ιουλίου 2024
"50 Χρόνια υποκρισίας, 50 χρόνια Εισβολής και 50 χρόνια συνεχιζόμενης Κατοχής και συστηματικού εποικισμού …
Δεν ξεχνώ ότι ουδείς κατακτητής αποσύρεται οικειοθελώς!!!!
Του Νίκου Ιγγλέση
Η μακραίωνη ιστορία της Ανθρωπότητας μας διδάσκει ότι ουδείς κατακτητής αποσύρεται από τα εδάφη που έχει καταλάβει παρά μόνο αν η παραμονή του σ’ αυτά του επιφέρει μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος. Το ανιστόρητο σύστημα εξουσίας στην Αθήνα και τη Λευκωσία δε θέλει ή δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη νομοτέλεια.
Οι ελλαδικές και κυπριακές κυβερνήσεις καθώς και τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα, στις δύο κρατικές οντότητες του Ελληνισμού, αναζητούν λύση του Κυπριακού εκλιπαρώντας την καλή θέληση της τουρκικής πλευράς. Έτσι, είτε λύση του προβλήματος δε θα υπάρξει ποτέ (οι Τούρκοι δεν είναι ηλίθιοι) είτε, αν υπάρξει, αυτή θα είναι μια «τουρκική λύση» που θα εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Άγκυρας.
Εφέτος, στις 20 Ιουλίου, συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο τουρκικός στρατός δολοφόνησε χιλιάδες Ελληνοκύπριους και εκδίωξε από τις εστίες τους περίπου 250.000, σφετερίστηκε τις περιουσίες τους και εγκατέστησε στην κατεχόμενη ζώνη εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Ανατολία. Διέπραξε, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, το έγκλημα της εθνοκάθαρσης και του εποικισμού.
Επί 50 χρόνια το ζητούμενο από την ελληνική πλευρά είναι οι συζητήσεις με τους Τουρκοκύπριους, η ηγεσία των οποίων είναι μαριονέτα της Άγκυρας, για εξεύρεση λύσης προκειμένου να επιτευχθεί η επανένωση της πατρίδας, όπως διατυμπανίζεται. Λύση όμως, όλο αυτό το διάστημα, δεν έχει βρεθεί γιατί είναι η Τουρκία που έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, αφού είναι αυτή η δύναμη κατοχής, διατηρώντας 35.000 στρατιώτες στην Κύπρο.
Ο Ν. Χριστοδουλίδης, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων διεθνών οργανισμών, αντί να εκλιπαρεί για διάλογο υποβαθμίζοντας το αξίωμά του σε εκπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας (για να είναι πολιτικά ισοϋψής με αυτόν της τουρκοκυπριακής), θα έπρεπε να απαιτεί διάλογο μόνο με την κατοχική δύναμη – την Τουρκία. Για τα προβλήματα που αφορούν στην τουρκοκυπριακή μειονότητα θα έπρεπε να ορίσει έναν αρμόδιο υπουργό του.
Πολλοί θα σπεύσουν να πουν ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία (είναι η μόνη απ’ όλα τα κράτη του κόσμου), τη θεωρεί «εκλιπούσα», την αποκαλεί «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση του Νότου», άρα δε θα δεχτεί να συνομιλήσει μαζί της. Πρέπει να υποχρεωθεί με όλα τα πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά μέσα και να διακηρυχθεί προκαταβολικά ότι δεν υπάρχει κανένας διάλογος με τη μαριονέτα της, την αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου-ΤΔΒΚ». Αυτή είναι μια βασική κόκκινη γραμμή που θα έπρεπε να είχε χαράξει από χρόνια ο Ελληνισμός. Δυστυχώς δεν το έκανε και δεν το κάνει μέχρι σήμερα.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου
Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για την Κύπρο δεν προέκυψε ξαφνικά με την εισβολή του 1974, άλλα έχει τις ρίζες της στις προδοτικές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 που υπογράφηκαν από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή (τον αποκαλούμενο και εθνάρχη) και τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Είχε προηγηθεί ο ένδοξος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) κατά της Αγγλοκρατίας και το κυπριακό χώμα είχε ποτιστεί με το αίμα δεκάδων ηρώων, που ζητούσαν Αυτοδιάθεση – Ένωση με την Ελλάδα. «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες» έλεγαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με επιμονή της Βρετανίας, βάσει της αρχής «διαίρει και βασίλευε», κατέστησαν την Τουρκία εμπλεκόμενο παράγοντα στο Κυπριακό. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε «συνεταιρικό κράτος» Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων, μ’ ένα μη λειτουργικό και βιώσιμο Σύνταγμα. Παράλληλα, η ανεξαρτησία που της δόθηκε ήταν «νόθα», αφού οι Συμφωνίες καθιστούσαν την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Μ. Βρετανία εγγυήτριες δυνάμεις και τους έδιναν το δικαίωμα επέμβασης (αρχικά από κοινού και μετά και μονομερώς) για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο η Τουρκία το απέκτησε το 1959 με ελληνικές υπογραφές, το άσκησε πρώτη φορά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, όταν έγινε η ανταρσία των Τουρκοκυπρίων το 1963-64, δεύτερη φορά μετά την επιχείρηση της Κοφίνου το 1967 και τρίτη φορά με την εισβολή του 1974, με αφορμή το πραξικόπημα από τη χούντα των Αθηνών κατά του Μακαρίου.
Αποτελεί πολιτική αφέλεια και γεωπολιτική μυωπία να υποστηρίζεται, μέχρι και σήμερα, ότι αν δεν γινότανε το χουντικό πραξικόπημα η Τουρκία δε θα είχε επέμβει στην Κύπρο. Από την πρώτη ημέρα της Ανεξαρτησίας, το 1960, οι Τούρκοι μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά στο νησί και οι μυστικές υπηρεσίες τους οργάνωναν τους Τουρκοκυπρίους (TMT) ως δύναμη αποσταθεροποίησης του τότε νεαρού κράτους. Αυτό δεν αθωώνει, με κανένα τρόπο, τη Χούντα Ιωαννίδη για το προδοτικό πραξικόπημα με αμερικανική προτροπή.
Ο θεωρητικός του νεο-οθωμανισμού, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών της γείτονος Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος» αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές». Σε άλλο σημείο γράφει: «Σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμιά χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη για ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού χώρου της».
Το προκεχωρημένο φυλάκιο της Τουρκίας
Σήμερα, 50 χρόνια από την εισβολή, η κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου έχει καταστεί τμήμα της στρατιωτικής δομής της Τουρκίας. Στο νησί σταθμεύει ένα Σώμα Στρατού με πλήρη σύνθεση, λειτουργεί στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Λευκόνοικο, όπου σταθμεύουν, για την ώρα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (Bayraktar), έχουν ολοκληρωθεί τα σχέδια για κατασκευή ναυτικής βάσης στο Μπογάζι, ενώ κατασκευάζεται ραντάρ για την παρακολούθηση πλοίων στο Ακρωτήρι του Απόστολου Ανδρέα. Η κατεχόμενη ζώνη αποτελεί βάση προβολής ισχύος της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Μόνο οι κοντόφθαλμες πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδος και της Κύπρου δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό και μιλάνε ακόμη για ένα κανονικό κράτος, μιας Διζωνικής-Δικοινωτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) με απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και κατάργηση των εγγυήσεων.
Ποτέ η Τουρκία δε θα δεχτεί να χάσει το προκεχωρημένο φυλάκιό της. Αντίθετα επιδιώκει με όλα τα μέσα να επεκτείνει τον έλεγχό της σ’ ολόκληρη την Κύπρο, μέσω του βέτο που θα διαθέτει η τουρκοκυπριακή συνιστώσα είτε σε μια Ομοσπονδία είτε σε μια Συνομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών. Η ελληνική πλευρά όταν αναφέρεται στη ΔΔΟ περιλαμβάνει σ’ αυτήν την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, δηλαδή την επιστροφή σε μια μορφή του μη λειτουργικού και μη βιώσιμου Συντάγματος του 1960, που ήταν η αφορμή, όχι η αιτία, των τουρκικών επεμβάσεων.

Η συνθήκη Εγγυήσεως
Το 1983 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της αυτοαποκαλούμενης «ΤΔΒΚ» κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως που απαγορεύει το διαμελισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει αναγνωρίσει την «ΤΔΒΚ» και κατά συνέπεια οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και το Κυπριακό Σύνταγμα του συνεταιριστικού κράτους έχουν καταργηθεί με δική της πρωτοβουλία. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα 541 του 1983 και 550 του 1984 καταδικάζει και θεωρεί νομικά άκυρη την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ», καλεί δε όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν και θεωρεί ότι το μόνο νόμιμο και αναγνωρισμένο κράτος είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αθήνα και η Λευκωσία οφείλουν να διακηρύξουν προκαταβολικά ότι οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναγνώριση του μορφώματος της Βόρειας Κύπρου θα σημαίνει άμεση διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αυτή είναι μια δεύτερη κόκκινη γραμμή που θα έπρεπε να είχε τεθεί εδώ και καιρό και όχι να γίνονται συνομιλίες, συναντήσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις με τους ηγέτες της αποσχιστικής οντότητας, που τη νομιμοποιούν.
Η αλυσίδα των ελληνικών νησιών
Η Τουρκία φιλοδοξεί να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη της Μ. Ανατολής και της Α. Μεσογείου. Για να το επιτύχει αυτό πρέπει να σπάσει, σε πολλά μέρη, την αλυσίδα των ελληνικών νησιών που αρχίζει από τη Σαμοθράκη, περνάει από το Καστελόριζο και καταλήγει στην Κύπρο. Γι’ αυτό η θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», γι’ αυτό η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε 115 νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου, γι’ αυτό ο ισχυρισμός ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε ΑΟΖ ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας – γιατί δήθεν κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας, γι’ αυτό το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, γι’ αυτό οι χάρτες της τουρκικής υφαλοκρηπίδας που καλύπτουν όλη τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Κύπρου καθώς και πολλά άλλα.
Για την 50η επέτειο της εισβολής, όπως έχει ανακοινωθεί, θα μεταβούν στα κατεχόμενα ο πρόεδρος Ερντογάν, όλη η τουρκική στρατιωτική ηγεσία καθώς και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. Ο έλεγχος της Κύπρου αποτελεί ύψιστο εθνικό θέμα για την Τουρκία. Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις περιλαμβάνονται στρατιωτική παρέλαση, υπερπτήσεις μαχητικών αεροσκαφών και μια αρμάδα από 50 (συμβολικός αριθμός) πολεμικά σκάφη που θα πλεύσει κατά μήκος των ακτών της Κερύνειας. Στην ελληνική πλευρά θα γίνουν τα επαναλαμβανόμενα μνημόσυνα και θα εκφωνηθούν οι συνήθεις λόγοι υπέρ της αναγκαιότητας επανάληψης των διαπραγματεύσεων για μια ΔΔΟ, που ο καθένας της δίνει ό,τι περιεχόμενο τον εξυπηρετεί.
Η Τουρκία όμως έχει «αλλάξει πίστα». Ζητάει την «κυρίαρχη ισότητα» πριν αρχίσει η διαδικασία οποιουδήποτε διαλόγου, δηλαδή, ζητάει από την ελληνική πλευρά, προκαταβολικά, να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της «ΤΔΒΚ» και άρα τα αποτελέσματα της εισβολής – κατοχής. Τότε ο διάλογος θα έχει ως μοναδικό αντικείμενο το βαθμό γεωπολιτικού ελέγχου των ελεύθερων περιοχών, αλλά και της κυπριακής ΑΟΖ από την Άγκυρα.
Αντιμέτωπος με την απέραντη τουρκική απειλή για την επιβίωσή του ο Ελληνισμός θα όφειλε:
- Να αντιμετωπίζει συνεχώς πολιτικά και διπλωματικά την Τουρκία σ’ όλα τα διεθνή fora. Ιδιαίτερα στην ΕΕ θα έπρεπε να αντιτίθεται σε κάθε τι που εξυπηρετεί την Άγκυρα (τελωνειακή ένωση, χρηματοδότηση, visa κ.α.). Όχι σε αυτοκτονικές επιλογές όπως η «Διακήρυξη των Αθηνών» που απενοχοποιούν την Τουρκία και τη διευκόλυναν στην αγορά των F-16 από τις ΗΠΑ. Όχι στις κοινές ελληνοτουρκικές υποψηφιότητες σε Διεθνείς Οργανισμούς (ΙΜΟ παλαιότερα, ΟΑΣΕ σήμερα).
- Να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό στο 5-6% του ΑΕΠ από 2,5% σήμερα. Η ελευθερία απαιτεί θυσίες, γιατί αύριο οι θυσίες δεν θα είναι απλά μεγαλύτερες, αλλά, τραγικές.
- Να αναπτύξει, με κάθε μέσον, την αμυντική βιομηχανία και να προβεί στην αναγκαία αγορά ορισμένων οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών.
- Να ενεργοποιήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και όχι θεωρίες ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανεξάρτητο κράτος ή ότι «κείται μακράν».
- Να καλλιεργήσει το εθνικό φρόνημα και να αναπτύξει τη φιλοπατρία, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της δημογραφικής συρρίκνωσης.
- Να αναβαθμίσει τις συμμαχίες ιδιαίτερα με χώρες της περιοχής όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος που δε θα ήθελαν να καταστεί η Τουρκία ηγεμονική περιφερειακή δύναμη.
Δυστυχώς όμως, η παρακμή μάς οδήγησε από το «Σταυραετό του Μαχαιρά» – τον Γρηγόρη Αυξεντίου στα «ηττημένα μυαλά» σε Αθήνα και Λευκωσία, που συνεχώς μιλάνε για διάλογο με τους Τούρκους και ποτέ για απελευθέρωση από τους Τούρκους.
«Αν λαχταράς τη λευτεριά, σε ξένους μην ελπίζεις, μόνος σου παρ’ την αν μπορείς, αλλιώς δεν την αξίζεις». Νίκος Καζαντζάκης.
Πηγή : www.ellinikiantistasi.gr
Οι διακοπές της Αϊσέ διαρκούν πενήντα χρόνια!!!!
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, στις 3.00 π.μ της 20ης Ιουλίου 1974 ενημέρωνε όλες τις διαπιστευμένες πρεσβείες στην Άγκυρα για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο: «Συνεπεία του πραξικοπήματος στην Κύπρο έχει καταλυθεί το συνταγματικό καθεστώς. Η Τουρκία έθεσε σε κίνηση τον μηχανισμό διαβουλεύσεων της Συνθήκης Εγγυήσεως. Επειδή δεν επετεύχθησαν αποτελέσματα, με την αυγή θα επέμβει μονομερώς στην Κύπρο. ΣΤΟΠ».
Λίγο πριν τις 5 το πρωί ο Ετζεβίτ πήγε στο Γενικό Επιτελείο και ευχήθηκε στους στρατηγούς «καλή επιτυχία».
Η απόβαση τουρκικών στρατευμάτων άρχισε στην παραλία «πέντε μίλι» της Κερύνειας, σε μια συνδυασμένη επιχείρηση από θάλασσα και αέρα. Η Τουρκία είχε δώσει στην εισβολή την κωδική ονομασία «Αττίλας». Ο κωδικός της επιχείρησης ήταν Αττίλας. Όπως είναι γνωστό το συνθηματικό για την έναρξη της δεύτερης φάσης όταν κατέρρευσε η Διάσκεψη της Γενεύης τον Αύγουστο ήταν: «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές». Προηγήθηκε, βέβαια, το άλλο σύνθημα, «ο Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο», με το οποίο ξεκίνησε το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών.
- Ο Αλέξανδρος δεν… βγήκε ποτέ από το νοσοκομείο ενώ η Αϊσέ ήλθε και δυστυχώς έμεινε στην Κύπρο.
Οι όποιες διπλωματικές κινήσεις έγιναν από όλους σχεδόν τους εμπλεκόμενους ήταν για το θεαθήναι. Η απόφαση για την εισβολή της Τουρκίας είχε ληφθεί προ πολλού. Στην Άγκυρα ανέμεναν την αφορμή, δηλαδή το πραξικόπημα ανατροπής του Μακάριου. Προφανώς και σε πέντε ημέρες ( από την 15η Ιουλίου μέχρι την 20η Ιουλίου) δεν σχεδιάζεται και υλοποιείται αποβατική ενέργεια. Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει μήνες πριν. Παρά την προετοιμασία, αλλά και την προδοσία, η τουρκική ενέργεια δεν ήταν και τόσο εύκολη. Σε ό,τι δε αφορά τους «συμμάχους», οι ΗΠΑ το μόνο που ήθελαν ήταν να αποφευχθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος κι αυτό επιτεύχθηκε. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί δεν αντέδρασαν- ως αναμενόταν άλλωστε- στα τουρκικά σχέδια, δεν ήθελαν όμως να έχουν ευθέως εμπλοκή.
Οι κινήσεις που έγιναν
Το βράδυ της 19ης προς την 20η Ιουλίου, τουρκική Ειδική Μονάδα Υποβρυχίων λειτούργησε ως προπομπός των υπόλοιπων τουρκικών δυνάμεων και «κατέβηκε» στην περιοχή της εισβολής. «Μελέτησαν» την περιοχή και ενημέρωσαν τους ανώτερους.
Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, ο οποίος ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, κράτησε ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Τζουμχουριέτ, από τις 17.7.1989. Αυτό έγινε μετά το θάνατο του. Ο Ντεμιρέλ αναγνωρίζει τις δυσκολίες που υπήρχαν. Μεταξύ άλλων, ο Τούρκος στρατηγός αναφέρει στο ημερολόγιο του:
«Η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που αναχώρησε από την Μερσίνα, ακολούθησε πορεία προς το Ακρωτήριο της Καρπασίας και μετά γύρισε προς τις ακτές της Κερύνειας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε σύγχυση στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Γι’ αυτό η Ε.Φ., που ήταν κατανεμημένη σε όλο το νησί λόγω του πραξικοπήματος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων.
Τα νέα από την Κύπρο μέχρι το βράδυ της 20ης Ιουλίου δεν ήταν καλά. Τα πρώτα κύματα της Ταξιαρχίας Camkak αποβιβάστηκαν στην ακτή μετά τις 8.00 το πρωί χωρίς εχθρικά πυρά. Όμως ο εχθρός μετά το τρίτο κύμα, άρχισε να συγκεντρώνει στην παραλία πυρά πυροβολικού και όλμων και έτσι η ομάδα μάχης του 50ού Συντάγματος Πεζικού αναγκάστηκε να αποβιβαστεί χωρίς πρόγραμμα.
Το γεγονός ότι στην παραλία δύο μόνο σκάφη μπόρεσαν να προσεγγίσουν και τα άλλα αναγκάστηκαν να περιμένουν στα ανοικτά, καθώς επίσης και η εκφόρτωση των πλοίων Ertugrul και Koycagis στα αποβατικά μέσα, αποτελούσαν τα προβλήματα που επηρέαζαν την απόβαση. Δεν μπορούσε να γίνει σύνδεση του διοικητή της Ταξιαρχίας Camkak, που βρισκόντουσαν στο Ertugrul με τις μονάδες που αποβιβάστηκαν.
Μέχρι το μεσημέρι όλες οι δυνάμεις βγήκαν στη ξηρά αλλά δεν κατέστη δυνατό να διατηρήσουν μια ζώνη ασφαλείας στην ακτή και να προχωρήσουν στο βάθος. Δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των δυνάμεων. Οι διοικήσεις των από αέρος και θαλάσσης αποβατικών δυνάμεων δεν είχαν καμία επικοινωνία μεταξύ τους.
Ο διοικητής του 6ου Σώματος Στρατού, στρατηγός, Ερσίν, ο οποίος ήλθε την 20ή Ιουλίου δεν μπορούσε να υπολογίσει πού βρισκόταν το καθορισμένο σημείο της παραλίας.
Από όσα πληροφορηθήκαμε αφού επιτεύχθηκε σύνδεση, οι διαταγές που στάλθηκαν στην Κύπρο με υπηρεσιακό ταχυδρόμο με ελικόπτερο και αφορούσαν την οργάνωση, τα καθήκοντα και τον τρόπο ενέργειας των δυνάμεων Camkak, δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα στον διοικητή του 6ου Σώματος Στρατού, Ερσίν.
….Ο διοικητής του 50ού Συντάγματος, Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, σκοτώθηκε στην παραλιακή λωρίδα, ο δε υποδιοικητής του Συντάγματος, Aykon τραυματίσθηκε σοβαρά και το χειρότερο, σύμφωνα με το ελληνικό ραδιόφωνο οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην παραλιακή λωρίδα υπέστησαν βαριά ήττα.
Εμείς μέχρι το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου μόνο 7 σκάφη μπορέσαμε να ετοιμάσουμε στο στρατιωτικό λιμάνι της Μερσίνας. Ορισμένα από αυτά τα σκάφη είχαν πάει στην Κύπρο, ξεφόρτωσαν και επέστρεψαν.
… Η 22η Ιουλίου ήταν πολύ σημαντική. Τα πλοία προσέγγιζαν δύο-δύο και ξεφόρτωναν… Τα πυρά του εχθρού σποραδικά αλλά εύστοχα…»

Η εκδοχή του ΓΕΕΦ
Σύμφωνα με το ντοκουμέντο «Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο», ΓΕΕΦ 2020, μέχρι το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου, οι δυνάμεις του εχθρού κατάφεραν την αποβίβαση στην ξηρά, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας και να προχωρήσουν σε βάθος, ενώ δεν επετεύχθει η αποκατάσταση επικοινωνιών, μεταξύ των αποβατικών και αεροπορικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, η διαταγή που στάλθηκε από την Τουρκία στην Κύπρο με ελικόπτερο και αφορούσε στην οργάνωση, στα καθήκοντα και στον τρόπο ενέργειας των αποβατικών δυνάμεων, δεν παραλήφθηκε έγκαιρα από τον στρατηγό Νουρεντίν Ερσίν, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην περιοχή Αγύρτας. Σύμφωνα με το Διοικητή της 39ης ΜΠ, η συνολική αποβιβασθείσα δύναμη στην ακτή ήταν 3.500 άνδρες, 15 άρματα και 12 πυροβόλα, η οποία στις 22 Ιουλίου αυξήθηκε σε 4.000 άντρες και 30 άρματα. Οι αποβιβασθείσες δυνάμεις, παρά την ασθενή αντίδραση της ΕΦ, δεν κατάφεραν να κινηθούν πέραν των 250 – 300 μέτρων από την ακτή απόβασης και αυτό συνέχισε μέχρι και την 11:55 της 22ας Ιουλίου.
Σύμφωνα με το ΓΕΕΦ, «μετά τον σφοδρό βομβαρδισμό της περιοχής Πέντε Μίλι, δυτικά της Κερύνειας και την επικρατούσα κόλαση πυρός στην γύρω περιοχή ( 20 Ιουλίου ώρα 10:15) άρχισε η απόβαση των πρώτων εχθρικών τμημάτων… Μέχρι των εσπερινών ωρών της ίδιας ημέρας και παρά τις σοβαρότατες απώλειες, ο εχθρός κατόρθωσε να δημιουργήσει μικρό προγεφύρωμα, δια δυνάμεως ενός περίπου Τάγματος και μιας Ίλης Αρμάτων, μη επιτυγχάνοντας συνένωση τούτου μαζί με το θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας» («Έκθεση επί των Διεξαχθεισών εν Κύπρο Πολεμικών Επιχειρήσεων», Κεφάλαιο Β΄).
Προέλαση στην εκεχειρία
Ο κατοχικός στρατός προέλασε στη διάρκεια της εκεχειρίας, που αποφασίσθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, την 22η Ιουλίου στις 4 το απόγευμα. Στο «Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο» σημειώνεται πως «μια ώρα μετά την εκεχειρία, οι εχθρικές δυνάμεις του προγεφυρώματος συνενώνονται με το θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας, ολοκληρώνοντας επιτυχώς την 1η Φάση της εισβολής… Το διάστημα της ‘’δήθεν εκεχειρίας’’ ήταν το πρόσχημα της Τουρκίας για να μεταφέρει στην Κύπρο τις επιπλέον απαιτούμενες δυνάμεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ολοκλήρωσης των επεκτατικών της σχεδίων σε βάρος της Κύπρου. Σημειώνεται πως ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 16 Αυγούστου προχωρά σε συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός από τις 6 το απόγευμα, ωστόσο οι τουρκικές Δυνάμεις δεν ολοκλήρωσαν τον σχεδιασμό τους, για αυτό και συνέχισαν την παραβίαση της εκεχειρίας για μια ολόκληρη ημέρα.( «Στρατιωτικά Διδάγματα των Επιχειρήσεων στην Κύπρο», ΓΕΕΦ 2020).
Κι όλα αυτά ενώ η διπλωματία συνέχιζε να κινείται. Υπενθυμίζεται ότι από την 25η Ιουλίου μέχρι και την 30η του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση στη Γενεύη με τη συμμετοχή των τριών λεγόμενων εγγυητριών δυνάμεων. Οι εργασίες της Διάσκεψης συνεχίσθηκαν στις 8 Αυγούστου με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών από την Κύπρο, η μια υπό τον Γλαύκο Κληρίδη και η δεύτερη υπό τον Ραούφ Ντενκτάς.
Όπως διαφάνηκε και εκ του αποτελέσματος, η Τουρκία χρησιμοποίησε τις διπλωματικές επαφές, τις δυο Διασκέψεις της Γενεύης για να ολοκληρώσει το σχεδιασμό της για κατάληψη εδαφών. Η Άγκυρα με εκβιασμούς και ακραίες αξιώσεις οδηγούσε τις συζητήσεις σε αδιέξοδο ώστε να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς της στο νησί.
O… ήρεμος Ιωαννίδης γνώριζε τα τουρκικά σχέδια
Στην Αθήνα, τα αντανακλαστικά των χουντικών ήταν σκοπίμως αργά. Το στρατιωτικό καθεστώς μετά που είχε «τελειώσει» με το πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο, είχε «αναπαυθεί» στις… δάφνες του. Κι όταν ακόμη άρχισε η εισβολή της Τουρκίας στο νησί η στάση της χούντας δεν άλλαξε.
Όπως μαρτυρεί ο αντιπλοίαρχος Παναγιώτης Νικολόπουλος, όταν ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόρης Μπονάνος, ενημερώθηκε για τους βομβαρδισμούς στην Κύπρο είπε πως «οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς!». Αυτή η τοποθέτηση είναι ενδεικτική των προθέσεων του καθεστώτος και της διάθεσης της στρατιωτικής ηγεσίας.
Το πρωί της 20ης Ιουλίου είχε συγκληθεί στην Αθήνα το Πολεμικό Συμβούλιο. Στη διάρκεια των συζητήσεων ο θλιβερός ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ανέφερε τα εξής: «Μα δεν την ξέρουμε τη λύση; Την ξέρουμε κ. Πρωθυπουργέ ( σ.σ. Αδαμάντιος Αδροτσόπουλος). Αυτοί θα βγούνε στην Κυρήνεια, κι αφού βγούνε τότε θα μπουν. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν. Θα τους σταματήσουμε μετά, αφού πάρουν το λιμάνι, την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία τότε θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι.»
Είναι προφανές πως αυτή η αναφορά, που έγινε πριν ακόμη προελάσουν οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής, επιβεβαιώνει την προδοσία. Την προσυνεννόηση που υπήρξε μεταξύ της χούντας, του πάλαι ποτέ ισχυρού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιγκερ, της CIA και της Τουρκίας.
Οι αναφορές Ιωαννίδη και γενικά η συζήτηση που διεξήχθη στη διάρκεια του Πολεμικού Συμβουλίου είχε ηχογραφηθεί. Το ηχητικό ντοκουμέντο έχει περιληφθεί στο βιβλίο του δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά, «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» ( εκδόσεις Μεταίχμιο), στο οποίο περιλαμβάνονται 22 QR κωδικοί, προσφέροντας πρόσβαση σε ηχητικά, που επιβεβαιώνουν/ τεκμηριώνουν το τι έχει συμβεί το 1974. Τι είπε ο καθένας σε εκείνη την κρίσιμη σύσκεψη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθώς είναι όλα ηχογραφημένα.
Καθίσταται σαφές πως ο Δημήτριος Ιωαννίδης, αρχηγός της χούντας, όπως και οι υπόλοιποι στην ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος δεν είχαν ιδιαίτερο άγχος για το τι συνέβαινε στο νησί. Άλλωστε ο Ιωαννίδης, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, γνώριζε τους τουρκικούς σχεδιασμούς και δεν ενοχλείτο.
Η Κύπρος «παράπλευρη απώλεια» των σχεδιασμών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η χούντα παρέδινε την Κύπρο, θεωρώντας πως θα σωζόταν το δικτατορικό καθεστώς. Ήταν, όμως, αναλώσιμοι και μετά την ολοκλήρωση της αποστολής κατέρρευσαν. Είναι κάποιοι που υποστηρίζουν ακόμη πως οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ δεν είχαν σχέση με τα όσα συντελέστηκαν σε βάρος του Ελληνισμού στην Κύπρο. Ότι ήταν μόνο η… βλακεία των συνταγματαρχών, που προκάλεσε την εισβολή.
Ο Παπαχελάς στην έρευνα του, αναδεικνύει και τον ρόλο των ΗΠΑ προς απάντηση σε νεωτεριστικές ιστορικές προσεγγίσεις. Ο Κίσιγκερ λίγο πριν τον δεύτερο γύρο της εισβολής ενημέρωνε το νέο Πρόεδρο, Φoρντ, πως «δεν υπάρχει κανένας αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου». Αλλά και ο υπεύθυνος επιχειρήσεων της CIA στην Αθήνα, Ρον Έστες, είχε πει στον Παπαχελά ότι: «Ξέραμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Ελλάδα να πήγαινε σε πόλεμο, θα ήταν αυτοκτονία, η εκτίμησή μας ήταν ότι θα έχανε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν δίναμε πάντως μια δεκάρα για την Κύπρο. Μας ένοιαζε το ΝΑΤΟ και να μην ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος…».
