ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

ΛΕΥΚΟΘΕΑ Χ.

 


Ενα διήγημα του ΤΑΣΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

ΛΕΥΚΟΘΕΑ X
Eκείνες τις μέρες το χειμώνα του 1996 δούλευα σ ένα πρατήριο καυσίμων στα διακόσια μέτρα απ το σπίτι μου,στην παλαιά Εθνική Αθηνών Κορίνθου Πατρών...
Νύχτα και απογεύματα μόνο...η τέλεια δουλειά για έναν σαν εμένα.. σωματική ταχύτητα και ραθυμία σε εναλλαγή μόνο...σαν σε road movie...



διάβαζα και έγραφα στα κενά, αδιάλλειπτα ,ότι έβρισκα! βασικά στην βιβλιοθήκη της πόλεως και στα παλιατζίδικα...στα παλιόσπιτα που γυρνούσα ψάχνωντας άγνωστο τι...
Τέλος πάντων κάποια στιγμή εκεί,ήρθε αυτό το όχι και τόσο απλό ποίημα,που σου αποστέλλω φίλτατε προς μελέτη,(μαζί με αυτές τις επεξηγήσεις) καθώς είναι ποιήμα σοννέτο 14 στιχο απόλυτα μετρικό κατά πως λεν η αποθέωση της λυρικής ποιήσης με στίχο...έτσι εδω συμβαίνει το εξής...ΤΡΙΑ ΣΟΝΝΕΤΑ Αποτελούν το ποιήμα..η φαντασία της κοπέλας το πρώτο ,η θέση και περιγραφή και πραγματοποίηση της ουρανομήκους αυτής υπερπραγματικότητος και το συμπέρασμα στάση αποφώνηση στο τρίτο σοννέτο ,μέρος του τριπλού χμμ υπερποιήματος...
...κατά μυστηριώδη τρόπο εξ οράνι φαντάστηκα και έγραψα και μάλιστα μετρικά με ύφος 1920-30 αυτό το παράξενο πως να το πω...πράγμα ,μέσα σε μια φρενήρη κούρσα λέξεων,μέσα στο πρατήριο μια νύχτα καταιγίδας ηλεκτρικής και βαμπιρικής αισθητικής.Βροχή in torrents σαν την διασημότερη ατάκα όλων των εποχών.....it was a dark and stormy night ..the rain fell in torrents...
Ερωτεύτηκα,αυτήν.. αυτήν την ’’Αόριστη’’ αλλά και’’Καλλίστη’’ Που φαντάστηκα σ’ ένα είδος πνευματικού πυγμαλιωνισμού..την ονόμασα ’’Αορίστη’’ Μεταθέτοντας τον τόνο ώστε να γίνει όνομα Αρχαίο,που να εμπεριέχει και τα δύο...καλλίστη Αορίστη...
την Ερωτεύτηκα άγρια ανυπότακτα,με μόνη υποταγή στην ιδέα της αλλά και εξουσία της δυναμής της επάνω μου, αλλά και επί του Παρελθόντος μου,την ερωτεύτηκα αδι-ανόητα,σκληρά ανίερα, μακράν και πέραν των σαρκικών ορίων η το χρόνο
και απελπισμένος πως Υπάρχει και δεν θα με γνωρίσει απεφάσισα να κρατώ πάντα και παντού το ποιήμα αυτό πάνω μου ώστε να της το ενεχειρίσω αν την δω στον δρόμο κάπου σ ένα κατάστημα σ ένα βουνό....δεν γνωρίζω,κάπου!!
Με καθημερνή απελπισιά και οργή την περίμενα,και δεν ερχόταν,με δακρυσμούς τα δειλινά και άδεια κλίνη τα πρωινά και λίγο λίγο έχασα βάρος σωματικά-παίρνοντας άλλο ψυχικά-, έρεψα σκοτείνιασα περιφερόμουν σε ερημιές με αγκάθια στα πόδια και στην ψυχή,χανόμουν στο χρόνο και την γύρευα, ξεθωριασμένο ρούχο σκισμένο κατάντησα σιγά,απ΄ την μανία του ανέμου...και πέρασαν δεκατέσσερις μήνες....(κατά τον Βorjes το δεκατέσσερα δεν συμβολίζει το άπειρο,είναι το Άπειρο)...!
τα μάτια σου λοιπόν φίλτατε δεκατέσσερα,στο τι σου παρασταίνω
πως λέει ο λαός-όπως τα είχα και εγώ αλλά εις μάτην...
μέχρι που μια μέρα απλά παραιτήθηκα...
και παραδέχτηκα την παραλληρηματικότητα της όλης ιδέας μου αλλά και τον εγωισμό της απέναντι στο σύμπαν.....και ταπεινώθηκα ψυχικά και άλλο...
άφηνα τις μέρες να περάσουν άδειες, αδιάφορες-όπως άφησα και το ποιήμα σ ένα συρτάρι...
Στις 14 φεβρουαρίου όμως του επομένου έτους, βράδυ κατα τις 23.00 σ' ερημιά Εθνικής και κρύο αρκετό αλλά καθάριο που σε κάνει ΝΑ ΖΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ
ένα μοναχικό αυτοκίνητο μπήκε στην είσοδο του βενζινάδικου...
ήταν ένα κατάμαυρο Volvo ''Amazon'' του 1966 τ’ οποίο και ρολλάρισε αργά και σταμάτησε στην αντλία νο 3....πλησιάζοντας να εξυπηρετήσω -επίσης γοητευμένος απ’ την άριστα διατηρημένη Αμαζόνα- άκουσα γρυλίσματα σκυλιών,κοιτάζω διακριτικά καθώς πλησιάζω στο παράθυρο και...
...βλέπω 4 husky λευκά ν’ αγωνιούν να βγούν έξω...
ανοίγει η πόρτα του οδηγού και βγαίνει...η...
η ξανθή .....σγουρομαλλούσα... με το άσπρο φόρεμα,κατά τι τσαλακωμένο,γελά σαν μηχανικά και προσπαθεί να διαχειριστεί τα σκυλιά της που χαλάγαν τον τόπο...
έχω μείνει άναυδος τα έχω χάσει και προσπαθώ να μιλήσω..Aντί να ρωτήσω πόσο καύσιμο να της βάλω η να κάνω ένα σχόλιο για την ομορφιά της Αμαζόνας της,
...της λέω: ....τα μάτια σου....είναι.....διαφορετικά....ένα γαλάζιο...ένα πράσινο..όπως το είχα φανταστεί!!!
βγάζει ένα βαθύ απρεπέστατο ΑΧΧΧΧΧΧ!!!!! και λέει..μου.. έπεσε κάπου ο... ένας φακός επαφής..τα μάτια μου είναι γαλάζια, αλλά μ΄αρέσουν πράσινα..φοράω φακούς...έπαφής..(γελώντας πονηρά με νόημα)
με κοιτάζει επίμονα ,διατρητικά, στα μάτια λέγοντας: ...εσύ...φοράς φακούς.....χμμμ επαφής;;
πέφτει μια σιωπή...της λέω Σ ΑΓΑΠΩ ενώ βάζω βενζίνη,χωρίς καν να ρωτήσω ποσότητα....χωρίς καν να την κοιτάξω...εκείνη κοιτάζει δίπλα την παρκαρισμένη μου Β.S.A φευγαλέα,ανιχνευτικά και....
λέει τι;; Μ αγαπάς!! ;;;και γελά γάργαρα, δυνατά- όχι όμως απαξιωτικά- απαντώντας μου και χαμηλώνοντας μετά εκμυστηρευτικά τον τόνο της φωνής της ψυθιρίζοντας στο αυτί μου.... μα...καλά......πότε ..πως...Μ' έχεις ξαναδεί;Με γνωρίζεις...;
...της ανταπαντώ...μην τρομάξεις Αγάπη μου,απλά περίμενε να φέρω κάτι για σένα!
Σ ΑΓΑΠΩ ΠΑΝΤΑ Σ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΕΓΩ Σ ΕΦΤΙΑΞΑ ΕΓΩ Σ ΕΚΑΝΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ...ΕΓΩ ΣΕ ΕΓΡΑΨΑ
ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΘΑ ΡΘΕΙΣ ΕΣΥ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ!
Mε κοίταζε μ εκστατική σιωπή.
Άφησα το πρατήριο μ’ εκείνη ..και έτρεξα στο σπίτι,αδιαφορώντας για ότι δήποτε άλλο...
την άφησα λουσμένη στα παγωμένα φώτα Νeon του στέγαστρου των αντλιών με το άσπρο της φόρεμα...
ένιωθα φευγαλέα στην άκρη του ματιού την αερική φιγούρα της να σβήνει καθώς έτρεχα, με την καρδιά έτοιμη να σπάσει απ’τον αγώνα της να στηρίξει Σώμα και Ψυχή...
Γύρισα Σ’ εκείνη με το αίμα να βράζει και το ποιήμα που είχε πια παλιώσει και κατατριφτεί όντας θαμμένο στις τσέπες μου πολύν καιρό, λες κι ήταν κι αυτό ένα ακόμη πειστήριο της προσμονής μου ,της Αγάπης μου της Πίστης μου για εκείνη και της το έδωσα....
το κράτησε απαλά κοιτώντας με στα μάτια με ευχαρίστηση και νόημα μπαίνοντας στο παλιό Αmazona... κάθισε σχεδόν προκλητικά με το να πόδι έξω και διάβαζε ενώ εγώ αμήχανος κοιτούσα τα λευκά σκυλιά κοντά της να σωπαίνουν γρυλίζοντας πότε πότε γλυκά- λες και τους έδινε η ψυχή της κάποια αόρατη εντολή χωρίς διαταγές η νεύματα..(έμοιαζε να είναι σαν εκ-δηλώσεις αυτόματες μέρους του ψυχισμού της )...
όταν τελείωσε την ανάγνωση,δεν σχολίασε τίποτε αλλά με ρώτησε απότομα- διατακτικά σχεδόν -θα ’λεγες οργισμένα ( και τα μάτια της σπινθηρίσαν αυτοστιγμεί,εκστατικά,της Νυκτός Μαρμαρυγίες )
τι ώρα σχολάς;;;
της απαντώ ..στις Δώδεκα ακριβώς...λέει μμμμμια ώρα ακόμη σχεδόν ...κι άλλη μια..να....
Άφησε τη μαύρη Αμαζόνα επί τόπου, στο ψυχρό φως του στεγάστρου και βγήκε παράπλευρα στο δρομάκι της Εθνικής, και πήγαινε κι ερχόταν απ’ το Φως στο Σκοτάδι με τα τέσσερα σκυλιά της μεσ’ την Αχανή νύχτα,βαδίζοντας με δυναμική ηδυπάθεια, σαν σε πασαρέλα δίπλα σε κουτιά απο λάδια πεταμένα,επιθυμίες μου παλιές ,σκουπίδια κάθε λογής των περαστικών χρόνων,Κομψή, Ηδονική, Επεισοδιακή,Υπερκόσμια.
...άλλοτε σκεπτική κοιτώντας το έδαφος (με τα σκυλιά να σιωπούν οσμιζόμενα χαμαί) άλλοτε Ερωτική κοιτώντας προς εμέ (με τα σκυλιά να έχουν ρεύσεις σιέλων και να δείχνουν στιγμιαία τα δόντια τους ) άλλοτε τον ουρανό μ’ ελπίδα και αδημονία ακραία αλλότροπη,(τους σκύλους να ωρύωνται εν ακαρεί υψώνοντας στον ουρανό τις κεφαλές τους ),
Ήταν εκεί μπροστά μου Α-ληθινή εν τέλει ισχυρή, σιωπηλή και Κραταιά...
Όμορφη Ταπεινωτικά...
..ώσπου η ώρα πέρασε και στις 23.58 αφού κλείσαμε το πρατήριο μαζί και αφού αρνήθηκε ως ώρας κάθε ποτό φαί η ανάγκη τουαλέττας μπήκαμε στο Volvo και φύγαμε προς Πάτρα....’’σε κλέβω γιατί μ έκλεψες’’ μου είχε πει, ’’απόψε είσαι δικός μου’’...
Δεν μιλούσα δεν μπορούσα, δεν άντεχα να μιλώ,δεν ήταν υποφερτό αυτό που ζούσα και σκεφτόμουν μόνο την παραλληριματικότητα η οποία όχι μόνο δεν υπήρχε αλλά ..υπήρχε,πως να εξηγήσω..και σκεφτόμουν τον εγωισμό που έδειξα στο σύμπαν ζητώντας το ανέφικτο!!!
σκεφτόμουν ο θνητός και το τίμημα...πάντα υπάρχει ένα τίμημα στο Απόλυτο!
...όμως προς το παρών ήμουν μεσ’ το αυτοκίνητο...μαζί της..και ήταν πάρα μα πάρα πολύ κοντά στην εμφάνιση στο στυλ στον λόγο όπως την είχα φανταστεί...αλλά σε νεότερη εποχή όχι Βικτωριανή με άμαξα μαύρη Phaeton αλλά με Volvo Amazon...οι σκύλοι στο πίσω κάθισμα απόλυτα σιωπηλοί,ένιωθα την ανάσα τους διαρκώς-όχι χωρίς δυσφορία ενός τρόπον τινά στενά παρακολουθούμενου....
..ήταν σαν συνδιασμός ποιήτριας μιας παλιάς,αρχαίας και ακαθόριστης εποχής,αλλά και έκφυλου πανερωτικού πλάσματος,τ’ οποίο και γνώριζε πολύ καλά την ισχύ του ως σύνολο εμφάνισης και χαρακτήρα ...το εξέπεμπε αυτό..είχε μεγάλη καλλιέργεια πνεύματος,αλλά σκοτεινού τύπου ,και κάπου εκεί με ’’κάλεσε’’ για φαγητό...ανάμεσα σε ακατανόητους συμβολισμούς και παιχνιδίσματα του Λόγου της...εκεί μου είπε και τ όνομά της κι εγώ το δικό μου,αστειευόμενη πως δεν είχα προφητεύσει στο ποιήμα τ’αληθινό όνομά της!!!
..άφησε στ’ αριστερό της χέρι μόνο στο τιμόνι και μου πρόσφερε το δεξί της για χειροφίλημα, υπομειδιώντας χιμαιρικά και καταχθόνια ενώ ριπές ανιχνευτικές του βλεμματός της περιεργάζονταν το Είναι μου όλο ,καθώς άγγιξα το χέρι της να το φιλήσω..
Εκεί ξέσπασε σε γέλια (για τoν θεατρινισμό και των δυο μας ,ως προς την πεπαλαιωμένη αυτή αλλά κρυφίως γοητευτική αβρότητα -καθώς σημείωσε) και είπε με νόημα...Λευκοθέα Χ.
Το αυτοκίνητο ρολάριζε,ήμασταν περίπου κάτω απ την Αρχαία Κόρινθο,της πρότεινα μια ταβέρνα και απάντησε ’’όχι αγαπημένε’’ εσένα θέλω να φάω...
θέλω να σε καταβροχθίσω,να σε χωρέσω μέσα μου ,στο Είναι μου αλλά δεν θέλω να σε χαλάσω θέλω να μου διαρκέσεις....
...μπήκαμε σε μια αρχαιολογική θέση,εγκατελειμένη στην τύχη της απ’ την Υπηρεσία,ξέφραγη,μια παλαιοχριστιανική Βασιλική,αφήσαμε το αυτοκίνητο αφήσαμε τα τέσσερα σκυλιά δεμένα στον εμπρόσθιο νικελένιο προφυλακτήρα,τα αιθανόμουν να με κοιτάνε έτοιμα να με κατασπαράξουν...(μοιάζαν να θέλουν να σύρουν την παλιά κομψή Amazona ως άρμα)...’’είναι όλα τους Αρσενικά ’’..είπε χαμηλόφωνα σαν να διάβασε την σκέψη μου και σαν να ήθελε να μην την ακούσουν...
προχωρήσαμε χέρι χέρι και με ρώτησε,....’’εδώ θες να γίνει’’ ;
(..το είπε ψυχρά, τρομακτικά χωρίς πάθος ,παρά σαν να ήταν μια ελεημοσύνη της η επιλογή της θέσεως απ’εμένα, λες και ελεούσε το σφάγειον αφήνοντάς το να επιλέξει τον βωμό της θυσίας του)...
ψέλλισα ένα...ναι.....είπα ένα σβησμένο ’’σε θέλω δική μου’’..χωρίς να αποτολμήσω να γίνω πιο άπληστος στο Σύμπαν και να πω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ...
δεν απάντησε,σήκωσε τα φορέματά της ,ήταν γυμνή αποκάτω -χωρίς εσώρουχο και με κατάπιε κυριολεκτικά...με διέλυσε σωματικά και ψυχικά με την ορμή της αλλά και με την Άλωσή της
και αυτά που είπε στ’ αυτί μου ποτέ δεν θ ακούσει άλλη ψυχή όχι γιατί είναι ως πρέπει ιδιωτικά ,αλλά γιατι ήταν φρικώδη αν και απολύτως Ερωτικά-
..εκεί στον τόπο και ξύπνησα,στη νοτισμένη χλόη ματωμένος στα ούλα,στην γλώσσα στον αριστερό καρπό,γεμάτος γδαρσίματα απ’ τα νύχια της και τ αγκάθια της ερημιάς,εκεί στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής,γεμάτος ξεραμένο σπέρμα,και μυρωδιά σαν γάλα,γάλα όψιμο ξυνισμένο...δίπλα μου υπήρχε ένα χαρτάκι,με τα εξής:
Αγαπημένε δεν σε σκότωσα, ήπια απ’ το Είναι σου,πεινούσα.
σε λίγο θα πεθάνεις αλλά θα ξαναγεννηθείς,
ήπιες κι εσύ απο μένα , αχόρταγα
δεν θα βλέπεις σα νεκροζώντανος όπως στις ανόητες ταινίες του holly wood αλλά σαν Ποιητής.
φεύγω Αγαπημένε μου έρχεται ο Ήλιος ,
εξ άλλου παντρεύομαι σήμερα το βράδυ και το νυφικό το έκανα γεμάτο αίμα ..Τάσου!!!
υπ..... ΛΕΥΚΟΘΕΑ Χ.
υσ...αν έχω μείνει έγγυος απο σένα θα γυρίσω σ’εσένα,λύοντας τον γάμο,είναι γραφτό να νικήσει ο πλησιέστερος μου-όχι ο δυνατότερος! και να υποταχτώ σ αυτόν...
Κανείς Ω!! δεν με ’’ξεκλείδωσε’’ τόσο όσο εσύ απόψε.Η νοστιμιά σου το ’κάνε...η νοστιμιά σου αχ,πόση...
...................................
Δεν γύρισε,
δεν βρήκα καμιά μ αυτό το όνομα και την παρουσία πουθενά.. εικοσιοκτώ χρόνια τώρα,έμεινε το ποίημα που δεν πιστεύω πως έγραψα εγώ αλλά πως υπαγορεύτηκε στιγμιαία κατά την επαφή μαζί της στο πρατήριο για να με δολώσει πεινασμένη όντας.
..αυτά είναι απλώς οι ψευδαισθήσεις όπου δημιουργούν οι βρυκόλακες στο γεύμα τους .
αν ζώ ,τ οφείλω σίγουρα στην μακρυνή ανάμνηση της όποιας ενέργειας είχε απομείνει στα ερείπια της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής όπου με γευμάτισε,
αυτό την έκανε να βιαστεί.... και ίσως μια μικρή καλοσύνη ν΄αφήσει μια εντύπωση Αγάπης να θρέφει την μνήμη μου σαν ευχαριστήριο μεταίσθημα,αυτό που κρατά στις επαφές το αίμα και το σπέρμα,
επειδή το Σ' αγαπώ που της είπα δεν ήταν μέρος της ψευδαίσθησης που μου δημιούργησε -και αυτό την άγγιξε ,αυτό την χόρτασε - μετά τόσους αιώνες ανιαρών γευμάτων.
****
Η Αορίστη

Ι
Στ Ονείρου μου τυχαία γεννήθηκε τα νοερά
-στα χέρια της η Αγάπη καίει-
..Eίδα ότι όμορφο στα πόδια της να κλαίει
-ότι όμορφο με πλήγωσε-να κλαίει μπροστά της γοερά
-
Την είδα να λέει μυστικά στ’ αγάλματα μια αλέας
κι απ τ ’έκδηλο του Απείρου της περρίσια να χαρίζει
ύστερα παρέα με τα φάσματα Επαύλεως να γυρίζει
η σε κλίνη να κοιμάται απαλά μια μνήμης Φευγαλέας
-
Σελίδες ερώτων μου παλιών -ανέμελα όλο σκίζει...
Σαν σκέψη ξυπνώντας με ξυπνά
αντί για εμέ ,εκείνη τα παλιά πετά ,μειδιά και ψιθυρίζει:
-
''..Μονάχα στην φευγαλέα στιγμή έχω Αγάπη η Πίστη!
ο ίδιος εαυτός μου ,δεν μου διεκδικεί,
ιδανικά με βάφτισες ποιητή στο Νου σου Αορίστη'' !!!
ΙΙ
Την είδα όλο ξαφνικά! Ήταν ξανθή πολύ ξανθή!
Τα μαλλιά της ένα κτένισμα βοστρύχων καρέ Βικτωριανό
Ψίθυρους ατημέλητο παιδιάστικα σγουρό
φορούσε Άσπρο φόρεμα -τουλάχιστον ελαφρύ
-
Τα πάντα κοιτούσε γύρω της με Ρέμβη που μαδεί
-Λες κι η κάθε η στιγμή της έκλεβε την μιλιά-
Σαν Ηνίοχος,με το χέρι οδηγούσε τέσσερα κάτασπρα σκυλιά
κι είχε ένα μάτι Μπλέ Ηλεκτρικό κι ένα γαλήνιο λαδί
-
Όπως την είχα φανταστεί
παράξενη σαν τ’ Όνειρο
μα τώρα εδώ χειροπιαστή
-
Τα μάτια της...Απόκοσμο μεθύσι αλαργηνό
σε πείσμα μάταιο του Καιρού που δεν ξεθυμαίνει ακόμη
( Έμοιαζε να’ναι δεκαεφτά και μαζί εικοσιοχτώ χρονώ)
III
Τι μέρος της προφητείας αυτής να ’ναι κι αυτή η Ρίμα;
Άραγε,στη Ζωή μου θα σταθεί Μοιραία,η θα περάσει;
θα καταλάβει ποιος είμαι εγώ ,η θα με προσπεράσει
΄ αν δεν της δείξω Αυτό Εδώ!-π’είχα μαζί μου Ποίημα;
-
..και το ’δειξα το ποίημα ,μα την άφησα να φύγει-όπως ήρθε Αορίστη
τίποτε μην της ζητώ -αρκεί που την είδα εκείνη
όπως το θέλουμε κι οι δυο Ιδανική να μείνει
παντοτινά Ελεύθερη παντοτινά Αορίστη.
-
Ονείρων κρύφιων Αρχαία παλλακίδα
με το λευκό χιτώνα σου ,ενός αδόξου ποιητή Αγαπημένη
στην κρίση των καθρεφτών ,την καταιγίδα
-
της Εικόνας Σου -απλά-σαν Ναρκίσσων μαρασμούς μοιράζεις
Ωραία ,εξαϋλωμένη
και Θάνατους των καθρεφτών Ω Αθάνατη ρεμβάζεις

1997 ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ!!

 


Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ -   Άστρον Φάσμα


ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ
Πολλά μας διαμορφώνουν κατα τις Μνημειώδεις Εποχές της προεφηβείας.. ΑΡΧΕΤΥΠΑ διαμορφώνοντας...
Συμβαίνει να μας αρέσει κάποιο είδος μουσικής η ένα είδος γυναίκας,η έστω, μια replica αν ζούμε στον κόσμο του Βlade Runner..
Πίνακες,μουσικές,λόγια μυθιστορήματα και φράσεις συσωρευαλιεύονται και εντυπώνονται στον ΝΟΥ για πιθανή χρήση και ο καιρός περνά.Καθώς τα φυλαγμένα αρχεία και τα εσωτερικά links με τα χρόνια στοιβάζονται σαν σε παλιά βιβλιοθήκη ΞΕΘ -ΟΡΓ ΙΑΖΟΥΝ
Τα ίδια τα χρόνια κι αυτά επίσης σωρεύονται μετατρέπονται σε θλιβερές λίστες χρεών!Έρχεται μια μέρα κι αναρωτιέσαι...ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ;ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ, ΓΟΥΣΤΟ ,ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ;
ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΑ ΩΣ ΕΔΩ; ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΟ Η ΕΚΕΙΝΟ, ΓΙΑΤΙ ΠΡΑΤΤΩ ΕΤΣΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ;ΠΟΤΕ ΘΑ ΛΥΘΕΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΜΟΥ;
Και ανατρέχεις στ'αρχεία σαν χαμένος,ίσως και έντρομος ,ζητάς απο την τρομερότερη λίστα όλων των εποχών ( ΜΙΑ ΛΙΣΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΛΙΣΤΕΣ) και λέγεται ΝΟΥΣ
ΝΑ ΨΑΞΕΙ NA ΣΟΥ ΒΡΕΙ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΝΑ ΨΑΧΤΕΙ ΒΑΣΕΙ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ Ν ΑΥΤΟΟΡΙΣΤΕΙ ΩΣ ΣΗΜΑΙΝΩΝ ΚΑΙ ΩΣ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟ
ΚΑΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ Τ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ
.................................................................................................................................
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΧΟΥΝ ΑΙΤΙΑ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ απλά η ΚΡΥΠΤΟΜΝΗΣΙΑ λειτουργεί ως χαλασμένο φωτοτυπικό και κάθε φορά που παει κανείς να θυμηθεί ποια αιτία η εικόνα,η κάτι, εκείνο ξεθωριάζει όλο και περισσότερο σαν φωτοτυπία φωτοτυπίας και η φαντασία αναλαμβάνει να συμπληρώσει τα κενά σ ότι θυμάται κανείς και αυτό είναι η παγίδα αλλά και η ομορφιά του αυτοκοροιδέματος του ΝΟΥ απο τον ΝΟΥ τον ίδιο.
Αλλού το λένε ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Αλλού το λένε ΒΙΟΝΕΙΡΑΜΝΗΣΙΑ η BIG FISH
κι εδώ ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ
η τ ανίερο ειδωλό τους την ΑΝΤΙΓΝΩΣΗ-ΣΚΟΥΠΙΔΟΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Του Ωραιοπαιχνιδίζοντως Σύμπαντος Θεαυτού..!
.....................
έτσι ,στην περίπτωση την δική μου χάνονται οι αναγνώστες και
Μπαίνει στην αίθουσα ενώ είμαι μόνος,η πανέμορφη replica το γυναιοειδές
η Rachel
με τα μαύρα της ρούχα και τα τρεμάμενα απείρως αισθαντικά χείλη, το χτένισμα το σαν 1940s αν και 2048 και κάθεται απέναντί μου..Ανάβει ένα τσιγάρο ,Χάνεται ανάμεσα σε τολύπες καπνού δίνοντας παράσταση απόλυτης θυληκότητας
ωστόσο, σαν παγιδευμένη αράχνη έτοιμη να κλάψει,(αλήθεια κλαίνε οι replicas,κλαίνε οι αράχνες );;
γιατί εγώ, ο ντετέκτιβ που την ψάχνει! (ένας ντετέκτιβ μισθωμένος απ την παγκόσμια υπερκυβέρνηση να σκοτώνει παλαιότερα ανθρωποειδή) ψάχνει τα κομμάτια του Πάζλ ν αποδείξει πως είναι κατασκευασμένη και όχι ανθρώπινο ον...
ένας ντετέκτιβ που κατα λάθος την ερωτεύτηκε παράφορα
( η ομορφιά δεν γνωρίζει στον κόσμο του blade runner σαρκικά όρια )
...
σίγουρα είναι Σκορπιός αν έχουν ζώδιο κατασκευής τα γυναιοειδή
ΠΑΙΔΟΣ Η ΒΑΣΙΛΙΗ Σκοτεινέ Ηράκλειτε
η Αλλιώς
’’Ευλογημένος που κράτησα άθικτα τα εσωτερικά μου ναρκωτικά για αργότερα’’
θα λέγε ο ξάδερφός μου ο Charles Baudelaire
Ευλογημένος που γνωρίζω τι μ έφτιαξε και που θυμάμαι την γλυκιά Rachel καθαρά
γιατί απλά
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΩ ΩΣΤΕ ΝΑ ΞΕΘΩΡΙΑΖΕΙ
ίσως replica να είναι ο αναγραμματισμός των λέξεων
Γυναικείο Σώμα
και ο παγκόσμιος ιστός 5G τρόπος της κλαίουσας Αράχνης
να μην την ξεχάσω ποτέ ,πιασμένος τυλιγμένος όντας απ εκείνη μνημονικά
σε μια ιστορία πλάνη που δεν υπήρξε ποτέ και που η αράχνη κατασκεύασε βήμα βήμα
και εγώ απλά προς βρώσιν τυλιγμένος , -μόνος -απ το ίντερνετ όλων των πραγμάτων
σ ένα παρελθόν που μου κατασκευάσανε φυτεύοντας μου ψευδείς μνήμες
για να μην αντισταθώ στην επανεκκίνηση
ΑΣΤΡΟΝ ΦΑΣΜΑ 2048



Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΚΛΟΥΒΑΚΙΑ!!

 




Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΚΛΟΥΒΑΚΙΑ
..Είχα πιάσει κάποτε δουλειά κοντά σ ένα παληκάρι, υδραυλικό τον μήτσο που προσπαθούσε κι αυτός να σταθεί μέσα στην δραματική κατοχή που περνάμε και την πλήρη έκπτωση των αξιών γύρω ...
κάναμε συνήθως μερεμέτια και αραιότερα μεγαλύτερες δουλειές γιατί που λεφτά ο κόσμος τέτοιαν εποχή,που διάθεση για μεγάλες ανακατωσούρες...ήταν και χειμώνας,χειμώνας στην φύση και στις καρδιές γύρω...
Ξεκινούσαμε τα πρωινά με όση διάθεση είχαμε προσπαθώντας ο ένας να εμψυχώσει τον άλλο.
λέγαμε’’χμμ θερμοσίφωνας στον τέταρτο σήμερα ετοιμάσου για σχοινιά’’....και στριμώχναμε τα φρύδια προσπαθώντας να γελάσουμε...
μ αυτά και με κείνα κυλούσαν οι μέρες και όποτε δεν κυλούσαν δεν τις πιέζαμε και μεις..αφηνόμαστε να δούμε που θα βγεί...φορές που σχολούσαμε νωρίς σαν στεναχωρημένοι
λέγαμε ε,μωρέ αύριο θα ναι καλύτερα έχει ο θεός...
’Ενα πρωί ηλιόλουστο ήρθε σε μια δύσκολη οικοδομή να περάσουμε δίκτυο και έπρεπε να μας παραχωρηθεί’’δρόμος’’ μέσα απο ένα διαμέρισμα...κτυπήσαμε το κουδούνι..
..μας άνοιξε μια κυρία γύρω στα εβδομήντα,μορφή γροτέσκα και αλλόκοτη σαν μποέμ αλλά λιγάκι πιο ήπιο,ελληνικό, κατά τ άλλα σαν σε παλιά ταινία του federico fellini ιταλιάνικη έμοιαζε (όπου παράξενοι άνθρωποι ’’διαφορετικοί’’ θυμίζουν ο καθείς ένα -ιδεοθέατρο- σκιών ,-αν μπορούσε καλώς εννοούμενα να ειπωθεί να μου επιτραπεί-,όπου καθείς του ,έχει την δική του παράξενη περιπέτεια που τον σημάδεψε στην ζωή,το δικό του αγαπημένο τραγούδι που λέει όταν βγαίνει στο πανί.)..
’’περάστε περάστε ’’ μας είπε,’’βεβαίως’’ ’’και ρεύμα να πάρετε και ότι χρειαστείτε’’’’εναν καφέ θα θέλατε παιδιά'';;
..άφωνοι με την ευγένεια,υποκύψαμε...περάσαμε τα εργαλεία και καθίσαμε...και χωρίς καν να μας ρωτήσει άρχισε να μας διηγήται την ιστορία της ζωής της,τον άντρα της και ’’ΦΩΣ του κόσμου της’’ που είχε χαθεί πια,για τα χρόνια που εκείνος κούτσαινε από ένα ατύχημα με την παλιά βέσπα του,για τα χρόνια που ζήσανε
’’κανωντας πια μόνο τα μισά απο ότι ονειρευτήκαμε ίδια κουτσά’’
εξ αιτίας των γεγονότων,για τα δυό τους παιδιά
’’το ΦΩΣ εκ ΦΩΤΟΣ της’’
που μεγάλωσαν σαν καράβια και βγήκαν προς μακρυνούς λιμένες και αραιώσαν τις επαφές λες και δεν καταλάβαιναν τίποτε απο τον πόνο των γονιών τους,η σαν να ήτανε αυτό το συνηθισμένο...’’μετά που έφυγε κι ο πατέρας τους ε, πάει αποχαθήκανε πια’’ είπε...’’η μικρή έχει δουλειά εκεί ,τάδε τάδε, καταλαβαίνω βέβαια ,δεν μπορεί,ο μεγάλος όμως;;ο μεγάλος’’;;
..’’έχω βέβαια και την συνταξή μου’’ είπε και εκεί πλανήθηκε μια ανίερη σιγή,είχαμε καθηλωθεί,και η αλήθεια ούτε θέλαμε να φύγουμε ούτε μπορούσαμε (ούτε και έπρεπε)..όπως θα έπρεπε και να την επισκεφτούμε ξανά καμιά φορά - εδώ και εκεί..έτσι να βρεί διέξοδο ο πόνος της μοναχικής αυτής μάνας απο δυό άσχετους μ αυτήν, τυχαίους περαστικούς υδραυλικούς.....
πάνω που είχε αρχίσει να μου θυμίζει ένα στίχο του Ρίτσου,-έναν στίχο που δεν θυμάμαι πια τώρα που ξαναδιαβάζω και ο ίδιος την ιστορία αυτή-
( λες και κατάλαβε την αμηχανία μας μπροστά στην διάφανη συντριβή της μα αλήθεια ποιος είχε συντριβεί αληθινά θα ΄παιρνε καιρό να το εννοήσω ,να το βιώσω με την καρδιά )
..εκεί ακριβώς σε μια παράξενη εναλλαγή διαφάνειας -τόση που προσωπικά ένιωσα γυμνός σαν κρύσταλλο με καρδιά δονούμενη- είπε
..’’όχι,πηγαίνετε μην σας καθυστερώ έχετε δουλειά και δεν είναι και ν ακούει πρωί πρωί κανείς παλιατζούρες..αυτά τυχαίνουν στον καθένα και πρέπει να ναι έτοιμος να τα δεχτεί-εξ άλλου τι σημασία έχει πια;έχω τα πουλάκια μου που τα λατρεύω και με λατρεύουν θέλω να πιστεύω...
ξέρω τι θα πείτε! τα πουλιά φυλάκισα, έτσι πως είναι δυνατόν να ισχυριστώ μπροστά σας τ αγαπώ,πως γίνεται να έχω την πεποίθηση ότι και εκείνα μ αγαπούν...μα..θα ήτανε μόνα έξω στο κρύο εαν δεν ήμουν εγώ! πεινασμένα,όχι μην το πείτε! ξέρω ξέρω δικαιολογίες φτηνές ξέρω θα ήταν ελευθερα στην φύση στα εξωτικά νησιά τους τα παραδείσια ξέρω καλά,παιδιά μου μην πείτε τίποτε...ευτυχισμένα θα ήτανε.’’..
τότε, σαν ξεμαγεμένοι, -λυτοί πια απο ξόρκι παράξενο που τα μάτια δένει- κοιτάξαμε γύρω έκθαμβοι....το σπίτι της ήτανε γεμάτο καταγεμάτο κλουβιά όλων των ειδών,μικρά μεγάλα το ένα πάνω στο άλλο,πολυκατοικίες ολόκληρες συνοικίες απο δωμάτιο σε δωμάτιο πουλιών,μυρωδιά ξυνή της άπειρης κουτσουλιάς-μα πως δεν μας έπνιγε τόσην ώρα εκεί πέρα;και που είχε πάει ο Χρόνος;
πόσο δυνατό ήτανε το ξόρκι;;
..δεν υπήρχε παρά ένα στενό μονοπατάκι απο συνοικία σε συνοικία,ίσα ίσα και αυτό ώστε να γεμίζει στις πολύ απομακρυσμένες συνοικίες των περιχώρων του αστυπτηνικού οικισμού τις ξεμακρυσμένες ταίστρες...
α ναι.ήτανε και τα φυτά...
πολλά φυτά στο μπαλκόνι,
-ένα πίσω ξεχασμένο μπαλκόνι με θέα στην φτώχια της παιδικής μου ηλικίας- φυτά με κάτι του τέλους της δεκαετίας του ’70,στο παρουσιαστικό τους.
.ήτανε τάχα οι παλιές (λαικά προχειροζωγραφισμένες) κεραμιδόγλαστρες -οι σακατεμένες απο το υφάλμυρο νερό της Κορίνθου- η δια-ποτισμένες απο την βαρυά απόκοσμη αύρα της; η η επιλογή του είδους των φυτών ως μια μόδα ορισμένης εποχής που ανέδυε αυτήν την αίσθηση;
ήτανε και η μουσική.
πολλή μουσική!!,γιατί όσο μιλούσαμε θυμάμαι αμυδρά -λόγω της χαύνωσης του ξορκιού,την κυρία ν αλλάζει που και που δίσκους βινυλίου σ ένα παλιό πικάπ και να επιστρέφει...
μουσική που συνεχίστηκε ακόμα σχεδόν διαπασών και όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα να αρχίσουμε την δουλειά.
................................................................................................
Σήμερα, καλοκαίρι πια,πολύ αργά απομεσήμερο,μέσα στο συννεφόκαμα
περνώντας έξω απ την πολυκατοικία της, δεν αντιστάθηκα
και κοίταξα φευγαλέα επάνω στο μπαλκόνι (όσο φαινόταν η γωνία του) προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ενδιαφέρομαι,πως δεν μου πέφτει λόγος για την ζωή του καθενός πώς δεν είναι καλές οι ευαισθησίες εαν βαθαίνουν,αλλά τελικά κοίταξα...(ίσως το φίλτρο να ήτανε τελικά στον καφέ και να είχε ακόμα μια μακρυσμένη ξεθυμασμένη επήρεια επάνω μου μετά τόσους μήνες)
..είδα μια κυρία,νεώτερη
που της έμοιαζε πολύ,και έναν κύριο μεγαλύτερο λίγο,που ΄μοιαζε στον άντρα της,
να έχουν τα κλουβάκια στο φτωχικό μπαλκονάκι και να τ ανοίγουν ένα ένα αργά ιεροτελεστικά..με τα πουλιά να πετούν αργά σαν χαμένα ολόγυρα σε κύκλους στην αρχή,και ύστερα να χάνονται ψηλά στον ουρανό..
θα ορκιζόμουνα πως τους είδα ξανά σε μια αιώνια στιγμή μαζί σε έναν εναλλακτικό η απλά παλιότερο χωροχρόνο να ελευθερώνουν υπό μορφήν παραδείσιων πουλιών τα όνειρα τους και τις επιθυμίες τους η σ έναν υπερβατικό να ελευθερώνουν τα ταπεινωμένα συναισθήματα του βίαιου χωρισμού και της γήινης μοναξιάς του ζευγαριού.
τα πουλιά μόνο ξέρουν την αλήθεια και εάν έχω τελικά άδικο την χαιρετούσαν σε κύκλους πριν φύγουν στους ορίζοντες...
μου φάνηκε πως καθώς σκοτείνιαζε είχε περασει ένα αιώνας.
..σαν λυγμός που σπάει, τσακίστηκε με θόρυβο μέσα μου το κρύσταλλο της καρδιάς υλοποιώντας τον σε ήχο.
ένα άστρο έπεφτε και έκανα ευχή να χω δίκιο.
..ένα λογικός που θα προσπαθούσε-μάταια- να με συνεφέρει
θα μου έλεγε πως ήταν απλά η κόρη της και ο γιος της
και πως ελευθερώνουν τα πουλιά καθ επιθυμίαν της μετά θάνατον.
13 Ιουλιου 2018
Όλες οι αντιδράσε

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ 1941

 


Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ


προς Δαφνούλα Ηλείας 1941
Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου και καθώς ο στρατός μας επέστρεφε πεζή προς την ενδοχώρα,ο θείος μου ο Γιάννης ( αδερφός της γιαγιάς μου Βασιλικής ) μαζί μ' έναν χωριανό του βρεθήκαν μετά από αρκετό καιρό πεζοπορίας απ' την Αλβανία όπου πολεμούσαν, πίσω στα ιδιαίτερα πάτρια εδάφη του Μωρηά,συγκεκριμένα κοντά στο χωριό τους Δαφνούλα Ηλείας...περπατώντας νυχθημερόν,από μονοπάτια επί το πλείστον,καθώς οι γερμανοί είχαν ήδη μπεί στην Ελλάδα και απέφευγαν επαφή με κύριους οδικούς άξονες- όντας ακόμη στρατιωτικά ντυμένοι,και μην ξέροντας τις διαθέσεις των γερμανών,έστω και σε άοπλους πια Έλληνες που τους είχε ανακοινωθεί επίσημα άδεια διαρκείας απ τους κατακτητές βλ- αποστράτευση..
(τις διαθέσεις θα μαθαίναμε τελικά αμέσως σαν λαός,αλλά αυτό ανήκει σ' άλλο εδάφιο άλλου κειμένου) ...
Όπως και να 'χει,περπατώντας οι δυο Αλβανομάχοι,φτάσαν μαζί και μ΄ άλλο κόσμο ντόπιο,που κι εκείνος αγωγιάτης περπατούσε να βγεί σ' άλλα γύρω χωριά για διάφορους λόγους ο καθείς τους..δουλειές,αλλά και εσωτερικές μεταναστεύσεις ένεκα του παραδόξου κλίματος που 'χε φέρει ο πόλεμος...
Όταν νύχτωνε όλοι μαζί οι αγωγιάτες γνωστοί κι άγνωστοι μεταξύ τους,συναθροίζονταν
σε κάποια ''απλωσά'' που 'λεγε η γιαγιά μου,
(η οποία και μεταδιηγήθηκε αυτά που γράφω εδώ)
και περνούσαν την νύχτα....μόνο που κείνη η επερχόμενη νύχτα,έμελλε να 'ναι πολύ πιο αλλιώτικη και τελικά τρομακτική-πέραν των απλοϊκών συνηθισμένων φόβων των αγωγιατών....κάποιο λύκο ,η κάποιον ληστή,και φυσικά τον νεο ανθρωπόμορφο τρόμο που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και του λύκου και του ληστή.
Τους γερμανούς ναζί...
Αποσταμένοι βαδίζοντας λοιπόν προς Δαφνούλα, βρίσκονται πάνω σ ένα διάσελο, (που περσότερο έμοιαζε με μικρό οροπέδιο απ' ότι παράσταινε ο μπάρμπα Γιάννης μέσω της γιαγιάς),και αποφασίζουν να περάσουν την νύχτα εκεί..
Όμως ξαφνικά οι δυο νεαροί στρατιώτες και μερικοί άλλοι αγωγιάτες,είδαν να περνά (νύχτα βαθυά πια) μια ...κηδεία....
Η απορία που μισοφάνηκε στα πρόσωπα όλων (αν και πέρασε τελικά υποδόρια σε σχέση με την τελική αντίδραση τους που ήταν ένα μούδιασμα αμηχανίας ) ήταν η εξής συνοπτικά..
..πως πάνω σε οροπέδιο με μονοπάτι και μακρυά απ΄τα χωριά,βρέθηκε κηδεία και νύχτα!
...Και μάλιστα με κάρο,τ οποίο δεν υπήρχε δρόμος δημοσιάς αμαξιτός και φαρδύς ώστε να περάσει προς τ οροπέδιο-διάσελο.! ...πάραυτα,ιστάμενοι άπαντες,βγάζοντας τα καπέλα και αρνούμενοι καταβάθος να πιστέψουν πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο,περιμέναν υπομονετικά να περάσει η πομπή....
Η πομπή όμως,- πλήν του ότι δεν είχε κανένα Φως,δεν είχε και...τίποτε το αναλογικά ''μοντέρνο'' με την εποχή...ήταν μια παλιομοδίτικη άμαξα,ακαθόριστης ηλικίας απλοϊκή αλλά πολυτελής! ...χωρίς τζάμια (τα χρόνια εκείνα του '40 οι ζωήλατες νεκροφόρες είχαν τζάμια στο πλάϊ ,αν και στα χωριά κηδεύαν με απλό κάρο εργασίας)...οι δε άνθρωποι της πομπής όλοι τους φορούσαν μακριούς πολύπτυχους χιτώνες -σα ντρίλινες φουστανέλλες παιδί μου- αλλά πιο μακρυές ''αστραγαλάτες'' (όπως ανά-παράσταινε η γιαγιά την διήγηση τους αδερφού της ),
και κοπέλες με λαμπάδες σβηστές,σχεδόν άσπρους χιτώνες
( νομίζω είχε πει σαν ζαχαρί όχι κατάλευκους ) και λόγια ακατανόητα στους -έντρομους πια- χωρικούς που σιγουρεύτηκαν πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά.......
...και τα σαν μαγνητισμένα προσηλωμένα πρόσωπα που ψέλναν κοιτώντας την σβηστή καθένα τους λαμπάδα συνεχίζαν να περνούν αργά αργά...
...και η πομπή πέρναγε και πέρναγε και δεν τελείωνε
( ερχόμενη απο το πουθενά και χανόμενη στο πουθενά)!
αέναα μα εφιαλτικά....
Ο δε μπάρμπας μου Γιάννης, βλέποντας την πομπή να μην τελειώνει, στεκόμενος κι αυτός,
-με όλο το Αλβανικό Έπος στις πλάτες του και ότι αυτό συνεπάγεται από πλευράς φρικτών σκηνών πολέμου-
η θέλεις πάλι με όση χωριάτικη και παιδική αφέλεια του 'χε απομείνει εκεί στα δεκαεννιά του,θέλεις με θράσος και ξεδιαντροπιά,πιάνει και στρίβει ένα τσιγάρο,και το ανάφτει με τσακμάκι μακρύ -που ευτυχώς δεν βραδυφλόγησε ως συνήθως (είχε πει ) γιατί...
..ο τελευταίος της παράδοξης ημι ; φασματικής πομπής σταμάτησε μπροστά του -με τον χιτώνα και την σβηστή λαμπάδα του-
έστρεψε κατά μέρος του και κοιτώντας τον στα μάτια με ένα άδειο από αισθήματα -ατάραχο- σβησμένο θαρρείς από χαρακτηριστικά πρόσωπο ''μια θολούρα σκέτη'' ( είχε πει στην γιαγιά μου ο θείος ) και του είπε -όχι σε ακατανόητα ψαλμώδη λόγια αλλά σε άπταιστα σύγχρονα Ελληνικά
ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΤΗΝ ΦΩΤΙΤΣΑ ΘΑ ΣΕ ΕΦΤΙΑΧΝΑ ΕΓΩ...
...κάνοντας τον Θείο μου ,να κερώσει,κάνοντάς τον να μην απαντήσει,μα απλά έντρομος και ενστικτωδώς να τραβάει δυνατά την ρουφηξιά- θα 'λεγες σε μια υφέρπουσα απόπειρα τροφοδότησης της φλόγας που τον -τους έσωσε
( από τι και γιατί δεν θα μάθουμε ποτέ όπως δεν έμαθε και ο ίδιος ) ..μιας φλόγας που ήταν η σύνδεσή του και η προστασία του) με τον συμβατικό κόσμο μας...;
Ύστερα η όλη πομπή χάθηκε άξαφνα,
( χωρίς ωστόσο να πειραχτεί ουδείς -έχων και μη έχων φλόγα ) και όλοι -αγωγιάτες και στρατιώτες αλληλοκοιταχτήκαν έντρομοι ( μετέχοντες κοινωνοί πια του Αόρατου) ...
Κανείς τους δεν μίλησε συζήτησε επί του τόπου του συμβάντος (καθώς γνωρίσαν πως πέσαν σε ΑΦΩΝΗ ΩΡΑ)
παρά συνεχίσαν βιαστικά στα σκοτεινά προς τα χωριά απ' το μονοπάτι μη έχοντας καμία διάθεση πια για διανυκτέρευση εκεί..μόν έλεγε ο Μπάρμπας μου στην αδερφή του πως
''κοιταχτήκαμε όλοι και γνέψαμε σε όποιον ξέραμε ο καθείς εάν είναι όλοι καλά και άρον άρον συνεχίσαμε )...
Την άλλη που ξημέρωσε κατάκοποι το δίχως άλλο και παντελώς άγρυπνοι ποιός να τους πίστευε
(τόσον πολύν κόσμο που το είδαν) πλήν στο αναμετάξυ τους;
..καθώς γυρίσαν στα χωριά τους
το περιστατικό ίσως ειπώθηκε και αλλού, μα έμεινε μύχια σ' όσους ακούσαν ίσως από φόβο χλευασμού η ρετσινιάς αλαφροίσκιωτου η απλά απο αγνό φόβο
Ίσως η καταγραφή ( η όποια καταγραφή ) που έκανε η μνήμη μου εκεί στα δεκαπέντε μου απ τα λόγια της γιαγιάς -που αναπαράστησε με την σειρά της
( όπως μπόρεσε η μνήμη της )- την περιπέτεια του μπάρμπα μου και των χωρικών
να είναι η μόνη μεταστοιχειωμένη μεταλαμπαδευμένη ανάμνηση από αυτήν την επαφή με το '' 'Αλλο ''...
Ίσως οι λέξεις να μην είναι επακριβώς αυτές που άκουσα,
( και δεν είναι ! βεβαιώνω-καθως δεν μ' αρέσουν τα συγγραφικά ψεύδη ) αλλά βεβαιώνω για την απόλυτη ταυτοσημία της ουσίας τους με το γεγονός με αγαθότητα.
Σαν σπόρος που ρίχτηκε τυχαία,και άνθισε αλλού αλλιώς σ' άλλον αιώνα, σ' άλλη γη σε ψυχή που δεν περίμενε κανείς ν ανθίσει..με τρόπο που δεν φαντάστηκε κανείς η ιστορία μέσα μου άνθισε...
Ήταν Βυζαντινοί;
'Hταν κάποια παράδοξη μυστικιστική αίρεση μεσαιωνική η Ρωμαϊκή των αναρίθμητων φυλών που περάσαν απ' αυτόν τον τόπο;
Ήταν μια κοσμική φάρσα,-μα ποιος να'ναι αλήθεια ο φαρσέρ,
πως στοχοποιεί τα πρόσωπα,με τι κριτήρια;
πως στήνει το σκηνικό,με τι φαντασία
( που ξεπερνα κάθε φαντασία );;
Ήταν αρχαίοι Έλληνες-αστραγαλάτη φουστανέλλα- είχε πει ο θείος στην γιαγιά...
Ήταν αδικοχαμένοι κλέφτες και κόρες ;;
Δερβίσηδες του Αγνώστου;
Δεν θα μάθουμε τίποτε.
Η φωτιά πάντως είναι το αρχαιότερο Δέος όλων των όντων ότι αυτή η δημιουργία του Συμπαντος και εξαγνισμός.
ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ..
................................................................................................................................................
Ωστόσο θα αποτολμήσω μια εικασία -χρόνια υστερόγραφη του κειμένου-
καθώς αναπάντεχα ως Φώτιση
με βρήκε κείνο το πρωί στις τέσσερις Αυγούστου του '23 ώρα 10.35-45 την ώρα που το διόρθωνα ορθογραφικά...
η Πομπή ήταν Ηλείοι Έλληνες της Αρχαιότητος και ήταν η τελευταία Ολυμπιακή πομπή πριν καταργήσει ο Θεοδόσιος το 393 ΜΧΧ τους Ολυμπιακούς αγώνες
η σβηστή λαμπάδα ήταν το Χαμένο πια Φως της Ηλιακής πίστης
( ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΤΗΝ ΦΩΤΙΤΣΑ ΘΑ Σ ΕΦΤΙΑΧΝΑ ΕΓΩ )
πλήν υστερογράφου το κείμενο εγράφη 2017 Ιουλίου 13
ώρα 13:13 -την ώρα που ακριβώς το ΄13 έφυγε η γιαγιά μου
(και το 'χε δει όνειρο...της είχε πει κάποιος εκεί από νέα
τα 13ρια να φοβάσαι)...
αφιερωμένο στην γιαγιά μου πρωτίστως,στον θειό μου Γιάννη επίσης που το βίωσε,( κι έχει φύγει χρόνια πια ),στην τύχη του να το φέρει η κουβέντα να τ΄ ακούσω σαν διήγηση...
Αφιερωμένο σε όποιον σας θέλει να συνεχίσει την μνήμη του γεγονότος ώστε εκείνο σαν παράδοση παράδοξη και Αληθινή Λαϊκή να μην χαθεί μέσα στα δεινά που βρήκαν την Ελλάδα μας.
Τέλος αφιερωμένο και στους άγνωστους προγόνους μας με τις σβηστές λαμπάδες που θρηνούσαν όπως εικάζω την ταφή του Ηλιακού Ελλανικού Απολλωνίου Φωτός
μου θυμίζουν έστω ν ανάβω κανά καντηλάκι στην γιαγιά και στον μπάρμπα,άλλο να μην ξεχνιέμαι ,έτσι πάντοτε έχω μαζί μου ένα παλιακό τσακμάκι με πυριτόλιθο ...