ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυκλάδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυκλάδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΝΟΥ[Μέρος Ε΄]

Η Τήνος είναι γνωστή και ως «το νησί των Καλλιτεχνών». Εξάλλου, από τον τόπο αυτό κατάγονται οι περισσότεροι θεμελιωτές της νεότερης γλυπτικής και ζωγραφικής. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φειδίας είχε Τήνια καταγωγή. Πιο συγκεκριμένα, λέγεται πως ο πατέρας του, που είχε γεννηθεί στο χωριό Πύργος, ήταν ναύτης στην τριήρη του Παναίτιου και παντρεύτηκε γυναίκα από την Αθήνα. Μία άλλη εκδοχή θέλει ο ίδιος ο Φειδίας να διδάσκει στους Τήνιους την τέχνη της μαρμαρογλυπτικής. Το γεγονός αυτό συνέβη όταν το πλοίο που τον μετέφερε εξόριστο στη Δήλο, προσάραξε στην περιοχή των Κιονίων

ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ
Κτισμένοι στις λεγόμενες εξοχές του νησιού, οι περιστεριώνες διακοσμούν με τρόπο ανεπανάληπτο το τοπίο. Πρόκειται για επιβλητικά και ογκώδη διώροφα λιθόκτιστα οικοδομήματα που θυμίζουν βυζαντινούς πύργους. Περιστεριώνες υπάρχουν και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Ωστόσο, στην Τήνο βρίσκονται αναμφισβήτητα οι περισσότεροι και οι πιο εντυπωσιακά διακοσμημένοι. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι γνωστός, παρόλα αυτά εικάζεται πως ξεπερνούν τους 1.000. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στο κεντρικό, κεντρικο-ανατολικό τμήμα του νησιού και στην κοιλάδα του Ταραμπάδου. Από αρχιτεκτονικής πλευράς, όλοι είναι κτισμένοι με τον ίδιο λιτό ρυθμό των κυκλαδικών σπιτιών. Όμως ο διάκοσμός τους μοιάζει με κέντημα, μετατρέποντάς τους σε μνημεία λαϊκής τέχνης, μοναδικούς σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι κτίστες τους, που δεν ήταν άλλοι από τους απλούς κατοίκους του νησιού, ήξεραν καλά πως έπρεπε να επιλέξουν την κατάλληλη τοποθεσία: πλαγιά ή ρεματιά (όχι βουνό), έτσι ώστε τα περιστέρια να πετούν με άνεση για να βρουν την τροφή τους, αλλά και να επιστρέφουν εύκολα στη φωλιά τους. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την ανέγερσή τους ήταν αυτά που η Τήνια γη πλουσιοπάροχα τους προμήθευε: πέτρα, ασβέστης και σχιστόλιθοι με τους οποίους δημιουργούσαν ασυνήθιστους σχηματισμούς (ρόμβους, τρίγωνα, ήλιους, κυπαρίσσια κ.ά.) σε μία ή περισσότερες πλευρές του κτίσματος.
Εξωτερικά, κανένας περιστεριώνας δεν είναι ολόιδιος με τους άλλους. Αντίθετα, εσωτερικά είναι πανομοιότυποι. Η πόρτα της εισόδου είναι ξύλινη και ασφαλίζει ερμητικά, ώστε να μην εισβάλλουν στο χώρο φίδια, ποντίκια κλπ. Το κάτω πάτωμα χρησιμοποιείται ως αποθήκη αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και εργαλείων ή ακόμη και ως κατοικία.
Πολλές φορές, το ισόγειο προεκτείνεται περισσότερο από την ευθεία της πρόσοψης για ευρυχωρία, ενώ λειτουργεί και ως προστατευτικό για τα νεογνά που πέφτουν από τις φωλιές τους.

Στο επάνω πάτωμα ζουν τα περιστέρια. Η πρόσβαση εκεί είναι εφικτή από μία εσωτερική σκάλα. Τα πέτρινα ή - σπανιότερα - μαρμάρινα διακοσμητικά, σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσα πολλά που δεν αφήνουν ακάλυπτο χώρο, ενώ σε άλλες είναι λιγότερα δημιουργώντας λευκά παραδοσιακά διαστήματα. Οι φωλιές, τοποθετημένες ανάμεσα στους σχηματισμούς, τελειοποιούν το ενιαίο διακοσμητικό σύνολο. Συχνά ο βορινός τοίχος προεκτείνεται, για να προφυλάσσει τα πουλιά από τον αέρα. Οι γωνίες του δώματος είναι στολισμένες με «τα σημάδια των περιστεριών». Πρόκειται για κολονάκια που απεικονίζουν ψεύτικα περιστέρια, όρθιες πλάκες και άλλα σχέδια, τα οποία αποτελούν συγχρόνως θέσεις για τα περιστέρια, σκιάχτρα, αλλά και γνώρισμα των οικοδομημάτων.
Παρόλο που περιστέρια υπήρχαν στο νησί πολλούς αιώνες πριν, φαίνεται πως οι Βενετοί ήταν αυτοί που εισήγαγαν τη συστηματική εκτροφή τους, μεταφέροντας στο νησί την κληρονομιά του «δικαιώματος των περιστεριώνων» της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο αριθμός αυτών των κτισμάτων αυξήθηκε από το 18ο έως και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχαν τόσοι περιστεριώνες που καταγράφηκαν στο κτηματολόγιο. Τα περιστέρια γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Έτσι, ξεκίνησε η εξαγωγή τους προς τη Σμύρνη, την Πόλη και άλλες περιοχές, καθώς αποτελούσαν περιζήτητο και ακριβό έδεσμα. Παράλληλα, η κοπριά τους χρησιμοποιούνταν ως άριστο λίπασμα. Σήμερα, οι ενεργοί περιστεριώνες δεν είναι πολλοί.
ΟΙ ΜΥΛΟΙ
Την περίοδο της ενετοκρατίας στην Τήνο λειτουργούσαν περισσότεροι από 100 ανεμόμυλοι. Εκείνη την εποχή οι ντόπιοι καλλιεργούσαν συστηματικά σιτάρι. Οι παραγόμενες ποσότητες ήταν ικανές να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, που ήταν υπερτριπλάσιος του σημερινού. Οι ίδιοι ανεμόμυλοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες και των γειτονικών νησιών. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η προσφορά των Τηνίων μυλωνάδων ήταν σπουδαία. Τότε, με κίνδυνο της ζωή τους, άλεθαν κρυφά τη νύχτα για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που μαστίζονταν από τη πείνα. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μύλοι σταμάτησαν να λειτουργούν γύρω στη δεκαετία του 1970.

Σήμερα, σώζονται ελάχιστα τέτοια οικοδομήματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι ερειπωμένα και μισογκρεμισμένα. Βέβαια υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Κτισμένοι από ντόπια πέτρα, οι μύλοι του νησιού αποτελούν ένα ακόμη αξιοθαύμαστο παραδείγματα της λαϊκής δεξιοτεχνίας των Τηνίων τεχνιτών. Σιωπηλοί μάρτυρες μίας εποχής που έφυγε, οι μεν ανεμόμυλοι χρησίμευαν για το άλεσμα, οι δε νερόμυλοι για το πότισμα των χωραφιών.
Οι μύλοι έχουν σχήμα στρογγυλό. Βρίσκονται κοντά σε περάσματα ή σταυροδρόμια, ώστε να είναι εύκολη η μεταφορά των πρώτων υλών, αλλά και για να εξυπηρετούν τις ανάγκες ενός ή περισσοτέρων χωριών. Ωστόσο, η επιλογή του τόπου ανέγερσής τους ήταν μία ιδιαίτερη επίπονη δοκιμασία, καθώς έπρεπε το σημείο να επηρεάζεται από όλους τους ανέμους με τέτοιο τρόπο που να μην καταστρέφονται τα πανιά. Έτσι, οι μυλωνάδες αναγκάζονταν να μελετούν τους αέρηδες κάθε τοποθεσίας για πάνω από ένα χρόνο ή να διαλέγουν μέρη δοκιμασμένα από άλλους.
Τις περιόδους που δεν φύσαγε ικανοποιητικά, χρησιμοποιούσαν άλετρα και ζυγούς, ενώ άλεθαν με τη βοήθεια των ζώων.
Η κατασκευή των μύλων έκρυβε διάφορα μυστικά: Οι μυλόπετρες, οι οποίες προέρχονταν από τη Μήλο και αποτελούσαν το μοναδικό μη ντόπιο υλικό, έπρεπε να ταιριάξουν απόλυτα για να δημιουργηθεί η γούλα και να χαραχθεί το μυλοκόπι. Αλλά και η κατασκευή του ξύλινου μηχανισμού απαιτούσε ιδιαίτερη μαστοριά και γνώση, ώστε να επηρεάζεται από τον εξωτερικό αέρα. Η μεγάλη ρόδα στερεώνονταν στο κυπαρισσένιο αξόνι, ενώ τα πρινένια δόντια της έπρεπε να ταιριάξουν στα αργιλένια αδράκτια της ανέμης. Τα αυλάκια από όπου περνούσε το αλεύρι προστατεύονταν, ώστε να μη σκορπίζεται στην πορεία του προς το αμπάρι. Οι αντένες και τα πανιά (φτερωτή) δένονταν στο κεντρικό νήμα (μάνα) και τεντώνονταν γερά πάνω στο ακραξόνιο (κομπρέσο).
Συνήθως, οι μύλοι αποτελούνταν από τρία πατώματα: το ισόγειο, το μεσιανό και το επάνω, όπου βρίσκονταν ο μηχανισμός για το άλεσμα. Σε αυτό το τελευταίο επίπεδο, το αξόνι με τη ρόδα, τα μαξιλάρια και οι μαμαλούκοι του ακούμπαγαν σε μία ξύλινη μανιβέλα (κουζινέτο). Κι όλο αυτό το σύστημα έπρεπε να ταυτιστεί απόλυτα, ώστε να μπορεί να γυρίζει τα πανιά στη φορά του καιρού και του ανέμου.
Η ΛΙΘΟΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η Τήνος συγκαταλέγεται στο μεγάλο αριθμό των ελληνικών περιοχών, όπου άνθισε η λαϊκή λιθογλυπτική, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, το Πήλιο, η Μάνη, η Κρήτη, η Χίος, η Πάρος, η Νάξος κλπ. Η διαφορά του συγκεκριμένου νησιού από τα υπόλοιπα μέρη είναι πως από το 1830 και μετά πρωτοστάτησε στην ανοικοδόμηση και στον καλλωπισμό του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα κορυφαίους εκπρόσωπους της νεοελληνικής τέχνης.
Ελαφριά ή βαριά ανάγλυφα, εγχάρακτα, εσώγλυφα ή διάτρητα, σε οποιεσδήποτε αποχρώσεις ανάλογα με το λατομείο από όπου προέρχεται η πρώτη ύλη, τα λιθόγλυπτα της Τήνου είναι σχεδόν όλα μαρμάρινα. Τα παραδείγματα των ολόγλυφων έργων δεν είναι ιδιαίτερα πολλά. Ωστόσο, τα λιγοστά αυτά δημιουργήματα δεν αντιβαίνουν στους γενικούς κανόνες της νεοελληνικής λαϊκής λιθογλυπτικής, που αποφεύγει την περίοπτη πλαστική, ακολουθώντας πιστά τη βυζαντινή κληρονομιά.
Τα λαϊκά λιθόγλυπτα, που διατηρούν έως σήμερα την οργανική τους θέση στο ύφος του νησιού, διακρίνονται σε οικόσημα, υπέρθυρα και περιθυρώματα, φεγγίτες, κρήνες, αρχιτεκτονικές και επιτύμβιες πλάκες.
Οικόσημα: Πρωτοεμφανίζονται την εποχή της φραγκοκρατίας. Τα οικόσημα αποτελούν σύμβολο κύρους για τους Ενετούς με μεγάλους τίτλους, οι οποίοι τα εντοιχίζουν στα ανάκτορα και στα φρούριά τους, ως υπέρθυρα της πύλης. Άλλοι μία κατηγορία ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα οικόσημα είναι οι Λατίνοι Επίσκοποι. Η συνήθεια αυτή δεν σταματά με την αποχώρηση των Ενετών. Αντίθετα, οι ντόπιοι Πρόκριτοι την υιοθετούν, προσδίδοντάς της διάρκεια στο χρόνο.
Υπέρθυρα και Περιθυρώματα: Πρόκειται για μία συνήθεια Ανατολικής προέλευσης με ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, στην Παλαιοχριστιανική και στη Βυζαντινή εποχή. Τα υπέρθυρα και περιθυρώματα συνδέονται άμεσα με τη λαϊκή πίστη που θεωρεί πως η είσοδος αποτελεί το πιο ευπρόσβλητο σημείο του σπιτιού από τους δαίμονες και τα κακά πνεύματα. Έτσι, οι ιδιοκτήτες τους, από πολύ νωρίς θέλησαν να εξασφαλίσουν την εύνοια, λαμβάνοντας μόνιμα μέτρα προστασίας. Αποτρεπτικές επιγραφές και προστατευτικά σύμβολα εντοιχίστηκαν πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα των κατοικιών. Αυτά ακριβώς τα φυλακτά συναντάμε και στα τηνιακά σπίτια: υπέρθυρα εμπλουτισμένα με διακοσμητικές προσθήκες, καθώς και περιθυρώματα τα οποία κάποιες φορές συγκεντρώνουν το διάκοσμό τους στο ανώφλι και άλλες αναπτύσσονται σε σύνθετες μορφές προς τα πάνω. Το σχήμα τους είναι συνήθως ημικυκλικό ή τετράγωνο. Τέτοιου είδους διακοσμητικά συχνά υπάρχουν και σε εκκλησίες.
Φεγγίτες: Εξαιρετικά διαδεδομένοι σε ολόκληρο το νησί, οι φεγγίτες αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία υπέρθυρων. Γνήσια δημιουργήματα λαϊκής λιθογλυπτικής της Τήνου, είναι ημικυκλικοί, διάτρητοι και καλύπτουν εξωτερικά τα ανώφλια (θυρίδες σε σχήμα τόξου που βρίσκονται πάνω από τα παράθυρα ή και τις πόρτες). Οι φεγγίτες χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στο φως του ήλιου και στο δροσερό αεράκι να εισέρχονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμεύουν απευθείας ως μικρά παράθυρα, με αποτέλεσμα το σχήμα τους να είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο. Παράλληλα, είναι αναμφισβήτητα πανέμορφα διακοσμητικά λεπτής τέχνης, με διάφορα σχέδια όπως πουλιά, πλοία, καΐκια, λουλούδια, ψάρια, δέντρα κ.ά.
Κρήνες: Από παλιά, το νερό των πηγών διοχετεύονταν στις δημόσιες βρύσες των οικισμών από δεξαμενές ή απευθείας μέσω υδραγωγών σωλήνων και ανέβρυζε ελεύθερα από ξινάρια (μαρμάρινα διακοσμητικά) που ήταν τοποθετημένα στο στόμιό τους. Η θεματολογία των ανάγλυφων της κρήνης συνδέονταν με λαϊκές - αρχαίας προέλευσης - δοξασίες, όπως άνθη, καρποί, θυμιατήρια, εικονογραφικές παραστάσεις, σύμβολα φυλακτών κλπ. Με αυτό τον τρόπο οι ντόπιοι επιδίωκαν να αποτρέψουν το κακό και να εξευμενίσουν το στοιχειό της πηγής. Συχνά, γύρω από τις βρύσες κτίζονταν οικοδόμημα με κολόνες και καμάρες, όπου υπήρχαν ειδικές γούρνες για το πλύσιμο των ρούχων. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις οι κρήνες καλύπτονταν από κτίσματα, που έμοιαζαν με μικρές στοές και είχαν πέτρινους πάγκους στους γύρω τοίχους. Έτσι, οι κάτοικοι προστατεύονταν από τις καιρικές συνθήκες, ενώ μπορούσαν να καθίσουν για να ξεκουραστούν. Σήμερα, στα περισσότερα χωριά του νησιού, οι βρύσες έχουν την αρχική τους μορφή, ενώ κάποιες έχουν αναπαλαιωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τα περισσότερα πλυσταριά.
Αρχιτεκτονικές Πλάκες: Πρόκειται για ανάγλυφες πλάκες, οι οποίες βρίσκονται εντοιχισμένες σε διάφορα εξωτερικά σημεία ενός οικοδομήματος. Οι αρχιτεκτονικές πλάκες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις κοσμικές και τις εκκλησιαστικές. Στην πρώτη περίπτωση, εκτός από τις ανάγλυφες παραστάσεις, υπάρχουν επιγραφές με τη χρονολογία κατασκευής του κτίσματος και το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη. Ανάλογες επιγραφές συναντάμε και στις εκκλησιαστικές πλάκες, όπου αναγράφεται η χρονολογία και τα ονόματα των ανθρώπων που τις αφιέρωσαν ή του αρχιτέκτονα. Οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές απεικονίζουν τον Άγιο, στο όνομα του οποίου τιμάται ο ναός. Ουσιαστικά το μάρμαρο αντικαθιστά το ξύλο που φθείρεται εύκολα από τις καιρικές συνθήκες. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται και οι αρχιτεκτονικές πλάκες που συχνά διακοσμούν τα δάπεδα των ναών με διάφορα θέματα.
Επιτύμβιες Πλάκες: Οι σύγχρονες αντιλήψεις για το θάνατο έχουν αναμφισβήτητα επιρροές τόσο από το Χριστιανισμό, όσο και από τις αρχαιοελληνικές δοξασίες του Κάτω Κόσμου. Το κράμα αυτό γίνεται εμφανές και μέσα από τα σημερινά έθιμα που σχετίζονται με τη διαδικασία ταφής. Ένα από αυτά είναι και ο διάκοσμος των επιτύμβιων. Πιο συγκεκριμένα, οι κτιστοί τάφοι εσωτερικά είναι καλυμμένοι από μία πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα, η οποία φτάνει στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια του εδάφους και αποτελείται συνήθως από δύο κομμάτια. Το μικρότερο είναι κινητό και μπορεί να ανασηκωθεί με τη βοήθεια ενός ή δύο κρίκων. Εάν το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί είναι η πέτρα, τότε ασβεστώνεται και τα στοιχεία του νεκρού αναγράφονται σε ένα μαρμάρινο ή ξύλινο σταυρό, ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή του μνήματος. Στην περίπτωση που είναι μαρμάρινη, τα ίδια στοιχεία αναφέρονται με εσώγλυφα γράμματα πάνω της, ενώ συχνά υπάρχουν και ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκής τέχνης. Εντυπωσιακά αριστουργήματα μαρμαρογλυπτικής αποτελούν οι επιτύμβιες πλάκες στα χωριά Πύργος και Πλατειά, καθώς και στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
Η μαρμαροτεχνία και η μαρμαρογλυπτική δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια στον επαγγελματικό τομέα των Τηνίων. Οι ίδιοι άνθρωποι, που γενικότερα ονομάζονται μαρμαράδες, είναι ταυτόχρονα τεχνίτες και καλλιτέχνες. Τα δημιουργήματά τους είναι πολλά και εμφανή σε κάθε σημείο του νησιού. Παλαιότερα, ακόμη και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν από το μάρμαρο του τόπου, όπως τα πετροτύρια για την παρασκευή τυριού, τα καλούπια όπου χύνονταν το σαπούνι κ.ά. Οι Τήνιοι μαρμαράδες, τις περισσότερες φορές εμπειρικά και με γνώμονα τη διαίσθηση, τη φαντασία και την απέραντη αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς τους, δημιούργησαν - και συνεχίζουν να το πράττουν - εκπληκτικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση του 18ου αιώνα βρίσκει τη μαρμαροτεχνία στο απόγειό της. Τότε διευρύνεται το φάσμα των εργαλείων και των τεχνικών της. Σταδιακά τα στενά όρια της Τήνου ανοίγουν και οι μαρμαροτεχνίτες του νησιού απλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα και στο εξωτερικό, διαπρέποντας κυρίως στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Εκείνη την εποχή γεννιούνται στο νησί κορυφαίοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής γλυπτικής.
Οι Τήνιοι τεχνίτες συμμετέχουν ενεργά στην αναγέννηση του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους μετά την τουρκοκρατία. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βουλή, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη, αλλά και μέγαρα, εκκλησίες και αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων είναι μόνο μερικά από τα έργα που αναλαμβάνουν. Πολλοί μαρμαροτεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στην Αθήνα. Επιπρόσθετα, με την ίδρυση της έδρας γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, το 1847, ξεκινά η διάκριση ανάμεσα στους εμπειρικούς μαρμαρογλύπτες - μάστορες και τους σπουδασμένους γλύπτες -καλλιτέχνες. Ο διαχωρισμός αυτός σηματοδοτεί το τέλος της λεγόμενης «λαϊκής λιθογλυπτικής» και την αρχή μίας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλα συστήματα: την «καλλιτεχνική γλυπτική» και την «εμπειρική μαρμαρογλυπτική».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μαρμαρογλυφεία Τηνίων και αργότερα μαρμαροβιοτεχνικές μονάδες ιδρύονται εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ συνεχίζεται η έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Όμως η μαζική μετανάστευση και ο αντίκτυπος των επιρροών από τον ξενόφερτο τρόπο ζωής αρχίζουν να πλήττουν το νησί και κυρίως τα χωριά όπου αναπτύχθηκε η μαρμαροτεχνία. Παρόλα αυτά η ζωτικότητά αυτών των οικισμών καταφέρνει να διατηρηθεί έως και τη δεκαετία του '50.
Η παρακμή της τέχνης είναι ιδιαίτερα έντονη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως κατά τη δεκαετία του '70 λειτουργεί μόνο ένα εργαστήρι σε ολόκληρη τη νήσο. Ωστόσο, η οικοδομική ανάπτυξη του 1978-80, με παραδοσιακού χαρακτήρα κτίσματα, επαναφέρει στο προσκήνιο τα διάφορα μαρμάρινα διακοσμητικά. Έτσι, νέοι τεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στον Πύργο και στη Χώρα, ενώ σιγά - σιγά η ζήτηση αρχίζει να ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια. Αυτά τα εργαστήρια στην πραγματικότητα αποτελούν μικρά μουσεία σύγχρονης λαϊκής τέχνης. Έτσι, η Τήνος παραμένει το μοναδικό από τα πρωτογενή κέντρα μαρμαροτεχνίας όπου συνεχίζει να ακούγεται ο ήχος του μαντρακά.
ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ
Η καλαθοπλεκτική έχει τις ρίζες της στη Μεσολιθική εποχή. Είναι η τέχνη που ανακάλυψε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να καλύψει την ανάγκη του για την κατασκευή καταλύματος. Το αρχαιότερο παράδειγμα τέτοιου δημιουργήματος χρονολογείται στο 9000 π.Χ. και βρέθηκε στο σπήλαιο Danger της Γιούτα, στην Αμερική. Από τότε, η καλαθοπλεκτική αναπτύχθηκε σε διάφορες περιοχές του κόσμου

Ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως στην Τήνο η συγκεκριμένη τέχνη ήταν ήδη αναπτυγμένη σε εργαστηριακό επίπεδο από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η έλευση μεγάλου αριθμού προσκυνητών στο νησί, έδωσε νέα ώθηση σε αυτή την αγορά. Έτσι κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 19ου αιώνα, το χωριό Βολάξ αποτελούσε το κέντρο αυτής της τέχνης, εφοδιάζοντας με τα είδη του τη Σύρο, τη Μύκονο και την Αθήνα. Σύντομα, οι Βολαξιανοί αναδείχθηκαν ως οι καλύτεροι καλαθοπλέκτες όλης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός πως στις αρχές του 20ού αιώνα, κάθε εβδομάδα, 3.000 - 4.000 χιλιάδες καλάθια μεταφέρονταν στη Σμύρνη. Εκεί γεμίζονταν με φρέσκα σύκα και προωθούνταν στις Ευρωπαϊκές αγορές.
Σήμερα, μερικοί από τους λιγοστούς μόνιμους κάτοικους του χωριού συνεχίζουν να ασχολούνται με την πλέξη βεργών από λυγαριές, σταβαριές (ιτιές), καλαμόριζες (σχισμένα καλάμια) ή δραφιά (πικροδάφνη). Με απόλυτη επιδεξιότητα δημιουργούν πανέμορφα χειροποίητα πανέρια, παραγάδια, κόφες, κοφίνια, νταμιτζάνες για το κρασί και γενικότερα καλάθια όλων των μεγεθών και των σχεδίων.
Ως εργαστήριο συνήθως χρησιμοποιούν τα κατώγια των σπιτιών τους. Τα εργαλεία τους είναι λιτά και αποτελούνται από τη διχάλα για τον καθαρισμό της βέργας, το τρισέτο που είναι ένα είδος καμπυλωτού μαχαιριού και το καρφί για να σφηνώνουν τις βέργες.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Λευκά στολίδια στις γυμνές βουνοπλαγιές, στα βράχια των κάβων, στις αμμουδιές, στους πράσινους κάμπους και στις απότομες λαγκαδιές, τα πάνω από 750 εξωκλήσια της Τήνου αποτελούν αναμφισβήτητα μία μοναδική κληρονομιά. Από αυτά, περίπου τα 220 είναι Καθολικά, ενώ στο σύνολό τους εκκλησίες, εξωκλήσια και μοναστήρια υπολογίζονται περίπου στα 1.000. Η συστηματική μελέτη τόσο των ναών, όσο και των καμπαναριών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η πραγματοποίησή της θεωρείται ιδιαίτερα επίπονη, δεδομένου του πλήθους, αλλά και της γεωγραφικής διασποράς. Αναφέρεται ακόμη πως 83 Ορθόδοξες και 43 Καθολικές εκκλησίες τιμούν την Παναγία, που είναι η προστάτιδα του νησιού. Οι αφιερώσεις των υπόλοιπων καλύπτουν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα του χριστιανικού εορτολογίου.

Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα κτίσματα διέπονται από τον απολύτως κυκλαδικό τύπο της λιθόκτιστης επιπεδόστεγης βασιλικής, κυρίως μονόκλιτης, δίκλιτης ή τρίκλιτης. Ο πραγματικά μεγάλος αριθμός τους οφείλεται στο έντονο θρησκευτικό φρόνημα των Τηνίων, αλλά και στις ιδιαίτερες θρησκευτικές και ιστορικές συνθήκες του τόπου, όπως η μακροχρόνια ενετοκρατία, η προνομιακή μεταχείριση κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κ.ο.κ. Έτσι η Τήνος μετατράπηκε σε ένα εκθετήριο εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, μοναδικό για ολόκληρο τον κόσμο.Οι ντόπιοι λαϊκοί τεχνίτες κατασκεύασαν τους ναούς χρησιμοποιώντας Ανατολικές και Δυτικές τεχνικές, με αριστουργηματικό τρόπο.
Η συντήρησή τους γίνεται κατά κύριο λόγο από την προσωπική εργασία και τις δωρεές των πιστών. Επιπλέον, τα ψηλά τηνιακά καμπαναριά, είτε είναι μαρμάρινα είτε πέτρινα, σαγηνεύουν με τη μεγαλοπρέπεια και την απλότητά τους. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή ή σχήμα σε αυτά. Αντίθετα, μερικά είναι με εξαιρετικό τρόπο διακοσμημένα και άλλα εντυπωσιάζουν με τη λιτότητά τους. Εσωτερικά, οι περισσότερες Ορθόδοξες εκκλησίες κοσμούνται από πανέμορφα έργα εκκλησιαστικής τέχνης, όπως ξυλόγλυπτα ή μαρμάρινα τέμπλα, δεσποτικά, αγιογραφίες, άμβωνες, προσκυνητάρια και παλιές εικόνες.
Οι Καθολικοί ναοί είναι στολισμένοι με υπέροχα αγαλματίδια, καθώς και σημαντικής ιστορικής αξίας εικονίσματα Ανατολικής και Δυτικής τεχνοτροπίας. Πολλά από αυτά είναι δημιουργήματα γνωστών ζωγράφων (κυρίως Ιταλών) και έχουν μεγάλη καλλιτεχνική αξία.

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Παράδειγμα λαϊκής φιλοτεχνίας, τα τηνιακά σπίτια είναι όμορφα, έξυπνα στημένα και προπαντός λειτουργικά. Δημιούργημα των ντόπιων, εξυπηρετούν πλήρως τις ανάγκες τους με τον πιο λιτό τρόπο. Τα πετρώματα της νήσου, ο δυνατός αέρας και οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής αποτελούν τη θεμέλια λίθο στον τρόπο ανοικοδόμησής τους. Έτσι, ως δομικά υλικά, κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται η πέτρα (κυρίως σχιστόλιθος, μαρμαρόπετρα ή σιδερόπετρα), ο ασβέστης, το αργιλικό χώμα, το καλάμι και τα φύκια. Λιγότερο αξιοποιείται το ξύλο που ούτως ή αλλιώς σπανίζει στο νησί και ελάχιστα το σίδερο το οποίο υπάρχει μόνο με τη μορφή καρφιών και στην κατασκευή εξαρτημάτων για τα κουφώματα. Το λευκό μάρμαρο που αφθονεί στον τόπο εκμεταλλεύεται ελάχιστα, ενώ το πράσινο δεν εμφανίζεται πουθενά.

Εξαιτίας του ξηρού και βραχώδους εδάφους, τα τηνιακά σπίτια είναι συνήθως ημιδιώροφα, απλά στο σχεδιασμό τους και γραφικά ασύμμετρα. Στον εσωτερικό τους χώρο διακρίνονται για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαρρύθμισης, ενώ εξωτερικά διαθέτουν αυλή και αποθήκη. Τα δώματα είναι χωμάτινα. Για τη στεγανοποίησή τους, οι ντόπιοι δημιουργούσαν ένα μείγμα από ασβέστη και τριμμένο κεραμίδι, που ονομάζουν κουρασάνι, με το οποία τα «κυλίντριζαν». Το τσιμέντο εδώ και μερικές δεκαετίες αντικατέστησε το συγκεκριμένο μείγμα, ενώ το μπετόν αρμέ εμφανίζεται μόνο σε κάποιες νεόκτιστες οικίες και στην αντικατάσταση παλαιών δωμάτων.
Οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι, δημιουργώντας το παραδοσιακό άσπρο χρώμα των Κυκλάδων. Η πολύχρονη κυριαρχία των Ενετών στο νησί, τουλάχιστον όσον αφορά στις οικίες, δεν άφησε έντονα τα σημάδια της. Μεμονωμένα παραδείγματα βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής υπάρχουν κυρίως στην πόλη της Τήνου.

Τα παλιά χρόνια, σχεδόν όλες οι οικίες κτίζονται σε επικλινές έδαφος. Για την ισοπέδωσή του γίνονταν μία γενική εκσκαφή. Με στόχο να αποφύγουν την υγρασία των υπόγειων χώρων, έκτιζαν τους τοίχους των θεμελίων, το πάχος των οποίων ήταν 70 πόντοι και σπάνια 1 μέτρο, λίγο πιο μέσα από το σκαμμένο χώμα. Έτσι έμενε ένα κενό, που ονομάζεται υνταγός ή ντούχτος ή κουντούντους, το οποίο είτε σκεπάζονταν με σχιστόπλακες είτε έμενε ανοικτό και λειτουργούσε ως διάβαση. Οι τοίχοι της ανωδομής έφταναν τους 60 πόντους. Όλα τα τοιχώματα γίνονταν από πέτρες και λάσπη. Οι πέτρες τοποθετούνταν τόσο έντεχνα μεταξύ τους που ακόμη και η λάσπη έπαιζε πολύ μικρό ρόλο στη στερεότητα. Όσο για τους διαχωριστικούς τοίχους, αυτοί κατασκευάζονταν από έναν ξύλινο σκελετό, γύρω από τον οποίο δένονταν με σύρμα ή καρφώνονταν καλάμια, τα οποία επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι αυτοί ήταν αρκετά πιο λεπτοί, με αποτέλεσμα να εξοικονομείται χώρος. Πολύ συνηθισμένα στοιχεία του τηνιακού σπιτιού - και όχι μόνο - είναι τα βόλτα ή τόξα, που ουσιαστικά βοηθούν τη γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων.
Εσωτερικά, το τηνιακό σπίτι, τις πιο πολλές φορές αποτελείται από μία ευρύχωρη σάλα που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής, δύο ή τρία μικρότερα δωμάτια (ανάλογα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη) στην πίσω πλευρά ή στα πλάγια, τα οποία είναι οι κρεβατοκάμαρες, μία κουζίνα με τζάκι, το κατώι (ισόγειο) όπου τοποθετούνται όλα τα αγροτικά προϊόντα και την αυλή ή τη βεράντα. Σημειώνεται πως η αυλή βρίσκεται πάντα στην μπροστινή όψη του κτίσματος και ποτέ δεν κοιτά το βοριά. Εκεί υπάρχουν κτισμένα πεζούλια, επενδυμένα συνήθως με πλάκες μαρμάρου, τα οποία λειτουργούν ως καθίσματα. Ο πρώτος όροφος επικοινωνεί με το κατώι και το δρόμο, συνήθως μέσω μιας εξωτερικής σκάλας από μάρμαρο ή σχιστόπλακα.
Η εξωτερική πόρτα, που τις περισσότερες φορές βρίσκεται στη μέση της κύριας όψης, όπως και τα παράθυρα είναι διακοσμημένα με υπέρθυρα. Την οροφή του σπιτιού στολίζουν πανέμορφες καμινάδες, που οι ντόπιοι ονομάζουν κάπασους, αλλά και ανεστραμμένα πήλινα διάτρητα πιθάρια, τα οποία συχνά κοσμούν τις καπνοδόχους. Όσον αφορά στην επίπλωση των οικιών, δεν περιλαμβάνει τίποτα επιπρόσθετο από τα απολύτως απαραίτητα.
Χαρακτηριστικές είναι οι κτιστές εσοχές (θυρίδες) στους τοίχους, που χρησιμοποιούνται ως ντουλάπια.
ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Η Τήνος, το «νησί της Τέχνης και του Πολιτισμού», όπως έχει ονομαστεί, αγάπησε πολύ τις τέχνες και τις παραδόσεις και αυτό το επιβεβαιώνουν, με τα ανεπανάληπτα έργα τους, τα παιδιά της, που διέπρεψαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το ταλέντο και στη συνέχεια η αναγνώριση «χτύπησαν την πόρτα» των Τηνιακών κι εκείνοι υποστήριξαν επάξια τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στο νησί τους. Σήμερα, η Τήνος νιώθει περήφανη για τους καλλιτέχνες που γέννησε και οι οποίοι ανάδειξαν τόσο το νησί, όσο και τη χώρα μας παγκοσμίως.
Γιαννούλης Χαλεπάς (τραγικός γλύπτης – δημιουργός της Κοιμωμένης)
Νικόλαος Γύζης (ζωγράφος)
Νικηφόρος Λύτρας (ζωγράφος)
Δημήτριος Φιλιππότης (γλύπτης)
Λαμέρηδες
Λάζαρος Σώχος (γλύπτης)
Αντώνης Σώχος (γλύπτης)
Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης - Φυτάληδες (γλύπτες)
Γεώργιος Βιτάλης ( γλύπτης )
Δούκα

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣΜπάμπης Κρητικός (γλύπτης)ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΑΡΛΑΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΑΤΟΛΑΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
ΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΡΕΤΖΕΠΟΠΟΥΛΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΝΤΑΜΟΥΡΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΩΤΗΣ
ΝΤΙΝΑ ΣΥΛΙΚΟΥ
ΣΟΦΙΑ Γ. ΦΟΡΤΩΜΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΜΑΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΑΛΑΚΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΟΚΑΜΙΣΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΙ ΤΗΝΙΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ
Ε. Γεωργαντοπούλος
Δ. Δρόσος
Κ. Κεροφύλας
Α. Λαγουρός
Γεώργιος Δωριζάς (εκπαιδευτικός - συγγραφέας)
Α. Φλωράκης
Γ. Ν. Αμιραλής (φιλόλογος)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΛΑΚΑΤΕ
Οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαλακατέ κατάγονταν από το χωριό Υστέρνια της Τήνου και αναδείχθηκαν σε κορυφαίους γλύπτες. Ίδρυσαν και το πρώτο ερμογλυφείο στην Αθήνα, στις οδούς Σταδίου και Κοραή, από το οποίο αναδείχθηκαν δεκάδες μαρμαρογλυπτών και αποφοίτησαν πολλοί από τους μετέπειτα καλλιτέχνες.
Ο Ιάκωβος Μαλακατές που γεννήθηκε το 1808 υπήρξε ανυπέρβλητος δημιουργός, εκτελεστής και εφαρμοστής. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Οι Βαυαροί αρχιτέκτονες ανέθεταν σ’ αυτόν όλα τα μεγάλα καλλωπιστικά έργα που αναλάμβαναν. Πέθανε το 1885 στο Μόναχο.
Ο Φραγκίσκος Μαλακατές υπήρξε δεινός ανδριαντοποιός και άριστος εκτελεστής. Πέθανε στην Αθήνα το 1914.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΦΥΤΑΛΗΔΕΣ
Τα τέσσερα αδέλφια Φυτάληδες, Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης, γεννήθηκαν στα Υστέρνια της Τήνου και ίδρυσαν ανδριαντοποιείο στην Αθήνα, στην οδό Ακαδημίας, το οποίο αναδείχθηκε φυτώριο καλλιτεχνών από το 1840 έως το 1878. Όλα τα αδέλφια διακρίθηκαν για το καλλιτεχνικό τους δαιμόνιο και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Στο ερμογλυφείο τους φτιάχτηκε το πρόπλασμα του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, του Κωνσταντίνου Κανάρη, του Γ. Καραϊσκάκη και δεκάδων άλλων προσωπικοτήτων της Ελληνικής Ιστορίας που είναι θαμμένοι στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.
Ο Γεώργιος Φυτάλης υπήρξε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο Μάρκος ήταν ζωγράφος και γλύπτης, ο Λάζαρος γλύπτης κλασικιστής και ο Ιωάννης αρχιτέκτονας που εφάρμοσε το σχέδιο του ΕΜΠ. Ο «Έλληνας Πολεμιστής» είναι έργο του Γεωργίου και το «Ποιμήν κρατών ερίφιον» του Λάζαρου, το οποίο, άλλωστε, βραβεύθηκε στο Παρίσι το 1857. Ο Λάζαρος Φυτάλης σε συνεργασία με το Λάζαρο Σώχο αναστήλωσαν το αρχαίο έργο του Λέοντος της Χαιρώνειας.

ΚΑΒΟΣ[Μιά ιστορία μυημένων] ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ[Μέρος Δ']

ΚΑΒΟΣ...
[ΚΕΊΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗ]

Μια θρησκευτική λιτανεία, που όμως οι ρίζες της δείχνουν να πηγαίνουν πολύ βαθιά στο χρόνο και να αγγίζουν αρχαιότερες λατρείες. Η λιτάνευση γίνεται την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, στο χωριό Τριπόταμος της Τήνου και είναι μέρος ενός μοναδικού εθίμου.
Το έθιμο, λέγεται ΚΑΒΟΣ.
Το τελετουργικό του αρχίζει την Πρωτοχρονιά, διεξοδείται ολόκληρο το χρόνο και η κορυφαία του πράξη συντελείται τα Χριστούγεννα, με έναν τρόπο μυστηριακό και εν πολλοίς, απόκρυφο για τους αμύητους.
Μοναδικό καθ' όλα και μυσταγωγικό, φαίνεται να έχει χάσει σήμερα πολλά από τα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά, ωστόσο, παραμένει ο τελεστικός του ιστός, που αποτελεί ενδεχομένως και ένα χρήσιμο μονοπάτι για την έρευνα της ουσίας του εθίμου.
Ο «Κάβος», είναι μια ιστορία μυημένων, με μια κωδικοποιημένη συμπεριφορά και πάμπολλους γρίφους, σε ό,τι αφορά την προέλευση του εθίμου.

Το «ακοίμητο φως» του Κάβου, προπορεύεται.
ΑΚΟΙΜΗΤΟ ΦΩΣ
Πυρήνας του, μοιάζει να είναι ένα φανάρι με «ακοίμητο φως». Είναι σημαντικό, ότι ο άνθρωπος που το κρατάει, βρίσκεται επικεφαλής της πομπής και ακολουθούν οι εικόνες της λιτάνευσης και ο ιερέας. Το στοιχείο της φωτιάς, δυναμικό αφ' εαυτού, προσδιορίζει και το έθιμο που συντελείται, ακριβώς στην αρχή του καινούργιου χρόνου.
Οι Ιερές φωτιές της αρχαιότητας και τα πύραυνα του εξαγνισμού, είναι ένας αυτόματος συνειρμός, μπροστά σ' αυτή την Ιερή Φλόγα, που περιφέρεται με τον ίδιο ακριβώς εξαγνιστικό τρόπο, οδηγώντας στο κάθε σπίτι του χωριού τον καινούριο χρόνο, χωρίς μιάσματα και ανεπιθύμητα βάρη. Εκείνη την ημέρα, κάθε σπίτι είναι άβατο, αν πρώτα δεν μπει «το φως του Κάβου».
Ίσως, αυτό το «ακοίμητο φως», να ερμηνεύει και το όνομα του εθίμου. Ο «Κάβος», ως ναυτικός όρος, σημαίνει ένα σκοινί για να δένουν στους ντόκους τα καράβια. Αυτό το φως, μοιάζει να «δένει» το έθιμο αυτό με τον αρχικό του πυρήνα, αφού αυτό το φως, κρατιέται ακοίμητο, εδώ και πολλούς αιώνες.
Ακοίμητο, θα πει ότι καίει μέρα νύχτα, χωρίς να σβήσει ποτέ. Που σημαίνει ότι, αν η αρχή του εθίμου ανιχνεύεται χίλια ή χίλια πεντακόσια χρόνια πριν, αυτό το φως, άναψε τότε και η φλόγα του κρατιέται άσβηστη μέχρι σήμερα.
Μερικοί, υποστηρίζουν ότι η λέξη «Κάβος», προέρχεται από την Ιταλική λέξη Capo, που σημαίνει «επικεφαλής». Και έτσι, πάλι, το όνομα αυτού του εθίμου, επισημαίνει ότι πρέπει να δούμε αυτό που βρίσκεται στην κορυφή της λιτάνευσης, δηλαδή το «ακοίμητο φως».
Τόσο το «ακοίμητο φως» της λιτανείας, όσο και η λέξη «κάβος», μοιάζει να συναποτελούν ένα κώδικα, ο οποίος, όμως, στις μέρες μας, είναι πια ένας γρίφος.


Ο Κάβος κρατάει την εικόνα της Γέννησης,
κατά τη διάρκεια της λιτάνευσης.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, δεν μπαίνει κανείς, σε κανένα σπίτι του χωριού, αν δεν μπει πρώτα το ακοίμητο φως, με τις εικόνες, να κάμουν «ποδαρικό», ενώ ο παπάς ψάλλει μια δέηση μέσα στο σπίτι. Το σπίτι, θα πάρει και φως από το φως της λιτανείας, ενώ σε κάθε σπίτι, γίνεται κέρασμα σε όσους ακολουθούν τη λιτάνευση των εικόνων.
Στο τέλος της λιτάνευσης ακολουθεί κοινό τραπέζι, σε μια μεγάλη αίθουσα δίπλα από την εκκλησία. Είναι το πρώτο τραπέζι που κάνει ο νέος Κάβος. Λίγες μέρες πριν, δηλαδή την ημέρα των Χριστουγέννων, το έθιμο αλλάζει χέρια και περνάει από τον προηγούμενο κάβο στον επόμενο.
Κάβος, είναι ο άνθρωπος που χρεώνεται κάθε χρόνο το έθιμο και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του, που θα δούμε στη συνέχεια ποιες είναι αυτές.

Η λιτάνευση των εικόνων μέσα από τους
δρόμους-στοές του Τριπόταμου.
ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ, ΙΕΡΟ ΦΑΓΟΠΟΤΙ
Οι εικόνες, περνούν από τον ένα Κάβο στον άλλο, την ημέρα των Χριστουγέννων, αμέσως μετά το κοινό τραπέζι στο οποίο έχουν δικαίωμα να παρακαθήσουν, μόνο οι αρχηγοί των οικογενειών του χωριού.
Ο Ιερέας του Τριπόταμου, Σπυρίδων Φώσκολος, περιγράφει τι ακριβώς γίνεται από την παραμονή των Χριστουγέννων, με τις ετοιμασίες για το μεγάλο κοινό τραπέζι, στη γιορτή της «Αγάπης».
«Την παραμονή των Χριστουγέννων το πρωί, συγκεντρώνονται οι γυναίκες του χωριού στην αίθουσα που γίνεται το τραπέζι, για να καθαρίσουν τα μαγειρικά σκεύη, να καθαρίσουν τα κρεμμύδια για το στιφάδο και να τυλίξουν τους ντολμάδες».
Τα φαγητά που θα σερβιριστούν σ' αυτό το τραπέζι των Χριστουγέννων -που είναι μόνο για άντρες- είναι ίδια, εδώ και πάρα πολλούς αιώνες και απαγορεύεται να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι από αυτά.
«Οι καμπάνες χτυπούν στις 5 τα χαράματα, την ημέρα των Χριστουγέννων. Πρώτος φτάνει στην εκκλησία ο Κάβος, που κρατάει ένα καλάθι γεμάτο κεριά και όποιος μπαίνει στην εκκλησία, του δίνει ο ίδιος από ένα κερί. Μόλις ακουστεί ο Χερουβικός Ύμνος, οι μάγειροι, παίρνουν την ευλογία και αφού προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, πηγαίνουν και ανάβουν τα τζάκια, για να βάλουν πάνω τα 7 καζάνια με το κρέας, τους ντολμάδες και το ρόστο. Μετά τη Θεία Λειτουργία, όσοι ξένοι από άλλα μέρη βρεθούν στον Τριπόταμο, πηγαίνουν στην αίθουσα δίπλα από την εκκλησία και τους προσφέρεται μια σούπα από βραστό κρέας, που λέγεται «Αστέρας» και μαζί με τη σούπα, προσφέρεται και ψητό λουκάνικο.»
Ένας υπερμεγέθης αμφορέας με ανάγλυφες παραστάσεις. Τα μοναδικά αυτά αγγεία προέρχονται από τους αποθέτες του Ιερού της Δήμητρας, στα Θυρίδια, πάνω από το σημερινό χωριό του Τριπόταμου.
Παραμένουν ερμητικά ανερμήνευτα, ωστόσο, τόσο τα 7 καζάνια στα οποία ψήνεται το φαγητό, όσο και το όνομα «αστέρας» που έχει η σούπα, έστω και αν εύκολα μπορεί κανείς να το συνδέσει με το αστέρι των Μάγων. Ο αριθμός 7, έχει ένα βάρος και μια πληθώρα ερμηνειών, που διατρέχουν τον αρχαίο κόσμο και είναι τόσο ισχυρές, που και ο Χριστιανισμός υιοθέτησε ένα μέρος τους, διατηρώντας την ιδιαιτερότητα αυτού του συμβολικού αριθμού.
Στις 12 το μεσημέρι των Χριστουγέννων, χτυπούν πάλι οι καμπάνες και γίνεται λιτάνευση στο χωριό, της εικόνας της Γέννησης.
Η λιτανεία, καταλήγει στο Ναό και στη μεγάλη αίθουσα έχει στρωθεί ήδη το τραπέζι για τους αρχηγούς των οικογενειών, οι οποίοι, μπαίνοντας στην αίθουσα, χαιρετιούνται μεταξύ τους με έναν ιδιότυπο χαιρετισμό, με χειραψία, που έχει κατά κάποιο τρόπο ένα μυστικό χαρακτήρα, αναγνώρισης και εμπιστοσύνης.

Σε κάθε σπίτι, έχει ετοιμαστεί ένας χώρος για να υποδεχτεί τις εικόνες στη διάρκεια της περιφοράς τους στο χωριό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ανάβει ένα κερί από το «ακοίμητο φως» και ο ιερέας ψάλλει μια δέηση στο σπίτι, για το καλό της νέας χρονιάς.
Ο Ιερέας, που παρακάθεται και εκείνος στο γεύμα, λέει μια ευχή και αμέσως μετά, σερβίρονται τα φαγητά με την ίδια πάντοτε, εδώ και αιώνες, αδιασάλευτη σειρά και τάξη.
Πρώτα, σερβίρεται η σούπα με ρύζι αυγολέμονο.
Δεύτερο πιάτο, σερβίρεται κρέας βραστό.
Τρίτο πιάτο, είναι το στιφάδο. Τα κρεμμύδια, λένε, σ' αυτό το τραπέζι, συμβολίζουν τη γλυκύτητα που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους.
Τέταρτο πιάτο στη σειρά, σερβίρονται οι ντολμάδες, που και αυτοί έχουν το συμβολισμό τους σ' αυτό το τραπέζι. Συμβολίζουν την ομόνοια και την αδελφοσύνη, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που προσδίδονται σε αυτό το γεύμα, για τους ομοτράπεζους του Κάβου. «Όπως -λέει- είναι σφιχτό το ρύζι μέσα στους τυλιγμένους λαχανοντολμάδες, έτσι πρέπει και οι χωριανοί να είναι μεταξύ τους, σφιχτά, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Πέμπτο πιάτο, σερβίρεται το ρόστο. Κρέας μοσχαρίσιο, κοκκινιστό με κρεμμύδια και 6 γλώσσες μοσχαρίσιες, που και αυτές έχουν ένα αποτροπαϊκό χαρακτήρα, να διώχνουν, δηλαδή, τη γλωσσοφαγιά.
Τελευταία, προσφέρονταν τα φρούτα (Μήλα, πορτοκάλια και μανταρίνια).
Έβδομο στοιχείο, είναι το κρασί, που καταναλώνεται άφθονο και το πίνουν  σε παλιά, κοινόχρηστα, χάλκινα τάσια-κούπες.

Ακόμη μια εντυπωσιακή εικόνα από τη λιτανεία της Πρωτοχρονιάς, καθώς οι εικόνες μεταφέρονται στα χέρια από τον Τριπόταμο στο γειτονικό συνοικισμό του Σπεράδου.

Παλιότερα, οι συνδαιτυμόνες, έπρεπε να έχουν μαζί τους, το πιάτο του καθένας, και το ψωμί του, όπως και τα μαχαιροπίρουνά του, δεμένα σε μια πετσέτα, που έφερνε καθένας από το σπίτι του.
Με αυτό το γεύμα, από την πρώτη ήδη χειραψία για την είσοδο στην αίθουσα, οι συνδαιτυμόνες συμφιλιώνονται μεταξύ τους, αν τυχόν είχαν διαφορές, πριν καθίσουν στο κοινό τραπέζι.



Μοναδική είναι και η ανάγλυφη παράσταση που υπάρχει στο λαιμό ενός από τους τεράστιους αμφορείς του Ιερού της Δήμητρας, που βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τήνου. Εικονογραφεί τον μύθο της γέννησης της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία.
Στη διάρκεια αυτού του γεύματος, τα παλιότερα κυρίως χρόνια, συζητούσαν και για τυχόν εργασίες που έπρεπε να γίνουν στο χωριό, για να συντηρηθούν κάποιοι δρόμοι και χώροι κοινόχρηστοι. Και οι εργασίες αυτές, γινόντουσαν από κοινού. Σ' αυτό το τραπέζι οι αρχηγοί των οικογενειών, προγραμμάτιζαν το Δημόσιο Βίο του Τριπόταμου, για την ερχόμενη χρονιά.
Μετά το κοινό, αυτό, γεύμα, ξαναχτυπούν οι καμπάνες και ο απερχόμενος Κάβος, φέρνει την εικόνα της Γέννησης στο τραπέζι και μοιράζει σε όλους από ένα κερί.
Αρχίζει, έτσι, μια ακολουθία που κατά τη διάρκειά της, ψάλλονται οι καταβασίες των Χριστουγέννων. Ο ιερέας παίρνει ένα πρόσφορο που είχε βάλει πίσω από την εικόνα και καθώς ψάλλεται η Θ΄ Ωδή, αρχίζει να διανέμει το πρόσφορο στους συνδαιτυμόνες. Καθένας τους, παίρνει με την άκρα των δακτύλων του ένα μικρό ψίχουλο, το βάζει στο στόμα και κάνει το σταυρό του.

Το αρχαίο Ιερό της Δήμητρας, πάνω ακριβώς από τον Τριπόταμο (το χωριό διακρίνεται μπροστά). Σ' αυτόν εδώ το χώρο, έκαιγαν ακοίμητες φωτιές, για τη λατρεία της Θεάς, όπως το «ακοίμητο φως» του Κάβου. Εκτός των άλλων, είναι ένα Τελεστήριο Ιερό, με όσα μπορεί να σημαίνει αυτό.
Με αυτό το τελετουργικό, τελειώνει η θητεία του παλιού Κάβου και τότε ο ιερέας, πάλι ρωτά τους παρευρισκόμενους, με την ακόλουθη φράση: «Ποιος θέλει να αναλάβει την υποχρέωση της αδελφότητος;». Αυτός που θα πει «Εγώ», αναλαμβάνει Κάβος για τη νέα χρονιά.
Αυτό, βέβαια, είναι το τυπικό του εθίμου, γιατί υπάρχει μια μακρά λίστα αναμονής, με τους ανθρώπους που έχουν ήδη δηλώσει ότι θέλουν να αναλάβουν. Υπολογίζεται, ότι για να ικανοποιηθεί η υπάρχουσα λίστα, θα πρέπει να περάσουν περισσότερα από πενήντα χρόνια.
Οι ερμηνείες που δίδονται σ' αυτό το έθιμο είναι αρκετές, χωρίς, ωστόσο, καμιά από αυτές να προσεγγίζει με απόλυτη σιγουριά, τα ακριβή αίτια που έκαναν τους θεμελιωτές του, να το καθιερώσουν.
Είναι σαφές, ότι υπάρχουν και ερμητικά στοιχεία και κώδικες, αλλά και τελετουργικά δρώμενα, που, ενδεχομένως, σε παλιότερους χρόνους, ο χαρακτήρας τους να ήταν ακόμη πιο ισχυρός και ευδιάκριτος.

Το φανάρι στην κορυφή της πομπής, μεταφέρει την Ιερή Φλόγα, που περιφέρεται για εξαγνιστικούς λόγους στα σπίτια, στην αρχή του καινούριου χρόνου!
ΤΕΛΕΤΕΣ ΒΓΑΛΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια, πόσο βαθειά στο παρελθόν έχει τις ρίζες του αυτό το έθιμο του Κάβου. Ο χαρακτήρας του και μόνο, ωστόσο, προϊδεάζει ότι πρέπει να έχει την αρχή του, πάρα πολλούς αιώνες πριν.
Ο Τριπόταμος, δεν είναι ένα τυχαίο χωριό και εννοώ, ακριβώς, το γεγονός ότι μόλις 200 μέτρα Βόρεια από την άκρη του χωριού, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος με το Ιερό της Δήμητρας, των Γεωμετρικών χρόνων, που έχει δώσει σημαντικά ευρήματα (είναι εκτεθειμένα στο αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου, στη Χώρα).
Θα αποτολμήσω μια σύγκριση (προς διερεύνηση), ανάμεσα στο «ακοίμητο φως» του Κάβου και τα πολλά πύραυνα του Ιερού της Δήμητρας, στα οποία έκαιγε η φωτιά της θεάς.

Το καντήλι με το «ακοίμητο φως» στην εκκλησία του χωριού και δίπλα ακριβώς, το μαρμάρινο τέμπλο διακοσμείται από ένα ανάγλυφο Διονυσιακό Θύρσο!

Αλλά και από τα φαγώσιμα που καταναλώνονται στο κοινό τραπέζι (ΚΟΙΝΟ ΤΡΙΠΟΤΑΜΙΩΝ άραγε;), δεν μπορεί να περάσουν απαρατήρητα τα πολλά κρεμμύδια (οι ΚΡΟΚΟΙ της Θεάς;) που καταναλώνονται, ούτε και το αλεσμένο στάρι, που έμπαινε παλιότερα αντί για ρύζι, στο γέμισμα των λαχανοντολμάδων.

Χαρακτηριστικός είναι ακόμη και ο στολισμός στην πόρτα της εκκλησίας, με κλαδιά φοινίκων και καρπούς φρούτων.
Δεν ξέρω, πόσο τυχαία μπορεί να παραπέμπουν στη Θεά του Τριπόταμου, αυτά τα σημερινά στοιχεία από το «σώμα» του εθίμου, που ταυτόχρονα είναι και δικά της σύμβολα. Προσφορές στη Θεά Δήμητρα, χοές στον καινούριο χρόνο. Καρποί της γης, στάρι, βολβοί κρεμμυδιών, φρούτα και κρασί!
Με όλα αυτά, προσπαθώ να φανταστώ μια τράπεζα προσφορών στο Ιερό της Δήμητρας, που κατοπτεύει τον Τριπόταμο.
Πόσο μακριά μπορεί να είναι στ' αλήθεια η άκρη αυτού του Κάβου, από τα Θυρίδια και το Ιερό της Θεάς;ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣhttp://www.os3.gr/arhive_taxidi/gr_taxidi_kavos.html

καί αλλα εθιμα τού νησιού...

Οι Τήνιοι διατηρούν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους ως κάτι ιερό. Εξάλλου, πολλά από αυτά πηγάζουν από αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις. Τα έθιμα αναβιώνουν κυρίως στα χωριά, ωστόσο και η Χώρα δεν υστερεί των παραδόσεων. Επιπρόσθετα, οι ντόπιοι συνηθίζουν να συνδυάζουν τη βαθιά τους πίστη με την αγάπη τους για το χορό και το τραγούδι στα εορταστικά πανηγύρια που τακτικά διοργανώνουν.
Άναμμα των Καντηλιών: Ένα έθιμο που αποδεικνύει τη βαθύτατη πίστη των Τηνίων είναι το Άναμμα των Καντηλιών. Θεωρείται άγραφος νόμος μεταξύ των κατοίκων του νησιού, να φωτίζουν με αυτό τον τρόπο όλα τα εξωκλήσια κάθε Σάββατο απόγευμα, αλλά και τις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών ή των ονομαστικών τους εορτών. Κάθε εξωκλήσι έχει ένα μόνιμο ή προσωρινό ιδιοκτήτη, στις υποχρεώσεις του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η τήρηση του εθίμου. Η αθέτηση αυτής της υποχρέωσης θεωρείται ηθικό παράπτωμα, που κανένας ντόπιος δεν μπορεί να ανεχθεί στη συνείδησή του.
Το έθιμο σε πολλές περιπτώσεις παίρνει τη μορφή τάματος. Έτσι πολλοί Τήνιοι, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, ικεσίας ή ευχαριστίας προς κάποιον Άγιο, υπόσχονται να μεταβούν στο εξωκλήσι που είναι αφιερωμένο στο όνομά του. Οι προσκυνητές κατευθύνονται στο χώρο νωρίς το πρωί. Στην περίπτωση που τα καντήλια είναι αναμμένα, προσθέτουν λάδι για να διατηρηθεί περισσότερο η φλόγα τους και ακουμπούν το υπόλοιπο της φιάλης που έχουν προσκομίσει, δίπλα από το μανουάλι, ώστε να ξαναχρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία συνοδεύεται πάντοτε από το άναμμα κεριών και θυμιάματος. Η προσφορά αυτών των τριών στοιχείων αποτελεί τη μοναδική χριστιανική υλική θυσία που διασώζεται από τα αποστολικά χρόνια. Ο χαρακτήρας της είναι άκρως συμβολικός. Η αξία της δεν σχετίζεται με την προσφερόμενη ύλη, αλλά με τη θρησκευτική κατάνυξη του προσκυνητή. Γενικότερα, το άναμμα των καντηλιών εκφράζει τη φωτεινότητα των ψυχών των πιστών. Οι φλόγες τους παρομοιάζονται με το φως του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη λαμπρότητα όλων των Αγίων που είναι ριζωμένοι βαθιά στις καρδιές των ντόπιων.
Χοιροσφάγια: Πρόκειται για ένα παλιό έθιμο, το οποίο αναβιώνει με αμείωτη ένταση έως τις ημέρες μας, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, κυρίως στα χωριά. Σημειώνεται πως οι οικογένειες συνηθίζουν να εκτρέφουν τουλάχιστον ένα χοίρο, από τον οποίο εξασφαλίζουν το κρέας όλης της χρονιάς, αλλά και αρκετά τοπικά εδέσματα, όπως: λούζα, γλίνα, πηχτή κ.ά.
Οι προετοιμασίες διαρκούν αρκετές ημέρες. Σε αυτές εμπλέκονται άντρες και γυναίκες, συγγενείς και φίλοι, με αποτέλεσμα τα χοιροσφάγια να αποκτούν πανηγυρικό χαρακτήρα. Καθένας έχει το δικό του ρόλο: Οι γυναίκες μαζεύουν μυρωδικά, τα οποία ξεραίνουν στον ήλιο και ακολούθως τα τρίβουν με αλάτι. Επίσης, συγυρίζουν και ασβεστώνουν το σπίτι, την αυλή και το δρόμο. Οι άνδρες μαζεύουν ξύλα ελιάς. Αλλά και την ημέρα της σφαγής χρειάζονται πολλά χέρια. Η διαδικασία, που ξεκινά πριν καλά - καλά ξημερώσει, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και τεχνική κατάρτιση, καθώς το ζώο ζυγίζει 150 με 200 κιλά. Αμέσως μετά, με τη βοήθεια ζεματιστού νερού, αρχίζει το ξύρισμα, το γδάρσιμο και το καψάλισμα, ενώ οι γυναίκες κερνούν ρακί, σταφίδες, καρύδια, ρόδια και ξεροτήγανα.
Ο χοίρος μεταφέρεται στο σπίτι και κρεμιέται ανάποδα από ένα τσιγκέλι. Το πρώτο πράγμα που αφαιρείται είναι τα εντόσθια. Εξάλλου, το συκώτι θα τηγανιστεί και θα σερβιριστεί με πιλάφι για κολατσιό. Στη συνέχεια, οι γυναίκες παραλαμβάνουν τα έντερα για την πολύωρη διαδικασία του καθαρισμού τους, με λεμόνι, αλάτι και άφθονο νερό. Τα λεπτά έντερα χρησιμεύουν στο τύλιγμα των σπιτικών λουκάνικων, τα πιο φαρδιά για τα σαλσίσια, ενώ τα παχιά και χοντρά για τις λούζες. Ο τεμαχισμός του ζώου θέλει μεθοδικότητα και τέχνη. Οι τομές πρέπει να υπολογιστούν με ακρίβεια για να βγουν σωστά οι λούζες, τα παϊδάκια, τα παχιά, τα σύγλινα και σίσιρα, τα ψαχνάδια για τα λουκάνικα, το χοιρομέρι και η δουριά, που σύμφωνα με την παράδοση δίνεται στον παπά του χωριού.
Όλοι οι χώροι του σπιτιού μετατρέπονται σε ένα μικρό εργαστήρι: στο πιο φαρδύ τραπέζι κόβεται ο κιμάς για τα λουκάνικα, δίπλα φτιάχνονται οι λούζες και τα σκορδάτα σαλσίσια, αλλού κόβονται τα σύγλινα, ενώ κάποιοι καθαρίζουν τα αυτιά και τα άκρα των ποδιών για την πηχτή. Αναφέρεται πως τα παλαιότερα χρόνια δεν πέταγαν τίποτα από το ζώο. Με τις τρίχες του σβέρκου, οι τσαγκάρηδες έραβαν τα παπούτσια, ενώ με το λίπος της ουράς, τα στεγανοποιούσαν. Μέχρι και τα παιδιά έβρισκαν παιχνίδια από αυτή τη διαδικασία.
Η σούπα από τα βρασμένα κόκαλα με τα ψαχνά αποτελεί το βασικό φαγητό του δείπνου που ακολουθεί. Στο τραπέζι συμμετέχουν όλοι όσοι βοήθησαν στα χοιροσφάγια. Ακόμη στους καλεσμένους συγκαταλέγονται ο παπάς, ο δάσκαλος και ο γιατρός (εάν υπάρχουν στο χωριό), αλλά και όσοι ξένοι βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στον οικισμό. Η δύσκολη αυτή ημέρα καταλήγει πάντα σε ένα γνήσιο λαϊκό πανηγύρι. Μεγάλες σειρές από τραπέζια στολίζονται με κάτασπρα τραπεζομάντιλα και τα επίσημα σερβίτσια. Το δείπνο είναι πλουσιοπάροχο και εκτός από τη σούπα περιλαμβάνει ποικιλία από σαλάτες, τυριά, ελιές, σαρδέλες, βραστό κρέας με πατάτες, ντολμαδάκια με κιμά από το χοίρο, συκώτι, γλυκάδια, φλεμόνι στιφάδο κ.ά. Ο νοικοκύρης κερνάει τους προσκεκλημένους του από το καινούριο βαρελίσιο του κρασί. Μετά την προσευχή, ξεκινά το μεγάλο φαγοπότι. Συχνά υπάρχουν και όργανα: βιολιά και λαούτο. Αλλά και χωρίς αυτά, το γλέντι και ο χορός φουντώνουν από τα τραγούδια των συνδαιτυμόνων.
Βεγγέρα: Αποτελεί ένα πανάρχαιο έθιμο που ξεκίνησε από τα κρύα βράδια του χειμώνα. Σήμερα, διατηρείται σε εξελιγμένη μορφή, τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στις συνήθειες των Τηνίων καθόλη τη χρονιά.
Τα παλαιότερα χρόνια, η οικογένεια που προγραμμάτιζε να πάει σε μία βεγγέρα ετοίμαζε από νωρίς ένα λυχνάρι με λάδι και φυτίλι. Αυτό αποτελούσε τον απαραίτητο φωτισμό για τη διαδρομή. Μετά το οικογενειακό δείπνο, ο πατέρας έδινε το σύνθημα της αναχώρησης. Η γυναίκα άναβε με σπίρτα το φυτίλι και όλοι μαζί ξεκινούσαν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το μικρότερο παιδί κράταγε το λυχνάρι και πήγαινε μπροστά. Πίσω του, ακολουθούσε το ανδρόγυνο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας καθοδηγούσε το μικρό παιδί έως ότου να καταλήξουν στο φιλικό ή συγγενικό σπίτι.
Φθάνοντας στον τελικό προορισμό τους, τα παιδιά των δύο (ή και περισσοτέρων) οικογενειών ξεκίναγαν τα παιχνίδια. Όταν κουράζονταν, έτρεχαν στον καναπέ για να ακούσουν, με ιδιαίτερη χαρά, τα παραμύθια που τους διηγούνταν η γιαγιά. Στο στολισμένο τραπέζι, με διάφορες λιχουδιές, κάθονταν οι ενήλικες, ενώ η νοικοκυρά του σπιτιού έπλεκε την προίκα της κόρης της. Η βεγγέρα διαρκούσε έως τις 10 ή 11 τη νύχτα. Στο τελείωμα της βραδιάς, οι καλεσμένοι άναβαν και πάλι το λυχνάρι τους, ευχαριστούσαν τους οικοδεσπότες και επέστρεφαν στο σπίτι τους.
Έθιμο της Αγάπης: Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο, που αναβιώνει κάθε χρόνο, τη Δευτέρα του Πάσχα, στο χωριό Κτικάδος. Έχει τις ρίζες του στην πρωτοχριστιανική εποχή και σχετίζεται με τη βαθιά πίστη των Τηνίων στην Ανάσταση του Χριστού. Στόχος του εθίμου, που ονομάζεται Αγάπη, είναι αυτή την ημέρα, που ουσιαστικά υμνείται η Ανάσταση του Ιησού, να συμφιλιωθούν όλοι οι πιστοί (Ορθόδοξοι και Καθολικοί) μεταξύ τους, αλλά και να τιμήσουν τους δικούς τους που δεν είναι πια στη ζωή.
Έτσι μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στην εκκλησία της Υπαπαντής, γίνεται περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως σε ολόκληρο τον οικισμό. Στις δώδεκα το μεσημέρι, η καμπάνα χτυπά χαρμόσυνα, προσκαλώντας τους κατοίκους, αλλά και τους επισκέπτες στην αίθουσα, χωρητικότητας 300 ατόμων, που βρίσκεται κάτω από τον Ιερό Ναό. Εκεί υπάρχει ένα ευρύχωρο και μακρόστενο πέτρινο τραπέζι, με πεζούλια, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Κοινή Τράπεζα. Οι γυναίκες του χωριού έχουν μαγειρέψει σούπα από μοσχάρι, ψητό κρέας, κυρίως μοσχαρίσιο και διάφορους άλλους εκλεκτούς μεζέδες, όπως το έθιμο επιβάλλει. Παράλληλα, έχουν φροντίσει ώστε το τραπέζι να είναι εορταστικά στρωμένο.
Όλοι μαζί κάθονται σε αυτό το πραγματικά τεράστιο, ενιαίο τραπέζι, με προεξάρχοντα τον ιερέα. Μόλις σερβιριστεί το φαγητό, ο παπάς ψέλνει τρεις φορές το Χριστός Ανέστη και αρχίζει το γεύμα. Ακολουθεί αλληλοσυγχώρηση μεταξύ των παρευρισκόμενων, τρισάγιο, ομιλία του εφημέριου, επιμνημόσυνη δέηση, ονομαστική αναφορά στη μνήμη των αποθανόντων, καθώς και αναστάσιμοι ύμνοι στο μικρό παρεκκλήσι που βρίσκεται στον ίδιο χώρο.
Ροδάρια: Είναι ένα ιδιαίτερο έθιμο, μοναδικό σε ολόκληρη την Ελλάδα, το οποίο αναβιώνει κάθε Κυριακή του Θωμά στο μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας της Λακκωτιανής, στα Ιστέρνια. Η ροδάρια λαμβάνει χώρα μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην ομώνυμη εκκλησία, η οποία βρίσκεται λίγο έξω από τον οικισμό. Σύμφωνα με το έθιμο, όλοι οι προσκυνητές κάθονται και γευματίζουν σε ένα κοινό τραπέζι, με πλούσια φαγητά. Εκείνη τη στιγμή, οι πιστοί ανταλλάσσουν με τα προσφιλή και αγαπητά τους πρόσωπα τις ροδάριες, που είναι ένα μικρό μπουκέτο λουλουδιών, συνοδευόμενο από κάρτα με αναστάσιμες ευχές.
Η ροδάρια θυμίζει κατάλοιπο των αρχαίων Ανθεστηρίων, της μεγάλης τριήμερης γιορτής των ανθέων, που γίνονταν στην Αθήνα προς τιμή του Διόνυσου, κατά τη διάρκεια του μήνα Ανθεστηρίωνα. Παράλληλα, αναμφισβήτητα έχει κοινά στοιχεία με το χριστιανικό έθιμο της Αγάπης.
Τραπέζι της Αδελφότητας: Πρόκειται για ένα ακόμη παλαιό χριστιανικό έθιμο, με μοναστηριακό τυπικό, που πραγματοποιείται τις ημέρες των Χριστουγέννων στον Τριπόταμο. Κάθε χρόνο μία οικογένεια, της οποίας ο αρχηγός αποκτά τον τίτλο του Κάβου, αναλαμβάνει να φροντίζει την εκκλησία του χωριού, που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Στις υποχρεώσεις της είναι να διατηρεί αναμμένο το καντήλι που βρίσκεται πάνω από την εικόνα της Γέννησης του Χριστού, καθόλη τη διάρκεια του έτους. Επιπρόσθετα, διατηρεί το ναό καθαρό, επωμίζεται τα έξοδα της Θείας Λειτουργίας των Χριστουγέννων και της προμήθειας των κεριών, ενώ είναι υπεύθυνη για την κατασκευή της μεγάλης λαμπάδας που χρησιμοποιείται στην τελετή της νέας χρονιάς.
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, ο Κάβος παραθέτει γεύμα στο σπίτι του, όπου συμμετέχουν μόνο οι άνδρες - αρχηγοί των οικογενειών του χωριού και ο ιερέας. Οι προσκεκλημένοι φέρνουν μαζί τους, δεμένα σε μία πετσέτα, το πιρούνι, το κουτάλι, το ψωμί και το κρασί τους. Στο τραπέζι της αδελφότητας, ο Κάβος προσφέρει πλουσιοπάροχο φαγητό, στο οποίο περιλαμβάνεται σούπα και βραστό από μοσχάρι, κοκκινιστό κρέας, στιφάδο, ντολμαδάκια και άλλα τοπικά εδέσματα. Το κρασί σερβίρεται στα τάσια, δηλαδή σε κύπελλα ημισφαιρικού σχήματος από ορείχαλκο, τα οποία είθισται να χρησιμοποιούνται μόνο τη συγκεκριμένη μέρα.
Μετά το γεύμα, ο ιερέας και μερικοί από τους συνδαιτυμόνες μεταφέρουν την εικόνα της Γέννησης του Χριστού από την εκκλησία στο σπίτι του οικοδεσπότη, ψέλνοντας χριστουγεννιάτικους ύμνους. Η εικόνα τοποθετείται πάνω στο τραπέζι, μοιράζεται αντίδωρο, ενώ οι παρευρισκόμενοι ανάβουν κεριά, όμοια με αυτά της πρωινής λειτουργίας. Εκείνη τη στιγμή, ο παπάς ορίζει τον επόμενο Κάβο. Μετά το κέρασμα των παραδοσιακών γλυκισμάτων, η εικόνα επιστρέφει στην εκκλησία υπό τους ψαλμούς χριστουγεννιάτικων ύμνων.
Την επόμενη μέρα (26 Δεκεμβρίου) μαζεύονται και πάλι όλοι οι άντρες στο σπίτι του παλιού Κάβου, για να αποτελειώσουν τα φαγητά που περίσσεψαν την προηγούμενη. Τυπικά, οι υποχρεώσεις του παλιού Κάβου ολοκληρώνονται με το γεύμα των Χριστουγέννων. Ωστόσο, έως και την τελευταία μέρα του χρόνου, πρέπει να διατηρεί αναμμένο το καντήλι. Μετά τη Θεία Λειτουργία της 31ης Δεκεμβρίου, ακολουθεί περιφορά της εικόνας για το ποδαρικό σε όλα τα σπιτικά του χωριού.
Σήμερα, η λίστα για τους Κάβους φτάνει έως το 2025, γεγονός που υποδηλώνει το έντονο ενδιαφέρον των ντόπιων για το συγκεκριμένο έθιμο. Όμως τα παλαιότερα χρόνια, ο Κάβος βρίσκονταν πάντα την τελευταία στιγμή, καθώς οι οικονομικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες.
Έθιμο της Πρωτομαγιάς: Αναβιώνει έως και σήμερα σε αρκετές περιοχές του νησιού, ενώ παλαιότερα ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή έθιμα. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα, έτσι και στην Τήνο, φτιάχνονται οι γνωστοί Μάηδες, τα λουλουδένια στεφάνια που στολίζουν τις πόρτες ή και τα μπαλκόνια των σπιτιών. Η διαφορά είναι πως το βράδυ της παραμονής της 1ης Μαΐου, οι νεαροί τού κάθε οικισμού ξεχύνονται στα σοκάκια και «κλέβουν» τους Μάηδες και τις γλάστρες από τις αυλές των κατοικιών, όπου διαμένουν ανύπαντρα κορίτσια. Στη συνέχεια πάνε και τοποθετούν τα «κλοπιμαία» τους στα περβάζια της εκκλησίας. Το επόμενο πρωί, οι κοπέλες αναζητούν τα λουλούδια τους σε αυτό το χώρο.
Έθιμο του Κλήδονα: Ο Κλήδονας μεγαλουργεί στην εορτή του Αγίου Ιωάννη του Φωταρά (24 Ιουνίου). Ουσιαστικά, το έθιμο αναφέρεται σε ένα είδος λαϊκής μαντείας που τελείται συνήθως τη συγκεκριμένη ημέρα. Λίγο νωρίτερα, κάθε ένας από τους κατοίκους του χωριού τοποθετεί κρυφά ένα αντικείμενο μέσα στον Κλήδονα, ο οποίος και σφραγίζεται όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία. Την ημέρα της γιορτής, όλοι οι ντόπιοι συγκεντρώνονται για να τον ξεκλειδώσουν. Κάθε ένας από τους συμμετέχοντες πιάνει στο χέρι του τυχαία ένα αντικείμενο. Για να πάρει πίσω το δικό του, πρέπει να απαγγείλει στίχους σε αυτόν που το κρατά. Σύμφωνα με την παράδοση, στους παρευρισκόμενους προσφέρεται πίτα και βουνίσιο νερό. Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει κυρίως στο χωριό Ιστέρνια.
Πανηγύρια: Τα πανηγύρια στην Τήνο δεν έχουν καμία σχέση με τα εμποροπανήγυρα που διοργανώνονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά ούτε και με το μεγάλο εορτασμό της Παναγίας που πραγματοποιείται στη Χώρα το Δεκαπενταύγουστο. Αντίθετα, αποτελούν μέρος της ζωής των ντόπιων, περιβάλλονται από αρχαία έθιμα και παρακινούνται από το θρησκευτικό αίσθημα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια του νησιού τελούνται μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες, την ημέρα του εορτασμού του τιμώμενου Αγίου, που συνοδεύεται από κέρασμα στον προαύλιο χώρο. Επίσης χαρακτηριστικό του τόπου είναι πως κάθε πανηγύρι έχει το δικό του παραδοσιακό πιάτο. Ενδεικτικά αναφέρονται: τα ρεβίθια στον εορτασμό της Αγίας Βαρβάρας, οι καπνιστές σαρδέλες στο πανηγύρι του Κτικάδου, οι ντολμάδες στη γιορτή των Εισοδείων στον Τριπόταμο κ.ά.
Ειδικότερα, την ημέρα που γιορτάζει ο ενοριακός ναός ενός χωριού, όλοι συμμετέχουν ενεργά στις προετοιμασίες. Τεχνίτες ασπρίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό της εκκλησίας, ενώ οι γυναίκες καθαρίζουν το χώρο, γυαλίζουν τα καντήλια, τα μανουάλια και τοποθετούν λουλούδια στο Ιερό. Μετά την τελετή, ακολουθεί κέρασμα στην αυλή. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την παράδοση που διατηρείται αναλλοίωτη έως και τις ημέρες μας, όλα τα νοικοκυριά είναι ανοικτά τόσο για τους συντοπίτες, όσο και για τους επισκέπτες. Έξω από την εκκλησία, δίνεται μία άτυπη μάχη για το ποιος από τους χωριανούς θα πρωτοπάρει στο σπίτι του τους προσκυνητές που ήρθαν από άλλους οικισμούς ή ακόμη και τους τουρίστες.
Τραπέζια στρωμένα επίσημα με τα καλά σερβίτσια και τα κάτασπρα τραπεζομάντιλα, αλλά και πλουσιοπάροχα τοπικά εδέσματα με άφθονο κρασί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πανηγυριού, αλλά και της Τήνιας φιλοξενίας. Κρέας ιδιωτικής παραγωγής, σπιτικά τυράκια, λούζα, αγκινάρες τουρσί ή μαγειρεμένες, αρωματικά λαχανικά από το περιβόλι είναι μόνο μερικά από τα φαγητά που συμπεριλαμβάνοντα στο εορταστικό γεύμα. Ειδικά τα σπιτικά που έχουν εορταζόμενο, υποδέχονται τους επισκέπτες ως αργά το βράδυ. Ψαράκια, γλυκές τυρόπιτες, μαρέγκες, παστέλια, ξεροτήγανα και άλλα ντόπια γλυκίσματα προσφέρονται μαζί με το οικογενειακό ρακί σε όσους περνούν για να ευχηθούν. Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι που βρίσκονται για πρώτη φορά σε μία τέτοια γιορτή ζουν μία ξεχωριστή εμπειρία.
Σε πολλές περιπτώσεις, το πανηγύρι ολοκληρώνεται με το χορό του συλλόγου, στην κεντρική πλατεία του χωριού. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας χορεύουν μπάλλο και συρτό στους ήχους των τοπικών οργάνων, που έχουν ως βάση το βιολί. Στις συνήθειες των ντόπιων είναι ο τραγουδιστής να σταματά τα όργανα και να τραγουδά αυτοσχέδια δίστιχα, τα οποία συνήθως εξυμνούν τις χορευτικές ικανότητες των παρευρισκόμενων. Η καλή μουσική, η παρέα και το κρασάκι συντελούν στην εξαίσια διάθεση για διασκέδαση.ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

ΒΩΛΑΞ,ΞΩΜΠΟΥΡΓΟ,ΠΛΑΝΗΤΗΣ[ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΗς ΤΗΝΟΥ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕς]ΜΕΡΟΣ Γ

Το σεληνιακό τοπίο της Βωλάξ οφείλεται στα διάσπαρτα βράχια που καλύπτουν πολλά χιλιόμετρα γης. Εχουν μέγεθος από μπάλα ποδοσφαίρου, έως πολλές δεκάδες μέτρα μήκος."Τα τελευταία απομεινάρια της προαιώνιας μάχης μεταξύ Γιγάντων και Τιτάνων εξακολουθούν να βρίσκονται απιθωμένα στην ανεμοδαρμένη πλαγιά ενός σβησμένου ηφαιστείου, στο Βόλακα της Τήνου. Όσοι κατοικούν πλάι στους εκατοντάδες γρανιτένιους μονόλιθους, παίρνουν όρκο πως κάθε βράδυ ο αέρας φέρνει μαζί του τα τραγούδια από τις αγγελούδες και τα ξωτικά που φωλιάζουν κάτω από τους βράχους...εγραφε τό 2000 ο κ.Δελλατόλας στήν Ελευθεροτυπία"

 

Για να τα δείτε από κοντά, περπατήστε πίσω από την εκκλησία, σε ένα δρομάκι, περίπου τρία λεπτά δρόμος. Θα φτάσετε σε ένα άνοιγμα, γνωστό ως “του Βουράκη η Πλάκα” με πανοραμική θέα στα γύρω μέρη. Αν έχετε χρόνο, ακολουθήστε το δεξιό μονοπάτι προς το “Βουνό”. Εκεί θα δείτε πιο περίεργους σχηματισμούς.

Το πέτρωμα των βράχων είναι σχεδόν αποκλειστικά γρανίτης. Ομως δεν μοιάζει με τον σκληρό γνωστό γρανίτη: τούτος εδώ διαβρώνεται εύκολα και θρυματίζεται. Αν και η εξώτερη στοιβάδα είναι συμπαγής (και συνήθως καλλυμένη με λειχήνες) από μέσα υπάρχουν στρώματα εύθραυστου υλικού, το οποίο μπορούμε να τρίψουμε με το χέρι.


Υπάρχουν μάλιστα βράχια (πχ στην κορυφή της τοποθεσίας “Βουνό”) που δεν έχουν αυτή την εξωτερική στοιβάδα και η βροχή και ο αέρας “τρώνε” το εσωτερικό του βράχου.


Αυτό το υλικό που φεύγει με την διάβρωση είναι αυτό που συναντάμε ως στρώμα στα παλιά μονοπάτια (πχ το μονοπάτι προς “Σαββαγιάννη”). Μοιάζει με άμμο αλλά είναι το υλικό από τους βράχους σε συνδυασμό με δεκαετιών τριβής και “αλέσματος” από την μετακίνηση ανθρώπων και ζώων.
Τρεις εκδοχές υπάρχουν για την προέλευση των ογκόλιθων αυτών:
Η επικρατέστερη υποστηρίζει πως είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακής έκρηξης, η οποία έγινε 18 ως 20 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ο κρατήρας του ηφαιστείου κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται 2 χλμ. ανατολικά του χωριού, κοντά στη θέση Περάματα.


Σύμφωνα με τη δεύτερη, οι ολοστρόγγυλες πέτρες δημιουργήθηκαν από πτώση μετεωρίτη, κομμάτια του οποίου έπεσαν στις γύρω περιοχές.
Η τρίτη άποψη θέλει, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, τη θάλασσα να φτάνει μέχρι αυτό το σημείο. Έτσι, τα βράχια διαβρώθηκαν από την αλμύρα και όταν αποσύρθηκε το νερό, τα άφησε με τη σημερινή τους μορφή. Αυτή η άποψη προσπαθεί να ερμηνεύσει και την ύπαρξη άμμου στην περιοχή. Τέτοιου είδους διάβρωση μπορείτε να δείτε στην παραλία “Λιβάδα”.
Επειδή το τοπίο ήταν διάσπαρτο από βράχους και δεν υπήρχε αρκετός ελεύθερος χώρος, πολλά σπίτια είναι χτισμένα πάνω σε αυτούς. Φρόντιζαν δηλαδή οι τοίχοι να χτιστούν έτσι, ώστε να συμπεριλάβουν τον βράχο.



Υπάρχει δε και σπίτι στο χωριό, που ο βράχος είναι μέσα στην κάμαρα και το κρεβάτι έχει τρία πόδια, μιας και το τέταρτο βρίσκεται πάνω σε αυτόν.

 ΤΟ ΞΩΜΠΟΥΡΓΚΟ

Το Ξώμπουργκο είναι ένας τεράστιος και επιβλητικός γρανιτένιος λόφος που είναι ορατός από πολλά σημεία και δεσπόζει με την παρουσία του στο περιβάλλον του νησιού. Το παράξενο όνομα του το πήρε μάλλον κατά την ενετοκρατία. Βorgo στα ιταλικά είναι το κάστρο και soborgo είναι το προάστειο. Έτσι το φοβερό κάστρο και ο οικισμός γύρω του ονομάστηκε Ξώμπουργκο. Εδώ υπήρχε κατοίκηση από τα προιστορικά ακόμα χρόνια, ενώ στους πρόποδες υπήρχε σημαντικό ιερό της Δήμητρας στο οποίο οι ανασκαφές συνεχίζονται μέχρι σήμερα και πάντοτε κάνω μια στάση για να δω το στάδιο της αποκάλυψης του χώρου, χρόνο με το χρόνο, καθώς το μονοπάτι που προανέφερα περνάει από εκεί. Αρκετά από τα ευρήματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Τήνου, στο κέντρο της πόλης.
Ο λόφος αποτέλεσε σημαντικό σημείο οχύρωσης και προστασίας, τόσο για τους ενετούς, όσο και τους κατοίκους του νησιού και λόγω της θέσης του, υπήρξε απόρθητο για αιώνες ολόκληρους,ώσπου οι τούρκοι κατάφεραν να το αλώσουν και να το καταστρέψουν το 1715. Το μέρος είναι φορτωμένο με θρύλους και παραδόσεις, για νεράιδες, ξωτικά, μυστικά περάσματα και άλλα ωραία παραμύθια κάτι που δεν μου κάνει εντύπωση, καθώς με την πρώτη επαφή νιώθεις ότι το μέρος είναι βγαλμένο από τον κινηματογράφο και εύκολα σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές αν αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη. Περπατώντας προς την κορυφή, στη μέση περίπου του λόφου, υπάρχει ένας τεράστιος καθολικός ναός με μεγάλη ιστορία και ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. Είναι η μονή της ιερής καρδιάς του Ιησού, με το πανέμορφο άγαλμα του Χριστού να στέκει στο κέντρο της αυλής της μονής.Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός που τοποθέτησαν οι καθολικοί του νησιού στη θέση παλαιότερου ναού.
==
Ομως η Τήνος εχει και τόν δικό της πλανήτη..ενα μικρο νησάκι ενα βραχονήσι πολύ κοντα στις ακτ'ες της
Πλανήτης ή Πλανούδι:
Βόρεια του όρμου του Πανόρμου και πολύ κοντά στην ακτή της Τήνου βρίσκεται το νησάκι Πλανήτης ή Πλανούδι. Η συνολική του ακτογραμμή είναι 1.840 μέτρα και το ύψος του 87 μέτρα. Πάνω στο νησάκι ορθώνεται ο παλιός εγκαταλελειμμένος φάρος, που φώτισε για πρώτη φορά το 1886. Σήμερα, λίγο δίπλα, λειτουργεί νέος, αυτόματος φάρος, σιδερόπλεκτης κατασκευής. Ο Πλανήτης χωρίζεται από την ακτή της Τήνου με ένα πολύ στενό πέρασμα, το βάθος του οποίου δεν ξεπερνά το ένα μέτρο.


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Η Τήνος είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Ορθόδοξους θρησκευτικούς προορισμούς της χώρας μας, λόγω του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας. Ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό το γεγονός. Περίπου 750 εκκλησίες, εξωκλήσια και μοναστήρια, Ανατολικού και Δυτικού δόγματος, στολίζουν κάθε σπιθαμή γης του νησιού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως σε κάθε ένα από τα 54 κατοικημένα και εγκαταλελειμμένα χωριά της νήσου υπάρχει τουλάχιστον μία εκκλησία

Ιερά Μονή Κυρά Ξένης




Πρόκειται για διατηρητέο εκκλησιαστικό μνημείο του 18ου αιώνα. Είναι κτισμένο αμφιθεατρικά, στην πλαγιά του βουνού Προφήτη Ηλία Πανόρμου και έχει υπέροχη θέα. Μόλις λίγα μέτρα δίπλα του, ορθώνεται η παλιά, αλλά καλοδιατηρημένη μονή της Αγία Θέκλας. Οι εγκαταστάσεις είναι κτισμένές σε τετράγωνο οικόπεδο, έκτασης περίπου ενός στρέμματος. Το ύψος τους διέπεται από την αγιορείτικη τάξη.

Ιστορία: Υπάρχουν πολλές παραδόσεις σχετικές με την ιστορία της μονής. Ωστόσο, η επικρατέστερη αναφέρει πως γύρω στο 1730, το ιστιοφόρο του καπετάν Κοσμά, που περνούσε έξω από το λιμάνι του Πανόρμου, έπεσε σε σφοδρή κακοκαιρία. Οι ναυτικοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προσεγγίσουν την ακτή, ώσπου ήρθε η στιγμή του ναυαγίου. Ο καπετάνιος άρπαξε τη μικρή εικόνα της Παναγίας που είχε στην καμπίνα του και με δάκρυα στα μάτια, την παρακάλεσε να τους σώσει από το βέβαιο πνιγμό. Ταυτόχρονα της υποσχέθηκε πως εάν τα κατάφερναν θα έκτιζε μοναστήρι προς τιμή της και θα μόναζε. Όλοι έπεσαν στη θάλασσα και άρχισαν να παλεύουν με τα μανιασμένα κύματα, ώσπου τελικά κατόρθωσαν να βγουν στην αμμουδιά. Οι ναυτικοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Όμως ο Κοσμάς, με τη θαυματουργή πλέον εικόνα στο χέρι, άρχισε να ανηφορίζει προς το Μαρλά. Μετά από αρκετή πεζοπορία ακούμπησε το εικόνισμα καταγής και κάθισε να ξεκουραστεί. Εκεί τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, προσπάθησε να πάρει το εικόνισμα από το έδαφος για να συνεχίσει το δρόμο του, όμως από το βάρος είχε γίνει ασήκωτο. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν θέλημα της Παναγίας να κτίσει σε αυτό το σημείο τη μονή που της είχε υποσχεθεί.
Ο Κοσμάς κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχει το στόχο του. Αρωγός στο έργο του ήταν το ηγουμενείο του γυναικείου μοναστηριού που βρίσκονταν απέναντι. Ο ίδιος χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πήρε το όνομα Καλλίνικος. Πούλησε την προσωπική του περιουσία και διενέργησε εράνους στο νησί, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Εξασφάλισε δωρεάν προσωπική εργασία από πολλούς τεχνίτες, αλλά και την προσφορά πρώτων υλών. Ακόμη εμπλούτισε την εκκλησία με ιερά σκεύη, έφερε νερό στο συγκρότημα και το περιέφραξε με τοίχο μήκους 120 μέτρων. Το Καθολικό ολοκληρώθηκε το 1732, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα τελείωσαν το 1755, οπότε και έγιναν τα εγκαίνια.

Το όνομα Κυρά Ξένη προέρχεται καθαρά από την ιστορία της εικόνας, που ήρθε στο νησί από ξένο τόπο και προστατεύει τους ξένους. Κανονικά η επίσημη γιορτή της είναι στις 15 Αυγούστου, αλλά καθώς το ενδιαφέρον του συνόλου των Ορθοδόξων της Τήνου συγκεντρώνεται στη Μεγαλόχαρη της Χώρας, μεγάλο πανηγύρι διοργανώνεται την 1η ή 2η Κυριακή μετά το δεκαπενταύγουστο.

Παναγία Βουρνιώτισσα


Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα Ορθόδοξα προσκυνήματα του νησιού, που βρίσκεται πάνω από το χωριό Αγάπη. Έχει δύο επίσημες εορτές: στις 8 Σεπτεμβρίου (γέννηση της Παναγίας) και στις 24 Σεπτεμβρίου (Παναγία η Μυρτιδιώτισσα).

Ιστορία: Στη βουνοπλαγιά που ορθώνεται ο ναός, παλαιότερα υπήρχε ένα εξωκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Σήμερα, τα τοιχώματα αυτού του μικρού ναού αποτελούν τη νότια πλευρά του γυναικωνίτη. Η παράδοση αναφέρει πως εκείνα τα χρόνια - πιθανότατα - υπήρχε τοιχογραφία της Πλατυτέρας, η οποία αφαιρέθηκε και στη θέση της τοποθετήθηκε η εικόνα του Αγίου Ιωάννη.



Η ανεύρεση της θαυματουργής εικόνας πραγματοποιήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου - κατά πάσα πιθανότητα - του 1768. Ο θρύλος αναφέρει πως το προηγούμενο βράδυ, κάτοικοι από το Σκλαβοχωριό είχαν κατέβει στην απόκρημνη βορινή ακτή για να ψαρέψουν. Όταν άρχισε να ξημερώνει είδαν μία λάμψη, η οποία, παρασυρόμενη από το ελαφρύ κυματάκι, προσέγγισε την ξηρά. Ένας από αυτούς έπεσε στο νερό και πλησίασε το φως. Με έκπληξη διαπίστωσε πως επρόκειτο για το εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, το οποίο πιθανότατα βρέθηκε στη θάλασσα μετά από κάποιο ναυάγιο ιστιοφόρου.







Οι ψαράδες προσκύνησαν το εικόνισμα και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στο εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη, την ακούμπησαν στην Αγία Τράπεζα και βγήκαν για λίγο έξω. Όταν πήγαν να την ξαναπάρουν, διαπίστωσαν πως το ομοίωμα είχε αποκτήσει τέτοιο βάρος που ήταν αδύνατο να το σηκώσουν. Τρέχοντας γύρισαν στο χωριό τους και ενημέρωσαν τον ιερέα και τους συγχωριανούς τους. Οι Ορθόδοξοι κάτοικοι από το Σκλαβοχωριό, αλλά και οι Καθολικοί από το Αγάπη σχημάτισαν ιερά πομπή και κατευθύνθηκαν προς το εξωκλήσι. Μετά την παράκληση των πιστών τέθηκε η θεμέλια λίθος για την ανέγερση του ναού της Παναγίας, που κράτησε έως τις 24 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Η εκκλησία πήρε τη σημερινή της μορφή από τις δωρεές και την προσωπική εργασία των κατοίκων των δύο χωριών.







Έγγραφο του 1778 αναφέρει πως η Μεθοδία, μοναχή της μονής Κεχροβουνίου, αγόρασε δύο αγρούς δίπλα από την εκκλησία. Μετά το θάνατό της τόσο ο ναός, όσο και τα χωράφια περιήλθαν στη δικαιοδοσία του συγκεκριμένου μοναστηριού. Από το 1925 έως και σήμερα τη συντήρηση του οικοδομήματος, αλλά και την τέλεση των πανηγυριών έχει αναλάβει ο «Σύλλογος Βουρνιώτισσης».




Βρίσκεται στο Εξώμβουργο και πρόκειται για ένα πανελλήνιο Καθολικό προσκύνημα, με φήμη και στο εξωτερικό. Πανηγυρική Θεία Λειτουργία τελείται τη 2η Κυριακή του Ιουλίου, με τη συμμετοχή πολλών αρχιεπισκόπων της Ελλάδος, του ιερού κλήρου της Τήνου, αλλά και εκατοντάδων προσκυνητών. Επίσης, εορταστική Θεία Λειτουργία πραγματοποιείται την τελευταία Κυριακή του έτους και την 1η Παρασκευή κάθε μήνα. Καθόλη τη διάρκεια του χρόνου λειτουργεί Κέντρο Φιλοξενίας για ανθρώπους (κυρίως νέους) από όλο τον κόσμο, οι οποίοι επισκέπτονται το νησί και συμμετέχουν σε πνευματικά, πολιτιστικά και κοινωνικά επιμορφωτικά προγράμματα.
Το συγκρότημα καλύπτει έκταση 2.500 τ.μ. περίπου και αποτελείται από δύο τμήματα. Το ανατολικό ορθογώνιο μέρος περιλαμβάνει ευρύχωρη περιφραγμένη αυλή. Μεγάλα φυτεμένα κυκλικά παρτέρια κοσμούν το χώρο, ενώ στη μέση ορθώνεται μαρμάρινο μνημείο προς τιμή των 327 Καθολικών Ελλήνων, που θυσιάστηκαν για την πατρίδα κατά τη διάρκεια των πολέμων του 1912 έως το 1950. Στην κορυφή του είναι τοποθετημένο το μαρμάρινο ομοίωμα του Χριστού, που έχει φυσικό μέγεθος και είναι έργο του Ιωάννη Φιλιππότη.
Στη βορινή πλευρά υψώνεται ο μεγαλοπρεπής τρίκλιτος θολωτός ναός της Ιεράς Καρδίας του Ιησού. Κοσμήματα αποτελούν το άγαλμα του Χριστού με την καρδιά, αλλά και διάφορες Άγιες εικόνες που είναι τοποθετημένες στους τοίχους. Οι περισσότερες χρονολογούνται στο 17ο αιώνα. Χαρακτηριστικές είναι οι απεικονίσεις της μοναχής Αγίας Μαρίας Μαργαρίτας Αλακόκ που οραματίστηκε την Καρδιά του Ιησού και του Κλαύδιου Λακολομπιέρ στον οποίο αφηγήθηκε το όραμά της για να διαδώσει αυτή την πίστη. Νεότερα εικονίσματα ζωγραφισμένα σε μάρμαρο είναι αυτά της Παναγίας, της Αγίας Θηρεσίας, του Αγίου Ιωσήφ και του Αγίου Ιγνάτιου, ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών.
Το κωδωνοστάσιο έχει ύψος 11 μέτρα. Ανατολικά των ναών έχουν κτιστεί ευρύχωρες αίθουσες, μαγειρεία, αποθήκες, γραφεία και λοιποί βοηθητικοί χώροι. Επίσης, λειτουργεί γραφικό καφενείο, μικρή βιβλιοθήκη με εκκλησιαστικά και ταξιδιωτικά βιβλία, καθώς και έκθεση έργων τέχνης. Το δυτικό ορθογώνιο τμήμα του συγκροτήματος είναι κτισμένο λίγο υψηλότερα και περιλαμβάνει τετράγωνη αυλή, διαστάσεων 20 Χ 20 μέτρων. Εδώ έχουν οικοδομηθεί ξενώνες, δεξαμενή για το βρόχινο νερό χωρητικότητας 70 κ.μ. αλλά και σπήλαιο που είναι αφιερωμένο στην Παναγία της Λούρδης.
 
Ιστορία: Την περίοδο της ενετοκρατίας, στην πόλη του Εξωμβούργου υπήρχε μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στην Αγία Σοφία. Επίσης, εκεί διέμεναν οι πρώτοι Ιησουΐτες μοναχοί, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του φρουρίου από τους Τούρκους, ο Καθολικός Επίσκοπος παραχώρησε στους - πλέον άστεγους - καλόγερους τη μικρή εκκλησούλα της Αγίας Αικατερίνης, που βρίσκονταν έξω από τα όρια του κάστρου. Ωστόσο, οι ανάγκες των πιστών του Δυτικού δόγματος ήταν αδύνατον να καλυφθούν από το μικροσκοπικό ναό. Έτσι, οι Ιησουΐτες αποφάσισαν την ανοικοδόμηση μίας μεγαλύτερης εκκλησίας δίπλα από την υπάρχουσα. Συγκέντρωσαν οικονομική ενίσχυση από εράνους, προσφορές και δωρεές, ενώ πολλοί προσέφεραν προσωπική εργασία. Η αποπεράτωσή της ολοκληρώθηκε το 1725 και αφιερώθηκε στην Αγία Σοφία προς τιμή του κατεστραμμένου μητροπολιτικού ναού.
Οι Ιησουΐτες παρέμειναν στην περιοχή έως το 1837, οπότε και μεταφέρθηκαν στο χωριό Λουτρά. Όμως, το ενδιαφέρον τους για τη συγκεκριμένη εκκλησία, η οποία μάλιστα είχε υποστεί σημαντικές φθορές από την υγρασία και τους βοριάδες, δεν σταμάτησε. Το 1893, με πρωτοβουλία του π. Α. Δέστρου άρχισαν οι απαιτούμενες επισκευές. Οι Τήνιοι Καθολικοί και πάλι πρόσφεραν υλική και προσωπική βοήθεια. Δύο χρόνια αργότερα, οι επιδιορθώσεις ολοκληρώθηκαν, ο ναός μετονομάσθηκε σε Ιερά Καρδία του Ιησού και εγκαινιάστηκε στις 6 Απριλίου του 1895. Ωστόσο, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες γρήγορα επέφεραν νέες σοβαρές ζημιές στο κτίσμα.
Μία ακόμη πρόχειρη ανακαίνιση έγινε το 1941, με πρωτοβουλία του π. Δομένικου Βουτσίνου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, άρχισαν να τελούνται τακτικές και έκτακτες Θείες Λειτουργίες. Η ολοκληρωτική ανακαίνιση και η ανέγερση των επιπρόσθετων βοηθητικών κτιρίων, ώστε το Ιερό Προσκύνημα να πάρει τη σημερινή του μορφή, κράτησε σχεδόν 2,5 δεκαετίες και επιτεύχθηκαν με την ενίσχυση των ντόπιων, αλλά και τους εράνους που διενεργήθηκαν εκτός του νησιού. Ο ίδιος ιερέας ίδρυσε την αδελφότητα «Η οικογένεια του Εξωμβούργου», που έως σήμερα φροντίζει τις εγκαταστάσεις.
Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ


Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, στο χώρο όπου σήμερα υψώνεται ο Ιερός Ναός Ευαγγελιστρίας Τήνου, κατά την αρχαιότητα υπήρχε το θέατρο της πόλης, το οποίο ήταν αφιερωμένο στο Διόνυσο. Στη βυζαντινή εποχή, στο ίδιο σημείο κτίστηκε εκκλησία προς τιμή του Αγίου Ιωάννη. Εκεί φιλοξενούνταν και η θαυματουργή εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το εξωκλήσι καταστράφηκε ολοσχερώς σε μία από τις επιδρομές των κουρσάρων. Το κτίσμα κάηκε και το εικόνισμα πλακώθηκε κάτω από τα χαλάσματα και τα χώματα των γύρω χωραφιών. Εκεί παρέμεινε θαμμένο για αρκετές δεκαετίες.

Ο Ιερός Ναός που αφιερώθηκε στη Μεγαλόχαρη ανοικοδομήθηκε σε αυτό το σημείο όταν ξανάρθε στο φως η θαυματουργή εικόνα. Είχε προηγηθεί το ξακουστό όραμα της Αγίας Πελαγίας (9 Ιουλίου 1822). Στις ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν το φθινόπωρο του 1822, βρέθηκαν τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας και ένα ξερό πηγάδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823 τελέστηκε αγιασμός στο χώρο, κατά τη διάρκεια του οποίου το ξεροπήγαδο άρχισε ξαφνικά να αναβλύζει νερό. Το γεγονός θεωρήθηκε θαύμα. Έτσι αποφασίστηκε η ανέγερση μίας μικρής εκκλησίας. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, το εκκλησάκι είχε κτιστεί και καθώς η εικόνα δεν είχε βρεθεί ακόμη αφιερώθηκε στη Ζωοδόχο Πηγή, εξαιτίας του νερού που κύλησε από το πηγάδι την ημέρα του αγιασμού. Όμως οι προσπάθειες συνεχίστηκαν, ώσπου στις 30 Ιανουαρίου (γιορτή των Τριών Ιεραρχών) του 1823, εμφανίστηκε μέσα από τα χώματα το εικόνισμα, γεμίζοντας αισιοδοξία τις καρδιές του ήδη επαναστατημένου Ελληνικού λαού κατά των Τούρκων.

Το περιστατικό διαδόθηκε αστραπιαία σε κάθε γωνία της Ελλάδας. Οι πιστοί έσπευσαν να στείλουν οικονομική ενίσχυση για τη δημιουργία ενός μεγάλου ναού, αντάξιου της ευγνωμοσύνης τους προς την Παναγία. Εξάλλου, οι νίκες στα πεδία της μάχης έκαναν το όνειρο της απελευθέρωσης κάθε μέρα και πιο εφικτό. Με αυτές τις εισφορές, την ακούραστη δραστηριότητα των κτητόρων και τον ακατάπαυστο μόχθο των Τηνίων, το 1831, αποπερατώθηκε το επάνω κομμάτι του μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος. Τα σχέδια ήταν του εμπειρικού αρχιτέκτονα της εποχής Ευστρατίου Καλονάρη, πρόσφυγα από τη Σμύρνη. Η ολοκλήρωση του έργου θεωρήθηκε ως το πρώτο αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο του απελευθερωμένου Ελληνικού έθνους.
Από τότε, κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου και στις 15 Αυγούστου, πιστοί από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του εξωτερικού έρχονται να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη, σε ένα μοναδικό κλίμα κατάνυξης. Αρχιερατική λειτουργία και πανηγυρικός εορτασμός τελείται και στις 30 Ιανουαρίου (επέτειος της εύρεσης της εικόνας) στο θολωτό παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, που βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό ναό.
ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr/gr_version/religion.htm.
.Συνεχίζεται





ΤΗΝΟΣ!!!![Μέρος Β΄]..ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΑ

Αρχαιολογικοί θησαυροί κάθε εποχής, ξεκινώντας από τη νεολιθική, έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σημεία του νησιού. Ενδεικτικά αναφέρονται το ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στα Κιόνια, το τοίχος της παλαιάς πόλης κ.ά. Σήμερα υπάρχουν ενδείξεις πως περισσότερες από 50 επιπρόσθετες τοποθεσίες της Τήνου παρουσιάζουν τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Το ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης: Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους τόπους λατρείας των Αρχαίων Ελλήνων, ο οποίος λειτουργούσε από τον 3ο π.Χ. έως και τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Το ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, των συζύγων θεών της θάλασσας και μεγάλων γιατρών, βρίσκεται περίπου 2,5 χλμ. δυτικά της Χώρας, στην περιοχή Κιόνια. Το τοπωνύμιο αποτέλεσε έναυσμα για δύο Βέλγους αρχαιολόγους, τους Demoulin και Graindor, να πραγματοποιήσουν ανασκαφές στην περιοχή στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι ήρθαν στο φως τα τμήματα του μεγάλου περίστυλου ναού, διαστάσεων 21Χ16 μέτρων. Σε αυτά συγκαταλέγονται το ιερό, τα προπύλαια, ο βωμός, τα υδραγωγεία, τα λουτρά, αλλά και αρκετά αντικείμενα, τα περισσότερα από τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού.
Η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης του ναού δεν έχει μέχρι στιγμής εξακριβωθεί. Ωστόσο πιθανολογείται πως κατασκευάστηκε στο τέλος της αρχαϊκής εποχής. Ο γεωγράφος Στράβωνας (1ος αιώνας π.Χ.) περιγράφει το χώρο, αναφέροντας πως βρίσκονταν έξω από την (παλιά - βόρεια της σημερινής) πόλη της Τήνου, μέσα σε άλσος και περιλάμβανε μεγάλα εστιατόρια. Πολυπληθείς ομάδες προσκυνητών έφταναν από τα γειτονικά νησιά για να γιορτάσουν τα Ποσειδώνια ή Ποσίδεια, που διοργανώνονταν τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο. Η Τήνος, χάρη στη λατρεία του Ποσειδώνα, εξελίχθηκε σε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, αντίστοιχο με εκείνο της Δήλου, το οποίο αναπτύχθηκε την ίδια εποχή και αφιερώθηκε στον Απόλλωνα.
Στην περιοχή δυτικά του ιερού έχουν βρεθεί λιγοστά ίχνη προϊστορικής κατοίκησης, χωρίς ωστόσο να προκύπτει καμία συνέχεια έως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., όποτε και εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις λατρείας στο χώρο.
Εκείνη την εποχή, η κυριαρχία των Κυκλάδων περνάει στους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με βασικότερους τους βασιλικούς οίκους των Αντιγονιδών και των Λαγιδών και οργανώνονται οικοδομικά προγράμματα, στα οποία - κατά πάσα πιθανότητα - εντάχθηκε και το ιερό του Ποσειδώνα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα μνημειώδη κτίρια στα Κιόνια. Τον 3ο αιώνα π.Χ. γίνεται ανακατασκευή και επέκταση του ιερού. Παράλληλα, καθιερώνεται και η λατρεία της Αμφιτρίτης. Η φήμη του ναού εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα, την κάτω Ιταλία, τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Αφρικής. Ορισμένες μάλιστα πόλεις αναγνωρίζουν στο χώρο, το δικαίωμα του απαραβίαστου ασύλου.
Για τη διακόσμηση του ναού προσκλήθηκαν γλύπτες από διάφορα μέρη, όπως ο Αγασίας από την Έφεσο και ο Μακεδόνας Ανδρόνικος από την Κύρρο, ο οποίος κατασκεύασε το περίφημο μαρμάρινο ηλιακό ρολόι. Το σύμπλεγμα των δύο θεών φιλοτεχνήθηκε από τον Τελεσίνο τον Αθηναίο και σύμφωνα με τον Φιλόχωρο ήταν 9 πήχες (περίπου 4 μέτρα). Η κατασκευή της μεγάλης στοάς και του μνημειώδη βωμού συμπίπτει με τη μεγάλη οικονομική άνθηση των Κυκλάδων (τέλος 2ου αιώνα π.Χ.), τότε που η Δήλος γίνεται ελεύθερο λιμάνι
Το απόγειο της ακμής του ναού παρουσιάζεται την περίοδο 200 έως και 146 π.Χ. Ακολούθως η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δυσκολεύεται να προστατέψει αποτελεσματικά το ιερό από τις συνεχείς πειρατικές λεηλασίες, αλλά και τις επιδρομές των Ερούλων. Έτσι, ύστερα από έξι αιώνες ιστορίας και μιας παρατεταμένης περιόδου παρακμής, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., ο ναός ερημώνει. Ένας κεραμικός κλίβανος στήνεται προσωρινά πάνω από τα ερείπια των θερμών και πλέον το χώρο επισκέπτονται μόνο όσοι αναζητούσαν έτοιμο οικοδομικό υλικό. Οι χριστιανοί μετατρέπουν ένα τμήμα του ναού σε εκκλησία, την οποία αργότερα εγκατέλειψαν.
Το Κάστρο του Εξωμβούργου: Ο απόκρημνος λόφος του Εξωμβούργου είναι άρρηκτα δεμένος με την ιστορία του νησιού. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, από το 1000 π.Χ., στην κορυφή του υπήρχε Ακρόπολη. Τον 6ο αιώνα π.Χ. στη νότια και δυτική πλευρά του κτίστηκε κυκλώπειο τείχος, το οποίο οχύρωσε έναν όχι ιδιαίτερα μεγάλο οικισμό, ωστόσο άρτια οργανωμένο, καθώς διέθετε ακόμη και εργαστήριο μεταλλουργίας. Από τις ανασκαφές του καθηγητή Νίκου Κοντολέωντα, το 1950, προκύπτει πως η περιοχή κατοικήθηκε με διαλείμματα και τα μεταγενέστερα χρόνια (γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή). Επιπρόσθετα, έχουν βρεθεί τα ερείπια ναού, αφιερωμένου στη θεά της βλάστησης και των φυτών, Δήμητρα, που ανάγεται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Το Θεσμοφόρειο αποτελείται από σειρά δωματίων γύρω από τον κεντρικό ναό.
Την κλασική περίοδο, η ίδρυση της παραθαλάσσιας πόλης του Αγίου Νικολάου αποτέλεσε πιθανότατα την αιτία που ο οικισμός εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, οι συχνές πειρατικές επιδρομές ανάγκασαν τον πληθυσμό να επανιδρύσει την παλιά πρωτεύουσα στις προστατευμένες πλαγιές του απρόσβλητου βράχου.
Τα οχυρωματικά έργα επεκτάθηκαν την περίοδο που το νησί παραχωρήθηκε στην οικογένεια Γκύζη (1207-1390). Κατά την ενετοκρατία (1390-1715), το Κάστρο είχε μετατραπεί σε ένα απόρθητο φρούριο, μέσα στο οποίο υπήρχαν πάνω από 650 σπίτια, 7 εκκλησίες και αρκετοί βοηθητικοί χώροι, όπως αποθήκες, δεξαμενές νερού κ.ο.κ. Εδώ διέμεναν σχεδόν στο σύνολό τους οι άνθρωποι της διοίκησης, οι άρχοντες, οι στρατιωτικοί και οι παπάδες. Στην κορυφή του αρχικά βρίσκονταν η κατοικία των Γκύζηδων, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε πολεμικό άντρο, όπου τοποθετήθηκαν τα κανόνια.
Στο σημείο αυτό αναγέρθηκε εκκλησία προς τιμή της Αγίας Ελένης, από την οποία το Κάστρο πήρε το όνομά του. Έξω από τα όριά του υπήρχαν ακόμη 100 κτίσματα, τα οποία αποτελούσαν τα σπίτια και τα μαγαζιά των γεωργών.
Το φρούριο δέχτηκε πάρα πολλές επιθέσεις από Σαρακηνούς, Τούρκους και άλλους πειρατές, τις οποίες απέτρεψε επιτυχώς. Ωστόσο η καθοριστική άλωσή του επιτεύχθηκε από τον Τζανούμ Χότζα, στις 5 Ιουνίου 1715. Το φρούριο έπεσε μέσα σε τρεις μόλις ημέρες πολιορκίας, μετά την προδοσία του Μπάλμπι και ύστερα από 500 ολόκληρα χρόνια σθεναρής αντίστασης. Η τουρκική μανία είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του. Οι πιο φτωχοί κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή έξω από το κάστρο, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στα διάφορα χωριά. Οι έμποροι επέστρεψαν στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου.
Ο οικισμός του Εξωμβούργου διατηρήθηκε έως τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες (πολλή υγρασία, δυνατοί βοριάδες κλπ.) έκαναν τη διαβίωση ιδιαίτερα δύσκολη, με αποτέλεσμα η περιοχή να εγκαταλειφθεί οριστικά. Σήμερα, ελάχιστα είναι τα ερείπια που διασώζονται από τον παλιό οικισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται τα απομεινάρια του πρώτου καθεδρικού Καθολικού ναού, του Επισκοπικού μεγάρου, ενετικών κατοικιών κ.ά. Όσον αφορά στην ονομασία Εξώμβουργο (Ξώμβουργο), προέρχεται από την ιταλική λέξη Soborgo, η οποία σημαίνει προάστιο - χωριό έξω από το κάστρο.
Στις ημέρες μας, ένα παλιό και πετρόκτιστο μονοπάτι λίγων μέτρων οδηγεί στην κορυφή του λόφου, όπου έχει τοποθετηθεί ένας τεράστιος μαρμάρινος σταυρός. Η εγκατάστασή του έγινε στις 4 Νοεμβρίου 1900, στο σημείο όπου παλαιότερα ορθώνονταν το εκκλησάκι της Αγίας Ελένης. Η θέα είναι μοναδική. Η ματιά περιστρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Τις ημέρες με καθαρή ατμόσφαιρα, ένας ζωντανός - ανάγλυφος χάρτης των γειτονικών Κυκλαδίτικων νησιών (Σύρος, Μύκονος, Δήλος, Πάρος, Νάξος, Σίφνος, Ίος, ακόμη και Ικαρία) απλώνεται ολόγυρα. Τη νύχτα, ο σταυρός φωτίζεται, σηματοδοτώντας την κορυφή του πιο επιβλητικού λόφου.
Το τείχος της Παλιάς Πόλης: Από τις ανασκαφές του καθηγητή Νίκου Κοντολέωντα προκύπτει πως υπήρχε περιτειχισμένη αρχαία πολιτεία, η οποία ξεκινούσε από τους νότιους και νοτιοδυτικούς πρόποδες του Εξωμβούργου, έφτανε στις αγροτικές περιφέρειες του Τριπόταμου και της Ξυνάρας, στην πίσω πλευρά του σημερινού Ιερού Ναού της Παναγίας και στο παλιό δρόμο Κτικάδου - Τριπόταμου. Εκεί πιθανότητα διέμενε μία από τις 12 αυτόνομες φυλές του νησιού. Το τείχος, που είναι εύκολα προσπελάσιμο για μήκος άνω των 1.500 μέτρων, είναι κτισμένο σε αιγαιοπελαγίτικο ρυθμό, ενώ στη βορινή του πλευρά διατηρούνται τα χαλάσματα τριών πύργων. Σε δύο σημεία του, παλαιότερα, γεωργοί κατασκεύασαν στάβλους, χρησιμοποιώντας ως μέρος των κτισμάτων τα ερείπια του αρχαίου τείχους, γεγονός που βοήθησε στην άριστη συντήρηση αυτών των τμημάτων.
Η Αρχαία Πόλη του Βρυοκάστρου: Στον ιστορικό λόφο του Βρυοκάστρου έχουν βρεθεί τα ερείπια του τοίχους που περιέβαλε, κατά πάσα πιθανότητα, τον αρχαιότερο οικισμό του νησιού. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η οχύρωση έγινε περίπου το 16ο αιώνα π.Χ., στην αρχή της ύστερης εποχής του Χαλκού. Η τοποθεσία επιλέχθηκε, διότι αποτελούσε σημείο ελέγχου των θαλάσσιων διαδρομών προς τις Κεντρικές Κυκλάδες και την Κρήτη. Επίσης, καθώς βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, οι κάτοικοι του οικισμού είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν. Επιπρόσθετα, το έλος που υπάρχει έως και τις ημέρες μας, στους πρόποδες του λόφου, περιβάλλονταν από δάσος, γεγονός που ευνοούσε το κυνήγι.
Άλλες Περιοχές: Η ευρύτερη περιοχή γύρω από την Ιερά Μονή της Κυρά Ξένης θεωρείται μία από τις αρχαιότερες του νησιού. Ενδείξεις και ευρήματα ανάγονται στην προϊστορική εποχή, ενώ από τις ανασκαφές του Καθηγητή Αρχαιολογίας, Γεωργίου Δεσποίνη, ήρθε στο φως ένας θολωτός μυκηναϊκός τάφος, καθώς και ένας τάφος των γεωμετρικών χρόνων. Μία επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ., από την περιοχή της Ευαγγελίστριας του Γραμματικού, η οποία αναφέρει ένα Ιερό της Γης, επιβεβαιώνει την ύπαρξη οικισμού τουλάχιστον από τα ρωμαϊκά έτη.
Στις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις συγκαταλέγονται οι γεωμετρικοί τάφοι της Καρδιανής και του Κτικάδου. Σπουδαία ευρήματα έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σημεία του νησιού, όπως στο Σπήλαιο των Γαστριών, στης Κόρης τον Πύργο, στην περιοχή Σμόβολο κ.ά. Επίσης, τα ερείπια πύργου ελληνιστικής εποχής βρίσκεται στο χωριό Πύργος.

ΣΠΗΛΑΙΑ
Στην Τήνο επικρατούν οι σχιστόλιθοι, ενώ ασβεστόλιθοι υπάρχουν μόνο στη μεταμορφωμένη μορφή των μαρμάρων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το γεωλόγο και ιστορικό Ν. Μελιδώνη, σχεδόν το 70% του νησιού αποτελείται από σχιστόλιθο διαφόρων μορφών, όπως πράσινους, φυλλίτες, χαλαζίτες, πυριτιομάρμαρα και ταλκικούς ή χλωρικούς σχιστόλιθους. Επιπλέον υπάρχουν γνεύσιοι, μάρμαρα, γνευσιακοί και μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι και άλλες μεταμορφωμένες μορφές σχιστοποιημένες ή όχι. Έτσι στην Τήνο παράγονται δομικά στοιχεία (μάρμαρα, σχιστόλιθοι, γνεύσιοι), πλάκες (σχιστόλιθοι και φυλλίτες - η γνωστή Τηνιακή πέτρα), βιομηχανικά ορυκτά (τάλκης) και υλικό μαρμαροτεχνίας και γλυπτικής (μάρμαρο).
Επίσης στο νησί υπάρχουν μαγματικά πετρώματα που διακρίνονται σε συνιζηματογενείς ή συντεκτονικούς σχηματισμούς όπως σερπεντινίτες, οφειτασβεστίτες (τα Τηνιακά πράσινα μάρμαρα), γάββροι και γρανοδιορίτες, καθώς και σε υστεροτεκτονικούς σχηματισμούς (γρανίτες) και πιο συγκεκριμένα στο γρανίτη της Βολάξ. Ο τελευταίος αποτελεί φυσικό μνημείο διεθνούς επιστημονικού ενδιαφέροντος και ιδιαίτερου κάλλους. Το γεγονός αυτό στηρίζεται τόσο στη σφαιρική αποσάθρωση που εμφανίζει και μάλιστα σε πολύ μεγάλη έκταση, όσο και στις κοιλότητες οι οποίες προέρχονται από χημική και κυρίως αιολική αποσάθρωση.
Επιπρόσθετα, στην Τήνο συναντάμε σύγχρονα ιζήματα, τα οποία είναι προϊόντα της διάβρωσης και αποσάθρωσης των άλλων γεωλογικών σχηματισμών. Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο «πώρο του Αιγαίου», το οποίο είναι εντονότερο στην περιοχή της Καρδιανής. Εκεί, πάνω σε μία στροφή του δρόμου βρίσκεται και ένας λαξεμένος από το βοριά και την αλμύρα βράχος, που εντυπωσιάζει τους περαστικούς. Το σχήμα του θυμίζει κοχύλι και αποτελεί γεωλογικό μνημείο. Η πινακίδα που έχει τοποθετηθεί μπροστά του αναφέρει χαρακτηριστικά: «γεωλογική αποσάθρωση σε σχιστόλιθο, μορφή tafoni και alveole».
Το λευκό και πράσινο μάρμαρο που παράγει το νησί είναι διάσημο σε ολόκληρο των κόσμο. Ακόμη υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίου, μόλυβδος, σιδηρούχα και μαγγανιούχα μεταλλεύματα κ.ά
Στην Τήνο, μέχρι στιγμής, έχουν βρεθεί αρκετά σπήλαια, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν σημαντικό γεωλογικό, ιστορικό και εντομολογικό ενδιαφέρον. Η πιο πρόσφατη ανακάλυψη είναι ένα σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, που ήρθε στο φως τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών για τη διάνοιξη του δημόσιου δρόμου στον Τριαντάρο. Ωστόσο, παρόλο που από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια, μόνο η είσοδός του έχει διανοιχτεί. Επισημαίνεται ακόμη πως κανένα από τα σπήλαια του νησιού δεν διαθέτει τις απαιτούμενες υποδομές για τουριστικές επισκέψεις. Έτσι όσοι επιθυμούν να τα εξερευνήσουν, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Σπήλαιο των Γαστριών: Βρίσκεται δυτικά των Κιονίων, στην Πλατειά Άμμο. Το σπήλαιο αυτό, μήκους 50 μέτρων, παρουσιάζει εξαιρετικό γεωλογικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Η είσοδός του σχηματίζεται ανάμεσα στα παραθαλάσσια βράχια του ομώνυμου ακρωτηρίου, ενώ το εσωτερικό του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Ένα ιδιόμορφο ημικυκλικό κτίσμα αποζημιώνει τους τολμηρούς επισκέπτες του. Μικροί θόλοι στολίζουν το διάδρομο της εισόδου, του οποίου οι διακλαδώσεις οδηγούν στο άνοιγμα ενός μεγάλου θαλάμου. Σε όλα τα τοιχώματα του σπηλαίου υπάρχουν αμέτρητες επιγραφές, οι περισσότερες από τις οποίες, αν και διαφορετικών εποχών, είναι ανορθόγραφες. Ωστόσο, από αυτές προκύπτει πως κατά τη βυζαντινή περίοδο και την ενετοκρατία, εκεί βρίσκονταν πιθανότατα ναός αφιερωμένος στον Άγιο Στέφανο. Επιπρόσθετα, το σπήλαιο αποτελούσε κρησφύγετο για τους κυνηγημένους χριστιανούς κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους. Στη μεγάλη αίθουσά του ορθώνεται μία πέτρινη Αγία Τράπεζα, ενώ γενικότερα ο χώρος έχει σταλακτίτες και είναι καλυμμένος με κρυσταλλώδη ασβεστόλιθο. Σύμφωνα με ενδείξεις, στην περιοχή, κατά την αρχαιότητα, υπήρχαν αργιλικές αποθέσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κεραμικών σκευών. Πιθανολογείται ακόμη ότι σήραγγα που ξεκινάει από το εσωτερικό του σπηλαίου και φτάνει έως το Εξώμβουργο, χρησιμοποιούνταν τα παλαιότερα χρόνια ως δίοδος διαφυγής των πολιορκημένων του Κάστρου.
Μυγοσπηλιά ή Καμένη Σπηλιά: Βρίσκεται 6 χλμ. βορειοδυτικά του χωριού Αετοφωλιά, 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εκεί όπου υψώνεται ο ορεινός γρανιτένιος όγκος Καστέλα - Καλανίστα. Παρουσιάζει έντονο ιστορικό, γεωλογικό και εντομολογικό ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά δεν προσφέρεται για εξερεύνηση από ερασιτέχνες. Έχει δύο εισόδους. Η πρώτη είναι πλατιά και ανοίγεται στο επάνω μέρος της σπηλιάς, ενώ η δεύτερη είναι στενή και σε αρκετά πιο χαμηλό σημείο. Το βάθος της φτάνει περίπου τα 55 μέτρα. Στο εσωτερικό της μπορεί να μπει κανείς μόνο έρποντας. Ωστόσο, το θέαμα είναι αποκρουστικό, καθώς υπάρχουν πολλά οστά από γυναικόπαιδα κυρίως, σμήνη από ένα είδος πράσινης, μικροσκοπικής μύγας και άπειρα μυρμήγκια. Πιθανολογείται πως τα λείψανα ανήκουν σε ανθρώπους που ζούσαν κρυμμένοι στη σπηλιά την εποχή της επανάστασης κατά των Τούρκων για να σωθούν από τη μανία τους. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το μάλλινο κουβάρι μίας γυναίκας που έπλεκε έφυγε από το χέρι της και κύλησε κάτω από τα βράχια. Οι εισβολείς το βρήκαν, το ακολούθησαν και ανακάλυψαν το κρησφύγετό τους. Για να τους τιμωρήσουν, τους σκότωσαν και έκαψαν τη σπηλιά.
Δρακόλακας: Βρίσκεται 4 χλμ. ανατολικά της Πλακιάς και 1 χλμ. νότια του κόλπου Βαθύ. Η είσοδός του είναι μία βραχώδης και κατηφορική διάβαση, που μετά από λίγα μέτρα, οδηγεί σε έναν ευρύχωρο θάλαμο. Το σπήλαιο καταλήγει σε ένα λάκκο.
Σπήλαιο του Βρυόκαστρου (ή Βρέκαστρου): Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του ομώνυμου λόφου, 3 χλμ. ανατολικά από την πόλη της Τήνου. Έχει βάθος 5 μέτρα και ουσιαστικά είναι παράκτιο και υποθαλάσσιο. Έτσι η πρόσβαση είναι εφικτή με βάρκα ή μικρό φουσκωτό.
Σπήλαιο των Βουλισμένων: Βρίσκεται 1 χλμ. νότια της Φανερωμένης, εκεί όπου καταλήγει ο Τσικνιάς στη θάλασσα. Το δάπεδό του είναι βραχώδες, ενώ στο εσωτερικό του συνήθως φωλιάζουν αγριοπερίστερα. Πιθανολογείται πως το σπήλαιο επικοινωνεί με την κορυφή του βουνού.
Σπήλαιο της Κιθάρας: Βρίσκεται 3 χλμ. βορειότερα από το σπήλαιο των Βουλισμένων. Έχει βάθος 6 μέτρα περίπου, ενώ το θαλασσινό νερό εισχωρεί σε όλο το μήκος και το πλάτος του. Πιστεύεται ότι επικοινωνεί μέσω βαράθρου με την κορυφή του Τσικνιά. Συχνά αποτελεί φωλιά για τα αγριοπερίστερα.
Σπήλαιο Φουρνακίων: Βρίσκεται στον ομώνυμο κόλπο, ανάμεσα στα ακρωτήρια Παπάργυρος και Αξαχωπός. Η θάλασσα εισχωρεί σε όλο το μήκος του, που φτάνει τα 6 μέτρα. Εκεί υπάρχει και μία πηγή με γλυκό νερό.
Σπηλιές: Βρίσκονται 1 χλμ. δυτικά του κόλπου της Λιβάδας, ανάμεσα στα ακρωτήρια Φέρο Κρημνό και Διασφάη. Η διάβρωση των κυμάτων έχει σχηματίσει πέντε συνεχόμενα σπήλαια. Τα δύο μεγαλύτερα έχουν μήκος 40 και 20 μέτρα αντίστοιχα, ενώ η πρόσβαση είναι εφικτή μόνο με σκάφος. Σε μία από τις σπηλιές υπάρχει πηγή με γλυκό νερό.
Κρούφτρες: Βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού Φλάμπουρο, βόρεια του Φαλατάδου. Η πρόσβαση στην είσοδο του σπηλαίου, αλλά και η περιήγηση στο εσωτερικό του απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι αρκετά δύσβατο και απότομο.
Μπουρούνια: Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ομώνυμου ακρωτηρίου. Το μήκος του φτάνει τα 15 μέτρα και η πρόσβαση σε αυτό είναι εφικτή μόνο με σκάφος.
Κουφαγρέλι: Βρίσκεται περίπου 3 ναυτικά μίλια δυτικά του Πανόρμου, ανάμεσα στα ακρωτήρια Παριανού και Δόρδιας. Εκεί σχηματίζεται ένας μικρός όρμος. Στο βάθος του είναι το σπήλαιο, μήκους 6 μέτρων. Η πρόσβαση είναι εφικτή μόνο με σκάφος.
Σπήλαιο Πανόρμου: Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του κόλπου του Πανόρμου, κοντά στο μικρό ακρωτήρι Καμάρα. Ανακαλύφθηκε το 1854, μέσα σε ένα λατομείο μαρμάρου. Αποτελείται από δύο θαλάμους, με αξιόλογη διακόσμηση σταλακτιτών και σταλαγμιτών.
 Σπήλαιο Καμάρας: Βρίσκεται σχεδόν δίπλα στο σπήλαιο Πανόρμου. Έχει μήκος 4 μέτρα και η πρόσβαση είναι εφικτή με σκάφος.
πηγή http://www.tinosisland.gr  Συνεχίζεται...