ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

 
 
Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα.. για τον Σέξτο Εμπειρικό. Δεν ξέρουμε πότε γεννήθηκε, ούτε πότε πέθανε αυτός ο κωδικοποιητής του Ελληνικού σκεπτικισμού. Δεν ξέρουμε που έζησε, ούτε που μαθήτευσε, ούτε καν αν ήταν Έλληνας ή βάρβαρος.
Φαίνεται πως ήταν γιατρός, επικεφαλής κάποιας φιλοσοφικής σχολής. Οι περισσότεροι μελετητές τον τοποθετούν στο 2ο μ.χ αιώνα. Πρόκειται για εικασίες.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο Σέξτος Εμπειρικός συνέγραψε τα έργα «πυρρώνειες υποτυπώσεις» και «προς λογικούς». Τα βιβλία αυτά , μαζί με αρκετά ακόμα που του αποδίδονται συνήθως, συγκεντρώνουν διακοσίων χρόνων σκεπτικιστικά επιχειρήματα. Καθώς ο Σέξτος ήθελε να αντικρούσει τους δογματικούς της εποχής του, περιγράφει υπομονετικά τα δόγματα του Αριστοτέλη , του Διόδωρου Κρόνου, των στωικών και πολλών άλλων. Ο Σέξτος καταγράφει φιλοσοφικές θέσεις με μοναδικό σκοπό να τις υπονομεύσει. Η ειρωνεία είναι ότι , τοπογραφώντας κτίσματα που προορίζονται για κατεδάφιση, ο Σέξτος είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη διατήρηση τους. Όπως γινόταν και με τον άλλο ακούσιο ιστορικό της αρχαίας φιλοσοφίας , τον Διογένη Λαέρτιο , τα έργα του Σέξτου κυκλοφορούσαν ευρέως και μονίμως, επειδή είχε μια κλίση στα παράδοξα
Ο Σέξτος μας αφήνει στην αβεβαιότητα σχετικά με το συγκεκριμένο κλάδο σκεπτικισμού που ενστερνιζόταν. Ερμηνεύεται επί μακρόν ως υπέρμαχος της αναστολής της κρίσης σε όλα τα θέματα. Οι αρχαίοι γνώριζαν ότι οι πυρρωνιστές εμπνέονταν από τον Πύρρωνα Τον Ηλείο. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πύρρωνας διδάχτηκε τη φιλοσοφία του στην Ινδία. Ο Πύρρωνας θα μπορούσε να είχε επισκεφθεί την Ινδία ακολουθώντας την εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου. Οι μελετητές έχουν επισημάνει αρκετά γνωρίσματα της πυρρώνειας φιλοσοφίας που μοιάζουν ξένα στην ελληνική φιλοσοφία και που ήταν εγγενή στην ινδική φιλοσοφία. Ο Διογένης αναφέρει επίσης ότι, εφόσον ο Πύρρωνας δεν εμπιστευόταν καμία πεποίθηση περισσότερο από κάποια άλλη, ‘έβγαινε από το δρόμο του για το τίποτα χωρίς να παίρνει προφυλάξεις, αλλά αντιμετωπίζοντας όλους τους κινδύνους όπως έρχονταν, είτε ήταν κάρα είτε γκρεμοί, σκυλιά ή οτιδήποτε άλλο» . Mολαταύτα, ο Πύρρωνας κατάφερε να φτάσει τα ενενήντα , χάρη στους πολλούς μαθητές και φίλους που «συνήθιζαν να τον ακολουθούν από κοντά»
Ο θεραπευτικός πυρρωνισμός
Ο Σέξτος αντιμετωπίζει τη φιλοσοφία ως ένα είδος ψυχικής διαταραχής που μπορεί να την απαλύνει ο διάλογος. Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι γιατροί, ο Σέξτος παρουσιάζει τη θεραπεία του ως τελείως τυχαία ανακάλυψη. Όπως κι άλλοι αναζητητές της αλήθειας, ο σκεπτικιστής ξεκίνησε ως δογματικός που απογοητεύτηκε από την αποτυχία του να επιλύσει τα παράδοξα. Αποκαμωμένος , περιέπεσε σε μια κατάσταση αναστολής της κρίσης. Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η αμφιβολία τον απάλλαξε από την αγωνία που είχε ελπίσει να διώξει με την ανακάλυψη της αλήθειας. Ο Σέξτος θυμάται την ιστορία του Απελλή, ο οποίος προσπαθούσε να ζωγραφίσει τους αφρούς που βγάζει το άλογο από το στόμα του. Αυτός ο διάσημος ζωγράφος χρησιμοποιούσε ένα σπόγγο για να καθαρίζει το χρώμα που άφηναν στον πίνακα οι αποτυχημένες του προσπάθειες. Ο Απελλής ένιωσε τόσο απογοητευμένος ώστε εκσφενδόνισε το σπόγγο στον πίνακα. Προς μεγάλη του έκπληξη, το σημάδι που άφησε ο σπόγγος απεικόνιζε παραστατικά τους αφρούς του αλόγου. Ομοίως , ο σκεπτικιστής σκόνταψε άθελά του σε μια λύση των προβλημάτων που τον στεναχωρούσαν. Ο πυρρωνισμός εδραιώνει αυτή την τυφλή τύχη.
Η βασική στρατηγική του Σέξτου είναι να αντιμετωπίζει την ασυνέπεια μάλλον ως καθησυχαστικό σύμμαχο παρά ως αντίπαλο. Όταν διαπιστώνετε ότι αρχίζετε να σχηματίζετε γνώμη για ένα θέμα, προσπαθήστε να σκεφτείτε αντίθετα επιχειρήματα. Καθώς τα υπέρ και τα κατά αντισταθμίζονται, επέρχεται η γαλήνη του νου.
Αυτή η μέθοδος της ισοδυναμίας πρέπει να κατανοηθεί ψυχολογικά. Θα ήταν δογματικό να θεωρήσει κανείς ότι ένα επιχείρημα είναι εξίσου αδιάσειστο με ένα άλλο. Ο σκοπός του Σέξτου είναι να εξισορροπήσει τη δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων, όχι τα πραγματικά πλεονεκτήματα τους. Μετρά τη δύναμη της πειθούς παθητικά , παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο το επιχείρημα επενεργεί στο υπό συζήτηση θέμα. Σε ατομικό επίπεδο, είναι δύσκολο να διαχωρίσετε τη γνώμη σας για το αδιάσειστο του επιχειρήματος από την αντικειμενική λογική του δύναμη. Η αυτοθεραπεία δεν σας προσφέρει ψυχική απόσταση. Αλλά όταν ο Σέξτος θεραπεύει άλλους, μπορεί ελεύθερα να προσαρμόσει τη λογοθεραπεία του στο συγκεκριμένο ασθενή. Ο σκεπτικιστής…….
Επιθυμεί να θεραπεύει με το λόγο, όσο καλύτερα μπορεί, την οίηση και την απερισκεψία των δογματικών. Έτσι όπως ακριβώς οι γιατροί που θεραπεύουν τις σωματικές αρρώστιες έχουν γιατρικά τα οποία διαφέρουν σε ισχύ, και εφαρμόζουν τα βαριά σ εκείνους που οι αρρώστιες τους είναι βαριές και τα ηπιότερα σε όσους έχουν προσβληθεί ήπια, έτσι και ο σκεπτικιστής εκθέτει επιχειρήματα που διαφέρουν σε ισχύ και χρησιμοποιεί εκείνα που έχουν βαρύτητα και είναι ικανά με την αυστηρότητα του να απαλλάξουν τον δογματικό από την αρρώστια του, την οίηση , σε περιπτώσει όπου η βλάβη οφείλεται σε βαριά κρίση απερισκεψίας. Eνώ χρησιμοποιεί τα ηπιότερα επιχειρήματα στην περίπτωση εκείνων στους οποίους η αρρώστια της οίησης είναι πολύ επιπόλαιη και εύκολο να θεραπευτεί, και τους οποίους είναι δυνατόν να επαναφέρει στην υγεία με ηπιότερες μεθόδους πειθούς. (πυρρώνειες υποτυπώσεις ΙΙΙ,280-81)
Ο Σέξτος ενδιαφέρεται μάλλον για το ποια είναι η επίδραση ενός επιχειρήματος παρά για το ποια οφείλει να είναι. Αφηγείται γαλήνια την εμπειρία του παραγωγικού συλλογισμού, όπως του διαιθυλαμιδίου του λυσεργικού οξέος (LSD) στις «εργαστηριακές σημειώσεις» του το 1943.

Η μέθοδος του Σέξτου να τιτλοδοτεί τα επιχειρήματα με αντεπιχειρήματα πρέπει να ασκείται επίπονα, περίπτωση την περίπτωση. Εξυπηρετικά, ο Σέξτος προετοιμάζει επίσης υποδείγματα επιχειρημάτων για κάθε σκοπό, τα οποία βοηθούν τον άρρωστο να υποστηρίξει άλλες θέσεις ώσπου να επιτευχθεί η ισοπαλία. Καθώς ο άρρωστος μετατρέπεται σε καρδαμωμένο διαλεκτικό, αφομοιώνει το μάθημα ότι «η λογική είναι μεγάλη κατεργάρα» και παύει να παίρνει τα φιλοσοφικά επιχειρήματα στα σοβαρά.
Ο Σέξτος δεν μπορεί να ισχυριστεί την θεραπευτική φιλοσοφία που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω. Όποιος ισχυρίζεται μια πρόταση υπαινίσσεται ότι γνωρίζει πως είναι αληθής. Επομένως ο Σέξτος περιορίζει αυστηρά τα φιλοσοφικά του σχόλια. Για να καλύψει τα περιστασιακά ολισθήματα, διανθίζει τα γραπτά του με καθολικές διαψεύσεις:
Γιατί, σε σχέση με όλες τις εκφράσεις των σκεπτικιστών, πρέπει να συλλάβουμε πρώτα το γεγονός ότι δεν διατυπώνουμε κανέναν θετικό ισχυρισμό που αφορά την απόλυτη αλήθεια τους , εφόσον λέμε ότι πιθανώς αντικρούουν οι ίδιες τον εαυτό τους, βλέποντας ότι οι ίδιες συμπεριλαμβάνονται στα πράγματα για τα οποία εκφράζουν την αμφιβολία τους, όπως ακριβώς τα καθαρτικά φάρμακα δεν εξαλείφουν απλώς τα υγρά από το σώμα, αλλά αποβάλλονται και τα ίδια με τα υγρά. (Πυρρώνειες υποτυπώσεις Ι.1206)
Ο Σέξτος συνιστά τον πυρρωνισμό μάλλον ως τρόπο ζωής παρά ως δόγμα.
Ο πυρρωνισμός διαφέρει από τον σκεπτικισμό που άκμασε αφότου ο Αρκεσίλαος ανέλαβε τα ηνία της πλατωνικής Ακαδημίας. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος αυτής της νέας ακαδημίας, ο Καρνεάδης, διατεινόταν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Οι στωικοί είχαν αντιτάξει ότι η αμφιβολία είναι παραλυτική. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε στη συνέχεια. Οι σκεπτικιστές της νέας Ακαδημίας αποκρίθηκαν ότι οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται βάσει των πιθανοτήτων (ποιοτικού χαρακτήρα, όχι του αριθμητικού είδος που εισήγαγαν ο Πασκάλ και ο Φερμά τον 17ο αιώνα).
Μερικές προτάσεις είναι περισσότερο δικαιολογημένες από άλλες. Πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες είναι μετριοπαθείς σκεπτικιστές αυτού του επιφυλακτικού είδους. Πιστεύουν στο αναπόφευκτο του ανθρώπινου σφάλματος και θεωρούν ότι μπορούμε να κάνουμε λάθος για τα πάντα. Με βάση ένα ελέγξιμο μείγμα παρατήρησης και θεωρίας, οι επιστήμονες αποδίδουν πιθανότητες στις υποθέσεις εργασίας. Καθώς εισέρχονται νέα στοιχεία , οι πιθανότητες αναθεωρούνται. Η επιστήμη είναι μια σχεδία που επισκευάζεται διαρκώς. Κανένα μέρος δεν είναι ουσιώδες. Η σχεδία επιπλέει χάρη στη διεργασία της αναθεώρησης.
Ο Σέξτος δεν παραδέχεται ότι οι ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές έχουν το δικαίωμα να ισχυρίζονται τη σαρωτική γενίκευση «η γνώση είναι αδύνατη». Μια απόδειξη ότι «δεν υπάρχει απόδειξη για το αν το χ είναι αληθές» τείνει να είναι πιο απαιτητική από την απόδειξη ενός τυπικού θεωρήματος. Για να αποδείξουμε ένα συμπέρασμα , χρειάζεται να βρούμε ένα και μόνο αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ του. Για να αποδείξουμε ότι το χ δεν μπορεί ούτε να αποδειχτεί ,ούτε να ανταποδειχτεί , πρέπει να αποδείξουμε την καθολική πρόταση ότι δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του χ ούτε επιχειρήματα υπέρ του όχι χ. Οι καθολικές προτάσεις επιβάλλουν ένα βαρύτερο φορτίο απόδειξης απ΄ότι οι επιμέρους προτάσεις. Συνεπώς ο ισχυρισμός «η γνώση είναι αδύνατη» αντικαθιστά απλώς το θετικό δογματισμό με τον αρνητικό δογματισμό.
Πιο ριζοσπαστικά , ο Σέξτος θεωρεί ότι είναι δογματικό να υποστηρίζουμε πως η πιθανότητα είναι ο οδηγός της ζωής. Για να αλλάξετε γνώμη βάσει των πιθανοτήτων, χρειάζεται να αποδώσετε κάποιες πιθανότητες πριν από οποιαδήποτε έρευνα. Αυτές οι προκαταβολικές πιθανότητες αποδίδονται χωρίς κάποια λογική. Τότε όμως αποδίδετε σε κάποιες πιθανότητες μεγαλύτερο κύρος απ΄ότι σε άλλες, χωρίς καμία βάση. Αυτή η μεροληψία είναι δογματική. Ο Σέξτος παρουσιάζεται ως ο ανοιχτόμυαλος ερευνητής που αρνείται να παραδεχτεί πως οποιαδήποτε πεποίθηση είναι πιθανότερη από οποιαδήποτε άλλη. Εφόσον δεν θέλει να δεσμευτεί σε καμία πρόταση, δεν θέλει να ισχυριστεί ότι στερούμαστε γνώσης. Γιατί , απ όσο ξέρουμε, ξέρουμε τόσα όσα μοιάζουμε να ξέρουμε.
Γενικά ο Σέξτος δεν αποζητά να μετατρέψει ένα αντίπαλο από πιστό σε άπιστο, εξάλλου αυτό είναι απλώς πίστη στην άρνηση. Απλά δεν θέλει ούτε να κερδίσει , ούτε να χάσει, θέλει μόνο να παίξει αρκετά καλά ώστε να δείξει την ματαιότητα του παιχνιδιού. Εναντιώνεται στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις όχι στις συνηθισμένες πεποιθήσεις που έχουμε στην καθημερινή μας ζωή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : Μια σύντομη ιστορία του παράδοξου του Roy Sorensen
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΥΡΑ ΔΟΜΝΑ

Πέθανε η Δόμνα Σαμίου

Η σημαντικότερη ερμηνεύτρια αλλά και ερευνήτρια της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής








Η Δόμνα Σαμίου η σημαντικότερη ερμηνεύτρια αλλά και ερευνήτρια της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, πέθανε το βράδυ του Σαββάτου, μετά από προβλήματα υγείας που παρουσίαζε το τελευταίο διάστημα. Αφιέρωσε και αφιερώθηκε στη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής και του παραδοσιακού τραγουδιού, εφόσον το υπηρέτησε ουσιαστικά από τα 13της χρόνια.

Ας δούμε όμως πως η ίδια η Δόμνα Σαμίου, περιγράφει αυτή τη σχέση που είχε με τη μουσική στην ιστοσελίδα της : «Το αυτί μου εμένα από τότε, σαν παιδάκι που ήμουνα, έπαιρνε όλους τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία, δεν ήταν ψάλτης ο άνθρωπος, αλλά έψελνε και τραγουδούσε επίσης πολύ ωραία. Θυμάμαι όταν γύριζε από τη δουλειά του μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και με ταχτάριζε και μου έλεγε, ας πούμε, Ταχτιρί πού πας μωρή, στον τσοπάνο για τυρί, και τυρί δε βρήκαμε, τον τσοπάνο δείραμε... ή άλλα διάφορα, ας πούμε, Το παιδί θέλει χορό, τα βιολιά δεν είν’ εδώ, κι όποιος πάει να τα φέρει, ένα τάληρο στο χέρι...
Ήτανε και η εκκλησία ο άγιος Νικόλαος κοντά και κάθε Κυριακή πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου και παρακολουθούσα τη λειτουργία, βέβαια όχι από θρησκοληψία αλλά γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μια συναυλία, ας πούμε. Σιγά σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Άσπιλε, αμόλυντε..», που λένε στο τέλος των Χαιρετισμών, που στέκεται ένα παιδάκι μπρος στο Χριστό κι ένα άλλο στην Παναγία, όλο αυτό το κομμάτι το έλεγα απ’ έξω».

Βιογραφικό σημείωμα

Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας.

Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Στο περιβάλλον της Καισαριαννής είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.

Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», ενώ παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.

Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του.

Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.

Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και Ροντέο, δίνοντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική.

Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», όπως δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.

Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό».

Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακρυά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.

Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.

Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998.

Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες.

Aπό το 1994 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.

Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνια της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή μεταλλίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2005.πηγή ΒΗΜΑ
===
Αλλά ας ακουσουμε την ιδια να μας μιλάει..
Δεν είμαι τραγουδίστρια με την επαγγελματική σημασία της λέξης, δεν τραγουδάω σε δημοτικά κέντρα ή σε πανηγύρια για τη διασκέδαση μιας ορισμένης πελατείας. Τραγουδώ μόνο όπου πιστεύω πως εξυπηρετώ τη διατήρηση και τη διάδοση του δημοτικού τραγουδιού, έτσι ατόφιο όπως έφτασε σε μας από την παράδοση. Προσπαθώ να μιμηθώ τον τρόπο που τραγουδάει ένας Μακεδόνας, ένας Θρακιώτης, ένας Ηπειρώτης ή ένας Κρητικός.
Στην αρχή ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω από αγάπη για το δημοτικό τραγούδι και μάλιστα σε εποχή που ο κόσμος το περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία. Αργότερα, η κακοποίηση που γινόταν σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και μάλιστα από τους ίδιους τους λαϊκούς μουσικούς και μετά από τους συνθέτες και τους ελαφρούς τραγουδιστές, με σπρώξανε να ασχοληθώ περισσότερο και να προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να δώσω την ευκαιρία στον κόσμο να γνωρίσει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι.
Όπως έχω πει εγώ δεν είχα σκεφτεί να τραγουδήσω. Ξεκίνησα το ’71 από τον Διονύση Σαββόπουλο και ο μόνος μου στόχος και σκοπός ήτανε όσο μπορώ να διαδώσω, αν θέλεις, το δημοτικό τραγούδι, γιατί το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Μέσα από αυτό μπορεί κανείς να δει την πορεία του ελληνικού λαού.
Έχουμε τραγούδια Ακριτικά που είναι τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια, δηλαδή τραγούδια του ακριτικού κύκλου, του 900, του 1000, του 1100 μ.Χ. και ακόμα τα τραγούδια αυτά υπάρχουν στο στόμα του ελληνικού λαού. Ας πούμε, υπάρχει ένα τραγούδι που το έχει και ο Νικόλαος Πολίτης στις συλλογές του, από την Κάρπαθο, που μου το τραγούδησε ο Μανώλης ο Φιλιππάκης, ένα νέο παιδί, φίλος μου, το Άρκοντες τρων και πίνουσι και μιλάει για τον στρατηγό τον Ανδρόνικο του Βυζαντίου. Έχουμε πάρα πολλά ποντιακά, οι Πόντιοι έχουν πολλά ακριτικά, έχουμε κυπριακά. Τα πιο παλιά λοιπόν είναι αυτά και προχωρούμε και έχουμε τις Παραλογές, Το γεφύρι της Αρτας, να πούμε ή Του νεκρού αδελφού, μετά έχουμε Ιστορικά τραγούδια, προχωρούμε έχουμε τα ηρωικά μας τραγούδια και βεβαίως έχουμε τα τραγούδια τα κοινωνικά, δηλαδή τραγούδια του Γάμου, της Ξενιτιάς, τα Κάλαντα, τραγούδια της Αγάπης, τραγούδια που μιλάνε για τον ήλιο, για τα άστρα, για τα λουλούδια, έχουμε τα Αποκριάτικα σκωπτικά τραγούδια, τα Μοιρολόγια, Νανουρίσματα, έχουμε μεγάλο πλούτο δημοτικών τραγουδιών. Και βέβαια η κάθε περιοχή έχει τα δικά της τραγούδια, τους δικούς της ρυθμούς και σκοπούς, τα δικά της μουσικά όργανα. Ας πούμε, όταν λέμε Κρήτη, εννοούμε λύρα κρητική, και όταν λέμε Μακεδονία εννοούμε ζουρνάδες.
Μερικοί με λένε λαογράφο. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τη λαογραφία, δηλαδή δεν έχω μελετήσει, εγώ απλώς ασχολούμαι με την συλλογή και με την ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού κι αυτό, όπως έχω πει, καθαρά από μεγάλη αγάπη. Βέβαια, θα μου πείτε και ποια είσαι ’σύ που τραγουδάς και ηπειρώτικα και μακεδονικά και θρακικά και κρητικά και πελοποννησιακά και νησιώτικα. Εγώ είμαι Μικρασιάτισσα βεβαίως αλλά από μεγάλο σεβασμό, μεγάλη αγάπη, από γνώση και πείρα προσπαθώ όσο μπορώ να αποδώσω πιστά τα τραγούδια αυτών των διαφόρων περιοχών, τα σέβομαι δηλαδή, ενώ υπάρχουν οι ίδιοι οι ντόπιοι τραγουδιστές αυτών των περιοχών που τα χαλάνε και τα παραποιούνε οι ίδιοι.
Δεν θέλω προς θεού να παρουσιάσω τον εαυτό μου σωτήρα του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουνε συλλογές πολλές. Υπάρχει το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας που έχει μια τεράστια συλλογή τραγουδιών, υπάρχει βεβαίως ο δάσκαλός μου ο Σίμων Καράς που κι αυτός έχει μια τεράστια συλλογή. Υπάρχει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, που το έχει ιδρύσει αυτή η γυναίκα η σοβαρή και αξιόλογη, η Νανά η Παπαντωνίου. Υπάρχει το Μουσικό τμήμα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών της Μέλπως Μερλιέ, που το διευθύνει ο φίλος μου ο μουσικολόγος ο Μάρκος Δραγούμης, κι αυτοί έχουν βεβαίως μια τεράστια συλλογή. Η διαφορά με μένα είναι ότι εγώ δεν έχω τόσο μεγάλη συλλογή όσο βέβαια όλοι αυτοί, αλλά ότι εγώ τραγουδώ παράλληλα κι έτσι έχω γίνει αν θέλεις περισσότερο γνωστή στο κοινό.
Τώρα εδώ συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Παλιότερα η επαρχία τροφοδοτούσε την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, τώρα έχουν αντιστραφεί οι όροι. Οι πόλεις οι μεγάλες και κυρίως η Αθήνα τροφοδοτούν την επαρχία, γι’ αυτό υπάρχει αυτό το φαινόμενο σήμερα, φεύγουμε εμείς από την Αθήνα και πάμε και δίνουμε συναυλίες στην επαρχία. Τρελά πράγματα! Παλιά οι άνθρωποι είχαν τα πανηγύρια τους, τους μουσικούς τους, κάνανε τους γάμους τους, τα γλέντια τους και περιμένανε όλο το χρόνο να ’ρθει η μέρα του πανηγυριού του χωριού για να βάλουνε τα καλά τους, για να χορέψουνε. Ε, τώρα αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουνε. Τα πανηγύρια ίσως γίνονται ακόμα, αλλά ποιοι πάνε εκεί; Φεύγουν από δω πάλι οι μουσικοί, οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία, εγκατασταθήκανε στην Αθήνα και φεύγουν τώρα από την Αθήνα και πάνε στην επαρχία να παίξουν και να παίξουν τι; Παίζουνε τα παλιά τα καλά τα τραγούδια παραποιημένα όμως ή παίζουν αυτά τα ψευτοδημοτικά, το Τιπι τιπι τάει και τοΠαντρεμένοι κι οι δυο και Το μωρό το μωρό το μωρό. Αυτό είναι ένα φαινόμενο σημερινό, δηλαδή αν δεν ήτανε αυτή η κατάσταση, ίσως δεν θα χρειαζότανε να είμαστε κι εμείς που κάνουμε συλλογή τραγουδιών ή που πηγαίνουμε και τραγουδάμε.
Δηλαδή εγώ αν ζούσα σε μια άλλη εποχή, παλιά, και ήμουνα στο χωριό της μάνας μου στη Μικρά Ασία, επειδή μου αρέσει το τραγούδι ίσως θα τραγουδούσα στο χωριό, αλλά έτσι όπως τραγουδάνε όλοι μαζί στους γάμους, ας πούμε. Δεν θα χρειαζότανε να πάω με το συγκρότημά μου να δώσω συναυλίες. Αυτοί οι οργανοπαίκτες οι λαϊκοί που έχουμε σήμερα, οι ίδιοι χαλάνε το δημοτικό τραγούδι και πάνε στην επαρχία κι έχουνε αντικαταστήσει το νταούλι, το τουμπελέκι και το ντέφι με συνθεσάιζερ και ντραμς γιατί είναι, λέει, καλύτερα, το «φτιάχνουν» το δημοτικό τραγούδι, ήτανε χαλασμένο πριν και τώρα αυτοί το φτιάχνουν, αυτοί λοιπόν εκτός ότι κάνουν κακό στα πανηγύρια κάνουν κακό και στα μαγαζιά που παίζουν στις μεγάλες πόλεις. Πάει κανείς εδώ στην Ομόνοια που υπάρχουν διάφορα μαγαζιά και τι να πάει ν’ ακούσει, τις ίδιες σαχλαμάρες που ακούει και στα πανηγύρια.
Από πολλά χρόνια έχω πει ότι θα έπρεπε το κράτος να αναλάβει τη φροντίδα για τη διατήρηση του δημοτικού τραγουδιού και υπάρχουνε βέβαια πολλοί τρόποι. Ένας τρόπος είναι να μαθαίνουν τα παιδάκια από το νηπιαγωγείο δημοτικό τραγούδι, αφού δεν έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν, πού να τ’ ακούσουν; Μέσα στην πολυκατοικία που μένουν; Δεν ζουν πια στο χωριό για ν’ ακούν απ’ τη γιαγιά, από τη θεία, από τον γείτονα, απ’ τον παππού. Οι εκπομπές που γίνονται στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι πάρα πολύ λίγες. Ένας τρόπος λοιπόν ν’ ακούσει το παιδάκι, να μάθει δημοτικό τραγούδι, είναι το νηπιαγωγείο.
Άλλος τρόπος είναι βεβαίως να πυκνώσουν οι εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, εκεί που ακούμε συνεχώς ξενόφερτη μουσική, αμερικάνικη, γαλλική, ιταλική, ας μπουν περισσότερες εκπομπές με ελληνικό τραγούδι. Και δεν είναι ανάγκη δημοτικό στο κάτω κάτω. Ας είναι άλλο είδος, αλλά ελληνικό τραγούδι. Έχει κανείς την αίσθηση όταν ανοίγει να ακούσει ραδιόφωνο ότι βρίσκεται σε ξένο μέρος, σαν να είμαστε αμερικάνικη παροικία. Άλλος τρόπος βέβαια είναι να ανοίξει ορισμένες σχολές για να μάθουνε οι νέοι μουσικά λαϊκά όργανα ή να βοηθήσει ιδιωτικές προσπάθειες. Ας πούμε, βλέπω ότι στην Κρήτη υπάρχει ο Μουντάκης που έχει ανοίξει κάποια ωδεία και μαθαίνει στα παιδάκια λύρα κρητική. Γιατί να μην γίνεται κι εδώ ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Μέχρι τώρα έχω δουλέψει πάρα πολύ πάνω στο δημοτικό τραγούδι, θα έλεγα ότι ίσως είναι έργο ζωής γιατί είμαι πια πενήντα εφτά χρονών. Παρόλα αυτά, όσο αντέχω και όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, θέλω ακόμα να δουλέψω πάνω στο δημοτικό τραγούδι, όταν έχω χρόνο να κάνω πάλι συλλογή, να πάω να μαζέψω υλικό και ο σκοπός μου είναι να βγάλω δίσκους γιατί οι δίσκοι μένουν. Μια μέρα θα φύγω εγώ, θα φύγουν οι συνεργάτες μου αλλά οι δίσκοι μένουν. Και αν μου δοθεί ευκαιρία να κάνω ακόμα μερικές εκπομπές στην τηλεόραση, που κι αυτές οι εκπομπές μένουν, και κάποια μέρα οι νέοι θα βλέπουν και θα ακούν και θα λένε, «να, έτσι ήταν κάποτε». Οι νέοι πρέπει να γνωρίσουνε, να αγαπήσουνε, να τραγουδήσουνε ακόμα το δημοτικό τραγούδι στη μορφή που έφτασε σε μας από την παράδοση και τότε νομίζω ότι θα μπορέσουνε να καταλάβουνε τον πολιτισμό, την πνευματική αξία και την ηθική υπόσταση των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Εγώ νομίζω ότι το πιο σπουδαίο πράγμα στο δημοτικό τραγούδι είναι αυτό το μάθημα ήθους που μας δίνει. Δηλαδή το δημοτικό τραγούδι μας μαθαίνει ότι τα τραγούδια γράφονται για να εκφραζόμαστε κι όχι για να κάνουμε επιτυχία, όχι δηλαδή να κάνουμε σουξέ.
Εγώ ό,τι έκανα το έκανα για τα νέα παιδιά και για να μη χαθεί το τραγούδι μας. Προσπάθησα και με τις συναυλίες και με τις εκπομπές και με τους δίσκους να τους δείξω αυτό τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται δημοτικό τραγούδι. Η καλύτερη μου στιγμή ήταν το καλοκαίρι στο Womad που είχα δέκα χιλιάδες νέα παιδιά να με ακούν. Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή μου. Δεν μπορώ να πω πως το τραγούδι ήταν το όνειρό μου. Τα πράγματα γίνανε μόνα τους. Ό,τι έκανα το έκανα από τρομερή αγάπη, έρωτα γι’ αυτή τη μουσική. Μπορώ να μπω στη θέση αυτών των άμοιρων παιδιών που μπαίνουν στα ναρκωτικά για να βρουν λίγη χαρά, λίγη ευτυχία. Όταν εγώ που δεν έχω πάρει ποτέ μου τέτοιες ουσίες τραγουδώ ή ακούω άλλους να τραγουδούν, λέω ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται τα παιδιά που παίρνουν ναρκωτικά

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΞΕΡΟΛΙΘΙΕΣ

ΞΕΡΕΣ ΛΙΘΙΕΣ


ΠΕΤΡΕΣ ΠΟΥ ΤΟΙΧΟΥΝ ΚΙ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ...
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«...και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα
τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν, έσπρωχναν κι έφερναν
κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα
κι ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός
το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα»

(«Η αποκάλυψη», από τη «Μαρία Νεφέλη», Οδυσσέας Ελύτης)
Η αλήθεια της ζωής, πλέρια αποκαλύπτεται κει οπού ο άνθρωπος με τη γη ανατράφηκε κι έφτιαξε πολιτισμό. Κει που η ανάγκη και η λογική, το πνέμα κι ο σκοπός, τον έφεραν να συμπράξει με τη γη, γι' αυτήν να κοπιάσει και με τα στοιχεία της ν' αρμοστεί. Να κάμει ριζολίθι τα έργα του, και σ' αυτά να βαστηχτεί η ζωή -θεμέλιο της γης, ρίζα της, ο στεργιωμός τους. Η πέτρα, ζωντανή στον προορισμό της από τον άνθρωπο, σύντονη του σκοπού, γένεται θεόφορη στα χέρια του κι αποκτά αναπνοιά στα έργα του, που ενοιώστηκαν τη ζωή και την έφτιαξαν στο πάλε της. Στην πέτρα την ηλίβατη μιλάει η γης. στην ξερολιθιά, ο παλμός της αχαμνής ζωής...

kapetanios.2012.01.22.jpgΜια θάλασσα κυματισμένη γης -σα ζωγραφιά θαρρείς... (επιστολικό δελτάριο του χωριού Ποταμιά Τήνου, από το λεύκωμα «...και μη λησμόνει», του Στρατή Φιλιππότη)

Δυο λέξεις, μια έννοιαΛέξεις ταιριασμένες της γλώσσας μας, που στοιχούνται στο λίγο τους για να πουν πολλά. Ξ(η)ερή λιθιά: δυο μονάχα λέξεις -ιδού η αξία τους!.. Μιλούν μεστά για το δημιούργημα, περιλαμβάνοντας στην έννοια τους την άσκηση, την προσπάθεια, την πάλη του δημιουργού στο ακατάγραφτο -λόγω της ταπεινότητάς του- κραταίωμα της δημιουργίας. Κι έχουν τόσην ενότητα, τόση νοητική και ξήγηση, που στέκονται ως μία -ουχί στο σύνθετό τους, μα στην ουσία τους-, και λέγονται «ξερολιθιά», μιλώντας για το περσότερο του προκειμένου: για τη δημιουργία ως πράξη, καθώς σ' αυτήν ρυθμούνται και μ' αυτήν αποδίδονται τα σύστοιχα, η προσπάθεια και το έργο του ανθρώπου, που δίνει ζωή.

Όχι μόνο το φαίνεσθαι, αλλά και το γίγνεσθαι κλείεται στην καταλύτρα λέξη, που μακραίνει στην εννόησή της, φτιάχνοντας πνέμα, δίνοντας πνοή στα σύμβολα. Ως τέτοια, πλουτίζει με τη σπουδή της και φυσά ζωή, σπέρνοντας ιδέα στη χωραφιά της πλάσης. Και νοιώθεις στο μελέτημά της το δημιούργημα ως φυτιά της γεννήτρας γης, εν αναφύημά της που σκορπά ανάσα και κάμει την πλάση να πάλλεται. Και νοιώθεις, στο παραπέρα του, θέμελο το δημιούργημα κι άγια κλήρα τη δημιουργία που πνοεί. Η λέξη έτσι, η «ξερολιθιά», η απλή που τα εννοεί -που δεν πιστώνεται με τίτλους κι από τους σύγχρονους χαμηλά προφέρεται γιατί έχει κακήν ηχητική, μάλλον λόγω της μικρής αξίας της!-, έννοια γένεται, κι ας μην αναλύεται στα βαριά επεξηγηματικά λεξικά ως τέτοια, αφού κλείει στο βάθος της πλούσια ύλη, της αίστησης και του σκοπού, που αν αναλυθεί από τους θέλοντες, γένεται έννοια σπουδαστική του βίου.

Λογαριασμένη, το λοιπόν, η ταίριαξη των λόγων για την απόδοση των έργων. Μια σειρά δυο μοναχά λέξεων -ξ(η)ερή λιθιά-, ταπεινών στην αίστησή τους, όπως και το δημιούργημα π' αναφέρονται, που όμως φτάνουν για να τ' αποδώσουν κυριολεκτικά και με σημασία. Δυο λέξεις που φτιάχνουν έννοια, στην οποία περιλαμβάνεται όχι απλά το έργο, που σκοπεί στο να κρατηθεί η γης και να γονιμέψει, αλλά η ίδια η πράξη ως ολότητα. Είναι, τελικά, το άρμοσμα ορισμένων λέξεων τέτοιο, που δε μπορούν να σταθούν ξέχωρες, επιδιώκουν τη σύζευξη, αγωνιούν να ενωθούν και να γίνουν έννοια, ακριβώς επειδή μεγαλύνονται από το περιεχόμενό τους. Κι αυτό γιατί ο λαός ήβρε φλέβες λέξεις και τις ταίριαξε, κι είδε το δημιούργημα με σφυγμό κι αιμάτινη ροή. Μάζεψε λοιπόν το λόγο στην ουσία του, κάμοντάς τον έννοια. Είπε, έτσι, «ξερολιθιά» το γέννημα, περιλαμβάνοντας στην απόδοσή του το όλον της πράξης του.

kapetanios.2012.01.01.jpg kapetanios.2012.01.03.jpg(Αριστερά) Λιθόστρωτο στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου (καλντερίμι, ή καλντρίμι κατά τη ντόπια λαλιά), (Δεξιά) Όλο πέτρα η γης, και τ' ανηφόρι στέργιο και στρωτό...

Δεν ήθελε -ως λαός πνοός- να μιλά βουβά, να βλέπει χωρίς να γέμει, γι' αυτό κι απέδωσε το έργο ως δημιουργία. Μίλησε για «λιθιά», την έκφραση/πράξη του ανθρώπου στο πεδίο της γης, που έδωσε ύψος στο φτωχό της ανάστημα, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της: την πέτρα και το χώμα. Μα το σημαντικότερο τούτων είναι ότι, έφερε τη ζωή της γης στο ανθρώπινο έργο, κάμοντάς το ζωντανό και συνταφτιστό της -ένα της! Τούτο την κραταίωσε, την «έδεσε», την αναβίβασε ακόμη, κάμοντάς την νευρή και φλέβια. Ρίζες, έτσι τα έργα των ανθρώπων. σπορείς κι αργάτες ζωής, οι δημιουργοί τους... Είναι μια πράξη με συνέπεια αυτή, σύστοιχη της φύσης, αφού, πράττοντας με μέτρο κι έχοντας σκοπό ο δημιουργός, γένεται το έργο σοφισμένο. καθώς επίσης, λιτό και ψυχωμένο...

Τούτα στο μέγιστό τους συνέβαιναν, φέρνοντας συντάραξη εσωτερική, με το νοιώσιμο της δημιουργίας στ' άκουσμα των δυο παραπάνω λέξεων με την όμορφη ταίριαξη. Ξ(η)ερή λιθιά: ένα χαιρέτισμα, μια καληώρα της ζωής στην εννόησή της. Κι ας μην ήταν ιδωμένο το αντικείμενο, ας μην τώχες ακόμα μελετήσει -ίσως μάλιστα η εικόνα του, χωρίς προηγούμενη σπουδή, να το «αδυνατούσε»!.. Μόνον που το ένοιωθες: αυτό έπρεπε για να πλαστεί νοητικά και να γενεί η ιδέα της έννοιας, πράξη του σκοπού. Μιαν τέτοια καλουργία, συγκινούσε και πλάταινε τη ματιά, έδινε στο δημιούργημα ύψος κρατινό, έτσι που βλαβητικά τα εγκόσμια αποζητούνταν.

Κι είναι πράγματι μεγάλο τούτο το καλό, κι αξήγητο συγχρόνως για τον αγύμναστο νου, να εννοείς το πρωτογενές π' αναζητείς από την αλήθεια των στοιχείων του και να ορθείς με το νόημα της λιτής περιγραφής, διανοητικά, στα σύμβολά του! Με αυτά μιλείς μα κι εννοείς, έχοντας πλατιό, μακριό, βέβαιο προορισμό. και μιαν 'μπιστοσύνη στο δημιούργημα που τώχεις θεωρήσει να βολεί. Και σαν, κατόπιν, μπρος στο αντικείμενο σταθείς, δε θ' απογοητευτείς, μα θα επιβεβαιωθείς που το εννόησες με ιδέα. Γιατί, η σπουδή του σκοπού και η κατήχηση στ' απλά, σου έδωσε πλατυρρημοσύνη: για τη διανοητική σου ενάσκηση και την πρακτική σου κραταίωση. Έμαθες να βλέπεις προορισμό...

Δεν είχες, το λοιπόν, να περιμένεις πύργους, κτίρια οχυρά κει στα πλάγια, μα πέτρες της σειράς, στεργιώματα της γης, που τοίχους φτιάχνουν και μιλούν με καρδιά...

Τοίχοι ζωής
«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι»

(«Το δοξαστικόν», από το «Άξιον Εστί», Οδυσσέας Ελύτης)
Οι ξερολίθινοι τοίχοι δεν είναι «ξεροί» ζωής. Έχουν περιεχόμενο, μιαν ιδέα, εν σκοπό κι επιδίωξη: να παραμείνει η γης κρατερή για να παράξει και να μιλήσει με τα στοιχεία της. Ώστε αποτελούν πηγές, εστίες, για την παραγωγή της ζώσας ύλης του δημιουργού: τον πηλό του. Έχουν επίσης ζων περιεχόμενο: την εντός τους ζωή. Αυτή που συντηρείται κει, σε μια σύνθεση της φύσης.

Δεν είναι συνεπώς νεκρό υλικό, τοποθετημένο με τέχνη από τον άνθρωπο, για την εξυπηρέτησή του. Είναι ξηρολιθοδομή, δηλαδή τοίχοι χωρίς συνδετική ύλη, με μόνο διάμεσο υλικό στήριξης τις σφήνες -όταν βέβαια απαιτούνται (π.χ. στους τοίχους αντιστήριξης)-, όχι όμως τοίχοι χωρίς περιεχόμενο. Και το περιεχόμενό τους, είναι το σημαντικότερο της πλάσης -πλάσης τ' ανθρώπου-, αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι ζωή!.. Μια ζωή που στέργεται χάρη στον τρόπο που δομούνται, καθώς λείπουν από την κατασκευή οι αρμοί και τα γεμίσματα, που την αποκλείουν...

Είναι η ζωή του αμάραντου και του σαπουνόχορτου, του κισσού και της λειχήνας, της φραγκοσυκιάς και της κάππαρης, του θύμου και της ρίγανης, του πουρναριού και της γκορτσιάς, του άνθους της πέτρας και της σχισμής. Καθώς επίσης, της γο(υ)στέρας και του πετρόφιδου, του σκαντζόχοιρου και του ποντικού, του γκιώνη και της γαλιάντρας, της σουσουράδας και του σπουργιτιού, της μέλισσας και της πασχαλίτσας, των μύριων ασπόνδυλων. που όλα τους βιούν, βοούν και πράττουν κει, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη κατασκευή είτε ως μονιά ή καταφύγιο, είτε ως απάγκιο ή στασίδι.

Οι ξώτοιχοι με τις αρμοστά τοποθετημένες ασυγκόλητες πέτρες, τις αργασμένες ως σύνθεση του μέτρου κι όχι ως μόρφωμα της πλοκής, που σκοπός τους είναι να βαστάξουν τη γη, για τον ανασκωμό της, για την κήπευσή της, κι όχι να τη χωρίσουν, να τη μποδίσουν ή να τη χαρακώσουν, δεν υψώθηκαν, δεν ανεγέρθηκαν, δε στήθηκαν, μα αναφυήθηκαν ως έκφραση της γης, λες κι ο σφυγμός της πήρε ύψος στο παραπάνω της. Από μέσα τους η ανάβρα: το νερό κι ο αέρας της γης, που διαπερνά το σώμα τους και τις αιματίζει, ρέοντας από τα κενά των λίθων. Και γένεται φύση ηπιότερη, μαλακωμένη, καθώς οι τοίχοι αποστολή τους έχουν να πραΰνουν τη θέρμη, την ορμή της γης. Κι ως φρυμένη γλώσσα η τοιχισμένη γη εκράτει το υγρότερον του λίγου, κι έφτιαξε, αναμεσίς του ξήρου, κραταιώτη. γιατί, ασκημένη στην κράτη είν' η γλώσσα που διψά, και στην ξαίθρα ημερινά μαζώχνει δρόσο από το ανάβλεπτο, από το λιγοστό. Συγαναβράει έτσι η ζωή, κρατημένη στην ανάσα της, για να μπορεί να στέκει στο όριο που μετρήθη, και νευρή και με πυράδα αγωνιέται.

kapetanios.2012.01.08.jpgΣτενοτόπια με ξερολίθινα τειχιά σε οδηγούν...

Με πρόνοια βαστάχτηκαν τα τειχιά του ανθρώπου, με έγνοια και φροντίδα του δημιουργού. Αυτός προορίσθηκε να στέρξει και να κρατήσει το δημιούργημα -για το καλό του. Η φύση ριζώθη κι έδωσε χυμό στη δρακοντιά, γάλα στη συκιά, ρυθμό στους τέττιγες, κραυγή στο γκιώνη, σούρσιμο στο σερπετό, θρο στη σχισματιά..., κι έκανε την πέτρα ξέχειλη ζωής. Και ψήλωσε η γης στο τόσο της, και σκίρτησε το σπλάχνο της. Κι εγνώστη με οσμές, με ήχους, με κοιτάγματα, μ' αισθήσεις και συναισθήματα. Κι έγινε στο ψήλος του, μικρή ολότη το φτενό δημιούργημα...

Ένα τέτοιο μικροπεριβάλλον, τόσο πλούσιο στο λίγο του!, είναι σημαντικό για την πληρότητα που του δίνει η λιγοσύνη του. Καθώς, όλα κει στριμώχνονται κι αρμόζουν στο ελάχιστό τους, στο λίγο τους, και γένεται θώκος το δημιούργημα, μια κιβωτός! Και τούτο είναι το σπουδαίο αυτήνης της ύπαρξης: ότι γένεται ολότητα και ξετάζεται στο όλο της, όχι στο στοιχείο της. Η θίξη όμως στοιχείου της, σημαίνει προσβολή του όλου, πωδηγεί σε υποβάθμιση, ίσως και την κατάρρευσή του. Μια κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει το μικροοικοσύστημα τούτο, όπως θα δούμε παρακάτω, ακόμη και με την εγκατάλειψή του: όχι μόνον προστασία και διαφύλαξή του λοιπόν, μα και διαχείριση, έγνοια και φροντίδα του.

Η εξάλειψη, συνεπώς, της ζωής στο μικροπεριβάλλον της ξερολιθιάς, και η γενικότερη καταστροφή που προκαλείται από την ενέργεια αυτή, αποτελεί γεγονός που συνταράζει τη φύση, έστω κι αν -λόγω άγνοιας ή ασυνειδητότητας- δεν συγκινεί συνήθως και δεν ταράζει τον άνθρωπο. Διότι, αν μη τι άλλο, αφορά στην απώλεια ζωής. Η οποία, σε βάθος χρόνου και με την εξέλιξη των πραγμάτων, μπορεί ν' αφορά και στην ανθρώπινη ζωή. Καθώς, εν φυσικό οικοδόμημα συγκροτήθη κει, με τον άνθρωπο ενεργό του και κάθε του θίξη, μοιραία (!) τον πληγώνει...

Η αναφορά ενός Δασάρχη το έτος 1968, καταγράφει ένα τέτοιο γεγονός, της εξάλειψης της ζωής σε μια ξερολιθιά. Το αντλούμε από την υπηρεσιακή αναφορά του: «Την 25η του μηνός Αυγούστου 1966 και περί ώραν 8οο πρωϊνήν, εξερράγη πυρκαϊά εις την αγροτικήν περιοχήν του συνοικισμού Αγίου Στεφάνου Κοινότητας Νομίων Μονεμβασιάς, προκληθείσα υπό του εν θέματι ... (το όνομα του εμπρηστή). Ο εμπρηστής έθεσε το πυρ, με σκοπόν να καταστρέψει φωλέαν του επιβλαβούς εντόμου σφιξ, κειμένην εντός ρωγμής ξηρολίθινης βαθμίδος, επί της οποίας εφύετο πλούσια βλάστηση και εκείντο εν αφθονία εύφλεκτα ξηρά χόρτα και κλάδοι δένδρων, προερχόμενα εκ καθαρισμού του κτήματός του... Ο απολογισμός της ως άνω πυρκαγιάς υπήρξεν βαρύτατος. Χίλια τετρακόσια (1.400) ελαιόδενδρα κατεστράφησαν ολοσχερώς. Έκτασις διακοσίων πενήντα (250) στρεμμάτων καλυπτομένης υπό δασικής βλαστήσεως, της διαπλάσεως των αειφύλλων πλατυφύλλων, αποτεφρώθη. Εκατό (100) πολίτες και πενήντα (50) στρατιώτες απησχολήθησαν με την κατάσβεσίν της επί τετραήμερον...» (από υπηρεσιακή αναφορά με ημερομηνία 30-9-1968).

Το παραπάνω γεγονός μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Η ζωή που καλά προφυλαγμένη συντηρείτο στην ξερολίθινη κατασκευή, οδήγησε τον αγρότη στο να βάλει φωτιά, για να την εξαλείψει. Και δημιούργησε μιαν ολοσχερή καταστροφή!.. Η ζωή τελικά, δε μιλά με συμβολισμούς, αλλά με τα σύμβολά της μάς μιλά! Γιατί να καταστρέψεις κάτι τόσο καλά προφυλαγμένο, κάτι τόσο όμορφα απλό, την ύπαρξη που θα έπρεπε να διαφυλάξεις; Η τιμωρία σου μην είναι μια γενικότερη καταστροφή;

kapetanios.2012.01.25.jpgΩ, του μάστορα της λιθιάς η τέχνη, η υψηλή!.. («Dry Stone» by Anna Tosney)

Ο πολιτισμός της πέτρας
«Η πέτρα είν' ο θάνατος
η πέτρα είν' η ζωή μου...»

(«Η πέτρα», Μάνος Χατζιδάκις)
Οι ξερολιθιές αποτελούν στοιχείο του ελληνικού τοπίου, αποτελούν χαρακτηριστικό της ελληνικής υπαίθρου, αποτελούν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (εκφραζόμενη ως τέχνη, ως τρόπος ζωής, ως πρακτική διαχείρισης του φυσικού χώρου, ως διαμορφωθέν φυσικό περιβάλλον). Χαρακτηρίζουν, στις περσότερες των περιπτώσεων, τοπιακά και πολιτιστικά το περιβάλλον μιας περιοχής, ενώ συμβάλλουν οικολογικά στη λειτουργία των αγροτικών συστημάτων, που συγκροτούνται και λειτουργούν με τις αρχές της πατροπαράδοτης (ορθότερη λέξη της «παραδοσιακής», τη θεωρώ) αειφορικής διαχείρισης, αποτελώντας βασικό στοιχείο των οικείων βιοτόπων. Η διαχρονική παρουσία τους και λειτουργικότητά τους στο φυσικό χώρο, σε συνδυασμό με τη λελογισμένη διαχείριση των εδαφών από τον άνθρωπο της υπαίθρου, διαμόρφωσε ισορροπίες στα ορεινά κι ημιορεινά οικοσυστήματα της χώρας, με τρόπο που, διατηρουμένης της φυσικότητας του χώρου αυτού, να ενισχύεται η βιοποικιλότητα και η αισθητική του αξία.

Η δημιουργία και συντήρηση των ξερολιθιών, ήταν παράδοση παλαιά, μια τέχνη που μεταβιβάζονταν από τον πατέρα στο γιο, μια παρακαταθήκη ζωής. Η διατήρησή τους κρατούσε το χώρο οπού οι άνθρωποι δραστηριοποιούνταν ζωντανό, αφού η τόσο πολύτιμη γη συντηρείτο χωρίς να χαρακώνεται, να παρασέρνεται από τις βροχές και τον άνεμο, και να χάνεται. Παράλληλα, η λεπτή γης, η πετρώδης κι άγονη, αναβαθμίζονταν (κι εμπλουτίζονταν) με τις μεθόδους, πρακτικές, τεχνικές ήπιας και λελογισμένης καλλιέργειάς της, που στηρίζονταν σε εμπειρικές αρχές φυσικής διαχείρισης (αμειψισπορά, κόπρισμα, επιφανειακή άροση κατά τις ισοϋψείς κ.ά.) Έτσι καθίστατο δυνατή η εκμετάλλευσή της, χωρίς να υποβαθμίζεται το έδαφος, το περιβάλλον, το τοπίο. Οι δε τοίχοι που χώριζαν ιδιοκτησίες ή χρήσεις, ήταν όριο ως προς τη διαχείριση της γης κι όχι χώρισμά της, αφού αυτή (η διαχείριση) γινόταν ενιαία, βάσει άτυπων αρχων και κανόνων, χωρίς μελέτες και βαριά σπουδή (!), με συμφωνημένο θαρρείς πρακτικό ως προς τη διαχείριση του όλου.

kapetanios.2012.01.06.jpgΡείπιο ξερής λιθιάς: Παλαιόπολη Άνδρου. Ως μνημείο για το μεγαλείο της κατασκευής του, αρκεί... -που η ιστορία του!

Η όλη διαχείριση αυτού του χώρου ήταν αποτέλεσμα εμπειρίας, γνώσης, συμπεριφορών, φιλοσοφίας εντέλει των διαχειριστών του, που δείκνυε τον πολιτισμό τους. Έναν πολιτισμό με συγκεκριμένο τρόπο ζωής (παραδοσιακό τον λέγουν, κακώς νομίζω...), που απέρρεε από τις συνθήκες του τόπου, τις γενικότερες καταστάσεις και τα γεγονότα που τον επηρέαζαν (π.χ., ένας πόλεμος απομάκρυνε τους άντρες από τη γη, μ' αποτέλεσμα την εγκατάλειψή της και την υποβάθμιση/κατάρρευση των στοιχείων της), αλλά και τις ηθικές, πνευματικές, θρησκευτικές, συμβολικές κ.ά. αξίες που χαρακτήριζαν την κοινωνία της υπαίθρου. Όλα αυτά διαμόρφωναν την πολιτιστική ταυτότητα (και ποιότητα εν προκειμένω) του τόπου, οπού οι ξερολιθιές είχαν βασικό λόγο, με τη στήριξη θεμελιακώς (κυριολεκτικά ή αξιακά) του δημιουργήματος.

Η ιδέα τους ήταν φιλοσοφημένη, μα και η αρχιτεκτονική τους καλλιτεχνική. Δεν ήθελαν να ταράξουν τον τόπο, να τον αναστατώσουν, μα να τον μαζέψουν γύρω από το σκοπό και να τον κραταιώσουν γι' αυτό. Διότι, η συμπεριφορά των ανθρώπων της υπαίθρου προς τη γη, ήταν σεβαστική. Η κάθε πράξη τους μετρούνταν, για να μη γενεί καταχρηστική. Καθώς, με τούτο που ο Κάφκα είπε, φαίνεται να πνοούνταν -κι ας τούς ήταν ξένος, καθώς, ήταν η φιλοσοφία ανθρώπων κοντινών της γης, που τους έφερνε με ίδια σκέψη: «Καλοτυχία να καταλάβεις ότι το έδαφος όπου πατάς, δε γίνεται μεγαλύτερο να είναι απ' όσο τα δυο πόδια σου καλύπτουν» (Κάφκα Φρ., «Αφορισμοί», εκδ. Ερατώ, Αθήνα 1999, σελ.38).

Δε γένονταν έτσι φρούρια στη γης οι τοίχοι της, μα τεκτονήματά της. Οι πέτρες, ξώμυτες ή παράγωνες ταιριάζονταν, με πελέκησή τους ή χωρίς, γιατί αυτοσκοπός δεν ήταν το ίδιο το έργο, μα η επιδίωξη, δηλαδή η ύψωση της γης -μ' ότι τούτο σήμαινε... Αυτό βέβαια δε συνεπαγόταν υστέρηση της ποιότητας του έργου, αφού για την κατασκευή του ακολουθούνταν τα πατήματα και οι προδιαγραφές του μάστορα -πάντα βέβαια κάτω από ένα αυστηρό πλαίσιο αρχών-, καθώς, από την ορθότητά του (την εντέλειά του, τελικώς) εξαρτιόνταν η ακεραιότητα του δημιουργήματος. ή, για να μιλήσουμε οικολογικά, το αποτέλεσμά του καθόριζε τη λειτουργία του αγροτικού φυσικού συστήματος που δομούνταν σε νέα βάση, με το τοίχισμα της γης. Γι' αυτό κι υπήρχε μαστοριά στην κατασκευή, π' απέβλεπε στη στερεότη του, μια τεχνική της εμπειρικής που απέρρεε από την ανάγκη του σκοπού, τη δεξιοσύνη του δημιουργού, τη συσσωρευμένη πείρα ζωής και τη σοφισμένη θεώρηση του δημιουργήματος.

Η λογική της κατασκευής, ήταν του μέτρου και του μπορετού: τίποτα δε θα πεταχθεί, μα και ξώτερο, παράτερο, ανάρμοστο δε θα σταθεί. θ' ακεραιωθεί και θα ταιριασθεί για την ολότη. Ο αγρός θα καθαρισθεί από τους λίθους, μα και θα φτιαχτεί με τις λιθιές. Τούτο έδωσε στην κατασκευή μιαν ιδιαίτερη φιλοσοφία, όχι κατασκευαστική, μα μαστορική. Ο μάστορας ήταν ο αρχιτέκτονας του τόπου του, αφού τον δομούσε με τη σοφία του, με την έμπνευσή του, με τη δεξιοσύνη του, στήνοντάς τον με αρχές και ιδέα. Έφτιαχνε έργα και μαζί τόπους, τοπία, περιβάλλοντα, προορισμούς. όλα στέρεα -όσο τα πνοούσε-, γιατί είχε βέβαιο και σοφά μελετημένο σκοπό: να δώσει ολότη.

kapetanios.2012.01.21.jpgΘεώρησε αρμοστό ο Δημήτρης Πικιώνης να βάλει την ξερολιθιά στο μεγαλειώδες αρχαίο μνημείο (την Ακρόπολη), κατά τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου της...

Είπε για τούτα ο ποιητικός και στοχαστικός Κυριάκος Κρόκος, ο αρχιτέκτονας του μέτρου και των καθαρών γραμμών: «Όταν κάνω πολλές φορές τέτοιες σκέψεις, με ανακουφίζει η εικόνα μιας ξερολιθιάς, όταν ο νους μου ακουμπάει σε μια αρχιτεκτονική. Το ελληνικό τοπίο το χαρακτηρίζουν αυτές οι ξερολιθιές, που γράφουν τέλεια πάνω του την ανάγκη της ύπαρξής τους. Σκέφτομαι το ήθος που απαιτεί η σωστή άρθρωση ενός τοίχου, τον ρυθμό που επιβάλλει. Ένας καλοχτισμένος τοίχος είναι μια αρχιτεκτονική, με την έννοια ότι εντάσσεται στο φυσικό τοπίο. Η μορφή του με την τονικότητά της εναρμονίζεται με το περιβάλλον και ζει στο μεσόφωτο σαν πλαστικό έργο, σε αντίθεση με τις επιφάνειες των νέων κτιρίων, που μοιάζουν νεκρές. Σκέφτομαι τις ξερολιθιές των νησιών, όπως και άλλα ανώνυμα κτίσματα που η αληθινή ανάγκη υπαγόρευσε, και θέλω από εκεί να αρχίσω την αναζήτησή μου μέσα από το σχήμα που οι νέοι καιροί με τα υλικά τους επιβάλλουν. Θέλω εκεί να στηρίζω τις προσπάθειές μου. Η παράδοση με διδάσκει να βλέπω τις σχέσεις και όχι τα πράγματα από μόνα τους» (Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος», «Αρχτεκτονικά Θέματα» 23/1989, σελ. 120, από το «Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων», GRA εκδόσεις, σελ. 18, 19, Αθήνα 2008).

Μα ο μάστορας, ο απλός τούτος αργάτης της γης, με την πρωτογενή σοφία και τη μέσα του επιστήμη, προχώρησε -ως ανήσυχη και βασανιστική ψυχή που ήταν- παραπέρα: Καλλιτέχνησε, έφτιαξε γλυπτά της φύσης, πλαστούργησε -ίσως τελικά η καλλιτεχνία νάναι μέρος της μαστορικής! Πελέκησε την πέτρα, της έδωσε σχήμα, ή την ταίριαξε για τούτο, κι έδωσε αφηρημένες μορφές και παραστάσεις της. Δέστε τες ως πορτάρια των τοιχισμένων αγρών, ως προβολές λίθων με φυσική ομοιώτη σε μορφές, ως στυλιστική παρουσία άλλων -ωσά στήλες, πύλες, παραθύρια κ.ά.-, ως αρχετυπική προβολή των δυνάμενων να νοηθούν λίθων στην πρωτογένειά τους, π' αναπέμπει στη ρίζα κατά τον επαναπροσδιορισμό της δημιουργίας. Ως παρουσία ακόμη εσωτερική της πέτρας, με μορφές της γονιμότητας, του κάλλους, της ευγένειας, αναπαριστώντας δυνάμεις ανώτερες κι ανεξήγητες, π' υποστήριζαν το δημιούργημα και το δυνάμωναν νοητά, τούδιναν ψυχή.

Δεν έμεινε δηλαδή ο μάστορας στο δημιούργημα ως καλλιτέχνημα: στο κέντημα της γης. Προχώρησε στην καλλιτεχνία του στοιχείου του (τη ξερολιθιά) -που, τελικώς, απέρρεε από την τέχνη της κατασκευής του- κι εφηύρε για τούτο τεχνήματα, για να το προσδιορίσει και να το αναβιβάσει αισθητικά, να του δώσει την προσωπική του ταυτότητα. Κι ως τέτοιο τόκαμε ιδιαίτερο, έργο της ματιάς και των αισθήσεων, έργο ευαίσθητου δημιουργού, πώδενε τη μαστοριά με την καλλιτεχνία. Κι αποκτούσε τελικώς η πέτρα μιαν αίσθηση κι ως αξία στέκουνταν, και πολιτισμός γίνονταν στο παραπέρα της. Διότι είχε πορεία κοινή με του ανθρώπου στη χρήση της, μα κι έκφρασή του συνάμα γένονταν στο δούλεμά της...

Πρωτογενής έτσι, αγρία, η ομορφιά της λιθιάς -και γι' αυτό τόσο υψηλή!..-, μα και καλλιτεχνική, όταν επέμβαινε γλυπτικά και την αισθητοποιούσε ο δημιουργός της. Άλλες Μυκήνες λες -σε άλλη, βέβαια, κλίμακα, και μ' άλλο σκοπό-, μνημείο κι αυτή ενός πολιτισμού, στα χνάρια του παλαιότερου...

kapetanios.2012.01.04.α.jpg kapetanios.2012.01.04.b.jpgΗ μαστορική παντρεμένη με την καλλιτεχνία -ωσά αρχαίο μνημείο η λιθιά! Όλα τους μιαν αρχετυπική αρχιτεκτονική του τόπου...

Η οικολογία της λιθιάς
«Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερ' από τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια»

(«Άνθη της πέτρας», Γιώργος Σεφέρης)
Εν σύμπαν στη ξερολιθιά: μια μάγα γη, του θρύλου, ανεξερεύνητη. αν και τόσο κοντά μας!.. Ο άνθρωπος, ο οικείος της, που τη θεώρησε στο είναι της κι όχι στο έχει της, δεν την είδε στο παραμέσα της, γιατί είχε δέος -μήπως και φόβο;- για το κρύφιο της ζωής στο ανάμεσο των λίθων, για το μυστήριο πώκρυβε η λίθινη κατασκευή. Γιατί, ακόμη, δεν ήθελε να την ταράξει, λογιάζοντας στο υποσυνείδητό του για την ακαταπόνητη προσπάθειά της ν' ακεραιωθεί στο λίγο της, να γενεί ελάχιστη, για να μπορεί να σκιρτήσει σε κενά και σχισματιές, σε πόρους κι οπές, σε ρηγματιές και κοιλότητες. Είχε μια σέβαση, και μιαν πατρική στοργή λες, για τη ζωή που γεννήθηκε με το δημιούργημά του, γιατί την ένοιωθε δική του, γέννημά του, αφού τη δημιούργησε το έργο του. Απολάμβανε την πλάση του για την προσφορά της, κι ας μην τη γνώριζε στο βάθος της, κι ας μην του δινόταν φανερή. Μόνο που τη νοούσε και τη γεύονταν στην ανάσα της, στο σκίρτημά της, στο λίγο της που του δινόταν: αυτό τού ήταν αρκετό για την απόλαψή της. Η μικρή, η αιρετική της ύλης φύση του τοίχου, απολαμβάνονταν με το συναίσθημα και την αίσθηση του βάθους της.

Για να κατανοήσουμε όμως το δημιουργό, πρέπει ν΄ ανατρέξουμε στην αρχή του, όταν συνειδητοποίησε ότι η γη υπό τη διαχείρισή του απαιτεί το μέτρο, τη σπουδή και τη σοφία του. Τότε έφτιαξε έργα της γης, που την ωφέλησαν, για το δικό του καλό. Κι εξαιτίας τους, μια νέα φύση δημιουργήθηκε, μια φύση πνοημένη από το δημιουργό, π' απαιτούσε για να κρατηθεί τη συνεχή άσκησή του εντός της. Σε μια τέτοια ολότη, δε μπορούσε ο άνθρωπος ξέχωρος από το όλον να σταθεί και να λειτουργήσει ως ανώτερος, μα όφειλε να πράξει ως λειτουργός της. Κι έπρεπε χορηγός να γένεται σε κάθε του πράξη, στο συλλείτουργο της φύσης του. Αν την εγκατέλειπε, αν την υπέσκαπτε, αν την αμελούσε, δε θα την είχε πλούσια σύμφωνα με το σκοπό -όπως τελικά κι έγινε, με την εγκατάλειψη και την κατάρρευσή της (όπως θα δούμε παρακάτω)! Είχε συνεπώς σοφία η αντιμετώπισή του, για την κραταιώτη του δημιουργήματος...

kapetanios.2012.01.15.jpgΠεριποιημένες του λιοστασιού οι ξερολιθιές...(στη Λέσβο)

Η δημιουργία των ξερολιθιών ξεκίνησε από την ανάγκη να οριστούν οι βοσκές, οπότε χρησιμοποιήθηκε η πέτρα γι' αυτό, λόγω έλλειψης άλλου υλικού κατασκευής (π.χ. ξυλείας), αφού στον πετρώδη βοσκότοπο μόνον η πέτρα αφθονούσε, αλλά κι επειδή υπήρχε αδυναμία άλλης κατασκευής στα πετρώδη εδάφη (αφού, π.χ., η έμπηξη πασσάλων στην πετραία γη για τις περιφράξεις, ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη). Στη συνέχεια, η παραπάνω πρακτική επεκτάθηκε και στα εδάφη που καλλιεργούνταν, με την κατασκευή αναλημματικών τοίχων που αποσκοπούσαν στη συγκράτηση των εδαφών από τις βροχές και τον άνεμο. Οι πέτρες για την κατασκευή τους προέκυπταν συνήθως από τον καθαρισμό των χωραφιών, κάτι που σήμαινε διπλό όφελος: γινόταν καθαρισμός της γης και ταυτόχρονα ανευρίσκονταν στην πηγή του το υλικό (οι πέτρες) για την κατασκευή των τοίχων. Σε περιοχές της Ελλάδας, οι ξερολιθικοί τοίχοι αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη στήριξη των εδαφών για τη γεωργική χρήση τους και χρονολογούνται από την Ελληνιστική εποχή. Για να γίνει αυτό, οι καλλιεργητές έκοβαν τα δέντρα της περιοχής, ξερίζωναν τα πρέμνα από τα δέντρα πούχαν κόψει την προηγούμενη χρονιά, κι έστηναν ξερολιθιές για τη συγκράτηση της γης για καλλιέργεια. Ακολουθούσε η ίδια διαδικασία για επόμενο κομμάτι γης, ανάλογα με τις δυνατότητες που υπήρχαν και τις ανάγκες της οικογένειας, μετατρέποντας δασικές εκτάσεις σε τοιχισμένους αγρούς. Όταν οι ανάγκες ήταν μεγάλες ή δε γινόταν σωστή διαχείριση της καλλιέργειας, μ' αποτέλεσμα την εξάντληση του εδάφους και την απώλεια εσοδείας λόγω της υποβάθμισης, οι ξερολιθιές επεκτείνονταν παραπέρα και σε μεγάλη ακτίνα κάλυπταν ευρείες περιφέρειες, ακόμη κι ολόκληρα νησιά -π' εμφανίζονταν τοιχισμένα! Τέτοιες ξερολιθιές εντοπίζονται στη Νότια Ρόδο (όταν η Ροδιακή Συμπολιτεία βρισκόταν σε ακμή), στη νήσο Κέα (στην περιοχή της Καρθαίας) κ.ά. Αυτά τα ξερολιθικά τοπία, ως έχοντα κι αρχαιολογική αξία, θα έπρεπε να θεωρούνται μνημεία της αρχαιότητας και να προστατεύονται (κάτι που δυστυχώς δε γίνεται).

Η χρήση υλικού του τόπου για την κατασκευή των τοίχων (λίθοι των ίδιων των χωραφιών), το μέγεθός τους, με ύψη στα μέτρα της γης, η προσαρμογή των λίθων χωρίς συνδετική ύλη, πώδινε στην κατασκευή τη δυνατότητα ν' «ανασαίνει» και να συντηρεί ζωή, φτιάχναν μια γήινη κατασκευή που δε χαλνούσε τη συνέχεια του τόπου και πρόσθετε στην αξία του. Έτσι διαμορφώθηκε ένα τοπίο προσαρμοσμένο στο φυσικό περιβάλλον, τα δομικά στοιχεία του οποίου προέρχονταν από τη φύση και δεν την αλλοίωναν. Οι τοίχοι δεν ακουμπούσαν απλά στη γη, αλλά δένονταν με αυτήν, την αγκάλιαζαν και την έσφιγγαν, αφού δομούνταν κυρίως πα στο μητρικό της πέτρωμα, το οποίο δεν ήταν δύσκολο ν' αποκαλυφθεί στα λιγνά εδάφη των πλαγιών και να «θεμελιωθεί» σ' αυτό η λιθιά. Η δε κατασκευή, με την τέτοια της δόμηση -ως έπαφη με το μητρικό βράχο και συντιθέμενη με ασύνδετες πέτρες-, αποκτούσε μιαν περίεργη στερεότη, αφού με την ευκαμψία και τις προσαρμογές της, ανταποκρίνονταν ως ζωντανή ύλη στις πιέσεις του νερού και του εδάφους, στεκάμενη όρθια, λες και με την ανάσα της κράτουσε το φόρτο της! Είναι χαρακτηριστικό ότι, με την πίεση που της ασκούνταν, μπορούσε να παραμορφώνεται, χωρίς όμως να ρωγμώνεται! Οι τοίχοι αυτοί, όσο συντηρούνταν (η συντήρησή τους έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται από τη δεκαετία του ΄50 και κατόπιν), έμεναν στέρεοι και δεν επηρεάζονταν από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ούτε από την αιφνίδια εναλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών (η παγωνιά δεν προξενούσε αλλοίωση της δομής τους, δηλαδή ρηγματώσεις, παραμορφώσεις κ.λπ.)

Παράλληλα, η ζωή πώβρισκε καταφύγιο στην ξερολιθιά, γινόταν σεβαστή από τον άνθρωπο που δραστηριοποιούνταν στην ύπαιθρο (τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο). Διότι υπήρχε συνείδηση της σπουδαιότητάς της. καθώς, υπήρχε συνείδηση της γης. Ο σοφός πρόγονος ένοιωθε ότι ο «ανάξιος» τοίχος έκρυβε ένα σπάνιο μικρόκοσμο, ένα θησαυρό ζωής. Τον οποίο δεν ήθελε ν' αποκαλύψει, διότι έπρεπε να διατηρηθεί αναλλοίωτος στον κρύφιο βίο του, για να προσφέρει στο ανείδωτό του, για να υπάρχει ως αξία, ως ζωή!.. Μα κι ο ιδωμένος τέτοιος κόσμος, ίδια μυστήριος κι άγνωστος ήταν: η σφίγγα της ξερολιθιάς, δεν ήξερες αν θα σου επιτεθεί ή θα σε δεχθεί μετρώντας σε -το ίδιο κι η φραγκοσυκιά ή η οχέντρα!.. Η ζωή των ξερολίθινων τοίχων ήταν η ευαίσθητη κι ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα της πετραίας γης, η οποία αποτελούσε μέρος ενός ανθρωπογενούς συστήματος (ξεταζόμενο στον τομέα της ανθρώπινης οικολογίας), εξαιρετικού για την απλότητα και την ιδιοτυπία του. Ήταν αγροτικό και συνάμα φυσικό, ήταν ήμερο και συνάμα άγριο...

kapetanios.2012.01.26.jpgΗ φραγκοσυκιά, έρριζα της λιθιάς βρήκε γη!..

Οι τοίχοι αυτοί αποτέλεσαν, κι εξακολουθούν ν' αποτελούν (κείνοι που συντηρούνται), καταφύγια ζωής, οπού φυτά και ζώα διαβιούν στο δύσκολο περιβάλλον της πέτρας, μέσα σε ρωγμές και κοιλότητες, σε κενά και σχισματιές, ακόμη και σε πόρους κι οπές, αποτελώντας στοιχεία του αγροτικού/αγροτοδασικού περιβάλλοντος, στο οποίο εντάσσονται οι ξερολιθιές. Φυτά βυθίζουν τις ρίζες τους ανάμεσα στις πέτρες ή μέσα σε αυτές κι εποικούν χώρους «φυσικούς», «παρθένους». Ζωϊκοί οργανισμοί αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε νέα πεδία, κι αποχτιέται έτσι μια πληρότη από το τίποτα. Κι όλα τούτα συντελούνται με επιλογή αυστηρή, καθώς, μικρός και φτωχός είν' ο χώρος και λιγοστή ζωή μπορεί ν' αντέξει. Διαμορφώνονται έτσι οικολογικοί θώκοι, βιολογικά δίκτυα και νέοι βιότοποι, με χλωρίδα και πανίδα σημαντική, μοναδική στις περσότερες των περιπτώσεων, που περιλαμβάνουν ως και νέα υποείδη -αναφέρουμε την περίπτωση του πάρκου του Τσιλέντο στη Νότια Ιταλία, οπού εντοπίστηκαν νέα υποείδη ποωδών φυτών στα μικροπεριβάλλοντα των ξερολιθιών (Η περιοχή του Τσιλέντο στην νότια Ιταλία, έκτασης 1.810.000 στρεμμάτων περίπου, με την καταπληκτική φύση της, προστατεύεται ως Εθνικό Πάρκο. Περιλαμβάνει θαυμάσια αγροτοδασικά οικοσυστήματα, παραδοσιακά χωριά, πλούσια χλωρίδα και πανίδα, εξαιρετικά αγροτικά τοπία κ.ά. Όλα αυτά προστατεύονται με νόμο, ενώ παράλληλα επιχορηγούνται δραστηριότητες του απλού, πατροπαράδοτου τρόπου ζωής κι επιβραβεύονται ενέργειες που αποσκοπούν στη διατήρηση κείνων των στοιχείων που υποστηρίζουν, ενισχύουν κι αναδεικνύουν το συγκεκριμένο περιβάλλον).

Λεπιδόπτερα, ερπετά, πουλιά, ασπόνδυλα, μα και μικροσκοπικοί φυτικοί οργανισμοί ή μεγαλύτερα φυτά, θάμνοι και ημίδενδρα, συνθέτουν τη ζωή στις ξερολιθιές, μια ζωή που η μικρή της κλίμακα και οι εξαρτήσεις που υπάρχουν, την κάμουν εξαιρετικά ευάλωτη σε ανατροπές προερχόμενες από εξωγενείς παράγοντες. Από τα φυτικά είδη, κυριαρχούν οι λειχήνες. Πρόδρομοι εποικιστές, όπως ο αμάραντος, η κάππαρη, το σαπουνόχορτο, η μολόχα, η αγριοτσουκνίδα κ.ά., θα «καθίσουν» σε αυτήν, αναπτύσσοντας ρίζες στις κοιλότητές της. Άλλα, θαμνώδη, ημιδενδρώδη, ακόμη και μικρά δενδρώδη φυτικά είδη, θα συνοδεύσουν την ξερολιθιά και θα σταθούν σιμά της, αποτελώντας κατ' ουσίαν ένα της. Τέτοια είδη είναι η αραποσυκιά, η γκορτσιά, η αγριοκορομηλιά, ο αγριόκεδρος, ο πρίνος, το πεύκο ακόμη και η δρυς, κ.ά., είδη δηλαδή συμβατά με το γύρω φυσικό περιβάλλον -γι' αυτό και διαφορετικά σε περιοχές της χώρας οπού οι ξερολιθιές...-, που τα φέρνει ο άνεμος, το πουλί, το μικρό θηλαστικό, και βρίσκουν «απάγκιο» -ως σπόρος ή νιόφυτο- στις λιθιές. Και στην κοινωνία τούτη, σύντονα θαρθεί (με προσωρινή ή μόνιμη κατοίκηση) το μικρό θηλαστικό, το πουλί, το ερπετό, το έντομο, το ασπόνδυλο (κατά κύριο λόγο, λόγω της αντοχής του σε θερμοκρασίες έως και 60οC), και θα γενεί σύστημα ζωής (οικο-σύστημα) το άζωον. Κει θα βρεις τις πασχαλίτσες στη χειμέρια νάρκη τους, τις πεταλούδες στη μεταμόρφωσή τους, τις αράχνες στην αναζήτηση της τροφής τους, τα σαλιγκάρια στο καταφύγιό τους. Και μικρά θηλαστικά ακόμη, όπως το σκαντζόχοιρο ή τον ποντικό, να διεκδικούν μια σπιθαμή γης. Κι όλα αυτά -να σκεφτείς...- στριμώνονται στο μικρό χώρο της ξερολιθιάς!..

kapetanios.2012.01.17.jpgΖώο της λιθιάς: σαύρα στο λιάσιμό της.

Το μικροκλίμα που διαμορφώνεται στις ξερολιθιές, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη μικρή διαθεσιμότητα ύδατος και τη διαρκή κι έντονη ηλιακή ακτινοβολία (η οποία αποθηκεύεται την ημέρα, για ν' αποδοθεί τη νύχτα), δημιουργεί ένα μικροβιότοπο, όπου όλοι οι δείκτες του θα λέγαμε ότι βρίσκονται στο «κόκκινο». Μια αλλαγή αρκεί για να φέρει την ανατροπή, για να καταρρεύσει αυτός ο ευαίσθητος κόσμος. Μια αλλαγή που μπορεί να είναι η εγκατάλειψη της αειφορικής διαχείρισης του αγροτοδασικού περιβάλλοντος της περιοχής και, κατ' επέκταση, η μη συντήρηση των στοιχείων του (εν προκειμένω, των ξερολιθιών). Το περιβάλλον των ξερολιθιών συγκρίνεται ως προς τη σπουδαιότητα και την ιδιαιτερότητά του με αυτό των βραχωδών ορθοπλαγιών, με αυτό των ασβεστολιθικών πλακών, με αυτό των σαρών.

Οικονομία εδάφους
«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως»

(«Ρωμιοσύνη», Γιάννης Ρίτσος)
Η ξερολιθιά ως αναλημματικός τοίχος, στηρίζει το έδαφος, αλλά και το κρατά μαζεμένο σε επιφάνειες (ζωνάρια), δημιουργώντας μικρά χωράφια γης. Το επαρκές βάθος του εδάφους τούτων, εξυπηρετεί -πέρα από τη δυνατότητα της καλλιέργειας- τη διατήρηση κατάλληλης υγρασίας, αφού το περισσότερο βαθύ χώμα συγκρατεί περισσότερο νερό. Επιπλέον, βοηθιέται αυτό με ειδική τεχνική κατά την κατασκευή των βαθμίδων, ώστε να διατηρείται η εδαφική υγρασία σε επιθυμητά επίπεδα, με τη δημιουργία κλίσης προς το εσωτερικό της βαθμίδας, και την κατασκευή αυλακιού ανά 1 μ. περίπου από την επόμενη ξερολιθιά, για να συγκρατείται το λιγοστό νερό της βροχής (για την ακρίβεια, συγκρατείται η περίσσεια του νερού μετά την αποστράγγισή του). Έτσι, παρά το γεγονός ότι το γύρωθε περιβάλλον είναι άνυδρο, η υγρασία του εδάφους είναι επαρκής για να συντηρήσει την καλλιέργεια, και το απόθεμα του νερού ικανό για να τη βοηθήσει. Στ' άνυδρα Κυκλαδονήσια, το παραπάνω αυλάκι ονομαζόταν ξερεματιστής κι οδηγούσε το νερό σε διπλανό πέτρινο κανάλι, που κατέληγε σε ρέμα, όπου υπήρχαν μικρά φράγματα με ξερολιθιά και λάσπη που συγκρατούσαν το περισσευούμενο νερό του χειμώνα, για τις καλοκαιρινές καλλιέργειες: μια σοφή (οικολογική) διαχείριση των φυσικών αγαθών από τους απλούς προγόνους, για «να τα έχουν», καθώς τους έλειπαν!..

kapetanios.2012.01.10.jpgΚαι κει, στ' απρόσιτο, νάσου λιθιές κι ένα φτενό λιοστάσι...

Η δε καλλιέργεια της γης στα εδάφη των ξερολιθιών -στις αναβαθμίδες ή τράφους ή αιμασιές ή πεζούλες-, έδινε στα τοτινά χρόνια, τροφή και εισόδημα σε πληθυσμούς, των οποίων, υπό άλλες συνθήκες, η επιβίωση στους τόπους αυτούς δε θα ήταν δυνατή. Καθώς, τόσο οι μεταφορές ήταν δύσκολες έως ανύπαρκτες, για να είναι δυνατή η αγορά προϊόντων, αλλά και η οικονομική κατάσταση των χωρικών δεν επέτρεπε την αγορά τους -όταν κι όπως έφθαναν στα μέρη τους. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ανάπτυξη τοπικής οικονομίας κλειστού τύπου, η οποία στηρίχθηκε στη φτωχή κι άνυδρη γη των πλαγιών, που καλλιεργήθηκαν χάρη στις ξερολιθιές. Η συγκράτηση επί των αναβαθμίδων των προϊόντων της αποσάθρωσης των πετρωμάτων και της διάβρωσης, οδήγησε στη διαμόρφωση παραγωγικών μικρών χωραφιών ή περβολιών, τα οποία «κρατήθηκαν» καρπερά χάρη στις σοφές πρακτικές που ο αγρότης εφάρμοσε -όπως την αμειψισπορά, το κόπρισμα των χωραφιών, την επιλογή καλλιεργειών με προσαρμοστικότητα στις συγκεκριμένες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, την επιφανειακή άροση κατά τις ισοϋψείς κ.ά. Παρήχθησαν έτσι προϊόντα της φτωχής γης, πολύτιμα για την επιβίωση των ντόπιων πληθυσμών, όπως φάβα, μελιτζάνες, ξυλάγγουρα, σταφύλια, φασόλια και φασολάκια, σύκα, ελιές, αμύγδαλα κ.ά. Προϊόντα που έφτιαξαν οικονομίες και στήριξαν κοινωνίες, κρατώντας τη ζωή στους τόπους τους υστερνούς.

Οι ενέργειες των ανθρώπων έτσι, περιορίστηκαν στο μέτρο της ανάγκης. Υπήρξε αυτό που ονομάζουμε «οικονομία εδάφους», δηλαδή μιαν άτυπη χωροταξική κατανομή χρήσεων γης, ανάλογα με τις ανάγκες και τις καταστάσεις, με στόχο την εξοικονόμηση του περισσότερου δυνατού εδάφους και τη διάσωσή του (αλλού οικισμός, αλλού χωράφι, αλλού λιβάδι). Κι όλα αυτά γινόταν με πολύ μέτρο και σπουδή, γιατί το σύστημα απαιτούσε πολλήν ισορροπία... Την ανάγκη της ορθής/ορθολογικής διαχείρισης του τόπου, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, την εξυπηρέτησαν οι ξερολιθιές, αφενός οριοθετώντας τις χρήσεις (κι ιδιοκτησίες), για τη σωστή κατανομή τους στο χώρο, αφετέρου βοηθώντας την καλλιέργεια της γης στους αγρούς, με τη δημιουργία αναβαθμίδων. Σε άλλες περιπτώσεις, με τις εφαρμοζόμενες πρακτικές, είχαμε ακόμη και δημιουργία εδάφους (ή και δάσους). Η βόσκηση δε του ορεινού, του ημιορεινού, ακόμη και του νησιωτικού χώρου, γινόταν κατά τρόπο που ν' αποφεύγεται η εξάντληση των λιβαδιών, αφού υπήρχε περιοδικά εναλλαγή των βοσκήσιμων γαιών, με τη βοσκοϊκανότητα του τόπου να διατηρείται -κατά το μάλλον ή ήτον- σταθερή. Είναι χαρακτηριστική, ως προς τη μέριμνα διαφύλαξης του αγροτικού τούτου χώρου, η περίπτωση των ≪χωριτών≫ στα χρόνια των Ισαύρων, δηλαδή των χωρικών που νοιάζονταν για την ισορροπία μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος όπου δραστηριοποιούνταν και του οικιστικού όπου ζούσαν, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα κι ακολουθώντας πρακτικές λελογισμένης διαχείρισής του.

kapetanios.2012.01.14.jpgΣοφός του πλάγιου αγρός: μια κεντησιά της γης!..

Βέβαια, καταχρηστική διαχείριση αυτού του χώρου (της υπαίθρου) γινόταν και τότε, από ασυνείδητους διαχειριστές, που πήγαιναν ενάντια στην κοινή λογική -εξάλλου, μια τέτοια διαχείριση, που γινόταν συστηματικά επί αιώνες, ήταν που διαμόρφωσε τα φτωχά κι υποβαθμισμένα περιβάλλοντα της χώρας, που απαιτούσαν ειδική διαχείριση για να σταθούν, όπως εν προκειμένω την καλλιέργειά τους με βαθμίδες. Όμως, πλέον τούτοι οι διαχειριστές αποτελούσαν την εξαίρεση στον κανόνα των σωστών διαχειριστών και στοχοποιούνταν για τις ενέργειές τους... Πρέπει δε να τονιστεί ότι, τ' αποτελέσματα της παραπάνω αρνητικής διαχείρισης, γίνονται άμεσα αντιληπτά και με συνέπειες επώδυνες, αφού έχουμε υποβάθμιση έως και κατάρρευση του συστήματος, σε σχέση με κείνα της λελογισμένης διαχείρισής τους, που ≪καθυστερούν≫ να φανούν, αφού με αυτήν γίνεται συντήρηση και σταδιακή επάνοδος του περιβάλλοντος σε ισορροπία. Σύγκριση επομένως ως προς τους χρόνους και τις προσπάθειες ανάμεσα σε τούτα, δε μπορεί να γενεί.

Ιδού η ωραία περιγραφή της διαχείρισης του νησιωτικού χώρου από τον φιλόσοφό του, τον Μανώλη Γλέζο, που αναφέρεται στην Τζιά: «Οι πετρόχτιστοι, χωρίς λάσπη κι όσο ένα μπόι, τοίχοι με τη στέψη τους, στεφανωμένοι από αγκαθωτά φύργανα (αχινοπόδια και αστοιβές και ασπαλάρθοι), όριζαν τα όρια της εγκαιριάς από την παραγκαιριά. Άλλο πάλι και τούτο. Δηλαδή; Οι εγκαιριές έμειναν οι αβόσκητοι τόποι, που πολλές φορές σπέρνονταν κιόλας με δημητριακά χορτονομής. Οι παραγκαιριές πάλι ήταν ο χώρος που μπορούσαν να βοσκήσουν τα κοπάδια με τα ζουλοπρόβατα. Την άλλη χρονιά άλλαζεν η λειτουργία του χώρου. Το κέρδος ήταν τριπλό. Πρώτον, οι χώροι που δε σπέρνονταν ξεκουράζονταν. Εφαρμογή της περιοδικής καλλιέργειας προς αγρανάπαυση. Δεύτερον, τα φυτά που φύτρωναν προλάβαιναν να βλαστήσουν, ν' αναπτυχθούν, ν' ανθίσουν και να καρπίσουν πριν τα καταβροχθίσουν οι λαίμαργες ζούλες. Ο σπόρος καβάλα στον άνεμο ταξίδευε παντού κι είχεν η γης ποώδη και θαμνώδη φυτοκάλυψη. Τρίτον, ο χωρισμός της γης σ' έγκαιρα και παράγκαιρα χωράφια αποσκοπούσε και στο να εξαλείψει το επικίνδυνο τσιμπούρι. Το φοβερό αυτό παράσιτο που αποζυμά το αίμα των θηλαστικών ζώων και εικοσαπλασιάζει το μέγεθός του...» (Γλέζος Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1997, σελ. 238).

Έτσι, στα πλαίσια διαχείρισης του άγονου κι άνυδρου επικλινούς αγροτικού χώρου, οι αγρότες τον τοίχιζαν (με την κατασκευή ξερολίθινων τοίχων) ή τον φύτευαν (με είδη εδαφοσυγκρατητικά), για να τον κρατήσουν, ούτως ώστε να τον καλλιεργήσουν. Τούτο συνετέλεσε στην οχύρωσή του, αλλά και στην αισθητική του αναβάθμιση -η οποία ενισχύθηκε με τα στοιχεία του αγροτικού εκεινού φυσικού χώρου, που του έδωσαν αξία γιατί τον προήγαγαν και δεν τον υποβάθμισαν (π.χ. μάντρες, φυτοφράχτες, μικρές συστάδες, ντάμια, αυλάκια, μύλοι, γεφύρια κ.ά.) Τα θαυμαστά αγροτικά τοπία τού όχι πολύ μακρινού παρελθόντος, «χτίστηκαν» από τον Έλληνα αγρότη, κι αποτέλεσαν υψηλής οικολογικής αξίας φυσικά τοπία. Είναι χαρακτηριστική ως προς τούτο η παρατήρηση του καθηγητή της Δασολογικής Σχολής Πέτρου Κοντού, ο οποίος το 1930 ανέφερε ότι, «μόνον αγρότες τινές, ανεδάσωναν με κυπαρίσσια πολλές μικροεκτάσεις των, ώστε όχι μόνον η παραγωγή ξύλου ν' αυξήσει εκεί, αλλά και το τοπείον ν' αποβεί αισθητικώς πολύ ωραιότερον» (Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων αγροτικής πολιτικής», έκδοση δεύτερη, τύποις Μ. Τριανταφύλλου & Σίας, Θεσσαλονίκη 1932, σελ. 194).

kapetanios.2012.01.13.jpgΣτα βραχοτόπια, μια ξερολιθιά! Όριζε ιδιοκτησία, εν λιβάδι ίσως;

* Στο παρόν δοκίμιο μελετούμε τους ξερολίθινους τοίχους, που τους λέμε ξερολιθιές, οι οποίοι κρατού(σα)ν το επικλινές έδαφος για να μη διαβρώνεται, και να μπορεί ταυτόχρονα να καλλιεργείται, καθώς κι αυτούς που οριοθετούσαν αγρούς, αγροικίες, λιβάδια κ.ά. (μάντρες-περιφράξεις). Ξερολίθινη όμως είναι και κάθε κατασκευή με πέτρες χωρίς συγκόλησή τους, που ο άνθρωπος της υπαίθρου χρησιμοποιεί για να εξυπηρετηθεί στο δύσκολο μεσογειακό περιβάλλον της πέτρας και της τραχιάς, στεγνής (συνήθως) γης οπού διαβιεί. Τέτοιες (άλλες) κατασκευές είναι οι λιθοσωροί από μικρές πέτρες, που παλαιότερα κάλυπταν το έδαφος στους ελαιώνες, για τη μείωση της φυσικής εξάτμισης του νερού απ' αυτό, οι υποστηρικτικές ή οι βοηθητικές κατασκευές της καλλιέργειας των αγρών (ντάμια, πηγάδια, αποθήκες κ.ά.), οι οριοθετήσεις μονοπατιών/δρομίσκων στους αγρούς, οι επιστρώσεις με ασύνδετους λίθους του εδάφους, τα καλντερίμια των οικισμών, τα αλώνια, οι μύλοι, τα αυλάκια κ.ά.

του Αντώνιου Καπετάνιου

Πηγές(Του επιστημονικού αντικειμένου του δοκιμίου. Του λογοτεχνικού, οι πηγές αναφέρονται στο κείμενο)
  • Allen D., «Mediterranean Ecogeography», Pearson Education LTD, Essex, UK 2001.
  • Biswell H. H., Λιάκος Λ. Γ., «Λιβαδοπονική», Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1962.
  • Brooks Al., Adcock S., «Dry Stone Walling. A practical handbook», BTCV, 2004
  • Centre Naturopa, «Farming and Wildlife», Council of Europe, Strasbouurg 1989.
  • Darlington A., «The Ecology of Walls», Heinemann, 1981.
  • Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, «Αγροτικό περιβάλλον και πουλιά», http://www.ornithologiki.gr/gr/kap/gr/agr/print.htm.
  • Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αριθ. C 074 της 23ης-3-2005, σ. 0062-0067, Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η γεωργία στις περιαστικές περιοχές», http://europa.eu.int/eur-lex/lex/LexUriServ/LexUriServ.do/uri=CE.
  • Ζαβιτσάνου Γ., «Ξερολιθιές: μικρά αρχιτεκτονικά θαύματα..., στα αζήτητα», περιοδ. ΟΙΚΟ της Καθημερινής, τεύχος 47ο, Αύγουστος 2006.
  • Forman R.T.T., Godron M., «Landscape Ecology», Wiley, New York 1986.
  • Garner L., «Dry Stone Walls», Shire Publications, 2001.
  • Hart E., «The Dry Stone Wall Handbook», Thorsons, 1980.
  • Hawkes J., «A Land», Penguin, 1951.
  • Ισπικούδης Ι., «Ιστορική και πολιτισμική θεώρηση των δασογεωργικών συστημάτων», από τον συλλογικό τόμο «Δασογεωργικά συστήματα χρήσης γης», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
  • Καρακώστα Σ., «Συνέπειες της κρίσης της γεωργίας στη φύση και στην κοινωνία», επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Προστασία περιβάλλοντος και γεωργική παραγωγή», πρακτικά, Θεσσαλονίκη 21-23 Μαρτίου 1989.
  • Καρανδεινός Μ., Λεγάκις Α. (επιμέλεια), «Το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλόζωων της Ελλάδας», έκδοση Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας & Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1992.
  • Κατσαδωράκης Γ., «Γιατί προστατευόμενες περιοχές;», περιοδ. Οιωνός, τεύχος 25ο, Άνοιξη 2006.
  • Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων αγροτικής πολιτικής», έκδοση δεύτερη, τύποις Μ. Τριανταφύλλου & Σίας, Θεσσαλονίκη 1932.
  • Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων», GRA εκδόσεις, Αθήνα 2008.
  • MacDicken G.K., Vergana T.N., «Introduction to Agroforestry», John Wiley & sons, New York 1990.
  • Μιχαήλ Γ., Παγκρατίου Ελ., Πουλογιάννη Ν., «Εγχειρίδιο ξερολιθικών κατασκευών: Τοίχοι», Ιωάννινα 2009.
  • Murs de Pierres se ́ches: Manuel pour la construction et la refection, Fondation, Actions en Faveur de l' Environnement, Suisse 1996.
  • Naveh Z., Lieberman A.S., «Landscape Ecology: Theory and Application», Springer-Verlag, New York 1984.
  • Naveh Z. και Vernet J-L., «The Palaeohistory of the Mediterranean biota», Groves & Di Castri, 1991.
  • OECD, Environmental Indicators for Agriculture: Volume 3 Methods and results - Paris, Organization for Economic Co-operation and Development, 2001.
  • Παπαζαχαρίου Ζ., «Διασταυρούμενες διεκδικήσεις της υπαίθρου και της πόλης ορατές στο τοπίο», από το συλλογικό τόμο με τίτλο «Η διεκδίκηση της υπαίθρου. Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας & εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2009.
  • Παπαϊωάννου Τ., «Αρχέγονοι πέτρινοι τοίχοι», εφημ. Ελευθεροτυπία, φύλλο 26ης-8-2006.
  • Παπαναστάσης Β., Νοϊτσάκης Β., «Λιβαδική οικολογία», εκδ. Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη 1992.
  • Σαρλής Γ. Π.,»Βελτίωση και διαχείριση φυσικών βοσκοτόπων», τόμος Α, εκδ. Α. Σταμούλης, Αθήνα 1998.
  • Σκουτέλης Ν., «Σχέσεις όσμωσης στις παρυφές της πόλης», από το συλλογικό τόμο με τίτλο «Η διεκδίκηση της υπαίθρου. Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας & εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2009.
  • Τρούμπης Ανδρ., «Οικολογικό τοπίο: το παιχνίδι της κλίμακας», επιστημονικό συμπόσιο για το Αγροτικό Τοπίο, Κτήμα Μερκούρη, Κορακοχώρι Ηλείας 19-7-2003.
  • Tucker G. M. and J. Dixon, (1997) Agricultural and grassland habitats. Pq 267-325. In Tucker, G.M. and Evans, M.I. Eds. (1997) Habitats for Birds in Europe: A Conservation Strategy for the Wider Environment. Bird Life International, Cambridge (UK). (Bird Life Conservation Series No. 6).
  • Van Dijk G., Biodiversity and multi-functionality in European agriculture: priorities, current initiatives and possible new directions. Paper presented at the ECNC seminar in Brussels in March 2001, Geneva, UNEP-ROE.
  • Wilson E., «Το μέλλον της ζωής», τίτλος πρωτοτύπου: «The Future of Life», μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, επιστημονική επιμέλεια: Σπύρος Σφενδουράκης, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 2002.
  • Χατζηλάκου Δ. (επιμέλεια), «Επιπτώσεις έργων και δραστηριοτήτων στα πτηνά και τους βιοτόπους τους. Διαχείριση βιοτόπων ορνιθοπανίδας», έκδοση Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1999.πηγήwww.greekarchitects.gr/

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ..

Παντελόνι

Το παντελόνι ή πανταλόνι, ως ένδυμα που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος περιβάλλοντας ξεχωριστά τα σκέλη, αποτελούσε στο παρελθόν, συχνά και στις μέρες μας, την κατ΄ εξοχήν εκδήλωση ανδρισμού. Μετά από αναζήτηση της λέξης στις λατινογενείς γλώσσες προκύπτει να χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες, προσδιορίζοντας αυτό ακριβώς το είδος ένδυσης. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι προέρχεται από την ιταλική pantaloni που αποτελεί τον πληθυντικό του ονόματος Pantalone, κι αυτό με τη σειρά του από το αρχαιοελληνικό Πανταλέων που ετυμολογείται ως “(πάντα= όλως), εντελώς λέων”. Ο Πανταλόνε αποτελεί βασικό ήρωα της ιταλικής κωμωδίας (commedia de l΄ arte) ο οποίος χαρακτηριζόμενος από εξαιρετική απληστία, ταυτίζεται με το “χρήμα”. Η καταγωγή του χαρακτήρα χρονολογείται πριν την εμφάνιση των ιταλικών κωμικών θεατρικών παραγωγών (1560) και σύμφωνα με τον Βρετανό καθηγητή της ιστορίας του δράματος Νικόλ Αλλαρντάυς η πιθανότερη εξήγηση για το όνομά του είναι ότι κρατά από την ιταλική φράση “Pianta Leone” (φυτό λιοντάρι) παραπέμποντας στο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, οι εκπρόσωποι της οποίας “φύτευαν” λιοντάρια απ΄ όπου κι αν περνούσαν. Από την άλλη πλευρά, με το όνομα Πανταλέων, συναντάμε, τουλάχιστον, έναν ευγενή Αθηναίο ο οποίος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλους “φρόνιμους” άνδρες, τον Πυδναίο εταίρο του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα που τοποθετήθηκε φρούραρχος στη Μέμφιδα, αλλά και τον Έλληνα βασιλιά της ινδικής Βακτρίας. Όπως και να ΄χει, ο ιταλός Πανταλόνε που περιγράφεται ως γέρος, καμπούρης, μίζερος, τσιγκούνης, αλλά και ευφυής, ικανός έμπορος, πρακτικός, γυναικάς όχι όμως και γυναικοκατακτητής, φορούσε παντελόνι! Πράγματι, ο ήρωας αυτός με το χαρακτηριστικό περπάτημα, για το μέγεθος των αλμάτων του, παρουσιάζεται φορώντας εφαρμοστό παντελόνι το οποίο επιπλέον έχει μήκος μέχρι τους αστραγάλους. Χαρακτηριστικά που διατηρήθηκαν ακόμη και σε σύγχρονους χαρακτήρες που βασίζονται σε αυτόν, όπως ο κακός πάμπλουτος κ. Μπερνς (η επιτομή του Πανταλεόνε) στη σειρά “Οικογένεια Σίμσονς”.

Ωστόσο, το παντελόνι φαίνεται να χρονολογείται πολλά πολλά χρόνια πριν το φορέσει ο Ιταλός αρχιτσιγκούνης. Ειδώλια που βρέθηκαν στη Σιβηρία και χρονολογούνται από την ανώτερη παλαιολιθική εποχή, οπότε έκανε την εμφάνισή του ο homo sapiens, αναπαριστούν ανθρώπους με παντελόνια ενώ αργότερα σε αττικά ερυθρόμορφα έργα της αγγειοπλαστικής τέχνης (500-520 π.τ.ε.μ.) παρουσιάζονται Σκύθες παντελονοφόροι πολεμιστές. Με το ένδυμα αυτό αποτυπώνονται οι σκύθες σε αγγεία λαών της περιοχής γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα όπως αυτό που εικονίζεται δεξιά και χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.τ.ε.μ. Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη αναφορά στο συγκεκριμένο είδος ενδύματος, ανάγεται τον 6ο αιώνα π.τ.ε.μ. στην ελληνική ιστοριογραφία, όπου περιγράφονται οι Πέρσες και Σκύθες ιππείς αλλά και οι σύμμαχοι λαοί των πρώτων, όπως οι Βάκτριοι και οι Αρμένιοι. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Αρριανός περιγράφουν λεπτομερώς τις στολές των λαών αυτών προσδιορίζοντας μάλιστα, ότι οι Σκύθες φορούσαν “αναξυρίδες”. Με τον όρο αυτό περιέγραφαν οι Αρχαίοι Έλληνες τα εφαρμοστά παντελόνια της φυλής αυτής ενώ με τον όρο “σαράβαρα” πιθανόν τα χαλαρά παντελόνια (σαλβάρια). Η χρήση των λέξεων αυτών γινόταν μάλλον περιφρονητικά από τους προγόνους μας,καθώς θεωρούσαν γελοία και βαρβαρική συνήθεια την ένδυση με παντελόνια. Επίσης μια ακόμη λέξη που χρησιμοποιούσαν το ίδιο περιφρονητικά για το ρούχο αυτό, και ειδικότερα για το φαρδύ παντελόνι των Περσών, ήταν “θύλακος” που σημαίνει “σάκος”.

Η ίδια αντιμετώπιση, απαξιωτική προς τους “βαρβάρους”, διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας όταν η αυτοκρατορία περιοριζόταν στη Μεσόγειο. Όμως, αργότερα με την προς βορρά εξάπλωσή της, το παντελόνι άρχισε να αναγνωρίζεται ως μέσο προστασίας έναντι των καιρικών συνθηκών. Δύο ήταν οι τύποι στρατιωτικού παντελονιού που φορέθηκαν από τους Ρωμαίους. Το εφαρμοστό Feminalia που έφθανε μέχρι το μέσο της κνήμης και το φαρδύ Braccae που έκλεινε στην περιοχή των αστραγάλων. Και τα δύο, που φορούσαν αρχικά οι Κέλτες, έτυχαν στη συνέχεια μεγαλύτερης αποδοχής και σε ανατολικότερους λαούς όπως οι Τεύτονες. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, το παντελόνι υιοθετήθηκε και ως πολιτική περιβολή κατασκευαζόμενο από διάφορα υλικά όπως δέρμα, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι. Στην εικόνα αριστερά φαίνεται η πολεμική και η καθημερινή τυπική ενδυμασία των Κελτών (600 π.τ.ε.μ.-200).

Παντελόνια διαφόρων σχεδίων φορέθηκαν κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, κυρίως από τους άνδρες. Φαρδιά παντελόνια φορούσαν οι Βυζαντινοί κάτω από τους χιτώνες τους, και άνδρες “βαρβαρικής” προέλευσης που μετανάστευσαν προς την Ευρώπη τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από πηγές και κειμήλια. Την περίοδο αυτή τα ονόμαζαν “brais”, διέφεραν ως προς το μήκος, συχνά έκλειναν με μανσέτα, μπορεί να κάλυπταν πλήρως τα πόδια ή να τα άφηναν να διαγράφονται ξεχωριστά. Από τον όγδοο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι φοριόταν στην Ευρώπη, ειδικά από τους άνδρες της ανώτερης τάξης, ένα παντελόνι δύο στρωμάτων. Το εσωτερικό παντελόνι από τον 16ο αιώνα και έπειτα αναφέρεται από τους ιστορικούς ως “σώβρακο”. Πάνω από αυτό φορούσαν παντελόνι, μάλλινο ή λινό, το οποίο από τον 10ο αιώνα άρχισε να ονομάζεται “βράκα”. Το μήκος, το ζωνάρι και οι απολήξεις, διέφεραν ανά εποχή, γεωγραφική περιοχή και κοινωνική τάξη. Αν και ο Καρλομάγνος (742-814) περιγράφεται με παντελόνι και μόνο σε τελετές με το βυζαντινό χιτώνα του, η επίδραση των Ρωμαίων και του Βυζαντίου οδήγησε σταδιακά στην επαναφορά του χιτώνα ως ανδρική ενδυμασία. Με τον τρόπο αυτό το παντελόνι κρυβόταν και σιγά σιγά ξέπεσε σε εσωτερικό ρούχο. Όπως και τα εσώρουχα έτσι κι αυτό το παντελόνι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, είχε ποικίλο μήκος, από κοντό έως μακρύ, ανάλογα με το εξωτερικό ένδυμα, ενώ ονομαζόταν αντίστοιχα με ποικίλες λέξεις όπως “σωλήνας” ή “κάλτσες”.

Τον 14ο αιώνα, συνηθιζόταν μεταξύ των ευγενών και των ιπποτών να συνδέεται ο “σωλήνας” με το θώρακα που φοριόταν κάτω από το πανωφόρι προσδίδοντας προστασία και εύρος ανατομικών διαστάσεων. Έτσι άρχισε να αντικαθίσταται το διπλό παντελόνι (σώβρακο-βράκα). Τον επόμενο αιώνα, η κατάργηση του χιτώνα οδήγησε στην ευρεία χρήση του διπλού παντελονιού μέχρι που καταργήθηκε κι αυτό από πιο μοντέρνα εφαρμοστά παντελόνια με σφιχτό λάστιχο στη μέση. Αυτά τα παντελόνια που σήμερα θα λέγαμε “καλσόν” ή “σωλήνες” εμφανίσθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα και έφεραν ένα ανεξάρτητο κομμάτι για την προστασία του καβάλου. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η εμφάνιση των ανδρών, ομολογουμένως αποκαλυπτική μ΄ ένα κολάν κι ένα πουκάμισο, τύγχανε αποδοχής μόνο από τις ανώτερες τάξεις και όχι από τον λαό. Στην Ουγγαρία τον ίδιο αιώνα, οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν επίσης ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι, ως εσώρουχα, όμως έριχναν επάνω τους ένα ράσο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γούνα ή παλτό μουτόν. Γενικά οι Ούγγροι φορούσαν απλά παντελόνια, ασυνήθιστα μόνο κατά το χρώμα, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους καλυπτόταν από τους μανδύες, όπως φαίνεται και στο σχέδιο αριστερά.

Τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ένα παντελόνι στη φιλοσοφία του σωλήνα το οποίο σταματούσε κάτω από τον καβάλο. Στο σημείο αυτό στερεώνονταν οι “σωλήνες” που έφταναν κάτω από το γόνατο. Το υπόλοιπο πόδι καλυπτόταν από κάλτσες ή άλλους “σωλήνες”. Στα τέλη του ίδιου αιώνα η καλύπτρα του καβάλου είχε ενσωματωθεί με τους “σωλήνες” που έφθαναν μέχρι τα γόνατα διαμορφώνοντας ένα παντελόνι με άνοιγμα μπροστά. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι άνδρες πολίτες δημιούργησαν ένα κοστούμι για την εργατική τάξη, το κάτω μέρος του οποίου εμπνεύσθηκαν από τη φορεσιά του ήρωα της ιταλικής κωμωδίας Πανταλόνε. Με τον τρόπο αυτόν σημείωσαν τη διαφορετικότητά τους σε σχέση με την αστική τάξη, οι άνδρες της οποίας φορούσαν “βράκα”. Η νέα φορεσιά των επαναστατών διέφερε από εκείνη των καθεστωτικών κυρίως σε τρία σημεία του παντελονιού: ήταν άνετο αντίθετα από τη “βράκα”, είχε μήκος μέχρι τον αστράγαλο και ήταν ελεύθερο στο κάτω μέρος. Το ίδιο στυλ εισήχθη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα από τον εικονιζόμενο δεξιά Μπο Μπρούμελ, τον γνωστό και ως “ωραίο Μπρούμελ”, Άγγλο δανδή που επηρέασε στο μέγιστο βαθμό τις στυλιστικές συνήθειες των Βρετανών. Ωστόσο τα παντελόνια το γκολφ και του κυνηγιού εξακολουθούσαν να έχουν μήκος μέχρι το γόνατο.

Από την εποχή αυτή και μετά το παντελόνι υιοθετήθηκε από τους άνδρες, σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα είδη, όπως για παράδειγμα το σορτς για τους αθλητές, τα αγόρια και τα τροπικά μέρη ενώ η “βράκα” διατηρήθηκε ως ένδυση μέχρι τον 20ο αιώνα σε ορισμένα δικαστήρια και αθλήματα. Στην καθιέρωση και διάδοση του παντελονιού θεωρείται ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι ναυτικοί που ήδη από τον 16ο αιώνα φορούσαν φαρδιά παντελόνια σε συνδυασμό ή όχι με “σωλήνες”, τα χαρακτηριστικά “galligaskins” όπως φαίνονται στον πίνακα αριστερά. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η ετυμολογία της λέξης αυτής σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης. Πρώτη εκδοχή είναι ο συνδυασμός των λέξεων galley+ Gascon. Η μεν πρώτη σημαίνει μαγειρεία, μαγειρεία πλοίου και τριήρης ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη χώρα των Βάσκων και ειδικότερα με το κομμάτι της νοτιοδυτικής Γαλλίας όπου κατοικούσαν Βάσκοι, γνωστή περιοχή ως πατρίδα του ντ΄ Αρτανιάν, του Συρανό ντε Μπερζεράκ, του Ανρί του Γ΄ αλλά και του φουα γκρα. Η δεύτερη εκδοχή αφορά στην παρωχημένη γαλλική λέξη “gargesque” που προέρχεται από το θηλυκό της ιταλικής λέξης “grechesco” που σημαίνει “ελληνικό”.

Όμοια συνεισφορά είχε ο κλάδος των ναυτικών και στη διάδοση του μπλουτζίν. Πράγματι το ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη ραφή των “galligaskins” οι Γενουάτες ναυτικοί ήταν το γνωστό μας ντένιμ, η προέλευση της ονομασίας του οποίου αμφισβητείται αν οφείλεται στην υφασματοπαραγωγική γαλλική πόλη Νιμ. Πάντως, έχει επιβεβαιωθεί ότι το ύφασμα που παραγόταν από μαλλί και μετάξι, ήταν γνωστό στη Γαλλία από τον 17ο αιώνα ενώ στα τέλη του λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής του και στην Αγγλία. Έτσι, εξετάζεται και το ενδεχόμενο να έχει δοθεί το όνομα από τους Άγγλους ώστε να του προσδώσουν λίγη από τη γαλλική φινέτσα. Την ίδια περίοδο στo Λάνκασαϊρ (Αγγλία) αναφέρεται η παραγωγή του “τζιν”, ενός υφάσματος από μείγμα βαμβακιού με μαλλί ή λινό, η ονομασία του οποίου πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Γένοβα. Στα τέλη του 18ου αιώνα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού εργοστάσια παρήγαγαν ντένιμ βαμβακερό ύφασμα αλλά και τζιν για διαφορετική χρήση. Με το πρώτο ράβονταν ρούχα εργασίας ενώ με το άλλο ρούχα γενικότερης χρήσης.

Το 1850, o Βαυαρός Λεβί Στρος, λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στις ΗΠΑ αποφάσισε να ταξιδέψει στην περιοχή της Καλιφόρνια όπου ζούσαν και εργάζονταν χρυσοθήρες, πουλώντας ξηρούς καρπούς και υφάσματα. Έχοντας παρατηρήσει ότι είναι αναγκαία τα ανθεκτικά ρούχα δημιούργησε φόρμες εργασίας από σκληρό ύφασμα τις οποίες αργότερα ξεκίνησε να ράβει από ντένιμ που ήταν πιο μαλακό και ανεκτό από τους εργάτες. Έτσι καθιερώθηκε σαν έμπορος και διακινητής ενδυμάτων από ντένιμ τις δύο επόμενες δεκαετίες. Το 1872 ο ράφτης Τζέικομπ Ντέιβις, ο οποίος χρησιμοποιούσε υφάσματα του Στρος, αναζητώντας επενδυτή για να πάρει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να αρχίσει να κατασκευάζει ένα νέου τύπου παντελόνι από ύφασμα ντένιμ με μεταλλικές ενισχύσεις στις τσέπες, ώστε να μην σκίζονται εύκολα, απευθύνθηκε στον ίδιο τον Στρος. Έτσι λοιπόν, από την επόμενη χρονιά, οι δύο συνεταίροι ξεκίνησαν τη μαζική παραγωγή ενός νέου είδους παντελονιού, του μπλουτζίν, που έμελλε να γράψει ιστορία.

Την ίδια εποχή σε μια άλλη περιοχή του πλανήτη δημιουργείται το χακί παντελόνι που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους περισσότερους στρατούς. Στη χώρα των “πέντε ποταμών” στην Ινδική Παντζάμπ ο Σερ Χάρι Λούμσντεν επικεφαλής στρατεύματος των Βρετανών αποικιοκρατών θεώρησε ότι οι στρατιώτες ήταν καλύτερο να ντύνονται σύμφωνα με τον τοπικό ενδυματολογικό κώδικα, φορώντας δηλαδή μπλούζα, παντελόνι και τουρμπάνι, όλα λευκά και βαμβακερά. Την επόμενη χρονιά τα λευκά παρέδωσαν τη θέση τους σε ένα γκρι χρώμα που πετύχαιναν με χρωστική από το φυτό Μαζαρί που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για καμουφλάζ διάφορες αφγανικές φυλές. Ωστόσο με τη χρωστική αυτή δεν ήταν δυνατόν να βαφούν τα δερμάτινα μπουφάν κι έτσι εναλλακτικά έκαναν πρόσμειξη του χρώματος με χυμό μουριάς. Έτσι γεννήθηκε το “χακί” το οποίο στην ινδουιστική γλώσσα σημαίνει “σκόνη”. Παντελόνια –και γενικά στολές- χακί φορούσαν οι Βρετανοί το 1868 όταν επιχειρούσαν κατά της Αιθιοπίας, και στον πόλεμο των Μπόερς (1899-1902). Οι Αμερικανοί το φόρεσαν πρώτη φορά το 1898 στον πόλεμο με την Ισπανία για τον έλεγχο της Κούβας. Σήμερα, το χακί παντελόνι φοριέται και ως πολιτικό ρούχο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια, Διονύσιος Τσόκος (1814 ή 1820-1862)

Στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι εμφάνιζαν ποικίλη ενδυματολογική συμπεριφορά. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για την ενδυμασία των ανδρών στις Εθνοσυνελεύσεις όπου οι πληρεξούσιοι φορούσαν φουστανέλες, ράσα, φράγκικα, ασιατικές βράκες και άλλα. Από τους πρώτους που διακωμωδούσαν τη συγκεκριμένη ενδυματολογική ανομοιομορφία ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος ο οποίος ντυνόταν ευρωπαϊκά. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι η ένδυση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υποδήλωνε μόνο τη γεωγραφική και την ταξική καταγωγή των κατοίκων αλλά επιβαλλόταν κιόλας καθώς οι Τούρκοι μισούσαν τα φράγκικα ρούχα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική παράγραφος επιστολής του Ένγκελς προς τον Μαρξ (9/3/1853): “Αν κάποιος Ευρωπαίος πέσει θύμα κακομεταχείρισης στην Τουρκία, το φταίξιμο είναι δικό του, αφού ο Τούρκος δεν μισεί τη θρησκεία και τον χαρακτήρα, παρά μονάχα τα στενά βρακιά των Φράγκων”! Τελικά, μισό αιώνα μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, η χώρα μας έχοντας υιοθετήσει και αποπέμψει έναν φουστανελοφόρο βορειοευρωπαίο βασιλιά, κατάφερε να αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό ενδυματολογική ομοιομορφία. Το 1870 όχι μόνο εγκαταλείφθηκε η φουστανέλα, που τόσο βόλευε τον Καραϊσκάκη στην επίδειξη των οπισθίων του στους Τούρκους, αλλά πολύ γρήγορα το ανδρικό, ευρωπαϊκού τύπου, κοστούμι πέρασε και στα λαϊκά στρώματα. Εξάλλου ήταν οικονομικά πιο προσιτό. Σε ό,τι αφορά στο στρατό, το “χακί” εισήχθη το 1908 ως αποκλειστική στολή εκστρατείας και ασκήσεων. Θεωρείται μάλιστα μεγάλη καινοτομία στην εξέλιξη της ελληνικής στρατιωτικής στολής και ειδικότερα το παντελόνι που ήταν κοντό, φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν με κνημίδες.

Στις μέρες μας οι δυτικοί άνδρες φορούν παντελόνια με εξαίρεση τις τελετουργικές ενδυμασίες των Σκώτων, των ιερέων, των Ελλήνων και άλλων κυρίως βαλκάνιων, των ακαδημαϊκών και σπανιότερα δικαστών, αλλά και τα ρούχα του σπιτιού όπως οι ρόμπες. Σε πολλές ασιατικές και αφρικανικές χώρες το παντελόνι καλύπτεται συνήθως από μανδύες ανάλογα με την γεωγραφική, ταξική και θρησκευτική προέλευση των ανδρών.

Μπορεί όμως στο δυτικό κόσμο και στις χώρες της Εγγύς Ανατολής το παντελόνι να κυριάρχησε ως ανδρικό ένδυμα από τον 19ο αιώνα, ωστόσο στις χώρες της “άλλης” Ανατολής τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Στην Κίνα, η ρόμπα ως ανδρικό και γυναικείο ένδυμα είναι στενά συνδεδεμένη με τον πανάρχαιο πολιτισμό και εξελίχθηκε ανάλογα με τις αυτοκρατορικές γενιές. Το χρώμα, το σχέδιο και η διακόσμηση της κινέζικης ρόμπας δήλωνε την ταξική προέλευση επί χιλιετίες ολόκληρες. Ωστόσο, την περίοδο της δυναστείας των Χαν (25-220) αναφέρεται ότι όλοι οι άνδρες, εργάτες, αγρότες, επιχειρηματίες, και γραφείς, φορούσαν κοντό σακάκι, παντελόνι και από πάνω μια κοντή φούστα. Αναφορές υπάρχουν και για τη δυναστεία των Μινγκ (1368–1644) οπότε οι εργάτες φορούσαν παντελόνι με μαύρη χαρακτηριστική ζώνη ενώ στην επόμενη δυναστεία των Τσινγκ (1644–1911) το παντελόνι εμφανίζεται σε συνδυασμό με φούστα, κεντημένο ή με ανάγλυφη διακόσμηση. Τελικά, το είδος αυτό μπορεί να μην αποτελούσε το σημαντικότερο στοιχείο της ένδυσης των Κινέζων, όμως προκύπτει ως αναπόσπαστο μέρος της. Πράγματι, το παντελόνι βρίσκεται και στις κατηγορίες των παραδοσιακών κινεζικών ενδυμάτων ( pien-fu, ch'ang-p'ao και shen-i), ανεξάρτητο ή ραμμένο με το πουκάμισο και πάντως, αποτέλεσε βασικό ένδυμα για άντρες και γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Στη χώρα του κιμονό, το παντελόνι αποτελεί βασικό κομμάτι της παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς. Παντελόνια κοντά ή μακριά, φτιαγμένα από διάφορα υφάσματα, μονόχρωμα, καρό, κεντημένα, με τιράντες ή όχι, φοριούνται πολλούς αιώνες από τους Ιάπωνες σε κάθε δραστηριότητά τους. Επίσης, οι Κορεάτες φαίνεται να φορούσαν παντελόνι από τον 15ο αιώνα, ίσως για μικρό διάστημα. Ωστόσο, εκεί παντελόνι φορούσαν και τα δύο φύλα. Οι άνδρες φορούσαν παντελόνι (paji) τόσο ως εξωτερικό ένδυμα όσο και ως εσώρουχο κάτω από φούστες, ενώ οι γυναίκες το φορούσαν ουσιαστικά ως εσώρουχο (sokgot), επίσης κάτω από φούστα. Όπως και στην Ευρώπη, έτσι κι εκεί το είδος διαφοροποιούταν ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και το φύλο περιλαμβάνοντας απλό αφοδράριστο ύφασμα (gouei) έως παραγεμισμένο (sombaji).

Οι γυναίκες άργησαν να φορέσουν παντελόνια ή για την ακρίβεια καθυστέρησε πολύ η άρση της απαγορευτικής νομοθεσίας. Ο μυθικός λαός των Αμαζόνων απεικονίζεται με παντελόνια ενώ όπως αναφέρθηκε οι Κορεάτισσες φαίνεται να φορούσαν κι αυτές, πάντα όμως με φούστα. Μέχρι το 1970, ακόμη και οι δυτικές κοινωνίες δεν αποδέχονταν το παντελόνι στις γυναίκες αν και πολλές από αυτές αρέσκονταν κατά καιρούς να “σκανδαλίζουν” την κοινωνία. Στη Γαλλία με νόμο του 1799, ο οποίος βρίσκεται ακόμη σε ισχύ (!) “καμία γυναίκα δεν πρέπει να φορά άλλα ρούχα από αυτά του φύλου της για λόγους υγείας”. Υπήρξαν όμως, και γυναίκες που αδιαφορούσαν για τις διατάξεις του νόμου όπως η φεμινίστρια συγγραφέας Γεωργία Σάνδη (1804-1876) που συνήθιζε να ντύνεται με ανδρικά ρούχα για να “διεισδύσει” σε απαγορευμένους για γυναίκες χώρους. Η ιστορικός Κριστίν Μπαρντ αναφέρει επίσης ότι το παντελόνι φοριόταν συχνά από γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων που αψηφούσαν την απαγόρευση: “Ο λόγος για εργάτριες, χωριάτισσες, περιπετειώδεις, συγγραφείς, καλλιτέχνιδες, μαχήτριες, επαναστάτιδες...” . Τη δεκαετία του 1960, ο μόδεστρος Αντρέ Κουρέζ εισήγαγε ως μόδα το μακρύ παντελόνι για τις γυναίκες, ωθώντας και τους άλλους σχεδιαστές να τον ακολουθήσουν. Σύντομα το παντελόνι αναγνωρίσθηκε ως γυναικεία ενδυμασία σε όλους τους χώρους: στα σχολεία, στους χώρους εργασίας και στα καλά εστιατόρια.

Απέναντι, στη Μεγάλη Βρετανία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, εργάτριες στα ανθρακωρυχεία του Γουίγκαν φορούσαν παντελόνια, γεγονός που κρινόταν από τη βικτωριανή κοινωνία ως σκανδαλώδες! Ωστόσο οι γυναίκες αυτές έκαναν μια εξαιρετικά επίπονη χειρωνακτική εργασία η οποία δεν θα γινόταν εύκολα με τις μακριές φούστες που επέβαλε η εποχή. Στο σημείο αυτό αξίζουν προσοχής ορισμένα στοιχεία για την πόλη Γουίγκαν, το όνομα της οποίας σημαίνει στη γλώσσα μας “χονδρό πανί” και ανήκει στην περιοχή του Λάνκσαϊρ όπου, όπως αναφέρθηκε, λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής τζιν υφάσματος. Η πόλη έγινε γνωστή, κυρίως, για τα ανθρακωρυχεία της, τα οποία εκτείνονταν σε αρκετά χιλιόμετρα αλλά και για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν. Ο Τζώρτζ Όργουελ στο βιβλίο του με τίτλο “Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν” περιγράφει, με τα πιο μελανά χρώματα, τη ζωή της εργατικής τάξης στην περιοχή, κριτικάροντας την κοινωνική αδικία, την ανεργία, την εξαθλίωση και τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα ανθρακωρυχεία και τις βιομηχανίες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο πλαίσιο της καθιέρωσης “δελτίου ενδυμάτων” πολλές Βρετανίδες άρχισαν να φορούν τα ρούχα των συζύγων τους, που υπηρετούσαν στο μέτωπο, προκειμένου να πάνε στη δουλειά τους. Στη φωτογραφία εργάτριες στο Λονδίνο το 1940. Η πρακτική αυτή δεν καταδικάστηκε ίσως επειδή διευκόλυνε τις γυναίκες να χρησιμοποιούν τα κουπόνια για την προμήθεια άλλων, κρισιμότερων αγαθών. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οι πωλήσεις των γυναικείων παντελονιών, στη χώρα, είχαν πενταπλασιαστεί.

Στην αμερικανική Δύση οι αγρότισσες φορούσαν από τον 19ο αιώνα παντελόνια, κυρίως ιππασίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παντελόνι άρχισε να διαδίδεται και στις εργαζόμενες γυναίκες ειδικότερα μετά την προβολή τους από τις γυναίκες αεροπόρους. Σημαντική επίσης ήταν η επίδραση του Χόλιγουντ με την Μάρλεν Ντίντριχ και την Κάθριν Χέπμπορν να φωτογραφίζονται πολύ συχνά φορώντας παντελόνι. Εξάλλου η Χέπμπορν ήταν κόρη μιας Αμερικανής φεμινίστριας της Κάθριν Μάρθα Χάουτον. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου οι γυναίκες που δούλευαν σε εργοστάσια παραγωγής προϊόντων σχετικών με τον πόλεμο φορούσαν συνήθως παντελόνι ενώ μετά τη λήξη το είδος διαδόθηκε ως γυναικείο ένδυμα κηπουρικής, διακοπών και άλλων παρόμοιων-ανεπίσημων δραστηριοτήτων. Και στην Αυστραλία όμως, οι γυναίκες αεροπόροι ήταν εκείνες που συνέβαλαν στη διάδοσή του, με πρωτοπόρες τη Φλοράνς Τέιλορ (1909) και τη Μίλισεντ Μπριγιάν (1927).


Στη Σοβιετική Ένωση το παντελόνι φοριόταν χωρίς περιορισμούς από τις γυναίκες, οι οποίες άλλωστε είχαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Ωστόσο, παρατηρώντας τις σοβιετικές αφίσες εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι υπήρχε μια τάση να απεικονίζονται οι γυναίκες, και κυρίως οι αγρότισσες, με μακριές φούστες, γεγονός που κατευθύνει σε πολιτισμικά στοιχεία. Αν όμως το παντελόνι καθιερώθηκε ως γυναικείο ένδυμα στις περισσότερες χώρες, δεν σημαίνει ότι διείσδυσε σε όλους τους πολιτισμούς. Δυστυχώς σε αρκετά μουσουλμανικά κράτη οι ποινές για τη γυναίκα που το φορούν είναι εξαιρετικά ειδεχθείς. Αρκεί να αναφερθεί η τιμωρία με μαστίγωμα γυναικών στο Σουδάν επειδή φορούσαν παντελόνι! Ασφαλώς η απαγόρευση δεν σχετίζεται μόνο με το Ισλάμ. Πολλές χριστιανικές αιρέσεις εξακολουθούν να απαγορεύουν το παντελόνι στις γυναίκες επιχειρηματολογώντας με κακές μεταφράσεις του Δευτερονομίου. Εκτός από τον γαλλικό νόμο που προαναφέρθηκε και ισχύει –τυπικά- από το 1799 απαγορεύοντας στις Γαλλίδες το παντελόνι, φαινόμενα θεσμοθέτησης σχετικών απαγορεύσεων διαπιστώνονται και σε Πολιτείες των ΗΠΑ και μάλιστα πρόσφατα. Στη Λουιζιάνα από το 2004 και στη Βιρτζίνια από την επόμενη χρονιά επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα σε όλους όσους φορούν κοντοκάβαλο παντελόνι προβάλλοντας δημόσια τα εσώρουχά τους. Μπορεί ο νόμος να ισχύει για άνδρες και γυναίκες όμως διατυπώθηκε η άποψη ότι πλήττει κυρίως τους αφροαμερικανούς που συνηθίζουν αυτό το είδος παντελονιού.

Τέλος, αν και ο συμβολικός χαρακτήρας του παντελονιού, ως ένδειξη ανδρισμού, έχει υποστεί σημαντική έκπτωση, το ίδιο δεν έχει συμβεί με την αξία ενός από τα ωραιότερα ποιήματα, παγκοσμίως, που έχει τον τίτλο “Σύννεφο με παντελόνια”. Ένα ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι.

[…] Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ΄ όμορφος
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε –
απ’ το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
- κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός -
πηγαίνετε –
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια![…]

πηγήhttp://gefyrismoi.blogspot.com/2011/08/blog-post_25.html