ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιγαντομαχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιγαντομαχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ...[Μέρος Β΄]

Ο λατίνος ποιητής Οβίδιος γράφει για την Γιγαντομαχία:
[[ Για να μην είναι πιο ασφαλής απ’ τη γη ο αιθέρας, που ‘ναι στα ύψη,
Γίγαντες, λένε, πως το βασίλειο το επουράνιο επιθυμήσαν
κι ως συναθροίσαν τα όρη, μέχρι τα ψηλά άστρα τα συσσωρεύσαν.
Τότε ο πατέρας ο παντοκράτωρ κεραυνό ρίχνοντας τον Όλυμπο σκίζει
κι εκσφενδονίζει το όρος Πήλιο μακριά απ’ την Όσσα, που ήταν πιο κάτω.
Αφού απ’ το βάρος κατασπαρμένα σκληρά κατακειτόνταν,
λεν πως η Γη μας, περιβρεγμένη απ’ των παιδιών της το πολύ αίμα,
πολύ υγράνθη κι έχει εμψυχώσει το θερμό λύθρο και για να μείνει
και κάποια μνήμη του δικού της γήινου γένους, τότε σ’ εκείνο
έδωσε τούτη μορφές ανθρώπων…. ]] (Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, βιβλ. Ι, 151- 160)

Σχόλια:
• Από τους αρχαίους συγγραφείς έχουμε πολλές μαρτυρίες για τον διασκορπισμό των γιγάντων, που δεν σκότωσαν στην βασική μάχη οι θεοί. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει για τα κατορθώματα του Ηρακλή και θεωρεί ότι αυτές οι άγριες φυλές των Γιγάντων αποτελούνται από άντρες που διακρίνονταν για την σωματική τους ρώμη.Σχετική εικόνα
«Ο Ηρακλής, τώρα, κίνησε από τον Τίβερη, πέρασε την παραλία της λεγομένης σήμερα Ιταλίας κι έφτασε στην πεδιάδα της Κύμης, όπου, σύμφωνα με τον μύθο, υπήρχαν άντρες που διακρίνονταν για την σωματική τους ρώμη και ήταν φημισμένοι για την παρανομία τους, που ονομάζονταν γίγαντες. Η πεδιάδα, επίσης, ονομαζόταν Φλεγραία, από τον λόφο που τα παλαιά χρόνια ξερνούσε πελώριες φωτιές, όπως περίπου η Αίτνα στη Σικελία. Σήμερα ο λόφος αυτός ονομάζεται Βεζούβιος κι έχει πολλά σημάδια από την φωτιά που έβγαζε τα αρχαία χρόνια. Οι γίγαντες, λοιπόν, μόλις έμαθαν για την εμφάνιση του Ηρακλή, μαζεύτηκαν όλοι και παρατάχτηκαν να τον αντιμετωπίσουν. Η μάχη που ακολούθησε ήταν θαυμαστή για την δύναμη και την τόλμη των γιγάντων και λένε πως ο Ηρακλής συμμάχησε με τους θεούς για να επικρατήσει κι έτσι, αφού σκότωσε τους περισσότερους, εξημέρωσε την περιοχή. Ο μύθος αναφέρει πως οι γίγαντες, ήσαν παιδιά της γης, ένεκα του τεράστιου μεγέθους των σωμάτων τους. Αυτά αναφέρουν μερικού συγγραφείς μύθων για τους μύθους που φονεύτηκαν στη Φλέγρα, την εκδοχή των οποίων ακολουθεί και ο ιστορικός Τίμαιος.» (Διόδωρος Σικελιώτης, “Ιστορικά”, βιβλ. 4, 21, 5-7)
Μια άλλη μάχη του Ηρακλή με τους γίγαντες έχουμε στην Αργοναυτική εκστρατεία, όπως περιγράφεται στα Αργοναυτικά:
[[ Κι όταν στο ρέμα του Ωκεανού βυθιζόταν ο Τιτάνας (Ήλιος)
και η αστροντυμένη Σελήνη έφερνε το μαύρο σκοτάδι,
τότε πολεμιστές ήρθαν άντρες, που κατοικούσαν
στα βουνά της Άρκτου, ανόητοι σαν τα θηρία,
όμοιοι με τους τρανούς τιτάνες και τους Γίγαντες·
γιατί έξι χέρια στον καθένα τους ώμο ξεπηδούσαν.
Αυτούς μόλις είδαν τότε οι ακαταμάχητοι άρχοντες (Αργοναύτες),
πρόθυμοι για μάχη φόρεσαν τα πολεμικά τους όπλα.
Και άλλοι αμύνονταν με πεύκα κι άλλοι με έλατα·
κι έπεσαν πάνω στους Μινύες στο μαύρο σκοτάδι.
Αυτούς, καθώς ορμούσαν, τους σκότωνε του Δία
ο αντρειωμένος γιός (Ηρακλής), ρίχνοντας με το τόξο. ]] (Ορφικά, “Αργοναυτικά”, 512- 523)
Ο Πρόκλος σε έναν ύμνο του προς την Αθηνά, την αποκαλεί δαμάστρια των Γιγάντων. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την αρχή του ύμνου:
Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς• ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη, Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ, κέκλυθι• δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ, μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς, ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων• (Ύμνος Πρόκλου στην Αθηνά)
( Μετ.: Εισάκουσέ με, τέκνο του του Διός που έχει την αιγιίδα, που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς, αρσενόθυμε, που φέρεις την ασπίδα, που έχεις μέγα σθένος, οβριμόπατρη, Παλλάς, Τριτογένεια, που σείεις το δόρυ, χρυσόκρανη, εισάκουσέ με. Δέξου τον ύμνο πότνια, με εύφρονα θυμό, και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στους ανέμους, εσύ που άνοιξες τους θεοστιβείς πυλώνες της σοφίας και δάμασες τα θεΐμαχα φύλα των χθόνιων Γιγάντων.)
• Ερμηνεία των ονομάτων των Φλεγραίων Γιγάντων:
H ονομασία Γίγας (-αντος) προέρχεται από την λέξη γή και η πρωταρχική σημασία της είναι γηγενής (=γεννημένος από την γη), δηλώνοντας ακριβώς την εκ της Γαίας προέλευση των Γιγάντων, ενώ λόγω αυτών κατέληξε να σημαίνει και γίγας, γιγάντιος, ισχυρός.
Αλλά και τα περισσότερα από τα ονόματα των γνωστών Φλεγραίων Γιγάντων δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς δηλώνουν, ή υποδηλώνουν τις ιδιότητες και χαρακτηριστικά τους:
AΓΑΣΘΕΝΗΣ: Eίναι σύνθετο, εκ των άγαν (=πολύ, πάρα πολύ, πέραν του δέοντος) και σθένος (=σθένος, ρώμη, δύναμις, ισχύς, ορμή αφθονία), και σημαίνει «πολύ δυνατός, πολύ ισχυρός», δηλώνοντας την μεγάλη ισχύ του Αγασθένη.
ΑΓΡΙΟΣ: Σημαίνει άγριος, δηλώνοντας την άγρια φύση του Αγρίου.
ΑΛΚΥΟΝΕΥΣ: Είναι σύνθετο, εκ των αλκή (=ρώμη, δύναμις, ισχύς, ανδρεία, τόλμη, προπύργιο, μάχη) και όνειος (=ωφέλιμος, χρήσιμος), και σημαίνει «ο ισχυρά ωφελών, βοηθών», δηλώνοντας την μεγάλη ισχύ του Αλκυονέως.
ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ: Προέρχεται από την λέξη άριστος (=άριστος, κάλλιστος, ευγενής, εξέχων, πρώτιστος, ανδρείος), και σημαίνει άριστος, εξέχων, ανδρείος, δηλώνοντας ότι ο Αρισταίος ήταν ένας εκ των επιφανεστέρων Γιγάντων.
ΓΡΑΤΙΩΝ: Προέρχεται από την λέξη γράσος (=δυσωδία) και σημαίνει δυσώδης, υποδηλώνοντας την μιαρή, βδελυρή φύση του Γρατίωνος.
ΔΑΜΥΣΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των δά (=γή-στα Δωρικά) και μύσος (=μίασμα, βδέλυγμα, ακαθαρσία) και σημαίνει «μίασμα, βδέλυγμα της γής», δηλώνοντας την εκ της γής προέλευση και την μιαρή, βδελυρή φύση του Δαμύσου.
ΕΓΚΕΛΑΔΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των εν (το οποίο εν συνθέσει σημαίνει εντός, έχων, περιέχων, κάπως, ενώπιον, εις βάρος) και κέλαδος (=θόρυβος καταπίπτοντος ύδατος ή ανέμου, θόρυβος, πάταγος, βοή, αλαλαγμός, κραυγή, φωνή μαντείου), και σημαίνει «εσωτερικός θόρυβος, πάταγος, βοή», δηλώνοντας το αναφερόμενο από τους μύθους ότι ο Εγκέλαδος προκαλεί τις εσωτερικές βροντές της Αίτνας (η του Βεζουβίου).
ΕΜΦΥΤΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των εν και φυτός (=βλαστήσας, φυτρώσας, γεννηθείς, ο εκ φύσεως φυτρώσας, γεννηθείς), και σημαίνει «ο εντός φυτρώσας, γεννηθείς, εμφυτευθείς, έμφυτος», δηλώνοντας την έσωθεν, από την γή γέννηση του Εμφύτου.
ΕΥΒΟΙΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των ευ (το οποίο εν συνθέσει σημαίνει καλώς, ευτυχώς, επιτυχώς, ορθώς, συνοποδηλώνοντας αφθονία ή ευκολία) και βούς (=βόδι), και σημαίνει «ο έχων καλές και άφθονες, βοσκές, ευτραφής», υποδηλώνοντας το μέγα μέγεθος του Ευβοίου.
ΕΥΡΥΑΛΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των ευρύς (=πλατύς, ευρύχωρος, εκτεταμένος) και άλως (=περιφέρεια, δίσκος του ηλίου ή της σελήνης, περιφέρεια, αλώνι, φωλιά πτηνού), και σημαίνει «ο έχων ευρεία περιφέρεια», υποδηλώνοντας το μέγα μέγεθος του Ευρυάλου.
ΕΥΡΥΤΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των ευ και ρυτός (=ρέων, ρευστός, υγρός), και σημαίνει «ο καλώς και αφθόνως ρέων», υποδηλώνοντας ότι ο Εύρυτος είχε καλή και άφθονη ροή ενέργειας, ητοι ισχυρό ενεργειακό πεδίο και μεγάλη ισχύ.
ΕΥΦΟΡΒΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των ευ και φορβή (=τροφή, βοσκή, χόρτο), και σημαίνει ευτραφής, υποδηλώνοντας το μέγα μέγεθος του Ευφόρβου.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ: Σημαίνει εφιάλτης, δηλώνοντας την εφιαλτική, τρομακτική φύση του Εφιάλτη.
ΘΕΟΔΑΜΑΣ: Είναι σύνθετο, εκ των θεός και δαμάω (=δαμάζω, καταβάλλω, κατατροπώνω, εξημερώνω, θέτω υπό ζυγό, νικώ, υποτάσσω, κατακτώ), και σημαίνει «ο δαμασθείς, καταβληθείς, κατατροπωθείς από τους θεούς», δηλώνοντας την κατατρόπωση του Θεοδάμαντος από τους Ολυμπίους θεούς.
ΘΕΟΜΙΣΗΣ: Είναι σύνθετο, εκ των θεός και μίσος, και σημαίνει θεομίσητος, δηλώνοντας το μίσος και την εχθρότητα μεταξύ του Θεομίση και των Ολυμπίων θεών.
ΘΟΩΝ: Προέρχεται από την λέξη θοός (=ταχύς) και σημαίνει το ίδιο με αυτή, δηλώνοντας ότι ο Θόων ήταν ταχύς.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των ίππος και λύω (=λύνω, αποδεσμεύω, χαλαρώνω, αποζευγνύω, απελευθερώνω, απαλλάσσω, λυτρώνω, διαλύω, παραλύω, τελειώνω, καταργώ, δίνω λύση, αναλύω, εκπληρώνω, εκτελώ, εξιλεώνω, επανορθώνω), και σημαίνει «ο λύων, αφήνων ελευθέρους τους ίππους». Δεδομένου δε ότι στους Ελληνικούς μύθους ο ίππος υποδηλώνει συχνά τον συνδυασμό μεγάλης ταχύτητος, δυνάμεως και ορμής (π.χ. ο Πήγασος, οι ίπποι του Αχιλλέως, Ξάνθος και Βαλίος, οι ίπποι του άρματος του Ηλίου κ.λ.π.), το όνομα του Ιππολύτου υποδηλώνει ότι αυτός ήλεγχε και εξαπέλυε κάποιου είδους ισχυρές και ορμητικές ενεργειακές δυνάμεις.
ΚΛΥΤΙΟΣ: Προέρχεται από την λέξη κλυτός (=ακουστός, μεγαλόφωνος, ξακουστός, περίφημος, διάσημος, ένδοξος, μεγαλοπρεπής, σπουδαίος, θαυμαστός) και σημαίνει ξακουστός, περίφημος, ένδοξος, μεγαλοπρεπής, δηλώνοντας ότι ο Κλυτίος ήταν ένας εκ των επιφανεστέρων Γιγάντων.
ΚΟΛΟΦΩΝΟΣ: Προέρχεται από την λέξη κολοφών (=κορυφή, ύψιστο σημείο, αποκορύφωμα, τέλος) και σημαίνει κορυφαίος, δηλώνοντας ότι ο Κολοφώνος ήταν ένας εκ των κορυφαίων Γιγάντων.
ΛΕΩΝ: Σημαίνει λέων, δηλώνοντας την ημιλεόντεια μορφή του Λέοντος.
ΜΙΜΑΣ (ή ΜΙΜΩΝ): Προέρχεται από την λέξη μίμος (=μιμούμενος, υποκρινόμενος, υποδυόμενος, μιμητική κωμωδία) και σημαίνει «ο μιμούμενος», υποδηλώνοντας ότι ο Μίμας είχε την ικανότητα να μιμείται μορφές, ήτοι να μεταμορφώνεται.
ΜΟΡΦΙΟΣ: Προέρχεται από την λέξη μορφή και σημαίνει «ο των μορφών», υποδηλώνοντας ότι ο Μόρφιος είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται.
ΟΥΡΑΝΙΩΝ: Σημαίνει ουράνιος, δηλώνοντας την εκ του Ουρανού προέλευση του Ουρανίωνος.
ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ: Είναι σύνθετο, εκ των πάς (=όλος, ολόκληρος) και κράτος (=δύναμις, ισχύς, εξουσία, βία, κυριότης, υπεροχή), και σημαίνει παντοδύναμος, πανίσχυρος, δηλώνοντας την τεράστια ισχύ του Παγκράτη.
ΠΑΛΛΑΣ: Προέρχεται από την λέξη πάλλω (=πάλλω, σείω, κραδαίνω, τινάζω, περιστρέφω, σείομαι, τρέμω, σκιρτώ, πηδώ, σπαρταρώ, ανακατεύω κλήρους, λαμβάνω δια κλήρου, αγωνιώ) και σημαίνει «ο πάλλων, κραδαίνων, σείων», υποδηλώνοντας ότι ο Πάλλας είχε παλμικά όπλα, βασιζόμενα εις κάποιου είδους παλμική ενέργεια.
ΠΕΛΩΡΟΣ (ή ΠΕΛΩΡΕΥΣ): Σημαίνει πελώριος, τερατώδης, δηλώνοντας το τεράστιο μέγεθος και την τερατώδη φύση του Πελώρου.
ΠΟΛΥΒΩΤΗΣ: Είναι σύνθετο, εκ των πολύς και βοτόν (=βόσκημα, κτηνοτροφικό ζώο), και σημαίνει πολύτροφος, υποδηλώνοντας την ευτροφία, ήτοι το μέγα μέγεθος του Πολυβώτη.
ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ: Προέρχεται από την λέξη πορφυρούς (=σκουρόχρωμος, σκοτεινός, μαύρος, βαθυέρυθρος, πορφυρός, ταραχώδης) και σημαίνει ζοφερός, ταραχώδης, δηλώνοντας την ζοφερή και ταραχώδη φύση του Πορφυρίωνος.
ΡΟΙΚΟΣ: Σημαίνει κυρτός, λοξός, ελικοειδής, καμπύλος, δηλώνοντας την ελισσομένη ημιερπετική φύση του Ροίκου.
ΥΠΕΡΒΙΟΣ: Είναι σύνθετο, εκ των υπέρ (το οποίο εν συνθέσει σημαίνει υπεράνω, πέραν, υπερβολικά, υπερμέτρως, για, εξαιτίας) και βία (=ρώμη, δύναμις, βία, βιαιότης), και σημαίνει «υπερβολικά ισχυρός, υπερβολικά βίαιος», δηλώνοντας την τεράστια ισχύ και την βιαιοτάτη φύση του Υπερβίου.
ΦΟΙΤΙΟΣ: Προέρχεται από την λέξη φοιτάω (=περιφέρομαι, περιφέρομαι μανιωδώς, αγρίως, συχνάζω, φοιτώ, μεταφέρομαι, εισάγομαι, εισπράττομαι, επανέρχομαι περιοδικώς, επέρχομαι, διαδίδομαι, θρυλούμαι) και σημαίνει «ο μανιωδώς, αγρίως περιφερόμενος, μανιώδης», δηλώνοντας την άγρια και μανιώδη φύση του Φοιτίου.
ΧΘΟΝΙΟΣ: Σημαίνει χθόνιος, γήινος, προερχόμενος από την γή, δηλώνοντας την χθόνια προέλευση του Χθονίου.
• Ο μύθος της Γιγαντομαχίας περιέχει, εκτός από τα πλουσιότερα δείγματα φαντασίας, και γνήσια στοιχεία του κοσμογονικού
μύθου για φυσικά φαινόμενα, κυρίως γεωλογικά και μετεωρολογικά Έτσι θύελλες και τυφώνες, ξηρασίες και πυρκαγιές, ρήγματα στο φλοιό της γης, αλλαγή στη ροή των ποταμιών, σεισμοί και ηφαιστειακή δράση, κατολισθήσεις και καταποντισμοί, βροχή μετεωριτών, ευρήματα από μεγαθήρια και γιγαντιαίους ανθρώπους, σε συνδυασμό με αφηγήσεις για άγριους λαούς, αλλά και δεισιδαιμονίες και παραστάσεις της αρχέγονης λατρείας, έδωσαν το έναυσμα στην φαντασία να δημιουργήσει τα «βίαια γεννήματα της Γης». Τα «γεννήματα» αυτά, οι Γίγαντες, έγιναν ο μεγάλοι αντίπαλοι των Ολυμπίων θεών, που εκπροσωπούν το μέτρο και την αρμονία της φύσης, σύμφωνα με την αντίληψη των αρχαίων προγόνων μας.
Η Γιγαντομαχία συμβολίζει τον αγώνα του καλού κατά του κακού, του φωτός κατά του σκότους,τα α ου πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας, των βίαιων καταστροφικών δυνάμεων (σεισμών, κυκλώνων, ηφαιστειακών εκρήξεων και έκχυση λάβας, που αντιστρατεύονται το νόμο, την τάξη, την αρμονία της φύσης.
Η αντιπαράθεση των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες έφτασε να σημαίνει την ανατροπή της καθιδρυμένης τάξης. Έγινε σύμβολο της πάλης των πολιτισμένων λαών κατά των βαρβάρων- όπως Ελλήνων και Περσών. Αυτός ο συμβολισμός απηχείται στην τέχνη και στην ποίηση της εποχής της πολιτιστικής ακμής των προγόνων μας. Αποτέλεσμα εικόνας για Γιγαντομαχία
• Οι γίγαντες αναφέρονται και στην Π. Διαθήκη. Διαβάζουμε στη “Γένεση”:
«Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο. καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη. οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς· ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί. Ἰδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διενοήθη. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἀπό ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς. Νῶε δὲ εὗρε χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ.» (Γένεσις, στ΄, 1-8)
( Μετ.: Όταν άρχισαν οι άνθρωποι να γίνονται πολλοί πάνω στη γη και απέκτησαν κόρες, είδαν οι γιοι του Θεού τις κόρες των ανθρώπων ότι ήταν όμορφες, και πήραν για γυναίκες τους εκείνες που τους άρεσαν. Τότε είπε ο Κύριος: «Δε θα παραμείνει το ζωοποιοό Πνεύμα μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί. Η ζωή τους θα διαρκεί μόνον εκατόν είκοσι χρόνια». Εκείνο τον καιρό και αργότερα ζούσαν στη γη οι γίγαντες, απόγονοι των γιών του Θεού από την ένωσή τους με τις κόρες των ανθρώπων. Αυτοί οι γίγαντες έζησαν την πανάρχαια εποχή και ήταν άντρες ονομαστοί. Όταν ο κύριος είδα πόσο είχε αυξηθεί η κακία των ανθρώπων στη γη και ότι όλες τους οι σκέψεις ήταν μόνο πονηρές, μετάνιωσε που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο στη γη και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε είπε: «Θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης τους ανθρώπους που δημιούργησα. Ακόμη θα εξαφανίσω όλα τα κτήνη, τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. Μετάνιωσα που τα δημιούργησα.» Ο Νώε όμως ευνοήθηκε από τον Κύριο.)
Υπάρχει μια αναλογία μεταξύ της ελληνικής και της εβραϊκής μυθολογίας. Η ανάμειξη γιγάντων κι ανθρώπων είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κακίας στη γη που επέφερε τον κατακλυσμό.
Στην εβραϊκή βίβλο φαίνεται πως δεν ξεκληρίστηκαν με τον κατακλυσμό όλοι οι γίγαντες. Γιατί τους συναντούμε και την εποχή του Αβραάμ και της εποχή του Μωυσή. Αυτούς τους γίγαντες συνάντησαν οι Ισραηλίτες μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, καθώς όδευαν στην χώρα της επαγγελίας. Στο βιβλίο “Αριθμοί” βρίσκουμε πως ο Μωυσής είχε στείλει 12 κατασκόπους να ανιχνεύσουν την άγνωστη χώρα, όπου θα προχωρούσαν, να παρατηρήσουν τους κατοίκους και να φέρουν καρπούς της γης τους. Βρήκαν σταφύλια, για τα οποία χρειάστηκαν δυο άνδρες να σηκώσουν ένα τσαμπί σταφύλι, περνώντας το σε ένα μεγάλο ξύλο, πολύ μεγάλα σύκα και ρόδια. Να, τι είπαν στην αναφορά τους:
[[ «Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες», είπαν στο Μωυσή. «Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός· οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες…
Η χώρα που πήγαμε να εξερευνήσουμε, είναι μια χώρα που κατατρώει τους κατοίκους της, και όλοι όσους είδαμε εκεί είναι άντρες μεγαλόσωμοι. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων. Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν» ]]
(Αριθμοί, ιγ΄, 27-28 και 32-33)
Σε πολλά εδάφια διαβάζουμε για γίγαντες, τους οποίου οι Ισραηλίτες νικούν με επέμβαση πάντοτε του Κυρίου τους.
• Κάτι ανάλογο με όσα έχουν γραφεί στο κεφ. Στ΄ της Γένεσης αναφέρονται και στο απόκρυφο βιβλίο του “Ενώχ”. Εκεί πληροφορούμαστε πως τα πολύ παλιά χρόνια κατέβηκαν οι άγγελοι, τα τέκνα του ουρανού, στη γη και είδαν τις πανέμορφες θυγατέρες των ανθρώπων, που τις πήραν για συζύγους. Από αυτό το σμίξιμο γεννήθηκαν οι γίγαντες.
[[ Και συνέβη όταν αυξήθηκαν οι υιοί των ανθρώπων, εκείνες τις μέρες να γεννηθούν ωραίες και χαριτωμένες θυγατέρες. Και οι άγγελοι, τα τέκνα του ουρανού, τις είδαν και τις πεθύμησαν, και είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε, ας εκλέξουμε για μας συζύγους από τα τέκνα των ανθρώπων και ας γεννήσουμε για μας δικά τους τέκνα.» Και ο Σεμιαζάς, που ήταν αρχηγός τους, τους είπε: «Φοβάμαι πως δεν θα συμφωνήσετε να κάνουμε αυτό το πράγμα, και μόνος εγώ θα πληρώσω την τιμωρία μιας μεγάλης αμαρτίας.» Και όλοι αυτοί απάντησαν προς αυτόν και είπαν: «Ας ορκιστούμε όλοι όρκο, και ας δεσμευτούμε μεταξύ μας με αμοιβαίες κατάρες για να μην εγκαταλείψουμε το σχέδιο αυτό αλλά να πράξουμε αυτό που αποφασίσαμε.» Τότε ορκίσθηκαν όλοι μαζί και δέσμευσαν τους εαυτούς τους με αμοιβαίες κατάρες. Και συνολικά ήταν διακόσιοι, όσοι κατέβηκαν κατά τις μέρες του Ιάρεδ επί της κορυφής του όρους Ερμών, και το ονόμασαν Ερμών, διότι ορκίσθηκαν και αναθεμάτισαν ο ένας τον άλλον πάνω σ’ αυτό. Και αυτά είναι τα ονόματα των αρχηγών τους: Σεμιαζάς ο αρχηγός τους, Αραθάκ, Κιμβρά, Σαμμανή, Δανειήλ, Αρεαρώς, Σεμιήλ, Ιωμειήλ, Χωχαριήλ, Εζεκιήλ, Βατριήλ, Σαθιήλ, Ατριήλ, Ταμιήλ, Βαρακιήλ, Ανανθά, Θωνιήλ, Ραμιήλ, Ασεάλ, Ρακειήλ, Τουριήλ. Αυτοί είναι οι αρχηγοί τους κατά δεκάδες.
Και όλοι οι υπόλοιποι έλαβαν μαζί με αυτούς για τον εαυτό τους γυναίκες, και ο καθένας διάλεξε από μία, και άρχισαν να εισέρχονται σε αυτές και να μολύνουν τον εαυτό τους μαζί τους, και δίδαξαν σε αυτές γοητείες και φαρμακείες και ριζοτομίες, και τις έμαθαν να γνωρίζουν τα βότανα. Και αυτές συνέλαβαν, και εγέννησαν μεγάλους γίγαντες, ύψους τριών χιλιάδων πήχεων, οι οποίοι καταβρόχθισαν τους κόπους των ανθρώπων. Και άρχισαν να αμαρτάνουν κατά των πτηνών και των ζώων, και των ερπετών, και των ιχθύων, και να τρώγει ο ένας τις σάρκες του άλλου, και να πίνουν το αίμα. Και η γη κατηγόρησε τους ανόμους. (Ενώχ, κεφ. 6,1-8 και κεφ, 7, 1 – 6)
Από αυτή την επιμειξία μεγάλωσε πολύ το κακό πάνω στη γη. Οι άγγελοι έμαθαν τη μαγική τέχνη στους ανθρώπους και συνεπώς τους διέφθειραν.  http://vagiablog.blogspot.gr/

Η ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ....[Μέρος Α΄]


                     Γιγαντομαχία
Γράφει ο  Δημήτριος Μάρκου
     Ενώ ο Ησίοδος μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την Τιτανομαχία- ποιοι ήταν οι αντίμαχοι, τις φάσεις του αγώνα και με ποιο τρόπο πολέμησαν- για τη Γιγαντομαχία δεν αναφέρει λέξη. Για τους Γίγαντες αναφέρει μόνο μια εκδοχή του μύθου για τη γέννησή τους. Μας λέει πως όταν ο Κρόνος έκοψε, μετά από προτροπή και με τη βοήθεια της μάνας του Γης, τα αιδοία του πατέρα του Ουρανού, σταλαγματιές από το αίμα του έπεσαν στο σώμα της Γης. Και τότε αυτή, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, γέννησε τις φοβερές Ερινύες, τους τρομαχτικούς Γίγαντες και τις Μελίες Νύμφες: 
 [[ Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη ΓηΑποτέλεσμα εικόνας για Γιγαντομαχία
απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της
τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι
άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,
το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του
τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω.
Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν:
όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν,
όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος
τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες,
που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν,
μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη. ]] (Ησίοδος, “Θεογονία”, 176-187)
    Η Γιγαντομαχία, λοιπόν, είναι άγνωστη στον Ησίοδο. Άγνωστη ήταν και στον Όμηρο, γιατί κι αυτός δεν αναφέρει τίποτα. Αναφέρει μονάχα πως οι Γίγαντες ήταν λαός με αυθάδεις κι ασεβείς ανθρώπους:
[[ και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας
γέννησε και η Περίβοια, π’ ασύγκριτη στα κάλλη
ήταν του Ευρυμέδοντα νεοτάτη θυγατέρα,
μεγαλοψύχου βασιλιά των προπετών Γιγάντων·
αλλ’ έχασε τον ασεβή λαόν, κι εχάθη κι εκείνος. ]] (Όμηρος, Οδύσσεια, η΄, 56-60)
     Από τον Πίνδαρο παίρνουμε την πληροφορία πως η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Φλέγρας. Στον Νεμεόνικο αναφέρει πως ο Θηβαίος ήρωας Ηρακλής πήρε μέρος στη Γιγαντομαχία, όπου βοήθησε τους θεούς με τα τόξα του:
[[…………………….  Κι όταν
οι θεοί στης Φλέγρας τον κάμπο θα πολεμούν
τους Γίγαντες, τα λαμπρά μαλλιά τους
από τις πυκνές του σαϊτιές θ’ ανακατωθούν
με το χώμα………                    ]]  (Πίνδαρος, “Νεμεόνικος”  Ι, 97- 103)
     Ο Απολλόδωρος αναφέρεται στη Γιγαντομαχία και δίνει αρκετές πληροφορίες:
«Γῆ δὲ περὶ Τιτάνων ἀγανακτοῦσα γεννᾷ Γίγαντας ἐξ Οὐρανοῦ, μεγέθει μὲν σωμάτων ἀνυπερβλήτους, δυνάμει δὲ ἀκαταγωνίστους, οἳ φοβεροὶ μὲν ταῖς ὄψεσι κατεφαίνοντο, καθειμένοι βαθεῖαν κόμην ἐκ κεφαλῆς καὶ γενείων, εἶχον δὲ τὰς βάσεις φολίδας δρακόντων. ἐγένοντο δέ, ὡς μέν τινες λέγουσιν, ἐν Φλέγραις, ὡς δὲ ἄλλοι, ἐν Παλλήνῃ. ἠκόντιζον δὲ εἰς οὐρανὸν πέτρας καὶ δρῦς ἡμμένας. διέφερον δὲ πάντων Πορφυρίων τε καὶ Ἀλκυονεύς, ὃς δὴ καὶ ἀθάνατος ἦν ἐν ᾗπερ ἐγεννήθη γῇ μαχόμενος. οὗτος δὲ καὶ τὰς Ἡλίου βόας ἐξ Ἐρυθείας ἤλασε. τοῖς δὲ θεοῖς λόγιον ἦν ὑπὸ θεῶν μὲν μηδένα τῶν Γιγάντων ἀπολέσθαι δύνασθαι, συμμαχοῦντος δὲ θνητοῦ τινος τελευτήσειν. αἰσθομένη δὲ Γῆ τοῦτο ἐζήτει φάρμακον, ἵνα μηδ᾽ ὑπὸ θνητοῦ δυνηθῶσιν ἀπολέσθαι. Ζεὺς δ᾽ ἀπειπὼν φαίνειν Ἠοῖ τε καὶ Σελήνῃ καὶ Ἡλίῳ τὸ μὲν φάρμακον αὐτὸς ἔτεμε φθάσας, Ἡρακλέα δὲ σύμμαχον δι᾽ Ἀθηνᾶς ἐπεκαλέσατο. κἀκεῖνος πρῶτον μὲν ἐτόξευσεν Ἀλκυονέα· πίπτων δὲ ἐπὶ τῆς γῆς μᾶλλον ἀνεθάλπετο· Ἀθηνᾶς δὲ ὑποθεμένης ἔξω τῆς Παλλήνης εἵλκυσεν αὐτόν.
 κἀκεῖνος μὲν οὕτως ἐτελεύτα, Πορφυρίων δὲ Ἡρακλεῖ κατὰ τὴν μάχην ἐφώρμησε καὶ Ἥρᾳ. Ζεὺς δὲ αὐτῷ πόθον Ἥρας ἐνέβαλεν, ἥτις καὶ καταρρηγνύντος αὐτοῦ τοὺς πέπλους καὶ βιάζεσθαι θέλοντος βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο· καὶ Διὸς κεραυνώσαντος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε. τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν ἀριστερὸν ἐτόξευσεν ὀφθαλμόν, Ἡρακλῆς δὲ τὸν δεξιόν· Εὔρυτον δὲ θύρσῳ Διόνυσος ἔκτεινε, Κλυτίον δὲ δᾳσὶν Ἑκάτη, Μίμαντα δὲ Ἥφαιστος βαλὼν μύδροις. Ἀθηνᾶ δὲ Ἐγκελάδῳ φεύγοντι Σικελίαν ἐπέρριψε τὴν νῆσον, Πάλλαντος δὲ τὴν δορὰν ἐκτεμοῦσα ταύτῃ κατὰ τὴν μάχην τὸ ἴδιον ἐπέσκεπε σῶμα. Πολυβώτης δὲ διὰ τῆς θαλάσσης διωχθεὶς ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος ἧκεν εἰς Κῶ· Ποσειδῶν δὲ τῆς νήσου μέρος ἀπορρήξας ἐπέρριψεν αὐτῷ, τὸ λεγόμενον Νίσυρον. Ἑρμῆς δὲ τὴν Ἄιδος κυνῆν ἔχων κατὰ τὴν μάχην Ἱππόλυτον ἀπέκτεινεν, Ἄρτεμις δὲ   Γρατίωνα, μοῖραι δ᾽ Ἄγριον καὶ Θόωνα χαλκέοις ῥοπάλοις μαχόμεναι τοὺς δὲ ἄλλους κεραυνοῖς Ζεὺς βαλὼν διέφθειρε· πάντας δὲ Ἡρακλῆς ἀπολλυμένους ἐτόξευσεν.» (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη” Α΄, 6, 1-2)
(Μετ.: […] η Γη, αγανακτισμένη για την τύχη των Τιτάνων [ο Δίας τους είχε ρίξει στον Τάρταρο], γέννησε από τον Ουρανό τους Γίγαντες, τεράστιους και ανίκητους, φοβερούς στην όψη, με πυκνά, πλούσια και μακριά μαλλιά και γένια και με λέπια φιδιού στα πόδια. Μερικοί λένε ότι γεννήθηκαν στις Φλέγρες, άλλοι πάλι στην Παλλήνη. Αυτοί εξακόντιζαν στον ουρανό πέτρες και φλεγόμενες δρυς. Απ’ όλους τους διέφερε ο Πορφυρίωνας και ο Αλκυονέας, που παρέμενε αθάνατος, όσο πολεμούσε στη γη που γεννήθηκε. Αυτός έδιωξε και τις αγελάδες του Ήλιου από την Ερύθεια. Στους θεούς δόθηκε σαφής χρησμός ότι κανένας τους δεν θα μπορούσε να σκοτώσει τους Γίγαντες, και ότι θα μπορούσαν να τους εξοντώσουν αν κάποιος θνητός συμμαχούσε μαζί τους. Όταν το πληροφορήθηκε η Γη, αναζήτησε ένα βοτάνι, για να μη σταθεί δυνατό να εξολοθρευτούν από κανένα θνητό. Αλλά ο Δίας απαγόρευσε στην Ηώ, στη Σελήνη και στον Ήλιο να φέγγουν και πρόλαβε αυτός και έκοψε το βοτάνι• με τη μεσολάβηση μάλιστα της Αθηνάς εξασφάλισε για σύμμαχο τον Ηρακλή. Και εκείνος σημάδεψε με το τόξο του πρώτα τον Αλκυονέα• αλλά πέφτοντας αυτός στη γη, ξανάβρισκε τις δυνάμεις του• με τη συμβουλή όμως της Αθηνάς ο Ηρακλής τον τράβηξε έξω από την Παλλήνη. 2 Και εκείνος λοιπόν με αυτόν τον τρόπο πέθανε. Ο Πορφυρίωνας πάλι, την ώρα της μάχης με τον Ηρακλή, όρμησε και στην Ήρα. Γιατί ο Δίας του ξύπνησε πόθο ερωτικό για τη θεά, η οποία, καθώς αυτός τις ξέσκιζε τα πέπλα θέλοντας να τη βιάσει, έβαλε τις φωνές καλώντας σε βοήθεια• και καθώς ο Δίας τον κατακεραύνωσε, ο Ηρακλής τον σκότωσε με το τόξο του. Όσο για τους υπόλοιπους, ο Απόλλωνας χτύπησε με τα βέλη του το αριστερό μάτι του Εφιάλτη και ο Ηρακλής το δεξιό• τον Εύρυτο τον σκότωσε ο Διόνυσος με τον θύρσο, τον Κλυτίο η Εκάτη με δαυλούς, τον Μίμαντα ο Ήφαιστος που τον χτύπησε με πυρακτωμένο σίδερο. Η Αθηνά με τη σειρά της, καθώς ο Εγκέλαδος το έσκαγε, έριξε επάνω του το νησί της Σικελίας, ύστερα έγδαρε τον Πάλλαντα και με το δέρμα του προστάτευε το σώμα της την ώρα της μάχης. Ο Πολυβώτης, κυνηγημένος μεσοπέλαγα από τον Ποσειδώνα, φθάνει στην Κω• και ο Ποσειδώνας έκοψε ένα κομμάτι του νησιού, που ονομαζόταν Νίσυρος, και το έριξε επάνω του. Ο Ερμής, φορώντας στην μάχη τη δερμάτινη περικεφαλαία του Άδη, σκότωσε τον Ιππόλυτο, η Άρτεμη τον Γρατίωνα, οι Μοίρες πολεμώντας με χάλκινα ρόπαλα, σκότωσαν τον Άγριο και τον Θόωνα, τους υπόλοιπους τους χτύπησε ο Δίας με κεραυνούς και τους εξόντωσε• και σε όλους εξαπέλυε τα βέλη του ο Ηρακλής και τους αποτελείωνε.)
    Η παραπάνω περιγραφή είναι περιληπτική. Στη συνέχεια θα βασιστούμε κυρίως στις πληροφορίες που δίνει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στο έργο του “Ωγυγία”, που έγραψε το 1815, καθώς επίσης και σε άλλες πηγές και θα δώσουμε συνθετικά τις λεπτομέρειες της Γιγαντομαχίας.
     Μετά την νίκη του Δία και των υπόλοιπων Κρονείων κατά των Τιτάνων, όταν ο Δίας τους έριξε στα Τάρταρα, αγανάκτησε η Γη με τον χαμό των παιδιών της. Αν και είχε βοηθήσει τον εγγονό της Δία να νικήσει, δεν άντεχε στην ιδέα οι γιοι και οι κόρες της να βρίσκονται καταπλακωμένοι στα μαύρα Τάρταρα. Για να πάρει εκδίκηση, αλλά και για να τιμωρήσει τους Ολύμπιους θεούς, που έπαψαν να την τιμούν, γέννησε τους Γίγαντες. Τους γέννησε στις Φλέγρες της Θράκης. Αυτοί είχαν ανθρώπινη μορφή, ήσαν πανύψηλοι και τερατώδεις και ασυναγώνιστοι στη δύναμη. Είχαν φοβερές όψεις, μαλλιά σκληρά και μακριά, μεγάλα γένια και τα πόδια τους κατέληγαν, κάτω στους μηρούς, σε ουρές δράκοντα. Απ’ όλα το τρομερότερο ήταν ότι έβγαζαν φωτιά από το στόμα και εξέπεμπαν κραυγές αγριότατες και ποικίλες, άλλοτε σαν ταύροι, άλλοτε σαν λιοντάρια, και άλλοτε διαφορετικά. Έτσι μόνο η όψη και η κραυγή τους προξενούσαν μέγιστο τρόμο σε όσους τους έβλεπαν και τους άκουγαν. Αντίθετα με τους Τιτάνες, που ήταν αθάνατοι, οι Γίγαντες ήσαν θνητοί. Απ’ αυτούς, λένε, πως κρατούσε και το γένος των ανθρώπων.
     Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπολογίζονται γύρω στους εκατό. Οι κυριότεροι ήσαν οι εξής: Κοίος, Οφίων, Κλύτιος, Άγριος, Αστραίος, Πάλλας,Αλκυονέας, Εφιάλτης, Έμφυτος, Εχίων, Καρύδων Ώτος, Αβσαίος, Άνδης, Άλμωψ, Αιγαίων, Ανώνυμος, Βισάλτης, Οπλάδαμος, Ολύμβρος, Όσταστος, Φέσμις, Πυρίπνοος, Θεοδάμας, Θούριος,Αχέρων, μακρόσιρις, μενεφιάραος,Γρατίων, Θόων, Πορφυρίων, Ιππόλυτος, Μίμας, Όμριμος, Πέλωρος, Δαμάστωρ, Ροίτος, παλληνεύς, Ασκός, Πρόνομος, Κελάδων, Άθως, Εύρυτος, Εγκέλαδος, Αλκυονεύς. Μερικά απ’ αυτά τα ονόματα συγχέονται με αυτά των Τιτάνων. Απ’ αυτούς ο Πορφυρίων ήταν ο πιο αντριωμένος και ο αγριότερος όλων. Ο Αλκυονέας ήταν ο πρώτος και υπήρξε αθάνατος όσο βρισκόταν πάνω στη γη του. Όλοι τους ήσαν άτρωτοι από τους θεούς και μόνον οι άνθρωποι μπορούσαν να τους σκοτώσουν. Στην αρχή συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους. Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους. Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη. Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.
      Υπάρχει η παραλλαγή του μύθου που λέει πως η Γη γέννησε στου Γίγαντες σμίγοντας με το Τάρταρο. Πάντως επικρατέστερη είναι η παράδοση που αναφέρει πως οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, που έσταξε πάνω στο σώμα της Γης, σαν του έκοψε τα αιδοία ο γιος του ο Κρόνος με χαλύβδινο δρεπάνι, όπως αναφέραμε παραπάνω, σύμφωνα με τη “Θεογονία” του Ησίοδου. Πάντως, όλες οι παραλλαγές αναφέρουν σαν μάνα τους τη Γη. Αυτοί, λοιπόν, προετοίμασαν πόλεμο κατά του Δία, με την παρακίνηση της Γης, για να εκδικηθεί τον χαμό των Τιτάνων, ή με δική τους πρωτοβουλία για να κυριαρχήσουν στον κόσμο, ξέροντας την μεγάλη δύναμή τους.  Έβαλαν όρη, το ένα πάνω στ’ άλλο, για ν’ ανέβουν στον ουρανό. Το πεδίο του πολέμου ήταν η πεδιάδα των Φλεγρών, που μετονομάστηκε αργότερα Παλλήνη, από την Παλλήνη την κόρη του Τυφώνα. Οι Φλέγρες βρίσκονταν στην χερσόνησο της Κασσάνδρας. Κάποιοι αναφέρουν ότι ο πόλεμος συνέβη στην Καμπανία της Ιταλίας, κοντά στην πόλη Κύμη, επειδή και εκεί ονομαζόταν η τοποθεσία πεδίο Φλέγραιο. Όμως, εκεί πραγματοποίησε ο Ηρακλής άλλον πόλεμο αργότερα με τους υπόλοιπους Γίγαντες. Ονομάστηκε ο τόπος της μάχης Φλέγραιος και στην Κασσάνδρα και στην Ιταλία, επειδή ο Δίας έριξε πολλούς κεραυνούς και κάηκε ο τόπος από την πολλή φωτιά. Γι’ αυτό ανάβλυσαν θερμά νερά.
     Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος έγινε στην Ταρτησό της Ισπανίας και κάποιοι άλλοι στη Συρία. Όμως αυτοί ήσαν άλλοι πόλεμοι., που έγιναν αργότερα. Σίγουρα πραγματοποιήθηκαν πολλές μάχες αυτού του πολέμου σε πολλά μέρη όταν υποχώρησαν οι Γίγαντες.
     ‘Όταν οι άγριοι Γίγαντες ετοιμάστηκαν σε όλα, άρχισαν έναν άγριο πόλεμο, που ονομάστηκε Γιγαντομαχία. Χωρίς να το περιμένουν οι θεοί, μιας και είχαν καλές σχέσεις πρώτα με τους γιους της γιαγιάς τους Γης, δέχτηκαν ξαφνική επίθεση με βροχή από βράχους κι αναμμένους δαυλούς. Έκραζαν κι αλάλαζαν άγρια οι Γίγαντες και έριχναν σαν ακόντια ολόκληρα δένδρα πυρακτωμένα προς τον ουρανό. Και βράχους τόσο μεγάλους, ώστε όσοι έπεσαν στη θάλασσα έγιναν νησιά, και όσοι έπεσαν στη γη έγιναν ψηλά όρη. Έτσι σχηματίστηκαν τα μεγάλα όρη και τα νησιά της θάλασσας. Στη συνέχεια άρπαζαν αυτά τα όρη και τα έριχναν εναντίον των θεών. Όλα πάνω στη γη αναστατώθηκαν, νησιά βούλιαζαν, στεριές γκρεμίζονταν στη θάλασσα, ποτάμια χάνονταν σε χάσματα ή άλλαζαν πορεία, κάνοντας κατάξερα τα μέρη όπου περνούσαν άλλοτε. Το Αιγαίο έγινε μια απέραντη κόλαση φωτιάς, η Θεσσαλία τρανταζόταν συνθέμελα, κι όλα τα βουνά έτρεμαν σαν φύλλα από δέντρα. Τραντάζονταν η Οίτη, η Όθρυς, το Πήλιο, η Πίνδος, η Όσα, ο Όλυμπος, το Παγγαίο, ο Άθως, η Ροδόπη.
    Όπως στην Τιτανομαχία, πάλι οι θεοί ζώστηκαν τα όπλα τους.  Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή, τη βροντή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας. Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.
     Στο πλάι του, πρώτη και καλύτερη σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το κεφάλι του. Πάνω στο άρμα της, πάντα στο δεξιό του πατέρα της, φορώντας την πανοπλία της και με το γοργόνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας. Γι’ αυτό ο Δίας ονομάστηκε “γιγαντοφόνης” και “γιγαντολέτωρ” και η Αθηνά προσονομάστηκε “γιγαντολέτειρα”, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες.
    Παραστάτες του Δία ήταν η φοβερή η Στύγα και η κόρη της η Νίκη. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας με την τρίαινα, ο Απόλλωνας με το τόξο και τα βέλη του και ο Ήφαιστος με τον άκμονα, τις πυράγρες και τους μύδρους του. Σε κάποια στιγμή, που είδε ο κουτσοπόδαρος θεός κουρασμένο τον Ήλιο, τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα. Μαζί κι ο Άρης με όλα του τα όπλα, ο Ερμής με το κηρύκειο. Μα και οι θεές δεν έκαναν πίσω. Πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους. Η Ήρα, η Αφροδίτη, η Άρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες πολέμησαν ισάξια με τους άντρες. Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, που προστάτευε τους καρπούς της, οι οποίοι φύτρωναν στο ιερό της χώμα.

     Ο πόλεμος κρατούσε πολύ καιρό μα με κανέναν τρόπο οι Ολύμπιοι δεν μπορούσαν να νικήσουν. Οι Γίγαντες ήταν αλύγιστοι. Τότε η Αθηνά έμαθε τον πανάρχαιο χρησμό που έλεγε πως οι Γίγαντες θα χαθούν μόνο αν κάποιοι θνητοί πολεμήσουν στο πλάι των αθανάτων. Μόλις το άκουσε ο Δίας έστειλε την Αθηνά να φωνάξει δυο θνητούς γιους του, τον Ηρακλή, που είχε αποκτήσει με την Αλκμήνη, και τον Διόνυσο, που τον γέννησε με την Σεμέλη. Σαν το ‘μαθε η Γη- από τους κατασκόπους της- αμέσως άρχισε να ψάχνει ένα μαγικό βοτάνι που θα έκανε άτρωτους τους Γίγαντες από τα βέλη των θνητών. Τούτο το θαυματουργό βοτάνι φύτρωνε μόνο σε ένα μέρος της γης, κι ετοιμάστηκε το πρωί να ψάξει να το βρει. Ο Δίας για να την καθυστερήσει απαγόρευσε στον Ήλιο, την Σελήνη και την Αυγή να ανατείλουν. Έτσι, επικράτησε για πολλές μέρες σκοτάδι μέχρι που ο Δίας βρήκε πρώτος το μαγικό βοτάνι και το κατέστρεψε. Έτσι κη νίκη έγειρε προς το μέρος των θεών.
    Κατέφθασε στο πλευρό των θεών, πρόθυμος να αγωνιστεί μαζί τους, ο Ηρακλής που υπήρξε ο πολυτιμότερος σύμμαχος της Αθηνάς σ’ αυτόν τον αγώνα και με τα βέλη του σκότωσε πάρα πολλούς Γίγαντες. Μάλιστα, επειδή ήταν γιος του Δία, μπορούσε, όταν κουραζόταν από την πολύωρη μάχη, ν’ ανεβαίνει στο άρμα του θεϊκού πατέρα του. Ο Διόνυσος ήρθε με την συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες, μαζί κι ο Σιληνός, καβάλα πάνω σε γαϊδούρια, που με τους κρότους και τα γκαρίσματά τους πολλές φορές τρόμαζαν τους Γίγαντες. Το όπλο του Διόνυσου ήταν ο θύρσος. Οι δυο γιοι του Δία για τη γενναιότητα και το θάρρος που έδειξαν στη Γιγαντομαχία ανταμείφθηκαν μετά και έγιναν αθάνατοι.
   Οι μάχες διεξήχθηκαν στην πεδιάδα της Παλλήνης, όπου έγινε η πολυθρύλητη Γιγαντομαχία. Οι αρχαίοι μυθογράφοι μέσα από τα έργα τους μας δίνουν σημαντικές σκηνές αυτού του άγριου πολέμου. Πρώτα ο Ηρακλής τόξευσε τον Αλκυονέα, που ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο αντρειωμένος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με την μυθική παράδοση ο αρχηγός τους. Η Γη του είχε τάξει να του δώσει ταίρι του την Άρτεμη. Το βέλος του Ηρακλή πέτυχε τον Γίγαντα και τον έριξε στη γη. Εκείνος έπεσε με βρόντο, αλλά πάλι εγέρθηκε. Κι ενώ ο Θηβαίος ήρωας πανηγύριζε για τη νίκη του, τον είδε ορθό και πάλι αντιμέτωπό του. Ο Ηρακλής τον τόξευσε πάλι. Κι όσες φορές τον χτύπησε θανάσιμα με τα βέλη του, τόσες φορές ο Γίγαντας σηκώθηκε. Αγνοώντας την αιτία ο Ηρακλής τον τόξευε αδιάκοπα. Κάποια στιγμή ο Γίγαντας ετοιμάστηκε να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσει. Τότε η Αθηνά τον συμβούλεψε να τον παρασύρει μακριά από τον τόπο του, που γεννήθηκε, γιατί όσο πατούσε σ’ αυτόν ήταν άτρωτος. Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του. Οι επτά κόρες του, οι Αλκυονίδες- που ήσαν οι: Φθονία, Άνθη, Μεθώνη, Αλκίππη, Παλλήνη, Δριμώ και Αστερία- απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα. Τις λυπήθηκε η Αμφιτρίτη και τις μεταμόρφωσε σε πουλιά, τις γνωστές μας αλκυόνες.
   Τον ίδιο ρόλο μηχανεύτηκε να παίξει και η Αφροδίτη. Σε μια δύσκολη στιγμή για τον Ηρακλή, όπου δεκαπέντε Γίγαντες τον είχαν περικυκλώσει με άγρια μανία, αυτή μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο. Μετά, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες, που μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πόθο και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά. Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου βρισκόταν ο Ηρακλής. Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας- ένας. Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να εξοντώσει και τους δεκαπέντε.
   Η Αθηνά δεν κατέφυγε σε παρόμοια γυναικεία κόλπα. Χρησιμοποιώντας την ασπίδα και το δόρυ της πολέμησε πιότερο κι από αντρίκεια. Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα. Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει. Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη. Από τότε πήρα και την προσωνυμία Παλλάδα.
    Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια. Αυτός ονειρευόταν να εξουσιάσει τη θάλασσα, στη θέση του κοσμοσείστη Ποσειδώνα, και να πάρει γυναίκα του την Αθηνά.  Η Αθηνά, όμως, η τρομερή μαχήτρια, αντιλήφθηκε την φυγή του Γίγαντα, και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του. Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα. Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.
   Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας. Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου. Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων. Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον βασιλιά των θεών και όρμησε με λύσσα εναντίον του. Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια. Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του. Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα. Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
   Παρόμοια τύχη με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης. Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας. Η μάχη γίνηκε μέσα στη θάλασσα και ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα. Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα. Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα. Mη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή. Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε. Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησί Νίσυρος, που ‘χει αποκάτω του θαμμένο τον Πολυβώτη.
     Και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ, αντιτάχτηκε στους φοβερούς Γίγαντες.  Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη. Τα μαγικά του Φοίβου βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας. Μα ο Εφιάλτης  τίποτα δεν καταλάβαινε. Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει. Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος. Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί. Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε. Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.
    Σαν είδε το τόξευμα στους οφθαλμούς του Εφιάλτη, ο Άθως άρπαξε το ψηλότερο όρος της Θράκης και το εκσφενδόνισε κατά των θεών, που έπεσε στη Μακεδονία κι εκεί στάθηκε. Ονομάστηκε το όρος Άθως, από το όνομα του Άθωνα.
    Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος της Σεμέλης  τον καταδίωξε και μ’ ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει τον Γίγαντα. Αλλά η μανία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. Ο Δίας έκανε το χατίρι  του γιού του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος, μεταμορφωμένος  σε  λιοντάρι, κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο.
     Ο Πέλωρας, σαν είδε το αποκρουστικό τέλος του αδερφού του, βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά. Άρπαξε, λοιπόν, με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο. Ευτυχώς που ο Άρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον αδελφό του Διόνυσο από βέβαιο χαμό. Μετά ο Άρης έμπηξε το σπαθί του στο στήθος του Πέλωρα και τον ξάπλωσε νεκρό. Υπάρχει και η παραλλαγή του μύθου που λέει πως ο Ποσειδώνας σκότωσε τον Γίγαντα. Ο Ποσειδώνας, σαν γλίτωσε τον θάνατο ο Διόνυσος, κυνήγησε τον Πέλωρα και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να σωθεί, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε.
    Ο κουτσοπόδαρος  Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας έβαλε το μυαλό του και επινόησε τους μύδρους. Χρησιμοποίησε δηλαδή σαν όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο εργαστήρι του. Έπιωνε πάνω στη φωτιά διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα. Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου. Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος. Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ’ ένα βουνό. Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο.
  Ο φτερωπόδης Ερμής και σ’ αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του. Κατέβηκε στον Αδη και ζήτησε από το θείο του, τον Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο. Πέταξε αμέσως πάλι στο χώρο της μάχης και φορώντας το μαγικό σκούφο πλησίασε τον Ιππόλυτο. Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του. Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, να τον χτυπούν με κλοτσιές και γροθιές σ’ όλο του το κορμί, μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται γύρω του. Τότε νόμισε πως έχασε τα λογικά του από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή. Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία, χρησιμοποιώντας το κηρύκειο, να τον αποτελειώσει.Αποτέλεσμα εικόνας για γιγαντομαχία

    Όμως, και οι θεές, που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία,  κατάφεραν να δώσουν σημαντική  βοήθεια στους βασικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία. Αυτός , βάζοντας σαν ασπίδα τα πελώρια χέρια του, δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός. Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν. Τότε, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς και ο  Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει. Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο.
     Επίσης, η Άρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα με το τόξο τις σαΐτες της , σκότωσε τον Γρατίωνα. Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους.Αυτές σκότωσαν τον Άγριο και τον Θέοντα.
     Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους.  Εκείνη την ώρα περνούσε ο Ήλιος με το άρμα του.  Την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς. Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα. Σκέφτηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κι έτσι όρμησαν μαζί  πάνω του ο Δίας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος κι αντάμα με τον Ηρακλή και τον Διόνυσο, μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.
         Μετά απ’ αυτά κρίθηκε η μάχη και οι Γίγαντες τράπηκαν σε ολοκληρωτική φυγή σπάζοντας το μέτωπό τους. Οι θεοί τους καταδίωξαν στην άτακτη φυγή τους κατά πόδας. Κάποιους σκότωσαν, κάποιοι, όμως, γλίτωσαν. Μερικοί λένε πως ο γάιδαρος του Σιληνού καθώς είδε παραταγμένους τους Γίγαντες άρχισε να γκαρίζει τόσο δυνατά, ώστε αυτοί πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Σκόρπισαν άτακτα σε διάφορους τόπους, οπότε μετά από χρόνια, όπου τους έβρισκαν οι θεοί και οι σύμμαχοι θνητοί  τους εξολόθρευσαν. Όταν ερχόταν ο Ηρακλής στην Ερύθυια για τα βόδια του Γηρυόνη, βρήκε στην Ιταλία πολλούς Γίγαντες συγκεντρωμένους κοντά στον Βεζούβιο και στην Κύμη, στην περιοχή της Νεάπολης, που προηγούμενα λεγόταν Καμπανία, για να τον εμποδίσουν να περάσει. Εκεί έγινε πολύ δυνατή μάχη. Τελείωσαν, όμως, τα βέλη του Ηρακλή και βρέθηκε σε κίνδυνο. Γι’ αυτό παρακάλεσε τα Δία σε βοήθεια, που τους κατακεραύνωσε όλους , και γι’ αυτό το πεδίο της Κύμης ονομάστηκε πεδίο Φλέγραιο.
     Κάποιοι λένε πως εφόρμησαν στην Ήρα ο Ανώνυμος και ο Πυρίπνοος. Τους πρόφτασε, όμως, ο Ηρακλής και τους σκότωσε. Από τότε επονομάστηκε Ηρακλής, από το «απαλαλκείν» και της Ήρας, επειδή προηγούμενα ονομαζόταν Νείλος. Επιπλέον ο Ηρακλής συνεπλάκη και με τον Θούριο. Ο τάφος του Μακροσόριδα βρέθηκε στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, έχοντας μήκος εκατό πήχεις. Τον Εχίονα η Αθηνά τον μεταμόρφωσε σε βράχο με την κεφαλή της Μέδουσας. Το ίδιο έπαθαν ο Δαμάστορας και ο Παλληνέας.  Κάποιοι λένε πως ο Τιτάνας δεν πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των θεών και πέθανε στην Αττική. Ένεκα αυτού ονομάστηκε Τιτανίδα η Αττική. Και ίσως να ήταν ο Μακρόσιρης αυτός.
     Επιστρέφοντας ο Ηρακλής με τα βόδια του Γηρυόνη, βρήκε στον Ισθμό της Κορίνθου τον δεύτερο Αλκυονέα, που φύλαγε το στενό και σκότωνε τους διαβάτες. Αυτός έριξε μεγάλο βράχο κατά του Ηρακλή  και του συνέτριψε δώδεκα άμαξες, σκοτώνοντας εικοσιτέσσερις ανθρώπους και μερικά βόδια. Έπειτα πήρε δεύτερο βράχο και τον εκσφενδόνισε προς τον Ηρακλή, αλλά πρόλαβε ο γιος της Αλκμήνης και τον απόκρουσε με το ρόπαλο. Μετά σκότωσε τον Αλκυονέα. Αυτό το βράχο τον είχε μεταφέρει ο Αλκυονέας από την Ερυθρά θάλασσα και τον μεταχειριζόταν σαν όπλο και ρόπαλο. Σωζόταν για πολύ καιρό στον Ισθμό για να υπενθυμίζει το συμβάν. 
    Ο Ασκός κατέφυγε στη Συρία. Όταν περνούσε από ‘κει ο Διόνυσος, συναπαντήθηκαν και πάλεψαν. Νίκησε ο Ασκός και έδεσε τον Διόνυσο στον ποταμό Βαδίνη της Δαμασκού. Τον ελευθέρωσε ο Ερμής, που συνέλαβε στον Ασκό, το έγδαρε και χρησιμοποίησε σαν αγγείο το δέρμα του για να να μεταφέρει κρασί στις οδοιπορίες του. Από τότε είναι γνωστοί σαν ασκοί τα δέρματα, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά υγρών, παίρνοντας το όνομα από τον Ασκό.  Η πόλη που έγινε αυτό ονομάστηκε Δερμασκός, απ’ όπου άλλαξε αργότερα σε Δαμασκό.
     Ο Δίας καταδίωκε τον Συκέα, αλλά η μητέρα του η Γη τον έκρυψε και πάνω του βλάστησε το ομώνυμο δέντρο. Απ’ αυτόν ονομάστηκε Συκέα και η πόλη της Κιλικίας. Άλλοι Γίγαντες πέρασαν στις Πιθηκούσες νήσους κι εκεί έμειναν. Αρχηγός τους ήταν ο Μίμας, που γέννησε τον Ιππότη. Από την θυγατέραα του Σεγέστη ο Δίας απόκτησε τον Αίολο. Κι άλλοι Γίγαντες πέρασαν στο νησί των Φαιάκων με αρχηγό τον Ευρυμέδοντα. Από την θυγατέρα του Περίβοια ο Ποσειδώνας απόκτησε τον ναυσίθοο, και ο Ναυσίθοος τον Αλκίνοο. Επίσης κάποιοι κατέφυγαν στον Βόσπορο, τους οποίους ο Δίας κεραύνωσε και τους έριξε στον Τάρταρο. Πολλούς δε σκότωσε και ο Ηρακλής. Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους. Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά.
     Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες. Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας. Νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα. Βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες. Άλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά.
   Από το αίμα των φονευθέντων Γιγάντων, λένε, γεννήθηκαν άνθρωποι, που ήσαν χειρότεροι εκείνων. Γι’ αυτό ο Δίας αναγκάστηκε να τους ξεκάνει με τον κατακλυσμό- γνωστό σαν κατακλυσμό του Δευκαλίωνα- για να ξεκαθαρίσει τη γη από την κακία, την ανηθικότητα και την ασέβεια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...http://vagiablog.blogspot.gr

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΩΝΟΣ[ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΩΝΟΣΤο όνομα του Τυφώνος (ή Τυφωέως ή Τυφώ) προέρχεται από την λέξη τύφω (=καπνίζω, περιβάλλω με καπνό, γεμίζω με καπνό, εκδιώκω δια καπνού, σιγοκαίω, κρυφοκαίω, καίω από κάτω, ζαλίζω, μωραίνω) και σημαίνει «ο καπνίζων, σιγοκαίων με καπνό», υποδηλώνοντας την ζοφερή φύση του και το πύρ που εξέπεμπε. Ειδικότερα δε το όνομα Τυφωεύς υποδηλώνει δια της καταλήξεώς του –ευς-η οποία δηλώνει ηγετική θέση1-και ότι ο Τυφών είναι ένας εκ των αρχόντων του σκότους.
H γέννησις του Τυφώνος από τον Τάρταρο και την Γαία σημαίνει ότι είναι ένα όν που γεννήθηκε στον Τάρταρο-υποσύμπαν και ήλθε στο σύμπαν μας μέσω ενός Ταρταρείου διαύλου που απολήγει στα έγκατα του πλανήτη Γή, από τα οποία ανήλθε στην επιφάνεια αυτού.Και όπως προκύπτει ρητώς από τον χαρακτηρισμό του Τυφώνος από τον Ησίοδο ως θεού και αθανάτου, καθώς και εμμέσως από τις ανωτέρω αναφορές ότι από την ήττα του ο Τυφών είναι φυλακισμένος ή καταποντισμένος, και όχι νεκρός, αυτός είναι αθάνατος.Προφανώς λοιπόν, είναι ένας εκ των μοχθηρών υπερφυσικών αρχηγών του ερπετοειδούς συνασπισμού, ένας αρχιδαίμων ή θεός τόσο μεγάλης ισχύος, ώστε κόντεψε να νικήση τον ίδιον τον Δία. Εκ τούτου δε συνάγεται ότι είναι ο δεύτερος μετά τον ίδιον τον Σατανά στην ιεραρχία των δυνάμεων του Κακού.Εις αντίθεση όμως με εκείνον και τους περισσοτέρους άλλους μοχθηρούς δαίμονες, οι οποίοι είναι πνευματο-ενεργειακά όντα, έχει υλο-ενεργειακή υπόσταση
Οι ποικιλότροπες περιγραφές και απεικονίσεις του Τυφώνος δείχνουν ότι αυτός έχει ικανότητα μεταμορφώσεως, δυνάμενος να λαμβάνη ποικίλες τρομακτικές μορφές.Σίγουρα όμως, η αυθεντική μορφή του είναι αυτή που αναφέρουν ο Ησίοδος και ο συμπληρώνων αυτόν Απολλόδωρος:
-«Μέχρι μεν τους μηρούς είχε μορφή ανδρός τεραστίου μεγέθους, τόσυ ώστε ξεπερνούσε όλα τα όρη, ενώ η κεφαλή του άγγιζε συχνά ακόμη και τα άστρα.Το ένα χέρι του εκτεινόταν μέχρι την δύση και το άλλο μέχρι την ανατολή…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει ανθρωποειδές σχήμα, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών, και τεράστιο μέγεθος.
-«Στους ώμους του δε υπήρχαν εκατό κεφαλές όφεων, δεινών δρακόντων που έγλειφαν με μαύρες γλώσσες» (Θεογονία, 824-826)-«ενώ εξείχαν εκ τούτων εκατό κεφαλές δρακόντων» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνουν ότι ο Τυφών έχει δρακοντοειδή κεφαλή, κορμό και χέρια, καθώς και το μέγα πλήθος των ερπετοειδών ορδών.
-«Και εξ όλων αυτών των απεριγράπτων κεφαλών του πύρ ακτινοβολούσε υπό των φρυδιών τους.[Καθώς αυτός κοιτούσε διαπεραστικά, πύρ ανέβλυζε εξ όλων των κεφαλών του]» (Θεογονία, 826-828)-«και οι οφθαλμοί του ακτινοβολούσαν πύρ» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνουν ότι ο Τυφών έχει φλογερούς οφθαλμούς, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών, καθώς και ικανότητα πυροκινήσεως.
-«Από τους μηρούς δε και κάτω είχε πελώριες σπείρες εχιδνών…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει δρακοντοειδείς γλουτούς,πόδια και ουρά.
-«Όλο δε το σώμα του ήταν πτερωτό…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει πτέρυγες, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών.
Εκ τούτων προκύπτει ότι ο Τυφών είναι στην αυθεντική μορφή του ένας υπεργιγάντιος δρακοντοειδής υλο-ενεργειακής υφής.Ορθώς λοιπόν ο Πίνδαρος τον αποκαλεί ερπετό και ο Στράβων δράκοντα, αφού είναι κυριολεκτικά ένας θεός-δράκων.
Η δρακοντοειδής μορφή του Τυφώνος και η ηγετική θέσις του επί των ερπετοειδών υποδηλώνονται και από αρκετά εκ των παραλλαγμένων ή διαφορετικών χαρακτηριστικών του στις υπόλοιπες περιγραφές και απεικονίσεις του: Τα «εχιδνώδη μαλλιά του» (κατά τον Νόννο) υποδηλώνουν επίσης την δρακοντοειδή κεφαλή του, ενώ το δηλητήριο που έφτυνε απ’αυτά και τις δρακόντειες κεφαλές του (κατά τον Νόννο) υποδηλώνει την ολέθρια δράση των ερπετοειδών ορδών.Οι πολλές κεφαλές του σαρκοβόρων θηρίων-κυνών, λύκων, άρκτων, λεόντων, λεοπαρδάλεων και κάπρων (κατά τον Νόννο) υποδηλώνουν επίσης το μέγα πλήθος και την ολέθρια δράση των ερπετοειδών ορδών.Ο φολιδωτός κορμός του (στην προαναφερθείσα Λακωνική αγγειογραφία του) υποδηλώνει επίσης τον φολιδωτό κορμό του.Και τα πολλά χέρια του (πλείστα κατά τον Αντωνίνο Λιβεράλη ή διακόσια κατά τον Νόννο), οι πλείστες πτέρυγές του (κατά τον Αντωνίνο Λιβεράλη) και οι πολλές σπείρες όφεων στο κάτω μέρος του σώματός του (στην ανωτέρω Λακωνική αγγειογραφία του) υποδηλώνουν επίσης το μέγα πλήθος των ερπετοειδών ορδών.
Οι αναφορές του Ησιόδου και του Απολλοδώρου ότι κατά την Τυφωνομαχία ο Τυφών εξέπεμπε πλείστο ισχυρότατο πύρ (Θεογονία, 844-846: «Και καύμα απ’αμφοτέρους κατείχε τον ιοειδή πόντο, από την βροντή και την αστραπή, και από το πύρ τέτοιου τέρατος, [καθώς και από θυελλώδεις ανέμους και τον φλογερό κεραυνό]-Βιβλιοθήκη, Α.6.3: «Ξέβραζε δε εκ του στόματός του μεγάλη θύελλα πυρός») υποδηλώνουν επίσης την ικανότητα πυροκινήσεως αυτού.Η αναφορά δε του Ησιόδου ότι από τον Τυφώνα «προέρχεται το υγρό μένος των θυελλωδών ανέμων» υποδηλώνει ότι αυτός έχει και ικανότητα ελέγχου του αέρος, δυνάμενος να προκαλή φοβερές θύελλες.Και η αναφορά του Απολλοδώρου ότι κατά την μάχη του Αίμου ο Τυφών έριχνε κατά του Διός «ολόκληρα όρη», οι αναφορές του Νόννου ότι κατά την Τυφωνομαχία ο Τυφών προκαλούσε φοβερά γεωλογικά φαινόμενα (τίναξε την κορυφή του Κωρυκίου όρους, συνένωσε βιαίως τον Ταρσό και τον Κύδνο, προκάλεσε τεράστια άνοδο της στάθμης της θαλάσσης, απέσπασε δια μίας απομιμήσεως της τρίαινας του Ποσειδώνος μία νήσο και την εκσφενδόνισε σαν σφαίρα στην άκρη της γής, προκαλούσε δια του βαδίσματός του φοβερούς σεισμούς-με αποτέλεσμα να καταβυθίζεται το έδαφος, να σείεται μέχρι θεμελίων η Κιλικία, να συνρίβονται με πάταγο οι πλαγιές του Ταύρου, να σκικρτούν τα υψώματα της Παμφυλίας, να βομβούν οι χθόνιες κοιλότητες, να τρέμουν τα ακρωτήρια, να σείονται οι κόλποι και να ολισθαίνουν στην θάλασσα οι ακτές-έπινε ολοκλήρους ποταμούς, έσχιζε δια των χεριών του το έδαφος και διάνοιγε βάραθρα-από τα οποία ανέβλυζαν υπόγεια ύδατα-και έριχνε καταιγισμό τεραστίων βράχων στην θάλασσα, καθιστώντας τους νήσους), η εκδοχή ότι ο Τυφών δημιούργησε κατά την φυγή του τον ποταμό Ορόντη, οι αναφορές του Πινδάρου και του Φιλοστράτου ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθεν της Αίτνας και προκαλεί τις ηφαιστειακές εκρήξεις της και η παρεμφερής εκδοχή ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθεν των Πιθηκουσσών και προκαλεί τα σεισμικά και ηφαιστειακά φαινομένα υποδηλώνουν ότι αυτός έχει και ικανότητα ελέγχου των τεκτονικών φαινομένων, δυνάμενος να προκαλή φοβερούς σεισμούς και ηφαιστειακές εκρήξεις.
Συνδυάζοντας την αναφορά του Απολλοδώρου ότι η Γαία γέννησε τον Τυφώνα στην Κιλικία, την αναφορά του Πινδάρου ότι ο Τυφών ανετράφη εις «ξακουστό Κιλίκιο άντρο»-το οποίο είναι προφανώς το Κωρύκιο άντρο της Κιλικίας-και τον χαρακτηρισμό του Τυφώνος από τον Νόννο ως Κίλικος συμπεραίνουμε ότι αυτός αναδύθηκε στην επιφάνεια της Γής από μία υποχθόνια πύλη στο Κωρύκιο άντρο της Κιλικίας.Αυτή η πύλη λοιπόν ήταν η επιχθόνια απόληξις ενός υποχθονίου διαύλου που συνδέεται με την εσωχθόνια απόληξη του Ταρταρείου διαύλου μέσω του οποίου ήλθε ο Τυφών στο σύμπαν μας.Ήταν, δηλαδή, πύλη όχι απλώς πρός τον υποχθόνιο κόσμο, αλλά πρός τον ίδιον τον Τάρταρο-υποσύμπαν.
Σήμερα, υπό την Τουρκική κατοχή, το Κωρύκιο άντρο είναι γνωστό ως καταβόθρα Κεννέτ (=Ουρανός).Έχει μήκος 250 μέτρα και πλάτος 110 στο στόμιό του και μέσο βάθος 70 μέτρα.Από το στόμιό του αρχίζει μία αρχαία λαξευτή κλίμακα 300 σκαλοπατιών, η οποία οδηγεί στον πυθμένα του.Εκεί ευρίσκονται τα ερείπια μίας πρωτο-Βυζαντινής μονής του 5ου αιώνος, αφιερωμένης στην Παναγία, και κάτωθεν αυτής το υπο-άντρο που αναφέρει ο Στράβων.Η πηγή του Πικρού Ύδατος δε είναι πια καλυμμένη, αλλά ακούγεται η υπόγεια ροή αυτού.Πλησίον δε του Κωρυκίου άντρου ευρίσκονται τα ερείπια ενός μεγάλου Ελληνιστικού ναού του Διός, κτισθέντος τον 2ο αιώνα π.Χ., ο οποίος δείχνει σαφώς ότι το Κωρύκιο άντρο ήταν σημαντικό κέντρο λατρείας του Διός.Και εις απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το Κωρύκιο άντρο ευρίσκεται άλλη μία καταβόθρα, το Κεχεννέμ (=Κόλασις), το οποίο έχει μήκος 70 μέτρα και πλάτος 50 στο στόμιό του και μέσο βάθος 128 μέτρα.Έχει όμως πολύ απότομα τοιχώματα-και μάλιστα κατωφερή στο ανώτατο μέρος του-και ούτως είναι αδύνατον να κατέλθη κανείς στον πυθμένα του χωρίς τεχνητά μέσα.2
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω με την περιγραφή του Κωρυκίου άντρου από τον Στράβωνα συμπεραίνουμε τα εξής: Ότι μεταξύ του Κωρυκίου άντρου, του Κεχεννέμ και του Κωρύκου εκτείνεται ένα μέγα δίκτυο υπογείων κοιλοτήτων και σηράγγων.Ότι η υποχθόνια πύλη του Κωρυκίου άντρου ευρισκόταν στο υπο-άντρο του και συνδεόταν με αυτό το υπόγειο δίκτυο, αλλά κατά την εποχή του Στράβωνος ήταν πια καλυμμένη από την πηγή του Πικρού Ύδατος.Και ότι ο υποχθόνιος δίαυλος που απέληγε εις αυτή την πύλη είχε κάποτε μία απόληξη και στο Κεχεννέμ, αλλά κατά την εποχή του Στράβωνος ήταν και αυτή καλυμμένη.Προφανώς δε, αυτές οι δύο υποχθόνιες πύλες καλύφθηκαν και σφραγίσθηκαν-υλικά και ενεργειακά-από τον Δία μετά την συντριβή του Τυφώνος, και έκτοτε ουδέποτε επανεξήλθαν υποχθόνια ή Ταρτάρεια όντα απ’αυτές.
Ωστόσο, η ανάμνησις του Υπερτάτου Τρόμου που είχε αναδυθεί από την υποχθόνια πύλη του Κωρυκίου άντρου παρέμεινε έντονη πέριξ αυτού: Προφανώς, υπήρχε από πολύ παλαιά τέμενος του Διός πλησίον του Κωρυκίου άντρου, το οποίο εξελίχθηκε τελικά στον ανωτέρω Ελληνιστικό ναό.Αμφότερα δε κατασκευάσθηκαν όχι απλώς εις ανάμνηση της νίκης του Διός επί του Τυφώνος, αλλά και ως περίαπτα-δέκτες των πνευματο-ενεργειακών δυνάμεων του Διός κατά του υποχθονίου διαύλου της περιοχής.Κατά τα τέλη του 4ου αιώνος δε οι Βυζαντινοί έκλεισαν τον ναό του Διός και τερμάτισαν την λατρεία του στο Κωρύκιο άντρο, αλλά δεν έπαυσαν να φοβούνται τον εν λόγω υποχθόνιο δίαυλο.Δια τούτο, τον 5ο αιώνα έκτισαν την μονή της Παναγίας, ως νέο περίαπτο-δέκτη ουρανίων δυνάμεων κατ’αυτού του υποχθονίου διαύλου, και για να καλύψουν ακόμη περισσότερο την απόληξή του στο Κωρύκιο άντρο, κατέχωσαν την άνωθέν της πηγή του Πικρού Ύδατος.Μετά δε την κατάκτηση της Κιλικίας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1454 η μονή της Παναγίας έκλεισε, αλλά η ανάμνησις του εν λόγω υποχθονίου διαύλου διατηρήθηκε παραλλαγμένη: Το Κωρύκιο άντρο λοιπόν ονομάσθηκε Κεννέτ-από τα παλαιά ιερά του, τα οποία λειτουργούσαν ως περίαπτα-δέκτες-ουρανίων δυνάμεων κατά του υποχθονίου διαύλου-ενώ η γειτονική του καταβόθρα ονομάσθηκε Κεχεννέμ-από τον ίδιον τον υποχθόνιο δίαυλο, ο οποίος οδηγεί στον Κάτω Κόσμο-Κόλαση.
Εις μία ευρεθείσα επιγραφή του ανωτέρω ναού του Διός το Κωρύκιο άντρο αναφέρεται ως «ευρεία κοιλότης της γής των Αρίμων».3 Επίσης, ο Nόννος αναφέρει ότι ο Ζεύς συνάντησε τον Κάδμο για να ζητήση την βοήθειά του εγγύς του «φονικού σπηλαίου των Αρίμων», εννοώντας προφανώς το Κωρύκιο άντρο.(Διονυσιακά, Α.140-Α.365-366).Εκ τούτων λοιπόν και της στενής συνδέσεως του Τυφώνος με το Κωρύκιο άντρο προκύπτει ότι οι περιβόητοι Άριμοι είναι η ευρύτερη περιοχή του Κωρυκίου άντρου, μεταξύ του Κωρύκου και των Αρίμων ορών.
Πάντως, η ομοιότης των ονομασιών των Αρίμων και των Αραμαίων δείχνει σαφώς ότι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους.Τούτο δε επιβεβαιώνεται από το ότι εις Ασσυριακά χρονικά των μέσων του 11ου αιώνος π.Χ. οι Αραμαίοι αναφέρονται όχι μόνο ως Αραμού (=Αραμαίοι), αλλά ακριβώς και ως Άριμοι. Επειδή λοιπόν η ονομασία Άριμοι είναι σίγουρα πολύ αρχαιότερη της ονομασίας Αραμαίοι, αφού υπάρχει ως τοπωνύμιο από την πανάρχαια εποχή της Τυφωνομαχίας, ενώ η δεύτερη πρωτοεμφανίζεται πολύ αργότερα, εις Συριακές επιγραφές του 23ου αιώνος π.Χ., συμπεραίνουμε ότι οι Αραμαίοι ονομάζονταν αρχικά Άριμοι (ή Αριμαίοι), επονομασθέντες από τους Αρίμους της Κιλικίας.Και προφανώς, επονομάσθηκαν από τους Αρίμους τόσο επειδή κατοικούσαν εις αυτούς και πέριξ τους, στην μετέπειτα Κιλικία και την Συρία, όσο και επειδή η χώρα τους ήταν το κύριο πεδίο της επίγειας δράσεως του εξ Αρίμων ορμήσαντος Τυφώνος (Κωρύκιο άντρο-Κάσιο όρος).Αργότερα όμως, η ονομασία αυτού του λαού παρεφθάρη εις Αραμαίοι, ενώ οι Κίλικες της Τρωάδος απέσπασαν το βορειοδυτικό μέρος της χώρας τους και το μετονόμασαν Κιλικία.
Οι άλλες εκδοχές δε περί της τοποθεσίας των Αρίμων υποδηλώνουν περιοχές που, όπως και οι Άριμοι, ήσαν πεδία της Τυφωνομαχίας και έχουν απολήξεις υποχθονίων διαύλων που συνδέονται με εσωχθόνιες απολήξεις Ταρταρείων διαύλων: Το πρώτο αναφέρεται ρητώς για την πέριξ του Ορόντη Συρία-στην οποία ευρίσκεται το Κάσιο όρος-και την Κατακεκαυμένη, ενώ για την περιοχή της Ύδης-Σάρδεων και τις Πιθηκούσσες προκύπτει από τους μύθους ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν τους.Και η ύπαρξις υποχθονίων πυλών εις αυτές τις περιοχές προκύπτει για μεν την πέριξ του Ορόντη Συρία από τον μύθο ότι ο Τυφών άνοιξε καταδυθείς στην γή την πηγή του Ορόντη, καθώς και από μία αναφορά του Στράβωνος ότι αυτός ο ποταμός ρέει επί κάποιο διάστημα υπογείως (Γεωγραφικά, ΙΣΤ.2.7), για την Κατακεκαυμένη από την ηφαιστειώδη φύση της-αφού κάθε ηφαίστειο είναι υποχθόνια πύλη-για την περιοχή της Ύδης-Σάρδεων από τον μύθο ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν της και για τις Πιθηκούσσες τόσο από τον μύθο ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν τους, όσο και από την ηφαιστειώδη φύση τους και την σύνδεσή τους με το δίκτυο υπογείων κοιλοτήτων που εκτείνεται από την Κυμαία έως την Σικελία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Π.χ. βασιλεύς, Ζεύς (ο άρχων θεών και ανθρώπων), Νηρεύς (ο πατήρ και αρχηγός των Νηρηίδων) κ.λ.π.
2.http://en.wikipedia.org/wiki/Cennet_and_Cehennem
http://www.turkeytravelplanner.com/go/m ... ennem.html
3.http://en.wikipedia.org/wiki/Arima,_couch_of_Typhoeus
ΛΕΝΤΖΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ........

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ο ΤΥΦΩΝΑΣ [ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΜΕΡΟΣ Ε΄]

ΜΕΡΟΣ Ε΄......Και διεγείροντας ο πολύχειρ Τυφωεύς τον ζωστήρα του Ζεφύρου και τα φτερά του αντιθέτου του Εύρου (του ανατολικού ανέμου) περιφερόταν εις αμφοτέρους τους πόλους, έλκοντας μετά τον Φώσφορο τον Έσπερο (τον πλανήτη Αφροδίτη ως Αποσπερίτη) και το λοφίο του Άτλαντος.
Kαι συχνά άρπαζε εις χορταριασμένο κόλπο το θαλάσσιο άρμα του Ποσειδώνος
και το είλκε από τον βυθό στην θάλασσα.Επίσης, έσυρε από την θαλασσόβρεκτη χαίτη του τον όρθιο ίππο (του άρματος του Ποσειδώνος) από την υποβρύχια φάτνη του και έριξε αυτό το περιπλανώμενο πουλάρι, εκσφενδονίζοντάς το πρός τον Όλυμπο, στην περιφέρεια του ουρανού.Και καθώς μαστιγωνόταν το άρμα του Ηλίου, χρεμέτιζαν υπό τον ζυγό τους οι κυκλικώς περιφερόμενοι ίπποι του.
Συχνά δε ο Τυφωεύς έσειε δια απειλητικού χεριού του
κάποιον ταύρο που μυκώταν αναπαυόμενος από τον αγροτικό ζυγό του
και τον εξακόντιζε στην Σελήνη, ως ομοφυή απομίμησή της,
και ανέκοψε την πορεία της.Και αφού συγκράτησε από το χαλινάρι τους
τα λευκά ηνία των ταύρων της θεάς, σύριξε εναντίον της,
ξεχύνοντας ολέθριο συριγμό ιοβόλου έχιδνας.
Αλλά η Τιτανίς Μήνη (η Σελήνη) δεν υποχωρούσε στον επιτιθέμενο
και μαχομένη κατά των ομοκεράτων της κεφαλών του Γιγάντος
φωσφορίζοντες κύκλους χάραξε δια των ταυρείων κεράτων της.
Και μυκήθηκαν τα λάμποντα βοδια της Σελήνης,
μένοντας έκθαμβα από τα χάσκοντα σαγόνια του Τυφώνος.
Οι ατρόμητες Ώρες δε όπλισαν τις αστρικές φάλαγγες,
και σειρές ουρανίων ελίκων εις κυκλική ευταξία
φεγγοβολούσαν στον ρυθμό της μάχης.Kαι σύριξε βακχεύοντας
με πυρσούς στον αιθέρα ο ευκίνητος στρατός, λαχαίνοντας άλλοι
στον Βορέα και τα δυτικά νώτα του Λίβα και άλλοι στις περιφορές
του Εύρου και τις καμπές του Νότου.Και με ομόζηλο θόρυβο
απομακρύθηκε από τις θέσεις της η ασάλευτη χορεία των απλανών άστρων,
και συνάντησαν τους απέναντί τους πλανήτης.Και παταγωδώς ηχούσε
ο διαπερνών το κενό του ουρανού μεσομπηγμένος όρθιος άξων του.Βλέποντας δε ο κυνηγός Ωρίων (ο αστερισμός του Ωρίωνος) αυτά τα πλήθη των θηρίων (τις κεφαλές θηρίων του Τυφώνος), έσυρε το ξίφος του, και ακτινοβολούσε η λαμπρή κόψη του Ταναγραίου ξίφους καθώς ορμούσε ο φορεύς του.
Και εκτοξεύοντας ο διψαλέος Κύων (ο αστερισμός του Μεγάλου Κυνός) φώς από τα φλογερά σαγόνια του πάφλασε στον αστερόεντα λαιμό του, θερμή υλακή εκπέμποντας, και αντί του συνηθισμένου Λαγού (του αστερισμού του Λαγού) ατμό δοντιών εξέμεσε κατά των Τυφωνίων θηρίων.
Και βόησε ο θόλος του ουρανού.Και αποκρινομένη
η επτάστομος ηχώ των Πλειάδων (του αστερισμού των Πλειάδων) στον επτάζωνο ουρανό βοερά αλάλαζε από τους ισαρίθμους λαιμούς της,
ενώ με ισόμετρο θόρυβο αντιγδούπησαν οι πλανήτες.
Όταν δε ο λάμπων Οφιούχος αντίκρυσε την φρικτή οφιώδη μορφή
του Γίγαντος, απέσεισε από τα αλεξίκακα χέρια του
τα κυανόφαια νώτα των πυριτραφών δρακόντων,
εξακοντίζοντας στικτό σκολιό βέλος.Και λαίλαπες
σύριξαν εκατέρωθεν του πυρσού του, ενώ εχιδνώδη βέλη
εκτοξεύονταν λοξά, βακχεύοντας τον αέρα (=εμπνέοντάς του βακχική μανία).
Και βέλος εκτόξευσε ο Τοξότης (ο αστερισμός του Τοξότη), ο θαρραλέος συνοδοιπόρος του ιχθυώδους Αιγοκέρου.Και ο μεσοφανής στον κύκλο
της Αμάξης (της Μεγάλης Άρκτου) Δράκων, μοιρασμένος στις δίδυμες Άρκτους (στις Μεγάλη και Μικρή Άρκτο), έσεισε την φεγγοβολούσα σειρά της αιθέριας αγκαθωτής ράχης του.
Και ποιμενική ράβδο έπαλλε δια του λάμποντος χεριού του
ο Βοώτης, ο γείτων της Ηριγόνης (της Ηούς) και συνοδός και οδηγός της Αμάξης.
Και στο γόνατο του Ειδώλου (του αστερισμού του Ηρακλέους), δίπλα στον πλησίον πορευόμενο Κύκνο (τον αστερισμό του Κύκνου), η αστερόεσσα Φόρμιγξ (ο αστερισμός της Λύρας) μάντευσε την νίκη του Διός».(Διονυσιακά, Α.163-257).
Έπειτα, ο Τυφών τίναξε την κορυφή του Κωρυκίου όρους (του όρους που περιβάλλει την Κωρυκία κοιλάδα) και συνένωσε βιαίως τους Κιλικικούς ποταμούς Ταρσό και Κύδνο.Και έπειτα, όρμησε στην θάλασσα, ρίχνοντας βράχους εντός της: Καθώς βάδιζε εντός της, το αλμυρό ύδωρ πάφλαζε πέριξ των μηρών του, χωρίς να φθάνη την γιγάντια μέση του, και οι δράκοντές του κολυμπούσαν συρίζοντας πολεμοχαρώς και φτύνοντας δηλητήριο.Και όταν στάθηκε και έμπηξε τις φτέρνες του στον βυθό της θαλάσσης, με την γιγάντια κοιλιά του ευρισκομένη εν μέσω των συννέφων, γέμισε μέγα μέρος αυτής, στριμώχνοντας τα θαλάσσια κήτη.Τότε όλα τα θαλάσσια ζώα τρομοκρατήθηκαν και κρύφθηκαν, ενώ «πυργώθηκε (=υψώθηκε σαν πύργος) η θάλασσα και συντρόφευσε δια των βαθέων πελάγων της τον Όλυμπο».Και κρατώντας ο Τυφών μία απομίμηση της τρίαινας του Ποσειδώνος απέσπασε μία νήσο και την εκσφενδόνισε σαν σφαίρα στην άκρη της γής.Και παράλληλα, εξαπέλυε τα τρομερά χέρια του κατά της κορυφής του Ολύμπου, φθάνοντάς τα πλησίον των άστρων και σκιάζοντας δι’αυτών τον ήλιο.(Διονυσιακά, Α.258-293).
Η φοβερή επίθεσις του Τυφώνος τρομοκράτησε όλους τους Ολυμπίους θεούς πλήν του Διός και τους έκανε να τραπούν εις φυγή πρός την Αίγυπτο.Ο Ζεύς δε αντιστάθηκε, αλλά, έχοντας πιά μόνο την αιγίδα του, ηττήθηκε από τον Τυφώνα, ο οποίος μάλιστα αφαίρεσε τα νεύρα του και έκρυψε και αυτά στο Κωρύκιο άντρο. Ωστόσο, ο Ζεύς κατόρθωσε να διαφύγη στον ουρανό, και η νίκη του Τυφώνος δεν ολοκληρώθηκε.(Διονυσιακά, Α.140-145, Α.363-364, Α.510-512, Β.167-168).
Έπειτα δε, ο Τυφών προσπάθησε να χρησιμοποιήση τα κλεμμένα όπλα του Διός, αλλά μάταια: Με δυσκολία κρατούσε δια των διακοσίων χεριών του αυτά τα όπλα που ο Ζεύς κρατούσε άνετα δια ενός χεριού.Δεν μπορούσε να συγκεντρώση σύννεφα, αδύναμα και ήρεμα ηχούσε η βροντή και μετά βίας έπεσαν κάποιες χιονονιφάδες.Η αστραπή σκοτείνιασε και τρεμόφεγγε σαν αδύναμο πύρ.Και οι κεραυνοί μαλάκωναν και έχαναν την ισχύ τους, και συχνά ξεγλιστρούσαν και απομακρύνονταν από τα χέρια του Τυφώνος, αποζητώντας τα οικεία χέρια του πραγματικού κυρίου τους. (Διονυσιακά, Α.294-320).
Εν τω μεταξύ, ο Ζεύς μηχανεύθηκε το εξής σχέδιο κατά του Τυφώνος: Κατήλθε στην Κιλικία, συνοδευόμενος από τον Έρωτα και τον Αιγίπανα, και αφού πλησίασε τον Κάδμο19 και τον έπεισε να τον βοηθήση, τον μεταμόρφωσε εις βοσκό και του έδωσε μία δολερή μελωδική φλογέρα, για να παρασύρη παίζοντάς την τον Τυφώνα και να δώση ούτως στον Δία την ευκαιρία να ανακτήση τα νεύρα και τα όπλα του. Εκτελώντας λοιπόν ο Κάδμος αυτό το σχέδιο, πλάγιασε εις έναν βοσκότοπο εγγύς του Κωρυκίου άντρου και άρχισε να παίζη την δολερή φλογέρα του.Όταν δε ο Τυφών, ο οποίος ευρισκόταν τότε εκεί κοντά, άκουσε αυτή την δολερή μελωδία, ετάρπη τόσο πολύ, ώστε άφησε τα όπλα του Διός στο Κωρύκιο άντρο και πλησίασε τον Κάδμο, για να τον ακούη καλύτερα.Τότε εκείνος τον έπεισε κολακεύοντάς του να του δώση τα νεύρα του Διός, δήθεν για να κατασκευάση δι’αυτών κιθάρα δια της οποίας θα υμνούσε ακόμη μελωδικότερα την επικειμένη κοσμοκρατορία του Τυφώνος.Και αφού πήρε τα νεύρα του Διός, τα πασπάτευσε και τα έκρυψε στο κοίλωμα ενός βραχου, δήθεν για να κατασκευάση αργότερα δι’αυτών την κιθάρα του, αλλά στην πραγματικότητα διαφυλάσσοντάς τα για τον Δία.Και έπειτα, συνέχισε να παίζη την φλογέρα του, ακόμη μελωδικότερα απ’ό,τι πρίν, καταθέλγοντας τον Τυφώνα και αποσπώντας πλήρως την προσοχή του.Ούτως, λίγο αργότερα, ο Ζεύς, εκμεταλλευόμενος αυτή την ευκαιρία, είρπυσε κρυφά εντός του Κωρυκίου άντρου και πήρε πίσω τα όπλα του, ενώ στην συνέχεια πήρε πίσω και τα νεύρα του από τον βράχο όπου τα είχε κρύψει ο Κάδμος.Και κατόπιν, κάλυψε σιγά-σιγά τον Κάδμο δια ενός σκοτεινού νέφους, ώστε να μην τον φονεύση ο Τυφών όταν θα αντιλαμβανόταν την εξαπάτησή του.
Όταν λοιπόν ο Κάδμος κρύφθηκε εντελώς από το νέφος, έπαυσε απότομα να παίζη την φλογέρα του.Τότε ο Τυφών κυριεύθηκε από πολεμικό οίστρο και όρμησε στο Κωρύκιο άντρο για να πάρη τον κεραυνό, την αστραπή και την βροντή, αλλά το ευρήκε κενό.Τότε αντιλήφθηκε την εξαπάτησή του και άρχισε να ρίχνη βράχους στον Όλυμπο, ενώ στην συνέχεια εξαπέλυσε το μένος του στην γή: Έφτυνε από τα σαγόνια και τα εχιδνώδη μαλλιά του καταιγισμό δηλητηρίου, κάνοντας να κυματίζουν οι χείμαρροι.Καθώς βάδιζε δια των γιγαντίων δρακοντείων ποδιών του, καταβυθιζόταν το έδαφος, σειόταν μέχρι θεμελίων η Κιλικία, συντρίβονταν με πάταγο οι πλαγιές του Ταύρου20, σκιρτούσαν τα υψώματα της Παμφυλίας21, βομβούσαν οι χθόνιες κοιλότητες, έτρεμαν τα ακρωτήρια, σείονταν οι κόλποι και ολίσθαιναν στην θάλασσα οι ακτές, καθώς η άμμος τους διαλυόταν από τους σεισμούς που προκαλούσαν τα πόδια του Τυφώνος.Οι θηριώδεις κεφαλές του κατεβρόχθιζαν κάθε είδους θηλαστικά, ερπετά και πτηνά, ενώ έπινε αποξηραίνοντάς τους ολοκλήρους ποταμούς.Έσχιζε δια των χεριών του το έδαφος, διάνοιγε βάραθρα, από τα οποία ανέβλυζαν υπόγεια ύδατα, και κατέστρεφε κάθε είδους φυτά.Και έριχνε καταιγισμό τεραστίων βράχων στην θάλασσα, καθιστώντας τους νήσους.(Διονυσιακά, Α.363-Β.93).
Εν τω μεταξύ, ο Ζεύς τηρούσε στάση αναμονής, αποφεύγοντας να συγκρουσθή με τον Τυφώνα μέχρις ότου ανασυνταχθή πλήρως.Όταν νύκτωσε δε, ο Τυφών έπαυσε προσωρινά την μανιώδη επίθεσή του και έπεσε για ύπνο στην Κιλικία.Ο Ζεύς όμως παρέμεινε άγρυπνος στον Ταύρο και οργάνωσε την άμυνα του ουρανού κατά τυχόν νυκτερινής επιθέσεως του Τυφώνος: Σειρές φρουρών παρατάχθηκαν πέριξ του Ολύμπου και των επτά ζωνών του ουρανού.Οι Ώρες-οι φύλακες του αιθέρος και ακόλουθοι του Ηλίου-έφραξαν τον ουρανό δια στεφανιού από αλλεπάλληλα σύννεφα και οι αστέρες έκλεισαν τον Ατλάντειο σύρτη των απαραβιάστων πυλών του.Και από ψηλά φρουρούσε ο Βοώτης, ενώ κάτωθέν του ο Εωσφόρος φρουρούσε την ανατολή, ο Έσπερος την δύση, ο Τοξότης τον Νότο και ο Κηφεύς τον Βορρά.(Διονυσιακά, Β.167-187).
Όταν ξημέρωσε, ο Τυφών ηγέρθη και προκάλεσε τον Δία με ανοήτους κομπασμούς και απειλές, οι οποίοι μόνο γέλιο προκάλεσαν εις εκείνον.Και στην συνέχεια, του επιτέθηκε με μανία, ρίχνοντάς του βράχους και δένδρα.Ο Ζεύς όμως απέκρουε και έκαιγε δια των όπλων του αυτά τα βλήματα του Τυφώνος και τον έπληττε δια κεραυνών, αστραπών και θυελλών.Και καθώς μάχονταν οι δύο αντίπαλοι, σειόταν από την ορμή τους ολόκληρος ο κόσμος.Τελικά δε, ο Ζεύς κατέβαλε τον Τυφώνα, καίγοντας δια των κεραυνών του όλες τις κεφαλές και τα χέρια του.Τότε εκείνος έπεσε καταπληγωμένος στην Σικελία, και ο Ζεύς τον κατέχωσε κάτωθεν της Αίτνας, όπου κείται έκτοτε ημιθανής».(Διονυσιακά, Β.244-631).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Περιοχή της νοτιανατολικής Μικράς Ασίας.
2.Όρος της βορειοδυτικής Συρίας.
3.Ο Στράβων αναφέρει για το Κωρύκιο άντρο της Κιλικίας τα εξής: «Μετά δε τον Καλύκαδνο (ποταμό της Κιλικίας) είναι η ονομαζομένη Ποικίλη Πέτρα, η οποία έχει λαξευτή κλίμακα και οδηγεί στην Σελεύκεια.Έπειτα είναι το ακρωτήριο Ανεμούριο, ομώνυμο του προηγουμένου, η νήσος Κράμβουσα και το ακρωτήριο Κώρυκος, υπεράνω του οποίου, εις απόσταση είκοσι σταδίων (3,7 χιλιομέτρων), ευρίσκεται το Κωρύκιο άντρο, στο οποίο φυτρώνει ο άριστος κρόκος.Είναι δε μεγάλη και κυκλική κοιλάς, η οποία περιβάλλεται από πετρώδες ύψωμα (όρος), πανταχόθεν αρκετά ψηλό. Κατεβαίνοντας δε εις αυτή, τα έδαφος είναι ανώμαλο και ως επί το πλείστον πετρώδες, καθώς και γεμάτο από θαμνώδη βλάστηση, αιεθαλή και ήμερη.Δίπλα. δε είναι σπαρμένα τα εδάφη που φέρουν τον κρόκο.Υπάρχει δε εκεί και άντρο, το οποίο έχει μεγάλη πηγή από την οποία αρχίζει ποταμός καθαρού και διαφανούς ύδατος, ο οποίος καταπίπτει ευθύς υπό της γής.Και ρέοντας αφανής εκβάλλει στην θαλάσσα. Τον ονομάζουν δε Πικρό Ύδωρ».(Γεωγραφικά, ΙΔ.5.5).Εξ αυτού του αποσπάσματος προκύπτει ότι Κωρύκιο άντρο ονομαζόταν τόσο το ίδιο το άντρο, όσο και η κοιλάς στην οποία ευρίσκεται-προφανώς επονομασθείσα εξ αυτού.Πρός αποφυγή συγχύσεως λοιπόν, εφεξής θα αναφέρουμε ως Κωρύκιο άντρο μόνο το ίδιο το άντρο, ενώ την κοιλάδα ως Κωρυκία κοιλάδα.
4.Όρος στα σύνορα Παλαιστίνης-Αιγύπτου.
5.Η Νεμέα ήταν πόλις της αρχαίας Αργολίδος και ο Τρητός και ο Απέσας όρη εγγύς αυτής.
6.Ο Ιοβάτης ήταν βασιλεύς της Λυκίας, περιοχής της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, και ο Προίτος γαμπρός του και βασιλεύς της μισής Αργολίδος, με πρωτεύουσα την Τίρυνθα.
7.Πόλις της αρχαίας Αργολίδος
8.Έλος της Αργολίδος.
9.Πολίχνη της αρχαίας Αργολίδος
10.Λάθος του Απολλοδώρου, αφού-όπως αναφέρει ο Ησίοδος (Θεογονία, 326)-η Έχιδνα γέννησε την Σφίγγα με τον Όρθο.
11.Κωμόπολις της αρχαίας Μεγαρίδος.
12.Ο Κλαύδιος Αιλιανός διευκρινίζει ότι ο Αμισώδαρος ήταν βασιλεύς της Λυκίας. (Περί ζώων ιδιότητος, Θ.23).
13.Περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας
14.Οι Σάρδεις ήταν η πρωτεύουσα της Λυδίας
15.Περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας
16.Ο Ορόντης είναι ο μέγιστος ποταμός της Συρίας.
17.Ο Επιμενίδης ήταν περίφημος Κρητικός θεουργός, μάντης, ποιητής και φιλόσοφος των 7oυ-6ου αιώνος π.Χ.
18.Περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας.
19.Ο μετέπειτα ιδρυτής των Θηβών της Βοιωτίας, ο οποίος αναζητούσε τότε την αρπαγείσα από τον Δία αδελφή του Ευρώπη.
20.Μέγα όρος της νοτίου Μικράς Ασίας, εκτεινόμενο κατά μήκος της Παμφυλίας και της Κιλικίας
21.Περιοχή της νοτίου Μικράς Ασίας, μεταξύ της Λυκίας και της Κιλικίας.

  Οι ανωτέρω τρομακτικές αναφορές περί της μορφής του Τυφώνος συμπληρώνονται από πέντε εξίσου τρομακτικές αρχαίες απεικονίσεις του:
-Εις ένα Αττικό γλυπτό του 6ου αιώνος π.Χ. που είναι γνωστό ως Τρισώματος Τυφών, το οποίο ήταν τοποθετημένο στην δεξιά πτέρυγα του αετώματος του αρχαίου ναού της Ακροπόλεως, ο Τυφών απεικονίζεται ως ανδρόμορφος και τρισώματος στο άνω μέρος του σώματός του και με οφιοειδή σπείρα αντί ποδιών στο κάτω.Έκαστο δε των τριών σωμάτων είναι πτερωτό, έχει γενειοφόρα και μακρόκομη κεφαλή και κρατά δια των χεριών του απροσδιόριστα αντικείμενα-πιθανώς όπλα.(http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF% ... F%8E%CE%BD).
-Εις ένα αγνώστου προελεύσεως Ελληνικό μελανόμορφο αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως ανθρωποειδούς σχήματος και πτερωτός στο ανω μέρος του σώματός του και με οφιοειδή σπείρα αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής ανδρός και κεφαλής καλικαντζάρου και οι παλάμες του μεμβρανοειδείς.(http://www.theoi.com/Gallery/M10.3.html).
-Εις ένα Χαλκιδικό μελανόμορφο αγγείο. του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως ανθρωποειδούς σχήματος και πτερωτός στο ανω μέρος του σώματός του και με δύο οφιοειδείς σπείρες αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής ανδρός, κεφαλής καλικαντζάρου και κεφαλής όνου και προστατεύεται από ένα είδος περικεφαλαίας.Εξ αριστερών του δε απεικονίζεται ο Ζεύς, μαχόμενος κατ’αυτού δια του κεραυνού του.(http://www.theoi.com/Gallery/M10.1B.html).
-Εις ένα Λακωνικό μελανόμορφο αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως πτερωτός ερπετοειδής, με φολιδωτό κορμό, δύο σπείρες όφεων ως χέρια και άλλες δύο σπείρες όφεων αναδυόμενες από την πλάτη του, στο άνω μέρος του σώματός του και με πολλές σπείρες όφεων αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής καλικαντζάρου και κεφαλής όνου και προστατεύεται από ένα είδος περικεφαλαίας.(http://www.theoi.com/Gallery/M10.2.html).
-Στην κεντρική τοιχογραφία ενός Ετρουσκικού τύμβου του 2ου ή 1ου αιώνος π.Χ. που είναι γνωστός ως «Τύμβος του Τυφώνος», ο οποίος ανήκε στο αριστοκρατικό γένος των Πούμπων της Ετρουσκικής πόλεως Ταρκυνίας, ο Τυφών απεικονίζεται ως ανδρόμορφος, με γαλανόγκριζες πτέρυγες και γαλανόγκριζη κόμη, μέχρι και τα γόνατα και με δύο σπείρες γαλανογκρίζων όφεων κάτωθεν αυτών.(http://www.mysteriousetruscans.com/tartyphon.html
http://www.maravot.com/Etruscan_mural_typhon2.gif).ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Ο ΤΥΦΩΝΑΣ [ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΜΕΡΟΣ Δ΄]

Ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι μετά την Γιγαντομαχία οι Ολύμπιοι θεοί αντιμετώπισαν και νίκησαν με ακομη μεγαλύτερη δυσκολία τον ασύλληπτα ισχυρό και τρομακτικό υιό του Ταρτάρου και της Γαίας, ερπετοειδή υπεργίγαντα Τυφώνα (ή Τυφωέα):



μέρος Δ΄  Ι.ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΥΦΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΧΙΔΝΑΣ

«Όταν δε οι θεοί επικράτησαν των Γιγάντων, η Γή, χολωθείσα περισσότερο, σμίγει με τον Τάρταρο και γεννά στην Κιλικία1 τον Τυφώνα, ο οποίος είχε μικτή φύση ανδρός και θηρίου.Αυτός λοιπόν υπερείχε εις μέγεθος και δύναμη εξ όλων όσων γέννησε η Γή: Μέχρι μεν τους μηρούς είχε μορφή ανδρός τεραστίου μεγέθους, τόσυ ώστε ξεπερνούσε όλα τα όρη, ενώ η κεφαλή του άγγιζε συχνά ακόμη και τα άστρα.Το ένα χέρι του εκτεινόταν μέχρι την δύση και το άλλο μέχρι την ανατολή, ενώ εξείχαν εκ τούτων εκατό κεφαλές δρακόντων.Από τους μηρούς δε και κάτω είχε πελώριες σπείρες εχιδνών (οχιών), οι οποίες, όταν τις είλκυε πρός το μέρος του, εκτείνονταν μέχρι την ίδια την κορυφή του και εξέπεμπαν μέγα συριγμό.Όλο δε το σώμα του ήταν πτερωτό, εκ της κεφαλής και των μαγούλων ανέμιζαν τραχείες τρίχες και οι οφθαλμοί του ακτινοβολούσαν πύρ.Τέτοιος όντας ο Τυφών και τόσο μέγας, όρμησε με συριγμούς και κραυγές στον ίδιον τον ουρανό, ρίχνοντας φλεγομένους βράχους. Ξέβραζε δε εκ του στόματός του μεγάλη θύελλα πυρός.
Όταν δε οι θεοί είδαν αυτόν να ορμά στον ουρανό, τράπηκαν εις φυγή πρός την Αίγυπτο, και καταδιωκόμενοι απ’αυτόν μεταμορφώθηκαν εις ζώα.Ο Ζεύς δε, όσο μεν ο Τυφών ήσαν μακριά, του έριχνε κεραυνούς, ενώ όταν αυτός πλησίασε, τον έπληττε δυνατά δια αδαμαντίνου δρεπανιού.Και καθώς αυτός τράπηκε εις φυγή, τον κατεδίωξε μέχρι το Κάσιο όρος2, το οποίο υπέρκειται της Συρίας.Εκεί δε, βλέποντάς τον καταπληγωμένο, συνεπλάκη μαζί του δια των χεριών του.Αλλά ο Τυφών τον έπιασε περιτυλίσσοντάς τον δια των σπειρών του και, αφού άρπαξε το δρεπάνι του, έκοψε τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, ενώ στην συνέχεια τον ήγειρε επί των ώμων του και τον μετέφερε δια θαλάσσης στην Κιλικία, όπου πήγε και τον απέθεσε στο Κωρύκιο άντρο3.Ομοίως δε απέθεσε εκεί και τα νεύρα του, αφού τα έκρυψε εις δορά άρκτου, και κατέστησε φύλακά τους την δράκαινα Δελφύνη.Αυτή δε ήταν μισή θηρίο (δράκαινα) και μισή κόρη.Αλλά ο Ερμής και ο Αιγίπαν έκλεψαν τα νεύρα και τα προσάρμοσαν κρυφά στον Δία.Αφού δε ο Ζεύς ανέκτησε την ισχύ του, όρμησε ξαφνικά εκ του ουρανού επί άρματος ιπταμένων ίππων και ρίχνοντας κεραυνούς κατεδίωξε τον Τυφώνα μέχρι το όρος που ονομάζεται Νύσα4, όπου οι Μοίρες εξαπατάτησαν τον φυγάδα.Διότι αυτός, πεισθείς απ’εκείνες ότι θα γινόταν δυνατότερος γεύθηκε τους εφημέρους καρπούς.Δια τούτο, καταδιωκόμενος και πάλι (από τον Δία) ήλθε στην Θράκη, όπου μαχόμενος πέριξ του Αίμου έριχνε (κατά του Διός) ολόκληρα όρη.Αλλά καθώς αυτά ωθούνταν πίσω πρός αυτόν από τον κεραυνό, χύθηκε πολύ αίμα του επί του όρους.Και λέγουν ότι εκ τούτου το όρος ονομάσθηκε Αίμος.Και όταν ο Τυφών όρμησε να φύγη δια της Σικελικής θαλάσσης, ο Ζεύς έριξε επάνω του το όρος Αίτνα της Σικελίας.Τούτο δε είναι τεράστιο, και λέγουν ότι αποπνέει μέχρι και σήμερα πύρ από τους τότε βληθέντες κεραυνούς».(Βιβλιοθήκη, Α.6.3-4).
Η πρωταρχική πηγή του Απολλοδώρου για τον Τυφώνα είναι ο Ησίοδος, ο οποίος όμως, επειδή δεν αναφέρει καθόλου την Γιγαντομαχία, τοποθετεί την Τυφωνομαχία (όπως είναι γνωστή η σύγκρουσις των Ολυμπίων θεών με τον Τυφώνα) μετά την Τιτανομαχία:
«Αλλά αφού ο Ζεύς εξεδίωξε τους Τιτάνες από τον ουρανό,
η πελώρια Γαία γέννησε με την αγάπη του Ταρτάρου,
δια της χρυσής Αφροδίτης, τον νεότερο υιό της, τον Τυφωέα.
Ισχυρά ήσαν τα χέρια αυτού του κρατερού (=κραταιού) θεού,
κατορθώματα κάνοντας, και ακάματα τα πόδια του.Στους ώμους του δε
υπήρχαν εκατό κεφαλές όφεων, δεινών δρακόντων
που έγλειφαν με μαύρες γλώσσες.Και εξ όλων αυτών
των απεριγράπτων κεφαλών του πύρ ακτινοβολούσε υπό των φρυδιών τους.
[Καθώς αυτός κοιτούσε διαπεραστικά, πύρ ανέβλυζε εξ όλων των κεφαλών του].
Και υπήρχαν φωνές εις όλες αυτές τις δεινές κεφαλές,
οι οποίοι φώναζαν με παντοειδείς απερίγραπτες φωνές.
Διότι άλλοτε μεν φώναζαν ούτως ώστε να καταλαβαίνουν οι θεοί,
άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν δυνατά βρυχωμένου ταύρου με ακατάσχετο μένος,
άλλοτε σαν λέων που έχει ανηλεή ψυχή
και άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τα ακούς,
και άλλοτε σύριζαν, και αντηχούσαν τα μακρά όρη.
Και ανεπανόρθωτο έργο θα τελούταν εκείνη την ημέρα,
καθώς αυτός (ο Τυφωεύς) θα γινόταν βασιλεύς θνητών και αθανάτων,
αν δεν τον αντιλαμβανόταν ταχέως ο πατήρ θνητών και αθανάτων (ο Ζεύς).
Σκληρά δε και δυνατά βρόντησε (ο Ζεύς),
και φρικτά αντήχησαν η γαία ολόγυρα και ο υπεράνω της ευρύς ουρανός,
καθώς και ο πόντος, τα ρεύματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα της γαίας.
Και καθώς εγειρόταν ο άναξ (ο Ζεύς), σειόταν κάτωθεν
των αθανάτων ποδιών του ο μέγας Όλυμπος, και αναστέναζε η γαία.
Και καύμα απ’αμφοτέρους κατείχε τον ιοειδή πόντο,
από την βροντή και την αστραπή, και από το πύρ τέτοιου τέρατος
[καθώς και από θυελλώδεις ανέμους και τον φλογερό κεραυνό].
Και κόχλαζαν πάσα η χθών και ο ουρανός και η θάλασσα.
Και μεγάλα κύματα μαίνονταν πανταχόθεν εις όλες τις ακτές, από την ορμή
των αθανάτων (του Διός και του Τυφωέως), και άρχισε ατελείωτος σεισμός.
Και έτρεμαν ο Άδης, ο οποίος άρχει των υποχθονίων νεκρών,
και οι υποταρτάριοι Τιτάνες, οι οποίοι ευρίσκονται πέριξ του Κρόνου
[από την ατελείωτη βοή και την δεινή μάχη].
Ο Ζεύς δε, όταν κορυφώθηκε η ορμή του και έλαβε τα όπλα του,
την βροντή, την αστραπή και τον φλογώδη κεραυνό,
έπληξε πηδώντας από τον Όλυμπο το δεινό τέρας
και έκαψε ολόγυρα όλες τις απερίγραπτες κεφαλές του.
Αφού λοιπόν τον δάμασε πλήττοντάς τον μαστιγωτά,
αυτός έπεσε ακρωτηριασμένος, και στέναζε η πελώρια γαία.
Και από τέτοιον κατακεραυνωθέντα άνακτα, φλόγες ανέβλυσαν
στα φαράγγια του βραχώδους όρους της Αίτνας, όπου είχε πληγεί αυτός.
Και εις μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γαία,
με απεριγράπτους ατμούς, και τήκοταν σαν κασσίτερος
θερμανθείς από ευρώστους τεχνίτες εις εύτρητες χοάνες,
ή σαν σίδηρος-ο οποίος είναι κρατερότατος (=σκληρότατος, ανθεκτικότατος)-
που δαμαζόμενος από καυστικό πύρ στα φαράγγια του όρους (Αίτνα)
τήκεται στην θεϊκή χθόνα από την τέχνη του Ηφαίστου.
Ούτως λοιπόν τήκοταν και η πελώρια γαία από την λάμψη του φλογερού πυρός.
Και ο Ζεύς, με θυμό στην ψυχή του, έριξε τον Τυφωέα στον ευρύ Τάρταρο.
Από τον Τυφωέα δε προέρχεται το υγρό μένος των θυελλωδών ανέμων,
πλήν του Νότου, του Βορέως και του αιθρίου Ζεφύρου (του δυτικού ανέμου)». (Θεογονία, 820-870).
Επίσης, ο Ησίοδος αναφέρει ότι πρό της Τυφωνομαχίας ο Τυφών γέννησε με ένα άλλο φρικτό ερπετοειδές όν, την Έχιδνα, τέσσερα φοβερά όντα, τον Όρθο, τον Κέρβερο, την Λερναία Ύδρα και την Χίμαιρα, ενώ έπειτα η Έχιδνα γέννησε με τον Όρθο αλλά δύο φοβερά όντα, την Σφίγγα και τον λέοντα της Νεμέας:
«Αυτή δε (η Κητώ με τον Φόρκυν) γέννησε εις κοίλο σπήλαιο
και άλλο ακαταμάχητο τέρας, το οποίο δεν μοιάζει καθόλου
με τους θνητούς ανθρώπους, ούτε με τους αθανάτους θεούς,
την θεία και κρατερόφρονα (=ισχυρόψυχη) Έχιδνα,
η οποία κατά το ήμισυ μεν είναι καλλιμάγουλη νύμφη με ζωηρό βλέμμα
και κατά το έτερο ήμισυ πελώριος όφις, δεινός και μέγας,
διάστικτος και ωμοβόρος, στα έγκατα της ιερής γαίας.
Εκεί δε είναι το σπήλαιό της, κάτωθεν κοίλου βράχου,.
μακριά από τους αθανάτους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Εκεί λοιπόν της όρισαν οι θεοί να έχη τα ξακουστά δώματά της.
Στους Αρίμους λοιπόν, υπό της χθονός, περιορίσθηκε η δεινή Έχιδνα,
η αθάνατη και επί όλες τις ημέρες αγέραστη νύμφη.
Λέγουν δε ότι ο δεινός, υβριστής και άνομος Τυφών
έσμιξε με αγάπη με αυτή την ζωηροβλέμματη κόρη.
Και αφού αυτή συνέλαβε, γέννησε κρατερόφρονα τέκνα:
Πρώτα μεν γέννησε τον Όρθο, τον κύνα του Γηρυόνη.
Δεύτερο δε γέννησε τον ακαμάχητο, ακατανόμαστο
και ωμοβόρο Κέρβερο, τον χαλκόφωνο, πεντηκοντακέφαλο,
ανηλεή και κρατερό κύνα του Άδη.
Τρίτη δε γέννησε την έμπειρη των δεινών Λερναία Ύδρα,
την οποία ανέθρεψε η λευκοχέρα θεά Ήρα,
απλέτως οργισμένη με την ρώμη του Ηρακλέους.
Και αυτή την φόνευσε δια ανηλέους χαλκού ο υιός του Διός,
Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής, μαζί με τον φιλοπόλεμο Ιόλαο
και με τις συμβουλές της λαφυραγωγού Αθηνάς.
Επίσης, η Έχιδνα γέννησε την δεινή, μεγάλη, ταχύποδα και κρατερή Χίμαιρα,
η οποία απέπνεε ακαταμάχητο πύρ.
Αυτή είχε τρείς κεφαλές: Μία μεν λαμπροφθάλμου λέοντος,
μία χιμαιρας (=αιγός) και μία όφεως, κρατερού δράκοντος
[έμπροσθεν λέων, όπισθεν δράκων και στη μέση χίμαιρα,
αποπνέουσα δεινό μένος φλογερού πυρός]
Αυτή δε την φόνευσαν ο Πήγασος και ο αγαθός Βελλερεφόντης.
Επίσης, η Έχιδνα, αφού ενέδωσε στον Όρθο, γέννησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), τον όλεθρο των Καδμείων (των Θηβαίων) και τον λέοντα της Νεμέας, τον οποίον η Ήρα, η ευγενής παρακοιμωμένη του Διός, αφού τον ανέθρεψε, τον εγκατέστησε στα υψώματα της Νεμέας, ως συμφορά για τους ανθρώπους.
Εκεί λοιπόν κατοικώντας αυτός, έβλαπτε τα φύλα των ανθρώπων,
όντας κυρίαρχος του Τρητού, της Νεμέας και του Απέσαντος5.
Αλλά τον δάμασε η ρώμη του Ηρακλέους».(Θεογονία, 295-332).
Επίσης, ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Όρθος φονεύθηκε από τον Ηρακλή στην Ερύθεια, όταν εκείνος άρπαξε από εκεί τις αγελάδες του Γηρυόνη.(Θεογονία 293-294), ενώ αναφέρεται πάλι στον Κέρβερο κατά την περιγραφή του Άδη:
«Εκει μπροστά (στον Άδη) ίστανται τα βροντερά δώματα του χθονίου θεού
[του ισχυρού Άδη και της δεινοτάτης Περσεφόνης],
και δεινός και ανηλεής κύων (ο Κέρβερος) τα φυλάσσει από μπροστά,
ο οποίος κακό τέχνασμα έχει: Εις όσους έρχονται
φιλικά σείει την ουρά και αμφότερα τα αυτιά του,
δεν τους αφήνει όμως να εξέλθουν πάλι,
αλλά παραφυλά και τρώει όποιον αντιληφθή να εξέρχεται από τις πύλες
[του ισχυρού Άδη και της δεινοτάτης Περσεφόνης]».(Θεογονία, 767-774).
Εις αυτούς τους φοβερούς γόνους του Τυφώνος και της Έχιδνας αναφέρεται εκτενέστερα ο Απολλόδωρος:
«Όταν δε ο Ιοβάτης ανέγνωσε (την επιστολή του Προίτου)6, διέταξε τον Βελλερεφόντη να φονεύση την Χίμαιρα, νομίζοντας ότι αυτός θα φονευόταν απ’αυτό το θηρίο.Διότι αυτή ήταν μη ευάλωτη όχι μόνο από έναν, αλλά και από πολλούς, καθώς είχε πρόσθιο μέρος λέοντος, δράκοντα ως ουρά και στην μέση μία τρίτη κεφαλή, αιγός, δια της οποίας απέπνεε πύρ.Και κατέστρεφε την χώρα (την Λυκία), και λυμαινόταν τα βοσκήματα.Διοτι είχε εις μία φύση την δύναμη τριών θηρίων.Λέγεται δε ότι αυτή η Χίμαιρα ανετράφη από τον Αμιοώδαρο-όπως είπε και ο Όμηρος-και ότι γεννήθηκε από τον Τυφώνα και την Έχιδνα-όπως εξιστορεί ο Ησίοδος.Αφού λοιπόν ο Βελλερεφόντης ανήλθε στον Πήγασο, τον γεννημένο από την Μέδουσα και τον Ποσειδώνα πτερωτό ίππο που είχε, ηγέρθη ψηλά και από εκεί φόνευσε τοξεύοντας την Χίμαιρα».(Βιβλιοθήκη, Β.3.1-2).
«Πρώτα λοιπόν (ο Ευρυσθεύς) διέταξε τον Ηρακλή να του φέρη την δορά του λέοντος της Νεμέας.Αυτός δε ήταν άτρωτο ζώο, γεννημένο από τον Τυφώνα. Κατευθυνόμενος λοιπόν ο Ηρακλής πρός τον λέοντα, ήλθε στις Κλεωνές7, οπου φιλοξενήθηκε από έναν χειρώνακτα ονόματι Μόλορχο. Και όταν εκείνος θέλησε να θυσιάση σφάγιο, ο Ηρακλής του είπε να περιμένη επί τριάντα ημέρες και, αν μεν αυτός επανέλθη σώος από το κυνήγι, να θυσιάση στον Δία Σωτήρα, ενώ αν πεθάνη, να τον εναγίζη (=να του προσφέρη νεκρικές θυσίες) ως ήρωα.Όταν έφθασε δε στην Νεμέα και ευρήκε τον λέοντα, αρχικά τον τόξευσε.Όταν όμως κατάλαβε ότι εκείνος ήταν άτρωτος, ήγειρε το ρόπαλό του και τον κατεδίωκε.Και όταν εκείνος κατέφυγε εις αμφίστομο σπήλαιο, έκτισε την μία εκ των εισόδων του και δια της άλλης εισήλθε κατά του θηρίου, έθεσε το χέρι του πέριξ του λαιμού του και το κράτησε σφικτά μεχρι που το έπνιξε.Και έπειτα, το έθεσε επί των ώμων του και το μετέφερε στις Κλεωνές, όπου, αφού ευρήκε τον Μόλορχο την τελευταία ημέρα (της προθεσμίας), ενώ αυτός ετοιμαζόταν να θυσιάση σφάγιο πρός τιμή του ως νεκρού, θυσίασε στον Δία Σωτήρα.Και έπειτα, μετέφερε τον λέοντα στις Μυκήνες…». (Βιβλιοθήκη, Β.5.1).
«Ως δεύτερο άθλο (ο Ευρυσθεύς) διέταξε τον Ηρακλή να φονεύση την Λερναία Ύδρα.Αυτή δε είχε εκτραφεί στο έλος της Λέρνης8, απ’οπου εξερχόταν στην πεδιάδα και κατέστρεφε τα βοσκήματα και την χώρα. Είχε δε η Ύδρα πελώριο σώμα με εννέα κεφαλές, οι μεν οκτώ θνητές, ενώ η μεσαία αθάνατη.Ο Ηρακλής λοιπόν ανήλθε εις ένα άρμα, με ηνίοχο τον Ιόλαο, και ήλθε στην Λέρνη, όπου σταμάτησε τους ίππους του.Και όταν ευρήκε την Ύδρα εις έναν λόφο πλησίον των πηγών της Αμυμώνης, οπου ήταν η φωλιά της, ρίχνοντάς της διάπυρα βέλη την ανάγκασε να εξέλθη, και καθώς αυτή εξερχόταν, την έπιασε και την κρατούσε.Αλλά αυτή έπιασε περιτυλίσσοντάς το το ένα εκ των ποδιών του.Και ο Ηρακλής ουδέν μπορούσε να πετύχη κόβοντας τις κεφαλές της δια του ροπάλου του, διότι όταν κοβόταν μία κεφαλή της, φύτρωναν στην θέση της δύο.Βοηθούσε δε την Ύδρα ένας πελώριος κάβουρας, ο οποίος δάγκωνε το πόδι του Ηρακλέους.Δια τούτο, ο Ηρακλής, αφού φόνευσε εκείνον, κάλεσε ως δικό του βοηθό τον Ιόλαο, ο οποίος, αφού πυρπόλησε ένα μέρος του εγγύς δάσους, έκαιγε δια δαυλών τις αναδυόμενες κεφαλές και τις εμπόδιζε να αναπτυχθούν.Και αφού ο Ηρακλής επικράτησε δια τούτου του τρόπο των αναφυομένων κεφαλών, απέκοψε την αθάνατη κεφαλή, την έθαψε και έθεσε πάνω της βαριά πέτρα, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί δια της Λέρνης στον Ελαιούντα9.Και έπειτα ξεκοίλιασε το σώμα της Ύδρας και εμβάπτισε τα βέλη του στην χολή της…». (Βιβλιοθήκη, Β.5.2).
«Είχε δε (ο Γηρυόνης) βαθυέρυθρες αγελάδες, των οποίων βουκόλος ήταν ο Ευρυτίων και φύλαξ ο Όρθος, ο δικέφαλος κύων που είχε γεννηθεί από την Έχιδνα και τον Τυφώνα…Και όταν (ο Ηρακλής) έφθασε στην Ερύθεια, κατέλυσε στο όρος Άβαντα.Όταν δε ο κύων (ο Όρθος) τον αντιλήφθηκε, όρμησε εναντίον του.Τότε ο Ηρακλής και αυτόν κτύπησε δια του ροπάλου του και τον βουκόλο Ευρυτίωνα, ο οποίος βοηθούσε τον κύνα, φόνευσε…».(Βιβλιοθήκη, Β.5.10).
«Ως δωδέκατος άθλος ορίσθηκε (από τον Ευρυσθέα στον Ηρακλή) να φέρη τον Κέρβερο από τον Άδη.Αυτός δε είχε τρείς κεφαλές κυνών και δράκοντα ως ουρά, ενώ στα νώτα του είχε παντοειδείς κεφαλές όφεων…Όταν δε ο Ηρακλής ζήτησε από τον Πλούτωνα τον Κέρβερο, ο Πλούτων τον διέταξε να τον πάρη καταβάλλοντάς τον χωρίς τα όπλα που είχε.Ο Ηρακλής λοιπόν ευρήκε τον Κέρβερο πλησίον των πυλών του Αχέροντος και, προστατευόμενος από τον θώρακά του και σκεπασμένος από την λεοντή του, τύλιξε τα χέρια του πέριξ της κεφαλής του θηρίου και δεν το άφηνε, κρατώντας το και σφίγγοντάς το, έως ότου το κατέβαλε, παρ’ότι δαγκωνόταν από τον δράκοντα-ουρά του.Αφού λοιπόν έπιασε αυτόν, επέστρεψε ανερχόμενος διαμέσου της Τροιζήνος. Η Δήμητρα δε έκανε τον Ασκάλαφο μπούφο, ενώ ο Ηρακλής, αφού έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, τον έφερε πάλι στον Άδη».(Βιβλιοθήκη, Β.5.12).
«Ενώ βασίλευε ο Κρέων, ευρήκε τις Θήβες όχι μικρή συμφορά.Διότι η Ήρα έστειλε εκεί την Σφίγγα, της οποίας μήτηρ ήταν η Έχιδνα και πατήρ ο Τυφών10, και η οποία είχε πρόσωπο γυναικός, στήθος, πόδια και ουρά λέοντος και πτέρυγες όρνιθος.Αυτή είχε μάθει ένα αίνιγμα από τις Μούσες, και καθόταν επί του Φικίου όρους και έθετε τούτο στους Θηβαίους.Το αίνιγμα δε ήταν: “Τι είναι αυτό που, ενώ έχει μία φωνή, γίνεται τετράπουν, δίπουν και τρίπουν;” Επειδή δε υπήρχε ένας χρησμός για τους Θηβαίους ότι θα απαλλάσσονταν από την Σφίγγα όταν έλυναν το αίνιγμα, συνέρχονταν συχνά στο ίδιο σημείο και αναζητούσαν την απάντηση, αλλά επειδή κάθε φορά δεν την εύρισκαν, η Σφίγξ άρπαζε έναν εξ αυτών και τον κατεβρόχθιζε. Αφού δε χάθηκαν πολλοί, και τελευταίος ο υιός του Κρέοντος, Αίμων, ο Κρέων διεκήρυξε ότι θα έδινε εις όποιον έλυνε το αίνιγμα τόσο την βασιλεία, όσο και την χήρα του Λαϊου (την Ιοκάστη) ως σύζυγο.Όταν δε ο Οιδίπους άκουσε τούτο, έλυσε το αίνιγμα που έθετε η Σφίγξ, λέγοντας ότι η απάντησις εις αυτό ήταν “ο άνθρωπος”. Διότι γίνεται τετράπους όταν είναι βρέφος και βαδίζει στα τέσσερα και δίπους όταν μεγαλώνει, ενώ όταν γερνά, αποκτά και τρίτο πόδι, την μαγκούρα.Τότε λοιπόν, η Σφίγξ έπεσε από την ακρόπολη, ενώ ο Οιδίπους παρέλαβε την βασιλεία και νυμφεύθηκε εν αγνοία του την μητέρα του (την Ιοκάστη), με την οποία γέννησε δύο υιούς, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο θυγατέρες, την Ισμήνη και την Αντιγόνη…».(Βιβλιοθήκη, Γ.5.8).
Επίσης, ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι κατά κάποιους ήταν τέκνο του Τυφώνος και της Έχιδνας και η κάπραινα Φαιά «Τρίτη δε φόνευσε (ο Θησεύς) στον Κρομμυώνα11 την κάπραινα που ονομαζόταν Φαιά, από την γριά που την ανέθρεψε.Κάποιοι δε λέγουν ότι αυτή ήταν τέκνο του Τυφώνος και της Έχιδνας».(Βιβλιοθήκης Επιτομή, 1.1).
O παμμέγιστος Έλλην ποιητής Όμηρος (ο οποίος θεωρείται ότι έζησε τον 9ο ή τον 8ο αιώνα π.Χ, αλλά πιθανότατα είναι πολύ αρχαιότερος) αναφέρει ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος στο υπέδαφος της περιοχής των Αρίμων:
«Στέναζε δε κάτωθεν η γαία, όπως όταν ο τερψικέραυνος Ζεύς
μαστιγώνει οργισμένος (δια των κεραυνών του) την γαία πέριξ του Τυφωέος
στους Αρίμους, εντός των οποίων λέγουν ότι είναι η κοίτη του Τυφωέως».(Ιλιάς, Β.781-783).
Επίσης, ο Όμηρος αναφέρει για την Χίμαιρα τα εξής:
«Όταν λοιπόν (ο Ιοβάτης) έλαβε το κακό σήμα του γαμπρού του (του Προίτου), πρώτα μεν διέταξε (τον Βελλερεφόντη) να φονεύση την ακαταμάχητη Χίμαιρα.
Αυτή λοιπόν ήταν θείος γόνος, και όχι ανθρώπινος,
έμπροσθεν λέων, όπισθεν δράκων και στην μέση χίμαιρα,
αποπνέουσα δεινό μένος φλογερού πυρός.
Και ο Βελλερεφόντης, υπακούοντας στους οιωνούς των αθανάτων, φόνευσε αυτή». (Ιλιάς, Ζ.178-183).
«Και αφού δαμάσθηκαν ούτως από τους δύο αδελφούς (τους υιούς του Νέστορος, Αντίλοχο και Θρασυμήδη), στο Έρεβος μετέβησαν οι αγαθοί εταίροι του Σαρπηδόνος (οι Λύκιοι Ατύμνιος και Μάρις), οι ακοντιστές υιοί του Αμισωδάρου12, ο οποίος ανέθρεψε την ακαταμάχητη Χίμαιρα, κακό για πολλούς ανθρώπους».(Ιλιάς, 326-329).
Ο Έλλην ποιητής του 5ου αιώνος π.Χ. Πίνδαρος αναφέρει ότι ο Ζεύς συνέτριψε τον Τυφώνα στους Αρίμους:
«Αλλά ο πατήρ Ζεύς, εξ ανάγκης μόνος εκ των θεών,
συνέτριψε κάποτε στους Αρίμους τον απλησίαστο και πεντηκοντακέφαλο Τυφώνα». (Απόσπασμα 93).
Επίσης, ο Πίνδαρος αναφέρει ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος στον Τάρταρο, κάτωθεν της Αίτνας:
«Όσα όμως στην γή και τον ακαταμάχητο πόντο δεν είναι προσφιλή στον Δία ταράσσονται όταν ακούουν την δυνατή φωνή των Πιερίδων (των Μουσών),
αλλά και αυτός ο πολέμιος των θεών που κείται στον δεινό Τάρταρο,
ο εκατοντακέφαλος Τυφών.Αυτόν ανέθρεψε κάποτε ξακουστό Κιλίκιο άντρο.
Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία.
Και ουράνιος κίων τον συγκρατεί, η χιονοσκέπαστη Αίτνα,
η οποία οξύ χιόνι τρέφει καθ’όλο το έτος.
Και ατόφιες πηγές απλησιάστου πυρός εκχέονται εκ των μυχών της:
Την ημέρα λοιπόν ποταμοί φλογώδους καπνού εκχέουν πρός τα εμπρός
το ρεύμα τους, αλλά την νύκτα πορφυρά κυλιομένη φλόγα
φέρνει με πάταγο βράχους στα πλάτη του βαθέος πόντου.
Εκείνο δε το ερπετό (ο Τυφών) στέλνει πρός τα πάνω τους δεινοτάτους κρουνούς του Ηφαίστου, εκπληκτικό θαύμα να το παρατηρήσης,
θαύμα δε και να το ακούσης απ’ όσους το είδαν.
Τέτοιο τέρας έχει δεθεί μεταξύ των κατασκίων κορυφών της Αίτνας και της πεδιάδος, ενώ το στρώμα όπου είναι ξαπλωμένος χαράσσει και κεντρίζει άπαντα τα νώτα του». (Α΄Πυθιόνικος, 13-29).
Ο Απολλώνιος Ρόδιος αναφέρει ως τέκνο του Τυφώνος και τον δράκοντα της Κολχίδος, τον οφιοειδή δράκοντα που φύλασσε το χρυσόμαλλο δέρας, καθώς και ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται καταποντισμένος στην Σερβωνίδα λίμνη, μία τεναγώδη λίμνη εγγύς του όρους Νύσα:
«Τόσο μέγας όφις ίσταται ως φρουρός εκατέρωθεν και πέριξ (του χρυσομάλλου δέρατος), αθάνατος και άϋπνος, τον οποίον γέννησε η ίδια η Γαία
στις υπώρειες του Καυκάσου, στον Τυφώνιο βράχο,
όπου λέγουν ότι ο Τυφών, κτυπημένος από τον κεραυνό
του Κρονίδου Διός, όταν ήγειρε εναντίον του τα στιβαρά χέρια του,
έσταξε από την κεφαλή του θερμό αίμα.Και έφθασε ούτως
στα όρη και την πεδιάδα της Νύσας, όπου κείται μέχρι και σήμερα καταποντισμένος
στα ύδατα της Σερβωνίδος λίμνης».(Αργοναυτικά, 1208-1215).
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει για τον λέοντα της Νεμέας και την Λερναία Υδρα τα εξής:
«Και ως πρώτο άθλο (ο Ηρακλής) ανέλαβε να φονεύση τον λέοντα της Νεμέας.Αυτός δε είχε τεράστιο μέγεθος και, επειδή ήταν άτρωτος από σίδηρο, χαλκό και λίθο, ήταν αναγκαίο να καταβληθή δια της δυνάμεως των χεριών.Σύχναζε δε κυρίως μεταξυ των Μυκηνών και της Νεμέας, πέριξ του όρους που ονομάζεται από το τότε συμβάν Τρητός.Διότι είχε εγγύς της βάσεώς του διαμπερή σήραγγα, στην οποία συνήθιζε να φωλιάζη το θηρίο.Ο Ηρακλής λοιπόν ήλθε εις εκείνον τον τόπο και επιτέθηκε στο θηρίο, και όταν αυτό κατέφυγε στην σήραγγα, έφραξε το ένα εκ των στομίων και το ακολούθησε, και στην συνέχεια συνεπλάκη μαζί του και σφίγγοντάς τον λαιμό του δια των χεριών του το έπνιξε.Έπειτα δε, φόρεσε την δορά αυτού, καλύπτοντας χάριν στο μέγεθός της ολόκληρο το σώμα του, και την είχε ως προστασία από τους μετέπειτα κινδύνους.
Ως δεύτερο δε άθλο (ο Ηρακλής) ανέλαβε να φονεύση την Λερναία Ύδρα, από το ένα σώμα της οποίας είχαν διαμορφωθεί εκατό λαιμοί που είχαν κεφαλές όφεων.Εάν δε καταστρεφόταν μία εκ τούτων, το κοπέν μέρος ανέπτυσσε δύο.Γι’αυτή την αιτία, η Λερναία Ύδρα θεωρούταν-όπως ήταν λογικό-αήττητη, αφού το καταβληθέν μέρος της απέδιδε διπλάσια βοήθεια.Επινοώντας λοιπόν ο Ηρακλής κατ’αυτής της δυσκολίας ένα τέχνασμα, προσέταξε τον Ιόλαο να καίη δια αναμμένου πυρσού τα κοπτόμενα μέρη (της Λερναίας Ύδρας), για να εμποδίζη την ροή του αίματος.Αφού λοιπόν κατέβαλε ούτως αυτό το ζώο, εμβάπτισε τις αιχμές των βελών του στην χολή του, ώστε να προκαλούν τα εκτοξευόμενα βέλη δια των αιχμών τους ανίατες πληγές». (Βιβλιοθήκη Ιστορική, Δ.11).
Ο Στράβων αναφέρει ότι κατά μία εκδοχή ο Τυφών κείται από την ήττα του φυλακισμένος κάτωθεν των Πιθηκουσσών, μίας σεισμογενούς και ηφαιστειώδους νήσου στα ανοικτά της Ιταλικής Κύμης: «Εκ τούτου (από τα τεκτονικά φαινόμενα των Πιθηκουσσών) προέρχεται ο μύθος που λέγουν, ότι δηλαδή ο Τυφών κείται κάτωθεν αυτής της νήσου (των Πιθηκουσσών) και, όταν στρέφεται, αναδίδονται οι φλόγες και τα ύδατα, ενίοτε δε ακόμη και νησίδες που έχουν βράζον ύδωρ. Πιθανότερο όμως είναι αυτό που είπε ο Πίνδαρος βασιζόμενος στα φαινόμενα, ότι δηλαδή όλος αυτός ο πόρος, ο οποίος αρχίζει από την Κυμαία και εκτείνεται μέχρι την Σικελία, είναι διάπυρος και έχει στο βάθος του κάποιες κοιλότητες που ενώνονται μεταξύ τους και με την ηπειρωτική χώρα.Δια τούτο η Αίτνα έχει εμφανώς αυτή την φύση που εξιστορούν άπαντες, το ίδιο δε και οι νήσοι των Λιπαραίων, οι περιοχές της Δικαιάρχειας, της Νεαπόλεως και των Βαιών και οι Πιθηκούσσες.Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος (ο Πίνδαρος) λέγει ότι ο Τυφών κείται κάτωθεν όλου αυτού του τόπου:
“Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία”».(Γεωγραφικά, Ε.4.9)
Επίσης, ο Στράβων αναφέρει διάφορες εκδοχές περί της τοποθεσίας των Αρίμων και της ήττας του Τυφώνος:
«Και μάλιστα, τοποθετούν εκεί (στα ηφαιστειώδη εδάφη εγγύς της πόλεως Φιλαδέλφειας της Λυδίας13) τα πάθη του Τυφώνος και τους Αρίμους και λέγουν ότι αυτή είναι η Κατακεκαυμένη…».(Γεωγραφικά, ΙΒ.7.19).
«Προσθέτουν δε ότι αυτός ο τόπος (η περιοχή της πόλεως Ύδης της Λυδίας) είναι δασώδης και κεραυνόπληκτος και ότι εκεί είναι οι Άριμοι.Διότι στο “στους Αρίμους, εντός των οποίων λέγουν ότι είναι η κοίτη του Τυφωέως” προσθέτουν το “εις δασώδη τόπο, στον εύφορο δήμο της Ύδης”.Αλλοι δε τοποθετούν τούτον τον μύθο στην Κιλικία, άλλοι στην Συρία και άλλοι στις Πιθηκούσσες, λέγοντας ότι οι πίθηκοι ονομάζονται από τους Τυρρηνούς άριμοι.Άλλοι δε ονομάζουν Ύδη τις Σάρδεις14 και άλλοι την ακρόπολη τους.Ο Σκήψιος δε θεωρεί πειστικοτάτους αυτούς που τοποθετούν τους Αρίμους στην Κατακεκαυμένη της Μυσίας15.Ο Πίνδαρος δε συνδέει με την Κιλικία τις Πιθηκούσσες, οι οποίες ευρίσκονται εμπροσθεν της Κυμαίας, και την Σικελία.Διότι λέγει ότι ο Τυφών κείται κάτωθεν της Αίτνας:
“Αυτόν ανέθρεψε κάποτε ξακουστό Κιλίκιο άντρο.
Αλλά σήμερα πιέζουν το δασύτριχο στέρνο του
οι θαλασσόφρακτοι γκρεμοί της Κύμης και η Σικελία”.
Και πάλι: “Πέριξ εκείνου κείται η Αίτνα, πανίσχυρα δεσμά”.
Και πάλι: “Αλλά ο πατήρ Ζεύς, εξ ανάγκης μόνος εκ των θεών, συνέτριψε κάποτε στους Αρίμους τον απλησίαστο και πεντηκοντακέφαλο Τυφώνα”
Άλλοι δε δέχονται ως Αρίμους τους Σύρους, τους οποίους σήμερα ονομάζουν Αραμαίους, και ότι οι Κίλικες της Τροίας μετανάστευσαν και εγκατεστάθησαν στην Συρία, όπου απέσπασαν από τους Σύρους την σήμερα ονομαζομένη Κιλικία.Ο Καλλισθενης δε λέγει ότι οι Άριμοι είναι εγγύς του Καλυκάδνου και του ακρωτηρίου Σαρπηδόνος, πλησίον του ιδίου του Κωρυκίου άντρου, και ότι απ’αυτούς τα εγγύς όρη ονομάζονται Άριμα».(Γεωγραφικά, ΙΓ.4.6).
«Μετά δε (την Φιλαδέλφεια της Λυδίας) είναι η χώρα που ονομάζεται Κατακεκαυμένη, η οποία έχει μήκος 500 στάδια (92,5 χιλιομετρα) και πλάτος 400 (74 χιλιόμετρα), είτε Μυσία πρέπει να αποκαλείται, είτε Μαιονία (διότι λέγονται και τα δύο).Είναι άπασα άδενδρη, πλήν των αμπελιών που παράγουν τον Κατακεκαυμενίτη οίνο, ο οποίος δεν υπολείπεται εις ποιότητα ουδενός των αξιολόγων οίνων.Η επιφάνεια δε των πεδιάδων της είναι τεφρώδης, ενώ η ορεινή και πετρώδης χώρα είναι μαύρη, σαν να έχη καεί.Εικάζουν λοιπόν κάποιοι ότι τούτο συνέβη από πτώσεις κεραυνών και θύελλες και δεν διστάζουν να τοποθετούν εκεί τα περί τον Τυφώνα.Ο Ξάνθος δε αναφέρει και κάποιον Άριμο, βασιλέα τούτων των τόπων…». (Γεωγραφικά, ΙΓ.4.11).
«Αυτός (ο ποταμός Ορόντης16) έλαβε το όνομά του από τον Ορόντη, ο οποίος τον γεφύρωσε, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν Τυφών.Τοποθετούν δε κάπου εκεί τα περί της κατακεραυνώσεως του Τυφώνος και τους Αρίμους, περί των οποίων είπαμε και πρίν. Λέγουν δε ότι, ενώ ο Τυφών πλήττοταν από τους κεραυνούς (ήταν δε δράκων), τράπηκε εις φυγή ζητώντας να καταδυθή.Διάνοιξε λοιπόν δια της έρψεώς του την γή και δημιύργησε την κοίτη του ποταμού, και καταδυθείς στην γή άνοιξε την πηγή αυτού.Εκ τούτου δε προήλθε το (αρχικό) όνομα του ποταμού…». (Γεωγραφικά, ΙΣΤ.2.7).
«Αναφέρει δε ο ποιητής (ο Όμηρος) και τους Αρίμους, για τους οποίους ο Ποσειδώνιος λέγει ότι δέχεται ότι κατοικούν όχι εις κάποιον τόπο της Συρίας ή της Κιλικίας ή κάποιας άλλης χώρας, αλλά στην ίδια την Συρία.Διότι οι κάτοικοι αυτής ονομάζονται Αραμαίοι, και πιθανώς οι Έλληνες τους ονόμαζαν Αριμαίους ή Αρίμους…».( Γεωγραφικά, ΙΣΤ.4.27).
Ο Πτολεμαίος Χέννος αναφέρει ότι «ο Αριστόνικος ο Ταραντίνος λέγει ότι η μεσαία κεφαλή της Ύδρας ήταν χρυσή».(Φώτιος, Επιτομή της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου Xέννου, 13).
Ο Έλλην μυθογράφος του 2ου αιώνος μ.Χ. Αντωνίνος Λιβεράλης περιγράφει την Τυφωνομαχία ως εξής: «Ο Τυφών ήταν υιός της Γής, δαίμων εκπληκτικής ισχύος και αλλόκοτος στην όψη.Διότι αναδύονταν απ’αυτόν πλείστες κεφαλές, χέρια και πτέρυγες, καθώς και μέγιστες σπείρες δρακόντων εκ των μηρών του, εξέπεμπε παντοειδείς φωνές και ουδέν άντεχε την ισχύ του.Αυτός επεθύμησε να αρπάξη την εξουσία του Διός, και όταν επιτέθηκε, δεν άντεξε κανείς εκ των θεών, αλλά τρομοκρατήθηκαν όλοι και τράπηκαν εις φυγή πρός την Αίγυπτο, και απέμειναν μόνο η Αθηνά και ο Ζεύς.Ο Τυφών δε κατεδίωκε κατά πόδας τους φυγάδες, οι οποίοι, όταν διεφυγαν, μεταμορφώθηκαν από πρόνοια εις ζώα: Ο Απόλλων λοιπόν έγινε γεράκι, ο Ερμης ίβις, ο Άρης λεπιδωτός ιχθύς και η Άρτεμις αίλουρος, ενώ ο Διόνυσος μεταμορφώθηκε εις τράγο, ο Ηρακλής εις ελάφάκι, ο Ήφαιστος εις βόδι και η Λητώ εις μυγαλή.Και έκαστος των υπολοίπων θεών μεταμορφώθηκε όπως έτυχε.Έπειτα δε, ο Ζεύς έπληξε τον Τυφώνα δια κεραυνού, αλλά εκείνος κρύφθηκε καιόμενος στην θάλασσα και έσβησε την φλόγα.Ο Ζεύς όμως δεν υπεχώρησε, αλλά έριξε επάνω στον Τυφώνα το μέγιστο όρος, την Αίτνα, και έστησε στις κορυφές της ως φύλακα αυτού τον Ήφαιστο.Εκείνος δε, αφού έστησε τα αμόνια του, κατεργάζεται (έκτοτε) διάπυρο σίδηρο επί του τραχήλου του Τυφώνος…». (Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 28).
Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει ότι κατά μία εκδοχή ο λέων της Νεμέας έπεσε από την Σελήνη: «Λέγουν μάλιστα και ότι ο λέων της Νεμέας έπεσε από την σελήνη.Εν πάση περιπτώσει, και τα έπη του Επιμενίδη17 αναφέρουν:
“Διοτι γόνος είμαι και εγώ (ο υιός του Ορφέως, Μουσαίος) της καλλικόμου Σελήνης,
η οποία φρικτά τρέμοντας απέσεισε τον θηριώδη λέοντα στην Νεμέα,
φέρνοντάς τον για την σεβάσμια Ήρα”».(Περί ζώων ιδιότητος, ΙΒ.7).
Ο Κόϊντος Σμυρναίος αναφέρει ως τέκνα του Τυφώνος και τους δράκοντες της Τροίας, τους δύο οφιοειδείς δράκοντες που φόνευσαν τον Τρώα ιερέα Λαοκόοντα και τους δύο υιούς του λίγο πρό της αλώσεως της Τροίας:
«Διότι ένα άντρο υπήρχε κάπου κοντά, κάτωθεν τραχέος βράχου,
σκοτεινό και άβατο στους θνητούς, στο οποίο τρομερά θηρία
κατοικούσαν, από το ολέθριο γένος του Τυφώνος,
στις πτυχές της νήσου που Καλύδνη ονομάζουν οι λαοί,
η οποία αντικρύζει την Τροία από την θάλασσα.
Από εκεί ήγειρε (η Αθηνα) την δύναμη αυτών των δρακόντων και την κάλεσε
στην Τροία.Και κινηθέντες αυτοί αιφνιδίως από την θεά
έσεισαν όλη την νήσο.Βόησε δε ο πόντος
καθώς έρχονταν, και διαχωρίσθηκαν τα κύματα.
Φρικτά γλείφοντας έσπευσαν λοιπόν, και έφριξαν τα κήτη του πόντου».(Τα μεθ’Όμηρον, ΙΒ.449-458).
O Nόννος-ο οποίος μας δίνει την εκτενέστερη παραλλαγή της Τυφωνομαχίας-αποκαλεί τον Τυφώνα Κίλικα (Διονυσιακά, Α.155-ΚΔ.108) και τον περιγράφει ως εξής:
«Και εκτείνοντας (ο Τυφών) τις σειρές των βαρυβόων λαιμών του
αλάλαζε με παντοειδείς φωνές ομοφωναζόντων θηρίων:
Οι συμφυείς (=φυόμενοι εκ του σώματός του) δράκοντές του κυμάτιζαν
επί προσώπων λεοπαρδάλεων, έγλειφαν βλοσυρές χαίτες λεόντων,
περιέζωναν σπειροειδώς δια των ελικοειδών ουρών τους
κέρατα βοδιών και ανεμίγνυαν το εξακοντιζόμενο δηλητήριο
των μακρογλώσσων σαγονιών τους με αφρό κάπρων».(Διονυσιακά, Α.156-162).
«Και αφήνοντας (ο Τυφών) δια των οφιωδών ταρσών του τα αγκυλωτά ίχνη
των ποδιών του έφτυνε από τα σαγόνια του εξακοντιζόμενο δηλητήριο.
Και καθώς ο υψικέφαλος Γίγας έριχνε από τα εδιχνώδη μαλλιά του
καταιγισμό πιδάκων (δηλητηρίου), κυμάτιζαν οι χείμαρροι».(Διονυσιακά, Β.30-34).
«Και καθώς (ο Τυφών) ήγειρε την πολυειδή μορφή της διαπλάσεώς του,
ουρλιαχτό λύκων ήχησε, καθώς και βρυχηθμός λεόντων,
λαχάνιασμα κάπρων, μυκηθμός βοδιών, σύριγμα δρακόντων,
θαρραλέο χάξιμο λεοπαρδάλεων, σαγόνια εγειρομένων άρκτων
και λύσσα κυνών.Και δια της μεσοτάτης ανθρωποειδούς μορφής του
απειλητικά λόγια κραύγασε ο Γίγας κατά του Ζηνός (του Διός)…». (Διονυσιακά, Β.252-257).
«Υποτάξου στους επουρανίους γητραφή (ο Ζεύς λοιδωρεί τον συντριβέντα Τυφώνα),
αφού δια ενός χεριού νίκησα τις σειρές των διακοσίων χεριών σου!
Αλλά ας δεχθή η τρικέφαλος Σικελία, περισφίγγοντάς τον
δια των βαθυκρήμνων υψωμάτων της, όλον τον Τυφώνα
με τις εκατό οικτρά σκονιζόμενες μακρύκομες κεφαλές του».(Διονυσιακά, Β.620-624).
Κατά τον Νόννο, ο Τυφών άρχισε την επίθεσή του στους Ολυμπίους θεούς κλέβοντας τα αστραφτερά όπλα του Διός-τον κεραυνό, την αστραπή και την βροντή-τα οποία εκείνος είχε κρύψει στο υπέδαφος της Ασιατικής Μυγδονίας18, όταν ετοιμαζόταν να συνευρεθή με την Ωκεανίδα Πλουτώ-με την οποία γέννησε τον Τάνταλο.(Διονυσιακά, Α.140-156).Στην συνέχεια δε, ο Τυφών επιτέθηκε με μανία στον ουρανό:
«Αφού δε (ο Τυφών) έθεσε τα όπλα του Κρονίδη (του Διός) κάτωθεν κοίλου σαν φωλιά βράχου (στο Κωρύκιο άντρο), έτεινε στον αιθέρα την συγκομιδή των πανυψήλων χεριών του:
Με την επιδέξια φάλαγγα των χεριών του πέριξ των προπόδων του Ολύμπου,
δια ενός χεριού του έσφιγγε την Κυνοσουρίδα (τον αστερισμό της Μικρής Άρκτου),
δια άλλου λοξοδρόμησε πιέζοντας την κεκλιμένη στον άξονα (του ουρανού)
χαίτη της Παρρασίας Άρκτου (του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου), δια άλλου έπιασε και ανέκοψε τον Βοώτη (τον αστερισμό του Βοώτη) και δια άλλου είλκε τον Φώσφορο (τον πλανήτη Αφροδίτη ως Αυγερινό), και μάταια ήχησε υπό του κυκλοτερούς σημείου καμπής του το μαστίγιο του πρωϊνού αιθέρος.
Έσυρε την Ηριγένεια (την θεά της αυγής, Ηώ), και καθώς αναχαιτιζόταν ο Ταύρος (ο αστερισμός του Ταύρου), εκτός χρόνου και ημιτελής αναπαυόταν η ιππότισσα Ώρα.
Και από τους σκιερούς βοστρύχους των εχιδνοκόμων κεφαλών του
με σκότος ήταν αναμεμιγμένο το φώς, ενώ συνανατέλλοντας
με τον Ήλιο την ημέρα έλαμπε η Σελήνη.
Αλλά ο Γίγας (ο Τυφών) δεν σταματούσε: Με παλινδρομική πορεία
από τον Βορρά στον Νότο άφηνε τον έναν πόλο και ίστατο στον άλλον.
Και έχοντας αδράξει δια μακράς παλάμης του τον Υδροχόο (τον αστερισμό του Υδροχόου), μαστίγωνε τα νώτα του χαλαζώδους Αιγοκέρου (του αστερισμού του Αιγκέρου).Και έλκοντας από τον αιθέρα στον πόντο τους διδύμους Ιχθύες
(τον αστερισμό των Ιχθύων) κατακτυπούσε τον Κριό (τον αστερισμό του Κριού),
το μεσόμφαλο (=ευρισκόμενο στο μέσον σαν ομφαλός) άστρο του Ολύμπου,
άνωθεν του γειτονικού του εαρινού πυραυγούς κύκλου (της εαρινής ισημερίας),
ο οποίος ισοσταθμίζει την ημέρα με το σκότος.
Και έπειτα, ο Τυφωεύς ανήλθε δια των ερπόντων ποδιών του
πλησίον των συννέφων.Και απλώνοντας το πολυδιάσπαρτο πλήθος των χεριών του
κατεκάλυψε την αργυρόλευκη λάμψη του ανεφέλου αιθέρος,
διεγείροντας τον σκολιό στρατό των όφεών του:
Ένας εξ αυτών διέτρεχε όρθιος την περιφέρεια του πολικού κύκλου
και σκίρτησε επί της αγκαθωτής ράχης του ουρανίου Δράκοντος (του αστερισμού του Δράκοντος), πολεμοχαρώς συρίζοντας.Άλλος, διαγράφοντας εγγύς της κόρης του Κηφέως (του αστερισμού της Ανδρομέδας) κύκλο ισόζυγο με
τις αστρικές παλάμες της, με δεύτερα δεσμά περιέσφιξε λοξά υπό των σπειρών του
την ήδη δέσμια Ανδρομέδα.Άλλος, δράκων, κερασφόρος,
περικύκλωνε τα ομόμορφα με τα δικά του αιχμηρά κέρατα του Ταύρου,
κεντρίζοντας ελικοειδώς υπεράνω του βοείου μετώπου του,
με ανοικτά τα σαγόνια του, τις αντιπάλους του Υάδες,
ομοίωμα της κερασφόρου Σελήνης, Και ιοβόλες λωρίδες
περιπλεγμένων δρακόντων περιέζωσαν τον Βοώτη.Και άλλος όφις όρμησε με θάρρος, όταν είδε τον άλλον Όφιν του Ολύμπου, σκιρτώντας πέριξ του εχιδνώδους πήχεως του Οφιούχου (του αστερισμού του Οφιούχου, και αφού περιέπλεξε κυρτώνοντας τον αυχένα του δεύτερο στεφάνι στο στεφάνι της Αριάδνης (στον αστερισμό του Στεφάνου), ελισσόταν δια της έρπουσας κοιλιάς του.....ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ