ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΔΗΜΕΙ ΕΙΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ..

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στα 1911, αποδημεί εις ουρανούς ο Αλ. Παπαδιαμάντης...
..........."Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης" καλεί η φωνή..."..απών.." βουρκώνει ο αντιφωνητής...
............διότι ο Μέγας της νεοελληνικής καθολικής συνείδησης είναι κάπου αλλού και όχι εδώ..
...........είναι πια ένας "γραφικός φολκλορικός θεούσης" που κακοποιείται βάναυσα και στους κυνόδοντες μιας "σύγχρονης κουλτούρας" η οποία τον "προσαρμόζει" γλωσσικά και τον κατακερματίζει με μοντερνίστικο φιλολογισμό..
...............η πολύ μεγάλη πλειονότης, τον αγνοεί ακόμα και τυπικά, δηλαδή σε σπουδή των έργων του, και τον fbκίζει ασύστολα, τον θεαματοποιεί αναίσχυντα...
.............σε μια απεχθή εποχή αλαλάζουσας αντιπνευματικότητας, με τα εθνικά μας σε επικίνδυνη τροχιά και την πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία ολοένα και συρρικνούμενη, ο θλιβερός ενταφιασμός του λυτρωτικού Σκιαθίτη, εντείνει την εθνική μας μοναξιά, δυναμώνει την φωταγωγημένη παρακμή...
..............γιατί ο κυρ Αλέξανδρος είναι μέγας ανατόμος του τραγικού μας είναι, με εποικοδομητική θητεία στις διαλεκτικές της ιστορικής μας ταυτότητας, και καθόλου δεν είναι ένας "παλιακός ευλαβιστής" με θρησκευτικούς τύπους και εθνικιστικές προκαταλήψεις...
..............σε βιωματική ανταπόκριση με τον φτωχό πλησίον, ανιχνεύει τους όρους και τα όρια της εκκλησιαστικής κοινότητας ενός καθαρού αγαπητικού χριστιανισμού..
.............δηλαδή, με μια γνήσια ελληνική γλώσσα, ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιο πολιτισμού και εμβάθυνσης των δεσμών, μοχθεί να φωτίσει τις αποτυχίες του εθνικού εκκλησιαστικού φρονήματος, ώστε από το άσφαιρο "κεράκι" στα χέρια ολέθριων "λαδικών" να μεταβούμε αναγεννητικά στην κουλτούρα της σχέσης με θεμέλιο την ηθική του δώρου...
.............βαθιά ερωτικός και με έναν ανατρεπτικό κοσμικό ασκητισμό, βλέπει τον τόπο στην εσωτερική φθορά του και "διδάσκει" μια ρεαλιστική συνείδηση αγάπης...
...........γλυκός, ανθρώπινος, άμεσος, κάνει λογοτεχνικές αναπαραστάσεις στο σχήμα της παραβολής, ώστε ο αναγνώστης να ζήσει όψεις της εμπειρίας του και να αναστοχαστεί επί του οικείου του πραγματικού.
...............την ώρα που τα παρόντα κακορίζικα πλήθη εντρυφούν στις μετριάτζες του δυτικού κατακερματισμού με τα μπερδεμένα λεξιτεχνάσματα περί των δεινοπαθούντων σώψυχων του ξεσαλωμένου υποκειμένου : αυτός ο απίθανα ελεύθερος "δούλος Κυρίου", προτάσσει τους καημούς και τις ήττες της ψυχής μέσα στα ερείπια της κοινότητας...
...............δεν τον αγαπούν οι σημερινοί, ακριβώς γιατί είναι αποτυχημένα "υποκείμενα" μιας ατομικιστικής παρακμής στο όριο του μηδενός...
..............το μόνο που μπορούν αυτοί, είναι να κάνουν χαρωπό παβλοφισμό απέναντι στη "λάμψη" των σύγχρονων Εμπόρων των Εθνών...

 

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ.....ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ,ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΠΑΤΡΙΔΑ...

*καλά Χριστούγεννα σε ολους σας...[με το πιο αγαπημένο μου,από τά Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του μοναδικού Παπαδιαμάντη...και με την ευχή,απόψε τά μεσάνυχτα να πάψουν οι βοριάδες κι οι Γιαννοί τής οικουμένης να βρούν μια πόρτα ανοιχτή κι ολοι σε μια ακρη τής καρδιάς μας,νά στρώσουμε γωνίστα,να ζεσταθεί ο Χριστούλης....καλά Ελληνικά Χριστούγεννα...

Σχετική εικόνα

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο έρωτας στα χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

ΟΛΟΙ Σ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ...

Όλοι σ' ένα όνειρο χιονισμένο

[ Αθηνά Παπανικολάου        


Κάθε που έρχονται τα Χριστούγεννα με επισκέπτονται το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Όλιβερ Τουίστ, ο Εμπενίζερ Σκρούτζ, η θειά Αχτίτσα η Σταχομαζώχτρα, ο Αμερικάνος, ο παπα-Φραγκούλης στο Χριστό στο Κάστρο kαι στριμωχνόμαστε όλοι σ' ένα όνειρο χιονισμένο, κάτασπρο, κι όλοι είναι γελαστοί και το τραπέζι πλούσια στρωμένο, και τρώμε το Χριστόψωμο της γριάς Καντάκαινας, αλλά αυτό δεν είναι φαρμακωμένο σαν και κείνο που πήγε να δώσει της νύφης, κι απέξω σαν να λυσσομανάει ο βοριάς, εκείνος που πάγωνε τ' αρνάκια και η θάλασσα χτυπάει αλύπητα τα βράχια, ταρακουνώντας τη γαλέρα κι η Ακριβούλα έρχεται μαζί με τη γιαγιά της και κάθονται όλοι δίπλα στο παραγώνι, άσπρο κι αυτό, ζαχαρένιο χιόνι σαν δαντέλα νυφιάτικη σκεπάζει τα πρόσωπα τους. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα χορεύει, διαρκώς ανυψώνεται με την κάπα του ν' ανεμίζει μέσα σε γιρλάντες νιφάδες, ο Αμερικάνος αφήνει τη βαλίτσα του, χαρίζει τα μαντήλια του στη θεια Αχτίτσα και κουβεντιάζει με τον Σκρούτζ που ακουμπάει στο εβένινο μπαστούνι του, ο παπά Φραγκούλης ετοιμάζεται για τη λειτουργία πάνω στο βράχο και η γιαγιά χαϊδεύει τα μαλλιά-φύκια της ακριβής εγγονής της που παίζει παράμερα με τον μικρούλη Όλιβερ. Πώς έγινε, θάμα και αντίθαμα, και τόσο χιόνι άλιωτο ζέστανε τα όνειρά μας;
"Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν" Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.


artinews.gr
 

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ!!![Αφιερωμένο]

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο έρωτας στα χιόνια

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Σχετική εικόνα

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΧΑΝΤΙΓΚΤΟΝ Η ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ;

Συγγραφέας:
ΚΩΣΤΑΣ  ΖΟΥΡΑΡΙΣ
Άρδην τ. 07
Θα πρέπει εκ προοιμίου να σας πω ότι από τον Χάντιγκτον δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, έχω διαβάσει μόνο τα δύο κείμενα, τα δύο άρθρα και τα άρθρα βεβαίως είναι αρκετά αναλυτικά αλλά όταν δεν έχεις διαβάσει ένα βιβλίο μπορείς να αδικήσεις μια σκέψη.
Από τα δύο άρθρα όμως θα σας δώσω ορισμένες παρατηρήσεις που δείχνουν να υπάρχει μια σταθερά. Αυτή τη σταθερά θα τη συνδυάσω με ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία εκπορεύονται από τον Τόπον από τον οποίο εκπορεύεται και ο Λόγος του Χάντιγκτον και μετά θα περάσω στα δικά μας. Από τα δύο άρθρα ο συγκεκριμένος συγγραφέας δείχνει ότι δεν μπορεί κανένας να τον πάρει πολύ σοβαρά ως αυτοτελώς παραγωγό σκέψης δηλαδή ας πούμε δεν είναι Γιανναράς για να σας το πω έτσι χαρακτηριστικά, είναι ένας δευτεροκλασάτος Γιανναράς, τριτοκλασάτος.
ΟΤόπος μας ενδιαφέρει και κρατήστε το λίγο για να δείτε τι εννοώ. Γιατί από ένα άρθρο, στις 650 λέξεις που γράφει ο Γιανναράς -όχι πάντα καλές βεβαίως- φαίνεται αμέσως και η παιδεία του και οι αναφορές και τα κλειδιά.
Και για έναν άνθρωπο προπονημένο στην ανάγνωση αυτά τα πράγματα είναι απλά. Επομένως μπορεί να φανεί από ένα άρθρο μια διηνεκής ή διήκουσα σταθερά ή ορισμένες σταθερές οι οποίες χαρακτηρίζουν ορισμένα πράγματα.
Θα σας πω λοιπόν τι δεν είναι ο Χαντιγκτον κι επομένως παρέλκει η συζήτηση για το βάρος της σκέψεως. Δεν δείχνει να τον έχει απασχολήσει π.χ. η επεξεργασία που έχει κάνει ο Ντοστογιέφσκι στους «Δαιμονισμένους» για το πρόβλημα της Δύσης το οποίο είναι κορυφαίο δηλαδή είναι αρχή και μέση και τέλος. Θα έλεγα ότι δεν δείχνει να έχει διαβάσει το «Κατά Μανιχαίων φρόνημα» του Ιωάννη του Δαμασκηνού με το οποίο έχει λήξει η συζήτηση Δύση-Ανατολή αλλά τέλος πάντων πάει μακριά. Επειδή όμως «Οι Δαιμονισμένοι» έχουν βγει σε 12.000.000 αντίτυπα και προφανώς ο Χάντιγκτον θα το έχει διαβάσει, είναι ολοφάνερο ότι στα δύο κείμενα τα οποία είναι στρατηγικής σημασίας για τον ίδιο και είναι γραμμένα με μια διάθεση να αποδώσουν τα άρθρα αυτά στρατηγική σκέψη, δεν δείχνει να τον έχει απασχολήσει επιστημολογικά το περιεχόμενο των «Δαιμονισμένων».
Ένα το κρατούμενο. Δεύτερον: Δεν δείχνει να έχει διαβάσει τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» του Camus. Προφανώς τον έχει διαβάσει. Δεν έχει περάσει στον εργαλειακό του εξοπλισμό η επεξεργασία που έχει κάνει ο Camus το ‘47-’48 όταν βγαίνει ο «Εξεγερμένος (Επαναστατημένος) άνθρωπος» ο οποίος είναι το δεύτερο καταλυτικό στοιχείο για την αντιπαράθεση π.χ. Δύσεως, δυτικής αντιλήψεως, δυτικού κοσμοειδώλου και κάτι άλλου. Δεν λέω το καθ’ ημάς, το ελληνικό, γενικώς κάτι άλλο.
Ο Camus το έχει κάνει και επειδή -κατά την άποψή μου- η κριτική του Camus και του Ντοστογιέφσκι είναι πολύ σοβαρότερη από την κριτική που έχει κάνει στο διαφωτισμό η σχολή της Φραγκφούρτης αυτά τα πράγματα είναι κεντρικά για να καθορίσεις κάποιον ο οποίος το 1992-’93 και το ’96 μιλάει για διαφορές και ομοιότητες και συγκλίσεις και αποκλίσεις πολιτισμών.
Προφανώς δεν έχει διαβάσει τους «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη. Αυτό μάλλον δεν το έχει διαβάσει κεντρικότατο όμως, κεντρικότατο στοιχείο για να ανατάμει κανείς τη διαφορά.
Εννοώ τώρα όταν λέω «Χαλασοχώρηδες» τι σημαίνει εργαλειακή και επιστημονική χρήση ενός υλικού όπως είναι οι «Χαλασοχώρηδες». Πως το χρησιμοποιείς δηλαδή ως μήτρα αναλυτική. Τους «Χαλασοχώρηδες» ή κάτι άλλο. Τρία λοιπόν κεντρικά. Ωστόσο τους «Χαλασοχώρηδες» τους αφήνουμε λόγω της εμβέλειας του Τόπου απ’ τον οποίο εκπορεύεται ο Λόγος του Παπαδιαμάντη και όχι της αυτογενούς και εγγενούς αξίας ενδεχομένως του Παπαδιαμάντη.
Δεν έχω γενικώς μεγάλη εμπιστοσύνη -και πολύ εμένα μ’ ενδιαφέρουν, μου αρέσουν πάντα οι άνθρωποι της σκέψης οι οποίοι κονταροχτυπιούνται σώμα με σώμα με τα κείμενα ή αν όχι με τα κείμενα, μ’ ένα συγκεκριμένο θεσμό, τον αναλύουν από πολύ κοντά, μπαίνουν μέσα, βγαίνουν κτλ. Το να πεις τώρα πως έχει διαφορά το Ισλάμ από την Ελλάδα κλπ αυτά είναι Cafe de Commerce.
Περνάω λοιπόν στο δεύτερο στοιχείο. Ο Τόπος απ’ τον οποίο εκπορεύεται ο Λόγος του Χ. και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Σας, ζητώ, από τη δική μου παρέμβαση, να κρατήσετε ένα στοιχείο, το σημείο στο οποίο λέει ότι επειδή η Δύση πια το 1993 και το ’96 που το ξαναλέει δεν έχει τις δυνατότητες πολλές -όχι μόνο με τη Coca-Colaπροφανώς και με τα λεφτά και με τα χρήματα και με τα όπλα-- δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει μια οικουμενική αντίληψη, καθολική, γενική αντίληψη, αυτοκρατορική, επί του πλανήτου, ο Χάντιγκτον προτείνει μία αναδίπλωση δηλαδή ουσιαστικά μια λογική περιχαρακωμένου και ομοιογενούς στρατοπέδου, πράγματα τα οποία είναι φυσιολογικά και θα έλεγα, αυτονόητα, και να δούμε-λέει- τι μπορούμε να κάνουμε εμείς. Αυτό υπενθυμίζω, γρήγορα-γρήγορα , ξέρετε, στους Αμερικάνους επανέρχεται από τότε που έχουν πάρει την παγκόσμια κυριαρχία μετά το ‘47-’48, επανέρχεται ουσιαστικά μια νοσταλγία του δόγματος Μονρόε το οποίο είναι ολίγον επιθετικό ολίγον αμυντικό, να μείνουμε στο καβούκι μας απλά -επιθετικά βεβαίως- με μια ζώνη αμέσου επιρροής αναλόγως με το βαθμό αντιστάσεως. Τα σχήματα αυτά από το Θουκυδίδη αναλύονται εύκολα και δεν θα επανέλθω. Υπενθυμίζω, και ο φίλος μας ο Στοφορόπουλος θα σας το υπενθυμίσει οπωσδήποτε, ένα πράγμα το οποίο όταν το διάβασα εγώ εκάγχασα. Ο Χάντιγκτον το ξέρει, γιατί σας είπα ότι είναι εργαλειακός επιστήμων, θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Το Νοέμβριο, πριν από δυόμισι μήνες, το ΥΠ.ΕΞ., της Κίνας ανακοίνωσε ότι του λοιπού οι ανακοινώσεις του θα γίνονται μόνο στα κινέζικα. Αυτό σημαίνει το εξής για μας: ότι όποιος έχει μυαλό από σας και ειδικά οι νεώτεροι άνθρωποι, οι κάτω των τριάντα, να αρχίζουν να ανοίγουν φροντιστήρια κινέζικης διότι γύρω στο 2030. Εάν κάνω μια μη γραμμική προσομοίωση η οποία δεν είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου με μια ασύμμετρη ουσιαστικά και ασύμπτωτη πιθανολόγηση θα υπάρχουν κατά την άποψή μουστην περιοχή της χωματερής των Αθηνών περί τα 3.000 φροντιστήρια κινέζικης γλώσσας γύρω στο 2030-2040. Αυτά για να σας πω δηλαδή ότι κατά την άποψή μου παρέλκει μια συζήτηση επί του περιεχομένου των απόψεων του Χάντιγκτον. Βεβαίως μπορεί να τον αδικώ τον άνθρωπο αφού δεν διάβασα το βιβλίο του, το οποίο πρέπει, να είναι το αυτογενώς επιστημονικό. Διάβασα τα άρθρα, όμως, τα άρθρα όμως έχουν αυτοτέλεια και διεκδικούν αυτοτέλεια και αναφέρθηκα όχι στα ελαττώματα τους αλλά κατά κάποιο τρόπο στις παραλείψεις τους.
Άνθρωπος ο οποίος ασχολείται για να δει συγκλίσεις και αποκλίσεις και δείχνει να μην τον έχουν απασχολήσει «οι Δαιμονισμένοι» ή «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» έχει ένα πρόβλημα αναγνώσεως.
Ο Χάντιγκτον είναι στρατηγικός αναλυτής επομένως είναι εργαλειακός επιστήμων δηλαδή δεν είναι σαν τον Γιανναρά ο οποίος είναι στα αζήτητα ή εγώ, δεν μας ζήτησε εμάς κανένα ΥΠ.ΕΞ. να κάνουμε think tank. Τώρα το thinkδεν ξέρω. Το tank όμως, ευχαρίστως ναι. Δεν μας ζήτησε ποτέ.
Αντιθέτως ο Χ. είναι εργαλειακός δηλαδή είναι υπάλληλος παραγωγής σκέψης και επειδή αυτοί έχουν tank-είναι πολυεπίπεδα και πολυπρόσωπα συστήματα αυτά- πρέπει να δει κανείς και το ειδικό βάρος της επιρροής που εν δυνάμει ή ενδεχομένως έχει ο Χ. αλλά μέσα από αυτό εμφανίζονται ορισμένες τάσεις, ορισμένες ροπές του αμερικάνικου Imperium.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει εμάς είναι το εξής: ότι π.χ. το γεγονός πως πρέπει να μας διώξουν από το ΝΑΤΟ και εμάς και την Τουρκία, διότι η Ελλάδα δεν μετέχει του δυτικού, εγώ τα γράφω πριν από 30 χρόνια αυτά. Να μας διώξουν ή να φύγουμε μόνοι μας ή εν πάση περιπτώσει ότι δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δυτικό πολιτισμό δηλαδή εμένα μου παραβίασε ανοιχτές θύρες. Συμφωνώ πλήρως με τον Χάντιγκτον. Τώρα για ποιους λόγους το λέει αυτός και για ποιους το λέω εγώ, αυτή είναι άλλη συζήτηση που δεν είναι της παρούσης. Αλλά το ότι ο άνθρωπος έχει πλήρες δίκιο δηλαδή ότι η Ελλάδα και ως ελληνική πρόταση, ως κοσμοείδωλο, ως πρόταση ζωής -μαζί με αυτά που θα έλεγε ο Ζιάκας τα συστήματα περιφερειακής κυριάρχου και κεντρικής παραδόσεως τα οποία εν συσσωματώσει διαμορφώνουν το μείζονα χώρο της καθ’ ημάς ανατολής, χριστιανοορθόδοξον και ελληνότροπον- αυτό είναι αυτονόητο. Μόνο οι καθηγητές των ενθάδε Πανεπιστημίων δεν τα ξέρουν αυτά. Και πληρώνονται, κακώς -βέβαια η αλήθεια είναι ότι πληρώνονται και κακώς- από το ελληνικό κράτος αλλά αυτά μόνο αυτοί δεν τα ξέρουν. Ένας σοβαρός άνθρωπος όπως ο Χάντιγκτον το ξέρει πάρα πολύ καλά είναι ολοφάνερο. Δεν έχουμε καμιά σχέση με τη Δύση.
Μη μου πείτε τα αυτονόητα, ότι ο Αριστοτέλης είναι π.χ. οικουμενικός και ο Θουκυδίδης, θα σας έλεγα με περισσότερη αυστηρότητα στην ορολογία και στην επιστημολογική χρήση των λέξεων ότι υπάρχει ένας Αριστοτέλης για κάθε χρήση. Αλλιώς τον διαβάζω εγώ τον Αριστοτέλη διότι ενδεχομένως και σαφώς μέσα από τη Γαρμπή -πράγμα το οποίο ο Γιανναράς έχει δυσκολίες να παρακολουθήσει- και είναι ολοφάνερο ότι η ανάγνωση που κάνει ο Χάντιγκτον ως Εβραίος στην Αμερική δεν είναι η ίδια. Επομένως θα δείτε κάποτε, ή θα καταλάβουν και οι εγχώριοι καθηγητές Πανεπιστημίου ότι ειδικά σ’ αυτά τα πράγματα δηλαδή στον Θουκυδίδη, στις συσσωματώσεις συμφωνημένων, υπονοούμενων όπως λέει ο Σεφέρης, ότι ένας πολιτισμός αποτελείται -μόνο ο Σεφέρης μπορούσε να το πει με δυο λέξεις - τι είναι ένας πολιτισμός: Είναι τα συμφωνημένα υπονοούμενα, τα οποία τα καταλαβαίνουμε εμείς και συμφωνούμε ή καυγαδίζουμε γι’ αυτά και ο διπλανός ο οποίος είναι πολύ καλά διαβασμένος δεν τα καταλαβαίνει διότι δεν μετέχει σ’ αυτά τα συμφωνημένα υπονοούμενα. Θυμάστε στις «Δοκιμές» του Σεφέρη που λέει την περίφημη ιστορία ότι οι Κινέζοι και οι Έλληνες είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο όπου ουσιαστικά ένας λαός ολόκληρος μετείχε της κινέζικης όπερας και ένας λαός ολόκληρος μετείχε της τραγωδίας γιατί και ο τελευταίος αγράμματος μετείχε αυτών των συμφωνημένων υπονοούμενων. Οποιονδήποτε Γάλλο κι αν βάλεις, ο οποίος ξέρει πολύ καλύτερα ελληνικά από μένα, να πάψουμε επιτέλους να λέμε τα αυτονόητα, είναι ολοφάνερο ότι δεν θα καταλάβει τα ίδια πράγματα διότι εγώ το έχω περάσει μέσα από τον «Ερωτόκριτο», διότι εγώ έχω μέσα μου τον Τσιτσάνη, όσο τον έχω και προσπαθώ να τον έχω, έχω μέσα μου τα 9/8, το εννεάσημον, πράγματα πολύπλοκα, πολυσύνθετα τα οποία δεν είναι μεταλαμπαδεύσιμα με πέντε χρόνια σπουδών.
Όταν το καταλάβετε αυτό και το καταλάβουν και οι ημέτεροι καθηγητές του πανεπιστημίου θα ‘χει γίνει μεγάλη πρόοδος προς τα πίσω. Επιτέλους. Εγώ τελείωσα και θα επανέλθω αφού με θυμώσει ο Γιανναράς.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Ο ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ...

Μιά προσέγγιση στο εργο του Παπαδιαμαντη

της φιλολόγου Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινά


Δεν γνωρίζουμε πώς, αλλά έχει επικρατήσει, δυστυχώς, η περίφημη πια κινέζικη (;) παροιμία, ότι μία εικόνα, λέγει, αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, όμως, άλλη γνώμη σχημάτισαν, την οποία μάλλον συμμεριζόμαστε και εμείς: “ο γραμμάτων άπειρος, ου βλέπει βλέπων” (Μένανδρος)· ο αγράμματος, λέγει, έστω κι αν έχει μάτια, δεν βλέπει. Δεν έχουν αξία, λοιπόν, τα άπειρα ερεθίσματα του φωτός που πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, αλλά αξία έχει ο λόγος του δέκτη που τα δέχεται, τα καταγράφει, τα αξιολογεί, τα ιεραρχεί, τα περιγράφει, τα κοσμεί, τα ζωντανεύει πάλι με το θαύμα του λόγου, αφού το μέγιστο θαύμα δεν είναι η άψυχη και η άλογη δημιουργία, αλλά αυτός ο άνθρωπος. Το βλέπουμε στις ημέρες μας, που η πλημμυρίδα των εικόνων –φυσικών, τεχνικών, φανταστικών– δεν συμπορεύεται πάντα με την ποιότητα του ανθρώπου. Οι εικόνες, όμως, τις οποίες έβλεπε και κατέγραφε ο μέγας Αλέξανδρος, ο Παπαδιαμάντης, απέκτησαν αξία, μεγάλη αξία, επειδή διηθήθησαν από το παραδοσιακό του φίλτρο, εκλεπτύνθησαν από την ευαίσθητη καρδιά του, ντύθηκαν με τον ποιητικό του λόγο, που “ψηφιοποιούσε” τις εικόνες σε γράμματα, και τα γράμματα σε βιώματα, και ανέτεμε τις ψυχές και συνέθετε πρόσωπα και ζωές.
Έτσι, λοιπόν, μία παπαδιαμαντική λέξη, αξίζει όσες χίλιες άλογες εικόνες…
 Η κ. Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά επιχειρεί μια φιλολογική προσέγγιση στον “Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου”.
* * *

Η νοσταλγία είναι μία διάθεση που διαπερνά το έργο του Παπαδιαμάντη στο σύνολό του. Είναι η έμπνευσή του, το κίνητρο της δημιουργίας του. Νοσταλγεί και ρεμβάζει. Ρεμβάζει και νοσταλγεί. Και από κάθε ρεμβασμό του ανασύρει βιώματα του παρελθόντος, που έχουν σφραγίσει την ψυχή του και τα μορφοποιεί σε διήγημα, άλλοτε πιο ορμητικό, άλλοτε πιο σιγανό, πάντα όμως πραγματικό, αληθινό, αυθεντικό, ζωντανό, με μια ζωή πλούσια σε εικόνες και με μια τέχνη ταπεινού και σεμνού ανώνυμου αγιογράφου.
Ο Παπαδιαμάντης ρεμβάζει και νοσταλγεί, δεν ονειροπολεί. Όλα, όσα γράφει, τοποθετούνται σε τόπο και χρόνο, όλα έχουν όνομα ήρωες, τόποι, ακόμη και τα ζώα και βέβαια όλα εντάσσονται στο ευρύτερο σκιαθίτικο πλαίσιο. Άλλωστε με τη ζωή της Σκιάθου, τις παραδόσεις της, τα καφενεία και τα έθιμα των ανθρώπων της, τα ταπεινά τους επαγγέλματα και τους καημούς τους είναι ζυμωμένη η ψυχή του, οι “απορρώγες βράχοι”, οι θαλασσόδαρτες ακτές και οι “ναΐσκοι” της υπαίθρου είναι χαρακτηριστικές και αγαπημένες του εικόνες, που προβάλλουν ποιητικά στα έργα του.
Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια, ευλάβεια και αγάπη τα φτωχά ξωκκλήσια της ελληνικής υπαίθρου, όσο ο Παπαδιαμάντης. Μια περιγραφή που τον θέλγει ιδιαίτερα, που μοσχοβολά θυμίαμα, κερί και αγριολούλουδο και που στο αμυδρό φως από το καντηλάκι της Παναγίας ή το λιανοκέρι της χαροκαμμένης μάνας ξεπροβάλλουν μέσα στη σιωπή τους οι ασκητικές μορφές των Αγίων, τα σκαλιστά τέμπλα, τα καντήλια, τα μανουάλια.
Και στο διήγημα “Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου” υπάρχει ο “ναΐσκος” της Παναγίας της Πρέκλας, που αποτελεί και την κεντρική αναφορά του Παπαδιαμάντη, όπως και στα περισσότερα διηγήματά του. “Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον και είχε και καλάς εικόνας – και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά”.
Ο Παπαδιαμάντης απεικονίζει τα ξωκκλήσια της Παναγίας πάνω σε απόκρημνους βράχους, που τους μαστίζουν οι θύελλες, θέλει τη Μητέρα του Θεού να εποπτεύη τα ανθρώπινα και να σκέπη με άπειρη στοργή την κτίση ολόκληρη, αλλά και να δείχνη στον κόσμο την πνευματική οδό, τον ανηφορικό δρόμο προς το ύψος της θέωσης.
Ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας ευρίσκετο “ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον”. Ο Παπαδιαμάντης αγαπά τη φύση και την περιγράφει αριστουργηματικά, γοητευτικά. Με όλες τις προσωποιημένες δυνάμεις της και τους θρύλους για φαντάσματα κι αγερικά, που έπλασε με αφέλεια αλλά και χάρη η λαϊκή φαντασία, όταν με δέος προσπαθούσε να εξηγήση “τά συντρίμματα και τα ερείπια….”.
Στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας εστιάζει ο “φακός” του Παπαδιαμάντη. Στο προαύλιο υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου μόνος θλιμμένος κάθεται ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, καπνίζοντας την πίπα του και αναπολώντας την περασμένη του ζωή. Όλα είναι έρημα γύρω του, γκρεμισμένα ερειπωμένα. Κι εκείνος ακίνητος παρακολουθεί τον “καπνόν που ανέθρωσκε από τον λουλάν και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ΄ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τί εσκέπτετο;”
Αυτή η εικόνα, που παρουσιάζεται μπροστά μας, καθώς η τεχνήτρα πέννα του Παπαδιαμάντη ανοίγει την “αυλαία” του διηγήματος, είναι η μόνη παροντική, εκ του φυσικού. Καμία κίνηση, καμία δράση, εξωτερικά τουλάχιστον. Γιατί στην ψυχή του υπάρχει μεγάλη τρικυμία, μεγάλος πόνος, απέραντος θρήνος. Μοιάζει με το ερειπωμένο χωριό, ερείπιο κι αυτός, τσακισμένος από τις συμφορές, βασανισμένος, τραγική προσωπικότητα και ολομόναχος τώρα επί “γήρατος ουδώ”. Αναπολεί τον χαμένο κόσμο του, τη ζωή που του πήρε ό,τι αγαπούσε..
Ξεκίνησε καλά τη ζωή του. Ήταν μεγαλοκτηματίας, αρχοντάνθρωπος, καλοκαμωμένος. “Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χοντρά χείλη προέχοντα. ΄Ηγάπα πολύ τα μουσικά, τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος”. Είχε παντρευτεί από έρωτα “τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην” και μολονότι απόκτησαν επτά παιδιά μαζί, χώρισαν και φίλιωσαν τρεις φορές. Αιτία, ο θυμώδης χαρακτήρας του. “Ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει…΄Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν….. Είχεν αγαπήσει εξ όλης της καρδίας την Σινιωρίτσαν του….. Αλλ΄ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις την οργήν. ῏Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας είναι ένας άνθρωπος με πάθη και πάθια πολλά. Ορμητικός και ασυγκράτητος, ευαίσθητος και τρυφερός. Αγαπούσε και πείσμωνε με την ίδια ένταση. Ο Παπαδιαμάντης δεν τον ωραιοποιεί, δεν τον εξιδανικεύει. Τον δείχνει όπως ακριβώς είναι, αληθινό, πραγματικό, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, τα καλά και τα κακά του. Δεν τον κρίνει, δεν τον προβάλλει, ούτε τον προσβάλλει. Σέβεται τις αδυναμίες του και τα ελαττώματά του και με επιείκεια και κατανόηση αφουγκράζεται το δράμα του. Αμαρτία και μετάνοια ήταν η πορεία της ζωής του. Ποιός αλήθεια είναι τέλειος; Κάπου νιώθει πώς συμμετέχει κι ο ίδιος σ΄ αυτήν την πορεία, ταυτίζεται μαζί του, γι΄ αυτό και συμμερίζεται τα πάθια του και με ειλικρίνεια αναφωνεί: “Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας αντιμετωπίζει και σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα, όπως και πολλοί ακόμη συντοπίτες του. Δεν ήταν φτωχός από την αρχή. ῎Ισα-ίσα, ήταν μεγαλοκτηματίας, από παλιά αρχοντική οικογένεια “ποτέ δεν τον έμελεν περί χρημάτων”, αφού είχε αρκετό εισόδημα. “Αλλ΄ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα τον “έτρωγαν”! Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν “δυστυχισμένες χρονιές”, αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, δια πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν αφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί δια να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις έναν τοκογλύφον του τόπου”.
Ο Παπαδιαμάντης αφήνει εδώ να αναδυθή ένα οξύ πρόβλημα της κοινωνίας του νησιού του. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό, το παραδοσιακό, δοκιμασμένο και παγιωμένο από τη μια μεριά. Και από την άλλη στο νεωτερίστικο, το πολλά υποσχόμενο και γι΄ αυτό ορμητικό και απαιτητικό, που άνοιγε νέες προοπτικές και γοήτευε. Το πρώτο εκπροσωπείται στο διήγημα από τους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι “είχαν αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα” και από αυτή την εργασία εξασφάλιζαν τα αναγκαία για τη ζωή τους, προνοώντας βέβαια να αποθηκεύσουν κάποια αποθέματα από τα γενήματά τους για ενδεχόμενη ακαρπία, κάτι που γινόταν συχνά. Πρόκειται για την εικόνα και τη δομή μιας αυτοκαταναλωτικής κοινωνίας, η οποία δεν έδινε σημασία στο χρήμα και το κέρδος.
Το καινούριο το φέρνουν στο νησί οι “επήλυδες”. “Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι “φερτοί”, απ΄ έξω και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν……κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς”. Οι άνθρωποι αυτοί είσηγούνταν τη χρηματιστική οικονομία, ασχολούνταν με το εμπόριο και αξιοποιούσαν τα πάντα με σκοπό το χρήμα. “Ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. ῎Ηνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία και εμπορεύοντο και εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα….. οι εντόπιοι έλαβαν ανάγκην των χρημάτων και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά ή μία και ημίσεια και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ΄ εαυτών και τα κτήματα”. Πρόκειται για την αρχή της αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, που έφερε πολλές ανακατατάξεις στις αντιλήψεις, τη νοοτροπία, τα ήθη και γενικά τη ζωή των ανθρώπων, αφού κλονίστηκαν τα παραδοσιακά θεμέλια της δομής της ελληνικής κοινωνίας.
Έτσι το κυνήγι του κέρδους αντιπαραβάλλεται με τις παραδοσιακές ασχολίες και η φιλαργυρία και πλεονεξία των ανθρώπων, υπερβαίνοντας τις ηθικές αναστολές των παλαιών καιρών, διαβρώνουν τις συνειδήσεις και υποσκάπτουν τα θεμέλια της παραδοσιακά οργανωμένης ζωής, κλονίζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις και εκφυλλίζοντας την αξία του ανθρώπου, αφού πιο ψηλά τοποθετείται το ατομικό συμφέρον.
Ο Παπαδιαμάντης έμμεσα επικρίνει αυτήν την κατάσταση. Μεγαλωμένος και γαλουχημένος με την ελληνορθόδοξη παράδοση πιστεύει απόλυτα πώς μόνο αυτή νοηματοδοτεί με πληρότητα και αυθεντικά τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου. Γιατί είναι η μόνη που μεταποιεί το κακό και κρατά σώα την ψυχή, ακόμη κι αν όλα γύρω καταρρέουν. Δεν είναι αρνητικός σε ό,τι νέο φέρνει η φυσιολογική πορεία μέσα στο χρόνο και η εξέλιξη. Θέλει όμως αυτό το νέο να έχη αναφορά στα ριζώματα και τα αρχέτυπα της ελληνορθόδοξης παράδοσης, τα οποία καθορίζουν το χαρακτήρα και τον ψυχισμό του λαού. Μόνο τότε το νέο είναι αυθεντικό, ζωντανό, αληθινό. Γι΄ αυτό και επικρίνει το πνεύμα, που κουβαλούν οι νέες οικονομικές δραστηριότητες: την τοκογλυφία, την ισοπέδωση που προκαλεί η απανθρωπιά και η εκμετάλλευση, τη διαφθορά των ηθών, το ψέμα και το δόλο που επιστρατεύονται για την ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος. Και εν τέλει τον εκφυλισμό της ανθρώπινης αξίας.
Θύμα μιας τέτοιας κατάστασης ήταν και ο Φραγκούλας. Τα τρία δάνεια, που χρειάστηκε να πάρη τα τελευταία τρία χρόνια από τοκογλύφους, τον οδήγησαν στην απώλεια της οικονομικής αλλά και κοινωνικής του επιφάνειας. Έτσι τώρα ζεί με τις πιέσεις και τις απειλές των δανειστών του, με το παράπονο της ξεπεσμένης αρχοντιάς του και χωρισμένος από τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Κι όμως όλα αυτά θα μπορούσε να τα αντέξη ο Φραγκούλας. Το τελευταίο όμως χτύπημα που δέχθηκε ήταν ασήκωτο, αβάσταχτο, καταλυτικό. Τον έχει συνθλίψει, τον έχει τσακίσει.
“-Τώχασα το καϋμένο μ το ευάγωγο” μονολογεί θρηνώντας και στη σκέψη του ζωγραφίζεται το όμορφο πρόσωπο της χαριτωμένης μικρής θυγατέρας του, που τόσο πρόωρα, μόλις 14 ετών, έφυγε απ τη ζωή…..
Τόσες φορές στο παρελθόν είχε καταφύγει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας κυνηγημένος από προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά ή παρασυρμένος από το πείσμα και το θυμό του δύσκολου χαρακτήρα του. Τότε η καλύβα του προαυλίου ήταν η επιλογή του. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Ο πόνος ξεχειλίζει από την καρδιά του και το φορτίο της θλίψης είναι πολύ βαρύ στους ώμους του. Τώρα δεν έχει περιθώρια επιλογής, τώρα ψάχνει διέξοδο, καταφύγιο, παρηγοριά και στήριγμα, που μόνο η γλυκειά Παναγιά μπορεί να του δώση. Άλλωστε, στο παρελθόν, πριν ερειμωθή το χωριό, όλοι οι καταπονημένοι της ζωής, οι θλιμμένοι και οι “πεφορτισμένοι” σ αυτό το εκκλησάκι έρχονταν και στην εικόνα της Παναγίας της Πρέκλας ακουμπούσαν τους καημούς, τα βάσανα και τις ελπίδες τους “να εύρωσι δια της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν….. ν ακούσωσιν τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ όλον τον Δακαπενταύγουστον……”
Είναι και τώρα παραμονές του Δεκαπενταύγουστου κι ο Φραγκούλας με ασήκωτο το πένθος της ψυχής του, γερασμένος απότομα και κουρασμένος όσο ποτέ, θυμάται αυτή την ίδια χρονιάρα μέρα, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε συμφιλιωθή με τη γυναίκα του μετά τον πρώτο χωρισμό τους. Είχε και τότε αποσυρθή χολωμένος στο σπιτάκι του προαυλίου και στον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής, μαζί με όλους τους πανηγυριώτες είχε έρθει και η Σινιώρα του με τα τέσσερα τότε παιδιά τους. “Ήτο 40 χρονών τότε ο Φραγκούλας. Έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ είχεν πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτο έτοιμος να συγχωρήση και ν αγαπήση…. Τω όντι, όταν εβραδύασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε…….. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε “το κελλί του” και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα. Ο Φραγκούλας ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας και έκαμνεν πώς έβλεπεν αλλού και πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξυ δυο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη και εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του”.
Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνο το βράδυ και στην αγρυπνία που ακολούθησε και κράτησε 8 ώρες, όλα τα διάβασε μόνος του, όλα τα έψαλε “μόλις επιτρέπων εις τον κυρ Δημητρόν, τον κάτοχον του αριστερού χορού, να λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, δια να ξενυστάξη” και θυμάται, σαν νάταν χθες, τις γυναίκες, που στη Λιτή δυσφορώντας γκρίνιαζαν τον νεωκόρο, γιατί έπιασε τα κεριά που είχαν λαμπαδιάσει και τα πατούσε στο έδαφος για να σβήσουν. Καθώς κι έναν νεαρό νεόπλουτο, που έβλεπε ως σπατάλη το άναμμα πολλών κεριών κι ακούστηκε να μιλά για “οικονομία στα κηρία!”….. Αλλά οι γυναίκες, μολονότι ήξεραν πολύ καλά τί θα πη οικονομία, δεν καταλάβαιναν “τί θα πη οικονομία στα κηρία”, που ήταν ταμένα να καούν στη χάρη της Παναγίας. Θυμάται καλά και το άλλο περιστατικό με τον κυρ Δημητρό, ο οποίος πειραγμένος που του άρπαζε συνεχώς την πρωτοφωνία στο ψάλσιμο, του συνέστησε να ψάλλη πιο σιγανά το “Κύριε ελέησον”, διότι οι γυναίκες ήθελαν ν ακούνε τα ονόματα, ζωντανά και πεθαμένα, που είχαν υπαγορεύσει από βραδύς στον ιερέα. Κι ο Φραγκούλας, για να τον ταπεινώση, τον άφησε να ψάλλη 40 φορές το “Κύριε ελέησον”, γνωρίζοντας ότι ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε καλά τα τυπικά, πότε λέγεται 3 φορές το “Κύριε ελέησον” και πότε 40 φορές. Κι ενώ άρχισε να το λέγη 40 φορές, “ο παπάς εβιάσθη ν απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και, δια να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη “….υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας…..”
Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθιά θρησκευόμενος και τα διδάγματα της Ορθοδοξίας τα έχει κάνει σύστημα ζωής. Χαίρεται και ζη τις ακολουθίες και ιεροτελεστίες της Εκκλησίας. Γνωρίζει πολύ καλά τα Συναξάρια και τα Λειτουργικά Βιβλία και γοητεύεται από την Ποίηση της Ορθοδοξίας. Ψάλλει τα τροπάρια και τους ύμνους με ζήλο και τέχνη και αναπαύεται στις ολονύκτιες Παρακλήσεις και αγρυπνίες στους ναούς και σε ερημοκκλήσια. Τον συγκινεί το Βυζάντιο και το ζη και την ατμόσφαιρά του την μεταφέρει στα πεζογραφήματά του παραθέτοντας βυζαντινά τροπάρια και κομμάτια ολόκληρα από τη Θεία Λατρεία. Και στο διήγημά μας μεταφέρει αυτήν την ατμόσφαιρα κάνοντας εκτενή αναφορά σε όλο σχεδόν το τυπικό της εορτής της Κοιμήσεως. “Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το “Πεποικιλμένη” έως το “Συνέστειλε Χορός” και όλον το “Ανοίξω το στόμα μου” έως το “Δέχου παρ ημών”. Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν ΄Ωρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων δια την θείαν Κοινωνίαν και εις την Λειτουργίαν πάλιν όλα Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το “Αι γενεαί πάσαι”, το Κοινωνικόν κ.τ.λ.” και ταυτόχρονα ο Παπαδιαμάντης με φιλοπαίγμονα διάθεση παρακολουθεί το εκκλησίασμα και ξεχωρίζει και σχολιάζει το χαριτωμένο μικρόκοσμο κάποιων απλοϊκών και γραφικών τύπων της μικρής κοινωνίας του χωριού, τις ιδιοτροπίες τους, τα πειράγματά τους, την ευφρόσυνη διάθεση του Φραγκούλα και το νέο ξεκίνημα για την οικογενειακή του ζωή.

Καρπός αυτής της συμφιλίωσης με την γυναίκα του ήταν το Κουμπώ, η θυγατέρα της οποίας το θάνατο τώρα θρηνεί. “Η Παναγία είχε δωρίσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου…” Αυτή η κόρη ήταν χαριτωμένο πλάσμα, η χαρμονή και η παρηγοριά του. Ξεχώριζε από όλα τα παιδιά του. “Δεν είχεν μόνον νοημοσύνην πρώϊμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης”. ΄Ηταν η μόνη από τα παιδιά του που πήγαινε κάθε μέρα στον πατέρα της “στό κελλί του” και τον γέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητες. ΄Ηταν η μόνη που δεχόταν πρόθυμα τους “πατρικούς χαλινους”, γι αυτό κι εκείνος την ονόμαζε “τό ευάγωγο”. ΄Ηταν η μόνη που πονούσε για το χωρισμό των γονιών της και καθημερινά έτρεχε να τον βρη και δεν έπαυε να τον παρακαλή “έλα στο σπίτι πατέρα!”. Αυτή άλλωστε με την επιμονή της ήταν η αιτία που φίλιωσε με τη γυναίκα του μετά το δεύτερο χωρισμό τους. ΄Υστερα από μερικούς μήνες όμως χώρισε για τρίτη φορά ο Φραγκούλας και η μικρή ήταν πολύ θλιμμένη. “-Δε μπορώ πλέον νάρχωμαι στο κελλί σου πατέρα……. Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: “νά, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της”. Δεν το βαστώ πλέον πατέρα” Και πράγματι δεν πήγε για τρεις μέρες. Την τέταρτη πήγε χλωμή και μαραμένη, πνιγμένη στα δάκρυα.
“-Τί έχεις, κορίτσι μου, της είπε ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του είπε με παράπονο, να ξεύρης, θα πεθάνω απ τον καημό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλας”
Και πράγματι την άλλη μέρα πήγε στο σπίτι. Αλλά ήταν αργά. Η μικρή έπεσε άρρωστη με ψηλό πυρετό, μαράθηκε από άγνωστη ασθένεια και “εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα”.
“-Πατέρα! πατέρα! Στην Παναγία να κάμετε μία λειτουργία…..μέ την μητέρα μαζί!”, ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ο Φραγκούλας έκλαψε απαρηγόρητα, έκλαψε αχόρταγα μαζί με τη γυναίκα του το χαμό της θυγατέρας του. ΄Υστερα αποσύρθηκε κι εξακολούθησε να κλαίη μόνος του στην ερημία του. “Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός”.
Έκτοτε ζη ολομόναχος ο “φιλέρημος γέρων” αφιερωμένος ως μοναχός στην Παναγία, έστω και τόσο αργά, ψιθυρίζοντας στις ώρες της θλίψης του το στίχο του Ψαλτηρίου: “Μη απώση με εις καιρόν γήρως….καί έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με”.
Έχει αποθέσει καρτερικά τον πόνο του στην πιο πονεμένη από τις μητέρες της Οικουμένης, στην “Κυρία των Ουρανών”, τον “Γλυκασμόν των Αγγέλων”, τη μόνη που μπορεί να γλυκάνη την πίκρα της ρημαγμένης του ζωής και να τον ανακουφίση τώρα που τον “εκύκλωσαν αι του βίου του ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Και μέσα από “τά νέφη των συμφορών” του ψάλλει με παράπονο:
“Απόστολοι έκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεσθημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
καί Σύ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα”.
Και την παρακαλεί θερμά να μεσιτεύση προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν:
“μή μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων”
αλλά “Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων”.

Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει στην τραγωδία, αλλά προχωρά στην κάθαρση. Ο πόνος δεν είναι αδιέξοδος, όταν υπάρχη θερμή πίστη στη φιλανθρωπία του Θεού. Ο “πεφορτισμένος” άνθρωπος σ Εκείνον κάνει αναφορά, ανοίγει τον πόνο του στην αγάπη Του και με τη χάρη Του τον αδρανοποιεί και τον υπερβαίνει. Κι έτσι παρηγοριέται, ισορροπεί, αναπαύεται. Και κάτι ακόμα εξουδετερώνεται έτσι η φθορά του, γιατί βλέπει πέρα από τη φθορά του σώματος την αιώνια ύπαρξή του. Και ο πόνος τότε γίνεται άσκηση καρτερίας, οδός αγιότητας και αποκτά πνευματικό περιεχόμενο και νόημα. Και τότε βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της η διδασκαλία του Χριστού, της οποίας πεμπτουσία είναι η μετάλλαξη του θανάτου σε ζωή.—
Κι όμως όλα αυτά θα μπορούσε να τα αντέξη ο Φραγκούλας. Το τελευταίο όμως χτύπημα που δέχθηκε ήταν ασήκωτο, αβάσταχτο, καταλυτικό. Τον έχει συνθλίψει, τον έχει τσακίσει.
“-Τώχασα το καϋμένο μ το ευάγωγο” μονολογεί θρηνώντας και στη σκέψη του ζωγραφίζεται το όμορφο πρόσωπο της χαριτωμένης μικρής θυγατέρας του, που τόσο πρόωρα, μόλις 14 ετών, έφυγε απ τη ζωή.....
Τόσες φορές στο παρελθόν είχε καταφύγει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας κυνηγημένος από προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά ή παρασυρμένος από το πείσμα και το θυμό του δύσκολου χαρακτήρα του. Τότε η καλύβα του προαυλίου ήταν η επιλογή του. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Ο πόνος ξεχειλίζει από την καρδιά του και το φορτίο της θλίψης είναι πολύ βαρύ στους ώμους του. Τώρα δεν έχει περιθώρια επιλογής, τώρα ψάχνει διέξοδο, καταφύγιο, παρηγοριά και στήριγμα, που μόνο η γλυκειά Παναγιά μπορεί να του δώση. Άλλωστε, στο παρελθόν, πριν ερειμωθή το χωριό, όλοι οι καταπονημένοι της ζωής, οι θλιμμένοι και οι “πεφορτισμένοι” σ αυτό το εκκλησάκι έρχονταν και στην εικόνα της Παναγίας της Πρέκλας ακουμπούσαν τους καημούς, τα βάσανα και τις ελπίδες τους “να εύρωσι δια της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν..... ν ακούσωσιν τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ όλον τον Δακαπενταύγουστον......”
Είναι και τώρα παραμονές του Δεκαπενταύγουστου κι ο Φραγκούλας με ασήκωτο το πένθος της ψυχής του, γερασμένος απότομα και κουρασμένος όσο ποτέ, θυμάται αυτή την ίδια χρονιάρα μέρα, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε συμφιλιωθή με τη γυναίκα του μετά τον πρώτο χωρισμό τους. Είχε και τότε αποσυρθή χολωμένος στο σπιτάκι του προαυλίου και στον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής, μαζί με όλους τους πανηγυριώτες είχε έρθει και η Σινιώρα του με τα τέσσερα τότε παιδιά τους. “Ήτο 40 χρονών τότε ο Φραγκούλας. Έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ είχεν πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτο έτοιμος να συγχωρήση και ν αγαπήση.... Τω όντι, όταν εβραδύασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε........ Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε “το κελλί του” και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα. Ο Φραγκούλας ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας και έκαμνεν πώς έβλεπεν αλλού και πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξυ δυο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη και εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του”.
Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνο το βράδυ και στην αγρυπνία που ακολούθησε και κράτησε 8 ώρες, όλα τα διάβασε μόνος του, όλα τα έψαλε “μόλις επιτρέπων εις τον κυρ Δημητρόν, τον κάτοχον του αριστερού χορού, να λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, δια να ξενυστάξη” και θυμάται, σαν νάταν χθες, τις γυναίκες, που στη Λιτή δυσφορώντας γκρίνιαζαν τον νεωκόρο, γιατί έπιασε τα κεριά που είχαν λαμπαδιάσει και τα πατούσε στο έδαφος για να σβήσουν. Καθώς κι έναν νεαρό νεόπλουτο, που έβλεπε ως σπατάλη το άναμμα πολλών κεριών κι ακούστηκε να μιλά για “οικονομία στα κηρία!”..... Αλλά οι γυναίκες, μολονότι ήξεραν πολύ καλά τί θα πη οικονομία, δεν καταλάβαιναν “τί θα πη οικονομία στα κηρία”, που ήταν ταμένα να καούν στη χάρη της Παναγίας. Θυμάται καλά και το άλλο περιστατικό με τον κυρ Δημητρό, ο οποίος πειραγμένος που του άρπαζε συνεχώς την πρωτοφωνία στο ψάλσιμο, του συνέστησε να ψάλλη πιο σιγανά το “Κύριε ελέησον”, διότι οι γυναίκες ήθελαν ν ακούνε τα ονόματα, ζωντανά και πεθαμένα, που είχαν υπαγορεύσει από βραδύς στον ιερέα. Κι ο Φραγκούλας, για να τον ταπεινώση, τον άφησε να ψάλλη 40 φορές το “Κύριε ελέησον”, γνωρίζοντας ότι ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε καλά τα τυπικά, πότε λέγεται 3 φορές το “Κύριε ελέησον” και πότε 40 φορές. Κι ενώ άρχισε να το λέγη 40 φορές, “ο παπάς εβιάσθη ν απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και, δια να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη “....υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας.....”
Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθιά θρησκευόμενος και τα διδάγματα της Ορθοδοξίας τα έχει κάνει σύστημα ζωής. Χαίρεται και ζη τις ακολουθίες και ιεροτελεστίες της Εκκλησίας. Γνωρίζει πολύ καλά τα Συναξάρια και τα Λειτουργικά Βιβλία και γοητεύεται από την Ποίηση της Ορθοδοξίας. Ψάλλει τα τροπάρια και τους ύμνους με ζήλο και τέχνη και αναπαύεται στις ολονύκτιες Παρακλήσεις και αγρυπνίες στους ναούς και σε ερημοκκλήσια. Τον συγκινεί το Βυζάντιο και το ζη και την ατμόσφαιρά του την μεταφέρει στα πεζογραφήματά του παραθέτοντας βυζαντινά τροπάρια και κομμάτια ολόκληρα από τη Θεία Λατρεία. Και στο διήγημά μας μεταφέρει αυτήν την ατμόσφαιρα κάνοντας εκτενή αναφορά σε όλο σχεδόν το τυπικό της εορτής της Κοιμήσεως. “Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το “Πεποικιλμένη” έως το “Συνέστειλε Χορός” και όλον το “Ανοίξω το στόμα μου” έως το “Δέχου παρ ημών”. Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν ΄Ωρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων δια την θείαν Κοινωνίαν και εις την Λειτουργίαν πάλιν όλα Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το “Αι γενεαί πάσαι”, το Κοινωνικόν κ.τ.λ.” και ταυτόχρονα ο Παπαδιαμάντης με φιλοπαίγμονα διάθεση παρακολουθεί το εκκλησίασμα και ξεχωρίζει και σχολιάζει το χαριτωμένο μικρόκοσμο κάποιων απλοϊκών και γραφικών τύπων της μικρής κοινωνίας του χωριού, τις ιδιοτροπίες τους, τα πειράγματά τους, την ευφρόσυνη διάθεση του Φραγκούλα και το νέο ξεκίνημα για την οικογενειακή του ζωή.
Καρπός αυτής της συμφιλίωσης με την γυναίκα του ήταν το Κουμπώ, η θυγατέρα της οποίας το θάνατο τώρα θρηνεί. “Η Παναγία είχε δωρίσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου...” Αυτή η κόρη ήταν χαριτωμένο πλάσμα, η χαρμονή και η παρηγοριά του. Ξεχώριζε από όλα τα παιδιά του. “Δεν είχεν μόνον νοημοσύνην πρώϊμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης”. ΄Ηταν η μόνη από τα παιδιά του που πήγαινε κάθε μέρα στον πατέρα της “στό κελλί του” και τον γέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητες. ΄Ηταν η μόνη που δεχόταν πρόθυμα τους “πατρικούς χαλινους”, γι αυτό κι εκείνος την ονόμαζε “τό ευάγωγο”. ΄Ηταν η μόνη που πονούσε για το χωρισμό των γονιών της και καθημερινά έτρεχε να τον βρη και δεν έπαυε να τον παρακαλή “έλα στο σπίτι πατέρα!”. Αυτή άλλωστε με την επιμονή της ήταν η αιτία που φίλιωσε με τη γυναίκα του μετά το δεύτερο χωρισμό τους. ΄Υστερα από μερικούς μήνες όμως χώρισε για τρίτη φορά ο Φραγκούλας και η μικρή ήταν πολύ θλιμμένη. “-Δε μπορώ πλέον νάρχωμαι στο κελλί σου πατέρα....... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: “νά, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της”. Δεν το βαστώ πλέον πατέρα” Και πράγματι δεν πήγε για τρεις μέρες. Την τέταρτη πήγε χλωμή και μαραμένη, πνιγμένη στα δάκρυα.
“-Τί έχεις, κορίτσι μου, της είπε ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του είπε με παράπονο, να ξεύρης, θα πεθάνω απ τον καημό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλας”
Και πράγματι την άλλη μέρα πήγε στο σπίτι. Αλλά ήταν αργά. Η μικρή έπεσε άρρωστη με ψηλό πυρετό, μαράθηκε από άγνωστη ασθένεια και “εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα”.
“-Πατέρα! πατέρα! Στην Παναγία να κάμετε μία λειτουργία.....μέ την μητέρα μαζί!”, ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ο Φραγκούλας έκλαψε απαρηγόρητα, έκλαψε αχόρταγα μαζί με τη γυναίκα του το χαμό της θυγατέρας του. ΄Υστερα αποσύρθηκε κι εξακολούθησε να κλαίη μόνος του στην ερημία του. “Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός”.
Έκτοτε ζη ολομόναχος ο “φιλέρημος γέρων” αφιερωμένος ως μοναχός στην Παναγία, έστω και τόσο αργά, ψιθυρίζοντας στις ώρες της θλίψης του το στίχο του Ψαλτηρίου: “Μη απώση με εις καιρόν γήρως....καί έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με”.
Έχει αποθέσει καρτερικά τον πόνο του στην πιο πονεμένη από τις μητέρες της Οικουμένης, στην “Κυρία των Ουρανών”, τον “Γλυκασμόν των Αγγέλων”, τη μόνη που μπορεί να γλυκάνη την πίκρα της ρημαγμένης του ζωής και να τον ανακουφίση τώρα που τον “εκύκλωσαν αι του βίου του ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Και μέσα από “τά νέφη των συμφορών” του ψάλλει με παράπονο:
“Απόστολοι έκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεσθημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
καί Σύ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα”.
Και την παρακαλεί θερμά να μεσιτεύση προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν:
“μή μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων”
αλλά “Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων”.
Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει στην τραγωδία, αλλά προχωρά στην κάθαρση. Ο πόνος δεν είναι αδιέξοδος, όταν υπάρχη θερμή πίστη στη φιλανθρωπία του Θεού. Ο “πεφορτισμένος” άνθρωπος σ Εκείνον κάνει αναφορά, ανοίγει τον πόνο του στην αγάπη Του και με τη χάρη Του τον αδρανοποιεί και τον υπερβαίνει. Κι έτσι παρηγοριέται, ισορροπεί, αναπαύεται. Και κάτι ακόμα εξουδετερώνεται έτσι η φθορά του, γιατί βλέπει πέρα από τη φθορά του σώματος την αιώνια ύπαρξή του. Και ο πόνος τότε γίνεται άσκηση καρτερίας, οδός αγιότητας και αποκτά πνευματικό περιεχόμενο και νόημα. Και τότε βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της η διδασκαλία του Χριστού, της οποίας πεμπτουσία είναι η μετάλλαξη του θανάτου σε ζωή.—
πηγη.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ