ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

ΗΛΙΟΣ,ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΑΙΘΕΡΑΣ[Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ,Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ]

Ήλιος, Σελήνη και Αιθέρας : Η μυθολογία, η αστρονομία και τα μυστήρια του Σύμπαντος των Αρχαίων Ελλήνων
Στην Ελληνική μυθολογία ο Ήλιος ήταν προσωποποιημένος ως θεότητα, τον οποίο ο Όμηρος αντιστοιχεί στον ηλιακό Τιτάνα Υπερίωνα. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ο Ήλιος είναι γιος του Υπερίωνα από την αδελφή του Θεία. Ο Ήλιος οδηγούσε το πύρινο άρμα του στον ουρανό. Έχει δύο αδελφές, την θεά του φεγγαριού Σελήνη και της θεά της αυγής Ηώ. Πολλοί πιστεύουν πως ο Απόλλων έγινε ο Ολύμπιος “ηλιακός θεός”. Ο αντίστοιχος του Ηλίου στην Ρωμαϊκή μυθολογία είναι ο Σολ. Η γνωστότερη ιστορία στην οποία συμμετέχει ο Ήλιος είναι αυτή του γιου του Φαέθοντα, ο οποίος σκοτώθηκε οδηγώντας το ηλιακό άρμα. Ο Ήλιος αναφερόταν και με το επίθετο Ήλιος Πανόπτης (αυτός που βλέπει τα πάντα). Ο Ήλιος λατρευόταν σ´ολόκληρη την Πελοπόννησο, ενώ ιδιαίτερα στη Ρόδο κάθε χρόνο διοργανώνονταν γυμναστικά πρωταθλήματα προς τιμήν του. Το νησί πιστευόταν πως το ανέσυρε από τη θάλασσα ο Ήλιος. Σ’αυτόν ήταν αφιερωμένος και ο Κολοσσός της Ρόδου. Ο Ήλιος απεικονιζόταν συχνά ως φωτοστεφανωμένος νεαρός σε άρμα, φορώντας έναν μανδύα και με μία υδρόγειο και ένα καμουτσίκι. Οι κόκορες και οι αετοί συνδέονταν με τον Ήλιο. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας και το επιζών πλήρωμά του καταφτάνουν σε ένα νησί, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο, το οποίο η Κίρκη ονομάζει Υπερίωνα αντί για Ήλιο. Εκεί φυλάσσονταν τα ιερά κόκκινα Βόδια του Ηλίου. Παρόλες τις προειδοποιήσεις του Οδυσσέα, οι άντρες του ασεβώς σκότωσαν και έφαγαν μερικά από αυτά. Οι φύλακες του νησιού, κόρες του Ηλίου, το είπαν στον πατέρα τους και αυτός κατέστρεψε το πλοίο τους και όλους τους άντρες εκτός από τον Οδυσσέα. Ο Σωκράτης απολογούμενος αναφέρει τον θεό Ήλιο στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι θεοσεβούμενος. Ο αντίστοιχος του Ηλίου στην Ρωμαϊκή μυθολογία ήταν ο Σολ. Λατρευόταν ως Σολ Ιντίγκες. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος εισήγαγε από την Συρία τη θεότητα Ελ Γκαμπάλ , η οποία αφομοιώθηκε με την ρωμαϊκή του Σολ Ινβίκτους (Sol Invictus, “ο ανίκητος Ήλιος”). Ο Απόλλων όπως παρουσιάζεται στον Όμηρο, με ασημένιο τόξο δεν έχει ηλιακά χαρακτηριστικά. Αλλά μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους ο Απόλλων είχε συνδεθεί στενά με τον ήλιο θρησκευτικά. Το επίθετό του Φοίβος αποδόθηκε αργότερα από τους Λατίνους ποιητές και στον θεο Ήλιο Σολ. Οι παλαιότερες αναφορές στον Απόλλωνα ως ταυτοποιημένο με τον θεό Ήλιο εμφανίζονται στα αποσπάσματα του έργου του Ευριπίδη Φαέθων. Σ’ ολόκληρο το έργο ο Ήλιος φαίνεται να παρουσιάζεται ως ξεχωριστός από τον Απόλλωνα αλλά σε έναν λόγο κοντά στο τέλος του έργου η Κλυμένη, μητέρα του Φαέθοντα, θρηνεί το χαμό του παιδιού της από τον Ήλιο τον οποίο οι άνθρωποι ορθώς αποκαλούν Απόλλωνα (Απόλλων κατανοήθηκε με τη σημασία Απολλύων “Καταστροφέας”). Η ταύτιση έγινε κοινός τόπος σε φιλοσοφικά κείμενα και εμφανίζεται στα γραπτά του Παρμενίδη, Εμπεδοκλή, Πλουτάρχου και του Κράτη Θηβών μεταξύ άλλων ενώ εμφανίζονται και σε Ορφικά κείμενα. Ο Ψευδο-Ερατοσθένης γράφει για τον Ορφέα: Αλλά έχοντας πάει κάτω στον Άδη για τη σύζυγό του και βλέποντας τι είδους πράγματα υπήρχαν εκεί, δεν συνέχισε να λατρεύει τον Διόνυσο, από τον οποίο ήταν γνωστός, αλλά πίστευσε πως ο Ήλιος είναι ο μεγαλύτερος των θεών, ο Ήλιος στον οποίο επίσης απευθυνόταν ως Απόλλωνα. Ξυπνώντας κάθε νύχτα γύρω στα χαράματα και ανεβαίνοντας στο βουνό Παγκαίον περίμενε την ανατολή του ηλίου, ώστε να τον δει πρώτος. Γι´αυτό, ο Διόνυσος, νευριασμένος μαζί του, έστειλε τις Βασσαρίδες, όπως αναφέρει ο Αισχύλος ο τραγωδός. Τον ξέσκισαν και διασκόρπισαν τα μέλη. Ο Απόλλων και ο Ήλιος είναι σχεδόν παντού ξεχωριστοί. Ο θεός Ήλιος, ο γιος του Υπερίωνα, με το ηλιακό του άρμα, αν και αποκαλείται Φοίβος δεν αποκαλείται Απόλλων εκτός από σκόπιμες μη-παραδοσιακές ταυτοποιήσεις. Οι Ρωμαίοι ποιητές συχνά αναφέρονταν στον θεό Ήλιο ως Τιτάν.
Η Σελάνα ή Σελήνη ήταν ελληνική θεά, κυρία της σεληνιακής ψυχής. Το όνομά της ετυμολογείται από το σέλας (φως). Στην Ελληνική μυθολογία η Σελήνη, ή Μην (από τη σεληνιακή μηνολόγηση) ή Πασιφάη (στη Λακωνία), είναι τιτανική οντότητα, Κατά την Θεογονία του Ησιόδου η Σελήνη είναι κόρη του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή της Hούς (Αυγής), και του Ηλίου, ο οποίος τη φωτίζει αιώνια λόγω της αδελφότητάς τους. Απεικονίζεται συνήθως ως θηλυκή μορφή με μία ημισέληνο ως στέμμα και έφιππη ή οδηγώντας άρμα με φτερωτούς ίππους. Άλλοτε οι περιγραφές την θέλουν να οδηγεί μια αγέλη βοών και το ημισεληνιακό της στέμμα συσχετισμένο με τα κέρατα του ταύρου. Διασχίζει κυκλοτερώς τον ουρανό όμοια με τον αδελφό της, πάνω σε άρμα που σέρνουν δύο ημίονοι, ίπποι ή ταύροι, κατά το ένα μέρος τους λευκοί και κατά το άλλο μαύροι, αλληγορία του ότι μόνο η μία πλευρά της σεληνιακής επιφάνειας φωτίζεται από το ηλιακό φως. Εσμιξε με τον Αέρα με τον οποίο και γέννησε μία μόνο θυγατέρα, τη Δρόσο, με τον Θεό Δία (αττική παράδοση) από τον οποίο γέννησε την Πανδία (εκ του παν-δίος, δηλ. πανθειοτάτη), με τον Θεό Πάνα (αρκαδική λατρεία Λυκαίου όρους), με τον θνητό Ενδυμίωνα με τον οποίο γέννησε 50 κόρες, όσοι και οι σεληνιακοί μήνες της κάθε Ολυμπιάδας και, τέλος, με τον αδελφό της Ήλιο (ύστερη αρχαιότητα που διασώζει ο Κόιντος ο Σμυρναίος). Είναι η πρώτη και η μόνη σεληνιακή Θεά στην αρχαιότερη ποίηση. Τα επίθετα που της αποδίδονται είναι Αίγλη, Πασιφάη, Μήνη και Φοίβη. Με την εξέλιξη της μυθολογίας και άλλες Θεές συσχετίσθηκαν με τη Σελήνη, όπως η Εκάτη, η Άρτεμις, και η Ήρα. Τα σύμβολα της Σελήνης ήταν ο χρυσός, κυρίως όμως ο άργυρος, τα κέρατα, ο σεληνιακός μηνίσκος, ο τροχός, ο δίσκος κ.ά. Ιερά ζώα της Σελήνης θεωρούνταν ο σκύλος, ο λέων (παράδοση λέοντος της Νεμέας), το βόδι και ο πετεινός, που φέρονταν να εμφανίζονται ως ακόλουθοι της Σελήνης στο πέρασμά της κατά τη νύχτα και το λυκαυγές. Σημειώνεται ότι ο Σεληνιακός μηνίσκος αποτέλεσε ιδιαίτερο σύμβολο της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου στη Κωνσταντινούπολη το οποίο και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δι΄ αυτής μεταδόθηκε σε όλους τους μουσουλμάνους όπου και φέρεται σήμερα σε πολλές εθνικές σημαίες, εθνόσημα και αραβικά βασιλικά σύμβολα. Επίσης τα σύμβολα της Σελήνης έχουν υιοθετηθεί στην χριστιανική αγιογραφία είτε ως διακοσμητικά στοιχεία χώρου, είτε και ως σύμβολα Αγίων όπως π.χ. στην αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης, των Ευαγγελιστών κ.λπ. Η Σελήνη λατρευόταν σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο. Ιδιαίτερα όμως σπουδαία ιερά της ήταν στην αρχαία Σπάρτη στο μαντείο των Σπαρτιατών στις Θαλάμες της Λακωνίας. Επίσης και στη Ρώμη υπήρχε σπουδαίο ιερό επί του Αβεντίου λόφου όπου και έκαιγε "ακοίμητος λυχνία" όλη τη νύχτα.
Αιθέρας σύμφωνα με την αρχαία και την μεσαιωνική αντίληψη ήταν το υλικό που γέμιζε τον χώρο του σύμπαντος γύρω από την γήινη σφαίρα. Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε η ιδέα του αιθέρα για να εξηγηθούν φαινόμενα διάδοσης του
φωτός ιδέα που απορρίφθηκε μετά το πείραμα των Μάικελσον και Μόρλεϋ. Το πείραμα αυτό απέδειξε ότι το φως ταξιδεύει με σταθερή ταχύτητα, ως εκ τούτου ο αιθέρας δεν υπάρχει. Η ιδέα της ύπαρξης του αιθέρα ήταν αποδεχτή μέχρι το συγκεκριμένο πείραμα, ενώ την ιδέα της ύπαρξής του εισήγαγαν οι αρχαίοι Έλληνες, ως το πέμπτο στοιχείο, την πεμπτουσία. Ο αιθέρας ήταν το πέμπτο στοιχείο, μαζί με τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη, από τα οποία ήταν φτιαγμένος ο κόσμος. Ενώ τα προηγούμενα στοιχεία δομούσαν τον κόσμο των ανθρώπων, ο αιθέρας πίστευαν ότι δομούσε τον ουρανό, τους πλανήτες, τα άστρα και γενικά τον υπόλοιπο κόσμο. Ο αιθέρας πίστευαν ότι είχε το σχήμα του κανονικού δωδεκάεδρου, γιατί ήταν το μοναδικό κανονικό στερεό του οποίου το ανάπτυγμα δεν αναλυόταν σε ορθογώνια ή ισοσκελή τρίγωνα. Έτσι, του απέδιδαν ξεχωριστές ιδιότητες, αφού ο κόσμος τον οποίο δομούσε ήταν ιδανικός και η κατοικία των θεών. Η ιδέα αυτή για τον αιθέρα διατηρήθηκε και στο Μεσαίωνα με την Αλχημεία.
Οι Έλληνες πολλούς αιώνες ή και χιλιετίες προ Χριστού ήξεραν να ερμηνεύσουν τα αστρικά φαινόμενα και τον ουράνιο θόλο. Μάλιστα αναφέρονται απόπειρες ουρανίων χαρτογραφήσεων ήδη κατά την Β΄ χιλιετία προ Χριστού. Με την πρόοδο στην επιστήμη, αυξήθηκαν και οι απαιτήσεις όχι μόνον τής Ανθρωπότητας, αλλά και τών ιδίων τών αστρονόμων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι δειλά δειλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιοι αστρονόμοι παρουσίαζαν το έργο τους υπό μορφήν ποιήματος. Το φαινόμενο αυτό απαντάται και στην Ιατρική, τής οποίας πολλοί εκπρόσωποι έπραξαν το ίδιο. Δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει καθόλου, διότι η επιστήμη για τον Έλληνα εμπεριέχει το στοιχείο τής καλλιτεχνίας. Την Αστρονομία ανέπτυξαν και προώθησαν σπουδαίες μορφές τού ελληνικού πνεύματος. Ως πρώτος σοφός και - μεταξύ άλλων ιδιοτήτων του, αστρονόμος θεωρείται κατά τούς μυθικούς χρόνους ο Κένταυρος Χείρων. Άλλος από τούς πρωτεργάτες τής Αστρονομίας υπήρξε ο επίσης μυθολογικός Άτλας. Ακόμη, ο Ορφέας ως θεοποιημένη [υπαρκτή] μορφή, ίσως από την πόλη "Πίμπλα" τής Πιερίας. Όμοιας αίγλης έχαιραν οι ανάλογοι τού Ορφέα Μουσαίος από την Ελευσίνα, Παλαμήδης, και άλλοι. Τα ίδια συμβαίνουν και με τον Όμηρο, καθώς και με τον Ησίοδο από την Άσκρα τής Βοιωτίας, στα φιλολογικά έργα τών οποίων διαφαίνονται γνώσεις Αστρονομίας. Εν συνεχεία ο Φώκος από τη Σάμο, ο Θαλής ο Μιλήσιος [: απ' τη Μίλητο τής Μικράς Ασίας], ο Θεόδωρος από την Σάμο, και ο Αναξίμανδρος απ' τη Μίλητο, όλοι τους κατά τον έβδομο προς έκτο αιώνα προ Χριστού, ο Αναξιμένης από τη Μίλητο, έκτος π.Χ. αιώνας, ο Πυθαγόρας από την Σάμο και η σύζυγός του Θεανώ από τον Κρότωνα τής Μεγάλης Ελλάδας τον έκτο προς πέμπτο προ Χριστού αιώνα, ο Ίππασος από το Μεταπόντιο τής Μεγ. Ελλάδος, επίσης τον έκτο προς πέμπτο π.Χ. αι., οι περίπου σύγχρονοί του Φιλόλαος από τον Κρότωνα ή τον Τάραντα και Παρμενίδης από την Ελέα τής Μεγ. Ελλάδας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές τής Μ. Ασίας τον πέμπτο αι. π.Χ., ο Άρπαλος, Ε΄ π.Χ. αιώνας, ο Οινοπίδης από την Χίο, ίδιος αιώνας, όπως και η Αγλαονίκη από την Θεσσαλία, ο Διογένης ο Απολλωνιάτης [: ίσως από την Απολλωνία τής Κρήτης], ο Έκφαντος από τις Συρακούσες, ο Μέτων από την Αθήνα, όλοι αυτοί κατά τον Ε΄ πάντα αιώνα π.Χ., ο Εύδοξος από την Κνίδο τής Μ. Ασίας, Δ΄ αι. π.Χ., ο Πυθέας από την Μασσαλία, τον ίδιον αιώνα, ο Φίλιππος από τον Οπούντα τής Φθιώτιδος, Δ΄ π.Χ. αι., καθώς και ο Ηρακλείδης από την Ηράκλεια τού Πόντου, και ο Ελικών από την Κύζικο τής Μ. Ασίας, ομοίως τον Δ΄ αιώνα π.Χ., ο Αρίσταρχος από την Σάμο κατά τον Δ΄ προς Γ΄ π.Χ. αι., ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες τής Μεγ. Ελλάδας τον Γ΄ π.Χ. αι., όπως κι ο Κόνων απ' τη Σάμο, ο Ερατοσθένης, ο επονομαζόμενος "Πένταθλος", από την Κυρήνη τον τρίτο έως δεύτερο αι. π.Χ., ο Απολλώνιος από την Πέργη τής Παμφυλίας στη Μ. Ασία, Γ΄ προς Β΄ π.Χ. αιώνας, ο Ίππαρχος απ' τη Νίκαια τής Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, Β΄ π.Χ. αι., ο Σέλευκος από τη Σελεύκεια, Β΄ αι. π.Χ., ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια τής Συρίας, Β΄ προς Α΄ αι. π.Χ., την ίδια περίοδο και ο Υψικλής ο Αλεξανδρέας, και ο Γέμινος ο Ρόδιος, ο Σωσιγένης απ' την Αλεξάνδρεια τον πρώτο π.Χ. αι., ο Πτολεμαίος Κλαύδιος από την Πτολεμαΐδα ή από το Πηλούσιο τής Αιγύπτου τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός τον Δ΄ μ.Χ. αι., ο Θέων και η θυγατέρα του Υπατία, και οι δύο από την Αλεξάνδρεια κατά την μεταβατική από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο εποχή τού Δ΄ αιώνα μ.Χ., υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι προβίβασαν την ελληνική Αστρονομία σε υψηλά επίπεδα. Στα κείμενα τού Ορφέως υποδηλώνονται στοιχεία αστρονομικού και κοσμογονικού ενδιαφέροντος μαζί με κάποιες νύξεις ηλιοκεντρικού περιεχομένου. Στον Παλαμήδη αποδίδεται η διαίρεση τού χρόνου σε μήνες, ημέρες, και ώρες. Ο Θαλής ή ο Κένταυρος Χείρων ήταν ο κατασκευαστής τής ουράνιας σφαίρας, κάτι αντίστοιχο προς την υδρόγειο σφαίρα αλλά με απεικονίσεις ουρανίων αστερισμών. Αργότερα οι Εύδοξος, Αναξίμανδρος, Αρχιμήδης, Ίππαρχος, κ.ά. βελτίωσαν ή τροποποίησαν εκείνη την σφαίρα. Ο Φώκος ανακάλυψε τον αστερισμό τής Μικράς Άρκτου.
Κι ενώ στον ελληνικό κόσμο έλαβε χώρα τέτοιος οργασμός δημιουργίας και πνεύματος, δεκαπέντε έως είκοσι αιώνες αργότερα, τις αναφερθείσες θεωρίες τών Ελλήνων αστρονόμων τις έκλεψαν πάμπολλοι και πολυποίκιλοι Ευρωπαίοι όπως ο Πολωνός Nicolaus Copernicus [: "Mikolaj Kopernik" στα πολωνικά και "Κοπέρνικος" επί το ελληνικότερον], ο οποίος μελετούσε συστηματικά τα ελληνικά κείμενα και ήξερε αρχαία ελληνικά, ο Γερμανός Johannes Kepler, ο Ιταλός Galileo Galilei, κ.ά., και τις παρουσίασαν ως δικές τους. Και πληροφόρησαν την κοινή γνώμη ότι η Γη είναι πλανήτης και μάλιστα σφαιρικός, ο οποίος περιστρέφεται περί τον Ήλιο και περί τον άξονά του, κλπ, κλπ! Για τη σωστή άσκηση τής Αστρονομίας και την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, είχαν ιδρυθεί τα αστεροσκοπεία. Τέτοια υπήρχαν στη Μήλο, στον Ταΰγετο, στην Κνίδο και την Κύζικο τής Μικράς Ασίας, στην Αθήνα, στην Αλεξάνδρεια, στην Ρόδο, και αλλού. Τα όργανα που χρησιμοποιούντο στην Αστρονομία ήταν πολλά και με πολλές μορφές το καθένα: η διόπτρα, ο γνώμων, ο αστρολάβος, το ηλιοτρόπιο ή σκιάθηρο, οι κρίκοι [: ισημερινός και τροπικός], ο παραλλακτικός χάρακας, ο πόλος, το πλανησφαίριο, η πλινθίδα, η σκάφη, ο περίφημος "υπολογιστής τών Αντικυθήρων" [Φυσική - Μηχανική], και πολλά άλλα. Με τα όργανα εκείνα υπολογίζονταν το ύψος και οι θέσεις τών αστέρων, οι εκλειπτικές συντεταγμένες τους, το ύψος και η απόκλιση τού Ήλίου, η φαινομενική διάμετρος και οι συντεταγμένες Ηλίου και Σελήνης, το αζιμούθιο, η απόσταση τού Ηλίου από το ζενίθ κατά την μεσημβρία, οι γωνίες τις οποίες σχημάτιζαν οι ηλιακές ακτίνες με την κατακόρυφο τού τόπου, οι κινήσεις Γης, Ηλίου, και Σελήνης σε διάφορες φάσεις, κλπ.
Ενδείξεις από αναφορές σε αρχαία ελληνικά κείμενα μας λένε ότι κάποτε η Σελήνη δεν υπήρχε στον ουρανό. Και μάλιστα για να δηλώσουν την πανάρχαια εποχή που ιδρύθηκε η Λυκόσουρα, στην ορεινή Αρκαδία της Ελλάδας, η πρώτη πόλη που είδε το φως του ήλιου στη Γη, λένε ότι «ιδρύθηκε τότε που δεν υπήρχε Σελήνη στον Ουρανό». Γενικά τους αρχαίους Αρκάδες τους αποκαλούσαν «προσέληνους», επειδή υπήρξαν στην περιοχή αυτή πριν εμφανιστεί η Σελήνη στον ουρανό. «Προσέληνοι οι Αρκάδες και προσεληνίς το θηλυκόν», γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος. «Αι νύμφαι της Αρκαδίας απεκαλούντο και αυτές προσελήνιδες», αναφέρει το λεξικό του Ησυχίου Αλεξανδρέως. «Προσέληνοι Ηρόδοτος τους Αρκάδας ούτω λέγει, τουτέστιν αρχαίους προ της σελήνης», γράφει το λεξικό του Σουίδα. Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου: «Αρκάδες οι και πρόσθε σεληναίης υδέονται ζώειν, φηγόν έδοντες εν ούρεσιν...». Ο Απολλώνιος αναφέρεται σε μία εποχή στην οποία «δεν υπήρχαν όλες οι ουράνιες τροχιές», πριν από τη γενιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, δηλαδή πριν τον κατακλυσμό. Τότε που δεν υπήρχε Σελήνη, οι μόνοι άνθρωποι που υπήρχαν ήταν οι Πελασγοί οι οποίοι ζούσαν στα βουνά της Αρκαδίας. Ο Δημόκριτος και ο Αναξαγόρας δίδασκαν ότι υπήρξε εποχή όπου η Γη δεν είχε τη Σελήνη! Ευστάθιος, εκκλησιαστικός συγγραφέας και φιλόσοφος: «Δοκεί δε φασί, παλαιότατα έθνη Ελλήνων είναι τα Αρκαδικά, διό και προσέληνοι ελέγοντο οι Αρκάδες, όπερ, φασίν, Ίππυς ο Ρηγίνος πρώτον αυτούς εκάλεσε». Οβίδιος «... οι Αρκάδες κατείχαν τη χώρα τους πριν από τη γέννηση του Διός» και «το γένος τους είναι παλαιότερο από την Σελήνη». Ο Πλούταρχος που αφήνει υπόνοιες για πανάρχαια κατοίκηση της Σελήνης: «Διά τι τας εν τοις υποδήμασι σεληνίδας, οι διαφέρειν δοκούντες ευγένεια φορούσιν; πότερον, ως Κάστωρ φησί, σύμβολον έστι τούτο της λεγόμενης οικήσεως επί της σελήνης και ότι μετά την τελευτήν αύθις αι ψυχαί την σελήνην υπό πόδας έξουσιν, ή τοις παλαιοτάτοις τουθ' υπήρχε, εξαίρετον, ούτοι δ’ήσαν Αρκάδες των απ’ Ευάνδρου Προσελήνων λεγομένων».
Ο Αρίσταρχος έγραψε πολλές εργασίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν διασώθηκαν. Η θεωρία του όμως για τον Ηλιο ως κέντρο του Ηλιακού Συστήματος μαρτυρείται κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο από διάφορους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Αρχιμήδης1, ο Στοβαίος 2 και ο Πλούταρχος 3, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πατρότητά της. Εξάλλου ο Αρίσταρχος είναι ο εφευρέτης του σκαφίου, δηλαδή μιας μορφής ηλιακού ρολογιού, με το οποίο κατόρθωσε να προσδιορίσει τη στιγμή της αληθούς μεσημβρίας σε έναν τόπο (και να ορίσει γενικότερα την ώρα κατά τη διάρκεια μιας ηλιοφανούς ημέρας), το γεωγραφικό πλάτος του, την τιμή της λόξωσης της εκλειπτικής, την ημερήσια απόκλιση του Ηλιου και τις ημέρες των ισημεριών και ηλιοστασίων ενός έτους (του 281 π.Χ.). Μαζί με τον Ηρακλείδη τον Πόντιο (τον επονομαζόμενο και Ποντικό) θεωρείται από τους πρώτους που εξήγησαν την ημερήσια περιστροφή της ουράνιας σφαίρας ως αποτέλεσμα της αξονικής περιστροφής της Γης. Επίσης εξήγησε τη διαδοχή των εποχών ως αποτέλεσμα της κλίσεως του άξονα περιστροφής της Γης ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής. Είναι ο πρώτος έλληνας αστρονόμος που έδωσε την ακριβέστερη τιμή της φαινόμενης διαμέτρου του Ηλιου και της Σελήνης. Φαίνεται ότι είχε μια κάποια αντίληψη των πραγματικά μεγάλων αποστάσεων των αστέρων, έναν από τους οποίους θεωρούσε τον Ηλιο. Ο Αρίσταρχος περί το 288 ή 287 π.Χ. διεδέχθη τον Θεόφραστο στην θέση του αρχηγού της Περιπατητικής Σχολής, θέση που διατήρησε επί οκτώ έτη.Επιπλέον ο Αρίσταρχος επινόησε μια πολύ αξιόλογη μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών αποστάσεων του Ηλιου και της Σελήνης από τη Γη (με μονάδα μέτρησης των αποστάσεων τη διάμετρο της σεληνιακής τροχιάς). Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν 20 φορές μικρότερο του ακριβούς, χρησιμοποιήθηκε όμως επί αρκετές εκατονταετίες από τότε, η δε μέθοδος υπολογισμού αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος είχε την ικανότητα γεωμετρικής θεώρησης των ουράνιων φαινομένων. Ακόμη ο Αρίσταρχος επινόησε μια εξίσου σημαντική μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών διαστάσεων των τριών αυτών σωμάτων. Από τις γνωστές (και περίπου ίσες μεταξύ τους) φαινόμενες διαμέτρους του Ηλιου και της Σελήνης κατόρθωσε να υπολογίσει τις διαμέτρους των δύο σωμάτων (με μονάδα μέτρησης τη γήινη διάμετρο). Ισως η ανακάλυψη ότι η πραγματική διάμετρος του Ηλιου είναι εικοσαπλάσια της σεληνιακής διαμέτρου, σε συνδυασμό με το ότι η απόσταση του Ηλιου από τη Γη είναι εικοσαπλάσια της απόστασης της Σελήνης από τη Γη οδήγησε τον Αρίσταρχο στο συμπέρασμα ότι ο Ηλιος και όχι η Γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Η εισήγηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος μπορούσε να κρίνει με σαφήνεια και να εξηγήσει σωστά τα υπό παρατήρηση ουράνια φαινόμενα, χωρίς να επηρεάζεται από τις ­ επί αιώνες παραδεκτές αλλά εσφαλμένες ­ αντιλήψεις και δοξασίες των συγχρόνων του. Εξάλλου, η επινόηση και χρήση του σκαφίου αποδεικνύει ότι μπορούσε με επιτυχία όχι μόνο να λύνει θεωρητικά τα αστρονομικά προβλήματα αλλά και να εφευρίσκει και να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα όργανα, ήταν δηλαδή και ένας επιδέξιος παρατηρητής των ουράνιων φαινομένων. Ουσιαστικά ο Αρίσταρχος είναι ο πατέρας και θεμελιωτής της Αστρονομίας, με βάση τη λογική σκέψη και όχι τις θρησκευτικές δοξασίες. Η στιγμή της Αναγέννησης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Αρίσταρχος πρώτος εισηγήθηκε την αποδεκτή σήμερα ηλιοκεντρική θεωρία και θεμελίωσε την Αστρονομία πάνω στη λογική σκέψη, άποψη την οποία, δυστυχώς, μια μερίδα της διεθνούς αστρονομικής κοινότητας, είτε δικαιολογημένα από άγνοια είτε ακόμη και αδικαιολόγητα, δεν φαίνεται να συμμερίζεται απολύτως. Δυστυχώς για την ηλιοκεντρική θεωρία, θερμοί υποστηρικτές της γεωκεντρικής θεωρίας με εισηγητή τον επίσης Σάμιο Πυθαγόρα, ήταν επιστήμονες του κύρους ενός Αριστοτέλη, ενός Ιππάρχου ή ενός Πτολεμαίου... Συνεπώς, η επαναστατική ιδέα του Αρίσταρχου δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή. Περιέπεσε στη λήθη ­ χωρίς πάντως να ξεχασθεί εντελώς ­ ως την εποχή της Αναγέννησης, οπότε στα 1543, περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, δικαιώθηκε από τον διάσημο πολωνό αστρονόμο Nicolaus Copernicus. Αν και ο Κοπέρνικος απλώς ανέσυρε από την αφάνεια την ηλιοκεντρική θεωρία, επαναλαμβάνοντας έτσι τις ιδέες του Αρίσταρχου, εν τούτοις φέρεται σήμερα ως ο εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας, μάλιστα δε το δεκτό σήμερα ηλιοκεντρικό σύστημα εξακολουθεί να ονομάζεται διεθνώς «Κοπερνίκειο» και όχι «Αριστάρχειο», όπως θα έπρεπε.
Ο Αιθήρ κατά τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε την πρωταρχική, προϋπάρχουσα και δημιουργό δύναμη της ύλης και της Ζωής. Τη ζωοποιό ενέργεια εκπορευομένη εκ της ψυχής των πάντων! Έχει δωδεκαεδρική μορφή! Είναι η πηγή και η έδρα της ζωογόνας θερμότητας καθώς και ο πατέρας (ο δημιουργός δηλαδή) των Νεφών. Είναι αυτός που ζεσταίνει τη Γη και τις ψυχές των ανθρώπων. Αναφερόταν ως το άνω τμήμα του ουρανού (και ως επίθετο δήλωνε το ουράνιο) το καθαρό και διαυγές που φωταυγεί αλλά και μεταφέρει το φως! Είναι η πανάρχαια ενέργεια που “καίει” και φωταυγεί και βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς κινήσεως περιστροφικής σπειροειδούς κυκλικής! Ως αιθερικό, μεταφορικά, εννοούσαν το κομμάτι εκείνο το ιερό του πνεύματος των ανθρώπων, το τέλειο το θεϊκό το άριστο. Επίσης μας λένε ότι τα ουράνια σώματα “πλέουν” μέσα στα κύματα του αιθέρα και ότι ο αιθέρας είναι ουσιαστικά το δομικό υλικό τους. Οι Αρχαίοι συνδέουν την αίσθηση της όρασης με τον αιθέρα και ο Πλούταρχος μας λέει ότι εκ φύσεως (και όχι εξ άλλης αιτίας) ο αιθέρας κινείται σπειροειδώς. Σε αρκετά σημεία της γραμματείας αναφέρεται ότι ο αιθέρας σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες και ειδικότερα με τη βροχή, καθώς και με το κλίμα μιας περιοχής, καθώς και ότι η Γη περιβάλλεται από αιθερικό στρώμα κέλυφος.
Όπως φάνηκε και από την αρχαία ελληνική θεώρηση η περιγραφή του αιθέρα είναι όμοια της οργόνης του Βίλχελμ Ράιχ. Ουσιαστικά αναφέρονται στην ίδια και την αυτή ενέργεια με εκπληκτική ομοιότητα στην περιγραφή και τις ιδιότητές της. Ο ίδιος ο Ράιχ στις απόρρητες σημειώσεις του που ήρθαν στο φως το 2012 με το βιβλίο “Where’s the Truth?” σελ. 9, αναφέρει γεμάτος ενθουσιασμό ότι ανακάλυψε τον αιθέρα: “I have discovered the ether”. Για να προσθέσει αμέσως μετά ότι αυτή η ανακάλυψη θα του προκαλέσει πολύ μεγάλους μπελάδες. “This will cause me a terrible amount of trouble”. Κάποια στιγμή οι φυσικοί οι γιατροί, οι βιολόγοι, οι ψυχίατροι και γενικότερα, οι επιστήμονες που ασχολούνται με τη δημόσια υγεία ίσως ξεπεράσουν τις οικονομικές εξαρτήσεις και τις διανοητικές αγκυλώσεις τους και ξανά-ανακαλύψουν την αλήθεια. Τότε εξ’ ανάγκης θα παραδεχθούν τα λάθη τους. Η ανθρωπότητα βρίσκεται στην αυγή μιας νέας περιόδου. Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι και τα μέσα για να κάνει αυτό το άλμα από τον μηχανιστικό καπιταλιστικό κόσμο στο φυσικό και κοσμικό πολιτισμό. Και γιατί όχι, για ακόμη μία φορά, η αρχή μπορεί να γίνει από την πατρίδα μας! Η ελεύθερη ενέργεια είναι η ενέργεια του μέλλοντος και όπως όλα δείχνουν δεν θα αργήσει η εποχή που θα την κάνουμε όλοι κτήμα μας ώστε να διδαχθούμε και να θεραπευτούμε από αυτή.
Πηγή: http://www.mousaios.gr/ο-βίλχελμ-ράιχ-η-οργόνη-αιθήρ-και-οι-αρ/#l8
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=128754
http://e-stymfalia.gr/index.php/el/optikoakoustiko-yliko/dimosiefseis/226-oi-proselinoi-arkades-kai-i-latreia-tou-ermi
http://ellinon-pnevma.blogspot.gr/2010/07/blog-post_23.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σελήνη_(μυθολογία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ήλιος_(μυθολογία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αιθέρας_(ουσία)
 

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ[ΜΕΡΟΣ Β΄]


Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ
Β΄. μέρος
 ΓΡΑΦΕΙ Ο Δημήτριος Μάρκου
Εκτός από θεός του φωτός και της ακτινοβολίας, ο Ήλιος ήταν προστάτης των όρκων. Οι αρχαίοι Έλληνες πολύ ορκιζόντουσαν, και ο Ήλιος που γνώριζε τα πάντα- «Ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον»- ήταν ο καλύτερος εγγυητής του όρκου τους. Ο Προμηθέας στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, δεμένος στον βράχο με τις αλυσίδες, καλεί τον «παντεπόπτη κύκλο του Ήλιου» να έλθει μάρτυρας στους όρκους του. Στον “Οιδίποδα Επί Κολονώ” του Σοφοκλή, ο Κρέοντας οδηγεί έξω από το σπίτι τον γαμπρό του Οιδίποδα, ώστε «ο Ήλιος να μή δεί ένα τέτοιο άθλιο πλάσμα». Η Μήδεια στο έργο του Ευριπίδη, κάνει τον Αιγέα να ορκιστεί στην Γη και τον Ήλιο, πως θα την προστατέψει. Στα “Αργοναυτικά” του Απολλώνιου του Ρόδιου, η Μήδεια ορκίζεται στον Ήλιο και την Εκάτη.
Για επισφράγιση του όρκου πολλές φορές θυσίαζαν στον Ήλιο και μαζί στον βασιλιά των θεών, τον Δία.
[[ Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Εχάρηκα όπως άκουσα τον λόγον σου, Οδυσσέα,
τα είπες όλα ορθότατα και όπως τα θέλ’ η τάξις.
Αυτά θα ομώσω πρόθυμος, ως και η ψυχή μου θέλει.
Ουδέ θα γίνω επίορκος εμπρός των αθανάτων.
Και απ’ την ορμήν ας κρατηθεί της μάχης ο Πηλείδης
και όλοι εδώ μείνετε μαζί, όσο τα δώρα να’λθουν
απ’ την σκηνήν και κάμωμε των όρκων την θυσίαν.
Και εις σε τον ίδιον τούτο εγώ να κάμεις παραγγέλλω.
Διάλεξε των Παναχαιών τα πρώτα παλικάρια,
τα δώρα όσα ετάξαμεν εχθές στον Αχιλλέα
απ’ την σκηνήν μου φέρετε, και αντάμα τες γυναίκες.
Κι έτοιμον ο Ταλθύβιος απ’ το στρατόπεδόν μας
χοίρον ας έχει να σφαγεί στον Ήλιον και στον Δία.».]] (Όμηρος, Ιλιάδα, Ν΄, 184-197)
Ή αλλού:
[[ Πρόβατο φέρτε ολόασπρο και προβατίνα μαύρη,
του Ήλιου και της Γης, κι' εμείς ένα άλλο (να θυσιάσουμε) για το Δία.]]
Θεωρώντας οι πρόγονοί μας τον Ήλιο «παντεπόπτη», πίστευαν πως είναι ο ακηλίδωτος, ο αγνός θεός, το μάτι της δικαιοσύνης. Δεν ήταν μόνον η ζωογόνος δύναμη και δίνει και παίρνει τη ζωή, αλλά και η δύναμη που καθαρίζει ηθικά, που ενεργεί ιαματικά και σαν γιατρός είναι υπεύθυνη για την όραση. Αναγνώριζαν στον Ήλιο την ιδιότητα του σωτήρα της ανθρώπινης ζωής και της ευτυχίας, τον επόπτη και ρυθμιστή της τάξης στον ανθρώπινο βίο. Έτσι, τον θεωρούσαν πατέρα του Χρόνου και των Εποχών.
Δίκαια, λοιπόν τον υμνούσαν με πολλούς ύμνους, όπως ο παρακάτω:
[[ Άκουσε, μακάριε, πού έχεις μάτι αιώνιον και βλέπει τα πάντα• συ ό Τιτάν πού λάμπεις ωσάν χρυσός, πού βαδίζεις υψηλά, και είσαι το επουράνιον φώς. Σύ είσαι αφ’ εαυτού γεννημένος, ακαταπόνητος, των ζώων γλυκύ θέαμα και είσαι της μεν αυγής ο δεξιός γεννήτωρ της δε νυκτός ο αριστερός• συνενώνεις τις εποχές χορεύοντας (κινούμενος κυκλικώς) με τέσσερα πόδια (ό δημιουργός των τεσσάρων εποχών του έτους), είσαι ταχύς, ορμητικός, πύρινος, με χαρωπόν βλέμμα, διφρηλάτης. και διέρχεσαι την όδόν του απέραντου ρόμβου με περιστροφικάς κινήσεις• καθοδηγείς τους ευσεβείς ανθρώπους εις τας καλάς πράξεις και εις τους ασεβείς επιδεικνύεις δυσμένειαν• συ έχεις χρυσήν λύραν και διανύεις τον άρμονικόν δρόμον του κόσμου, επισημαίνεις τα καλά έργα, συ είσαι ό νέος που τρέφεις τάς έποχάς. Είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου, ό αυλητής, διατρέχεις δια του πυρός και περιστρέφεσαι κυκλικώς, φέρεις το φως εμφανίζεσαι με ποικίλες μορφές, φέρεις την ζωήν, είσαι καρποφόρος, ώ Παιάν αειθαλής, αμόλυντος, πατήρ του χρόνου.
Αθάνατε Ζευ, καθαρός και λαμπερός σε όλους, είσαι το κυκλικώς περιφερόμενον μάτι
του κόσμου, πού σβήνει και λάμπει με ωραίες φωτεινές ακτίνες• δεικνύεις την δικαιοσύνη,
αγαπάς το νερό. είσαι ό δεσπότης (ό κύριος) του κόσμου, ο φύλαξ της αληθείας,
ο αιώνιος υπέρτατος, ό βοηθός εις όλους, είσαι ό οφθαλμός της δικαιοσύνης,
το φως της ζωής• ώ συ, πού οδηγείς τους ίππους, και κατευθύνεις με λιγυρό
μαστίγιο τέθριππον (με τέσσερα άλογα) άρμα, άκουσε τους λόγους μου και φανέρωσε
εις τους μεμυημένους γλυκεία και ευχάριστη ζωή. ]] (Ορφικός Ύμνος)
Στη Γιγαντομαχία ο Ήλιος τάχτηκε με τους Ολύμπιους θεούς. Σε κάποια φάση πήρε πάνω στο άρμα του τον καταβεβλημένο από την άγρια μάχη Ήφαιστο. Αυτό ο κουτσοπόδαρος τεχνίτης θεός ποτέ δεν το ξέχασε και του ‘φτιαξε νέο περίτεχνο άρμα, καθώς και λαμπρό παλάτι για να ξεκουράζεται. Το ίδιο έκανε και στον Αιήτη, τον γιο του Ήλιου.
Στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας ο Δίας έδωσε εντολή στον Ήλιο να καθυστερήσει την εμφάνισή του στον ουρανό, για προφτάσει ο Ηρακλής να βρει το μαγικό βοτάνι, που θα τον έκανε άτρωτο απέναντι στους Γίγαντες. Μια ακόμη φορά ξέφυγε από το καθιερωμένο ωράριό του. Τότε ήταν η ρήγισσα Ήρα, που του ‘δωσε την εντολή να βασιλέψει νωρίτερα για να τερματιστεί η μάχη ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες. Ακόμη μια φορά ο ρήγας Δίας του ζήτησε να ξεφύγει από την καθιερωμένη ανατολή του. Τότε ο βασιλοθεός επιθυμούσε να κερδίσει κάποιο στοίχημα ο Ατρέας και να πάρει το θρόνο από τον Θυέστη, τον αδερφό του.
Ως γυναίκα του Ήλιου κάποιοι αναφέρουν τη Σελήνη, ενώ κάποιοι άλλοι την Ωκεανίδα Πέρση ή Περσηίδα. Με την Περσηίδα απόκτησε τον Αιήτη, τον πατέρα της Μήδειας, και τη μάγισσα Κίρκη. Άλλοι, πάλι, λένε πως με την Περσηίδα απόκτησε μόνο γιούς, τον Πέρση και τον Αιήτη.
Στην οδύσσεια του Ομήρου διαβάζουμε να λέει ο Οδυσσέας:
[[Στης Αίας πάμε το νησί που κατοικούσε η Κίρκη,
θεά μεγάλη, φοβερή, που σα θνητή λαλούσε,
κι ήταν ομόσπλαχνη αδελφή του δολοπλέχτη Αιήτη.
Είχαν το θνητοφωτιστή πατέρα τους τον Ήλιο,
κι είχαν την Πέρση μάνα τους, του Ωκεανού την κόρη.]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 135- 139)
Ένας μεγάλος έρωτας του θεού υπήρξε η Ωκεανίδα Κλυτίη. Τότε η θεά Αφροδίτη για να πάρει εκδίκηση, που ο Ήλιος φανέρωσε στον κουτσοπόδαρο Ήφαιστο- τον νόμιμο άντρα της- τον παράνομο έρωτά της με τον Άρη, έκανε τον Ήλιο να ερωτευθεί την Λευκοθόη, την κόρη του Όρχαμου και της Ευρυνόμης. Την ερωτεύθηκε τόσο πολύ που αμελούσε τα καθήκοντά του. Κάθε μέρα καθυστερούσε στη διαδρομή του, πάνω στον ουρανό, για να κοιτάζει τη Λευκοθόη, την οποία πλησίαζε, παίρνοντας τη μορφή της μητέρας της. Θύμωσε η παραμελημένη Κλυτίη για τα καμώματα του Ήλιοι, και φανέρωσε το μυστικό στον πατέρα της ανυποψίαστης κόρης. Ο Όρχαμος τότε έπιασε και ζωντανή έθαψε την άμοιρη Λευκοθόη. Δεν μπόρεσε ο Θεός να σώσει την αγαπημένη του γιατί στη Μοίρα δεν μπορούν ούτε οι τρανότεροι θεοί να εναντιωθούν. Μόνο άλειψε το σώμα της με αμβροσία και είπε: «θα φτάσεις ως τον ουρανό». Το νεκρό σώμα άπλωσε ρίζες κι έγινε μυροφόρος θάμνος, που δίνει το λιβάνι. Σαν καίγεται το θυμίαμα φτάνει ψηλά στον ουρανό. Μια παραλλαγή του μύθου μας λέει πως η κόρη έγινε ο θάμνος δεντρολίβανο.
Μετά τον τραγικό χαμό της κόρης του Όρχαμου, η Κλυτίη δεν ξανακέρδισε την έρωτα του Ήλιου, παρά την καταφρόνια του. Έλιωνε από τον καημό κι ούτε έτρωγε, ούτε κι έπινε. Μετά από ασιτία εννέα ημερών, έβγαλε ρίζες και φύλλωμα και μεταμορφώθηκε σε ηλιοτρόπιο. Από τότε το πρόσωπό της- το άνθος του ηλιοτρόπιου- ακολουθεί την πορεία του μεγάλου έρωτά της, του Ήλιου.
Αυτήν την ωραία ιστορία θα παρακολουθήσουμε μέσα από τους στίχους του λατίνου ποιητή της αρχαιότητας, του Οβίδιου, όπως την εξιστορεί στις “Μεταμορφώσεις” του:
[[ Αγαπάς μόνη αυτή, και ούτε η Κλυμένη, ούτε η Ρόδος
σε κρατεί, ούτε της Αιαίας Κίρκης η πανωραία μάνα,
ούτε η Κλυτία, που, αν και ήταν σε καταφρόνια, μ’ εσέ μαζί
ζητούσε να κοιμάται, και πληγμένη εκείνον τον χρόνο ήταν βαριά.
Η Λευκοθόη σε έχει κάνει να λησμονήσεις εσύ πολλά·
Γέννησε τούτην η Ευρυνόμη, η πιο ωραία από το γένος
το ευωδιασμένο· όταν η κόρη μεγάλωσε όμως ξεπερνούσε
σ’ όψη τη μάνα, όσο η μάνα ξεπερνούσε όλες τις άλλες.
Ο Όρχαμος ήταν πατέρας τούτης σ’ Αχαιμενίδες πόλεις ρήγας·
έβδομος απαριθμείται τούτος από του Βήλου το αρχαίο γένος.
Τα άλογα του Ήλιου έχουν τις βοσκές κάτω από της Εσπερίας το κλίμα·
αντί για χλόη αμβροσία τρώγουν, που τα κουρασμένα μέλη
τρέφει από τον κόπο της καθεμιάς μέρας και για νέο μόχθο ανανεώνει.
Κι ενώ την ουράνια βοσκή τ’ άλογα πέρα εκεί καρπούνται
κι η νύχτα το ιδικό της μέρος κάνει, τότε μπαίνει ο θεός
στην ερωτική την κάμαρά της, αφού της Ευρυνόμης την όψη πήρε,
της μάνας· ανάμεσα σε δώδεκα δούλες βλέπει στο φως
τη Λευκοθέη, να στρίβει το αδράχτι και λεπτό νήμα να γνέθει.
Πολλά φιλιά της έδωσε, όπως η μάνα σ’ αγαπημένη κόρη, και ύστερα
στις δούλες είπε: « Ένα μυστικό στην κόρη μου έχω να πω, γι’ αυτό κοπέλες
αποσυρθείτε, να μη στερήσετε από τη μάνα το δικαίωνα
να λέει στη θυγατέρα της τα μυστικά της.»
Πείστηκαν εκείνες· κι ως χωρίς μαρτύρους έμεινε στη κάμαρη της κόρης,
της είπε ο θεός: «Είμαι εκείνος, όπου το μακρύ το έτος μετράω,
που όλα τα βλέπω, που από μένα η γη τα πάντα θωρεί, το μάτι
όλου του κόσμου· πίστεψε, πολύ μ’ αρέσεις.» Σαστίζει από φόβο εκείνη
και ως χαλαρώσαν τα δάχτυλά της, της έπεσαν ρόκα κι αδράχτι.
Σ’ αυτή ταίριαζε ο φόβος· εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο
Την αληθινή του όψη πήρε και ση συνηθισμένη του λαμπρότητα·
Και η παρθένα, που από την αιφνίδια θεία θωριά του εξεπλάγη,
νικημένη από τη λάμψη του, εκούσια υποτάχθηκε στην ερωτική αγκάλη.
Ζήλεψε τότε η Κλυτία- γιατί σ’ εκείνη του Ήλιου ο έρωτας
ήταν μεγάλος- κι ερεθισμένη από της ερωμένης το θυμό
την απιστία σ’ όλους μαρτύρησε και στο γονιό της τη δυσφήμησε
καθώς το φανερώνει· εκείνος καθώς ήταν απηνής κι άγριος- παρ’ ότι
τον παρακαλούσε υψώνοντας τα δυο της χέρια στο φως τοη Ήλιου, του είπε
«εκείνος δική του μ’ έκανε χωρίς να θέλω»- τη ρίχνει μέσα στης γης τα βάθη
χωρίς να νιώσει λύπηση και πάνω στο κορμί της μάζεψε σωρό βαριάς άμμου.
Του Υπερίονα ο γιος τούτη με τις ακτίνες του σκορπά, και δρόμο δίνει,
απ’ όπου μπορείς στο φως να φέρεις το πρόσωπο απ’ το βάθος του τάφου.
Όμως, εσύ δεν ημπορούσες από το βάρος της άμμου το εξαντλημένο κεφάλι
να σηκώσεις, και άψυχο το σώμα σου κειτόταν, νύφη.
Ο ηνίοχος των φτερωτών αλόγων, λένε, οικτρότερο θέαμα από ‘κεινο
δεν είδε άλλο, μετά από τη φωτιά τη Φαεθόντεια.
Να ξαναφέρει στη ζωή εκείνος πασχίζει ζεσταίνοντας τα μέλη τα ψυχρά,
αν ημπορούσε, με τις δυνάμεις που ‘χουν οι ζωογόνες ακτίνες του·
κι επειδή σε τέτοιες πράξεις η μοίρα πάντα εναντιούται,
ράντισε τότε ο ίδιος σώμα και τόπο με μυρωμένο νέκταρ
και πριν πολύ θρηνήσει, είπε: «Στον αιθέρα όμως θ’ ανέβεις».
Και το ποτισμένο σώμα με το ουράνιο θεϊκό το νέκταρ, αμέσως
έλειωσε κι από τη γη τότε βρέχει με τη δική του ευωδία·
και μέσα στους βώλους άπλωσε ήσυχα ρίζες κι ένα βλαστάρι
υψώθηκε από λιβάνι κι η κορυφή του το χώμα σχίζει.
Δεν ξανάρθε ο φωτοπλάστης πλέον στην Κλυτία, αν και να συγχωρήσει
ο έρωτας τη λύπη ημπορούσε, καθώς και την αγγελία η λύπη,
κι έπαψε πλέον τον έρωτα που ‘χε για κείνη.
Από έρωτα φρενήρη για εκείνον έλιωνε η ίδια·
μακριά απ’ τις νύμφες κάθεται μέρα και νύχτα από τον αιθέρα κάτω
στο χώμα γυμνή κι άθλια, μ’ ακάλυπτη την κεφαλή και ξέπλεκα τα μαλλιά της,
χωρίς καθόλου ν’ αγγίξει φαγητό ή και νερό για εννιά μέρες·
την ασιτία έτρεφε με δάκρυα μόνο και με δροσούλα·
στη γη κάτω διόλου δεν εκινιόταν· εθώρει μόνο την όψη του θεού
που πορευόταν και προς εκείνον τούτη έστρεφε το πρόσωπό της.
Λένε πως στη γη ριζώσαν τα μέλη της, και η χλωρή ωχρή χλωμάδα της
πιάνοντας μέρος του χρώματός της το έχει άναιμη χλόη κάνει·
κόκκινο είναι ένα μέρος της, και όμοιο με ίο άνθος καλύπτει το πρόσωπό της·
εκείνη, αν κι από τις ρίζες της κρατιέται, προς τον δικό της
τον Ήλιο πάντα στρέφει με την ίδια αγάπη, αν κι αλλαγμένη σε φυτό. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. IV, 204 -270)
Άλλη αγαπημένη του θεού Ήλιου ήταν η Κλυμένη, θυγατέρα της Τηθύος και σύζυγος του μέροπα, που βασίλευε στη χώρα των Αιθιόπων. Καρπός αυτουνού του έρωτα ο Φαέθοντας, που σαν μεγάλωσε και αμφισβητούσαν τη θεία καταγωγή του, ζήτησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του, για να του αποδείξει πως ήταν γιος του. Ο Ήλιος για να τον βεβαιώσει πως ήταν γιος του είχε ορκιστεί στα ιερά νερά της Στύγας, πως θα του έκανε ό,τι κι αν του ζητούσε. Έτσι δεσμευμένος με μεγάλο όρκο, δεν μπορούσε να μην τον τηρήσει. Τα θεία άλογα σαν κατάλαβαν πως ο αρματηλάτης δεν ήταν τ’ αφεντικό τους, ξέφυγαν από την καθορισμένη πορεία τους προκαλώντας πολλές καταστροφές στη γη. Έτσι αναγκάστηκε ο βασιλιάς του κόσμου, ο βροντόχαρος Δίας, να εξαπολύσει έναν κεραυνό και να σκοτώσει τον αδέξιο ηνίοχο, βυθίζοντας σε πένθος τον πατέρα του Ήλιο, ο οποίος ήταν η αιτία του θανάτου του. (Γι’ αυτόν τον μύθο αναφέρουμε εκτενώς στο παράρτημα… )
Μα πάνω απ’ όλες τις γυναίκες, ο Ήλιος φαίνεται ν’ αγάπησε πιο πολύ τη Ρόδο, που ‘ταν κόρη της Αμφιτρίτης ή της Αφροδίτης. Ο Πίνδαρος μας αναφέρει πως η Ρόδος ήταν θυγατέρα της Αφροδίτης:
[[ Τώρα κι εγώ κατέβηκα με φόρμιγγα και αυλούς
και με τον Διαγόρα αντάμα, τη θαλασσινή
της Αφροδίτης κόρη υμνώντας,
τη Ρόδο, του Ήλιου τη νύφη]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 13-14)
Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, όταν ο Δίας αποφάσισε να μοιράσει τη Γη στους Θεούς του Ολύμπου, μετά τη νίκη τους στη Γιγαντομαχία, ο Θεός Ήλιος έλειπε σε ένα από τα καθημερινά του ταξίδια που έκανε πάνω από τη Γη για να τη φωτίζει τη όλη. Έτσι, οι υπόλοιποι Θεοί του Ολύμπου, τον ξέχασαν και δεν του έβγαλαν κλήρο. Όταν γύρισε από το ταξίδι του και το αντιλήφθηκαν, ο Δίας θέλησε να ξανά κάνει από την αρχή τη μοιρασιά της Γης, για να μη μείνει αδικημένος ο Ήλιος. Εκείνος όμως δεν το επέτρεψε, διότι έβλεπε να αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας ένα κομμάτι γης. Τότε ζήτησε από το Δία, η χώρα που θα αναδυόταν από τη θάλασσα, όταν εκείνος θα ανέτελλε το επόμενο πρωί θα ήταν δικιά του. Έτσι ο Δίας, κάλεσε τη Λάχεση να δώσει όρκο, πως αυτή η χώρα θα ήταν κλήρος του Θεού Ήλιου.
Πράγματι αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ένα όμορφο νησί, το οποίο δόθηκε στο Θεό Ήλιο. Στο νησί αυτό, πήγε και κατοίκησε με την αγαπημένη του, την Νύμφη Ρόδο, και το νησί πήρε το όνομα της αγαπημένης του. Εκεί απόκτησαν εφτά σοφούς γιους: τον Όχιμο, τον Κέρκαφο, τον Μάκαρο, τον Ακτίονα, τον Τενάγη, τον Τριόπα, τον Κάνδαλο και μια κόρη, την Ηλεκτρυώνη.. Ένας από αυτούς, ο Κέρκαφος, έκανε τρεις άλλους γιους: τον Ιαλυσό, τον Κάμειρο και τον Λίνδο, στους οποίους μοίρασε το νησί σε τρία ίσα μέρη, όπου στη γη τους έχτισαν τις τρεις μεγάλες πόλεις στο νησί της Ρόδου, που πήραν και το όνομά τους.
Για όλα αυτά ο Πίνδαρος έχει γράψει:
[[ Κι όπως πολλές το ανιστορούν ανθρώπων
διηγήσεις, όταν ο Δίας
κι οι αθάνατοι μοιράζονταν τη γη,
ακόμα η Ρόδος δεν φαινόταν στο κύμα του πελάγου,
γιατ᾽ ήταν στ᾽ αρμυρά βάθη το νησί κρυμμένο.
Αλλά του Ηλίου που έλειπε λαχνό δεν όρισε κανείς,
κι έτσι άκληρο από μερίδιο γης αφήσαν
τον αγνό θεό.
Το θύμισε στον Δία που θέλησε
τη μοιρασιά να ξαναρχίσει. Όμως εκείνος τον εμπόδισε, γιατί
έβλεπε, όπως είπε, απ᾽ τον βυθό της
γκρίζας θάλασσας μια γη να ξεπροβάλλει
πολύβοσκη για τους ανθρώπους και φιλική για τα κοπάδια.
Πρόσταξ᾽ ευθύς τη Λάχεση τη χρυσομαντηλούσα
τα χέρια της να υψώσει και τον μέγα όρκο των θεών
να μην τον παραβεί
και με τον γιο του Κρόνου να κατανεύσει
πως, άμα αυτή η γη στον φωτεινό προβάλλει αιθέρα,
για πάντα πια δικό του γέρας
θα ᾽ναι. Και η ουσία των λόγων του
βγήκε αληθινή. Να, το νησί ξεπρόβαλε
μέσ᾽ απ᾽ το υγρό το κύμα,
και το ᾽χει πια ο πατέρας που γεννά τις αιχμηρές ακτίνες,
των πυρίπνοων ο αφέντης αλόγων.
Εκεί μια μέρα έσμιξε με τη Ρόδο και μαζί της γέννησε
εφτά γιους, που κληρονόμησαν τους πιο σοφούς
στοχασμούς μες στους ανθρώπους του παλιού καιρού.
Κι απ᾽ αυτούς ένας είχε γιο του τον Κάμειρο,
τον Ιάλυσο τον πρωτότοκο
και τον Λίνδο. Στα τρία μοιράστηκαν
την πατρική τη χώρα κι έχει ο καθείς ξεχωριστά το μερτικό
της γης του και οι πόλεις πήραν από κείνους τ᾽ όνομά τους.]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 54-75)
Στη Ρόδο τιμούσαν τον θεό Ήλιο και πραγματοποιούσαν κάθε 4 χρόνια εντυπωσιακές γιορτές προς τιμήν του, στις οποίες συμπεριλάμβαναν αρματοδρομίες και αθλητικούς αγώνες. Κάθε χρόνο οι Ρόδιοι έριχναν στην θάλασσα ένα στολισμένο τέθριππο. Ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, που δημιουργήθηκε το 284 π.Χ, ήταν η εικόνα του Θεού Ήλιου. Ο Πλίνιος αναφέρει πως ήταν 105 πόδια ψηλός και πως ένα από τα δάκτυλά του ήταν μεγαλύτερο. Κατέρρευσε μετά από σεισμό, 66 χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Συναντάμε περιορισμένη άμεση λατρεία του Ήλιου στην Αρχαία Ελλάδα, αν και υπάρχουν ίχνη αρχαιότερων τελετών. Ο Πλάτωνας λέει πως οι πρώτοι Έλληνες υπάκουαν στον ανατέλλοντα και δύοντα Ήλιο. Ο Παυσανίας, στην "Περιήγησή" του, αναφέρει αρκετούς βωμούς αφιερωμένους στον Ήλιο, κυρίως σε απομονωμένες περιοχές. Αλλά το κέντρο της λατρείας του στην ηπειρωτική Ελλάδα, βρισκόταν στην Κόρινθο που ονομαζόταν και Ηλιούπολις. Στην αγορά της Κορίνθου υπήρχαν προπύλαια πάνω στα οποία υψώνονταν δύο άρματα επίχρυσα, με τον Φαέθοντα, τον γιό του Ήλιου πάνω στο ένα και τον ίδιο τον Ήλιο, στο άλλο (Παυσανίας, ΙΙ 3,2).
Στην Κρήτη, ο Ήλιος λατρεύτηκε με την μορφή ταύρου. Ο μύθος εξάλλου της Πασιφάης, της κόρης του Ήλιου, που ερωτεύεται έναν ταύρο, ανάγεται σε μια παλιά αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο ηλιακός Θεός με την μορφή ταύρου και η Θεά της Σελήνης με τη μορφή αγελάδας ενώθηκαν σε ιερό γάμο.
Βρίσκουμε στους "Νόμους" του Πλάτωνα τον Σωκράτη να προσεύχεται στον ανατέλλοντα Ήλιο.
Στη Θρινακία- κατ’ άλλους στην Τρινακρία- που όπως έλεγαν βρισκόταν κοντά στη Σικελία, βρίσκονταν τα κοπάδια του Ήλιου, τα οποία φύλαγαν οι Ηλιάδες κόρες, η Λαμπετίη και η Φαέθουσα, που τις είχε γεννήσει η η Νέαιρα, άλλη αγαπημένη του θεού. Η πρώτη κόρη φρόντιζε τα βόδια και η δεύτερη τα πρόβατα. Κάθε είδος είχε εφτά κοπάδια και σε κάθε κοπάδι υπήρχαν πενήντα ζώα. Σ’ αυτά τα κοπάδια έπρεπε να μείνει σταθερός ο αριθμός, μήτε να αυξηθεί, αλλά και μήτε να ελαττωθεί. ( 7x 50= 350, αναγόμαστε το έτος, που ημερολογιακά έπρεπε να είναι σταθερό). Όποιος τα πείραξε, τον περίμενε μεγάλη τιμωρία. Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μην πειράξουν τα κοπάδια του πατέρα της, του Ήλιου:
[[ Στης Θρινακίας το νησί θα φθάσεις, όπου βόσκουν
βόδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία·
βοδιών επτά κοπές, αρνιών επτά, κι έχει πενήντα
κάθε κοπή· και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν·
δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
τες γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
και εις το νησί τες έβαλε να ζουν της Θρινακίας,
τα πατρικά τους πρόβατα και βόδια να φυλάγουν.
και αν δεν τα εγγίζεις κι εννοιασθείς για την επιστροφή σου,
τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη·
αλλ' αν τα βλάψεις, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
και εις τους συντρόφους· και αν σωθείς μόνος εσύ, θα φθάσεις
αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος». ]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 127- 141)
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, όμως, παράκουσαν τις εντολές του, έσφαξαν από τα βόδια του και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν. Δεν τους τιμώρησε ο ίδιος ο θεός. Αλλά παραπονέθηκε στον Δία και τον πνιγμό τους τον προκάλεσε ο συννεφοσυνάχτης Δίας. Μας αναφέρει ο Όμηρος:
[[ Κι έτρεξε ευτύς η Λαμπετώ, με το συρτό φουστάνι,
μαντατοφόρα γλήγορη, στον Ήλιο να μηνύσει
πως του 'σφαξαν τα βόδια του· κι ο Ήλιος θυμωμένος
τους αθανάτους φώναξε και τους παρακαλούσε·
«Δία πατέρα, κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
πλερώστε εσείς τους άσεβους συντρόφους του Δυσσέα,
που τα γελάδια μου 'σφαξαν, που με χαρά θωρούσα
στον ουρανό όταν πήγαινα τον αστροστολισμένο,
και πίσω πάλε όταν στη γης γυρνούσα απ' τα ουράνια.
Και των βοδιών την πλερωμή, που πρέπει, αν δε μου δώσουν
θα πάω στον Άδη να χωθώ και στους νεκρούς να φέγγω».
Κι ο Δίας τότε απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης·
«Ήλιε μου, λάμπε στους θεούς και στους θνητούς στον κόσμο,
κι εγώ μ' αστροπελέκι μου - στο τάζω - φλογισμένο
να σπάσω το καράβι τους στη μέση του πελάγου».]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 374- 387)
Ο Ήλιος είναι ο κατ' εξοχὴν θεός της όρασης. Και εξ αιτίας του φωτός που παρέχει ο Ήλιος είναι εφικτή η όραση. Σύμφωνα με τν Πλάτωνα, το κυριότερο όργανο του ανθρώπου είναι οι οφθαλμοί του, που ονομάζονται φωσφόροι. Το ανόθευτο πυρ της ψυχής είναι ομοειδές με το ηλιακό φως και ρέει από τους οφθαλμούς λείο και πυκνό. Καθώς το ρεύμα της όρασης ρέει προς τα έξω, συνενώνεται με το ομοειδές του ηλιακό φως, δημιουργώντας ένα ομογενές πεδίον, που είναι οικείο στην ευθεία των οφθαλμών.
Όλοι οι μύστες τον τίμησαν και κάποιοι έγραψαν θαυμάσιους ύμνους για τον Ήλιο:
[[ Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοητικού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, εισάκουσέ με,
χορηγέ του φωτός, βασιλέα, που ο ίδιος κρατάς το κλειδί της ζωογόνας πηγής και διοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους Κόσμους της ύλης.
Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ, που βρίσκεσαι στην υπέρ του αιθέρος μεσαία έδρα και κατέχεις τον ολοφώτεινο δίσκο, την καρδιά του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με τη δική σου πρόνοια που διεγείρει τον νου…
Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους αιώνιους πυρσούς σου, στέλνουν με τους αδιάκοπους και ακούραστους χορούς τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε ολόκληρη η πλάση σύμφωνα με την τάξη των Ωρών.
Ο ορυμαγδός των ιόντων συγκρούονταν μεταξύ τους σταμάτησε μόλις εμφανίστηκες από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. Και ξανακλώθουν πάλι το νήμα της άφευκτης ανάγκης, όταν θελήσεις.
Γιατί ολόγυρα κυβερνάς, ολόγυρα βασιλεύεις με ισχύ. Από τη δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλιάς του τραγουδιού που υπακούει στο θείο, ο Φοίβος. Ψάλλοντας θεόπνευστα τραγούδια με τη συνοδεία της κιθάρας ησυχάζει το μεγάλο κύμα της βαριόηχης πλάσης.
Από τον δικό σου σωτήριο θίασο ξεπήδησε ο γλοικόδωρος Παιάνας και επέβαλε στον πλατύ κόσμο τη δική του υγεία, γεμίζοντας τον με άφθαρτη αρμονία. Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου.
Άλλοι πάλι στα τραγούδια σε εξυμνούν ως βακχικό Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης και άλλοι ως όμορφο Άδωνη.
Φοβούνται την απειλή του γοργού μαστιγίου σου οι αγριόψυχοι δαίμονες που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δύστυχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο της βαριόηχης ζωής να υποφέρουν πεσμένες στα δεσμά του σώματος και έτσι να ξεχάσουν την ολοφώτεινη αυλή του υψηλού πατέρα.
Εσύ όμως, άριστε των θεών, στεφανωμένε με πυρ, όλβιε δαίμονα, εικόνα του θεού που γέννησε τα πάντα, ανυψωτή των ψυχών, εισάκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία.
Δέξου την πολυδακρισμένη ικεσία, σώσε με από τις ολέθριες κηλίδες, φύλαγε με μακριά από τις Ποινές καταπραΰνοντας το γρήγορο μάτι της Δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.
Με σωτήρια βοήθειά σου ας χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου το αλεξίκακο αγνό φως, διαλύοντας τη φαρμακερή ομίχλη που καταστρέφει τους θνητούς.
Χάρισε ακόμα την ακεραιότητα και την υγεία με τα λαμπρά της δώρα στο σώμα μου και οδήγησέ με στη δόξα, ώστε σύμφωνα με τους θεσμούς των προγόνων να καλλιεργώ τα δώρα των ωριοπλόκαμων Μουσών.
Και δώσε μου, άναξ, αν θες, αδιατάρακτη ευτυχία για την λατρευτή ευσέβεια μου. Όλα μπορείς να τα κάνεις εύκολα.Γιατί έχεις ισχυρή και άπειρη δύναμη. Κι αν μας απειλεί κανένα κακό προερχόμενο από την άτρακτο της Μοίρας που περιστρέφεται ελικοειδώς κάτω από τα νήματα που κινούνται από τα άστρα, διώχνε το εσύ με τη μεγάλη φεγγοβολή σου. ]] (Πρόκλος, Ύμνος στον Ήλιο)
Αργότερα ο Ήλιος ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί υπάρχει μία σημαντική διάκριση μεταξύ τους. Ο Ήλιος είναι το «αισθητόν ον» και αποτελεί αντανάκλαση του νοητού θεού Απόλλωνα και των Ιδεών του επί του αισθητού πεδίου. Έτσι δεν είναι ορθό να θεωρούμε ότι ταυτίζονται, αλλ’ ότι ο Ήλιος προέρχεται από τον Απόλλωνα και πως αποτελεί μία από τις ελλόγιμες εκφράσεις του θεού. Συνεπώς ο Ήλιος είναι ο ορατός θεός ενώ ο Απόλλωνας είναι ο νοητός, ο οποίος είναι το αίτιο και αρχή του ορατού. Μεταφυσικά, η ύπαρξη του Ήλιου οφείλεται στον Απόλλωνα, ενώ η ύπαρξη του Απόλλωνα δεν οφείλεται στον Ήλιο, αλλά είναι αυθύπαρκτος και απορρέει από τον εαυτό του. Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα στον Ήλιο με το ακόλουθο απόσπασμα:
[[ ὅθεν οἱ μὲν πολλοὶ τῶν
προγενεστέρων ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἡγοῦντο θεὸν Ἀπόλλωνα
καὶ ἥλιον• οἱ δὲ τὴν καλὴν καὶ σοφὴν ἐπιστάμενοι
καὶ τιμῶντες ἀναλογίαν, ὅπερ σῶμα πρὸς ψυχὴν ὄψις δὲ
πρὸς νοῦν φῶς δὲ πρὸς ἀλήθειάν ἐστι, τοῦτο τὴν ἡλίου
δύναμιν εἴκαζον εἶναι πρὸς τὴν Ἀπόλλωνος φύσιν, ἔκγονον
ἐκείνου καὶ τόκον ὄντος ἀεὶ γιγνόμενον ἀεὶ τοῦτον
ἀποφαίνοντες. ἐξάπτει γὰρ καὶ προάγεται καὶ συνεξορμᾷ
τῆς αἰσθήσεως τὴν ὁρατικὴν δύναμιν οὗτος ὡς τῆς ψυχῆς
τὴν μαντικὴν ἐκεῖνος.]] (Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν, 42)

Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ[Α΄ΜΕΡΟΣ]

Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ
 ΓΡΑΦΕΙ Ο Δημήτριος Μάρκου
Ένας από τους πιο σεβάσμιους θεούς στην αρχαιότητα ήταν ο Ήλιος. Ο Ήλιος κατά την “Θεογονία” του Ησίοδου, ήταν γιος του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας. Τούτοι ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γης. Αδέλφια, λοιπόν και σύζυγοι ο Υπερίωνας και η Θεία είχαν την ευτυχία να γίνουν οι γονείς του «μεγάλου και υπέρλαμπρου» Ήλιου, της «λαμπερής» Σελήνης και της Ηώς ή Αυγής.
Ο Βοιωτός ποιητής γράφει:
[[ Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη
και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη
και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν.
Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα.]] (Ησίοδος, Θεογονία, 371- 374)
Σε έναν Ομηρικό ύμνο, έχουμε την πληροφορία πως μητέρα του Ήλιου ήταν η Ευρυφάεσσα, όπου, όμως, δεν αφήνεται το περιθώριο να εννοήσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο, γιατί την ονομάζει όμαιμη του Υπερίωνα και ότι γέννησε ακριβώς τα ίδια παιδιά:
[[ Πάλι, παιδί του Δία, Μούσα Καλλιόπη, άρχισε να εξυμνείς
τον ήλιο που ακτινοβολεί που η Ευρυφάεσσα, βοϊδομάτη
γέννησε για το παιδί της Γαίας και του Ουρανού μ’ αστέρια.
Γιατί ο Υπερίωνας πήρε την ξακουστή Ευρυφάεσσα, την όμαιμη
που του γέννησε ωραιότατα παιδιά και την Ηώ
με ροδόχροους βραχίονες και τη Σελήνη με την όμορφη κόμη
και τον ακαταπόνητο Ήλιο, παρόμοιο με τους αθάνατους,
που φωτίζει τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
ανεβασμένος στους ίππους του. Βέβαια φρικαλέοι οι οφθαλμοί
διακρίνουν απ’ τη χρυσή περικεφαλαία του. Και λαμπερές ακτίνες
απ’ αυτόν γυαλίζουν φωτεινές στους κροτάφους κι η λαμπρή
χαίτη τους απ’ το χαριτωμένο κεφάλι εκτείνεται στην όψη
την περίοπτη. Και λάμπει γύρω απ’ την επιδερμίδα του όμορφο
ένδυμα λεπτοδουλεμένο μα το φύσημα του ανέμου. Κάτω οι αρσενικοί
ίπποι. Συνεπώς, αφού έστησε το άρμα του με το χρυσό ζυγό κι άλογα
[εκεί αναπαύεται στην άκρη τ’ ουρανού έως ότου αμέσως]
κατευθύνεται θαυμάσιος μέσω του ορίζοντα προς τον Ωκεανό.
Χαίρε, βασιλιά, πρότασσε την ευχαρίστησή μας με μια ζωή ευμενή.
Αφού μάλιστα αρχίσω από σένα, θα εγκωμιάσω το γένος
των προικισμένων με φωνή θνητών
ημιθέων που οι θεοί έδειξαν τα έργα τους στους θνητούς. ]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Ήλιον)
Σε ακόμη πιο παλιά παράδοση ο Ήλιος και ο Υπερίωνας ταυτίζονται, και δεν είναι γιος και πατέρας. Αυτή μας μεταφέρει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” και στην “Οδύσσεια”, όπως λ.χ.:
[[ δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας ]]
Οι πρόγονοί μας φαντάστηκαν τον Ήλιο, ή καλύτερα τον ηλιακό δίσκο σαν ένα μάτι του ουρανού, που από ψηλά επιτηρεί κάθε μορφή ζωής πάνω στη γη. Άλλοτε τον φαντάζονταν σαν ένα ολόκληρο πρόσωπο, με πλούσια χρυσόξανθα μαλλιά, ή με ένα στεφάνι ή με ένα στέμμα, που ήσαν οι ακτίνες του. Αφού αυτό το πρόσωπο ήταν αναγκασμένο καθημερινά να κάνει το μεγάλο ταξίδι του στον ουρανό για να ακτινοβολεί και να θερμαίνει, φαντάζονταν τον ημεροδρόμο με φτερά.
Αργότερα ο ακούραστος ημεροδρόμος έγινε ένας ηνίοχος και πολεμιστής, πάνω σε ένα λαμπρό άρμα, που το ‘σερναν φτερωτά άλογα. Ο Ήλιος φορούσε χιτώνα από φως και στο κεφάλι φορούσε αστραφτερή περικεφαλαία. Στο χέρι του κρατούσε τόξο και εκτόξευε τα βέλη του, που ήσαν οι ηλιαχτίδες. Αυτό το όμορφο και λαμπρό παλικάρι μαχόταν με τα δαιμονικά του σκοταδιού, της ομίχλης και της συννεφιάς και πάντα ήταν αυτός ο νικητής! Το άρμα του ήταν από φωτιά και το ‘σερναν δυο ή τέσσερα άλογα. Τους έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες διάφορα ονόματα: Ερυθραίος (κόκκινος)- Ξάνθος (ξανθός)- Πυρόεις (πύρινος)- Φλέγων (φλογερός)- Στεροπή (αστραπή)- Βροντή- Λάμπος (λάμψη)- Φαέθων (φωτεινός)- Αίθων (λαμπρός)- Αιθίοψ (μαύρος)- Ηώος (αυγινός)- Ακταίων (μετέωρος)- Χρόνος- Φιλόγαιος (φίλος της γης). Κάποια απ’ αυτά τα άλογα είχε χαρίσει τον γιο του Αιήτη, και στην εγγονή του Μήδεια. Ακόμη και στον Ηρακλή είχε χαρίσει. Τα άλογα του Ήλιου ήσαν αθάνατα και καθημερινά τα τάιζε μ’ ένα μαγικό βοτάνι, που μόνο στα νησιά των Μακάρων φύτρωνε την εποχή της Άνοιξης, κι ήταν παρόμοιο με την αμβροσία.
Κάθε πρωί, για να κάνει την ημερήσια διαδρομή του στον ουρανό, ο Ήλιος σηκώνεται από τη μια μεριά του μεγάλου Ωκεανού, αφήνει πίσω του την χώρα του, την Αία, υψώνεται πάνω από την Ερυθρά θάλασσα και των Αιθιόπων τη χώρα, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο τον χειμώνα, και κατευθύνεται προς του ουρανού το κέντρο, πάνω απ’ όλες τις χώρες, στις οποίες χαρίζει θερμότητα και φως. Μετά αρχίζει να κατηφορίζει προς τα βουνά για να καταλήξει στην άλλη άκρη του Ωκεανού, την Ερύθεια, όπου βρίσκονται και τα ιερά του κοπάδια με τα κατακόκκινα βόδια. Στο ξεκίνημα και στην επιστροφή του έχει την βοήθεια των Ωρών και των Νηρηίδων. Αυτές τον χαιρετούν και τον παραστέκουν. Κάθε πρωί η Θέτιδα του ανοίγει την πόρτα του αμαξοστάσιου, ενώ το βράδυ ο Ποσειδώνας τον περιμένει στην άκρη του Ωκεανού, όπου ο Φωσφόρος παίρνει τα κουρασμένα από τον ουράνιο δρόμο άλογα για να τα καθαρίσει από τον ιδρώτα, να τα ταΐσει και να τα ξεκουράσει.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Ίων”, περιγράφει την ανατολή του Ήλιου:
[[ Να, το λαμπρό τετράλογο άρμα·
ο ήλιος που τη γη φωτίζει κιόλας
και τα’ άστρα που, διωγμένα από τη φλόγα
του αιθέρα, μες στη νύχτα
φεύγουν την ιερή.
Του Παρνασσού τα κορφοβούνια
τ’ απάτητα, λαμποκοπώντας
το δίσκο τον ολόφωτο υποδέχονται
για χάρη των θνητών. ]] (Ευριπίδης, Ίων, 82-88)
ενώ ο Στησίχορος περιγράφει την δύση του Ήλιου, όπου σαν καλός οικογενειάρχης επιστρέφει στο σπίτι του::
[[ Κι ο Ήλιος εκατέβαινε σε χρυσαφένιο τάσι,
ο γιός του Υπερίωνα, τον Ωκεανό περνώντας,
να φτάσει μέσα στης νυχτός της ιερής τα βάθη
στη μάνα, στη γυναίκα, στ’ αγαπητά παιδιά του. ]]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος:
[[ το ιερό της θάλασσας της κόκκινης το ρέμα,
τον πορφυρένιο το βυθό, την παντοτρόφο λίμνη
των Αιθιόπων τη λαμπρή, στου ωκεανού την άκρη,
όπου τ’ αθάνατο κορμί ο παντεπόπτης Ήλιος
και των ατιών τον κάματο πάντα σ’ αυτό τον τόπο
χύνοντας απ’ το μαλακό θερμό νερό αναπαύει. ]]
Πριν να ξεφύγουν από το γεωκεντρικό σύστημα οι πρόγονοί μας, έπρεπε να δικαιολογήσουν πως από τη δύση, το επόμενο πρωινό ο Ήλιος βρίσκεται πάλι στην ανατολή. Ο Μίμνερμος περιγράφει, λοιπόν, ένα χρυσό φτερωτό κρεβάτι που κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταφέρει τον κοιμισμένο θεό στην αφετηρία του:
[[ Κι αυτόν, μέσ’ απ’ τα κύματα το ζηλευτό κρεβάτι,
το πλουμιστό, στου Ήφαιστου τα χέρια δουλεμένο,
κι από χρυσάφι ακριβό και με φτερά αποκάτω,
πάνω στην άκρη του νερού γλυκά αποκοιμισμένον,
στων Αιθιόπων απ’ τη γη των Εσπερίδων,
όπου το άρμα το ταχύ και τ’ άλογά του στέκουν,
ευθύς ως η Αυγή θα ‘ρθει, του πρωινού η κόρη·
κι ο γιος του Υπερίωνα σ’ άρμα άλλο ανεβαίνει. ]]
Ο Στησίχορος αναφέρεται σε ένα χρυσαφένιο τάσι, που ταξιδεύει στον Ωκεανό, σαν να ήταν σχεδία, κάνοντας τον αντίστροφο δρόμο από το άρμα, δηλαδή από τη δύση στην ανατολή. Είναι το ίδιο τάσι που ο Ήλιος δάνεισε στον Ηρακλή για να φτάσει στη μακρινή Ερύθεια, να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Η μυθολογική μας παράδοση αναφέρει πως καθώς βάδιζε ο Θηβαίος ήρωας, θύμωσε από το κάμα του Ήλιου, και όντας κουρασμένος και διψασμένος σήκωσε το τόξο του κατά του Ήλιου κι άρχισε να του ρίχνει βέλη. Ο θεός θαύμασε την τόλμη του Ηρακλή και προθυμοποιήθηκε να του δανείσει το χρυσαφένιο τάσι του για να τον μεταφέρει στον προορισμό του και να τον βοηθήσει μετά στην επιστροφή.
Από τη θέση του Ήλιου στον ουρανό, μπορούσε να βλέπει τα πάντα. Καμία ανθρώπινη πράξη δεν του ξέφευγε. Ακόμη και οι πράξεις των θεών δεν ήταν κρυφές από τον παντεπόπτη οφθαλμό του. Είδε τον παγαπόντη Άρη, όταν πήγε στο κρεβάτι της Αφροδίτης, και το φανέρωσε στον άντρα της τον Ήφαιστο. Γράφει, λοιπόν ο Όμηρος:
[[ ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
όταν πρωτόσμιξαν κρυφά στου Ηφαίστου τον κοιτώνα.
πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεβάτι
του Ηφαίστου· κι ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου,
ο Ήλιος, που στον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. ]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 267- 271)
Ο Ήλιος είδε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και το φανέρωσε στην μάνα της, τη Δήμητρα, που την έψαχνε. Στον Ομηρικό ύμνο περιγράφεται πως η απελπισμένη μάνα συνάντησε την Εκάτη, κι αυτή της είπε πως άκουσε μεν φωνές, αλλά δεν είδε τον άρπαγα. Μα ό Ήλιος, που όλα τα βλέπει, δεν μπορεί, σίγουρα θα τον είδε:
[[Και φτάσανε στον Ήλιο τον φρουρό θεών και ανθρώπων,
μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε,
Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ
με λόγο ή μ’ έργο επράϋνα την καρδιά και την ψυχή σου.
Την κόρη αυτή τη γέννησα γλυκό φυντάνι με θωριά καμαρωτή
Άκουσα τον παντέρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,
σαν να την εξανάγκαζαν, αλλ’ όμως με τα μάτια μου δεν είδα.
Όμως εσύ τον πόντο, κι όλη τη στεριά και τον αιθέρα
από ψηλά με τις αχτίδες που εποπτεύεις,
πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις δει κάπου το προσφιλές μου τέκνο
που κάποιος μακριά μου αθέλητα της άρπαξε και πάει
κάποιος απ’ τους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους.
Έτσι, είπε, και σ΄ αυτήν ο γιός του Υπερίωνος αποκρίθη,
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα
Θα μάθεις, γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ
Την βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου, άλλος κανείς
απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζευς,
που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη
να του είναι, αυτός μες στ’ ομιχλώδες σκότος
αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ’ άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει
Ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι, μήτε για σένα ανάξιος
είναι ο γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς
ο αδερφός και ομόσπορός σου, του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,
σε κείνους που μαζί τους κατοικεί του έλαχε ναναι ο άρχοντας τους.
Σαν μίλησε έτσι τ’ άλογα του κάλεσε κι αυτά στην πρoσταγή του
γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα ]] (Ομηρικός Ύμνος, Εις Δήμητρα, 62- 90)
Αφού ο Ήλιος γνώριζε τα πάντα, στις δύσκολες στιγμές τους οι άνθρωποι επικαλούνταν την μαρτυρία του κι ορκίζονταν στο όνομά του. Όσοι είχαν κάνει κακό, έτρεμαν την εκδίκησή του. Έτσι, ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού πολέμου ο Αίας ο Τελαμώνιος, λίγο πριν την αυτοκτονία του ζήτησε από τον Ήλιο να σταθεί λίγο πάνω από το σπιτικό του στη Σαλαμίνα και να τους μαρτυρήσει το πόσο είχε αδικηθεί. Η Κασσάνδρα με δάκρυα στα μάτια ζητάει από τον Ήλιο να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την αδικία τους. Ο Ορέστης, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα από την γυναίκα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, καθώς σκότωνε τη μητέρα του για το ανόσιο φονικό, κάλεσε μάρτυρα τον Ήλιο, που με αποτροπιασμό είχε γυρίσει αλλού το πρόσωπό του.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ

Γράφει ο Ηλίας Καστέας

Καταρχήν θα πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα είναι Σύμπαν , Γη και Ουρανός , Νους και Αστέρες , Τροχιές και Πλανήτες.Ότι έχεις μέσα στο κεφάλι σου έχεις και έξω από αυτό.

Σαν αρχική Ιδέα θα πρέπει να παρθεί το Γεωκεντρικό σύστημα , το οποίο από μια πνευματική άποψη δεν είναι καθόλου λάθος.Μάλιστα είναι πολύ σωστό , διότι Γη=Νους και όπως έχει αναφερθεί σε άλλο κείμενο περί απειροντότητας , όλος ο Ουράνιος Θόλος και οι συνδέσεις των Ήλιων Νόησης με τα Θέματά τους γίνεται με βάση τον ΟΥΡΑΝΟ της ΓΗΣ.

Αργότερα όπως είχε γραφτεί αλλάζεις Ουρανό και όλα είναι σε καινούργια Θέση και Ισχύ αναμεταξύ τους με άλλα σχήματα και θηρία-θύρες και πύλες για Γνώση.

Το Γεωκεντρικό σύστημα δίνει όμως να εννοηθεί πως έχει γραφτεί για να καταλάβουν - όσοι ξέρουν - πως αυτό ισχύει μέσα στο Νου του ανθρώπου.Ο Εγκέφαλος αυτό το πρόγραμμα έχει και τηρεί μέσα του.

Λέμε εγκέφαλος σαν μέρος σώματος και λέμε Νους σαν το Κέντρο του εγκεφάλου κάτι πιο Πνευματικό και πιο Ουσιώδες και Θυσιώδες.

Πώς γίνεται όμως να έχουμε Γεωκεντρικό σύστημα μέσα και έξω να ισχύει το Ηλιοκεντρικό ;
Αυτό απαντάται εύκολα όταν εντοπισθεί πως ο Ήλιος είναι Άπειρος και πολλά επίπεδα Νόησης πιο πάνω από αυτά που συντηρεί.Το κείμενο ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ τα λέει όλα πολύ αναλυτικά.Είσαι το κύτταρο του Ηλίου αυτού.Άρα Αυτός είναι ενεργοποιημένος και συντηρεί εσένα με Μαθήσεις σε Θέματα.
Επομένως το Ηλιοκεντρικό σύστημα είναι το αμέσως επόμενο επίπεδο που θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα στο κεφάλι σου.

Η Γη να γίνει Ήλιος.Ο Νους να φωτισθεί.Άρα έχεις το Ηλιοκεντρικό σύστημα ως αποτέλεσμα του Γεωκεντρικού.Εδώ γίνεσαι ΆρχΩν Εαυτού , με δικά σου Θέματα και Μαθήσεις που τροφοδοτείς παρακάτω το δικό σου σύστημα. (βλ. ΆρχΩν Εαυτού & Ήλιος σε Όλα).

Αυτό επιτυγχάνεται όταν κατανοήσεις πως ο Ήλιος είναι ΑΩ και έχει όλους τους πλανήτες μέσα του με μια άλλη μορφή.Με αυτήν των Θεμάτων τους.
Έχεις πχ τον Άρη με θέματα όπως η Ανδρεία και η Μάχη , και έχεις τον Ερμή σε θέματα Λόγου και Αλχημείας.Έχεις τον Δία σε Θέματα όπως Κυριότητα και Ηγεσία. Αυτά είναι ξεχωριστά για κάθε πλανήτη , ΟΜΩΣ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ από τον Ήλιο.Ο Ήλιος τα τροφοδοτεί και τα δίνει σε άλλες ποσότητες παράεξω στο σύστημά του.

Ο Ήλιος είναι όλοι οι Πλανήτες ο ένας μαζί με τον άλλον , και κάτι παραπάνω όμως.Αυτό το παραπάνω είναι το ΑΩ που κρατάει μέσα του.Αυτό το ΑΩ είναι το Α-ΠΥΡ-Ω.Και στο επίπεδό αυτό φαίνεται με την έκταση προβολής των συμβάντων, στο ότι είναι Αστέρας και όχι πλανήτης.Είναι κάτι ενεργειακό και όχι πετρώδες και ούτε πλάνη (πλανήτης) έχει μέσα του.

Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που βγάζει έξω τους Πλανήτες και αυτός είναι ότι οι συνδέσεις γίνονται πιο εύκολα κατανοήσιμες από τον άνθρωπο σε συνδυασμό και με τους αστερισμούς αλλά και τους υπόλοιπους πλανήτες.Όταν έχεις μόνο τον Ήλιο και δεν έχεις πλανήτες τότε οι συσχετίσεις μεταξύ των θεμάτων είναι πιο αργές , λόγο της αυξημένης Νόησης και Λογικής του Ηλίου.

Ενώ όταν έχεις πλανήτη να φιλτράρει μετά την μεταφορά Ιδεών με Ηλιακούς Νόες τότε η Λογική έχει ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ , συν ότι μπορείς να ενώσεις πλανήτες μαζί για να πετύχεις Μέθη και Νίκη σε Θέμα.Περισσότερα γι αυτό στο επόμενο μέρος του κεφαλαίου.

Το Νόημα αυτού του μέρους είναι να δοθεί μια πλήρης εικόνα του ότι η Γη απλά είναι ένας Ήλιος αφώτιστος , αλλά είναι και ο Ίδιος ο Ήλιος σε μια πλάνη , ένα κομμάτι του που απλά έχει σαν κύτταρο εσένα.

Στήν συνέχεια οι σχέσεις των αριθμών 7 - 8 - 9 και 12 , ως σύστημα Ηλίων και ως Αρχή για Φώτιση του Νου και μετάβαση από Γεωκεντρικό σύστημα σε Ηλιοκεντρικό με Νίκη σε Θέματα και Μαθήσεις , και μεταφορά Πλανητών σε ένωση με τον Ήλιο.Οι βασικοί Πλανήτες στον Πνευματικό τομέα είναι 7.Συμπεριλαμβάνεται και ο Ήλιος μέσα σε αυτούς.
Ήλιος-Σελήνη-Άρης-Ερμής-Αφροδίτη-Δίας-Κρόνος.

Εδώ όμως δεν μιλάμε για τον Ήλιο ως ΑΩ, αλλά ως ξεχωριστό αρχέτυπο.Εδώ ο Ήλιος είναι Πλανήτης και όχι αστέρας.Είναι Ήλιος και όχι Ήλιος ΑΩ.Αυτοί οι βασικοί πλανήτες δίνουν όλες τις μαθήσεις όπου ένας άνθρωπος χρειάζεται έτσι ώστε να μπορέσει να φωτισθεί και να αιθεροποιηθεί.Εδώ το θέμα είναι κάπως ελεύθερο και ο καθένας μπορεί να διακλαδωθεί όπως αυτός νομίζει πως είναι καλύτερο για την προσωπικότητά του.

Και το λέω αυτό , γιατί ο άνθρωπος διαμορφώνεται ανάλογα την κοινωνία - τόπο - έθνος - γλώσσα και επιστήμες διαφορετικά από κάποιον άλλον.Αυτό συνεπάγεται στο ότι διαφορετικοί πλανήτες είναι ενεργοποιημένοι-ερεθισμένοι σε αρχικά επίπεδα μέσα στο κεφάλι του και έχει κάνει κάποια υποσυνείδητη αρχή σύνδεσης με τα έξω Αρχέτυπα-Πλανήτες.

Το ίδιο μπορεί να κάνει και με τους έξω πλανήτες - ήλιους.Το θέμα εδώ όμως είναι ότι μπορεί να οδηγηθεί σε χάος , γι αυτό λοιπόν είναι καλύτερα να κατανοήσει τα του οίκου του πρώτα.Το Ηλιακό σύστημά μας τα έχει όλα.Έχει όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για την Αρχή της Φώτισής του.Μετά μπορεί να συνδεθεί όπως θέλει ελεύθερα.

Οι βασικοί αυτοί 7 πλανήτες δίνουν την Γνώση για πολλά αναλόγως των Θεμάτων τους.Ο αριθμός 7 παίζει ρόλο σπουδαίο εδώ διότι μιας και ο άνθρωπος φτάσει στην Μέθη τους και από πλανήτες τους κάνει Ήλιους και ενεργοποιήσει αυτά τα στάδια μέσα στο Νου του τότε έχει το ΕΠΤΑ και ΠΕΤΑ , αλλά είναι και στο ΕΥ (βλ. ΕΥ=Ω ) , όπου ΕΥ=Ω αλλά είναι και ΕΒΔΟΜΟΣ = ΕΥ ΔΟΜΟΣ. Αρχίζει δηλαδή να αποκτά την Σωστή Πνευματική Δομή, και η τομή των ημισφαιρίων αρχίζει να κλείνει.

Αλλά πώς γίνονται όλα αυτά είναι το ζητούμενο.

Αυτό γίνεται όταν αλλάξεις 7 Θέσεις.Αλλάξεις επτά ΟΥΡΑΝΟΥΣ.Αυτούς των βασικών πλανητών.Όταν δηλαδή καθαρίσεις τον Πλανήτη και τον κάνεις Ήλιο Νόησης.
Πιο ξεκάθαρα.Όταν ξεκινήσεις σύνδεση με αυτά τα Αρχέτυπα και φτάσεις σε επίπεδο πλανήτη και στην συνέχεια πατήσεις πάνω τους , έχεις άλλον ΟΥΡΑΝΟ μπροστά σου (βλ. ΑΠΕΙΡΟΝΤΟΤΗΤΑ) και άλλη Θέση Ισχύος.Όλα ανοίγουν διαφορετικά.
Όταν εσύ ενωθείς με αυτήν την Γεύση του ΕΥ επτά φορές σε 7 Πλανήτες τότε είσαι νικητής σε 7 ουρανούς.

Το 7 είναι ο αριθμός που δηλώνει το ξεκίνημα της Νίκης σου σε μεγάλο αριθμό θεμάτων του Ηλίου , ως Ηλίου ΑΩ.Είναι η καλή δομή του εγκεφάλου.Έχει αρχίσει η φώτιση.


Για να πας όμως στους 7 Ουρανούς και αλλάξεις Θέσεις , θα πρέπει να ξέρεις πως περνάς μέσα από στάδια στο κάθε Θέμα.Αυτά τα στάδια δίνονται ως σκαλιά για την κλιμάκωση της κάθε γνώσης.

Είναι κατανοητό το ότι κάθε θέμα έχει έναν μέγιστο αριθμό όπου σε εκείνο το σημείο αλλάζει η Θέση του ανθρώπου στο Θέμα και η Ισχύς του το ίδιο.Υπάρχει η κλιμάκωση που στην αρχή θεωρείται άπειρη , αλλά για κάτι συγκεκριμένο , είναι συγκεκριμένη και αυτή.Στο επίπεδο του Εγκεφάλου τα σκαλιά αυτά είναι 12.Αυτός είναι ο αριθμός των κατακτήσεων που θα δώσει την Νέα Θέση και τον Νέο Ουρανό στον κάθε έναν.

Και λέω 12 διότι στην ουσία είναι 10 , απλά η αρχή λογίζεται ως 0 και πριν την ολοκλήρωση υπάρχει η ονομαστική ολοκλήρωση.Δηλαδή είναι κάπως έτσι :

Αρχή-1-2-3-4-5-6-7-8-9-Ονομαστική Ολοκλήρωση-11

Η ονομαστική ολοκλήρωση είναι το κεφαλόσκαλο όπου και είσαι και δεν είσαι νικητής.Εκεί γίνεται η Ένωση των υπολοίπων 10 στο 11 και λογίζονται όλα μαζί ως 1 στο 12.

Άρα για κάθε τι έχεις το 12 να σου λέει ότι είμαι η Νίκη σου.

Αυτό όμως να γνωρίζουμε ότι ισχύει στο επίπεδο του Νου και των συνδέσεών του με το Ηλιακό σύστημα.Για επόμενα επίπεδα όλα αλλάζουν , αφού ο χώρος και η λογική δεν είναι το ίδιο.

Εφόσον έγινε καθαρό ότι το 7 είναι το Βασικό Δομικό στοιχείο για να θεωρηθείς ως μια φωτεινή εγκεφαλική δομή , και το 12 ως ο αριθμός των σταδίων σε κάθε τι , μένει να συνεχιστεί το πως γίνεται η φώτιση στον άνθρωπο.


Όταν έχεις καλή δομή , τότε οι βασικοί πλανήτες ολοκληρώνουν ένα 70 % του Ηλίου ΑΩ μέσα στον εγκέφαλό σου , τότε αυτομάτως και όλο το σύστημα θεωρείται έτοιμο για πλήρη πυροδότηση στον Νου.Τότε όλοι οι πλανήτες , κομήτες και όλες οι τροχιές άνοιξαν μέσα στον Εγκέφαλο και ενεργοποιήθηκαν.Αυτός είναι ο Αριθμός 8 ή ∞ όπου είναι το σύστημα της ολοκλήρωσης του Ηλίου και των Πλανητών μέσα στον εγκέφαλό του κάθε ανθρώπου.

Με το 8 όμως δεν σημαίνει ότι κάτι τελείωσε , διότι για κάθε επίπεδο χρειάζεσαι το 12.
Εκεί είναι που έρχεται το 9.

9 = Αλλαγή από Γεωκεντρικό σε Ηλιοκεντρικό σύστημα.

Το ΕΝΝΕΑ όπου σημαίνει ΕΝ ΝΕΑ -> ΕΝ ΝΕΑ (ΖΩΗ) -> ΕΝ ΝΕ(Ο) Α(Ω) , είναι η Φώτιση του ανθρώπου. Τότε η Γη φωτίζεται και ο πλανήτης γίνεται Άστρο.Τότε είσαι ο ΆρχΩν Εαυτού , όπως έχει γραφτεί σε παλαιότερο κείμενο.Είναι το Νέο Επίπεδο.Και όχι απλά ο Νέος Ουρανός...είναι το Νέο Ηλιακό Σύστημα από γύρω σου.

Εκεί έχεις το 12 και την Μάθηση , την κατάκτηση των Θεμάτων των δικών σου που έχεις κάνει στην ζωή.Έχεις τα δικά σου Νοήματα και την Μέθη σου σαν άστρο.Εκεί τελείωσες το 12 του Ηρακλή , και των 12 μαθητών που δίνουν στους δασκάλους.

Το ίδιο γίνεται και με τις Μούσες.Οι οποίες είναι 12 , συν την Νήτη την Μέση και την Υπάτη , όπου όλες μιλάνε για τα επίπεδα.Όπου Υπάτη=Ήλιος , Μέση= Ο όγδοος πλανήτης του Ηλιακού συστήματος , (περιλαμβάνεται και η σελήνη σαν τον βασικό και οι πλανήτες Νάνοι) , ο Δίας=Πατέρας=Κύριος γι αυτό και στην Μέση, και την Νήτη όπου είναι ο πιο απομακρυσμένος δηλαδή η Έριδα (σύμπτωση ;;)

Στην ουσία οι Μαθητές ,οι Άθλοι , και οι Μούσες είναι πλανήτες - Θέματα σε τροχιά.Είναι οι Νίκες του κάθε Ήλιου.

Άρα για τον Ήλιο ΑΩ , οι πλανήτες είναι κατακτηθέντα Θέματα , γι αυτό το λόγο τα έχει όλα μέσα του και γι αυτό τους έχει κάνει Πλανήτες.Είναι οι τάξεις τις οποίες πρέπει να περάσει ο καθένας για να φωτισθεί.Για να πάρει το 7 το 8 και το 9.

Και το 12 το οποίο είναι μέσα σε κάθε βήμα του.Το 12 είναι μέσα στο 7,8,9 .δ


Ο Άνθρωπος θα πρέπει να κατανοήσει πως το Μέγα Πλαίσιο Λογικής του είναι μέσα στην 12άδα , και όλη του η ύπαρξη είναι διαβαθμισμένη όπως πρέπει.Για κάθε 12άδα έχεις 12 μονάδες όπου χωρίζονται σε άλλα 12 μέρη κ.ο.κ.

Μέσα σε κάθε βήμα υπάρχει και το 7 και το 8 και το 9.
Στο επίπεδο όμως του Συνολικού Νου είναι τα παραπάνω τα οποία έγιναν καθαρά.

Το Νόημα πιστεύω δόθηκε ξεκάθαρα και υπάρχει πλέον μια καλή εικόνα σε ένα πρώτο επίπεδο περί Ηλίου.
πηγή unlockyourbrain.blogspot






Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΗΛΙΕ ΗΛΙΕ ΒΑΣΙΛΙΑ......[ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΦΑΕΘΩΝ Α΄]

Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ παντεπόπτης θεϊκὸς ἡλιακὸς ἀστὴρ καὶ ὁ τῆς ὁράσεως δωροδότης. Κατ' Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον ὁ Ἥλιος γεννᾶται ἐκ Θείας καὶ Ὑπερίωνος, Τιτάνων, Οὐρανοῦ καὶ Γαίας γένος.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 371-374]

Θεία δ’ ᾿Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
᾿Ηῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ ῾Υπερίονος ἐν φιλότητι. apollo-helios_sm.jpg
Ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος περιγράφει "τὸν ἀκάμαντα Ἥλιον, ὅμοιον τοῖς ἀθανάτοις, ὃν φαίνει θνητοῖσοι καὶ αθανάτοισι θεοῖσιν ἵπποις εμβεβαώς" καὶ τρομερό εἶν’ τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὸ χρυσό του κράνος, αἱ ἀκτῖναι του ἀπαστράπτουσαι, καὶ εἰς τοὺς κροτάφους του αἱ περιγναθίδαι λαμπραὶ ἀπὸ ψηλὰ καὶ μὲ χάριν καλύπτουν τὸ τηλαυγές πρόσωπόν του. Καὶ καλός, περί σώματι λάμπει λεπτοΰφαντος χιτὼν "πνοιῇ ἀνέμων, ὑπὸ δ' ἄρσενες ἵπποι". Οἱ ἵπποι ὀνομάζονται Ἐῷος, Αἴθων, Πυρόεις καὶ Φλέγων, πνέουν δε πῦρ ἐκ τοῦ στόματος καὶ μυκτήρων. Στήσας τὸ χρυσόζυγον ἅρμα του, πέμπει τοὺς ἵππους του παρὰ τὸν θεσπέσιον Ὠκεανὸν, ὅπου αἱ Ὧραι τοὺς περιποιοῦνται καὶ τρέφουν οὗτους μὲ ἀμβροσίαν. Τὴν νύκτα ὁ Ἥλιος πλέει τὸν Ὠκεανὸν ἐν χρυσῷ κυπέλλῳ, ὃν Ἥφαιστος ἐτεχνούργησεν καὶ τὸ πρωὶ φθάνει καὶ πάλι εἰς ἀνατολὴν, ἀρχὴν τῆς ἡμερησίας διαδρομὴς του. Καλεῖται δὲ ἀκάμας διὰ τὸ ἀδιάλειπτον τῆς πορείας του.

[Ἰλιὰς, Σ, 484]

Ἥλιον ἀκάματον καὶ πλήθουσαν Σελήνην
Καὶ στὴ νῆσο Θρινακία θε να φθάσεις, που περίσσια
βόσκουν βόδια τοῦ Ἡλίου μὰ καὶ πρόβατα θρεμμένα·
εἶναι ἑπτὰ βοδιὼν ἀγέλες καὶ ἀρνιῶν τόσα κοπάδια,
τὸ καθένα ἀπὸ πενήντα· ποτὲ τούτα δὲ γεννοῦνε
καὶ ποτὲ δεν λιγοστεύουν· θεὲς εἶναι οἱ ποιμενίδες,
νύφες καλλιπλοκαμοῦσες, Φαέθουσα καὶ Λαμπετία,
που γέννησε ἡ θεία Νέαιρα ἀπὸ τὸν Ἤλιο.

[Ὀδύσσεια, μ, 127-134]
 Κατ' Ἀριστοτέλην, ὁ ἀριθμὸς 350, τὸ σύνολον δηλαδὴ τῶν 7 ἀγελῶν, συσχετίζεται καὶ μὲ τὰς 350 ἡμέρας τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους. Τὰ μῆλα τοῦ Ἡλίου εἶναι ἱερά. Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σύντροφοί του ἐπροειδοποιήθησαν ἐκ τοῦ Τειρεσίως ἵνα μὴν βλάψουσιν τοὺς βοῦς, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς Θρινακίαν νῆσον. Ἀλλ΄ οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως τῇ ἀφορμῇ τῆς ἀπνοίας πολλῶν ἡμερῶν διαρκοῦσης ἀθετοῦν τὴν ὑπόσχεσίν των καὶ σφάζουν κρυφῶς ζῷα ἐκ τῶν ἱερῶν ἀγελῶν.

[Ὀδύσσεια, μ, 322-323]
μὰ δεινοῦ θεοῦ εἲν' τούτα τὰ θρεμμένα ἀρνιά καὶ βόδια,
τοῦ Ἡλίου, που τὰ πάντα τὰ θωρεῖ κι ἀκούει τὰ πάντα.


Ὁ θεὸς Ἥλιος τὸ ἔμαθε κι ἐζήτησε τὴν τιμωρίαν των, διὰ τὸ ἀσεβὲς, εἰδάλλως θὰ κατέλθει εἰς ᾍδην νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, ἀποστρέφων τὰς εὐεργετικὰς του ἀκτῖνας ἀπὸ τοῦ ὑπολοίπου κόσμου.
Ἀδιανόητον τοῦτον γὰρ ὁ κόσμος τῶν ζώντων ἐξ Ἡλίου φωτίζεται. Ἡ ἔννοια τοῦ ᾍδου τρόπον τινὰ "ὀριοθετεῖται" ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τὸ ἠλιακόν φῶς δὲν φθάνει ἐκεῖ (μὲ ὅποια ἔκφρασιν παίρνει τὸ "ἐκεῖ", π.χ. τὸ ἐσωτερικόν τῆς γῆς ὅπου ἀποθέτουμε τὸν νεκρὸν).

[Ὀδύσσεια, δ, 834-835]

ἐὰν ζῇ ἀκόμα κάπου καὶ θωρεῖ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
ἢ ἂν πέθανε καὶ εἶναι μέσ' στα δώματα τοῦ ᾍδου.
Ἄλλο παράδειγμα τῶν ὁρίων εἶναι τὸ σημεῖον ὅπου ὁ Ἥλιος σταματᾷ τὸ ἅρμα του καὶ ἀφήνει τοὺς ἵππους του νὰ ἀναπαυθούν καὶ νὰ τραφούν μὲθ' ἀμβροσίης παρὰ τὸν θαυμαστὸν Ὠκεανόν. Ὁ ἴδιος ἐπιβιβάζεται τοῦ χρυσοῦ κυπέλλου του καὶ διασχίζει τὸν Ὠκεανόν, καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός. Ὁ ποιητής τοποθετεῖ τοῦτον παρὰ τὸν Ὠκεανόν, ὁλίγον πρὶν τὸν ἀσφόδελον λειμῶνα, ποῦ τυπικῶς θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ τοῦ ᾍδου.

[Ὀδύσσεια, ὠ, 11-14]

Τὴν Λευκὴ Πέτρα περάσαν καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
καὶ τις πύλες τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν δῆμο τῶν Ὀνείρων
διαβήκαν, καὶ γοργὰ φθᾶσαν στὸ λιβάδι μ' ἀσφοδέλους,
ὅπου οἱ ψυχὲς διαμένουν, εἴδωλα τῶν πεθαμένων.
Ὁ ῥόλος τοῦ Ἠλίου εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ δικαίου, τὸν ὁδηγεῖ πάντοτε νὰ τὸ ἀναζητῇ καὶ ὡς Φαέθων, φαείνει μὲ τὸ φάος (φῶς) του, καὶ ὠς Φαναῖος φανερώνει, ἔτσι πάντοτε ἀνευρίσκει τὴν ἀλήθειαν. Ὥστε ὁ Ἥλιος ἀεὶ ἄσπιλος φωτοβολεῖ. Ὅσο ἄτοπον εἶναι νὰ ἀποσυρθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον τῶν ζώντων καὶ νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, τόσο και τὸ δίκαιο νὰ μὴν ἰσχύσῃ καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ μὴν τιμωρηθοῦν. Ὁ Δίας εἰσακούει τὸν λόγον τοῦ Ἠλίου καὶ ῥίπτει κεραυνόν κατὰ τοῦ πλοίου τοῦ Ὀδυσσέως. Ὅλοι του οἱ σύντροφοι πνίγονται καὶ μόνον ὁ Ὀδυσσεὺς ἐπιζεῖ, ὁ ὁποῖος τηρήσας τὴν ὑπόσχεσίν του δὲν βλάπτει τοὺς βοῦς, παρά τὰς δυσκολίας τῆς παρατεταμένης ἀπνοίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπιστίας τῶν συντρόφων του.
Ὁ Ἥλιος ἠνώθη μὲ τὴν Ῥόδην, κόρην τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης Ἁλιᾶδος, ἣ προσωνυμεῖται Ἀφροδίτης παῖς, διὰ τὸ κάλλος της.

[Πίνδαρος, Ὀλύμπια, ᾠδὴ 7]

ὑμνῶντας τὸ παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν νύμφην τοῦ Ἠλίου, τὴν Ῥόδον
Ὁ μῦθος τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Ῥόδης εἶναι ἀπὸ τοὺς γνωστότερους (ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις). Ὁ Πίνδαρος ἀφηγεῖται πῶς ὅταν ὁ Ζεὺς καὶ οἱ ἀθάνατοι ἐμοίραζαν τὴν χθόνα Γῆ, ἡ Ῥόδος οὐκ φανερὴ ἦν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ πόντου ἀλλὰ σὲ ἁλμυρὰ βάθη εὑρίσκετο ἡ νῆσος. Καθῶς ὁ Ἥλιος ἀπουσίαζε, ἑξαιρέθη τοῦ λαχνοῦ κι ἔμεινε δίχως μερίδιον εἰς τὴν πλατιὰ γῆ ὁ ἁγνὸς θεός. Ὁ Ζεὺς μόλις τὸ ἀντελήφθη, ἐθέλησε νὰ κάνῃ νέαν διανομήν, μὰ ὁ Ἥλιος δὲν τὸν ἄφησε, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι κάτι λαμπρὸν βλέπει νὰ μεγαλώνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, γῆ πολύτροφην διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλόφρονην διὰ τάς ἀγέλας.
Κι εὐθὺς ὁ θεὸς ἐκέλευσε τὴν χρυσότροχην Λάχεσιν νὰ ὑψώσῃ τὰς χείρας της καὶ νὰ προφερῃ τὸν μέγαν ὅρκον τῶν θεῶν, ὄχι μόνη της ἀλλὰ μετά νεῦματι τοῦ Κρονίωνος, πῶς ὅταν ἡ γῆ θὰ φανεῖ εἰς τὸν αἰθέρα θὰ ἀποδοθεῖ εἰς αὐτὸν, καὶ νὰ εἶναι ἐκείνη κορωνίς τῆς κεφαλῆς του, ἀφοῦ θὰ ἔμενε πίσω ταὶς τιμαὶς.
Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθησαν οἱ λόγοι, εἰς τάς κορυφὰς τῆς ἀληθείας ἔφθασαν, κι ἐβλάστησε ἐκ τῆς ὑγρῆς θαλάσσης, νῆσος, ἣν ἔχει ὁ γενέθλιος πατὴρ τῶν ὀξειῶν ἀκτίνων, ὁ ἄρχων τῶν ἵππων τῶν πνεόντων πῦρ. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ῥόδον μιχθεῖς μετὰ τῆς νύμφης, ἐγέννησεν ἑπτὰ παῖδας, τοὺς καλοῦμενους Ἡλιάδας, ὀνόματι Ὄχιμος, Κέρκαφος, Ἄκτης, Μάκαρ, Κάνδαλος, Τρίοπας, Τενάγης, διὰ τοὺς ὁποίους ἦταν παραδεκτόν ὅτι ἦσαν σοφότατοι ἀπ’ ὅλους τοὺς παλαιοὺς ἄνδρας, καὶ μία κόρην, τὴν Ἠλεκτρυόνην, ἡ ὁποία ἀπέθανε παρθένος καὶ ἔλαχε ἡρωικῶν τιμῶν ἀπὸ τοὺς Ῥοδίους.
Συμφώνως πρὸς τὸν συγγραφέα τῶν Διονυσιακῶν, ἦσαν δε οἱ πάντες ἀστρολόγοι, διέταξαν τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ εἰσήγαν νέας πρακτικὰς είς ναυσιπλοΐαν. Φθονήσαντες δὲ τινὲς αὐτῶν τὸν Τενάγην ὠς εὐφυέστερον τὸν ἐφόνευσαν καὶ φωραθέντες ἐξορίσθησαν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ Μάκαρ ἐπέρασεν εἰς Λέσβον, ὁ Κάνδαλος εἰς Κῶ, ὁ Ἄκτις εἰς Αἴγυπτον, ὅπου ἔκτισεν τὴν Ἡλιούπολιν πρὸς τιμὴν τοῦ πατρὸς του καὶ ἐδίδαξε τὴν ἀστρολογίαν, καὶ ὁ Τρίοπας εἰς Καρίαν, ἀπὸ τον οποῖον ὀνομάσθη τὸ Τριόπιον ἀκρωτήριον.
Οἱ λοιποὶ υἱοὶ ἐκρίθησαν ἀθῷοι καὶ ἔμειναν εἰς τὴν Ῥόδον νῆσον, ὅπου ἐβασίλευσεν ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν Ὄχιμος. Ὁ Ὄχιμος ἐκ τῆς Ἠγητορίας νύμφης ἐγέννησεν τρεῖς υἱούς, τὸν Κάμιρον, τὸν πρεσβύτατον Ἰάλυσον καὶ τὸν Λίνδον. Οὗτοι ἐμοίρασαν τὴν γῆ που ἔχουν ἀπὸ τὸν πατέρα των σὲ τρία μέρη, ὄπως ἐπίσης καὶ τάς μοίρας τῶν πατρῴων πόλεων. Ἔκτοτε ἔτσι ὀνομάζονται αἱ πόλεις ὅπου ἔχουν τάς ἔδρας των. Θεαὶ ἀγαπημέναι τοῦ Ἡλίου ἀναφέρονται ἐπίσης αἱ Ὠκεανίδαι Κλυμένη καὶ Περσηὶς. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Κλυμένης γεννᾶται ὁ Φαέθων διὰ τὸν ὁποῖον θὰ κάνουμε λόγον παρακάτω. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Περσηίδος, γεννῶνται ἡ Κίρκη καὶ ὁ Αἰήτης, σημαντικὰ πρόσωπα εἰς τὴν μυθολογίαν περὶ τῶν Ἀργοναυτῶν καὶ περὶ τοῦ Ὀδυσσέως. Ἄλλοι μῦθοι λέγουν ὅτι γόνοι τους εἶναι ἐπίσης ἡ Πασιφάη (ἡ σύζυγος τοῦ Μίνωος) καὶ ἡ Καλυψὼ.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 956-962]

Εἰς ἀκούραστον Ἥλιον ἐγέννησεν ἡ ξακουστὴ Ὠκεανίνη,
ἡ Περσηίς, τὴν Κίρκην καὶ τὸν βασιλέα Αἰήτην.
Καὶ ὁ Αἰήτης ὁ υἱὸς τοῦ Ἡλίου τοὺς ἀνθρώπους που φωτίζει,
τὴν κόρην τοῦ Ὠκεανοῦ, τέλους τῶν ποταμῶν ἁπάντων,
ἔλαβε μὲ τῶν Θεῶν τὴν βούληση, τὴν καλλιπάρηον Ἰδυίαν.
Κι ἐκείνη τὴν καλλίποδην Μήδειαν γέννησε στὸν ἔρωτα του
δαμασμένη ἀπ’ τὴν χρυσὴν Ἀφροδίτην.

giovanni-apollo-phaethon_m.jpg
Ὁ Αἰήτης εἶναι ὁ μέγας βασιλεὺς τῆς Αἰαίας καὶ πατὴρ τῆς Μήδειας. Ἡ κόρη τοῦ Αἰήτου, ὄπως καὶ ἡ Κίρκη εἶναι μία κόρη σοφή, που γνωρίζει τὰς δυνάμεις τῶν βοτανῶν, τὰς κινήσεις τῶν ἀστέρων καὶ τὰς μαγικὰς ῥήσεις, ὠς προστατευόμενη τῆς Θεάς Ἑκάτης, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται. Ἡ Μήδεια μὲ τὴν τέχνην της θὰ βοηθήσει τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς συντρόφους του νὰ κερδίσουν τὸ δέρας τοῦ χρυσομάλλου Κριοῦ, που εἶχε φέρει τὸν Φρίξον εξ’ Ἄργους ἐς Κολχίδαν καὶ ἐς βασιλέα Αἰήτην. [ὅρα Κριοῦ Μῦθοι]

[Ὀδύσσεια, μ, 1-4]

Ἀφοῦ ἄφησε τὸ πλοῖο τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
ἔφθασε μετὰ στὸ κῦμα τῆς πλατύδρομης θαλάσσης
καὶ στὴ νῆσο Αἰαία ὅπου τῆς Αὐγῆς τοῦ ὄρθρου κόρης
οἱ χοροὶ κι ἡ οἰκία εἶναι κι οἱ ἀνατολές τοῦ Ἡλίου

Μετ’ ἐπεμβάσεως τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν συμβουλεύει καὶ τοῦ δίνει τὴν βοτάνην μῶλυ, ὁ Ὀδυσσεὺς δεν καταβάλλεται καὶ ἡ Κίρκη ὁρκίζεται να τοῦ παρέχῃ κάθε βοήθειαν [ὅρα Ἑρμοῦ μυθολογία].

[Ὀδύσσεια, κ, 135-139]

Καὶ ἐφθάσαμε στην νῆσο τὴν Αἰαία· ἐκεῖ ζοῦσε
ἡ καλλιμαλούσα Κίρκη, Θεὰ ἀνθρωπολαλούσα,
αὐταδέλφη τοῦ Αἰήτη, που ὀλέθρια σκέψη εἶχε.
Καὶ οἱ δύο γεννηθήκαν ἀπ' τὸν φωτοδότηἭλιο
κι ἀπὸ τη μητέρα Πέρση, που ὁ Ὠκεανὸς ἐγέννα
Ὁ Ὅμηρος διηγεῖται πὼς ἡ Αἶα εὑρίσκεται εἰς τὴν μακρινὴν ἀνατολήν, πέραν τῆς χώρας τῶν Κιμμερίων Σκυθῶν, βορείως τῶν ὀρέων τοῦ Καυκάσου. Ἐκεῖ εἶναι τὰ δώματα τῆς Ἠοῦς, καὶ μία ἐκ τῶν ἐποχιακῶν ἀνατολῶν τοῦ Ἡλίου. Ἡ Κίρκη καὶ ἡ δύναμίς της θὰ ἀποτελέσουν δοκιμασία διὰ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τοὺς συντρόφους του, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς τὴν νῆσον ὅπου ἡ θεὰ κατοικεῖ, καὶ οἱ πλέον ἀπρόσεχτοι ἐξ’αὐτῶν μεταμορφώνονται σὲ γουρούνια. Ἡ Κίρκη, ὠς κάθε θεὸς που προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἡλίου, ἔχει ἔντονον τὸ στοιχεῖον τῆς καθαρότητος. Οἱ ἡλιακοὶ γόνοι ἀποστρέφονται τοὺς ἀκαθάρτους, ἡ παρουσία τους καὶ μόνον, ἐμφανίζει τὸ ὅποιον ἀκάθαρτον στοιχεῖον, καθιστώντας τοῦτον ἔκδηλον καὶ πασιφανὲς.
Ἀπό τοὺς μύθους, τοὺς ἀναφερόμενους εἰς τοὺς ἔρωτας τοῦ Ἡλίου, πολὺ γνωστὰ εἶναι τὰ περὶ τῆς Κλυτίης καὶ Λευκοθόης. Ὁ Ἥλιος, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνακάλυψε τὸν κρυφὸν ἔρωτα τῆς Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεως, εἰδοποιεῖ τὸν Ἥφαιστον, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ τέχνασμα τῶν ἀοράτων δεσμῶν [ὅρα Ἀφροδίτης μυθολογία].
Ἡ καλλίγραμμη Ἀφροδίτη πρὸς ανταπόδοσιν, τοῦ ἐμπνέει παράφορον ἔρωταν διὰ τὴν Λευκοθόην, κόρην τῆς Εὐρυνόμης καὶ τοῦ Ὀρχάμου, βασιλέως τῆς Περσίας. Ὁ Ἥλιος ὅμως τότε ἐτιμοῦσε μὲ τὸν ἔρωτὰ του τὴν νύμφην Κλυτίαν. Ὁ Ὀβίδιος ἀφηγεῖται εἰς τὰς Μεταμορφώσεις: "Ναί, αἱ φλόγαι σου φθάνουν ὠς τὴν ἄκρην τῆς γῆς μὰ κι ἐσὺ ὁ ἴδιος καίγεσαι
Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ παντεπόπτης θεϊκὸς ἡλιακὸς ἀστὴρ καὶ ὁ τῆς ὁράσεως δωροδότης. Κατ' Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον ὁ Ἥλιος γεννᾶται ἐκ Θείας καὶ Ὑπερίωνος, Τιτάνων, Οὐρανοῦ καὶ Γαίας γένος.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 371-374]

Θεία δ’ ᾿Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
᾿Ηῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ ῾Υπερίονος ἐν φιλότητι.
apollo-helios_sm.jpgὉ ὁμηρικὸς ὕμνος περιγράφει "τὸν ἀκάμαντα Ἥλιον, ὅμοιον τοῖς ἀθανάτοις, ὃν φαίνει θνητοῖσοι καὶ αθανάτοισι θεοῖσιν ἵπποις εμβεβαώς" καὶ τρομερό εἶν’ τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὸ χρυσό του κράνος, αἱ ἀκτῖναι του ἀπαστράπτουσαι, καὶ εἰς τοὺς κροτάφους του αἱ περιγναθίδαι λαμπραὶ ἀπὸ ψηλὰ καὶ μὲ χάριν καλύπτουν τὸ τηλαυγές πρόσωπόν του. Καὶ καλός, περί σώματι λάμπει λεπτοΰφαντος χιτὼν "πνοιῇ ἀνέμων, ὑπὸ δ' ἄρσενες ἵπποι". Οἱ ἵπποι ὀνομάζονται Ἐῷος, Αἴθων, Πυρόεις καὶ Φλέγων, πνέουν δε πῦρ ἐκ τοῦ στόματος καὶ μυκτήρων. Στήσας τὸ χρυσόζυγον ἅρμα του, πέμπει τοὺς ἵππους του παρὰ τὸν θεσπέσιον Ὠκεανὸν, ὅπου αἱ Ὧραι τοὺς περιποιοῦνται καὶ τρέφουν οὗτους μὲ ἀμβροσίαν. Τὴν νύκτα ὁ Ἥλιος πλέει τὸν Ὠκεανὸν ἐν χρυσῷ κυπέλλῳ, ὃν Ἥφαιστος ἐτεχνούργησεν καὶ τὸ πρωὶ φθάνει καὶ πάλι εἰς ἀνατολὴν, ἀρχὴν τῆς ἡμερησίας διαδρομὴς του. Καλεῖται δὲ ἀκάμας διὰ τὸ ἀδιάλειπτον τῆς πορείας του.

[Ἰλιὰς, Σ, 484]

Ἥλιον ἀκάματον καὶ πλήθουσαν Σελήνην
Καὶ στὴ νῆσο Θρινακία θε να φθάσεις, που περίσσια
βόσκουν βόδια τοῦ Ἡλίου μὰ καὶ πρόβατα θρεμμένα·
εἶναι ἑπτὰ βοδιὼν ἀγέλες καὶ ἀρνιῶν τόσα κοπάδια,
τὸ καθένα ἀπὸ πενήντα· ποτὲ τούτα δὲ γεννοῦνε
καὶ ποτὲ δεν λιγοστεύουν· θεὲς εἶναι οἱ ποιμενίδες,
νύφες καλλιπλοκαμοῦσες, Φαέθουσα καὶ Λαμπετία,
που γέννησε ἡ θεία Νέαιρα ἀπὸ τὸν Ἤλιο.

[Ὀδύσσεια, μ, 127-134]
 odysseus_helios_m.jpgΚατ' Ἀριστοτέλην, ὁ ἀριθμὸς 350, τὸ σύνολον δηλαδὴ τῶν 7 ἀγελῶν, συσχετίζεται καὶ μὲ τὰς 350 ἡμέρας τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους. Τὰ μῆλα τοῦ Ἡλίου εἶναι ἱερά. Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σύντροφοί του ἐπροειδοποιήθησαν ἐκ τοῦ Τειρεσίως ἵνα μὴν βλάψουσιν τοὺς βοῦς, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς Θρινακίαν νῆσον. Ἀλλ΄ οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως τῇ ἀφορμῇ τῆς ἀπνοίας πολλῶν ἡμερῶν διαρκοῦσης ἀθετοῦν τὴν ὑπόσχεσίν των καὶ σφάζουν κρυφῶς ζῷα ἐκ τῶν ἱερῶν ἀγελῶν.

[Ὀδύσσεια, μ, 322-323]
μὰ δεινοῦ θεοῦ εἲν' τούτα τὰ θρεμμένα ἀρνιά καὶ βόδια,
τοῦ Ἡλίου, που τὰ πάντα τὰ θωρεῖ κι ἀκούει τὰ πάντα.
eos.gif

Ὁ θεὸς Ἥλιος τὸ ἔμαθε κι ἐζήτησε τὴν τιμωρίαν των, διὰ τὸ ἀσεβὲς, εἰδάλλως θὰ κατέλθει εἰς ᾍδην νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, ἀποστρέφων τὰς εὐεργετικὰς του ἀκτῖνας ἀπὸ τοῦ ὑπολοίπου κόσμου.
Ἀδιανόητον τοῦτον γὰρ ὁ κόσμος τῶν ζώντων ἐξ Ἡλίου φωτίζεται. Ἡ ἔννοια τοῦ ᾍδου τρόπον τινὰ "ὀριοθετεῖται" ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τὸ ἠλιακόν φῶς δὲν φθάνει ἐκεῖ (μὲ ὅποια ἔκφρασιν παίρνει τὸ "ἐκεῖ", π.χ. τὸ ἐσωτερικόν τῆς γῆς ὅπου ἀποθέτουμε τὸν νεκρὸν).

[Ὀδύσσεια, δ, 834-835]

ἐὰν ζῇ ἀκόμα κάπου καὶ θωρεῖ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
ἢ ἂν πέθανε καὶ εἶναι μέσ' στα δώματα τοῦ ᾍδου.
apollo_perugino_m.jpg
Ἄλλο παράδειγμα τῶν ὁρίων εἶναι τὸ σημεῖον ὅπου ὁ Ἥλιος σταματᾷ τὸ ἅρμα του καὶ ἀφήνει τοὺς ἵππους του νὰ ἀναπαυθούν καὶ νὰ τραφούν μὲθ' ἀμβροσίης παρὰ τὸν θαυμαστὸν Ὠκεανόν. Ὁ ἴδιος ἐπιβιβάζεται τοῦ χρυσοῦ κυπέλλου του καὶ διασχίζει τὸν Ὠκεανόν, καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός. Ὁ ποιητής τοποθετεῖ τοῦτον παρὰ τὸν Ὠκεανόν, ὁλίγον πρὶν τὸν ἀσφόδελον λειμῶνα, ποῦ τυπικῶς θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ τοῦ ᾍδου.

[Ὀδύσσεια, ὠ, 11-14]

Τὴν Λευκὴ Πέτρα περάσαν καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
καὶ τις πύλες τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν δῆμο τῶν Ὀνείρων
διαβήκαν, καὶ γοργὰ φθᾶσαν στὸ λιβάδι μ' ἀσφοδέλους,
ὅπου οἱ ψυχὲς διαμένουν, εἴδωλα τῶν πεθαμένων.
Ὁ ῥόλος τοῦ Ἠλίου εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ δικαίου, τὸν ὁδηγεῖ πάντοτε νὰ τὸ ἀναζητῇ καὶ ὡς Φαέθων, φαείνει μὲ τὸ φάος (φῶς) του, καὶ ὠς Φαναῖος φανερώνει, ἔτσι πάντοτε ἀνευρίσκει τὴν ἀλήθειαν. Ὥστε ὁ Ἥλιος ἀεὶ ἄσπιλος φωτοβολεῖ. Ὅσο ἄτοπον εἶναι νὰ ἀποσυρθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον τῶν ζώντων καὶ νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, τόσο και τὸ δίκαιο νὰ μὴν ἰσχύσῃ καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ μὴν τιμωρηθοῦν. Ὁ Δίας εἰσακούει τὸν λόγον τοῦ Ἠλίου καὶ ῥίπτει κεραυνόν κατὰ τοῦ πλοίου τοῦ Ὀδυσσέως. Ὅλοι του οἱ σύντροφοι πνίγονται καὶ μόνον ὁ Ὀδυσσεὺς ἐπιζεῖ, ὁ ὁποῖος τηρήσας τὴν ὑπόσχεσίν του δὲν βλάπτει τοὺς βοῦς, παρά τὰς δυσκολίας τῆς παρατεταμένης ἀπνοίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπιστίας τῶν συντρόφων του.
Ὁ Ἥλιος ἠνώθη μὲ τὴν Ῥόδην, κόρην τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης Ἁλιᾶδος, ἣ προσωνυμεῖται Ἀφροδίτης παῖς, διὰ τὸ κάλλος της.

[Πίνδαρος, Ὀλύμπια, ᾠδὴ 7]

ὑμνῶντας τὸ παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν νύμφην τοῦ Ἠλίου, τὴν Ῥόδον
Ὁ μῦθος τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Ῥόδης εἶναι ἀπὸ τοὺς γνωστότερους (ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις). Ὁ Πίνδαρος ἀφηγεῖται πῶς ὅταν ὁ Ζεὺς καὶ οἱ ἀθάνατοι ἐμοίραζαν τὴν χθόνα Γῆ, ἡ Ῥόδος οὐκ φανερὴ ἦν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ πόντου ἀλλὰ σὲ ἁλμυρὰ βάθη εὑρίσκετο ἡ νῆσος. Καθῶς ὁ Ἥλιος ἀπουσίαζε, ἑξαιρέθη τοῦ λαχνοῦ κι ἔμεινε δίχως μερίδιον εἰς τὴν πλατιὰ γῆ ὁ ἁγνὸς θεός. Ὁ Ζεὺς μόλις τὸ ἀντελήφθη, ἐθέλησε νὰ κάνῃ νέαν διανομήν, μὰ ὁ Ἥλιος δὲν τὸν ἄφησε, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι κάτι λαμπρὸν βλέπει νὰ μεγαλώνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, γῆ πολύτροφην διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλόφρονην διὰ τάς ἀγέλας.
Troy_Helios_m.jpg
Κι εὐθὺς ὁ θεὸς ἐκέλευσε τὴν χρυσότροχην Λάχεσιν νὰ ὑψώσῃ τὰς χείρας της καὶ νὰ προφερῃ τὸν μέγαν ὅρκον τῶν θεῶν, ὄχι μόνη της ἀλλὰ μετά νεῦματι τοῦ Κρονίωνος, πῶς ὅταν ἡ γῆ θὰ φανεῖ εἰς τὸν αἰθέρα θὰ ἀποδοθεῖ εἰς αὐτὸν, καὶ νὰ εἶναι ἐκείνη κορωνίς τῆς κεφαλῆς του, ἀφοῦ θὰ ἔμενε πίσω ταὶς τιμαὶς.
Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθησαν οἱ λόγοι, εἰς τάς κορυφὰς τῆς ἀληθείας ἔφθασαν, κι ἐβλάστησε ἐκ τῆς ὑγρῆς θαλάσσης, νῆσος, ἣν ἔχει ὁ γενέθλιος πατὴρ τῶν ὀξειῶν ἀκτίνων, ὁ ἄρχων τῶν ἵππων τῶν πνεόντων πῦρ. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ῥόδον μιχθεῖς μετὰ τῆς νύμφης, ἐγέννησεν ἑπτὰ παῖδας, τοὺς καλοῦμενους Ἡλιάδας, ὀνόματι Ὄχιμος, Κέρκαφος, Ἄκτης, Μάκαρ, Κάνδαλος, Τρίοπας, Τενάγης, διὰ τοὺς ὁποίους ἦταν παραδεκτόν ὅτι ἦσαν σοφότατοι ἀπ’ ὅλους τοὺς παλαιοὺς ἄνδρας, καὶ μία κόρην, τὴν Ἠλεκτρυόνην, ἡ ὁποία ἀπέθανε παρθένος καὶ ἔλαχε ἡρωικῶν τιμῶν ἀπὸ τοὺς Ῥοδίους.
lyreplay.gif
Συμφώνως πρὸς τὸν συγγραφέα τῶν Διονυσιακῶν, ἦσαν δε οἱ πάντες ἀστρολόγοι, διέταξαν τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ εἰσήγαν νέας πρακτικὰς είς ναυσιπλοΐαν. Φθονήσαντες δὲ τινὲς αὐτῶν τὸν Τενάγην ὠς εὐφυέστερον τὸν ἐφόνευσαν καὶ φωραθέντες ἐξορίσθησαν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ Μάκαρ ἐπέρασεν εἰς Λέσβον, ὁ Κάνδαλος εἰς Κῶ, ὁ Ἄκτις εἰς Αἴγυπτον, ὅπου ἔκτισεν τὴν Ἡλιούπολιν πρὸς τιμὴν τοῦ πατρὸς του καὶ ἐδίδαξε τὴν ἀστρολογίαν, καὶ ὁ Τρίοπας εἰς Καρίαν, ἀπὸ τον οποῖον ὀνομάσθη τὸ Τριόπιον ἀκρωτήριον.
Οἱ λοιποὶ υἱοὶ ἐκρίθησαν ἀθῷοι καὶ ἔμειναν εἰς τὴν Ῥόδον νῆσον, ὅπου ἐβασίλευσεν ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν Ὄχιμος. Ὁ Ὄχιμος ἐκ τῆς Ἠγητορίας νύμφης ἐγέννησεν τρεῖς υἱούς, τὸν Κάμιρον, τὸν πρεσβύτατον Ἰάλυσον καὶ τὸν Λίνδον. Οὗτοι ἐμοίρασαν τὴν γῆ που ἔχουν ἀπὸ τὸν πατέρα των σὲ τρία μέρη, ὄπως ἐπίσης καὶ τάς μοίρας τῶν πατρῴων πόλεων. Ἔκτοτε ἔτσι ὀνομάζονται αἱ πόλεις ὅπου ἔχουν τάς ἔδρας των. Θεαὶ ἀγαπημέναι τοῦ Ἡλίου ἀναφέρονται ἐπίσης αἱ Ὠκεανίδαι Κλυμένη καὶ Περσηὶς. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Κλυμένης γεννᾶται ὁ Φαέθων διὰ τὸν ὁποῖον θὰ κάνουμε λόγον παρακάτω. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Περσηίδος, γεννῶνται ἡ Κίρκη καὶ ὁ Αἰήτης, σημαντικὰ πρόσωπα εἰς τὴν μυθολογίαν περὶ τῶν Ἀργοναυτῶν καὶ περὶ τοῦ Ὀδυσσέως. Ἄλλοι μῦθοι λέγουν ὅτι γόνοι τους εἶναι ἐπίσης ἡ Πασιφάη (ἡ σύζυγος τοῦ Μίνωος) καὶ ἡ Καλυψὼ.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 956-962]

Εἰς ἀκούραστον Ἥλιον ἐγέννησεν ἡ ξακουστὴ Ὠκεανίνη,
ἡ Περσηίς, τὴν Κίρκην καὶ τὸν βασιλέα Αἰήτην.
Καὶ ὁ Αἰήτης ὁ υἱὸς τοῦ Ἡλίου τοὺς ἀνθρώπους που φωτίζει,
τὴν κόρην τοῦ Ὠκεανοῦ, τέλους τῶν ποταμῶν ἁπάντων,
ἔλαβε μὲ τῶν Θεῶν τὴν βούληση, τὴν καλλιπάρηον Ἰδυίαν.
Κι ἐκείνη τὴν καλλίποδην Μήδειαν γέννησε στὸν ἔρωτα του
δαμασμένη ἀπ’ τὴν χρυσὴν Ἀφροδίτην.
Ὁ Αἰήτης εἶναι ὁ μέγας βασιλεὺς τῆς Αἰαίας καὶ πατὴρ τῆς Μήδειας. Ἡ κόρη τοῦ Αἰήτου, ὄπως καὶ ἡ Κίρκη εἶναι μία κόρη σοφή, που γνωρίζει τὰς δυνάμεις τῶν βοτανῶν, τὰς κινήσεις τῶν ἀστέρων καὶ τὰς μαγικὰς ῥήσεις, ὠς προστατευόμενη τῆς Θεάς Ἑκάτης, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται. Ἡ Μήδεια μὲ τὴν τέχνην της θὰ βοηθήσει τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς συντρόφους του νὰ κερδίσουν τὸ δέρας τοῦ χρυσομάλλου Κριοῦ, που εἶχε φέρει τὸν Φρίξον εξ’ Ἄργους ἐς Κολχίδαν καὶ ἐς βασιλέα Αἰήτην. [ὅρα Κριοῦ Μῦθοι]

[Ὀδύσσεια, μ, 1-4]

Ἀφοῦ ἄφησε τὸ πλοῖο τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
ἔφθασε μετὰ στὸ κῦμα τῆς πλατύδρομης θαλάσσης
καὶ στὴ νῆσο Αἰαία ὅπου τῆς Αὐγῆς τοῦ ὄρθρου κόρης
οἱ χοροὶ κι ἡ οἰκία εἶναι κι οἱ ἀνατολές τοῦ Ἡλίου
Circe_Ulysses_m.jpg
Μετ’ ἐπεμβάσεως τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν συμβουλεύει καὶ τοῦ δίνει τὴν βοτάνην μῶλυ, ὁ Ὀδυσσεὺς δεν καταβάλλεται καὶ ἡ Κίρκη ὁρκίζεται να τοῦ παρέχῃ κάθε βοήθειαν [ὅρα Ἑρμοῦ μυθολογία].

[Ὀδύσσεια, κ, 135-139]

Καὶ ἐφθάσαμε στην νῆσο τὴν Αἰαία· ἐκεῖ ζοῦσε
ἡ καλλιμαλούσα Κίρκη, Θεὰ ἀνθρωπολαλούσα,
αὐταδέλφη τοῦ Αἰήτη, που ὀλέθρια σκέψη εἶχε.
Καὶ οἱ δύο γεννηθήκαν ἀπ' τὸν φωτοδότηἭλιο
κι ἀπὸ τη μητέρα Πέρση, που ὁ Ὠκεανὸς ἐγέννα
Ὁ Ὅμηρος διηγεῖται πὼς ἡ Αἶα εὑρίσκεται εἰς τὴν μακρινὴν ἀνατολήν, πέραν τῆς χώρας τῶν Κιμμερίων Σκυθῶν, βορείως τῶν ὀρέων τοῦ Καυκάσου. Ἐκεῖ εἶναι τὰ δώματα τῆς Ἠοῦς, καὶ μία ἐκ τῶν ἐποχιακῶν ἀνατολῶν τοῦ Ἡλίου. Ἡ Κίρκη καὶ ἡ δύναμίς της θὰ ἀποτελέσουν δοκιμασία διὰ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τοὺς συντρόφους του, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς τὴν νῆσον ὅπου ἡ θεὰ κατοικεῖ, καὶ οἱ πλέον ἀπρόσεχτοι ἐξ’αὐτῶν μεταμορφώνονται σὲ γουρούνια. Ἡ Κίρκη, ὠς κάθε θεὸς που προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἡλίου, ἔχει ἔντονον τὸ στοιχεῖον τῆς καθαρότητος. Οἱ ἡλιακοὶ γόνοι ἀποστρέφονται τοὺς ἀκαθάρτους, ἡ παρουσία τους καὶ μόνον, ἐμφανίζει τὸ ὅποιον ἀκάθαρτον στοιχεῖον, καθιστώντας τοῦτον ἔκδηλον καὶ πασιφανὲς.
heliusclytia_m.jpg Ἀπό τοὺς μύθους, τοὺς ἀναφερόμενους εἰς τοὺς ἔρωτας τοῦ Ἡλίου, πολὺ γνωστὰ εἶναι τὰ περὶ τῆς Κλυτίης καὶ Λευκοθόης. Ὁ Ἥλιος, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνακάλυψε τὸν κρυφὸν ἔρωτα τῆς Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεως, εἰδοποιεῖ τὸν Ἥφαιστον, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ τέχνασμα τῶν ἀοράτων δεσμῶν [ὅρα Ἀφροδίτης μυθολογία].
Ἡ καλλίγραμμη Ἀφροδίτη πρὸς ανταπόδοσιν, τοῦ ἐμπνέει παράφορον ἔρωταν διὰ τὴν Λευκοθόην, κόρην τῆς Εὐρυνόμης καὶ τοῦ Ὀρχάμου, βασιλέως τῆς Περσίας. Ὁ Ἥλιος ὅμως τότε ἐτιμοῦσε μὲ τὸν ἔρωτὰ του τὴν νύμφην Κλυτίαν. Ὁ Ὀβίδιος ἀφηγεῖται εἰς τὰς Μεταμορφώσεις: "Ναί, αἱ φλόγαι σου φθάνουν ὠς τὴν ἄκρην τῆς γῆς μὰ κι ἐσὺ ὁ ἴδιος καίγεσαι ἀπὸ νέα φλόγα. Τὸ βλέμμα σου ὅλα πρέπει να τὰ ἀγκαλιάζῃ μὰ σὺ ἔχεις τοὺς ὀφθαλμοὺς σου στρέψει εἰς Λευκοθόην καὶ δίνεις εἰς μία μόνον κόρην τὸ βλέμμα που ὅλος ὁ κόσμος ἀποζητεῖ." Ἄλλοτε ὑψωνόταν πολὺ νωρὶς εἰς τὴν ἀνατολὴν κι ἄλλοτε καθυστεροῦσε να δύσῃ διὰ νὰ τὴν βλέπῃ, παρατείνοντας τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος. Ἄλλοτε φόβον εἶχε εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τοῦτο ἐμόλυνε τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας, προκαλῶντας φόβον εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
heliusleucothoe_m.jpgΤόσος ὁ ἔρως τοῦ θεοῦ πρὸς Λευκοθόην που καὶ Κλυμένης καὶ Ῥόδης καὶ Κίρκης μητρὸς καὶ Κλυτίας ἀπεῖχε. Διὰ νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀγαπημένην του ὁ Ἥλιος διὰ τῆς μορφῆς τῆς μητρὸς της τῆς ζητεῖ να ἀφήσει τὰς φίλας της ώστε νὰ τῆς φανερώσῃ μυστικόν τινά. Ἡ Λευκοθόη ἀνυποψίαστη διώχνει τὰς συνοδούς της καὶ τότε ὁ ἐρωτευμένος Ἥλιος ἐμφανίζεται ἐμπρὸς της. Λουόμενη τῇ λάμψει τοῦ θεοῦ ἡ νεαρά κόρη δέχεται τὸν ἔρωτὰ του. Ἡ Κλυτία ὅμως ὑποφέρωντας ποὺ ἐστερήθη τὸ βλέμμα τοῦ Ἡλίου, ἀποκαλύπτει εἰς τὸν πατέραν τῆς Λευκοθόης τὰ συμβάντα. Ὀργισθεῖς ὁ βασιλεὺς διατάσσει νὰ θάψουν ζωντανὴ τὴν κόρην ὑπὸ σωρῶν ἄμμου. Ὁ Ἥλιος καταφθάνει καὶ προσπαθεῖ να ξαναδώσῃ ζωὴν εἰς τὴν ἀγαπημένην του. Μόνον ὁ θάνατος τοῦ υἱοῦ του, Φαέθοντος, τοῦ εἶχε προκαλέσει ἀνάλογον πόνον.
Ἀλλ’ ἡ Λευκοθόη εἶχε συνθλιφθεὶ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐγερθῇ. Τότε ὁ Ἥλιος ἄλειψε τὸ σῶμα της μὲ νέκταρ καὶ εἶπε "θὰ φθάσεις εἰς τὸν οὐρανόν" τότε τῇ θέσει της ἐφύτρωσε θάμνος τοῦ ὁποίου τὸ προϊὸν καιόμενον φθάνει εἰς τὸν οὐρανόν. Πρόκειται διὰ τὸν λίβανον, ἔξοχον θρησκευτῶν θυμίαμα. Ἔκτοτε ὁ Ἥλιος ἀπέλειψε ἐκ τῆς καρδίας του τὴν Κλυτίαν. Ἐκείνη λιώνοντας ἀπὸ θλίψιν οὔτ’ ἔτρωγε οὔτ’ ἔπινε καὶ κατόπιν ἐννέα ἡμερῶν μεταμορφώθη εἰς τὸ φυτόν ἡλιοτρόπιον. Λέγεται δὲ ὅτι διαρκῶς φλέγεται ἀπὸ ἔρωτα διὰ τὸν θεὸν καὶ διὰ τοῦτον ὁ ἀνθὸς τοῦ ἡλιοτροπίου στρέφεται καὶ ἀκολουθεῖ τὴν πορείαν τοῦ Ἡλίου.
 Φαέθοντος Μύθος
Ἀπὸ τοὺς παλαιότερους μύθους, κατέχει διάκριτην θέσιν εἰς τὴν μυθολογίαν. Ἔχει δὲ ἰδιαιτέρα ἀστρολογικὴν σημασίαν διὰ τὰ οὐράνια φαινόμενα ποὺ περιγράφει.Ὁ Ὠκεανὸς ἐκ τῆς ἀρχεγόνου ἐνώσεώς του μετὰ τῆς Τηθύος, ἔκανε τὴν Κλυμένην, ἀρίστη τῶν Νηιάδων, παρθένον κραταιάν. Ἐκείνης ὁ Ἥλιος ὠς εἶδεν τὴν μορφήν, ἄναψε ὁ πυρσὸς τοῦ Ἔρωτος ἐντὸς του, πιὸ δυνατὸς κὶ ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας του, ποὺ ἄλικα βάφουν τὰ ὕδατα τοῦ Ὠκεανοῦ. Κὶ ἔβλεπε τὴν παρθένον ὁπότε γυμνὴ ἄστραφτε ὡσὰν τὴν πανσέληνον, λουόμενη εἰς τὰ ὕδατα τοῦ πατρὸς της.
Clymene_m.jpgἜτσι, ὁ Ὠκεανὸς ἔδωσε τὴν κόρην του εἰς τὸν αἰθέριον ἁρματηλάτην, κὶ ἐκείνη ἐδέχθη τὸν θερμὸν τῆς σύντροφον εἰς τὴν ψυχρὴν της ἀγκάλη. Τὴν λαμπρὴν ἕνωσιν ἑσυνόδευσαν αἱ Ὥραι καὶ ὁ χορὸς τῶν Νηιάδων, ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἀστὴρ Ἑωσφόρος καὶ αἱ ἀκτίναι τῆς Σελήνης, οἱ ἀλαλαγμοὶ τῶν Ἑσπερίδων νυμφῶν καὶ ἡ μελῳδία τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἡ Κλυμένη ἐκ τῆς γονίμου ἐνώσεώς της μετὰ τοῦ Ἡλίου, ἐγέννησε βρέφος θεϊκὸν καὶ φωτοφόρον, τόσο ποὺ ὁ πατὴρ, ἔδωσε τὸ δικὸν του ὄνομα τῷ υἱῷ. Καὶ τὸ λαμπρὸ πρόσωπον τοῦ μικροῦ Φαέθοντος σήμαινε ἐμφανῶς τὴν καταγωγὴν του. Ἐγέννησε καὶ κόρας ὀκτὼ ἐκ τοῦ Ἡλίου ἡ Κλυμένη - αἱ Μερόπη, Ἡλίη, Φοίβη, Αἰθερίη, Αἴγλη, Διοξίππη, Φαέθουσα καὶ Λαμπετίη, καλοῦμεναι Ἡλιάδαι.
 Ἀργότερα ἡ Κλυμένη ἔλαβε σύζυγον θνητόν τὸν Μέροπα, βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων, ὃς ἀνέθρεψε τὰ τέκνα της ἀπὸ τὸν Ἥλιον. Ὁ Φαέθων μεγαλώνοντας ἔγινε εἷς λαμπρὸς νέος, καὶ ἐμπνεόμενος ἐκ τοῦ πατρός του, ποθοῦσε σφοδρῶς νὰ ὁμοιάσῃ μὲ ἐκεῖνον. Συνομήλικος τοῦ Φαέθοντος, εἰς τὰ ἔτη καὶ τὴν καταγωγήν, ὁ Ἰναχίδης Ἔπαφος τῆς Αἰγύπτου, ἐνοχληθεὶς ἀπὸ τὴν περηφάνειαν τοῦ νεαροῦ, ἀμφισβήτησε μίαν ἡμέραν τὴν τοῦ Φαέθοντος πατρότηταν, μετὰ σκληρῶν λέξεων.
Ὁ Φαέθων εὐθὺς ὠς ἄκουσε ἐκεῖνα, ἔσπευσε πρὸς τὴν μητέραν του λυπηθεῖς ἀλλὰ καὶ ὀργισθεῖς διὰ τὸ συμβάν, ζητώντας ἀκλόνητον ἀπόδειξιν ὅτι ἀληθῶς ὁ Ἥλιος ἐστὶ ὁ πατὴρ του. Ἡ Κλυμένη καθησύχασε τὸν υἱὸν της καὶ ὑψώνοντας τὰς χεῖρας της πρὸς τὸν Ἥλιον, ἐπικαλουμένη ἐκεῖνον ὠς μάρτυρα ὁρκίσθη πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ πατὴρ τοῦ Φαέθοντος. Εἶπε δὲ τῷ υἱῷ της πὼς δύναται νὰ συναντήσῃ ὁ ἴδιος τὸν πατέρα του καὶ νὰ τὸν ῥωτήσει, διότι ἡ χώρα ἀπὸ ὃπου ἀνατέλλει συνορεύει μὲ τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὁ Φαέθων εὐθὺς ἀνεχώρησε πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ πατρὸς του. 
Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἡλίου, ηὕρε τὸν πατέραν του εἰς τὰ δώματά του. Ἐκείνος εὐθὺς τὸν ἐγνώρισε καὶ τὸν ἐδέχθη μὲ πολλῄ χαρᾴ. Τότε ὁ Φαέθων ἀπηύθυνε παράκλησιν μεγάλην, ζητώντας ἀπὸ τὸν πατέραν του, ἀπόδειξιν φανερὴν τοῖς ἅπασι, πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ υἱὸς του καὶ νὰ θέσῃ τέλος εἰς τὰς ὅποιας ἀμφιβολίας. Ὁ Ἥλιος ἀφηνοντας πλὰι του τὸν ἐκθαμβωτικὸν του στέφανον, ἀγκάλιασε τὸν Φαέθοντα, κι ἐπρόφερε τὸν μέγα ὅρκον τῶν Θεῶν, εἰς τὰ ὕδατα τῆς Στυγός, πὼς θὰ πραγματοποιήσει ὅποιαν χάριν τοῦ ζητήσει ὁ νέος, ὥστε νὰ καταστῃ ὁλοφάνερη ἡ ἡλιακὴ του καταγωγὴ καὶ ἡ καρδία του νὰ ἠρεμήσῃ. Καὶ ὁ Φαέθων ἐζήτησε τὴν μεγίστην χάριν, νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ὁδηγήσῃ ἐκεῖνος τὸ λαμπρὸν ἅρμα τοῦ Θεοῦ διὰ μίαν ἡμέραν. Μάταια ὁ Ἥλιος μὲ γλυκούς λόγους ἐπιχείρησε νὰ τὸν μεταπείσῃ.
giovanni-apollo-phaethon_m.jpg

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 196-211]

Ὤ, τέκνον Ἡλίου, τοῦ Ὠκεανοῦ γένος ἀγαπητὸν,
ἄλλο προνόμιο ζήτα, τὶ σχεσιν ἔχεις μὲ τοῦ Ὀλύμπου τὸ ἅρμα;
ἀπαίδευτος εἶσαι ἱππικῆς, διὰ τοῦτον οὒ δύνασαι
τὸ ἅρμα μου νὰ ὁδηγήσῃς, ποὺ κι ἐγὼ μόλις τὸ καταφέρνω.
Οὔτε ποτὲ ὁ ὁρμητικὸς Ἄρης ὁπλίσθη μὲ φλογερὸν κεραυνόν,
ἀλλὰ τὴν σάλπιγγα ἠχεῖ καὶ ὄχι τὰς βροντάς,
οὔτε τὰ νέφη, ὁ Ἥφαιστος, τοῦ πατρὸς του συλλέγει,
μήτε καλεῖται Νεφεληγερέτης, ὠς ὁ Κρονίων,
ἀλλὰ πλησίον τῆς πυρᾶς τὸν σίδηρον κτυπᾷ μὲ τὸ σφυρί του,
καὶ τεχνητῶς ποιεῖ τὸ φύσημα τῶν τεχνητῶν ἀνέμων,
κύκνον ἔχει ὁ Ἀπόλλων πτερωτὸν κὶ ὄχι ταχὺν ἵππον,
μήτε τὴν πύρινην ἀστραπὴν ἐγείρει, τοῦ προγόνου του,
κὶ ὁ Ἑρμῆς ῥάβδον ἔχει, ὄχι τὴν αἰγίδα τοῦ πατρὸς του.
ἀλλὰ θὰ πεῖς "τῷ Ζαγρῇ ἔδωσε κεραύνιον σπινθῆρα".
Ὁ Ζαγρεὺς τὸ σκῆπτρον ὕψωσε καὶ τῷ ὀλέθρῳ ὁδηγήθη,
Ἔχε σέβας παιδὶ μου, παρόμοια συμφορὰ νὰ μὴν πάθῃς.
Ἀλλ' ὁ Φαέθων δὲν ἐπείθετο τοῖς σοφοῖς λόγοις τοῦ πατρὸς του, ἐπιμένων δὲ εἰς τὴν παράκλησιν, ὁ Ἥλιος ὑπεχώρησε, ἔχοντας λάβει μέγα ὅρκον ποὺ ὄφειλε ὄπως τηρήσῃ. Γνωρίζοντας τὴν πιθανὴν ἀτυχὴν ἔκβασιν, ἐπιχειρησε νὰ διδάξῃ ὀσο καλύτερα ἠδύνατο τὸν νεαρὸν Φαέθοντα, περὶ τῆς τοῦ ἡλιακοῦ ἅρματος ἠνιοχίας.

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 222-290]

Δώδεκα εἶναι ὅλοι οἱ τοῦ πυρώδους αἰθέρος οἶκοι,
στοῦ γλαφυροῦ Ζῳδιακοῦ τὴν κυκλικὴν περιφέρειαν ὁρισμένοι,
ἀκολουθώντας σὲ σειρά, διάκριτοι, ἐκεῖνοι μόνοι ἀποτελοῦνε
τὴν λοξὴν πολυέλικτον ἀτραπὸν τῶν ἀεικινήτων πλανητῶν.
Κὶ ἐλίσσεται ὁ Κρόνος γύρω ἀπὸ ἕκαστον οἶκον, εἰς τὴν ἑβδόμην τοῦ κύκλου ζώνην,
ἔρποντας στὰ βαριὰ του γόνατα ἕως ποὺ μόλις, μετὰ ἀπὸ καιρὸν
τελειώνει, σὲ τριάντα κύκλους τῆς παλίνδρομου Σεληνης.
Στο ὕψος τῆς ἕκτης, ταχύτερος ἀπὸ τὸν πρόγονόν του
ἔχει τὸν δρόμον του ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρὰ ὁ Ζεύς,
διατρέχοντας ἕκαστον οἶκον σὲ ἕνα ἡλίου ἔτος,
εἰς δὲ τὴν τρίτην σὲ ἐξήντα ἡμέρας παρέρχεται ὁ ἔμπυρος Ἄρης,
γείτων τοῦ πατρὸς σου· καὶ εἰς τὴν τετάρτην ἀνατέλλω ἐγὼ ὁ ἴδιος
στεφανωμένος τέμνοντας μὲ τὸ ἅρμα μου ὅλον τὸν οὐρανὸν
ὠς ἀκολουθῶ τῶν οὐρανίων ἑλίκων τοὺς πολυκαμπεῖς κύκλους,
φέροντας πιστᾶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου, κυκλούμενος ἀπὸ τὰς Ὧρας
περὶ τῶν τροπῶν, ἕως ὁλόκληρον τὸν οἶκον νὰ ὀδεύσω,
πληρώντας ὠς συνήθως ἔναν τέλειον μῆνα· ποτὲ τὴν πορεία μου
δὲν ἀφήνω ἐλλιπῆ γυρνώντας σὲ ἀνάδρομον πορεία,
οὔτε πάλι ὀρθοδρομῶ, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι πολυκαμπεῖς ἀστέρες
πάντα ἔχουν ἀντίθετας πορείας κατὰ τὴν περιπλάνησίν των,
πισωδρομώντας, τελοῦν καὶ τὰς δύο κινήσεις, ἐμπρός καὶ πίσω,
καὶ σὰν φθάσουν τὸ ἥμισυ τῆς διαδρομῆς των ἀνάδρομα κινοῦνται,
δεχόμενοι ἀμφοτέρωθεν τὴν μονοπλεύρην λάμψιν μου.
Ἐξ ἐκείνων, μία εἶναι ἡ κερασφόρος Σελήνη ποὺ τὸν οὐρανὸν λευκαίνει,
μόλις πληρεῖ ὅλον τὸν κύκλον της καὶ μὲ τὸ σοφὸν της πῦρ τὸν μῆνα γεννᾷ,
ἠμιφανῆς, ἐπίκυρτος καὶ πλήθουσα ὅταν δείχνει ὁλο τὸ πρόσωπόν της.
Ἀπέναντι τῆς Μήνης ἐγὼ τὴν σφαῖραν μου ἑλίσσω,
τὴν λαμπρὴν θρέπτειραν τῶν γεννημάτων τῶν ἀγρῶν,
καὶ γύρω ἀπὸ τοῦ ζῳδιακοῦ τὰς τροπὰς ὀδεύω τὸν ἀτέρμονον κύκλον μου,
γεννῶντας τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καθῶς περνῶ ἀπὸ οἶκον σὲ οἶκον,
τελειώνοντας δὲ ἔναν ὁλόκληρον κύκλον, φέρω τὸ ἔτος.
Νὰ προσέχῃς τὰ σημεῖα τῶν συνδέσμων μου μὲ ἐκείνην, διότι σὰν πλησιάσεις,
θὰ ἕλξεις μὲ τὸ ἅρμα σου τὸν σκιερὸν τῆς κῶνον,
ποὺ θὰ κλέψει ὁλο τὸ φέγγος ἐπισκιάζοντας τὸ ἅρμα σου.
Οὔτε νὰ παρεκλίνῃς ἀπὸ τὴν συνήθην τοῦ κύκλου μου πορείαν,
μήτε τοὺς πολύπλεκτους ἕλικες μὲ τοὺς πολυκαμπεῖς δεσμούς,
τῶν πέντε παραλλήλων κύκλων νὰ ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ δῇς,
καὶ ἀφεθείς, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὰς συνήθειας τοῦ πατρὸς σου,
μὴν σὲ ἐκτρέψουν ἀπὸ τῆς πορείας σου ἐν αἰθέρι οἱ ἀφηνιασμένοι ἵπποι.
Οὔτε καθώς κοιτᾷς τοὺς δώδεκα κύκλους τῆς πορείας σου,
νὰ βιασθῇς νὰ τοὺς διασχίσεις, καὶ καθῶς τὸ ἅρμα σου
διατρέχει τὸν Κριὸν μὴν ἐπιχειρήσεις νὰ περάσῃς ἀπ΄ τὸν Ταῦρον.
Τὸν γείτονά του μὴν ζητεῖς, τὸν προάγγελον τοῦ ὀργώματος,
τὸν ἀστερόφοιτον Σκορπιόν, ὅταν ἀπὸ τὸν Ζυγὸν διελαύνῃς,
πρὶν νὰ συμπληρώσῃς τριάντα μοίρας.
Ἀλλὰ σὺ ἀκουσε μὲ κὶ ἐγὼ τὰ πάντα θὰ σοῦ διδάξω.
Τὸ κέντρον ὅλου τοῦ κόσμου, τὸ μεσόμφαλον ἄστρον τοῦ Ὀλύμπου,
τὸν Κριὸν καθως διαβαίνω, φθάνω τὴν ἐξαρσίν μου, τὸ ἔαρ αὐξάνοντας,
καὶ τὴν τροπικὴν τοῦ Ζεφύρου προάγγελον καμπύλην περνώντας,
ποὺ τὴν νύκτα μὲ τὴν ἡμέρα ἰσορροπεῖ,
ἄγω τὸν δροσερὸν δρόμον τῆς χελιδονοφόρου ἐποχῆς,
Τοῦ Κριοῦ δὲ ὅταν διατρέχω τὸν ἀπέναντι νέρτερον οἶκον,
εἰς τῶν Χηλῶν τοὺς δύο ζυγοὺς στέλνω ἰσομερῶς τὸ φῶς μου,
φέροντας καὶ πάλι τὴν ἰσοζυγίαν μεταξὺ νυκτὸς καὶ ἡμέρας,
καὶ τὸν φυλλοσείστην δρόμον ἄγω τῆς φθινοπωρίδος ἐποχῆς,
φέγγοντας λιγότερο κατὰ τὴν διέλευσίν μου ἀπὸ τὴν χαμηλότεραν τροπὴν
τοῦ φυλλοβόλου μηνός, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν χειμῶνα κομίζω,
τὸν βροχερὸν, ἀπὸ τὴν ῥάχιν τοῦ ἰχθυόεντος Αἰγοκέρωτος,
ὥστε εἰς τοὺς γεωργοὺς ἡ γαῖα νὰ γεννήσει τὰ φερέσβια δῶρα της,
γονιμοποιηθεῖσα ἀπὸ τὸν ὄμβρον καὶ ἔχοντας διὰ μαῖαν τὴν δρόσον.
Καὶ τὸ θέρος ἑτοιμάζω, τὸν σταχυόκομον ἄγγελον τοῦ θερισμοῦ,
μαστιγώνοντας μὲ θερμοτέραις ἀκτῖναις τὴν πυρωμένην γαῖαν,
ὅταν διελαύνω ἀπὸ τὴν ὑψηλότερην τροπήν μου,
τὸν Καρκίνον, ἀπέναντι τοῦ παγεροῦ Αἰγοκέρωτος,
αὐξάνοντας ἀμφότερους τὸν Νεῖλον καὶ τοὺς στάφυλους.
Σὰν ἀρχίσῃς τὸν δρόμον σου νὰ περάσῃς κοντὰ ἀπὸ τὸν Κέρνην,
καὶ τοῦ Φωσφόρου τὸν ἀπλανῆν δρόμον νὰ ἀκολουθήσῃς,
ποὺ προηγεῖται τοῦ ἅρματός σου, ἔτσι θὰ κρατήσεις τὴν πορεία,
καὶ τὸν δρόμον σου θὰ διευθύνουν αἱ δώδεκα κυκλάδαι Ὧραι.
phaethon_driving_m.jpgΚαὶ ὁ Ἥλιος ἑτοποθέτησε τὸν χρυσὸν του στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Φαέθοντος καὶ τοῦ ἐδωσε τὸ ἅρμα. Αἱ Ὧραι ἔφεραν τοὺς φλογεροὺς ἵππους καὶ ὁ Ἑωσφόρος ἔλαβε θέσιν ἐμπρος του. Ὁ Φαέθων ἐπιβιβάσθη τῷ πύρινω ἅρματι καὶ κρατώντας τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων ὑψώθη ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀρχίζοντας τὴν πρώτην του πορείαν. Σὰν ὑψώθη καὶ ἀντίκρυσε τὴν γῆ ἀπὸ ψηλᾶ καὶ τοὺς ἀστέρας τῆς ἡλιακῆς διαδρομῆς, τὸ θέαμα τὸν συνέπηρε.
Ὅμως ἀδυνατοῦσε νὰ ὁδηγήσῃ μὲ μέτρον καὶ ἄλλοτε μαστίγωνε τοὺς ἵππους ἀναγκάζοντας τους σὲ ταχύτερην πορείαν κὶ ἄλλοτε τοὺς συγκρατοῦσε ἀπότομα. Οἱ ἵπποι διαισθανόμενοι τὴν διαφορὰν τοῦ ἠνιόχου ἐταράχθησαν κι ἐτράπησαν εἰς ἀνεξέλεγκτον καλπασμον. Ἐταράχθη καὶ ὁ Φαέθων ποὺ δὲν ἐγνώριζε πὼς νὰ τοὺς ἠρεμήσῃ καὶ νὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμὴν των. Εἰς μεταγενέστερην ἐκδοχήν τοῦ μύθου, οἱ ἵπποι ἀφηνιάζουν ὅταν τὸ ἅρμα περνάει ἀπό τὸν ἀστερισμόν τοῦ Σκορπιοῦ.Ἔτσι τὸ ἅρμα προχωροῦσε δίχως μέτρον καὶ ῥυθμόν, διελαύνοντας ἀπὸ τοὺς οἴκους σὲ ἀνίσους περιόδους, ἐνῶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καὶ ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς εἰχαν διαταραχθεῖ. 
phaethon_falling_m.jpgΜὰ καὶ οἱ ἀστέρες δὲν ἔμειναν ἀνεπηρέαστοι ἀλλὰ ὁ αἰωνίως ῥυθμικὸς χορὸς των ἐταράχθη διότι τὸ ἅρμα ἀπομακρύνθη ἐκ τοῦ ζῳδιακοῦ δρόμου. Καὶ ἂλλοτε μὲν ἀνέβαινε εἰς τὰ ὕψη καὶ ἄνθρωποι καὶ γῆ ἐφθείροντο ἀπὸ τὸ ψῦχος ἐνω ὁ οὐρανός κατεφλέγετο, ἂλλοτε δὲ ἐφέρετο προσγειότερον κατακαίοντας ὄρη καὶ ξηραίνοντας ποταμοὺς ἐνῶ ἡ θάλασσα ἔβραζε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν θέρμην. Τοῦτα βλέποντας ὁ Ζεύς, διὰ νὰ παύσῃ τὸ κακὸν, ἠναγκάσθη νὰ κατακεραυνώσῃ τὸν Φαέθοντα καὶ τὸ σῶμα του ἔπεσε εἰς τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ἐταῦτισαν μὲ τὸν Πάδον ποταμὸν τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ζεὺς ἐρρύθμισε πάλι τὸν χορὸν τῶν ἄστρων, ἔσβησε τὰς πυρκαγιὰς ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπὶ γῆς καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἅρμα εἰς Ἥλιον. Εἰς μεταγενέστερους μύθους ἀναφέρεται πὼς ὁ Φαέθων καταστερίσθη εἰς τὸ ἄστρον τοῦ Ἠνιόχου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον τῶν ἀστέρων τοῦ Ἠριδανοῦ. Ὅμως οἱ παλαιότεροι συσχετίζουν τὸν Ἠνίοχον μὲ τὸν ἥρωα Ἐριχθόνιον. Αἱ ἀδελφαὶ τοῦ Φαέθοντος ἦλθαν πλησίον τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔθαψαν ἐκεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ των.
heliades_m.jpg
Ἐθρήνησαν πολὺ τὸν θάνατον τοῦ Φαέθοντος καὶ δὲν ἔπαυαν κλαίουσαι ἡμέρα καὶ νύκτα, ἔτσι μεταμορφώθησαν εἰς λεύκας, αἱ ὁποῖαι τὴν ἴδιαν ἐποχὴν ἐτησίως ῥίπτουν δάκρυα ποὺ σκληραίνουν τῇ ἐκθέσει των εἰς Ἥλιον καὶ γίνονται ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν ἤλεκτρον, οἱ δὲ νῆσοι ἐπὶ τοῦ Πάδου ποταμοῦ ὀνομάσθησαν Ἠλεκτρίδαι. Ἔκτοτε καὶ ὁ Ἥλιος ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν Ἠλέκτωρ πρὸς τιμὴν τοῦ υἱοῦ του.
Τὸ δὲ ἤλεκτρον χρησιμοποιεῖται εἰς τούς θρήνους διὰ ὅσους πεθαίνουν νέοι ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν γαμήλιαν ἀμφίεσιν τῶν Ῥωμαίων νυμφῶν.

[Σκυθίνος]

ἣν ἁρμόζεται
Ζηνὸς εὐειδὴς Ἀπόλλων πᾶσαν, ἀρχὴν καὶ τέλος
συλλαβών, ἔχει δὲ λαμπρὸν πλῆκτρον ἡλίου φάος
Ἂν καὶ ὁ Ἥλιος ταυτίζεται συνήθως μὲ τὸν Θεὸν Ἀπόλλωνα, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία σημαντικὴ διάκρισις μεταξὺ των. Ὁ Ἥλιος εἶναι αἰσθητὸν ὂν καὶ ἀντανάκλασις τοῦ νοητοῦ Θεοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῶν Ἰδεῶν του ἐπὶ τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἔτσι δὲν εἶναι ὀρθόν νὰ θεωροῦμε ὃτι ταυτίζονται ἀλλ' ὃτι ὁ Ἥλιος προέρχεται ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἀποτελεῖ μία ἐκ τῶν ἐλλογίμων ἐκφράσεων τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ ὁρατὸς θεὸς ἐνῶ ὁ Ἀπόλλων ὁ νοητός, ὁ ὁποῖος εἶναι αἴτιον καὶ ἀρχή τοῦ ὁρατοῦ. Ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἡλίου ὀφείλεται εἰς Ἀπόλλωνα ἐνῶ ἡ ὑπαρξις τοῦ Ἀπόλλωνος δὲν ὀφείλεται εἰς Ἥλιον ἀλλ΄εἶναι αὐθύπαρκτος, ἀπορρέουσα ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ του.

[Πλούταρχος, Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν]

'...ἂν βέβαια σύμφωνα μὲ τὴν δικὴν σας ἄποψιν πρέπει νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Ἀπόλλων καὶ ὁ Ἣλιος δὲν εἶναι δύο θέοι ἀλλὰ εἷς'. Καὶ ὁ Σαραπίων εἶπε 'κι ἐσύ δὲν τὸ νομίζεις καὶ θεωρεῖς ὃτι ὁ Ἥλιος διαφέρει τοῦ Ἀπόλλωνος;' 'ἐγῶ', εἶπα, 'πιστεύω ὃτι διαφέρει τόσο ὄσο ὁ Ἥλιος ἀπὸ τὴν Σελήνην, μόνο ποὺ ἐκείνη δὲν κρύπτει συχνᾶ οὔτε καὶ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον τὸν Ἥλιον, ἐνῶ ὁ Ἥλιος ἔχει κάνει τοὺς πάντας σχεδὸν νὰ μὴν προσέχουν τὸν Ἀπόλλωνα, ἀποστρέφοντας μὲ τὴν αἴσθησιν τὴν διάνοιαν ἀπὸ τὸ ἀληθές ὂν πρὸς τὸ φαινόμενον'.
Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν Θεὸς τῆς ὁράσεως καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ φωτὸς του ἡ ὅρασις γίνεται ἐφικτή. Συμφώνως πρὸς τὸν Πλάτωνα, τὸ κυριότερον ὄργανον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ του, καλοῦνται δὲ φωσφόροι.
pyramid-eye.jpg
Τὸ ἀνόθευτον πῦρ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁμοειδὲς μὲ τὸ ἠλιακὸν φῶς καὶ ῥέει ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν λεῖο καὶ πυκνὸ. Καθως τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως ῥέει πρὸς τὰ ἔξω, συνενώνεται μὲ τὸ ὁμοειδὲς του ἡλιακὸν φῶς, δημιουργώντας ἓνα ὁμοιογενὲς πεδίον, οἰκεῖον, τῇ εὐθείᾳ τῶν ὀφθαλμῶν. Ἔτσι ὅπου κι ἂν εὑρίσκεται τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενον εἰς τὸ ὁποῖον προσκρούει τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως μεταφέρει τὰς κινήσεις ποὺ προκαλοῦνται κατὰ τὴν πρόσκρουσιν, διαμέσου ὅλου τοῦ σώματος, εἰς τὴν ψυχήν μὲ ἀποτέλεσμα τὴν γέννησιν τῆς αἰσθήσεως ποὺ ὀνομάζεται ὅρασις.
Ἐνῶ ὅταν τὸ ἀδελφικὸ πρὸς τὸ ῥεῦμα τῶν ὀφθαλμῶν ἠλιακὸ φῶς χάνεται, καθῶς ἐπέρχεται ἡ νῦξ, τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως κατευθύνεται πρὸς κάτι ἀνόμιον καὶ "σβήνει" προσκρούοντας ἐπάνω του, ἔτσι ἡ ὅρασις τὴν νύκτα εἶναι δύσκολη ἢ ἀδύνατη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει πλέον, ὁ ὕπνος ἐπέρχεται καὶ τὰ βλέφαρα, οἱ προστάται τῆς ὁράσεως, καλύπτουν τοὺς ὀφθαλμούς.
Ὁ Ἥλιος δύναται νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀδυνάμην ὅρασιν ἢ τὴν τύφλωσιν, ἢ νὰ τυφλώσῃ ἐκείνους ποὺ τὸν προσβάλλουν. Ὠς ἄσπιλος καὶ ἁγνός, εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἱερέων εἰς τοὺς ὁποίους μεταδίδει τὴν δύναμιν τῆς ὁράσεως αὐτοῦ. Μία ἐκ τῶν δυνάμεων τῶν ἀποδιδομένων εἰς ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμις τοῦ καθάριου βλέμματος ἡ ὁποία διαχέεται ὡσὰν τὰ βέλη τοῦ τόξου. Ὁ ἁγνὸς ἱερεὺς δύναται νὰ ἐξαγνίσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ καταρασθῇ ὅσους ἀσεβοῦν καὶ μόνον ῥίπτοντας τὸ βλέμμα του ἐπὶ ἐκείνων.>

[Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, Ἀργοναυτικὰ, 4, 727-729]

ὅλη ἡ τοῦ Ἡλίου γενεά εἶναι πασίδηλος, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ μακριὰ
τὸ βλέμμα των ἀστράπτει καθώς τοξεύει τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας
Βλέπει δὲ τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦτο, τὸν ἐπικαλοῦνται συχνὰ ὠς μάρτυρα τῶν ὅρκων. Ἁγνὸς καὶ ἀψευδὴς θὰ ἀναφέρει εὐθὺς τυχὸν ἐπιορκίαν εἰς τοὺς δαίμονας, τοὺς ἁρμοδίους διὰ τὴν τιμωρίαν τῶν ἐπιόρκων. Τὸ μεγά ἀθηναϊκὸν δικαστήριον, ἡ Ἡλιαία, ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν του ἐκ τοῦ Ἡλίου, οἱ δὲ δικασταὶ ὀνομάζοντο Ἡλιασταί.

[Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητρα]

κὶ ἔφθασαν εἰς Ἥλιον, ποὺ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἐπισκοπεῖ
Αἱ ἀπεικονίσεις του χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἡλιακὴν κορώνα, τὸν φλογερὸν στέφανον τοῦ Ἡλίου ποὺ καλεῖται διάδημα μυρίων ἀκτίνων. Ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρον, τὰς τέσσαρας Ὥρας (ἐποχάς) καὶ τὰς δώδεκα Ὥρας ποὺ ἄλλοτε σημαίνουν τοὺς μῆνας καὶ ἄλλοτε τὰς ὥρας τῆς ἡμέρας (αἱ ἀρχαῖαι ἡμερήσιαι ὥραι ἰσοδυναμοῦν μὲ δύο σημερινὰς ὥρας). Ἡ ἔκλειψις δὲ τοῦ Ἡλίου ἐθεωρεῖτο καταστροφικὸς οἰωνὸς διὰ ὁτιδήποτε εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴν της.

[Πίνδαρος, Παιάν, απόσπασμα 52]

Ἀκτὶς ἡλίου, πολυδερκής, τὶ ἔχεις κατὰ νοῦ; Ὤ, μῆτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ποὺ ἐκλάπης ἀπ' ἐμᾶς ἐνὼ ἤταν ἡμέρα! Γιατὶ καθιστᾷς ἀνωφελῆ τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς σοφίας τὴν ὁδόν, εἰσερχόμενο σὲ σκοτεινὴν ἀτραπόν; Φέρεις κάποιο νέο ἢ πρὸ τῆς ὥρας του συμβάν; Ἀλλά, πρὸς Διός, σὲ ἱκετεύω θεϊκὲ ἠνίοχε, σὲ κάποιο εὐτυχὲς καὶ ἀβλαβὲς συμβὰν μετατρέψου διὰ τὰς Θήβας [...]

Καποίου πολέμου τὸ σημεῖον μήπως φέρεις ἢ τῶν καρπῶν τὴν φθίσιν, ἢ χιονοθύελλα ἀνειπώτου σθένους, ἢ ὀλέθριαν ἐξέγερσιν, ἢ θαλάσσης ὑπερχείλισιν σὲ πεδιάδα, ἢ παγετὸν ἐπὶ γῆς, ἢ νότια θέρμη μὲ ὄμβρους ἀκατάπαυστους, ἢ τὴν γαῖαν κατακλύζοντας θέσεις νέων ἀνδρῶν γένος ἐξ ἀρχῆς; Ἐγὼ διόλου δὲν θὰ θρηνήσω για ὅτι πάθω μαζὶ μὲ ὅλους
Red-Tail-Hawk_m.jpg
Αἱ ἀκτίναι του φέρουν τὴν αὔξησιν τῶν καρπῶν, διὸ καὶ καλεῖται κάρπιμος, καὶ ἐπιταχύνουν τὴν διαδικασίαν τῆς σήψεως. Αἱ συχνότεραι προσωνυμίαι τοῦ Ἡλίου εἶναι:
 Ὑπερίωνὁ ὑψηλὰ εὑρισκόμενος
 Ὑπεριονίδηςυἱὸς τοῦ Ὑπερίονος
 Τιτάνεὐμεγέθης ἀλλὰ καὶ ἀπρόσμικτος
 Ἠλέκτωρἀκτινοβόλος
 Φαέθωνἐκεῖνος ποὺ φωτίζει
 Παιάνλυτρωτὴς, σωτὴρ, ἰατρός
Πτηνόν ἀφιερωθὲν εἰς Ἥλιον ἐστὶ ὁ Ἱέραξ, διὰ τὸ ἱερὸν τὸν ὀφθαλμῶν του, ἡ δὲ πρωταρχικὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἱερὸς εἶναι ἰσχυρὸς καὶ εὔρωστος, ἐξ οὖ καὶ ἱερεύς. Ἐκ τῶν ζῴων, εἰς Ἥλιον ἀφιερώνονται οἱ λευκοὶ ἵπποι.  Φυτὰ καὶ λίθοι ἐκ τῶν ἀπορροιῶν τοῦ θεοῦ θεωροῦνται τὸ χρυσάνθεμον, ὁ ὑάκινθος καὶ τὸ ἡλιοτρόπιον, ὁ ὑάκινθος λίθος (εἴδος ῥουμπινίου), ὁ ἠλιόδωρος (χρυσὸς βήρυλλος), τὸ ἤλεκτρον, τὸ ῥουτίλιον (χαλαζίας μὲ πρόσμιξιν χρυσοῦ) κ.ἄ.  Μέταλλα, ὁ χρυσός. Θυμίαμα ὁ λίβανος. Τροφαί τὸ μέλι καὶ τὰ πορτοκάλια.
ἀπὸ νέα φλόγα. Τὸ βλέμμα σου ὅλα πρέπει να τὰ ἀγκαλιάζῃ μὰ σὺ ἔχεις τοὺς ὀφθαλμοὺς σου στρέψει εἰς Λευκοθόην καὶ δίνεις εἰς μία μόνον κόρην τὸ βλέμμα που ὅλος ὁ κόσμος ἀποζητεῖ." Ἄλλοτε ὑψωνόταν πολὺ νωρὶς εἰς τὴν ἀνατολὴν κι ἄλλοτε καθυστεροῦσε να δύσῃ διὰ νὰ τὴν βλέπῃ, παρατείνοντας τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος. Ἄλλοτε φόβον εἶχε εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τοῦτο ἐμόλυνε τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας, προκαλῶντας φόβον εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Τόσος ὁ ἔρως τοῦ θεοῦ πρὸς Λευκοθόην που καὶ Κλυμένης καὶ Ῥόδης καὶ Κίρκης μητρὸς καὶ Κλυτίας ἀπεῖχε. Διὰ νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀγαπημένην του ὁ Ἥλιος διὰ τῆς μορφῆς τῆς μητρὸς της τῆς ζητεῖ να ἀφήσει τὰς φίλας της ώστε νὰ τῆς φανερώσῃ μυστικόν τινά. Ἡ Λευκοθόη ἀνυποψίαστη διώχνει τὰς συνοδούς της καὶ τότε ὁ ἐρωτευμένος Ἥλιος ἐμφανίζεται ἐμπρὸς της. Λουόμενη τῇ λάμψει τοῦ θεοῦ ἡ νεαρά κόρη δέχεται τὸν ἔρωτὰ του. Ἡ Κλυτία ὅμως ὑποφέρωντας ποὺ ἐστερήθη τὸ βλέμμα τοῦ Ἡλίου, ἀποκαλύπτει εἰς τὸν πατέραν τῆς Λευκοθόης τὰ συμβάντα. Ὀργισθεῖς ὁ βασιλεὺς διατάσσει νὰ θάψουν ζωντανὴ τὴν κόρην ὑπὸ σωρῶν ἄμμου. Ὁ Ἥλιος καταφθάνει καὶ προσπαθεῖ να ξαναδώσῃ ζωὴν εἰς τὴν ἀγαπημένην του. Μόνον ὁ θάνατος τοῦ υἱοῦ του, Φαέθοντος, τοῦ εἶχε προκαλέσει ἀνάλογον πόνον.
Ἀλλ’ ἡ Λευκοθόη εἶχε συνθλιφθεὶ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐγερθῇ. Τότε ὁ Ἥλιος ἄλειψε τὸ σῶμα της μὲ νέκταρ καὶ εἶπε "θὰ φθάσεις εἰς τὸν οὐρανόν" τότε τῇ θέσει της ἐφύτρωσε θάμνος τοῦ ὁποίου τὸ προϊὸν καιόμενον φθάνει εἰς τὸν οὐρανόν. Πρόκειται διὰ τὸν λίβανον, ἔξοχον θρησκευτῶν θυμίαμα. Ἔκτοτε ὁ Ἥλιος ἀπέλειψε ἐκ τῆς καρδίας του τὴν Κλυτίαν. Ἐκείνη λιώνοντας ἀπὸ θλίψιν οὔτ’ ἔτρωγε οὔτ’ ἔπινε καὶ κατόπιν ἐννέα ἡμερῶν μεταμορφώθη εἰς τὸ φυτόν ἡλιοτρόπιον. Λέγεται δὲ ὅτι διαρκῶς φλέγεται ἀπὸ ἔρωτα διὰ τὸν θεὸν καὶ διὰ τοῦτον ὁ ἀνθὸς τοῦ ἡλιοτροπίου στρέφεται καὶ ἀκολουθεῖ τὴν πορείαν τοῦ Ἡλίου.
 Φαέθοντος Μύθος
Ἀπὸ τοὺς παλαιότερους μύθους, κατέχει διάκριτην θέσιν εἰς τὴν μυθολογίαν. Ἔχει δὲ ἰδιαιτέρα ἀστρολογικὴν σημασίαν διὰ τὰ οὐράνια φαινόμενα ποὺ περιγράφει.Ὁ Ὠκεανὸς ἐκ τῆς ἀρχεγόνου ἐνώσεώς του μετὰ τῆς Τηθύος, ἔκανε τὴν Κλυμένην, ἀρίστη τῶν Νηιάδων, παρθένον κραταιάν. Ἐκείνης ὁ Ἥλιος ὠς εἶδεν τὴν μορφήν, ἄναψε ὁ πυρσὸς τοῦ Ἔρωτος ἐντὸς του, πιὸ δυνατὸς κὶ ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας του, ποὺ ἄλικα βάφουν τὰ ὕδατα τοῦ Ὠκεανοῦ. Κὶ ἔβλεπε τὴν παρθένον ὁπότε γυμνὴ ἄστραφτε ὡσὰν τὴν πανσέληνον, λουόμενη εἰς τὰ ὕδατα τοῦ πατρὸς της.
Ἔτσι, ὁ Ὠκεανὸς ἔδωσε τὴν κόρην του εἰς τὸν αἰθέριον ἁρματηλάτην, κὶ ἐκείνη ἐδέχθη τὸν θερμὸν τῆς σύντροφον εἰς τὴν ψυχρὴν της ἀγκάλη. Τὴν λαμπρὴν ἕνωσιν ἑσυνόδευσαν αἱ Ὥραι καὶ ὁ χορὸς τῶν Νηιάδων, ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἀστὴρ Ἑωσφόρος καὶ αἱ ἀκτίναι τῆς Σελήνης, οἱ ἀλαλαγμοὶ τῶν Ἑσπερίδων νυμφῶν καὶ ἡ μελῳδία τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἡ Κλυμένη ἐκ τῆς γονίμου ἐνώσεώς της μετὰ τοῦ Ἡλίου, ἐγέννησε βρέφος θεϊκὸν καὶ φωτοφόρον, τόσο ποὺ ὁ πατὴρ, ἔδωσε τὸ δικὸν του ὄνομα τῷ υἱῷ. Καὶ τὸ λαμπρὸ πρόσωπον τοῦ μικροῦ Φαέθοντος σήμαινε ἐμφανῶς τὴν καταγωγὴν του. Ἐγέννησε καὶ κόρας ὀκτὼ ἐκ τοῦ Ἡλίου ἡ Κλυμένη - αἱ Μερόπη, Ἡλίη, Φοίβη, Αἰθερίη, Αἴγλη, Διοξίππη, Φαέθουσα καὶ Λαμπετίη, καλοῦμεναι Ἡλιάδαι.
 Ἀργότερα ἡ Κλυμένη ἔλαβε σύζυγον θνητόν τὸν Μέροπα, βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων, ὃς ἀνέθρεψε τὰ τέκνα της ἀπὸ τὸν Ἥλιον. Ὁ Φαέθων μεγαλώνοντας ἔγινε εἷς λαμπρὸς νέος, καὶ ἐμπνεόμενος ἐκ τοῦ πατρός του, ποθοῦσε σφοδρῶς νὰ ὁμοιάσῃ μὲ ἐκεῖνον. Συνομήλικος τοῦ Φαέθοντος, εἰς τὰ ἔτη καὶ τὴν καταγωγήν, ὁ Ἰναχίδης Ἔπαφος τῆς Αἰγύπτου, ἐνοχληθεὶς ἀπὸ τὴν περηφάνειαν τοῦ νεαροῦ, ἀμφισβήτησε μίαν ἡμέραν τὴν τοῦ Φαέθοντος πατρότηταν, μετὰ σκληρῶν λέξεων.
Ὁ Φαέθων εὐθὺς ὠς ἄκουσε ἐκεῖνα, ἔσπευσε πρὸς τὴν μητέραν του λυπηθεῖς ἀλλὰ καὶ ὀργισθεῖς διὰ τὸ συμβάν, ζητώντας ἀκλόνητον ἀπόδειξιν ὅτι ἀληθῶς ὁ Ἥλιος ἐστὶ ὁ πατὴρ του. Ἡ Κλυμένη καθησύχασε τὸν υἱὸν της καὶ ὑψώνοντας τὰς χεῖρας της πρὸς τὸν Ἥλιον, ἐπικαλουμένη ἐκεῖνον ὠς μάρτυρα ὁρκίσθη πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ πατὴρ τοῦ Φαέθοντος. Εἶπε δὲ τῷ υἱῷ της πὼς δύναται νὰ συναντήσῃ ὁ ἴδιος τὸν πατέρα του καὶ νὰ τὸν ῥωτήσει, διότι ἡ χώρα ἀπὸ ὃπου ἀνατέλλει συνορεύει μὲ τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὁ Φαέθων εὐθὺς ἀνεχώρησε πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ πατρὸς του. 
Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἡλίου, ηὕρε τὸν πατέραν του εἰς τὰ δώματά του. Ἐκείνος εὐθὺς τὸν ἐγνώρισε καὶ τὸν ἐδέχθη μὲ πολλῄ χαρᾴ. Τότε ὁ Φαέθων ἀπηύθυνε παράκλησιν μεγάλην, ζητώντας ἀπὸ τὸν πατέραν του, ἀπόδειξιν φανερὴν τοῖς ἅπασι, πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ υἱὸς του καὶ νὰ θέσῃ τέλος εἰς τὰς ὅποιας ἀμφιβολίας. Ὁ Ἥλιος ἀφηνοντας πλὰι του τὸν ἐκθαμβωτικὸν του στέφανον, ἀγκάλιασε τὸν Φαέθοντα, κι ἐπρόφερε τὸν μέγα ὅρκον τῶν Θεῶν, εἰς τὰ ὕδατα τῆς Στυγός, πὼς θὰ πραγματοποιήσει ὅποιαν χάριν τοῦ ζητήσει ὁ νέος, ὥστε νὰ καταστῃ ὁλοφάνερη ἡ ἡλιακὴ του καταγωγὴ καὶ ἡ καρδία του νὰ ἠρεμήσῃ. Καὶ ὁ Φαέθων ἐζήτησε τὴν μεγίστην χάριν, νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ὁδηγήσῃ ἐκεῖνος τὸ λαμπρὸν ἅρμα τοῦ Θεοῦ διὰ μίαν ἡμέραν. Μάταια ὁ Ἥλιος μὲ γλυκούς λόγους ἐπιχείρησε νὰ τὸν μεταπείσῃ.

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 196-211]

Ὤ, τέκνον Ἡλίου, τοῦ Ὠκεανοῦ γένος ἀγαπητὸν,
ἄλλο προνόμιο ζήτα, τὶ σχεσιν ἔχεις μὲ τοῦ Ὀλύμπου τὸ ἅρμα;
ἀπαίδευτος εἶσαι ἱππικῆς, διὰ τοῦτον οὒ δύνασαι
τὸ ἅρμα μου νὰ ὁδηγήσῃς, ποὺ κι ἐγὼ μόλις τὸ καταφέρνω.
Οὔτε ποτὲ ὁ ὁρμητικὸς Ἄρης ὁπλίσθη μὲ φλογερὸν κεραυνόν,
ἀλλὰ τὴν σάλπιγγα ἠχεῖ καὶ ὄχι τὰς βροντάς,
οὔτε τὰ νέφη, ὁ Ἥφαιστος, τοῦ πατρὸς του συλλέγει,
μήτε καλεῖται Νεφεληγερέτης, ὠς ὁ Κρονίων,
ἀλλὰ πλησίον τῆς πυρᾶς τὸν σίδηρον κτυπᾷ μὲ τὸ σφυρί του,
καὶ τεχνητῶς ποιεῖ τὸ φύσημα τῶν τεχνητῶν ἀνέμων,
κύκνον ἔχει ὁ Ἀπόλλων πτερωτὸν κὶ ὄχι ταχὺν ἵππον,
μήτε τὴν πύρινην ἀστραπὴν ἐγείρει, τοῦ προγόνου του,
κὶ ὁ Ἑρμῆς ῥάβδον ἔχει, ὄχι τὴν αἰγίδα τοῦ πατρὸς του.
ἀλλὰ θὰ πεῖς "τῷ Ζαγρῇ ἔδωσε κεραύνιον σπινθῆρα".
Ὁ Ζαγρεὺς τὸ σκῆπτρον ὕψωσε καὶ τῷ ὀλέθρῳ ὁδηγήθη,
Ἔχε σέβας παιδὶ μου, παρόμοια συμφορὰ νὰ μὴν πάθῃς.
Ἀλλ' ὁ Φαέθων δὲν ἐπείθετο τοῖς σοφοῖς λόγοις τοῦ πατρὸς του, ἐπιμένων δὲ εἰς τὴν παράκλησιν, ὁ Ἥλιος ὑπεχώρησε, ἔχοντας λάβει μέγα ὅρκον ποὺ ὄφειλε ὄπως τηρήσῃ. Γνωρίζοντας τὴν πιθανὴν ἀτυχὴν ἔκβασιν, ἐπιχειρησε νὰ διδάξῃ ὀσο καλύτερα ἠδύνατο τὸν νεαρὸν Φαέθοντα, περὶ τῆς τοῦ ἡλιακοῦ ἅρματος ἠνιοχίας.

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 222-290]

Δώδεκα εἶναι ὅλοι οἱ τοῦ πυρώδους αἰθέρος οἶκοι,
στοῦ γλαφυροῦ Ζῳδιακοῦ τὴν κυκλικὴν περιφέρειαν ὁρισμένοι,
ἀκολουθώντας σὲ σειρά, διάκριτοι, ἐκεῖνοι μόνοι ἀποτελοῦνε
τὴν λοξὴν πολυέλικτον ἀτραπὸν τῶν ἀεικινήτων πλανητῶν.
Κὶ ἐλίσσεται ὁ Κρόνος γύρω ἀπὸ ἕκαστον οἶκον, εἰς τὴν ἑβδόμην τοῦ κύκλου ζώνην,
ἔρποντας στὰ βαριὰ του γόνατα ἕως ποὺ μόλις, μετὰ ἀπὸ καιρὸν
τελειώνει, σὲ τριάντα κύκλους τῆς παλίνδρομου Σεληνης.
Στο ὕψος τῆς ἕκτης, ταχύτερος ἀπὸ τὸν πρόγονόν του
ἔχει τὸν δρόμον του ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρὰ ὁ Ζεύς,
διατρέχοντας ἕκαστον οἶκον σὲ ἕνα ἡλίου ἔτος,
εἰς δὲ τὴν τρίτην σὲ ἐξήντα ἡμέρας παρέρχεται ὁ ἔμπυρος Ἄρης,
γείτων τοῦ πατρὸς σου· καὶ εἰς τὴν τετάρτην ἀνατέλλω ἐγὼ ὁ ἴδιος
στεφανωμένος τέμνοντας μὲ τὸ ἅρμα μου ὅλον τὸν οὐρανὸν
ὠς ἀκολουθῶ τῶν οὐρανίων ἑλίκων τοὺς πολυκαμπεῖς κύκλους,
φέροντας πιστᾶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου, κυκλούμενος ἀπὸ τὰς Ὧρας
περὶ τῶν τροπῶν, ἕως ὁλόκληρον τὸν οἶκον νὰ ὀδεύσω,
πληρώντας ὠς συνήθως ἔναν τέλειον μῆνα· ποτὲ τὴν πορεία μου
δὲν ἀφήνω ἐλλιπῆ γυρνώντας σὲ ἀνάδρομον πορεία,
οὔτε πάλι ὀρθοδρομῶ, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι πολυκαμπεῖς ἀστέρες
πάντα ἔχουν ἀντίθετας πορείας κατὰ τὴν περιπλάνησίν των,
πισωδρομώντας, τελοῦν καὶ τὰς δύο κινήσεις, ἐμπρός καὶ πίσω,
καὶ σὰν φθάσουν τὸ ἥμισυ τῆς διαδρομῆς των ἀνάδρομα κινοῦνται,
δεχόμενοι ἀμφοτέρωθεν τὴν μονοπλεύρην λάμψιν μου.
Ἐξ ἐκείνων, μία εἶναι ἡ κερασφόρος Σελήνη ποὺ τὸν οὐρανὸν λευκαίνει,
μόλις πληρεῖ ὅλον τὸν κύκλον της καὶ μὲ τὸ σοφὸν της πῦρ τὸν μῆνα γεννᾷ,
ἠμιφανῆς, ἐπίκυρτος καὶ πλήθουσα ὅταν δείχνει ὁλο τὸ πρόσωπόν της.
Ἀπέναντι τῆς Μήνης ἐγὼ τὴν σφαῖραν μου ἑλίσσω,
τὴν λαμπρὴν θρέπτειραν τῶν γεννημάτων τῶν ἀγρῶν,
καὶ γύρω ἀπὸ τοῦ ζῳδιακοῦ τὰς τροπὰς ὀδεύω τὸν ἀτέρμονον κύκλον μου,
γεννῶντας τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καθῶς περνῶ ἀπὸ οἶκον σὲ οἶκον,
τελειώνοντας δὲ ἔναν ὁλόκληρον κύκλον, φέρω τὸ ἔτος.
Νὰ προσέχῃς τὰ σημεῖα τῶν συνδέσμων μου μὲ ἐκείνην, διότι σὰν πλησιάσεις,
θὰ ἕλξεις μὲ τὸ ἅρμα σου τὸν σκιερὸν τῆς κῶνον,
ποὺ θὰ κλέψει ὁλο τὸ φέγγος ἐπισκιάζοντας τὸ ἅρμα σου.
Οὔτε νὰ παρεκλίνῃς ἀπὸ τὴν συνήθην τοῦ κύκλου μου πορείαν,
μήτε τοὺς πολύπλεκτους ἕλικες μὲ τοὺς πολυκαμπεῖς δεσμούς,
τῶν πέντε παραλλήλων κύκλων νὰ ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ δῇς,
καὶ ἀφεθείς, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὰς συνήθειας τοῦ πατρὸς σου,
μὴν σὲ ἐκτρέψουν ἀπὸ τῆς πορείας σου ἐν αἰθέρι οἱ ἀφηνιασμένοι ἵπποι.
Οὔτε καθώς κοιτᾷς τοὺς δώδεκα κύκλους τῆς πορείας σου,
νὰ βιασθῇς νὰ τοὺς διασχίσεις, καὶ καθῶς τὸ ἅρμα σου
διατρέχει τὸν Κριὸν μὴν ἐπιχειρήσεις νὰ περάσῃς ἀπ΄ τὸν Ταῦρον.
Τὸν γείτονά του μὴν ζητεῖς, τὸν προάγγελον τοῦ ὀργώματος,
τὸν ἀστερόφοιτον Σκορπιόν, ὅταν ἀπὸ τὸν Ζυγὸν διελαύνῃς,
πρὶν νὰ συμπληρώσῃς τριάντα μοίρας.
Ἀλλὰ σὺ ἀκουσε μὲ κὶ ἐγὼ τὰ πάντα θὰ σοῦ διδάξω.
Τὸ κέντρον ὅλου τοῦ κόσμου, τὸ μεσόμφαλον ἄστρον τοῦ Ὀλύμπου,
τὸν Κριὸν καθως διαβαίνω, φθάνω τὴν ἐξαρσίν μου, τὸ ἔαρ αὐξάνοντας,
καὶ τὴν τροπικὴν τοῦ Ζεφύρου προάγγελον καμπύλην περνώντας,
ποὺ τὴν νύκτα μὲ τὴν ἡμέρα ἰσορροπεῖ,
ἄγω τὸν δροσερὸν δρόμον τῆς χελιδονοφόρου ἐποχῆς,
Τοῦ Κριοῦ δὲ ὅταν διατρέχω τὸν ἀπέναντι νέρτερον οἶκον,
εἰς τῶν Χηλῶν τοὺς δύο ζυγοὺς στέλνω ἰσομερῶς τὸ φῶς μου,
φέροντας καὶ πάλι τὴν ἰσοζυγίαν μεταξὺ νυκτὸς καὶ ἡμέρας,
καὶ τὸν φυλλοσείστην δρόμον ἄγω τῆς φθινοπωρίδος ἐποχῆς,
φέγγοντας λιγότερο κατὰ τὴν διέλευσίν μου ἀπὸ τὴν χαμηλότεραν τροπὴν
τοῦ φυλλοβόλου μηνός, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν χειμῶνα κομίζω,
τὸν βροχερὸν, ἀπὸ τὴν ῥάχιν τοῦ ἰχθυόεντος Αἰγοκέρωτος,
ὥστε εἰς τοὺς γεωργοὺς ἡ γαῖα νὰ γεννήσει τὰ φερέσβια δῶρα της,
γονιμοποιηθεῖσα ἀπὸ τὸν ὄμβρον καὶ ἔχοντας διὰ μαῖαν τὴν δρόσον.
Καὶ τὸ θέρος ἑτοιμάζω, τὸν σταχυόκομον ἄγγελον τοῦ θερισμοῦ,
μαστιγώνοντας μὲ θερμοτέραις ἀκτῖναις τὴν πυρωμένην γαῖαν,
ὅταν διελαύνω ἀπὸ τὴν ὑψηλότερην τροπήν μου,
τὸν Καρκίνον, ἀπέναντι τοῦ παγεροῦ Αἰγοκέρωτος,
αὐξάνοντας ἀμφότερους τὸν Νεῖλον καὶ τοὺς στάφυλους.
Σὰν ἀρχίσῃς τὸν δρόμον σου νὰ περάσῃς κοντὰ ἀπὸ τὸν Κέρνην,
καὶ τοῦ Φωσφόρου τὸν ἀπλανῆν δρόμον νὰ ἀκολουθήσῃς,
ποὺ προηγεῖται τοῦ ἅρματός σου, ἔτσι θὰ κρατήσεις τὴν πορεία,
καὶ τὸν δρόμον σου θὰ διευθύνουν αἱ δώδεκα κυκλάδαι Ὧραι.
Καὶ ὁ Ἥλιος ἑτοποθέτησε τὸν χρυσὸν του στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Φαέθοντος καὶ τοῦ ἐδωσε τὸ ἅρμα. Αἱ Ὧραι ἔφεραν τοὺς φλογεροὺς ἵππους καὶ ὁ Ἑωσφόρος ἔλαβε θέσιν ἐμπρος του. Ὁ Φαέθων ἐπιβιβάσθη τῷ πύρινω ἅρματι καὶ κρατώντας τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων ὑψώθη ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀρχίζοντας τὴν πρώτην του πορείαν. Σὰν ὑψώθη καὶ ἀντίκρυσε τὴν γῆ ἀπὸ ψηλᾶ καὶ τοὺς ἀστέρας τῆς ἡλιακῆς διαδρομῆς, τὸ θέαμα τὸν συνέπηρε.
Ὅμως ἀδυνατοῦσε νὰ ὁδηγήσῃ μὲ μέτρον καὶ ἄλλοτε μαστίγωνε τοὺς ἵππους ἀναγκάζοντας τους σὲ ταχύτερην πορείαν κὶ ἄλλοτε τοὺς συγκρατοῦσε ἀπότομα. Οἱ ἵπποι διαισθανόμενοι τὴν διαφορὰν τοῦ ἠνιόχου ἐταράχθησαν κι ἐτράπησαν εἰς ἀνεξέλεγκτον καλπασμον. Ἐταράχθη καὶ ὁ Φαέθων ποὺ δὲν ἐγνώριζε πὼς νὰ τοὺς ἠρεμήσῃ καὶ νὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμὴν των. Εἰς μεταγενέστερην ἐκδοχήν τοῦ μύθου, οἱ ἵπποι ἀφηνιάζουν ὅταν τὸ ἅρμα περνάει ἀπό τὸν ἀστερισμόν τοῦ Σκορπιοῦ.Ἔτσι τὸ ἅρμα προχωροῦσε δίχως μέτρον καὶ ῥυθμόν, διελαύνοντας ἀπὸ τοὺς οἴκους σὲ ἀνίσους περιόδους, ἐνῶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καὶ ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς εἰχαν διαταραχθεῖ. 
Μὰ καὶ οἱ ἀστέρες δὲν ἔμειναν ἀνεπηρέαστοι ἀλλὰ ὁ αἰωνίως ῥυθμικὸς χορὸς των ἐταράχθη διότι τὸ ἅρμα ἀπομακρύνθη ἐκ τοῦ ζῳδιακοῦ δρόμου. Καὶ ἂλλοτε μὲν ἀνέβαινε εἰς τὰ ὕψη καὶ ἄνθρωποι καὶ γῆ ἐφθείροντο ἀπὸ τὸ ψῦχος ἐνω ὁ οὐρανός κατεφλέγετο, ἂλλοτε δὲ ἐφέρετο προσγειότερον κατακαίοντας ὄρη καὶ ξηραίνοντας ποταμοὺς ἐνῶ ἡ θάλασσα ἔβραζε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν θέρμην. Τοῦτα βλέποντας ὁ Ζεύς, διὰ νὰ παύσῃ τὸ κακὸν, ἠναγκάσθη νὰ κατακεραυνώσῃ τὸν Φαέθοντα καὶ τὸ σῶμα του ἔπεσε εἰς τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ἐταῦτισαν μὲ τὸν Πάδον ποταμὸν τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ζεὺς ἐρρύθμισε πάλι τὸν χορὸν τῶν ἄστρων, ἔσβησε τὰς πυρκαγιὰς ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπὶ γῆς καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἅρμα εἰς Ἥλιον. Εἰς μεταγενέστερους μύθους ἀναφέρεται πὼς ὁ Φαέθων καταστερίσθη εἰς τὸ ἄστρον τοῦ Ἠνιόχου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον τῶν ἀστέρων τοῦ Ἠριδανοῦ. Ὅμως οἱ παλαιότεροι συσχετίζουν τὸν Ἠνίοχον μὲ τὸν ἥρωα Ἐριχθόνιον. Αἱ ἀδελφαὶ τοῦ Φαέθοντος ἦλθαν πλησίον τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔθαψαν ἐκεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ των.
Ἐθρήνησαν πολὺ τὸν θάνατον τοῦ Φαέθοντος καὶ δὲν ἔπαυαν κλαίουσαι ἡμέρα καὶ νύκτα, ἔτσι μεταμορφώθησαν εἰς λεύκας, αἱ ὁποῖαι τὴν ἴδιαν ἐποχὴν ἐτησίως ῥίπτουν δάκρυα ποὺ σκληραίνουν τῇ ἐκθέσει των εἰς Ἥλιον καὶ γίνονται ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν ἤλεκτρον, οἱ δὲ νῆσοι ἐπὶ τοῦ Πάδου ποταμοῦ ὀνομάσθησαν Ἠλεκτρίδαι. Ἔκτοτε καὶ ὁ Ἥλιος ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν Ἠλέκτωρ πρὸς τιμὴν τοῦ υἱοῦ του.
Τὸ δὲ ἤλεκτρον χρησιμοποιεῖται εἰς τούς θρήνους διὰ ὅσους πεθαίνουν νέοι ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν γαμήλιαν ἀμφίεσιν τῶν Ῥωμαίων νυμφῶν.

[Σκυθίνος]

ἣν ἁρμόζεται
Ζηνὸς εὐειδὴς Ἀπόλλων πᾶσαν, ἀρχὴν καὶ τέλος
συλλαβών, ἔχει δὲ λαμπρὸν πλῆκτρον ἡλίου φάος
Ἂν καὶ ὁ Ἥλιος ταυτίζεται συνήθως μὲ τὸν Θεὸν Ἀπόλλωνα, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία σημαντικὴ διάκρισις μεταξὺ των. Ὁ Ἥλιος εἶναι αἰσθητὸν ὂν καὶ ἀντανάκλασις τοῦ νοητοῦ Θεοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῶν Ἰδεῶν του ἐπὶ τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἔτσι δὲν εἶναι ὀρθόν νὰ θεωροῦμε ὃτι ταυτίζονται ἀλλ' ὃτι ὁ Ἥλιος προέρχεται ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἀποτελεῖ μία ἐκ τῶν ἐλλογίμων ἐκφράσεων τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ ὁρατὸς θεὸς ἐνῶ ὁ Ἀπόλλων ὁ νοητός, ὁ ὁποῖος εἶναι αἴτιον καὶ ἀρχή τοῦ ὁρατοῦ. Ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἡλίου ὀφείλεται εἰς Ἀπόλλωνα ἐνῶ ἡ ὑπαρξις τοῦ Ἀπόλλωνος δὲν ὀφείλεται εἰς Ἥλιον ἀλλ΄εἶναι αὐθύπαρκτος, ἀπορρέουσα ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ του.

[Πλούταρχος, Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν]

'...ἂν βέβαια σύμφωνα μὲ τὴν δικὴν σας ἄποψιν πρέπει νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Ἀπόλλων καὶ ὁ Ἣλιος δὲν εἶναι δύο θέοι ἀλλὰ εἷς'. Καὶ ὁ Σαραπίων εἶπε 'κι ἐσύ δὲν τὸ νομίζεις καὶ θεωρεῖς ὃτι ὁ Ἥλιος διαφέρει τοῦ Ἀπόλλωνος;' 'ἐγῶ', εἶπα, 'πιστεύω ὃτι διαφέρει τόσο ὄσο ὁ Ἥλιος ἀπὸ τὴν Σελήνην, μόνο ποὺ ἐκείνη δὲν κρύπτει συχνᾶ οὔτε καὶ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον τὸν Ἥλιον, ἐνῶ ὁ Ἥλιος ἔχει κάνει τοὺς πάντας σχεδὸν νὰ μὴν προσέχουν τὸν Ἀπόλλωνα, ἀποστρέφοντας μὲ τὴν αἴσθησιν τὴν διάνοιαν ἀπὸ τὸ ἀληθές ὂν πρὸς τὸ φαινόμενον'.
Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν Θεὸς τῆς ὁράσεως καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ φωτὸς του ἡ ὅρασις γίνεται ἐφικτή. Συμφώνως πρὸς τὸν Πλάτωνα, τὸ κυριότερον ὄργανον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ του, καλοῦνται δὲ φωσφόροι.
Τὸ ἀνόθευτον πῦρ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁμοειδὲς μὲ τὸ ἠλιακὸν φῶς καὶ ῥέει ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν λεῖο καὶ πυκνὸ. Καθως τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως ῥέει πρὸς τὰ ἔξω, συνενώνεται μὲ τὸ ὁμοειδὲς του ἡλιακὸν φῶς, δημιουργώντας ἓνα ὁμοιογενὲς πεδίον, οἰκεῖον, τῇ εὐθείᾳ τῶν ὀφθαλμῶν. Ἔτσι ὅπου κι ἂν εὑρίσκεται τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενον εἰς τὸ ὁποῖον προσκρούει τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως μεταφέρει τὰς κινήσεις ποὺ προκαλοῦνται κατὰ τὴν πρόσκρουσιν, διαμέσου ὅλου τοῦ σώματος, εἰς τὴν ψυχήν μὲ ἀποτέλεσμα τὴν γέννησιν τῆς αἰσθήσεως ποὺ ὀνομάζεται ὅρασις.
Ἐνῶ ὅταν τὸ ἀδελφικὸ πρὸς τὸ ῥεῦμα τῶν ὀφθαλμῶν ἠλιακὸ φῶς χάνεται, καθῶς ἐπέρχεται ἡ νῦξ, τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως κατευθύνεται πρὸς κάτι ἀνόμιον καὶ "σβήνει" προσκρούοντας ἐπάνω του, ἔτσι ἡ ὅρασις τὴν νύκτα εἶναι δύσκολη ἢ ἀδύνατη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει πλέον, ὁ ὕπνος ἐπέρχεται καὶ τὰ βλέφαρα, οἱ προστάται τῆς ὁράσεως, καλύπτουν τοὺς ὀφθαλμούς.
Ὁ Ἥλιος δύναται νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀδυνάμην ὅρασιν ἢ τὴν τύφλωσιν, ἢ νὰ τυφλώσῃ ἐκείνους ποὺ τὸν προσβάλλουν. Ὠς ἄσπιλος καὶ ἁγνός, εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἱερέων εἰς τοὺς ὁποίους μεταδίδει τὴν δύναμιν τῆς ὁράσεως αὐτοῦ. Μία ἐκ τῶν δυνάμεων τῶν ἀποδιδομένων εἰς ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμις τοῦ καθάριου βλέμματος ἡ ὁποία διαχέεται ὡσὰν τὰ βέλη τοῦ τόξου. Ὁ ἁγνὸς ἱερεὺς δύναται νὰ ἐξαγνίσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ καταρασθῇ ὅσους ἀσεβοῦν καὶ μόνον ῥίπτοντας τὸ βλέμμα του ἐπὶ ἐκείνων.>

[Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, Ἀργοναυτικὰ, 4, 727-729]

ὅλη ἡ τοῦ Ἡλίου γενεά εἶναι πασίδηλος, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ μακριὰ
τὸ βλέμμα των ἀστράπτει καθώς τοξεύει τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας
Βλέπει δὲ τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦτο, τὸν ἐπικαλοῦνται συχνὰ ὠς μάρτυρα τῶν ὅρκων. Ἁγνὸς καὶ ἀψευδὴς θὰ ἀναφέρει εὐθὺς τυχὸν ἐπιορκίαν εἰς τοὺς δαίμονας, τοὺς ἁρμοδίους διὰ τὴν τιμωρίαν τῶν ἐπιόρκων. Τὸ μεγά ἀθηναϊκὸν δικαστήριον, ἡ Ἡλιαία, ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν του ἐκ τοῦ Ἡλίου, οἱ δὲ δικασταὶ ὀνομάζοντο Ἡλιασταί.

[Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητρα]

κὶ ἔφθασαν εἰς Ἥλιον, ποὺ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἐπισκοπεῖ
Αἱ ἀπεικονίσεις του χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἡλιακὴν κορώνα, τὸν φλογερὸν στέφανον τοῦ Ἡλίου ποὺ καλεῖται διάδημα μυρίων ἀκτίνων. Ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρον, τὰς τέσσαρας Ὥρας (ἐποχάς) καὶ τὰς δώδεκα Ὥρας ποὺ ἄλλοτε σημαίνουν τοὺς μῆνας καὶ ἄλλοτε τὰς ὥρας τῆς ἡμέρας (αἱ ἀρχαῖαι ἡμερήσιαι ὥραι ἰσοδυναμοῦν μὲ δύο σημερινὰς ὥρας). Ἡ ἔκλειψις δὲ τοῦ Ἡλίου ἐθεωρεῖτο καταστροφικὸς οἰωνὸς διὰ ὁτιδήποτε εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴν της.

[Πίνδαρος, Παιάν, απόσπασμα 52]

Ἀκτὶς ἡλίου, πολυδερκής, τὶ ἔχεις κατὰ νοῦ; Ὤ, μῆτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ποὺ ἐκλάπης ἀπ' ἐμᾶς ἐνὼ ἤταν ἡμέρα! Γιατὶ καθιστᾷς ἀνωφελῆ τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς σοφίας τὴν ὁδόν, εἰσερχόμενο σὲ σκοτεινὴν ἀτραπόν; Φέρεις κάποιο νέο ἢ πρὸ τῆς ὥρας του συμβάν; Ἀλλά, πρὸς Διός, σὲ ἱκετεύω θεϊκὲ ἠνίοχε, σὲ κάποιο εὐτυχὲς καὶ ἀβλαβὲς συμβὰν μετατρέψου διὰ τὰς Θήβας [...]

Καποίου πολέμου τὸ σημεῖον μήπως φέρεις ἢ τῶν καρπῶν τὴν φθίσιν, ἢ χιονοθύελλα ἀνειπώτου σθένους, ἢ ὀλέθριαν ἐξέγερσιν, ἢ θαλάσσης ὑπερχείλισιν σὲ πεδιάδα, ἢ παγετὸν ἐπὶ γῆς, ἢ νότια θέρμη μὲ ὄμβρους ἀκατάπαυστους, ἢ τὴν γαῖαν κατακλύζοντας θέσεις νέων ἀνδρῶν γένος ἐξ ἀρχῆς; Ἐγὼ διόλου δὲν θὰ θρηνήσω για ὅτι πάθω μαζὶ μὲ ὅλους
Αἱ ἀκτίναι του φέρουν τὴν αὔξησιν τῶν καρπῶν, διὸ καὶ καλεῖται κάρπιμος, καὶ ἐπιταχύνουν τὴν διαδικασίαν τῆς σήψεως. Αἱ συχνότεραι προσωνυμίαι τοῦ Ἡλίου εἶναι:
 Ὑπερίωνὁ ὑψηλὰ εὑρισκόμενος
 Ὑπεριονίδηςυἱὸς τοῦ Ὑπερίονος
 Τιτάνεὐμεγέθης ἀλλὰ καὶ ἀπρόσμικτος
 Ἠλέκτωρἀκτινοβόλος
 Φαέθωνἐκεῖνος ποὺ φωτίζει
 Παιάνλυτρωτὴς, σωτὴρ, ἰατρός
Πτηνόν ἀφιερωθὲν εἰς Ἥλιον ἐστὶ ὁ Ἱέραξ, διὰ τὸ ἱερὸν τὸν ὀφθαλμῶν του, ἡ δὲ πρωταρχικὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἱερὸς εἶναι ἰσχυρὸς καὶ εὔρωστος, ἐξ οὖ καὶ ἱερεύς. Ἐκ τῶν ζῴων, εἰς Ἥλιον ἀφιερώνονται οἱ λευκοὶ ἵπποι.  Φυτὰ καὶ λίθοι ἐκ τῶν ἀπορροιῶν τοῦ θεοῦ θεωροῦνται τὸ χρυσάνθεμον, ὁ ὑάκινθος καὶ τὸ ἡλιοτρόπιον, ὁ ὑάκινθος λίθος (εἴδος ῥουμπινίου), ὁ ἠλιόδωρος (χρυσὸς βήρυλλος), τὸ ἤλεκτρον, τὸ ῥουτίλιον (χαλαζίας μὲ πρόσμιξιν χρυσοῦ) κ.ἄ.  Μέταλλα, ὁ χρυσός. Θυμίαμα ὁ λίβανος. Τροφαί τὸ μέλι καὶ τὰ πορτοκάλια.