Της Νάγιας Καστρενοπούλου,
Από το διάλογο στο σύνθημα: Μία νέα πραγματικότητα
Στις μέρες μας, όλοι θα έχουμε δει πολιτικούς να λογομαχούν στις διάφορες τηλεοπτικές τους εμφανίσεις. Καλεσμένοι για συγκεκριμένες συζητήσεις, καταλήγουν να κονταροχτυπιούνται δημοσίως μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ζούμε σε μια εποχή όπου η πολιτική ένταση δεν είναι απλώς οξύμωρη παρενέργεια της διαφωνίας, αλλά σχεδόν αναγκαία συνθήκη για να «ακουστείς». Η δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα το 2025 μοιάζει ολοένα και περισσότερο με σκηνικό σύγκρουσης, που τα επιχειρήματα έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε συνθήματα, οργή και προσωπικές επιθέσεις. Ο πολιτικός λόγος πλέον σπάνια υπηρετεί τον διάλογο. Η πολιτική ως ουσία, ως προγραμματικός λόγος, δείχνει να υποχωρεί μπροστά στην εικόνα, στην ένταση, στην ανάγκη να «κερδίσεις» τον αντίπαλο κι όχι να πείσεις τον πολίτη. Πώς φτάσαμε, όμως, στο σημείο, όπου κανείς δεν ακούει το «γιατί», αλλά μόνο το «ποιος φώναξε πιο δυνατά»;
Ο μονόλογος της έντασης: Όταν η πολιτική γίνεται τηλεοπτικό σόου
Η πολιτική επιχειρηματολογία φαίνεται να έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο απλουστευμένων αντιπαραθέσεων, που κυριαρχεί η συνθηματολογία και όχι η τεκμηρίωση. Εκφράσεις όπως «είστε ψεύτες», «είστε λαϊκιστές» ή «δεν έχετε καμία αξιοπιστία» επαναλαμβάνονται μηχανικά, χωρίς να συνοδεύονται από ουσιαστικά δεδομένα ή ανάλυση. Τα τηλεοπτικά πάνελ, με τη λογική της άμεσης αντιπαράθεσης και του περιορισμένου χρόνου, ενισχύουν αυτή την τακτική: το ζητούμενο δεν είναι ποιος έχει επιχειρήματα, αλλά ποιος θα επιβληθεί φωνάζοντας. Παρόμοια λογική παρατηρήθηκε και στο debate των Ευρωεκλογών του 2024, που η επικοινωνιακή διαχείριση της έντασης υπερίσχυσε της πολιτικής ουσίας. Οι θέσεις για την Ευρώπη, την πράσινη μετάβαση ή και τη μετανάστευση πέρασαν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη εντυπωσιασμού μέσω της λογομαχίας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο πολίτης παραμένει ανήμπορος θεατής — όχι συμμέτοχος σε μια ώριμη πολιτική συζήτηση.
Κριτική ή στοχοποίηση; Η λεπτή γραμμή του δημόσιου λόγου
Η δημοκρατική κριτική είναι θεμέλιο της πολιτικής ζωής, όμως τα τελευταία χρόνια τα όρια ανάμεσα στην κριτική και τη στοχοποίηση έχουν θολώσει επικίνδυνα. Όταν η εστίαση μετατοπίζεται από τις πράξεις ή τις θέσεις ενός πολιτικού προσώπου στην προσωπικότητά του, τότε δεν μιλάμε πλέον για πολιτική αντιπαράθεση, αλλά για στοχευμένη πολιτική αποδόμηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αντιδράσεις σε υποθέσεις που σχετίζονται με τη Δικαιοσύνη, που αντί για σεβασμό στη θεσμική διαδικασία, επιστρατεύεται η λογική της δημόσιας διαπόμπευσης. Ακόμη πιο έντονα, η στοχοποίηση αποκτά έμφυλα χαρακτηριστικά όταν αφορά γυναίκες πολιτικούς. Στην πιο πρόσφατη επίθεση που δέχτηκε η Ζωή Κωνσταντοπούλου στη Βουλή, όταν της ειπώθηκε προκλητικά «να κάνει κανένα παιδί να ηρεμήσει», έγινε φανερό πώς ο δημόσιος λόγος ξεπέφτει σε σεξιστικές προσωπικές αναφορές αντί για πολιτική αντιπαράθεση. Τέτοιου είδους τοποθετήσεις δεν πλήττουν μόνο το άτομο· υπονομεύουν τον ίδιο τον δημόσιο διάλογο της πολιτικής και ενισχύουν ένα πρότυπο πολιτικής ζωής χωρίς ουσία και σεβασμό.
Πολιτικοί influencers και τα memes της εξουσίας
Η άνοδος των social media έχει αλλάξει ριζικά τον ρόλο του πολιτικού, μετατρέποντάς τον —συχνά εκούσια— σε ένα είδος «πολιτικού influencer». Αντί για πολιτικές θέσεις, κυριαρχούν τα σύντομα βίντεο, οι σύντομες ατάκες και τα memes που αποσκοπούν στη viral απήχηση. Ο πολιτικός λόγος συμπυκνώνεται σε λίγα δευτερόλεπτα, με στόχο, όχι την πειθώ, αλλά τη συμμετοχή στον ψηφιακό θόρυβο — εξέλιξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση TikTok από πολιτικούς, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Στέφανος Κασσελάκης, οι οποίοι προσεγγίζουν ένα νεανικό κοινό με περιεχόμενο που συχνά θυμίζει lifestyle και όχι πολιτική ανάλυση. Παράλληλα, memes που διακινούνται από κομματικούς μηχανισμούς ή από υποστηρικτές —όπως αυτά που γελοιοποιούν τον αντίπαλο με φωτομοντάζ και ειρωνικά captions— διαμορφώνουν μια νέα κουλτούρα «διαλόγου» βασισμένη στην πλάκα και την ειρωνεία. Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική μετατρέπεται σε προϊόν κατανάλωσης και όχι συμμετοχής, επηρεάζοντας όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία.
Οι επιπτώσεις της πόλωσης στην πολιτική κουλτούρα
Η διαρκής πόλωση μεταξύ των πολιτικών και των κομμάτων δεν αφήνει ανεπηρέαστη την πολιτική κουλτούρα· αντιθέτως, τη φθείρει σε βάθος χρόνου. Όσο ο δημόσιος λόγος χτίζεται πάνω στη διένεξη και την τοξικότητα, τόσο αποδυναμώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα κόμματα και τους θεσμούς. Πολλοί πολίτες —ιδίως οι νεότεροι— νιώθουν ότι δεν υπάρχει χώρος για ουσιαστική εκπροσώπηση και διάλογο, οδηγούμενοι είτε σε ριζοσπαστικοποίηση είτε στην πλήρη αποχή από τα κοινά. Η απαξίωση από μέρους τους δεν είναι απλώς μια αντίδραση: μετατρέπεται σε πολιτική στάση, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημοκρατική συνοχή. Επιπλέον, η πόλωση δυσχεραίνει ακόμη και τη στοιχειώδη συνεννόηση σε εθνικά κρίσιμα ζητήματα —όπως η εξωτερική πολιτική, η κλιματική κρίση ή η διαχείριση της μετανάστευσης—, αφού κάθε πρόταση της μιας πλευράς αντιμετωπίζεται ως ύποπτη ή επιζήμια από την άλλη. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η συνεννόηση δεν είναι απλώς δύσκολη· γίνεται σχεδόν αδύνατη.
Και τώρα; Η ανάγκη για μια ώριμη πολιτική κουλτούρα
Απέναντι σε αυτό το τόσο τοξικό πολιτικό κλίμα, η ανάγκη για μια ώριμη πολιτική κουλτούρα είναι επιτακτική και συλλογική ανάγκη. Η αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στους θεσμούς· απαιτεί ενεργό ρόλο από την ίδια την κοινωνία των πολιτών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα σχολεία και, φυσικά, τους ίδιους τους πολιτικούς. Η ενίσχυση της πολιτικής παιδείας, ήδη από το σχολείο, μπορεί να καλλιεργήσει την αξία του διαλόγου, της τεκμηριωμένης άποψης και της κριτικής σκέψης και ικανότητας. Παράλληλα, οι θεσμοί έχουν χρέος να διασφαλίζουν τα όρια στον δημόσιο λόγο, καταδικάζοντας ρητά τη στοχοποίηση και τον λόγο μίσους. Αλλά και οι πολίτες, ως δέκτες και πομποί πολιτικού περιεχομένου, οφείλουν να απαιτούν ποιότητα, να επιβραβεύουν την επιχειρηματολογία αντί για το επικοινωνιακό «πυροτέχνημα». Αν θέλουμε μια δημοκρατία, η οποία να αντέχει, οφείλουμε να τη θωρακίσουμε με ουσία, μέτρο και παιδεία.
Η πολιτική δεν είναι μόνο λόγια, κόμματα και κάμερες· είναι ευθύνη. Ευθύνη να ακούς τον συνομιλητή σου, να σέβεσαι, να χτίζεις. Όσο εύκολο είναι να υψώσεις τη φωνή, τόσο δύσκολο —και απαραίτητο— είναι να ξεκινήσεις έναν πραγματικό διάλογο. Αν θέλουμε μια πολιτική ζωή η οποία να μην εξαντλείται σε κραυγές και memes, πρέπει να ξεκινήσουμε από εμάς τους ίδιους: να απαιτούμε ουσία, να απορρίπτουμε τη χυδαιότητα, να συμμετέχουμε με επίγνωση και σεβασμό σε συζητήσεις. Η αλλαγή δεν θα έρθει από ένα πρόσωπο ή ένα κόμμα, αλλά από ένα σύνολο πολιτών οι οποίοι δε βολεύονται με το «έτσι είναι τα πράγματα». Όπως είχε πει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, του τίμιου και του αναγκαίου». Αν το πιστέψουμε ξανά, ίσως μπορέσουμε να δώσουμε στη δημοκρατία το περιεχόμενο που της αξίζει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Theocharis, Y., Barberá, P., Fazekas, Z., & Popa, S. A. (2021). The role of social media in political polarization: A systematic review. Annals of the International Communication Association, 45(2), 115–131, διαθέσιμο εδώ
- Για την πόλωση ως πολιτική παθολογία και την κυριαρχία της αντιπαράθεσης ως περιεχόμενο της πολιτικής σφαίρας: Γεωργιάδου, Β. (2023, 5 Φεβρουαρίου). Η πόλωση ως πολιτική παθολογία, LiFO, διαθέσιμο εδώ
- https://www.offlinepost.gr/
**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου