(Ψυχανάλυση καί πολιτισμική ἐξέλιξη)
Εἰσαγωγή
Ἡ ἐποχή τῆς νεωτερικότητας διαμορφώθηκε ἀπό τόν δυτικό διαφωτισμό σέ χρονικό βάθος περίπου τριῶν αἰώνων. Γιά πρώτη φορά στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ἀναδύθηκε ἕνα ἰσχύρό κίνημα ἀπόρριψης τῆς ἀντίληψης καί βίωσης τοῦ «ἱεροῦ» καί τοῦ «Θεοῦ» καί σταδιακά στή θέση τους τοποθετήθηκε ὁ ἐργαλειακός «ὀρθός λόγος» (instrumental reason), δηλαδή ἡ αἰτιοκρατική λογική. Πρόκεται γιά τό περίφημο φαινόμενο τῆς ἐκκοσμίκευσης (secularization). Ἡ τάση αὐτή κορυφώθηκε στόν 20ό αἰώνα, μέ ἀποτέλεσμα νά αὐξηθεῖ ραγδαία τό ποσοστό τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων πού δηλώνουν «ἄθεοι» ἤ «ἀγνωστικιστές» καί νά πλεονάζει ἡ θρησκευτική ἀδιαφορία (πχ. στή δυτική και βόρεια Εὐρώπη διάφορες ἐνορίες ἔκλεισαν ἐλλείψει πιστῶν καί οἱ ἐγκαταστάσεις τους πουλήθηκαν, μετατρεπόμενες σέ…βενζινάδικα, ντίσκο κλπ.). Τό ἀποκορύφωμα ὑπῆρξε ὁ στρατευμένος-μαχητικός ἀθεϊσμός, ὁ ὁποῖος ἀπαίτησε τόν αὐστηρό διαχωρισμό κράτους καί θρησκείας, τήν ἀποβολή τῆς τελευταίας ἀπό τόν δημόσιο χῶρο καί τήν ἀναγωγή της σέ ἀποκλειστικά «ἰδιωτική» πολιτισμική ἐπιλογή τοῦ καθενός. Ἀκραία ἐκδήλωση αὐτῶν ὑπῆρξε ὁ ἀλήστου μνήμης «ὑπαρκτός σοσιαλισμός», ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ἀνελέητα τήν χριστιανική Ἐκκλησία (στή Σοβιετική Ἕνωση αὐτό ἀφοροῦσε κυρίως τήν Ὀρθόδοξη) μέ ἐξορίες στά γκουλάγκ, τουφεκισμούς, κατεδαφίσεις χιλιάδων ναῶν, μονῶν καί προσκυνημάτων, τοποθέτηση κατασκόπων τῆς μυστικῆς ἀστυνομίας στίς τάξεις κλήρου καί πιστῶν, δήμευση τοῦ πλείστου μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί πολλά ἄλλα.
Μετά τήν ὀδυνηρή κατάρρευση τῶν μαζικῶν ἰδεολογιῶν καί «ὀραμάτων γενικῆς εὐτυχίας» τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα και τήν ἀνάδυση τοῦ μετανεωτερικοῦ πλαισίου (κυρίως μετά τό 1980), ὁ ρόλος τῆς θρησκείας ἀπροσδόκητα φάνηκε νά ἀλλάζει. Νέο καί ἀνανεωμένο ἐνδιαφέρον ἐμφανίστηκε στίς δυτικές κοινωνίες ὄχι τόσο γιά τίς παραδοσιακές θρησκεῖες ἤ χριστιανικές ἐκκλησίες, ὅσο γιά τήν «πνευματικότητα», ἔννοια ἐλαστική καί παμπεριεκτική. Ὁ ὑλικά κορεσμένος και πνευματικά κουρασμένος δυτικός καταναλωτής, ἀφοῦ εἶδε τίς αὐταπάτες του σχετικά μέ τά χιλιαστικά ἰδεολογικά ὁράματα νά συντρίβονται, ἀναζήτησε ἐξωθεσμικές «πνευματικές» ἐμπειρίες-βιώματα, ἱκανές νά τόν ἀνανεώσουν καί νά προσφέρουν ἕνα κάποιο νόημα στήν τρομακτική ρευστότητα τῆς μεταμοντέρνας συνθήκης. Ἐκτός δυτικοῦ πολιτισμικοῦ χώρου ὑπῆρξε ἀναθέρμανση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν Ὀρθοδοξία στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, ἀλλά κυρίως ἀνάδυση τοῦ ριζοσπαστικοῦ Ἰσλάμ ὡς ἀντίβαρου στόν γεωπολιτικό καί πολιτισμικό ἐπεκτατισμό τῆς Δύσης.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ θέση τῆς θρησκείας στή σύγχρονη μετανεωτερική συνθήκη; Πλῆθος ἀπόψεων, προφορικῶν καί γραπτῶν, ἀναφέρονται καί διακινοῦνται κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες. Ἄλλες ἐγκυρότερες, ἄλλες λιγότερο, ἄλλες εὐθύβολες καί ἀκριβεῖς, ἄλλες στήν περιφέρεια τοῦ ἐξειδικευμένου αὐτοῦ θέματος. Ἐπέλεξα ὡς ἰδιαίτερα σημαντικές καί ἀντιπροσωπευτικές γιά τό θέμα μας τίς ἀπόψεις τοῦ διάσημου ψυχαναλυτῆ Χάιντς Κόχουτ (Heinz Kohut, Βιέννη 1913 – Σικάγο 1981), αὐστριακοῦ ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος δημιούργησε ὁλόκληρη σχολή ψυχαναλυτικῆς σκέψεως, τήν Ψυχολογία τοῦ Ἑαυτοῦ (Self Psychology). Τό μέγιστο μέρος τῆς ἐπιστημονικῆς του δράσης καί ζωῆς τό πέρασε στό Σικάγο. Ἐπηρέασε ἔντονα τήν ἀμερικανική ψυχανάλυση στίς δεκαετίες τοῦ 1960 καί 70 καί ὑπῆρξε πολυμαθέστατος καί ἀγχίνους, ἕνας «ἀναγεννησιακός ἄνθρωπος». Ταυτόχρονα, ἡ τελική φάση τῆς ζωῆς του συνέπεσε μέ τήν μετάβαση τῆς ἀμερικανικῆς κοινωνίας ἀπό τήν νεωτερική στήν μετανεωτερική συνθήκη, γεγονός τό ὁποῖο ἐπηρέασε τήν σκέψη του. Συνέβη ὅμως καί τό ἀντίστροφο: ἡ ψυχαναλυτική καί ἐπιστημολογική συμβολή του συνέβαλε (ὅπως θά διαπιστώσουμε) στήν μεταμοντέρνα συνθήκη, κυρίως στόν κλινικό χῶρο ἀλλά ὄχι μόνο σ’ αὐτόν.
Ὁ Κόχουτ λίγο καιρό πρίν πεθάνει ἔδωσε μιά συνέντευξη στόν θεολόγο Robert Randall σχετικά μέ τήν θρησκεία, ἡ ὁποία περιέχει σημαντικές ἀναφορές πάνω στό θέμα. Οἱ ἀναφορές αὐτές εἶναι λακωνικές ἀλλά πυκνές καί μεθοδικά δομημένες. Στηρίζονται στό ψυχαναλυτικό του πλαίσιο καί στήν συνακόλουθη μεταψυχολογία καί κοσμοθεωρία του. Θά ἀποφύγουμε τήν λεπτομερή ἀνάλυση τῆς ψυχαναλυτικῆς του προσέγγισης καί θά ἑστιάσουμε στήν θεώρησή του περί θρησκείας, ἐπεξηγώντας μόνο ἐκεῖνες τίς ψυχαναλυτικές ἔννοιες πού εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητες γιά τήν κατανόηση τῶν ἀπόψεων τοῦ Κόχουτ .
Κύριο μέρος
Ὁ ἀμερικανός θεολόγος Ράνταλ τονίζει: «Ἡ ἀντίληψη τοῦ Κόχουτ περί θρησκείας ὑπῆρξε περισσότερο παροδική συνέπεια παρά πρωταρχική ἐπιδίωξη, ἐπειδή ἡ θρησκεία, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά του, δεν ἦταν ἀνάμεσα στίς προτεραιότητές του. Καθώς σχηματοποιήθηκε τό πλαίσιο τῆς Ψυχολογίας τοῦ Ἑαυτοῦ, τό ἴδιο διαμορφώθηκε ἡ στόχευση καί ἡ ἀκρίβεια μέ τίς ὁποῖες μποροῦσε νά θεωρήσει ὅλες τίς ἀνθρώπινες δραστηριότητες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἔδωσε ἐλάχιστη προσοχή στή θρησκεία μέχρι πρόσφατα».
Ὁ Κόχουτ προερχόταν ἀπό οἰκογένεια Αὐστριακῶν Ἑβραίων, πλήρως ἀφομοιωμένων στά κεντροευρωπαϊκά πρότυπα. Κατέφυγε στίς Η.Π.Α. τό 1939 λόγω τῆς ἐπικράτησης τῶν Ναζί στήν Αὐστρία. Οἱ συνεργάτες καί ὁ βιογράφος του τονίζουν ὅτι καί στήν Ἀμερική παρέμεινε ἐξίσου ἀπόμακρος ἀπέναντι στίς ἰουδαϊκές παραδόσεις. Σέ ὥριμη ἡλικία ἄρχισε νά συχνάζει σέ κάποια φιλελεύθερη-συγκριτιστική προτεσταντική σύναξη (ἀπό αὐτές πού ἀφθονοῦν στήν Ἀμερική) χωρίς νά προσχωρήσει στόν Προτεσταντισμό.
Ἡ κύρια ἐνασχόληση καί συμβολή του ὑπῆρξε τό κλινικό πεδίο τοῦ ναρκισσισμοῦ. Ἡ μελέτη αὐτή, ὅπως συμβαίνει πάντα στήν ψυχανάλυση, ξεκινᾶ ἀπό τήν βρεφική ἡλικία.
«..γιά νά ἀναπτυχθεῖ ὁ ψυχικός Ἑαυτός τοῦ βρέφους-παιδιοῦ θά πρέπει νά ἱκανοποιοῦνται τρεῖς θεμελιώδεις ἀνάγκες του: α) ἡ ἀνάγκη νά ἔχει ποικίλες ἐπιβεβαιώσεις τῆς ἀξίας καί μοναδικότητάς του ἀπό τούς γονεῖς (καθρεφτισμός, mirroring), β) ἡ ἀνάγκη νά ἔχει στή ζωή του μιά σημαντική προσωπικότητα (ἀρχικά οἱ γονεῖς) πού νά μπορεῖ νά τήν ἐξιδανικεύει (idealizing) καί γ) ἡ ἀνάγκη νά εἶναι κανείς σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους (κοινή φύση, twinship), νά πιστεύει δηλαδή ὅτι ἔχει ἐπαρκῆ κοινά χαρακτηριστικά μέ τό κοινωνικό περιβάλλον του. Ὡς ψυχικό Ἑαυτό ὁ Κόχουτ ὀνομάζει τόν ‘πυρήνα τῆς προσωπικότητας’, ὁ ὁποῖος εἶναι τό κέντρο τῶν ἀνθρώπινων ἐμπειριῶν καί πρωτοβουλιῶν, καθώς καί τά βιώματα (ψυχική εἰκόνα) πού ἔχει ὁ καθένας γι’ αὐτόν τόν ψυχικό πυρήνα».
Οἱ γονεῖς ἤ κηδεμόνες παρέχουν ἀρχικά αὐτές τίς τρεῖς θεμελιώδεις λειτουργίες ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ σταδιακά ὁ ψυχικός Ἑαυτός. Σέ ὁλόκληρη τήν διαδρομή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς χρειάζεται κανείς ἀνάλογες ἐμπειρίες πού νά τροφοδοτοῦν καί νά στηρίζουν τον Ἑαυτό, ἔχοντας ὅμως μετεξελιχθεῖ σέ ὥριμα βιώματα, ἀντίστοιχα τῆς ἀναπτυξιακῆς φάσης τοῦ ψυχισμοῦ (mind). Ἡ ἀνάγκη ἐξιδανίκευσης μεταλλάσσεται φυσιολογικά σέ γνήσια ἰδανικά κατά τήν φάση τῆς ἐνηλικίωσης. Ἡ ἀνάγκη ἐπιβεβαίωσης τῆς «κοινῆς φύσης» ὡριμάζει σέ ὑγιή κοινωνικότητα καί αἴσθηση τοῦ ἀνήκειν, ἐνῶ ἡ ἀνάγκη καθρεφτισμοῦ σέ ρεαλιστικές-δημιουργικές φιλοδοξίες. Πέρα ὅμως ἀπό τόν σπουδαῖο ρόλο γονέων-κηδεμόνων, πλῆθος ἄλλων παραγόντων συμβάλλουν στήν ἀνάπτυξη τοῦ Ἑαυτοῦ. Ὅλοι αὐτοί οἱ συντελεστές περιγράφονται ἀπό τόν Κόχουτ μέ τόν ὅρο «ἑαυτοαντικείμενα» (selfobjects), ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καί τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ πλαισίου του. Πῶς ὅμως μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν πολύπλοκο αὐτόν ὅρο;
Ἕνας ἐκ τῶν κορυφαίων συνεργατῶν του ἀναλύει: «Συχνότατα ἡ λειτουργία ἑνός ἑαυτοαντικειμένου ἐπιτελεῖται ἀπό ἕνα πρόσωπο, ὅμως θά πρέπει νά θυμόμαστε ὅτι τό ἑαυτοαντικείμενο εἶναι ἡ λειτουργία, ὄχι τό πρόσωπο…Κάθε ἐμπειρία πού προάγει τόν συγκροτημένο-λειτουργικό Ἑαυτό ἤ πού συντηρεῖ τήν ἀδιάσπαστη συνέχεια ἑνός τέτοιου Ἑαυτοῦ θεωρεῖται ἐμπειρία ἑαυτοαντικειμένου. Οἱ ἐμπειρίες ἑαυτοαντικειμένου μποροῦν νά ἐπιτελοῦνται ὄχι μόνον ἀπό ἀντικείμενα, ἀλλά ἐπίσης ἀπό σύμβολα ἤ ἰδέες πού ἀναπαριστοῦν ἀντικείμενα… Τά ἑαυτοαντικείμενα κατά ἀκρίβεια δέν εἶναι οὔτε ὁ Ἑαυτός οὔτε τά ἀντικείμενα, ἀλλά ἡ ὑποκειμενική πλευρά μιᾶς λειτουργίας πού ἐπιτελεῖται ἀπό μία σχέση. Ὡς τέτοιες οἱ σχέσεις ἑαυτοαντικειμένου ἀναφέρονται σέ μιά ἀσυνείδητη ἐνδοψυχική ἐμπειρία καί δέν περιγράφουν την διαπροσωπική σχέση μεταξύ τοῦ Ἑαυτοῦ καί ἄλλων ἀντικειμένων».
Στήν μακροσκελή αὐτή περιγραφή πού διατυπώθηκε ἀπό ἕναν ἀπό τούς στενότερους συνεργάτες τοῦ Κόχουτ, διαβλέπει κανείς μέσα ἀπό τά μεταψυχολογικά στοιχεῖα της τήν μετατόπιση τοῦ ἐπιστημολογικοῦ παραδείγματος ἀπό τό διαπροσωπικό (σχολή τῶν Σχέσεων Ἀντικειμένου τῶν Winnicott, Fairbairn κ.ἄ.) στό ἀτομοκεντρικό τῆς ναρκισσιστικῆς ἰσορροπίας καί συνοχῆς (ὁμοιόστασης). Τά πάντα πρέπει νά ἐξυπηρετοῦν τόν τελευταῖο αὐτόν σκοπό ἤ τουλάχιστον νά στοχεύουν ἐκεῖ: στήν συνολική εὐεξία τοῦ ψυχικοῦ Ἑαυτοῦ.
Ὁ Κόχουτ στά κείμενά του ἀναφέρεται στόν Ἔνοχο Ἑαυτό καί στόν Τραγικό Ἑαυτό. Ὁ Ἔνοχος Ἑαυτός ἀντιστοιχεῖ πολιτισμικά στόν νευρωτικό ἄνθρωπο τῆς νεωτερικῆς ἐποχῆς, ἐνῶ ὁ Τραγικός ἀντιστοιχεῖ στόν κατακερματισμένο ἄνθρωπο τῆς μετανεωτερικῆς.
Στήν πρώτη περίπτωση τοῦ Ἔνοχου Ἀτόμου ἔχουμε τήν πάλη του μέ τίς ἐνορμήσεις (drives: λίμπιντο καί ἐπιθετικότητα), μέσα στό πολιτισμικό πλαίσιο κανόνων καί νόμων. Ἡ ἐνδοψυχική σύγκρουση καί ἡ παραγόμενη ἐνοχή γιά παραβιάσεις τῶν κοινωνικῶν-πολιτισμικῶν κανόνων κατά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐνορμήσεων εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού χαρακτηρίζει τό ἄτομο τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἡ προσέγγιση αὐτή στηρίζεται κυρίως στό «ἐνεργειακό» ἐπιστημολογικό παράδειγμα τῆς φροϋδικῆς Ψυχανάλυσης.
Σύμφωνα μέ τόν Κόχουτ ἡ κλινική πράξη τῶν τελευταίων δεκαετιῶν δείχνει σαφῶς μιά μετατόπιση τῆς ψυχοπαθολογίας ἀπό τήν νεύρωση στήν δυσλειτουργία τοῦ Ψυχικοῦ Ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ τήν πολυδιάσπασή του, μέ τήν ἀπουσία συνοχῆς ἀλλά καί διαχρονικῆς ἀντοχῆς του. Αὐτές οἱ δυσλειτουργίες μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐπηρεάζονται καί ἐπιδεινώνονται ἔντονα ἀπό τίς πολλαπλές ταυτότητες καί τήν ἐν γένει κοινωνική καί πολιτισμική ρευστότητα, τήν ὁποία προωθεῖ μέ κάθε τρόπο ὁ ὕστερος (χρηματιστηριακός) καπιταλισμός τύπου καζίνο, ἡ πολιτισμική λογική του πού εἶναι ἡ μεταμοντέρνα συνθήκη, ἡ ραγδαία διείσδυση τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου βίου, οἱ ἐξοντωτικοί ρυθμοί τῆς καθημερινότητας, ἡ διάχυτη ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα καί πολλά ἄλλα. Αὐτή ἡ ψυχοπαθολογία πού διαμορφώνεται ἀπό τίς πολλαπλές ταυτότητες καί καταλήγει στούς ἀλληλοσυγκρουόμενους ρόλους, καθιστᾶ βαθύτερο τό πρόβλημα τοῦ Τραγικοῦ Ἀτόμου σέ σύγκριση μέ αὐτό τοῦ Ἐνοχικοῦ. Μέσα σ’ αὐτό τό πλαίσιο ὁ Κόχουτ συνιστᾶ τήν παντί σθένει στήριξη τῆς λειτουργικότητας-συνοχῆς-διαχρονίας τοῦ Ἑαυτοῦ. Ἕνας ἀπό τούς σημαντικούς πολιτισμικούς παράγοντες πού καλοῦνται ἀπό τό ψυχαναλυτικό σύστημα τοῦ Κόχουτ νά στηρίξουν τόν Ψυχικό Ἑαυτό εἶναι ἡ θρησκεία.
Γιά τόν Κόχουτ τρία εἶναι τά θεμελιώδη πεδία μετουσίωσης (δημιουργικῆς μεταλλαγῆς τῶν ἐνορμήσεων) καί ἐξύψωσης τοῦ ἀνθρώπου: ἡ Ἐπιστήμη, ἡ Τέχνη καί ἡ Θρησκεία. Πρόκειται γιά τά τρία κορυφαῖα ἑαυτοαντικείμενα. Στό πλαίσιο τῆς Ψυχανάλυσης θεμελιῶδες «ἐργαλεῖο» γιά τόν ἴδιο εἶναι ἡ ἐνσυναίσθηση (empathy).
Ἐνσυναίσθηση εἶναι γενικά ἡ δυνατότητα ἑνός ἀνθρώπου νά βάζει ψυχικά τόν ἑαυτό του στήν θέση ἑνός συνανθρώπου του, προκειμένου νά κατανοήσει βιωματικά τήν ἐμπειρία τοῦ συνανθρώπου αὐτοῦ: «πῶς θά ἔνιωθα ἄν εἶχα καρκίνο, ἄν ἔπαιρνα διαζύγιο, ἄν ἤμουν μακροχρόνια ἄνεργος» κλπ. Αὐτό προσπαθεῖ κανείς νά τό πράξει μέ τήν δύναμη τῆς φαντασίας του, τοποθετώντας τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ Ἄλλου. Ἀποτελεῖ ἐπίπονη καί πολλές φορές ἐπώδυνη προσπάθεια βιωματικῆς κοινωνίας μέ τόν συνάνθρωπο, γιαυτό καί δέν τήν συναντᾶ κάποιος συχνά στό κοινωνικό περιβάλλον. Ἡ σημασία της εἶναι πολύ μεγάλη γιά τήν βαθιά ἐπικοινωνία καί γιά τήν γνήσια διαπροσωπική ἐπαφή. Ὁ Κόχουτ ὑπαινίσσεται ὄχι μόνο τήν κοινωνική-καθημερινή ἐνσυναίσθηση, ἀλλά κυρίως τήν ἐπιστημονική τοιαύτη τῶν ἐπαγγελματιῶν ψυχικῆς ὑγείας, πού ὁ ἴδιος πιστεύει ὅτι χρησιμεύει καί ὡς μέθοδος συλλογῆς ψυχαναλυτικῶν στοιχείων γιά τήν κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς. Διά τῆς ἐνσυναίσθησης ὁ εἰδικός ἔρχεται σέ βιωματική ἐπαφή μέ τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀσθενοῦς. Εἶναι ἄλλο νά διακρίνει διανοητικά τήν κατάθλιψη, τό ἄγχος, τήν ἀνασφάλεια τοῦ ἀσθενοῦς καί τελείως ἄλλο νά βιώσει ἕνα μέρος ἀπό τά συναισθήματα ἤ σύνδρομα αὐτά. Μέσω τῆς βίωσης αὐτῆς ὁ ψυχοθεραπευτής συλλέγει ψυχοδυναμικά στοιχεῖα.
Σύμφωνα μέ τόν Ράνταλ ὁ Κόχουτ «θεωρεῖ ὡς στόχο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰδικότερα, νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά διευρύνουν τήν περιεκτική ἐνσυναίσθησή τους πρός τόν συνάνθρωπο. Συνεπῶς παρακινεῖ τήν θρησκεία καί τήν Ψυχολογία τοῦ Ἑαυτοῦ νά δημιουργήσουν μιά ρεαλιστική συνεργατική σχέση γιά τό κοινό ἔργο τους τοῦ ἐμπλουτισμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ καταφατική στάση ἀπέναντι στή θρησκεία δέν σημαίνει καί ἰσότητα μεταξύ τῶν δύο… Ἡ θρησκεία προορίζεται νά εἶναι ἀρωγός στούς στόχους τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους.. Ὁ Κόχουτ μοχθεῖ γιά τήν ἐπικράτηση ἑνός ‘νέου τύπου ἀνθρωπισμοῦ μέ τή μορφή τῆς ἐπιστημονικῆς ἐνσυναίσθησης’.. Γιά τόν Κόχουτ αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀνταπόκριση μέσω τῆς ἐνσυναίσθησης, περισσότερο ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, θά ἐμποδίσει ἤ θά ἀντισταθμίσει τήν τύπου Κάφκα ἀλλοτρίωση καί ἀπανθρωποποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ διεύρυνση τῆς περιεκτικῆς ἐνσυναίσθησης, περισσότερο ἀπό τήν θρησκευτική ἤ ἠθική πειθώ.. θά μειώσει πραγματικά τήν ἐπιθετικότητα».
Γιά τόν Κόχουτ τό ἀναμφισβήτητο κοσμοθεωρητικό πρωτεῖο κατέχει ὁ οὐμανισμός. Ὡς κορύφωση τοῦ οὐμανισμοῦ καί τῶν ἐπιτευγμάτων του θεωρεῖ τήν Ψυχανάλυση καί ὡς αἰχμή τοῦ δόρατος τῆς τελευταίας γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἀνθρώπου καί τοῦ πολιτισμοῦ θεωρεῖ τήν ἐνσυναίσθηση. Τήν θρησκεία θεωρεῖ ὡς σημαντική θεραπαινίδα τῶν οὐμανιστικῶν στόχων τῆς Ψυχανάλυσης, ἀλλά σέ καμμία περίπτωση ὡς ἰσότιμο ἑταῖρο. Τίς χριστιανικές προδιαγραφές ζωῆς (πχ. ἀγάπη πρός τόν πλησίον, συγχωρητικότητα, μετάνοια κλπ) τίς θεωρεῖ θετικές καί θεμιτές ἀλλά ἀναποτελεσματικές ἐν συγκρίσει πρός τίς ψυχαναλυτικές μεθόδους πού κατ’ αὐτόν εἶναι καί οἱ μόνες ἀποδοτικές. Σπουδαία ἠθική, κοινωνική καί φιλοσοφική σημασία ἔχει ἡ ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν του καί ἰδίως τό ὅτι θεωρεῖ τήν ἐνσυναίσθηση ἀνώτερη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί τῆς ἔμπρακτης ἀλληλεγγύης. Πρόκειται γιά βαρυσήμαντη καινοτομία στό πεδίο τῶν «ἀξιῶν», μέ σοβαρές κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις: κυριότερη εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ πρωτείου στό μεμονωμένο ἄτομο, δηλαδή στόν ἀκραῖο ὑποκειμενισμό, ἔναντι τῶν σχέσεων κοινωνίας.
Οὐσιαστικά ἀπορρίπτει τήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπερνικήσει τά πάθη του καί ἀποδέχεται μόνο τήν φροϋδική ἄποψη περί μετουσίωσης τῆς ἐπιθετικότητας καί τῆς «Ἀρχῆς τῆς ἡδονῆς» μέσω τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης, τῆς θρησκείας καί κάθε ἄλλης δημιουργικῆς δραστηριότητας (ἑαυτοαντικείμενα) πού συντελεῖ στήν (σχετική) ἐξημέρωση τῆς «θηριώδους βιοδομῆς» τοῦ ἀνθρώπου. Διατηρεῖ τόν μεταφυσικό μηδενισμό τῆς Νεωτερικότητας καί τά πρωτεῖα ἑνός ἀντίστοιχου οὐμανισμοῦ, ἀλλά πολύ πιό ἐξελιγμένον καί εὐέλικτο.
Ἡ πίστη του στήν Ψυχανάλυση εἶναι τόσο μεγάλη πού δίνει τά πρωτεῖα στήν «ἐπιστημονική» ἐνσυναίσθηση, τήν στιγμή πού μεταξύ τῶν εἰδικῶν ψυχικῆς ὑγείας ὑπάρχουν σημαντικές ἀποκλίσεις σχετικά μέ ἐξειδικευμένες πλευρές τοῦ πολύπλοκου αὐτοῦ θέματος. Προτείνει στίς θρησκεῖες νά δώσουν ἔμφαση στήν «ἐπιστημονική» ἐνσυναίσθηση καί νά ὑπηρετήσουν τήν εὐεξία τοῦ ψυχικοῦ Ἑαυτοῦ, παραβλέποντας ὅτι μιά τέτοια ἐνσυναίσθηση ἀπαιτεῖ τίς εἰδικές συνθῆκες τῆς ψυχαναλυτικῆς/ψυχοθεραπευτικῆς σχέσης καί τῆς αὐστηρῆς δεοντολογίας της, πού ἐλάχιστη ὁμοιότητα ἔχουν μέ τήν ἀνθρώπινη καθημερινότητα.
Ἡ θέση του περί ὑπεροχῆς τῆς ἐνσυναίσθησης ἔναντι τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καί ἀλληλεγγύης συνάδει καί μέ μίαν ἄλλη ἐπιστημολογική θέση του περί «ἀλήθειας καί πραγματικότητας».
«Ἡ πλήρης ἑνοποίηση τῶν ἰδανικῶν μου μπορεῖ νά ἐπιτρέψει στούς μελλοντικούς ψυχαναλυτές νά γίνουν οἱ ρυθμιστές μιᾶς ἀλλαγῆς στήν ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν ὅλων τῶν ἐπιστημονικῶν κλάδων πού σχετίζονται μέ τόν ἄνθρωπο, μέσω μιᾶς μεταβολῆς τοῦ ἐπίκεντρου ἀπό τήν ἠθική τῆς ‘ἀλήθειας καί πραγματικότητας’ στήν ἐξιδανίκευση τῆς ἐνσυναίσθησης, ἀπό τήν καύχηση.. τῆς ἀσυμβίβαστης λογικότητας στήν ἐπιστημονικά ἐλεγχόμενη ἐπέκταση τοῦ Ἑαυτοῦ..».
Τό ἀπόσπασμα αὐτό διακηρύσσει ἀπερίφραστα ὅτι ἡ «ἐπιστημονική» ἐνσυναίσθηση θά πρέπει νά προηγεῖται τῆς ἀναζήτησης τῆς «ἀλήθειας καί πραγματικότητας» στήν ἐπιστήμη. Μετά τήν σταδιακή ἀπόρριψη τῆς ὀντολογικῆς Ἀλήθειας ἀπό τόν Διαφωτισμό, στήν μετανεωτερική ἐποχή ἔχουμε πλέον τόν ὑποβιβασμό καί τῆς (νεωτερικῆς) ἐπιστημονικῆς ἀλήθειας χάριν τῆς ἐπιβίωσης τοῦ Ἑαυτοῦ. Ὁ ὑποβιβασμός αὐτός ἐνδύεται τό κύρος τῆς (μετανεωτερικῆς) «ἐπιστημονικῆς» Ψυχανάλυσης (φανερή μιά ἐνδογενής ἀντίφαση περί ἐπιστημονικότητας) καί τό θεμέλιο τῶν «ἀξιῶν» παύει νά εἶναι ὑπερατομικό καί διαπροσωπικό. Τό ἐπιστημολογικό καί πολιτισμικό ἐπίκεντρο πλέον εἶναι ἡ εὐεξία τοῦ ὑποκειμενικοῦ Ἑαυτοῦ καί τῶν ἑαυτοαντικειμένων του. Στόν βωμό αὐτῆς τῆς ἱεράρχησης θυσιάζονται ἡ διαπροσωπική καί κοινωνική ἀλληλεγγύη, καθώς καί ἡ (ἐπιστημονική) ἀλήθεια. Ἀμφότερα ὑποκαθιστῶνται ἀπό τήν ἐνσυναίσθηση. Μέσα στό μεταψυχολογικό καί ἐπιστημολογικό πλαίσιο τοῦ Κόχουτ ὁ ρόλος τῆς θρησκείας-χρήσιμης-θεραπαινίδας-τοῦ-Ἑαυτοῦ προδιαγράφεται μέ σαφήνεια, τό ἴδιο καί τά ὅρια τοῦ ρόλου αὐτοῦ.
Ὁ Ράνταλ ἀναφέρει: «Ἡ θρησκευτική ἔνταση γύρω ἀπό τόν ‘Ἔνοχο Ἄνθρωπο’, δηλαδή γύρω ἀπό τήν ἁμαρτωλή ἠθική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνάγκη του γιά μετάνοια καί ἀπολυτρωτική ἀγάπη, δέν γίνεται θετικά ἀποδεκτή ἀπό τόν Κόχουτ. Πράγματι, αὐτό τό εἶδος θρησκείας ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τίς ἀνάγκες καί τά διλήμματα τοῦ Τραγικοῦ (σ.τ.σ. μετανεωτερικοῦ) Ἀνθρώπου καί συχνά ὑποτιμᾶται.. ὅπως θεωρεῖ ὁ Κόχουτ, ἡ θρησκεία εἶναι στήριγμα γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὄχι τό μέσο τῆς σωτηρίας (σ.τ.σ. τοῦ Ἑαυτοῦ)».
Στό μετανεωτερικό πλαίσιο ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας ἤ τῆς ὑπαρξιακῆς ἀστοχίας (ἁμαρτίας) προσλαμβάνει ἕναν ἀποκλειστικά ἀτομοκεντρικό καί ψυχολογικό χαρακτήρα. Ἡ «διακονία» αὐτοῦ τοῦ πλαισίου εἶναι ὁ μόνος ρόλος τῆς θρησκείας πού γίνεται ἀνεκτός καί ἐπιθυμητός ἀπό τό σύστημα. Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό ἡ θρησκεία «ὑποτιμᾶται καί ἀντιδιαστέλλεται» ἀπό τίς θεωρούμενες ὡς πραγματικές ἀνάγκες τοῦ μετανεωτερικοῦ Ἀτόμου. Παύει νά εἶναι «πολιτικά ὀρθή» καί ἀντιμετωπίζει τήν δυσμένεια τοῦ συστήματος ἤ ἀκόμη καί ποινικές διώξεις, κυρίως βάσει διαφόρων «ἀντιρατσιστικῶν» νόμων. Ἐπίσης ἀντιμετωπίζει τίς χρόνιες ἐπιθέσεις τῶν καθεστωτικῶν ΜΜΕ καθώς καί τῶν ἀντίστοιχων «διανοουμένων». Στήν Ἑλλάδα τῆς κρίσης τό δημόσιο ἐνδιαφέρον καί τά μοναδικά θετικά δημόσια σχόλια σχετικά μέ τήν «Ἐκκλησία»-θεσμικό-ὀργανισμό ἀφοροῦν σχεδόν ἀποκλειστικά στά συσσίτια τῶν ἐνοριῶν, στά εὐαγῆ ἱδρύματα καί στήν ἐν γένει κοινωνική δράση. Συγχρόνως τό σύστημα, «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» ἐκπέμπει τό σῆμα: «μή διανοηθῆτε νά ξεφύγετε ἀπό τό πλαίσιο αὐτό».
Ὁ Ἑαυτός καί ἡ ἐπιβίωση-εὐεξία του ἀντιμετωπίζονται ἀπό τόν Κόχουτ ὡς οἱονεί ἀνιστορικά ζητήματα σέ μιά μᾶλλον νατουραλιστική προοπτική. Καί αὐτό κατά τήν γνώμη μου ὀφείλεται ὄχι στήν ἔλλειψη παιδείας ἤ εὐρύτητας πνεύματος, ἀλλά στήν ἱεράρχηση τῶν κριτηρίων καί τῶν προτεραιοτήτων του. Ἐνῶ συλλαμβάνει ὀρθά τήν πολιτισμική μετατόπιση τῆς ψυχοπαθολογίας ἀπό τήν νεύρωση στήν δυσλειτουργία τοῦ Ἑαυτοῦ, δέν ἑστιάζει ἐπαρκῶς στούς ἱστορικούς καί κοινωνικούς παράγοντες πού προκάλεσαν τήν σημαντική αὐτή ἀλλαγή. Παραχωρώντας τά πρωτεῖα στήν ἐνσυναίσθηση καί ὑπερτονίζοντάς την, καθιστᾶ (ἀνεπίγνωστα, νομίζω) τό ἀνθρωπολογικό θέμα τελείως ὑποκειμενικό καί ἐξατομικευμένο. Ἡ ἱστορική εἰρωνεία τοῦ πράγματος εἶναι ὅτι ὁ ψυχαναλυτής μας ἀπεβίωσε τό 1981, δηλαδή στό μεταίχμιο μεταξύ δύο πολιτισμικῶν φάσεων καί δέν ἔζησε ἀρκετά γιά να διαπιστώσει ὅτι ἡ τεχνική-ψηφιακή ἐπανάσταση τῆς μετανεωτερικότητας ὄχι μόνο δέν προάγει τήν ἐνσυναίσθηση, ἀλλά ἀντίθετα τήν περιορίζει πολύ ἔντονα! Ἡ ὑπερβολική ἐπικέντρωση τοῦ Κόχουτ στήν ἐνσυναίσθηση «βολεύει» τά μέγιστα τό μετανεωτερικό σύστημα, τό ὁποῖο ἀπό τήν ἴδια τήν φύση του μειώνει στό ἐλάχιστο τήν σημασία τῆς ἱστορικῆς ταυτότητας καί ἐπαναφέρει ἀνανεωμένη καί ἐκσυγχρονισμένη τήν (φροϋδική!) «ἀρχή τῆς (καταναλωτικῆς) ἡδονῆς».
Τέλος, ἡ ἐνσυναίσθηση σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἔχει οἰκουμενική ἐφαρμογή, ἐφόσον ἀπευθύνεται στόν δυτικό μετανεωτερικό-ψυχολογικό-ἄκρως-ἐξατομικευμένο Ἑαυτό, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται στίς κοινωνίες καί στούς πολιτισμούς πού παραμένουν προνεωτερικοί (πχ. τό μέγιστο μέρος τῆς Ἀφρικῆς, ἡ πλειοψηφία τῶν χωρῶν τοῦ μουσουλμανικοῦ κόσμου, πολλές κοινωνίες τῆς Ἀσίας κ.ἄ.).
Σκέψεις γιά τίς πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις τοῦ θέματός μας
Ἡ λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» ἀποτελεῖ τήν νέα δυτική οὐτοπία. Κατά τόν 20ό αἰώνα κορυφώθηκαν οἱ δύο προηγούμενες δυτικές οὐτοπίες, ὁ ἐθνικισμός καί ὁ κομμουνισμός. Ἡ πρώτη διαμόρφωσε τά φασιστικά καθεστῶτα, ἡ δεύτερη τόν «ὑπαρκτό σοσιαλισμό». Καί οἱ δύο προσέλαβαν ὁλοκληρωτικό-μεσσιανικό χαρακτήρα (ἄν καί μέ ὁρισμένες δομικές διαφορές), προκάλεσαν ποταμούς αἱμάτων καί κατέρρευσαν μέσα σέ σωρούς ἐρειπίων. Μετά τήν κατάρρευση τοῦ «σοσιαλιστικοῦ» στρατοπέδου ὁ διεθνής καπιταλισμός αἰσθάνθηκε παντοδύναμος καί διάφοροι καθεστωτικοί διανοούμενοι στήν Ἀμερική ἄρχισαν νά ὀνειρεύονται τό… «τέλος τῆς Ἱστορίας» (τό ὁποῖο κατ’ ἐπέκταση σημαίνει τό τέλος τοῦ Ἀνθρώπου). Τό ἀντι-ιδεολογικό ρεῦμα ὤθησε τά πράγματα στήν ἀποθέωση τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας, ἡ διείσδυση τῆς ὁποίας στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη προσλαμβάνει πλέον συγκλονιστικές διαστάσεις.
Ἡ γνωστή δήλωση τῆς ἱέρειας τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ Μάργκαρετ Θάτσερ ὅτι «αὐτό πού ἀποκαλοῦμε ἀνθρώπινη κοινωνία δέν ὑπάρχει, ὑπάρχουν μόνον ἄνδρες, γυναίκες καί παιδιά», δηλαδή ὑπάρχουν μόνο μεμονωμένα ἄτομα καί ὄχι κοινωνικοί δεσμοί, ἀποτελεῖ τήν ἐπιτομή τῆς βαρβαρότητας ἀλλά καί τόν ὑπέρτατο στόχο-πόθο τῶν Ἀγορῶν. Τό μοναχικό, ἀνέστιο, ναρκισσιστικό ἄτομο εἶναι τό θεμέλιο τοῦ συστήματος, διότι καί βαθύτατα ἀνασφαλές εἶναι (συνεπῶς εὔκολα χειραγωγήσιμο), ἀλλά καί διότι πρόθυμα καταναλώνει μέχρι…τελικῆς πτώσεως γιά νά πληρώσει τό βαθύ κενό τῆς ἀπουσίας γνήσιων κοινοτικῶν δεσμῶν καί ὑπερατομικοῦ νοήματος. Ἀπό τήν στιγμή πού ἡ χριστιανική ἀγάπη καί γενικότερα ἡ ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη θεωροῦνται «κατώτερες» ἀπέναντι στήν ἐνσυναίσθηση, τό σύστημα συρρικνώνει διαρκῶς τό κοινωνικό κράτος ἐνῶ συγχρόνως παρέχει ἄφθονο ψυχολογισμό, π.χ. μιά ἐκτεταμένη διείσδυση τῶν κινημάτων αὐτοβοήθειας, τήν δημιουργία πολλῶν κατακερματισμένων καί ἑτερόκλητων «συλλογικοτήτων» ἀντί τῶν γνήσιων κοινωνικῶν δεσμῶν κ.ἄ. Πολλές ἀπό αὐτές τίς μετανεωτερικές συλλογικότητες ἔχουν τό κοινό χαρακτηριστικό ὅτι στήν οὐσία στρέφονται κατά τῆς κοινωνίας, μέσω τῆς ὑστερικῆς προβολῆς ἑνός ἀκτιβισμοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει αὐταρχικά στούς «ἰθαγενεῖς» τί εἶναι πολιτικά «ὀρθό»-ἐπιτρεπτό καί τί ὄχι: π.χ. ὁρισμένες Μή Κυβερνητικές Ὀργανώσεις, φιλοζωικοί σύλλογοι, οἰκολογικές ὀργανώσεις κ.ἄ. Ὁ κοινός τους αὐταρχικός ἀκτιβισμός συμπληρώνεται ἀπό ἀντίστοιχη νομοθεσία, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ μέ βαρειές ποινές ὅσους παραβιάσουν τήν λογική τῶν ὀργανώσεων αὐτῶν. Ἡ νομοθετική συνεργασία τους μέ τίς δυτικές κυβερνήσεις (ὅπως καί ἡ πλουσιοπάροχη χρηματοδότησή τους) ἀποτελεῖ τεκμήριο τῆς συμπόρευσής τους μέ τό σύστημα. Δέν βρίσκονται σέ πραγματικό διάλογο μέ τήν κοινωνία καί τίς ἀνάγκες της, ἀποτελοῦν φορεῖς τῆς ἀκραῖα ἀτομοκεντρικῆς λογικῆς τοῦ ὕστερου χρηματιστηριακοῦ καπιταλισμοῦ, ἐνῶ ἀπορρίπτουν μέ χαρακτηριστική ἀλαζονεία τίς ὅποιες διαμαρτυρίες τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν. Προκαλοῦν δέ συστηματικό καί προμελετημένο κοινωνικό διχασμό.
Ἡ νεωτερική ἐξατομίκευση ἔδωσε τήν θέση της στόν μετανεωτερικό ναρκισσισμό καί ἄκρο ὑποκειμενισμό. Κυριάρχησε ἡ δίψα καί συνεχής ἀναζήτηση (ἐκλαϊκευμένη και ἐκχυδαϊσμένη) αὐτοῦ πού ὁ Κόχουτ ἀποκάλεσε «ἑαυτοαντικείμενα» (selfobjects), τέτοια πού νά σταθεροποιοῦν καί νά ἐνδυναμώνουν τόν Ἑαυτό. Αὐτά μποροῦν νά εἶναι σχεδόν τό ὁ,τιδήποτε: ἀπό τό διαδίκτυο καί τά κατοικίδια ζῶα μέχρι συμμετοχή σέ κινήματα New Age καί ἀπό τόν ἀκραῖο ὑποκειμενισμό τῆς σύγχρονης τέχνης («τέχνη εἶναι ὁ,τιδήποτε ἕνας δημιουργός ἐκλαμβάνει ὡς τέτοια») μέχρι αὐταρχικά-ἀντικοινωνικά κινήματα (π.χ. σπισιστές [sic] πού βιαιοπραγοῦν καταπολεμώντας τήν “κρεοφαγία”). Ἕνας σημαντικός κοινός παρονομαστής τοῦ πολύχρωμου μωσαϊκοῦ τῶν ἑαυτοαντικειμένων εἶναι ἡ τεράστια σημασία τους γιά τό μοναξιασμένο ἄτομο, ἡ λατρευτική ἀποδοχή καί ἡ ἱερότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλονται. Οἱ νομοθετικές ρυθμίσεις καί ἡ κατανομή τῶν πόρων στόν δυτικό κόσμο τείνουν ἀκριβῶς νά ἱκανοποιοῦν καί νά τροφοδοτοῦν τίς ψυχολογικές «ἀνάγκες» τῶν καταναλωτῶν γιά πολυποίκιλα ἑαυτοαντικείμενα, ἐνῶ συγχρόνως περιορίζουν δραστικά τήν ἔμμεση-ἀντιπροσωπευτική «δημοκρατία»: π.χ. μέ τήν συνεχή αὔξηση τοῦ ρόλου τῶν (μή ἐκλεγμένων) «ἀνεξάρτητων» Ἀρχῶν, ἀλλά κυρίως μέ τήν ὑποταγή τῆς πολιτικῆς στό μεγάλο διεθνές κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἐπηρεάζει καθοριστικά ἀκόμη καί τήν ἔκβαση τῶν ἐκλογῶν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στήν ἥπειρό μας εἶναι ἡ πανίσχυρη μή ἐκλεγμένη γραφειοκρατία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σημαντικό παράγοντα ἀπώθησης καί ὄχι ἕλξης τῶν εὐρωπαίων πολιτῶν πρός τό εὐρωπαϊκό ἐγχείρημα.
Ὁ Κόχουτ λόγω τοῦ ψυχαναλυτικοῦ σολιψισμοῦ του τροφοδότησε ἀνεπίγνωστα τήν νέα δυτική οὐτοπία, τήν ὁποία δέν ἔζησε ἀρκετά ὥστε νά τήν γευτεῖ σέ πλήρη ἄνθιση. Τό μεταψυχολογικό καί ἐπιστημολογικό πλαίσιό του δέν κατάφερε νά ξεφύγει ἀπό τήν ἱστορική δυστοκία τῆς δυτικῆς σκέψης γύρω ἀπό τήν κοινωνική ὀντολογία, καθώς ἐπίσης σχετικά μέ τήν ἰσορροπία μεταξύ ἀτόμου καί ὁμάδας, πολίτη καί κράτους, ἀτομισμοῦ καί κολλεκτιβισμοῦ (καί ὑπέρβαση αὐτῶν).
Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση διαθέτει μακραίωνα κριτήρια καί μεθοδολογία σχετικά μέ τό κοινωνικό ἄθλημα καί τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως. Τό ὑπόβαθρό της εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν ἀπάρνηση τῆς μετανεωτερικῆς ἀτομοκεντρικῆς βαρβαρότητας καί παν-σχετικισμοῦ, καθώς καί γιά ἕνα νέο κοινωνικό πρόταγμα.
Έντυπη Δημοσίευση: Νέος Λόγιος Ἑρμῆς, τεῦχος 18, α΄ ἑξάμηνο 2019.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.