ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΙ ΟΛΟΨΥΧΑ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ....ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΣΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ...ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ[αν θέλει ο Θεός κι η Τρόικα θα τα ξαναπούμε μετα τίς γιορτες]ΝΑ ΕΙΣΘΕ ΚΑΛΑ...
=====
Τό αρθρο ειναι τού Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Θά ‘μαι και γω στο πάρτυ του Μανώλη
Θα ‘μαι κι εγώ –ξανά- στο πάρτυ του Μανώλη, τέτοιες γιορτάρες μέρες γκριζωπές. Είναι βλέπεις απ’ τους κολλητούς που δεν βαστάς να αποχωριστείς, μ’ όλο κι αν διαβούν περίσσια χρόνια. Ίσα – ίσα, τότε είναι που πιότερο τον αγαπάς. Καθώς ξεμακραίνεις και από τις πρώιμες αλλά και απ’ τις ύστερες άνοιξες. Ποιανού η ψυχή βαστάει την απουσία σε τέτοιο γενέθλιο πανηγύρι χαράς ; Κι ας έχει πλακώσει τη ψυχή μας ο διάολος του μνημονίου. Τώρα, μάλιστα, πιο πολύ παρά ποτέ, είναι που απαιτείται η μνημόνευση των μεγάλων μας πανηγυριών.
Λέω πως κι ετούτη τη φορά θα ‘ναι παρόντες κι ο Μήτσος κι η Αργυρώ, οι μανάδες του Γιώργη και του Μανώλη και ο αδελφός της Κωνσταντίνας. Θα ‘ναι ετούτη τη χρονιά παρόντες και κάνα δυο ακόμη που μας λείψανε μάταια. Θα ‘ναι κι ο Άρης, κι ο Νικολής, ο Ερνέστο και ο Σολωμός. Θα ‘ναι ξανά ο Φεντερίκο και η Ρόζα, δυο τρεις μυριάδες Έλληνες φαντάροι, ο Αλέξιος ο Κομνηνός κι ο κυρ Ιωάννης. Θα ‘ναι ακόμη ο κυρ Κωνσταντής κι ο καπετάν Γιώργης ο γύφτος. Ο Μάνος και ο Ψαρρονίκος. Ο Μιχάλης, ο Ταξιάρχης κι οι γιαγιάδες. Η Αγγελική με την Αννίκα. Κι’ από κοντά η μάνα μου κι ο κύρης μου αγκαζέ κι οι άλλες μανάδες ξέγνοιαστες σε ολόλευκες σεζλόνγκ.
Τα λαμπιόνια του δέντρου θα τριζοβολούνε στους χορούς τους και θα μοιάζει ο καιρός απρόσμενη καλοκαιρία, μες στο καταχείμωνο. Κι ο ουρανός στολισμένος κι αυτός με τη γαλαζοπράσινη φορεσιά της άγιας νύχτας και το στραφταλιστό τσεμπέρί του, ριγμένο ελαφρά στους ώμους. Ασύννεφο κι ασέληνο το στερέωμα θα υποκλίνεται κι όλο γονατιστό στα γόνατα, θα βαράει ολονυχτίς παλαμάκια μπρος στον κυκλοτερό χορό τους.
Κι αν έχεις μάτι γερακιού της νύχτας, θα ξεχωρίσεις καλά, ολάκερη τη ζωή που ΄χε στήσει αυτί κι αφουγκράζεται το λαμπρό άλμα των χορευτάδων. Θα σου ‘μοιάζει η πλάση όλη, ένας κύκλος, γύρω – γύρω. Κι αίφνης στην πρωτιά των χορευτών ο ένας, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος κι ύστερα ο Μανώλης και στο κατόπι οι υπόλοιποι ένα γύρω. Στο δεύτερο γύρισμα του κύκλου, ο δεύτερος γίνεται πρώτος κι ο πρώτος τελευταίος. Κι ύστερα, ο τρίτος γίνεται με τη σειρά του πρώτος κι ο δεύτερος πιάνει τα μπόσικα του τέλους και πάει λέγοντας. Ξεμανίκωτος κάθε φορά ο πρώτος, σηκώνει το ζερβό του χέρι κι κάνει λέει με μιας να κατεβάσει ένα αστέρι, μα εκείνο όλο νάζι σαν κοριτσόπουλο, του ‘κάνει τσαλίμια και χασκογελώντας διαφεύγει. Που και που, το ταπεινό γέλιο των μανάδων που καμαρώνουν τα βλαστάρια τους, διακόπτει την ευγνωμοσύνη των χορευτών, που ολόρθοι στρέφουνε κορμί και νου, μάτια και καρδιά, να τις ιδούν, να τις χορτάσουν.
Δυο–τρεις κορδέλες πλαστικές, σαν αυτές που κρεμούν στις εξώπορτες τους οι πιτσιρικάδες «the party is here», ξεκουρδίστηκαν και σαν χλωρά κλωναράκια ξεπέταξαν αίφνης ανθούς και πρασινάδες, δείγμα κι αυτό, πως δεν αντέχει ετούτη η γιορτή το πλαστικό. Οι πασπαλισμένες στη χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικες μπάλες έσκασαν με μιας, σαν σβόλοι χώματος που τρακάρουν με ταχύτητα σε τραχύ τσιμέντο. Και μαζί τους, ένα σωρό στολίδια, μπιχλιμπίδια και λογής-λογής διακοσμητικά, παραιτηθήκαν απ’ τους ρόλους τους και βροντήσαν κατά γης τις λαμπερές φορεσιές τους. Μαζί τους, το ‘βαλαν στα πόδια τα πλαστικά συναισθήματα των ανθρώπων, οι πλαστικές σημαίες, οι σιδηρές ρητορείες κι οι πλαστικές ηθικές.
Στην παραστιά που φλογίζει παραδίπλα, παραδόθηκαν οικειοθελώς οι λογής συμβάσεις των ανθρώπων και των κρατών. Τα δικαιώματα κι οι κατακτήσεις προσφέρθηκαν αυτεξουσίως να πατηθούν στα άλματα των χορευτών. Η ευζωία του καθενός γίνηκε ταπεινό χαλάκι στα βήματα του χορού τούτης της νύχτας.
Η μουσική απλωνόταν σε κύκλους, σαν βότσαλα που πετούν οι μαθητές στη ατάραχη λίμνη κι όλο η συμμετρία απλωνόταν στις ψυχές. Κάθε χτύπημα χορδής, ακόμη ένα βήμα των λαμπρών χορευτών, ακόμη μια σπιθαμή κορμιού που συντονιζόταν στον ρυθμό. Ακόμη ένας κύκλος χορευτών κι ακόμη ένας τραγουδισμός πουλιών που σιγοντάριζαν τους όρθιους βιολιστές. Τα μεγάφωνα κι οι ηλεκτρισμοί, τα γυαλιστερά όργανα και οι κουστουμαρισμένοι μπουζουξήδες, τα λαμέ φορέματα και τα ασπρουλιάρικα μπράτσα ξέχειλα ανέραστης ορμής, στέκαν πιο κει, άσχετα αυτά κι αυτοί μέσα στις τόσες σχέσεις.
Σφιχτοκουμπωμένα κουμπιά, ξεγελώντας τους ιδιοκτήτες τους, γύρευαν κάτι light να δροσίσουν το έχει τους. Αδύνατον να δροσιστείς -μές στο καταχείμωνο- με τέτοια υποκατάστατα. Τα γυαλιστερά παράσημα των στρατηγών, κατέρρευσαν στο νοτισμένο -απ’ την υγρασία της νύχτας- δάπεδο. Μονάχα μια οσμή από λιωμένο μαύρο σίδερο έφτανε ως τα ρουθούνια τους, κι εκείνοι γυρνούσαν ανήσυχα πέρα δώθε αγωνιώντας για τα κανόνια τους. Πιο μακριά ακόμη, απορημένοι στέκονταν οι λογιστές που σφιχταγκάλιαζαν τα κιτάπια τους, γιομάτοι απελπισία για την τόση αφειδώλευτη προσφορά. Ξενέρωτοι κι ανυποψίαστοι αντάμα.
Χρυσάφια και διαμαντικά, πετροκαλαμήθρες, τηλεσκόπια και κάμερες αυτόματες, ένα τσουβάλι μαλαματικά, στολές και μηχανές, τεχνολογίες όλων των ειδών, ξεμακραίναν κατηφορίζοντας μ’ ένα παραπονιάρικο βουητό ανάμεσα σε πράσινους αμπελώνες και καρποφόρα λιόδεντρα. Σ’ αυτό το πάρτι δεν προσκλήθηκαν ποτέ.
Κι’ απ’ το βάθος, μπορούσες καθώς ξημέρωνε δειλά, να ξεδιακρίνεις τις παράλληλες μοναξιές των ανθρώπων που βάδιζαν ασυντρόφευτες προς τα δω. Ούτε ένα χέρι, ούτε ένα φιλί δεν αξιώθηκαν, έλεγες. Ούτε ένα βλέμμα. Κανείς τους δεν βάσταξε να μπει στο χορό. Μόνο δειλά–δειλά, σαν κλέφτες στο σκοτάδι γύρευαν στα τυφλά να βαστηχτούν απ’ το κενό που στεκόταν δίπλα τους και τους φάνταζε γεμάτο. Κι’ όλο κουνούσαν τ’ ακροδάχτυλα ψάχνοντας τον διπλανό τους, κι έμοιαζε λες κι έκαναν μυστικά νοήματα στο ανύπαρκτο για να υπάρξει.
Μα -ως προβλεπόταν- αυτό εκεί, πεισματικά ανύπαρκτο, βεβαίωνε οριστικά την απουσία.
Επιλογή μου, σκέφτηκα. Η ελευθερία να ‘ρθω σε τούτη τη γιορτή των γενεθλίων, μου ήταν χαρισμένη εξ΄ αρχής. Εγώ φαντάστηκα την ελευθερία σαν απαλλαγή απ’ τα δεσμά του άλλου. Ενός άλλου. Κάποιων άλλων. Ανυποψίαστος βρέθηκα κι εγώ –για μια ακόμη φορά- σε τούτα τα γενέθλια. Ανυποψίαστος για τους χορευτές. Ανυποψίαστος για το φθαρτό μου ολοκαίνουργιο κοστούμι. Ανυποψίαστος για την επικινδυνότητα των γενεθλίων του Μανόλη. Κι ας έχω έρθει τόσες χρονιές. Κι ας με καλεί πεισματικά τόσες χρονιές. Κάθε χρονιά –πως το βαστώ- κάθε χρονιά να είμαι στη γιορτή του σαν τουρίστας! Άσχετος, δίχως σχέση με το διπλανό μου. Μοναχά με άλλοθι την ανυπαρξία του. Κι αυτός τα ίδια κατά πως κι εγώ. Με άλλοθι την ανυπαρξία μου. Με μπαϊράκι κι οι δύο μας το φόβο. Με λάβαρο το ατραυμάτιστο δήθεν εγώ. Κι η ποινή μας, κοινή. Αυτήν που επιβάλλουμε ο ένας στον άλλο. Χρόνια τώρα. Αιώνες ολάκερους. Να μην βαστούμε να μοιραστούμε τούτα τα γενέθλια μ’ έναν ολόκληρο άλλον άνθρωπο. Να μην βαστούμε να γλεντήσουμε βαθιά μέσα στο είναι μας.
Είναι επικίνδυνη γιορτή τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Δεν είναι χαχαχα και χουχουχου επισκέψεις τουριστών στην ψυχή του άλλου. Δεν είναι ένα ουίσκι παραπάνω, ούτε ένα κιλό κουραμπιέδες. Είναι χορός στα γενέθλια ενός Θεού κολλητού, που πρέπει πριν απ’ όλα να φυσήξεις από πάνω σου τις πασπαλισμένες ζάχαρες κι ύστερα να ‘χεις γερή καρδιά να σύρεις το χορό στην πρώτη, μα και στην τελευταία τη σειρά. Σαν έρθει κι η σειρά σου. Να σύρεις έναν ανύπαρκτο στην ύπαρξη, έστω μοναχά για ένα λεπτό. Μια στάλα. Έτσι. Κι’ ας φανταστείς πως μπορεί εσύ να γκρεμιστείς στο τίποτα. Δες ξανά Ποιος σέρνει το χορό! Δες Ποιος περίλαμπρος χοροστατεί!
Είναι βαθιά επαναστατική πράξη τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Μονάχα που σ’ αυτήν την επανάσταση, ζυγιάζει ο καθείς τι είναι έτοιμος να χάσει κι όχι τι γυρεύει να κερδίσει ή να βαστήξει απ΄ τα καθώς τα λεν κεκτημένα. Στο πάρτι των γενεθλίων του Μανώλη, καθένας μπαίνει στο χορό με το μαρτυρίκι των πατημένων θέλω του καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. No χάσιμο, no party ! No προσφορά, no επανάσταση!
Σ’ αυτήν την επανάσταση, όπως και σ’ όλες τις άλλες τις μεγάλες του Γένους, δεν μπαίνεις για να κερδίσεις, μα για να χάσεις, αν με εννοείς.
Εν τούτοις, κοντεύουν πάλι σε λίγες μέρες τα γενέθλια Του κι Εκείνος επιμένει εδώ και 2010 χρόνια να γιορτάζει και να μας καλεί. Κι εσύ αδερφέ μου, περιμένεις μια κάποια κάρτα-πρόσκληση απ’ το ταχυδρομείο. Κι εσύ περιμένεις την αναγγελία της επανάστασης απ’ τις τηλεοράσεις. Σαν να περιμένεις την ήττα του μνημονίου με μιαν απεργία. Σαν να προσδοκείς κάπου κρυφά εντός σου την επιστροφή των γλυκερών ημερών της κατανάλωσης. Σαν να ζητάς να ξεφορτωθείς όπως-όπως τα Χριστούγεννα για μιαν ακόμη φορά. Λες και δεν έμαθες ακόμη πως, κάτι υπάρχει μόνο αν τ’ αγαπάς, στο βαθμό που τ’ αγαπάς και για όσο. Λες κι ερωτεύτηκε ποτέ κανείς στ’ αληθινά δια αλληλογραφίας. Για τούτο είναι που η πατρίδα σήμερα πληγώνεται απ’ τα καρφιά των Ευρωπαίων λογιστών. Είναι πολλά τα Χριστούγεννα που ο λαός μας έπαψε να ΄ναι ερωτευμένος μαζί της. Μα θέλω –απερισκέπτως εύελπις- να προσδοκώ πως σ’ αυτά τα Χριστούγεννα θα ψηλαφίσουμε ξανά –έπειτα από καιρό- το ιδιαίτερο πρόσωπο του τρόπου μας.
Θα ‘μαι κι εγώ στο πάρτι του Μανώλη, μάλλον ανύπαρκτος θεατής για μιαν ακόμη χρονιά, άσχετος μέσ’ στους γνωστούς και μεσ’ στις τόσες «σχέσεις», όμως ξεφόρτωτος εφέτος απ’ τις φιοριτούρες της κατανάλωσης και της καλοζωισμένης ευζωίας. Ίσως έτσι μου χαριστεί μια θέση στο χορό της επανάστασης των Χριστουγέννων…
Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και σύντροφοι ή μάλλον Χριστούγεννα Εδώ και Τώρα!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ...Olympia gr
Λέω πως κι ετούτη τη φορά θα ‘ναι παρόντες κι ο Μήτσος κι η Αργυρώ, οι μανάδες του Γιώργη και του Μανώλη και ο αδελφός της Κωνσταντίνας. Θα ‘ναι ετούτη τη χρονιά παρόντες και κάνα δυο ακόμη που μας λείψανε μάταια. Θα ‘ναι κι ο Άρης, κι ο Νικολής, ο Ερνέστο και ο Σολωμός. Θα ‘ναι ξανά ο Φεντερίκο και η Ρόζα, δυο τρεις μυριάδες Έλληνες φαντάροι, ο Αλέξιος ο Κομνηνός κι ο κυρ Ιωάννης. Θα ‘ναι ακόμη ο κυρ Κωνσταντής κι ο καπετάν Γιώργης ο γύφτος. Ο Μάνος και ο Ψαρρονίκος. Ο Μιχάλης, ο Ταξιάρχης κι οι γιαγιάδες. Η Αγγελική με την Αννίκα. Κι’ από κοντά η μάνα μου κι ο κύρης μου αγκαζέ κι οι άλλες μανάδες ξέγνοιαστες σε ολόλευκες σεζλόνγκ.
Τα λαμπιόνια του δέντρου θα τριζοβολούνε στους χορούς τους και θα μοιάζει ο καιρός απρόσμενη καλοκαιρία, μες στο καταχείμωνο. Κι ο ουρανός στολισμένος κι αυτός με τη γαλαζοπράσινη φορεσιά της άγιας νύχτας και το στραφταλιστό τσεμπέρί του, ριγμένο ελαφρά στους ώμους. Ασύννεφο κι ασέληνο το στερέωμα θα υποκλίνεται κι όλο γονατιστό στα γόνατα, θα βαράει ολονυχτίς παλαμάκια μπρος στον κυκλοτερό χορό τους.
Κι αν έχεις μάτι γερακιού της νύχτας, θα ξεχωρίσεις καλά, ολάκερη τη ζωή που ΄χε στήσει αυτί κι αφουγκράζεται το λαμπρό άλμα των χορευτάδων. Θα σου ‘μοιάζει η πλάση όλη, ένας κύκλος, γύρω – γύρω. Κι αίφνης στην πρωτιά των χορευτών ο ένας, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος κι ύστερα ο Μανώλης και στο κατόπι οι υπόλοιποι ένα γύρω. Στο δεύτερο γύρισμα του κύκλου, ο δεύτερος γίνεται πρώτος κι ο πρώτος τελευταίος. Κι ύστερα, ο τρίτος γίνεται με τη σειρά του πρώτος κι ο δεύτερος πιάνει τα μπόσικα του τέλους και πάει λέγοντας. Ξεμανίκωτος κάθε φορά ο πρώτος, σηκώνει το ζερβό του χέρι κι κάνει λέει με μιας να κατεβάσει ένα αστέρι, μα εκείνο όλο νάζι σαν κοριτσόπουλο, του ‘κάνει τσαλίμια και χασκογελώντας διαφεύγει. Που και που, το ταπεινό γέλιο των μανάδων που καμαρώνουν τα βλαστάρια τους, διακόπτει την ευγνωμοσύνη των χορευτών, που ολόρθοι στρέφουνε κορμί και νου, μάτια και καρδιά, να τις ιδούν, να τις χορτάσουν.Δυο–τρεις κορδέλες πλαστικές, σαν αυτές που κρεμούν στις εξώπορτες τους οι πιτσιρικάδες «the party is here», ξεκουρδίστηκαν και σαν χλωρά κλωναράκια ξεπέταξαν αίφνης ανθούς και πρασινάδες, δείγμα κι αυτό, πως δεν αντέχει ετούτη η γιορτή το πλαστικό. Οι πασπαλισμένες στη χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικες μπάλες έσκασαν με μιας, σαν σβόλοι χώματος που τρακάρουν με ταχύτητα σε τραχύ τσιμέντο. Και μαζί τους, ένα σωρό στολίδια, μπιχλιμπίδια και λογής-λογής διακοσμητικά, παραιτηθήκαν απ’ τους ρόλους τους και βροντήσαν κατά γης τις λαμπερές φορεσιές τους. Μαζί τους, το ‘βαλαν στα πόδια τα πλαστικά συναισθήματα των ανθρώπων, οι πλαστικές σημαίες, οι σιδηρές ρητορείες κι οι πλαστικές ηθικές.
Στην παραστιά που φλογίζει παραδίπλα, παραδόθηκαν οικειοθελώς οι λογής συμβάσεις των ανθρώπων και των κρατών. Τα δικαιώματα κι οι κατακτήσεις προσφέρθηκαν αυτεξουσίως να πατηθούν στα άλματα των χορευτών. Η ευζωία του καθενός γίνηκε ταπεινό χαλάκι στα βήματα του χορού τούτης της νύχτας.
Η μουσική απλωνόταν σε κύκλους, σαν βότσαλα που πετούν οι μαθητές στη ατάραχη λίμνη κι όλο η συμμετρία απλωνόταν στις ψυχές. Κάθε χτύπημα χορδής, ακόμη ένα βήμα των λαμπρών χορευτών, ακόμη μια σπιθαμή κορμιού που συντονιζόταν στον ρυθμό. Ακόμη ένας κύκλος χορευτών κι ακόμη ένας τραγουδισμός πουλιών που σιγοντάριζαν τους όρθιους βιολιστές. Τα μεγάφωνα κι οι ηλεκτρισμοί, τα γυαλιστερά όργανα και οι κουστουμαρισμένοι μπουζουξήδες, τα λαμέ φορέματα και τα ασπρουλιάρικα μπράτσα ξέχειλα ανέραστης ορμής, στέκαν πιο κει, άσχετα αυτά κι αυτοί μέσα στις τόσες σχέσεις.
Σφιχτοκουμπωμένα κουμπιά, ξεγελώντας τους ιδιοκτήτες τους, γύρευαν κάτι light να δροσίσουν το έχει τους. Αδύνατον να δροσιστείς -μές στο καταχείμωνο- με τέτοια υποκατάστατα. Τα γυαλιστερά παράσημα των στρατηγών, κατέρρευσαν στο νοτισμένο -απ’ την υγρασία της νύχτας- δάπεδο. Μονάχα μια οσμή από λιωμένο μαύρο σίδερο έφτανε ως τα ρουθούνια τους, κι εκείνοι γυρνούσαν ανήσυχα πέρα δώθε αγωνιώντας για τα κανόνια τους. Πιο μακριά ακόμη, απορημένοι στέκονταν οι λογιστές που σφιχταγκάλιαζαν τα κιτάπια τους, γιομάτοι απελπισία για την τόση αφειδώλευτη προσφορά. Ξενέρωτοι κι ανυποψίαστοι αντάμα.
Χρυσάφια και διαμαντικά, πετροκαλαμήθρες, τηλεσκόπια και κάμερες αυτόματες, ένα τσουβάλι μαλαματικά, στολές και μηχανές, τεχνολογίες όλων των ειδών, ξεμακραίναν κατηφορίζοντας μ’ ένα παραπονιάρικο βουητό ανάμεσα σε πράσινους αμπελώνες και καρποφόρα λιόδεντρα. Σ’ αυτό το πάρτι δεν προσκλήθηκαν ποτέ.
Κι’ απ’ το βάθος, μπορούσες καθώς ξημέρωνε δειλά, να ξεδιακρίνεις τις παράλληλες μοναξιές των ανθρώπων που βάδιζαν ασυντρόφευτες προς τα δω. Ούτε ένα χέρι, ούτε ένα φιλί δεν αξιώθηκαν, έλεγες. Ούτε ένα βλέμμα. Κανείς τους δεν βάσταξε να μπει στο χορό. Μόνο δειλά–δειλά, σαν κλέφτες στο σκοτάδι γύρευαν στα τυφλά να βαστηχτούν απ’ το κενό που στεκόταν δίπλα τους και τους φάνταζε γεμάτο. Κι’ όλο κουνούσαν τ’ ακροδάχτυλα ψάχνοντας τον διπλανό τους, κι έμοιαζε λες κι έκαναν μυστικά νοήματα στο ανύπαρκτο για να υπάρξει.
Μα -ως προβλεπόταν- αυτό εκεί, πεισματικά ανύπαρκτο, βεβαίωνε οριστικά την απουσία.
Επιλογή μου, σκέφτηκα. Η ελευθερία να ‘ρθω σε τούτη τη γιορτή των γενεθλίων, μου ήταν χαρισμένη εξ΄ αρχής. Εγώ φαντάστηκα την ελευθερία σαν απαλλαγή απ’ τα δεσμά του άλλου. Ενός άλλου. Κάποιων άλλων. Ανυποψίαστος βρέθηκα κι εγώ –για μια ακόμη φορά- σε τούτα τα γενέθλια. Ανυποψίαστος για τους χορευτές. Ανυποψίαστος για το φθαρτό μου ολοκαίνουργιο κοστούμι. Ανυποψίαστος για την επικινδυνότητα των γενεθλίων του Μανόλη. Κι ας έχω έρθει τόσες χρονιές. Κι ας με καλεί πεισματικά τόσες χρονιές. Κάθε χρονιά –πως το βαστώ- κάθε χρονιά να είμαι στη γιορτή του σαν τουρίστας! Άσχετος, δίχως σχέση με το διπλανό μου. Μοναχά με άλλοθι την ανυπαρξία του. Κι αυτός τα ίδια κατά πως κι εγώ. Με άλλοθι την ανυπαρξία μου. Με μπαϊράκι κι οι δύο μας το φόβο. Με λάβαρο το ατραυμάτιστο δήθεν εγώ. Κι η ποινή μας, κοινή. Αυτήν που επιβάλλουμε ο ένας στον άλλο. Χρόνια τώρα. Αιώνες ολάκερους. Να μην βαστούμε να μοιραστούμε τούτα τα γενέθλια μ’ έναν ολόκληρο άλλον άνθρωπο. Να μην βαστούμε να γλεντήσουμε βαθιά μέσα στο είναι μας.
Είναι επικίνδυνη γιορτή τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Δεν είναι χαχαχα και χουχουχου επισκέψεις τουριστών στην ψυχή του άλλου. Δεν είναι ένα ουίσκι παραπάνω, ούτε ένα κιλό κουραμπιέδες. Είναι χορός στα γενέθλια ενός Θεού κολλητού, που πρέπει πριν απ’ όλα να φυσήξεις από πάνω σου τις πασπαλισμένες ζάχαρες κι ύστερα να ‘χεις γερή καρδιά να σύρεις το χορό στην πρώτη, μα και στην τελευταία τη σειρά. Σαν έρθει κι η σειρά σου. Να σύρεις έναν ανύπαρκτο στην ύπαρξη, έστω μοναχά για ένα λεπτό. Μια στάλα. Έτσι. Κι’ ας φανταστείς πως μπορεί εσύ να γκρεμιστείς στο τίποτα. Δες ξανά Ποιος σέρνει το χορό! Δες Ποιος περίλαμπρος χοροστατεί!
Είναι βαθιά επαναστατική πράξη τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Μονάχα που σ’ αυτήν την επανάσταση, ζυγιάζει ο καθείς τι είναι έτοιμος να χάσει κι όχι τι γυρεύει να κερδίσει ή να βαστήξει απ΄ τα καθώς τα λεν κεκτημένα. Στο πάρτι των γενεθλίων του Μανώλη, καθένας μπαίνει στο χορό με το μαρτυρίκι των πατημένων θέλω του καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. No χάσιμο, no party ! No προσφορά, no επανάσταση!
Σ’ αυτήν την επανάσταση, όπως και σ’ όλες τις άλλες τις μεγάλες του Γένους, δεν μπαίνεις για να κερδίσεις, μα για να χάσεις, αν με εννοείς.
Εν τούτοις, κοντεύουν πάλι σε λίγες μέρες τα γενέθλια Του κι Εκείνος επιμένει εδώ και 2010 χρόνια να γιορτάζει και να μας καλεί. Κι εσύ αδερφέ μου, περιμένεις μια κάποια κάρτα-πρόσκληση απ’ το ταχυδρομείο. Κι εσύ περιμένεις την αναγγελία της επανάστασης απ’ τις τηλεοράσεις. Σαν να περιμένεις την ήττα του μνημονίου με μιαν απεργία. Σαν να προσδοκείς κάπου κρυφά εντός σου την επιστροφή των γλυκερών ημερών της κατανάλωσης. Σαν να ζητάς να ξεφορτωθείς όπως-όπως τα Χριστούγεννα για μιαν ακόμη φορά. Λες και δεν έμαθες ακόμη πως, κάτι υπάρχει μόνο αν τ’ αγαπάς, στο βαθμό που τ’ αγαπάς και για όσο. Λες κι ερωτεύτηκε ποτέ κανείς στ’ αληθινά δια αλληλογραφίας. Για τούτο είναι που η πατρίδα σήμερα πληγώνεται απ’ τα καρφιά των Ευρωπαίων λογιστών. Είναι πολλά τα Χριστούγεννα που ο λαός μας έπαψε να ΄ναι ερωτευμένος μαζί της. Μα θέλω –απερισκέπτως εύελπις- να προσδοκώ πως σ’ αυτά τα Χριστούγεννα θα ψηλαφίσουμε ξανά –έπειτα από καιρό- το ιδιαίτερο πρόσωπο του τρόπου μας.
Θα ‘μαι κι εγώ στο πάρτι του Μανώλη, μάλλον ανύπαρκτος θεατής για μιαν ακόμη χρονιά, άσχετος μέσ’ στους γνωστούς και μεσ’ στις τόσες «σχέσεις», όμως ξεφόρτωτος εφέτος απ’ τις φιοριτούρες της κατανάλωσης και της καλοζωισμένης ευζωίας. Ίσως έτσι μου χαριστεί μια θέση στο χορό της επανάστασης των Χριστουγέννων…
Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και σύντροφοι ή μάλλον Χριστούγεννα Εδώ και Τώρα!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ...Olympia gr
Φριγκ και θεός του ηλίου του καλοκαιριού, σκοτώνεται από ένα βέλος που είναι φτιαγμένο από φύλλο γκυ. Ο Λόκι, το πνεύμα του κακού, έφτιαξε το βέλος και το έδωσε στον αδελφό του Μπαλντρ, τον Όντουρ, ο οποίος είναι ο θεός του χειμώνα. Η Φριγκ προσπαθώντας να τον επαναφέρει στη ζωή έκλαψε και τα δάκρυά που έριξε γι' αυτόν έγιναν μούρα που άνθισαν στα κλαδιά του γκυ. Ο Μπαλντρ παρέμεινε στον κόσμο των νεκρών και περιμένει την επαναγέννησή του στο νέο κόσμο που θα δημιουργηθεί μετά το Ραγκναρόκ (η μάχη του τέλους του κόσμου). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή όμως, η ιστορία του θανάτου του Μπαλντρ είχε αίσιο τέλος, αφού η μητέρα του κατάφερε να τον επαναφέρει στη ζωή και έτσι τα μούρα στα κλαδιά του γκυ είναι δάκρυα χαράς και κάθε φορά που συναντιούνται άνθρωποι κάτω από ένα γκυ, αγκαλιάζονται και φιλιούνται γιορτάζοντας την επαναφορά του θεού του φωτός.
Η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έχει δύο όψεις: από τη μια είναι συνυφασμένη με την οικογενειακή ατμόσφαιρα, τα λαμπερά φώτα και τα στολίδια, την ανταλλαγή δώρων αγάπης και γενικά την αισιοδοξία και την ελπίδα για την αλλαγή και το καινούργιο. Από την άλλη, όπως υποστηρίζουν οι ψυχολόγοι και έχουν αποδείξει οι στατιστικές, οι γιορτές είναι μια περίοδος που τα μοναχικά άτομα νιώθουν πιο έντονα τη μοναξιά τους, κλείνονται περισσότερο στον εαυτό τους και υπάρχει έξαρση της μελαγχολίας και της κατάθλιψης.
Ο δεύτερος είναι περισσότερο δημιουργός, γιατί είναι μονάδα ολόκληρης της δημιουργίας. Για αυτό, πιστεύω, και ο πρώτος αποκαλείται Μήτις (Σοφία) και ο δεύτερος Μητιέτης (Σοφός), και ο πρώτος φαίνεται ενώ ο δεύτερος ορά, και ο πρώτος καταπίνεται, ενώ ο δεύτερος γεμίζει από την δύναμη εκείνου, και αυτό που ήταν ο πρώτος μέσα στα νοητικά. Γιατί ο πρώτος είναι το τέλος των νοητών θεών, ενώ ο δεύτερος είναι το τέλος των νοητικών. Και για τον πρώτο λέει ο Ορφέας, στο Ορφικό Απ. 97 : «Αυτά ο πατέρας δημιούργησε σε σκοτεινή σπηλιά», ενώ για τον δεύτερο λέει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 41.a» : «
Γιατί διαφορετικά λέγεται ότι ο θεϊκός Νους περιέχει τα είδη και διαφορετικά τους επιμέρους νόες. Γιατί καθένα από αυτά είναι τα πάντα αυτοτελώς, ενώ καθένα από τα είδη είναι ενωμένο με τα άλλα είδη, δεν είναι όμως τα πάντα. Γιατί καθένα από αυτά είναι αυτό που είναι, διατηρώντας την ιδιότητα του αμιγή και διακριτή. Με την ίδια, λοιπόν, λογική διαφορετικά περιέχονται μέσα στον νοητό Νου τα νοητά που υπάρχουν μέσα σε αυτόν, και διαφορετικά οι νοητικές βαθμίδες που προήλθαν από αυτόν. Ωστόσο μπορείς να πεις ότι καθεμία από αυτές, που είναι αυτοτελής, περιέχεται και μέσα στο παντέλειο ζωντανό ΟΝ. Όλα, λοιπόν, όσα υπάρχουν μέσα στον δημιουργό, υπάρχουν και μέσα στο υπόδειγμα, και ο δημιουργός δημιουργώντας τον Κόσμο με πρότυπο εκείνο, τον δημιουργεί με πρότυπο και τον ίδιο του τον εαυτό.
προερχόμενο από το «πρωτογενές ωό», μέσα στο οποίο βρίσκεται σπερματικά το ζωντανό Ον, το αυτό βεβαίως γνωρίζει κι ο Πλάτωνας και αποκάλεσε τούτον τον θεό Ιδεατό ή καθαυτό ζωντανό ΟΝ. Δηλαδή το πλατωνικό ΟΝ είναι ένα και το αυτό με το ορφικό ωό. Γνωρίζοντας όμως μυθολογικά ότι από αυτό προέρχεται ο Φάνης θα πούμε ότι το καθαυτό ζωντανό ΟΝ [αυτόζωον] δεν είναι άλλο από τον Ορφικό Φάνη. Γιατί, αν ο Φάνης προέρχεται πρώτος και μόνος από το «κοσμικό» ωό, που στον Ορφέα δηλώνει τον πρωταρχικά νοητό Νου, και αν αυτό που προέρχεται πρώτο και μόνο από το ωό, δεν είναι αναγκαστικά κανένα άλλο παρά το ζωντανό ΟΝ, δηλαδή ο ορφικός θεός Φάνης δεν είναι κάτι άλλο παρά το πρωταρχικά [καθαυτό] ιδεατό ζωντανό ΟΝ και, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας, το καθαυτό ζωντανό ΟΝ ! Ο ορφικός θεός Φάνης, ήτοι το καθαυτό – ιδεατό ζωντανό ΟΝ αφού φανέρωσε τον εαυτό του από τους απόκρυφους θεούς, έχει συμπεριλάβει από πριν μέσα του τις αιτίες των κατώτερων τάξεων, των δημιουργικών, των συνεκτικών, των αρχικών, των τελειοποιητικών και των αμετάτρεπτων, και έχει συμπεριλάβει όλα τα νοητά ζωντανά όντα με βάση μια ενιαία αιτία, ανυψώνοντας τον εαυτό του στις καθολικές Ιδέες των πάντων – για αυτό και έχε ειπωθεί ότι πρώτος ανάμεσα στους θεούς έχει μορφή και είδος -, παράγοντας τα πάντα και φανερώνοντας τα νοητά και ενωμένα αίτια στους νοητικούς θεούς. Για αυτό και ο δημιουργός, γεμίζοντας από αυτά, δίνει υπόσταση σε τούτον εδώ τον ορατό Κόσμο και συμπεριλαμβάνει μέσα του όλα τα αισθητά ζωντανά όντα, τόσο τα θεϊκότερα όσο και τα θνητά, τα οποία και είναι κυριολεκτικά θρέμματα και βοσκήματα, επειδή σε κάθε περίπτωση μετέχουν στην θρεπτική ψυχή. Ο νοητικός Νους ή ορθά ο δημιουργός και ταυτόχρονα πατέρας [Ζευς - Δίας], έχει συμπεριλάβει, με βάση την ομοιότητα με εκείνο το σύνολο, να είναι και τούτο το αισθητό σύμπαν τέλειο σύνολο αποτελούμενο από τα μέρη του. Είναι, λοιπόν, και τούτος ο Κόσμος ποικίλο ζωντανό ΟΝ, που βγάζει διαφορετική φωνή με κάθε μέρος του και μία φωνή από όλα τα μέρη του. Γιατί είναι ένας και ποικίλος. Πολύ πιο πριν, όμως ο νοητός Κόσμος είναι ένα ζωντανό ΟΝ και πλήθος, έχοντας συμπεριλάβει το πλήθος μέσα στο ένα, όπως ακριβώς, πάλι, αυτός επιδεικνύει το ένα μέσα στο πλήθος. Και ο ένας είναι σύνολο από τα μέρη – τούτος είναι ο αισθητός Κόσμος, ενώ ό άλλος είναι σύνολο πριν από τα μέρη – τούτος είναι ο νοητός Κόσμος, περιέχοντας τα νοητά ζωντανό Όντα με τρόπο υπερβατικό, αιτιώδη και ενιαίο. Γιατί από αυτόν έχουν προέλθει οι πηγές των θεϊκών όντων και όλα τα καθολικότατα γένη. Για αυτό και ο θεολόγος Ορφέας πλάθει ένα καθολικότατο ζωντανό ΟΝ βάζοντας του κεφάλια Κριού, Ταύρου, Λιονταριού και Δράκοντος και αποδίδοντας σε αυτό για πρώτη φορά το θηλυκό και το αρσενικό, επειδή είναι το πρώτο ζωντανό ΟΝ : «θηλυκός και πατέρας, ισχυρός θεός Ηρικεπαίος» λέει ο Ορφέας. Και σε αυτόν αποδόθηκαν για πρώτη φορά οι φτερούγες. Γιατί, αν έλαβε την προέλευση του από το «πρωτογενές ωό», δηλώνει και τούτος εδώ ο μύθος ότι είναι το πρωταρχικό ζωντανό ΟΝ, αν πρέπει να διατηρούμε την αναλογία. Γιατί, όπως το ωό έχει συμπεριλάβει εκ των προτέρων την σπερματική αιτία του ζωντανού οργανισμού, έτσι και ο «απόκρυφος διάκοσμος» περιέχει ενιαία καθετί το νοητό, και όπως ο ζωντανός οργανισμός περιέχει διαιρεμένα πια όσα υπήρχαν σπερματικά μέσα στο ωό, έτσι και τούτος εδώ ο ορφικός θεός κάνει φανερή την απόρρητη και ασύλληπτη ιδιότητα των πρώτων αιτιών. Επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε κάποια γένη θεών τα οποία μένουν μέσα του, και σε κάποια άλλα γένη των θεών που από αυτόν προχωρούν στις δεύτερες και στις τρίτες βαθμίδες. Και ο πατέρας που παράγει ως άλλα τα αίτια που είναι υποδείγματα της δημιουργίας και μένουν μέσα του, και άλλα τα ίδια τα δημιουργικά αίτια που είναι τοποθετημένα πάνω από το σύμπαν. Και ο προπάτορας του, ο Ουρανός, άλλους θεούς κρατάει μέσα του και σε άλλους επιτρέπει την απομάκρυνση από κοντά του. Και αυτά οι θεολόγοι τα δηλώνουν με μυστικές ονομασίες, κάνοντας λόγο αλλού για απόκρυψη, αλλού για κατάποση και αλλού για ανατροφή μέσα στον μηρό. Πολύ πριν όμως από αυτούς, ο νοητός Νους, ο πατέρας των πάντων, άλλες αιτίες γεννά και αποκαλύπτει μέσα του, και άλλες τις αποστέλλει από τον εαυτό του και τις τοποθετεί επικεφαλής στις επόμενες του βαθμίδες των θεών, κρατώντας μέσα στην συγκέντρωση του τα ενιαία, τα καθολικά και τα απολύτως τέλεια, και αποστέλλοντας σε άλλες βαθμίδες όσα λαμβάνουν πλήθος και διαιρούνται μέσω της διαφορετικότητας. Επειδή, λοιπόν, ολόκληρη η πατρική τάξη λαμβάνει υπόσταση κατά αυτόν τον τρόπο, δικαιολογημένα και τούτος εδώ ο Κόσμος, ο οποίος αποτελεί απομίμηση των νοητών τάξεων και είναι εξαρτημένος από εκείνες, έχει άλλη την πληρότητα που προηγείται των επιμέρους ζωντανών Όντων και άλλη τη πληρότητα που συμπληρώνεται από τα επιμέρους ζωντανά Όντα, και μαζί με την πρώτη υποδέχεται και τη δεύτερη, προκειμένου να είναι ομοιότατος και προς τη δημιουργική και προς την υποδειγματική αιτία. Σχετικά με το «κατ’ ουσίαν ζωντανό ΟΝ» ας ειπωθεί όμως ότι ένα μέρος του νοητού πλάτους είναι κορυφαίο, ενωμένο και απόκρυφο, ένα άλλο μέρος είναι δύναμη του προηγούμενου, η οποία προοδεύει και ταυτόχρονα μένει, και ένα άλλο μέρος είναι αυτό που φανέρωσε τον εαυτό του μέσω της ενέργειας και απέδειξε μέσα του το πλήθος το νοητό. Και από αυτά το ένα είναι νοητό ΟΝ, το άλλο νοητή ζωή και το τρίτο νοητός νους. Όμως το ίδιο το πρωταρχικό ΟΝ δεν μπορεί να είναι καθαυτό ζωντανό ΟΝ. Γιατί εκεί δεν υπάρχει πλήθος ούτε τετράδα Ιδεών, αλλά λόγω της απομόνωσης του και της απερίγραπτης ένωσης του έχει ονομαστεί Ένα ΟΝ από τον Πλάτωνα. Και γενικά το καθαυτό ζωντανό ΟΝ λέγεται ότι μετέχει στον Αιώνα, ενώ το πρωταρχικό ΟΝ δεν μετέχει σε τίποτα. Δεν μπορεί, λοιπόν, το καθαυτό ζωντανό ΟΝ να είναι το ίδιο το ΟΝ, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί. Δεν μπορεί όμως να είναι ούτε η ζωή η νοητή. Γιατί το ζωντανό ΟΝ είναι κατώτερο από τη ζωή και λέγεται ζωντανό λόγω της συμμετοχής του στη ζωή. Και γενικά, αν το καθαυτό ζωντανό ΟΝ ήταν το δεύτερο, ο Αιώνας θα ήταν το ΟΝ. Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Γιατί άλλο είναι το Ένα ΟΝ και άλλο το ΟΝ Αεί [που υπάρχει πάντα]. Γιατί το Ένα ΟΝ είναι η μονάδα του Όντος, ενώ το ΟΝ Αεί είναι η δυάδα του Όντος, αφού έχει συνδυασμένο το ΟΝ με το Αεί. Και το Ένα ΟΝ είναι το αίτιο του Είναι [της ουσίας και της ύπαρξης] των πάντων, ενώ το ΟΝ Αεί είναι το αίτιο της κατά το Είναι διατήρησης [διατήρησης της ουσίας και της ύπαρξης τους]. Αν, λοιπόν, το καθαυτό ζωντανό ΟΝ δεν είναι ούτε το Ένα ΟΝ ούτε το ΟΝ Αεί που βρίσκεται μετά το Ένα ΟΝ (γιατί αυτό είναι ο Αιώνας, η νοητή δύναμη, η άπειρη ζωή και η ίδια η ολότητα, με βάση την οποία κάθε θείο Ον είναι συγκεντρωτικά σύνολο), τότε είναι ανάγκη το καθαυτό ζωντανό ΟΝ να είναι το τρίτο. Γιατί είναι ανάγκη το καθαυτό ζωντανό ΟΝ να είναι από μια άποψη Νους, εφόσον και η εικόνα του υπάρχει οπωσδήποτε μαζί με την αίσθηση και η αίσθηση είναι εικόνα του Νοός. Επομένως μέσα σε εκείνο, που είναι πρωταρχικά ζωντανό ΟΝ, υπάρχει πρωταρχικά ο Νους. Επομένως, αν είναι κατώτερο από τη ζωή, αναγκαστικά έχει λάβει υπόσταση στη θέση του νοητού Νοός. Γιατί, καθώς είναι νοητό και ζωντανό ΟΝ και, όπως ο ίδιος ο Πλάτωνας είπε, «το ωραιότερο ανάμεσα στα νοητά» και μοναδικό, θα έχει αυτή τη σειρά. Γιατί όλα όσα υπάρχουν μετά από αυτό το είδος ύπαρξης παράγονται μαζί με άλλα και υπολείπονται από τη νοητή πληρότητα. Άρα, το καθαυτό ζωντανό ΟΝ είναι νοητός Νους, ο οποίος περιέχει μέσα του τις νοητικές τάξεις των θεών και τις συγκεντρώνει, τις ενοποιεί και τις τελειοποιεί, επειδή είναι το ωραιότερο πέρας των νοητών και αποκαλύπτει στα νοητικά την ενωμένη και άγνωστη αιτία των νοητών και παρακινεί τον εαυτό του στις κάθε λογής Ιδέες και στις κάθε λογής δυνάμεις και παράγει όλες τις κατώτερες τάξεις των θεών. Για αυτό, λοιπόν, και ο Ορφέας αποκάλεσε τούτον τον θεό Φάνη, επειδή φανερώνει της νοητές ενάδες, και του απέδωσε μορφές ζώων, επειδή μέσα σε αυτόν αποκαλύφθηκε η πρώτη αιτία των νοητών ζωντανών Όντων, και ποικίλα είδη, επειδή συμπεριλαμβάνει πρωτογενώς τις νοητές Ιδέες, και λέγοντας τον «Κλείδα του Νοός» τον αποκάλεσε κλειδί του Νοός, επειδή περατώνει τη νοητή ουσία και συνέχει τη νοητική ζωή. Από αυτόν, λοιπόν, το τόσο μεγάλο θεό έχει εξαρτηθεί ο δημιουργός του σύμπαντος, ο οποίος είναι και αυτός Νους, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά νοητικός Νους, υπό την έννοια ότι είναι ιδιαιτέρως αίτιος του Νοός. Για αυτό και λέγεται ότι κοιτάζει το καθαυτό ζωντανό ΟΝ. Γιατί το ορώ [κοίταγμα] είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των νοητικών θεών, αφού και ο θεολόγος χαρακτηρίζει «αόμματο» τον νοητό Νου. Πράγματι, λέει για αυτόν : «τρέφοντας στο μυαλό του αόμματο γοργό Έρωτα». Γιατί ο Έρωτας είναι το νοητό αποτέλεσμα της ενέργειας του νοητού Νοός. Και ο δημιουργός, παρόλο που είναι Νους, δεν είναι Νους που επιδέχεται συμμετοχή, προκειμένου να είναι δημιουργός του σύμπαντος και προκειμένου να μπορεί να κοιτάζει προς το καθαυτό ζωντανό ΟΝ. Και αφού δεν επιδέχεται συμμετοχή, είναι πραγματικά νοητικός Νους και μέσω της απλής νόησής του είναι ενωμένος με το νοητό, ενώ μέσω της ποικίλης νόησής του σπεύδει στη γέννηση των κατώτερων. Και ο Πλάτωνας είπε ότι αυτός κοιτάζει στο καθαυτό ζωντανό ΟΝ, ενώ ο Ορφέας είπε ότι «πηδάει πάνω» του και το «καταπίνει» κατόπιν υποδείξεως της Νύχτας. Γιατί από αυτήν, που είναι ταυτόχρονα νοητή και νοητική, ο νοητικό Νους συνδέεται με το νοητό. Και δεν μπορεί για τον λόγο αυτόν να πεις ότι ο δημιουργός κοιτάζει προς τα έξω (γιατί δεν του επιτρέπεται) αλλά, στραμμένος στον εαυτό του και στην πηγή των Ιδεών που έχει μέσα του συνδέεται με τη μονάδα των κάθε λογής διαμορφωτικών βαθμίδων. Γιατί σύμφωνα με τον Χρησμό : «δεν υπάρχει Νους χωρίς νοητό και δεν υπάρχει νοητό χωρίς Νου». Το καθαυτό ζωντανό ΟΝ υπάρχει και μέσα του, όχι όμως με ενιαίο τρόπο αλλά με βάση κάποιον θεϊκό αριθμό. Για αυτό λέγεται από τους θεολόγους ότι ο δημιουργός «καταπίνει» εκείνον τον νοητό θεό, τον ορφικό Φάνη όπως είπαμε, υπό την έννοια ότι ενώνεται μαζί του και είναι νοητικός θεός και ταυτόχρονα το σύνολο του νοητού και οι διαιρέσεις των Ιδεών και ο νοητός αριθμός. Αυτά υποδεικνύει και ο Πλάτωνας και αποκάλεσε «όσες και ότι λογής» τις Ιδέες του νοητού ζωντανού Όντος, δηλώνοντας με το δεύτερο τις ιδιότητες των αιτιών και με το πρώτο τη διάκριση τους με βάση τον αριθμό. Το θεϊκότερα, νοητά νοούνται από τα υποδεέστερα νοητά, υπό την έννοια ότι τα θεϊκότερα νοητά βρίσκονται μέσα στα υποδεέστερα. Έτσι λέγεται από τον Σωκράτη ότι και η ψυχή, όταν εισέρχεται στον εαυτό της, βρίσκει όλα τα όντα, «τον θεό και την φρόνηση», ως εκ τούτου καταλαβαίνουμε ότι και το καθαυτό ζωντανό ΟΝ θα βρίσκεται και πριν από τον δημιουργό και μέσα σε αυτόν, και πριν από αυτόν θα είναι τα πάντα με τρόπο καθολικό και νοητό, ενώ μέσα στον δημιουργό θα είναι τα πάντα με τρόπο νοητικό και διαιρεμένο. Γιατί μέσα στον δημιουργό έχουν λάβει εκ των προτέρων υπόσταση ξεχωριστά τα αίτια του ήλιου και της σελήνης και όχι μόνο η μια Ιδέα των ουράνιων θεών, η οποία δίνει υπόσταση σε όλα τα ουράνια γένη. Για αυτό και οι Χρησμοί λένε ότι οι δημιουργικές Ιδέες «Κινούνται μοιάζοντας με σμήνη και διασπώνται γύρω από τα σώματα του Κόσμου». Γιατί ο θεϊκός Νους την καθολική τους διάκριση μέσα στο νοητό την ανέπτυξε στο σύνολο του δημιουργικού πλήθους. Όπως, όμως, τούτος ο Κόσμος – ο αισθητός – περιέχει όλα τα ορατά, έτσι και εκείνος – ο νοητός – περιέχει όλα τα νοητά. Είναι, όμως, διαφορετικός ο τρόπος της περίληψης σε καθένα από τους δύο, όμως στα εδώ κάτω υπάρχει το ορατό σε αναλογία με τα εκεί πάνω. Καθένας από τους εδώ, εντός του Σύμπαντος, ζωντανούς οργανισμούς, στον βαθμό που είναι ζωντανός οργανισμός, είναι όμοιος με το παντέλειο ζωντανό ΟΝ, ενώ το πιο όμοιο από όλα με εκείνο είναι το Σύμπαν το ίδιο, που είναι το πρωταρχικό ορατό ζωντανό ΟΝ, όπως εκείνο – το παντέλειο ζωντανό ΟΝ – ήταν το πρωταρχικά νοητό ζωντανό ΟΝ. Το Σύμπαν προπάντων είναι όμοιο με το καθαυτό ζωντανό ΟΝ....>