ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Όταν η πολιτική φοβάται τη Δικαιοσύνη, μιλάμε για «ποινικοποίηση»

 


Στη διάρκεια ομιλίας του στο Καρπενήσι, ο Πρωθυπουργός επανέφερε στο προσκήνιο έναν όρο με βαρύ ιστορικό φορτίο: τη «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Έναν όρο που συνδέθηκε άρρηκτα με τη μετεμφυλιακή ένταση και τη δεκαετία του ’80, όταν πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο υπό διαφορετικές πολιτειακές και θεσμικές προϋποθέσεις. Τότε, η συμμετοχή βουλευτών στην κρίση των υποθέσεων μέσω του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ήταν ακόμα θεσμικά επιτρεπτή – και η διαμαρτυρία για τη χρήση της Δικαιοσύνης ως πολιτικό εργαλείο έβρισκε έρεισμα σε μια θεσμική συγχώνευση ρόλων που έλυσε μόνο η συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Σήμερα όμως, σε ένα απολύτως διακριτό θεσμικό πλαίσιο, η επίκληση αυτής της λέξης μοιάζει τουλάχιστον αμήχανη. Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει σαφείς διαχωρισμούς: οι υπουργοί υπάγονται πλέον στον φυσικό δικαστή, οι διώξεις δεν κινούνται αυθαίρετα, και η πολιτική δεν συμμετέχει στο έργο της Δικαιοσύνης. Μάλιστα, για τη θωράκιση των πολιτικών έναντι σκευωριών, προβλέπεται και τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο πριν από κάθε δίωξη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα γεγονότα της περιόδου δεν δικαιολογούν τη χρήση του όρου «ποινικοποίηση». Ούτε η πολιτική επισπεύδει τις διώξεις, ούτε η Δικαιοσύνη λειτουργεί ως ενεργούμενο. Στις υποθέσεις που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα –από τις δικογραφίες που αφορούν τους υπουργούς Τριαντόπουλο και Καραμανλή, έως τις εξελίξεις με τον Βορίδη και τον Αυγενάκη– οι πρωτοβουλίες ανήκουν σε δικαστικά πρόσωπα. Η διαβίβαση δικογραφιών από τον ανακριτή Μπακαΐμη και η δράση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρα Κοβέσι αποκαλύπτουν ένα θεσμικό οικοδόμημα που λειτουργεί και ερευνά.

Η δικογραφία Κοβέσι μάλιστα φέρνει στο φως ενδείξεις για οργανωμένη δράση με χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης. Όχι απλώς παρατυπίες ή υπερβάσεις καθηκόντων. Αλλά συστηματική απόπειρα χειραγώγησης κρατικών αξιωματούχων, πιέσεις για απομάκρυνση ερευνώσας δικαστικής λειτουργού, ακόμα και ευθείες απειλές κατά της ζωής της. Σε καταγεγραμμένες συνομιλίες, καταγράφονται ατάκες όπως «δώσ’ της» και «θα έπρεπε να την έχω σκοτώσει», που δείχνουν όχι απλώς έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς, αλλά προσβολή του κράτους δικαίου στον πυρήνα του.

Ποιος ποινικοποιεί τι, και γιατί;

Η επίκληση της «ποινικοποίησης» σε μια τέτοια συγκυρία εγείρει εύλογες απορίες: είναι ποινικοποίηση όταν η Δικαιοσύνη διερευνά αξιόποινες πράξεις; Είναι ποινικοποίηση η απονομή Δικαιοσύνης όταν αυτή θίγει υπουργούς; Ποιόν εξυπηρετεί η πολιτική στοχοποίηση των ανεξάρτητων Αρχών, όταν οι υποθέσεις τους αφορούν, όπως φαίνεται, την οργανωμένη προσπάθεια ελέγχου κρίσιμων κρατικών μηχανισμών;

Το αφήγημα του Πρωθυπουργού περί “ποινικοποίησης” φαίνεται να αγνοεί ή να αποσιωπά ότι πίσω από τις δικογραφίες βρίσκονται όχι πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά εισαγγελείς, ανακριτές και υπερεθνικοί θεσμοί. Δεν πρόκειται για μια πολιτική δίωξη, αλλά για τη φυσιολογική λειτουργία των θεσμών ελέγχου μιας δημοκρατίας που διαθέτει θεσμική μνήμη και όρια.

Η επαναφορά του αφηγήματος περί “ποινικοποίησης” ενδέχεται να μην είναι απλώς ατυχής πολιτική επιλογή, αλλά και στρατηγικό λάθος. Οι επαναλαμβανόμενοι κραδασμοί –υποκλοπές, Τέμπη, δικαστικές εξελίξεις– έχουν ήδη διαβρώσει την αξιοπιστία της κυβέρνησης. Η τακτική της υποβάθμισης των θεσμικών ανησυχιών ή της επίθεσης σε δικαστικούς λειτουργούς δεν προοιωνίζεται κάθαρση, αλλά συγκάλυψη.

Η απλή παρακολούθηση των ποσοστών αποδοχής της κυβέρνησης επιβεβαιώνει μια κυκλική φθορά: κάθε σκάνδαλο ακολουθείται από πτώση, προσωρινή ανάκαμψη και νέα πτώση. Η εικόνα μιας εξουσίας που «πέφτει μόνη της», χωρίς εξωτερικό σπρώξιμο, δεν μοιάζει μακρινή.

Κι αν σε αυτή την εξίσωση προσθέσει κανείς και τον επερχόμενο ανασχηματισμό –με ονόματα όπως του Ανδρέα Λοβέρδου, που παραπέμπουν σε άλλες πολιτικές εποχές– η εντύπωση ότι η κυβέρνηση επιστρέφει στον αυριανισμό του 2000 ενισχύεται. Ή, για να το πει κανείς διαφορετικά: τα νέα πρόσωπα της κυβέρνησης είναι τα παλιά της περιόδου Σημίτη.

Η χρήση της έννοιας της “ποινικοποίησης” ως ασπίδα για την πολιτική εξουσία είναι αναχρονιστική και παραπλανητική. Όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες του νομικού πλαισίου, αλλά κυρίως γιατί προσβάλλει τη θεσμική λειτουργία του κράτους. Όταν η Δικαιοσύνη χτυπά καμπανάκια για σκάνδαλα που εμπλέκουν κρατικούς αξιωματούχους, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η επίθεση στον αγγελιοφόρο. Δεν είναι η Δικαιοσύνη που εργαλειοποιεί την πολιτική. Είναι η πολιτική που επιλέγει να δυσφημήσει τη Δικαιοσύνη για να προστατευτεί.

Και όπως η ιστορία έχει αποδείξει, αυτή η στρατηγική –όσο επικοινωνιακά χρήσιμη κι αν φαίνεται πρόσκαιρα– ποτέ δεν κράτησε μακριά την αλήθεια. Και σπανίως έσωσε την εξουσία.

Τέμπη και ΟΠΕΚΕΠΕ: δύο εγκλήματα, καμία κάθαρση – η κυβέρνηση επιλέγει συγκάλυψη αντί ευθύνης

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Μεγάρου Μαξίμου να παρουσιάσει ένα προσωπείο δήθεν διαφάνειας και ευαισθησίας για την αποκάλυψη της αλήθειας, η πραγματικότητα αποτυπώνεται αμείλικτη: οι πολίτες δεν πείθονται. Το κυβερνητικό αφήγημα ότι «το φως θα χυθεί παντού» έχει πλέον μετατραπεί σε ένα διάφανο τέχνασμα επικοινωνιακής επιβίωσης, που αποτυγχάνει να καλύψει τη δυσοσμία των υποθέσεων που βαραίνουν το πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Το έγκλημα στα Τέμπη και το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ έχουν φέρει στην επιφάνεια κάτι βαθύτερο από πολιτική ευθύνη: την πλήρη αποδόμηση της ηθικής υπεροχής που επικαλέστηκε η κυβέρνηση. Η κοινωνική απαίτηση είναι ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη – να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο, να λάμψει η αλήθεια, να υπάρξει απόδοση ευθυνών ανεξαρτήτως αξιωμάτων και προστατευτικών ομπρελών.

Το μήνυμα καταγράφεται σε κάθε μέτρηση της κοινής γνώμης: η οργή είναι έκδηλη, διακομματική και εδραιωμένη. Ακόμα και ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας νιώθουν απογοήτευση, καθώς βλέπουν τις προσδοκίες περί εντιμότητας και κάθαρσης να θυσιάζονται στο βωμό της σκοπιμότητας. Η δυσφορία πλέον δεν κρύβεται. Οι σκιές βαραίνουν όχι μόνο τους φυσικούς αυτουργούς, αλλά και τους μηχανισμούς προστασίας τους.

Στην περίπτωση του δυστυχήματος στα Τέμπη, η εξέλιξη της κοινοβουλευτικής διερεύνησης αποδεικνύει την απόπειρα να μετατραπεί μια επιτροπή σε πλυντήριο. Η κυβερνητική πλειοψηφία φρόντισε να εκφυλίσει το έργο της Εξεταστικής, περιορίζοντας το κατηγορητήριο στον πρώην υπουργό Μεταφορών Κώστα Καραμανλή σε ένα ήσσονος σημασίας αδίκημα – ουδεμία σχέση με το αρχικό αίτημα για την απόδοση ευθυνών βάσει των πραγματικών γεγονότων. Το τελικό πόρισμα της Ν.Δ. απομακρύνεται πλήρως από την ουσία, αφήνοντας πικρή γεύση συγκάλυψης και προσβολής απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων και ολόκληρη την κοινωνία.

Την ίδια στιγμή, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ εξελίσσεται σε μνημείο πολιτικού αμοραλισμού. Καταγγελίες, απειλές, εξωθεσμικές παρεμβάσεις και προσπάθειες φίμωσης δικαστικών λειτουργών συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου το κράτος δικαίου υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη προστασίας προσώπων-κλειδιών του κυβερνητικού μηχανισμού. Η αλαζονεία με την οποία κυβερνητικά στελέχη εμφανίζονται δημόσια να «διαψεύδουν» το προφανές ή να μετατρέπουν το σκάνδαλο σε θεωρία συνωμοσίας ξεπερνά κάθε προηγούμενο.

Το Μέγαρο Μαξίμου, αντί να εγγυηθεί ανεμπόδιστη έρευνα και πλήρη πολιτική κάθαρση, επιλέγει να «οδηγήσει» τις εξελίξεις μέσω μηχανισμών ελέγχου και θεσμικού τακτικισμού. Η ίδια η Εξεταστική Επιτροπή –την οποία μέχρι πρότινος ο Πρωθυπουργός απαξίωνε δημοσίως ως ατελέσφορη– μετατρέπεται σήμερα στο βασικό εργαλείο αποπροσανατολισμού.

Οι εμφανίσεις κυβερνητικών παραγόντων στα τηλεοπτικά παράθυρα, φορτωμένες με νομικίστικες υπεκφυγές και ανερυθρίαστα ψεύδη, αποκαλύπτουν μια εξουσία που δεν έχει πλέον πολιτική απάντηση – μόνο φόβο. Όπως εύστοχα λέει ο λαός, «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά». Κι εδώ, ο καπνός δεν απλώνεται πια – έχει γίνει ασφυκτικός.

Ο λαός καταλαβαίνει, ακόμη κι αν σωπαίνει

Δεν υπάρχει καμία πλάνη πια. Ο κόσμος βλέπει, ακούει και καταλαβαίνει. Η θεσμική καταιγίδα που συγκεντρώνεται δεν είναι δημιούργημα της αντιπολίτευσης ή των δημοσιογράφων – είναι αποτέλεσμα της ίδιας της κυβερνητικής διαχείρισης. Οι απειλές δεν πείθουν, τα σενάρια παραγραφής εξοργίζουν, και η σιωπή των πρωταγωνιστών μοιάζει περισσότερο με απόγνωση παρά με στρατηγική.

Η αντίστροφη μέτρηση δεν μετρά μόνο πολιτικές ημέρες. Μετρά κυρίως το βάθος της απογοήτευσης. Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο για κάθε εξουσία: όταν οι πολίτες παύουν να ελπίζουν ότι θα ακουστούν μέσα από τους θεσμούς και στρέφονται στο συλλογικό θυμικό.

Όσοι λοιπόν επιλέγουν να σιωπούν ή να μιλούν με μισόλογα, όσοι επιχειρούν να «πνίξουν» τις ευθύνες, δεν θα γλιτώσουν από τη μνήμη της ιστορίας. Ούτε από την κρίση της κοινωνίας. Γιατί όπως αποδεικνύεται ξανά, η παραγραφή είναι ένα εργαλείο νομικό. Η ατιμωρησία όμως είναι καθαρά πολιτική επιλογή – και η ντροπή που τη συνοδεύει, μόνιμο αποτύπωμα. https://primenews.press/

**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

2 σχόλια:

zen είπε...

Προτείνεται ΚΡΕΜΑΣΜΑ .
Ενας , ενας ομως ..
Ενας σε καθε ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ..
Οι ανεμογεννήτριες ΔΕΝ περιεχουν ανακυκλωσιμα υλικα ..
Τα κουφαρια τους ομως .. ...
Και οι 301..
Και οι συν αυτών... και εναι πολλοι
Ελπιζουμε να φτασουν οι ανεμογεννητριες παντως ...

zen είπε...

Αν δεν φτασουν παντως .. υπαρχει και η λυση ( προτεινεται ) ενας σε καθε φτερό.. με swivel joint .. ητοι τρεις σε καθε ανεμογεννητρια.
Σχοινί ορειβατικό καλης ποιοτητας .. 10 /12 χιλιοστα .. γιατι μπορει να ξαναχρειαστει ..