Η Ευρώπη του ολοκληρωτισμού και της παντοτινής απολυταρχίας
Μέρος Α΄
του Όθωνα Κουμαρέλλα*
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή δημιουργήθηκε «για να τεθεί τέλος στους συχνούς και αιματηρούς πολέμους μεταξύ των γειτονικών χωρών που κατέληξαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», ενώ αποτελεί την πραγμάτωση του οράματος εμπνευσμένων ηγετών που: «…ενέπνευσαν τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ζούμε σήμερα. Χωρίς την ενεργητικότητα και την κινητοποίησή τους, δεν θα κυριαρχούσε η ειρήνη και η σταθερότητα που θεωρούμε δεδομένη στον κόσμο που ζούμε. Από αντιστασιακοί μέχρι δικηγόροι, οι ιδρυτές της ΕΕ συνιστούσαν μια ποικιλόμορφη ομάδα ανθρώπων με κοινά ιδανικά: μια ειρηνική, ενωμένη και ευημερούσα Ευρώπη». (http://europa.eu/about-eu/eu-history/index_el.htm). Στη συνέχεια παρατίθενται τα ονόματα και τα βιογραφικά των εν λόγω «εμπνευσμένων» ηγετών, όπως του Κόνραντ Αντενάουερ, του Γιόζεφ Μπεχ και άλλων.
Αντιπαρερχόμενοι τα «περί ειρήνης και σταθερότητας που θεωρείται δεδομένη στον κόσμο που ζούμε», με τη Μέση Ανατολή να φλέγεται και τον πόλεμο να εξαπλώνεται, στις μέρες μας, από το Αφγανιστάν μέχρι τη Βόρεια Αφρική και απ’ εκεί μέχρι την Ουκρανία, με την άμεση συμμετοχή των κρατών μελών της Ε.Ε., διαπιστώνεται η εμφανής προσπάθεια να παρουσιαστεί -σε πληθώρα ανάλογων κειμένων-, ότι η Ε.Ε. είναι αποκύημα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και προκειμένου να επικρατήσει η ειρήνη, η δημοκρατία και τελικά η ευημερία για το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών. Ότι αποτελεί, επίσης, αποτέλεσμα της άοκνης προσπάθειας ανθρώπων με υψηλά ιδανικά, οραματιστών, ανθρωπιστών και ειρηνιστών, που δεν είχαν και δεν έχουν καμία σχέση με οικονομικά συμφέροντα και με ηγεμονικές βλέψεις σε βάρος των κρατών και των λαών που ενεπλάκησαν -ηθελημένα, ή αθέλητα-, σε αυτή τη διαδικασία ενοποίησης. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί, ότι έχουν σταδιακά εξαφανιστεί από κάθε επίσημη πηγή, όλα εκείνα τα στοιχεία του βιογραφικού μερικών τουλάχιστον από τα εν λόγω πρόσωπα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μελανά σημεία και να δημιουργήσουν προβληματισμούς ως προς τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν, όπως λόγου χάρη η σχέση ορισμένων εξ αυτών με το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας την περίοδο του 3ου Ράιχ.
«….Οι σύγχρονοι ευρωπαίοι ιστορικοί παραδόξως αποσιωπούν, ή υποβαθμίζουν την ισχυρή προώθηση της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης από τη ναζιστική ιδεολογία, τακτική και στρατηγική. Και βέβαια εκτός από την αποσιώπηση της ναζιστικής συνεισφοράς, η ευρωπαϊκή ιδέα αντιμετωπίζεται σαν μια «καθαρή» ιδέα, ενώ οι παραγωγικές και ταξικές σχέσεις αποσιωπούνται…..»[1]
Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς κείμενα και ντοκουμέντα τουλάχιστον στις επίσημες πηγές της ΕΕ, που να αναφέρονται ευθέως και αναλυτικά στο τι είχε προηγηθεί, από πού πήγασε η μεγάλη ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αν υπήρξαν και στο παρελθόν ανάλογες προσπάθειες, λιγότερο, ή περισσότερο επιτυχημένες και που αυτές οδήγησαν. Σαν κάτι θέλουν να κρύψουν με όλα αυτά και την αποσιώπηση τμημάτων της ίδιας της ευρωπαϊκής ιστορίας μέχρι την δημιουργία της Ένωσης υπό την αρχική μορφή της ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που ιδρύθηκε το 1950.
Μέρος 1ο Η προϊστορία
1. Η Ευρώπη του Καρλομάγνου
Όμως είναι γνωστό, ότι η ιδέα μιας ένωσης όλων των ευρωπαϊκών ολιγαρχιών υπήρξε ήδη πολλούς αιώνες πριν, στα βάθη του Μεσαίωνα, από την εποχή που η δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποσπάστηκε από την βυζαντινή ανατολική αυτοκρατορία, με το Βατικανό να ενθαρρύνει ενοποιητικές διαδικασίες προκειμένου να επιβάλει -μέσω ελεγχόμενων από το ίδιο ηγεμόνες- την κοσμική του εξουσία.
Πόλεμοι, λεηλασίες, σφαγές, εξανδραποδισμοί ολόκληρων πληθυσμών έγιναν στη προσπάθεια ηγεμόνων να επεκτείνουν και να ενώσουν υπό την εξουσία τους ολόκληρη την ήπειρο, υπό τις ευλογίες του Πάπα.
Η πρώτη όμως ολοκληρωμένη προσπάθεια τέτοιας ενοποίησης ήλθε με τον Καρλομάγνο, ο οποίος θεωρείται και ο αρχικός εμπνευστής της ενωμένης Ευρώπης υπό το γερμανικό έλεγχο[2]. Αυτός είναι που το 800 μ.Χ. στέφθηκε από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ την ημέρα των Χριστουγέννων στην Παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου αυτοκράτορας και κατάφερε δια πυρός και σιδήρου να ενώσει τεράστιες περιοχές της Ευρώπης με πρωτεύουσα το σημερινό Άαχεν της Γερμανίας.
2. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους – τα Ράιχ και η Ιερά Συμμαχία
Η προσπάθεια του Καρλομάγνου, μολονότι φάνηκε να ακυρώνεται με το θάνατό του, βρήκε στην συνέχεια τη συνέχισή της, όταν το 962 στέφθηκε αυτοκράτορας (Kaiser), ο Όθων Α΄ ο Μέγας, δημιουργώντας την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους (Sacrum Romanum Imperium Nationis Germanicae), που απετέλεσε μέχρι το 1806 το 1ο γερμανικό Ράιχ (αυτοκρατορία).Όμως, οι φιλοδοξίες τοπικών ηγεμόνων που αμφισβητούσαν την επικυριαρχία της αυτοκρατορίας, η Αναγέννηση, η εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων που διεκδικούσαν τη δική τους αυτόνομη παρουσία και συμμετοχή στις δομές της εξουσίας, οι έντονες θρησκευτικές διαμάχες και οι έριδες, έφεραν πολλές φορές διασπάσεις, επανενώσεις, πολέμους και σφαγές και εμπόδισαν έτσι τη δημιουργία ενός ενιαίου κυριαρχικού κράτους υπό τη γερμανική αιγίδα σε ολόκληρη την επιφάνεια της ηπειρωτικής Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά ο οίκος των Αψβούργων κατάφερε να κυριαρχήσει για αιώνες σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης από την Αυστρία, μέχρι την Ισπανία και τις κάτω χώρες. Η ενοποίηση όμως ποτέ δεν ολοκληρώνονταν, μολονότι η προσπάθεια ήταν αέναη για τη συνένωση των πάσης φύσεως ολιγαρχιών προκειμένου να αντιμετωπιστούν από κοινού οι κίνδυνοι που έφερναν μαζί τους οι ολοένα αυξανόμενες αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής και η χρήση νέων και εξελιγμένων για την εποχή τους εργαλείων. Κοινωνικές εξελίξεις και αντίστοιχες στη παραγωγή, που αργά αλλά σταθερά κατέληξαν στη βιομηχανική επανάσταση, αλλά και τη γαλλική επανάσταση που έφερε με τη σειρά της στο προσκήνιο την αστική τάξη και συνέτεινε στη δημιουργία των επί μέρους εθνικών κρατών. Έτσι, το 1806 καταλύεται το 1ο Ράιχ, όταν στις 6 Αυγούστου ο Φραγκίσκος Β’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ηττάται στο Αούστερλιτς από το Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι δεν υπήρξαν ως προσπάθεια «εξαγωγής» της γαλλικής επανάστασης, αλλά μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό τη κηδεμονία της Γαλλίας αυτή τη φορά.
Όμως λίγα χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την ήττα του Ναπολέοντα στις 18 Ιουνίου του 1815 στο Βατερλό και την υπογραφή της 2ης συνθήκης του Παρισιού, το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου συνήφθη τριμερής συνθήκη μεταξύ των Αυτοκρατόρων Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας, Φραγκίσκου Α’ της Αυστρίας και του Βασιλέα Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ της Πρωσίας, την οποία συνομολόγησαν και υπέγραψαν αυτοπροσώπως, στο Παρίσι. Στη συμμαχία αυτή προσχώρησε τον ίδιο χρόνο και η Αγγλία, ενώ με την επιμέρους λεγόμενη συνθήκη «Αιξ λα Σαπέλ» του 1818 προσχώρησε και η Γαλλία. Έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη Ιερά Συμμαχία, που θεωρείται από πολλούς ως ο αδιαμφισβήτητος προπομπός της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την πρωτοβουλία της σύναψης αυτής της συνθήκης είχε πρώτος ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, η δε ονομασία «Ιερά» οφείλεται στην αρχική πρόθεσή του όπως επιτύχει την -όπως αποκαλούσε ο ίδιος- εν «χριστιανική αλληλεγγύη» συνένωση των ευρωπαϊκών χωρών, των ορθοδόξων, των καθολικών, καθώς και των προτεσταντών.
Ανεξάρτητα από τις μύχιες σκέψεις και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της δημιουργίας της Ιεράς Συμμαχίας στην πράξη αποδείχθηκε, ότι σκοπός της ήταν η αντίδραση των απολυταρχικών αυτοκρατόρων και των πάσης φύσης ολιγαρχιών κατά των φιλελεύθερων τάσεων που είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789 από τις αναδυόμενες τάξεις του αστισμού, αλλά και του ραγδαία επεκτεινόμενου εργατικού προλεταριάτου, που αμφισβητούσε στην καρδιά του το -με φεουδαλικά ακόμη χαρακτηριστικά αλλά ραγδαία παρακμάζον- ολιγαρχικό σύστημα εξουσίας συνολικά στην Ευρώπη.
Πολύ γρήγορα η Ιερά Συμμαχία έδειξε το σκληρό πρόσωπο της ευρωπαϊκής απολυταρχίας ως θεσμός καταπίεσης των λαών και με σαφή διάθεση επέμβασης των ισχυρών βασιλέων και των αυτοκρατόρων της συμμαχίας στα εσωτερικά ζητήματα των πιο μικρών και πιο ασθενικών χωρών, καταπνίγοντας κάθε προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης. Υπέσκαψε όμως έτσι την ίδια τη μακροημέρευσή της, αφού οι εξελισσόμενες κοινωνικές διεργασίες απεδείχθησαν ισχυρότερες ενός συστήματος που είχε από καιρό πέσει σε προϊούσα σήψη και παρακμή.
Η ελληνική επανάσταση του 1821, που πολεμήθηκε με κάθε μέσο ειδικά από τον Μέτερνιχ, αλλά και στη συνέχεια οι επαναστάσεις το 1830 στη Γαλλία και το 1834 στο Βέλγιο έδωσαν τη χαριστική βολή σε αυτήν την ανελεύθερη ένωση.
Ωστόσο η ιδέα της ευρωπαϊκής απολυταρχικής ενοποίησης ουδέποτε έπαψε να «στροβιλίζει» στα μυαλά διαφόρων αξιωματούχων και ευγενών, σε απάντηση του αιτήματος για λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία, που απλώνονταν παντού σε όλες τις χώρες της ηπείρου, ενώ ήδη είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα κομμουνιστικά κινήματα και οργανώσεις.
Είναι η εποχή που οι ηγεμονικές βλέψεις των Γερμανών στρέφονται σταδιακά προς τις περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και γενικά στον ασαφή χώρο της κεντρικής Ευρώπης, για την οικοδόμηση του δικού της γεωστρατηγικού χώρου, απέναντι στις αποικιοκρατικές δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας στη δυτική πλευρά της ηπείρου. Ο όρος «mitteleuropa», ή «μεσευρώπη» καθιερώνεται σταδιακά ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα με κύριους εκφραστές τον Καρλ Λουντβιχ Μπρούκ, ή το Λόρεντζ Φον Στέιν, ενώ αργότερα αυτές οι ιδέες υιοθετήθηκαν από το Χάινριχ Φον Γκάγκερν και τον Γκεοργκ Φρίντριχ Λίστ, ενώ σε πολιτικό επίπεδο κύριος εκφραστής τους υπήρξε το γερμανικό Εθνικό Φιλελεύθερο κόμμα.
Ειδικά ο Λίστ διατύπωσε νωρίς την άποψη ότι το μέλλον θα ανήκε σε μεγάλους οικονομικούς σχηματισμούς που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους, έτσι πρότεινε για το μέλλον του γερμανικού έθνους να επεκταθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο και να αναζητήσει στον χώρο αυτόν τις αποικίες του. Προκειμένου να αναπτύξει την αποτελεσματικότητά του απέναντι στη Γαλλία και τη Ρωσία και μιας ενδεχόμενης συμμαχίας μεταξύ τους, η Γερμανία όφειλε να αναπτυχθεί ενοποιώντας το χώρο της κεντρικής Ευρώπης, από τη Βαλτική και τη Βόρειο Θάλασσα προς βορρά που θα επεκτείνονταν νότια μέχρι τα παράλια της Μεσογείου και ανατολικά, στη Μαύρη Θάλασσα, φθάνοντας ακόμη και μέχρι την Περσία.
Οι προσπάθειες έτσι, τόσο ανεπίσημα, άλλα και επίσημα στο γεωπολιτικό επίπεδο έστω και για επί μέρους ενώσεις συνεχίστηκαν αμείωτες και έτσι δημιουργείται την 1η Ιανουαρίου 1834 η Γερμανική Τελωνειακή Ένωση. «Την εποχή αυτή στη Γερμανία βασίλευε η οικονομική ένωση Zollverein (1834-1871), η οποία είχε επιβληθεί από την Πρωσία με σκοπό να ενοποιήσει τις οικονομίες των ανεξάρτητων Γερμανικών κρατών μέσω της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίου και εργασίας. Φυσικά η ένωση αυτή, που πολλοί στην δεκαετία του 1960 θεώρησαν ως προκάτοχο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, απαιτούσε και κοινό νόμισμα, το Vereinsmünze, το οποίο εκφραζόταν σε χρυσό και ασήμι. Οι δημοκρατικές επαναστάσεις που ξέσπασαν στη Γερμανία το 1848 στράφηκαν εναντίον της Πρωσικής επικυριαρχίας και φυσικά εναντίον του Zollverein.»[3]
Απόρροια και διάδοχος αυτής της ένωσης -που δεν είναι δυνατό να αγνοείται ο ρόλος στην πορεία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας υπό τη γερμανική πρωτοκαθεδρία με αυτοκρατορικού τύπου βλέψεις-, υπήρξε η δημιουργία το 1871 του 2ου Γερμανικού Ράιχ, δηλαδή η ενοποίηση των διάσπαρτων ασθενών γερμανικών πριγκιπάτων, με τους μέχρι τότε σχετικά χαλαρούς μεταξύ τους δεσμούς, σε μια ενιαία κρατική οντότητα υπό τον Μπίσμαρκ που στήθηκε με «σίδερο και αίμα» κατά τη δική του εκτίμηση στην πρώτη του ομιλία ως πρωθυπουργού του νέου Ράιχ. Στα ανατολικά δημιουργείται λίγο πριν, το 1867, η αυστροουγγρική αυτοκρατορία υπό τον επίγονο των Αψβούργων Φραγκίσκο Ιωσήφ, με την οποία ο Μπίσμαρκ προχώρησε το 1879 στη «Διπλή Συμμαχία».
Χωρίς να είναι αξιοπερίεργο και μη ερμηνεύσιμο, αποτελεί γεγονός, ότι πέραν του Ναπολέοντα, κάθε φορά η όποια προσπάθεια ενοποίησης να προέρχεται κυρίως από τη γερμανική πλευρά και να αποσκοπεί στη γερμανική επικυριαρχία.
3. Η «Πανευρώπη»
Έκτοτε και μέχρι και μετά το 1ο καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο και την κομμουνιστική επανάσταση στη Ρωσία, η μεγάλη ιδέα μιας ενωμένης απολυταρχικής Ευρώπης έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους της απανταχού καθεστωτικής διανόησης και σε πολλούς ξεπεσμένους ευγενείς που αισθάνονταν έντονα την απειλή από τα ανερχόμενα εθνικά, δημοκρατικά, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κινήματα, σαν το μέσο και την ασπίδα προστασίας των απομενόντων προνομίων τους. Ενώ από την άλλη, μετά τον πόλεμο, κατανοούσαν ότι η ένωση θα μπορούσε να αποτελέσει τη «σωτηρία» της Ευρώπης και της δικής τους επικυριαρχίας, από την ασφυκτική πίεση που θα υφίστατο μεταξύ της νεαρής τότε Σοβιετικής Ένωσης και της ανερχόμενης υπερδύναμης των ΗΠΑ.
Η διάδοση των ενωσιακών ιδεών ήταν τόσο εκτεταμένη που δημιουργήθηκαν σε πολλές πρωτεύουσες διάφορες λέσχες προώθησης των ιδεών αυτών. Ένας από τους πρωτεργάτες αυτών των κινήσεων υπήρξε ο γνωστός Ρίχαρντ Κουντενχόβε-Καλέργκι, ένας ξεπεσμένος ευγενής και κοσμοπολίτης, που ήδη από το 1922 πρότεινε το πρόγραμμά του τη γνωστή «Πανευρώπη». Η πεμπτουσία των ιδεών του Καλέργκι για την «Πανευρώπη» αφορούσε στην κατάργηση από στρατηγική, οικονομική και εθνική άποψη των συνόρων των κρατών της Ευρώπης. Στηρίζονταν αρχικά στη λογική της «μεσευρώπης», αλλά επεκτεινόμενης στο σύνολο του ευρωπαϊκού εδάφους με την συμπερίληψη της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, που η μεσευρώπη εξαιρούσε.
Ο Καλέργκι πρότεινε ουσιαστικά τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με κεντρική διοίκηση, κάτι ανάλογο των ΗΠΑ. Από την πολιτική αυτή ομοσπονδία που πρότεινε ο Καλέργκι αποκλείονταν η Βρετανία και η ΕΣΣΔ, ως αντίπαλες στην «πανευρώπη» δυνάμεις. Το 1923 ιδρύθηκε και ο σύλλογος «Πανευρωπαϊκή Ένωση» για την προώθηση της ιδέας. Ο σύλλογος ανέπτυξε αξιόλογη δράση, ιδρύθηκε το κεντρικό της γραφείο στη Βιέννη και ακολούθως συγκροτήθηκαν διάφορα εθνικά τμήματα με τη συμμετοχή διάφορων πολιτικών προσωπικοτήτων και διανοουμένων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το 1926 έγινε το Α’ Πανευρωπαϊκό Συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν ανεπισήμως αντιπρόσωποι από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Προκλήθηκε σχετικό διεθνές ενδιαφέρον, αλλά η σύναξη δεν κατάφερε να πείσει ότι η κίνηση ξεπερνούσε έναν πολιτικό, καθαρά όμως ουτοπικό, στόχο.
Ο Καλέργκι αντιλαμβανόταν την ενότητα της Ευρώπης στην εξής βάση: «Διά μέσω της ρωσικής στρατοκρατικής Σκύλλας και της αμερικανικής οικονομολογικής Χαρύβδεως μικρός μόνον πορθμός φέρει εις καλυτέρους ορίζοντας. Και ο πορθμός ούτος ονομάζεται Πανευρώπη, όπερ σημαίνει αλληλοβοήθειαν διά της Ενώσεως της Ευρώπης εις μιαν πολιτικο-οικονομολογικήν ομοσπονδίαν»[4].
Σε άλλο σημείο γίνεται ακόμη σαφέστερος για την κατεύθυνση αυτής της πανευρωπαϊκής ένωσης: «Εάν η Ευρώπη δεν διδαχθεί τα μαθήματα της ιστορίας, θα έχει και αυτή το αυτό τέλος, όπως η γερμανορωμαϊκή αυτοκρατορία. Πολιτικώς και στρατιωτικώς θα γίνει το παιγνιόχαρτον της υδρογείου πολιτικής. Αντικείμενον πλέον αντί υποκείμενον του παγκοσμίου προβλήματος. Κατά την διανομήν των μεγάλων αγορών και των παγκοσμίων εδαφών, ειδών πρώτης ανάγκης, η Ευρώπη θα μείνει κατά μέρος… Θα γίνει σφαίρα επιρροής της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αμερικής…».
Ο Καλέργκι έβλεπε την «πανευρώπη» του σαν μια συμμαχία εναντίον ανταγωνιστών, πριν και πάνω απ’ όλα στο οικονομικό πεδίο: «Η διεθνής ηγεμονία της Ευρώπης απωλέσθη διά παντός, όχι όμως και η ανεξαρτησία της, ούτε και το αποικιακόν κράτος, ούτε και ο πολιτισμός της, ούτε το μέλλον της». Η Ευρώπη «οφείλει διά το παγκόσμιον συμφέρον της να συγχωνευθή ταχέως διότι, ενώ έκαστον ευρωπαϊκόν κρατίδιον, συν τω χρόνω παρακμάζον, θα παραδοθεί εις μιαν των μεγάλων διεθνώς δυνάμεων, πολιτικώς δε και βιομηχανικώς. Δύναται η πανευρώπη ενωμένη να σχηματίσει εν ισχυρότατον συγκρότημα, ίσως το ισχυρότερον της γης. Εις έκτασιν βεβαίως θα έχει πάντοτε την τρίτην θέσιν, αλλά στρατιωτικώς διοργανουμένη θα ηδύνατο να αμυνθή κατά πάσης εισβολής και κατά παντός συναγωνισμού...».
Η αυτοκρατορική -αποικιοκρατική ακόμη- Αγγλία δεν μπορούσε -κατά τον Καλέργκι- να συμπεριληφθεί σε αυτή την ένωση. Ενεργούσε αποκλειστικά για λογαριασμό και προς το εθνικό της συμφέρον. Άλλωστε δεν μπορούσε να συμμετέχει σε κάποια διανομή των νέων αναδυόμενων αγορών που θα στρεφόταν εναντίον της. Οι ΗΠΑ είχαν τις δικές τους παγκόσμιες ηγεμονικές βλέψεις και επιδιώξεις, ενώ ήταν ήδη η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Επομένως κι αυτές αποκλείονταν, αφού η «πανευρώπη» θα ήταν ανταγωνιστική με τα συμφέροντά τους.
Η ενοποιητική πρωτοβουλία του Καλέργκι σταδιακά επισκιάστηκε από άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες και ιδέες, αμέσως μετά την πανευρωπαϊκή διάσκεψη.
Έτσι εμφανίζεται η πανευρωπαϊκή ιδέα του παλιού σοσιαλιστή και από τους ιδρυτές της «L’ Humanité» Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν (το 1927 ήταν και πρόεδρος της Πανευρωπαϊκής Ένωσης του Καλέργκι) και στην οποία αναγνωρίζονται οι ρίζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον όπως εννοείται σήμερα, στηριγμένη επάνω στη γαλλογερμανική συμμαχία και τον αντίστοιχο άξονα.
Την ίδια περίοδο αμέσως μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ από τις ΗΠΑ δεν υπάρχουν γνωστές αντιδράσεις στα σχέδια και τη φιλολογία περί της ενωμένης Ευρώπης, ή της «Πανευρώπης», φαίνεται ότι στη νεαρή τότε ΕΣΣΔ παίρνουν στα σοβαρά όλες αυτές τις διεργασίες, που θα μπορούσαν δυνητικά να εξελιχθούν ως οιονεί απειλή για το νέο καθεστώς. Έτσι ο Λένιν αναφέρει:
«Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»
«…Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές»[5].
Και παρακάτω: «… το σύνθημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» δεν είναι σωστό από οικονομική άποψη. Είτε αυτό το σύνθημα είναι απραγματοποίητο στον καπιταλισμό (…). Είτε είναι ένα σύνθημα αντιδραστικό, που σημαίνει προσωρινή συμμαχία των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης (…) για την καταλήστευση…»[6].
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της σοβιετικής ηγεσίας μετά το θάνατο του Λένιν για το ζήτημα της ενωμένης Ευρώπης. Ο θεωρητικός Νικολάι Μπουχάριν χαρακτηρίζει (1926) την «Πανευρώπη» ως μία επιχείρηση ενταγμένη στην προσπάθεια της συνένωσης των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών «για τη συντριβή άλλων παγκόσμιων δυνάμεων», όπως ήταν ο σοσιαλισμός.
Δύο χρόνια αργότερα η Κομμουνιστική Διεθνής στο 6ο συνέδριό της, βλέπει την «Πανευρώπη» ως κίνημα από τη μια βέβαια ουτοπικό και απραγματοποίητο, από την άλλη όμως απολύτως αντιδραστικό, που η ενδεχόμενη υλοποίησή του θα σηματοδοτούσε τεράστιους κινδύνους για την ασφάλεια της ΕΣΣΔ.
Αντιλαμβανόμενοι οι κομμουνιστές της εποχής, αυτό που ο Ζ. Μονέ έλεγε, ότι δηλαδή η πολιτική δεν είναι μόνο η τέχνη του εφικτού, αλλά και η δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων, προκειμένου να προωθηθούν οι οραματικοί στόχοι που μέχρι στιγμής φάνταζαν ανέφικτοι, χαρακτήριζαν την περίοδο ως «εποχή μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού». Το Συνέδριο της Διεθνούς τότε θεώρησε ως βασική τάση της παγκόσμιας αστικής τάξης «την προετοιμασία του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ από τον αντεπαναστατικό συνασπισμό των ιμπεριαλιστών». Στην ίδια «γραμμή» αντέδρασε και η σοβιετική ηγεσία με τη δημοσιοποίηση του σχεδίου του Μπριάν. Θεωρήθηκε αυτό πάλι ως μέρος των ευρύτερων προσπαθειών για τη διοργάνωση κοινής επίθεσης της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης εναντίον του σοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με δημοκρατικά χαρακτηριστικά και με σκοπό την εμπέδωση της ειρήνης κερδίζει έδαφος και μέσα στις τάξεις της αριστερής διανόησης στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Σε συνθήκες επιδείνωσης της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης, που οδήγησε στο κράχ του 1929 και των διεθνών και εσω-ευρωπαϊκών ανταγωνισμών άρχισε να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος η ιδέα μιας νέας οργάνωσης της ηπείρου μέσω της ενοποίησής της και της κατάργησης των εθνικών κρατών. Το 1929 (στη 10η συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών) αυτή η ιδέα θα συγκεκριμενοποιηθεί με τη γνωστή γαλλική πρόταση Μπριάν προς τα ευρωπαϊκά κράτη. Η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης έμπαινε σε μια νέα φάση.
4. Η Ευρώπη του 3ουΡάιχ
Είναι η φάση της ανόδου του ναζισμού και του φασισμού, που εξ αρχής υιοθετούν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση της «Αρίας» φυλής και του 3ου γερμανικού Ράιχ στην ίδια ακριβώς λογική του Καλέργκι, δηλαδή της δημιουργίας μιας ισχυρής υπερδύναμης και επικρατούσας τελικά επί των ανταγωνιστριών δυνάμεων από τη μια πλευρά της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ κι από την άλλη του καπιταλιστικού αγγλοσαξωνικού κόσμου (Αγγλία – ΗΠΑ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι σε θεωρητικό επίπεδο και σ’ αυτό της προπαγάνδας, ο εθνικοσοσιαλισμός θεωρεί εξ ίσου εχθρούς τον σοσιαλισμό (που εκφράζονταν τότε από την ΕΣΣΔ), και τον καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό (που εκφράζονταν με τη σειρά του κατά κύριο λόγο από το αγγλοσαξωνικό τόξο Αγγλίας – ΗΠΑ).
Χρήσιμο συμπέρασμα εδώ θα μπορούσε να είναι, ότι οι ιδεολογίες είναι κατά κανόνα ξένες προς τα υψηλά ιδανικά που υποτίθεται ότι υπηρετούν και τα οποία χρησιμοποιούν ως προπέτασμα. Αντίθετα, εκπορεύονται ακριβώς από τις τάσεις επικυριαρχίας και τα οικονομικά συμφέροντα, -που εκφράζονται ως εθνικά, ή ταξικά, είτε σε συνδυασμό-, τα οποία καλούνται εν τέλει να εξυπηρετήσουν, ανεξάρτητα αν επιφανειακά δείχνουν να τα αγνοούν. Οδηγούν έτσι -και παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις- σε απολυταρχικές δομές εξουσίας και εν τέλει στο να καταστήσουν τις κοινωνίες υποχείρια και να οδηγήσουν σε καταστροφές και στον πόλεμο…..
Με την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ο Χίτλερ και η Γερμανία έβαλαν αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο για μια ενωμένη Ευρώπη υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας, δια της επιβολής μέσω των όπλων και της ολοσχερούς καταστροφής κάθε αντιδρώντα σε αυτή την ενοποίηση. Ενδεχομένως και παρατηρώντας τις σημερινές εξελίξεις στην σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση, η μόνη διαφορά με τη χιτλερική Ευρώπη είναι οι μέθοδοι επιβολής και η χρήση της πολιτικής και της οικονομίας στη θέση των όπλων που απέτυχαν, οδηγώντας στον όλεθρο δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων και τελικά στην ήττα και την καταστροφή την ίδια τη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ η συμβολή στη σύλληψη της χιτλερικής ιδέας για ενωμένη Ευρώπη και κοινή αγορά του συνεργάτη του Χίτλερ οικονομολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης Λούντβιχ Έρχαρντ. Ο Έρχαρντ, που πίστευε ακράδαντα στη γερμανική νίκη, πρότεινε μια οικονομική ένωση στην Ευρώπη υπό την επικυριαρχία της Γερμανίας, ενώ πίστευε ταυτόχρονα στην εξισορρόπηση του πληθυσμού μεταξύ των διαφόρων φυλών, με μείωση του αριθμού των Σλάβων τους οποίους θεωρούσε υπεράριθμους, με την εφαρμογή μιας πολιτικής ανάλογης αυτής που εφάρμοσαν οι ευρωπαίοι έποικοι στους ιθαγενείς της Αμερικής! Το 1944 παρουσίασε ένα μνημόνιο για λογαριασμό της Ομάδας του Ράιχ για τη βιομηχανία με εκτιμήσεις και προτάσεις για την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο, όπου προέβλεπε τη δημιουργία κοινού νομίσματος για ολόκληρη την υπό το Ράιχ ενωμένη Ευρώπη.
Κατά παράδοξο, αλλά όχι ανεξήγητο τρόπο ο παλιός ναζί Έρχαρντ προσλήφθηκε ως σύμβουλος της αμερικανικής διοίκησης της Βαυαρίας και αργότερα έγινε υπουργός Οικονομικών του κρατιδίου. Στη συνέχεια το 1949 εξελέγη βουλευτής και προσχώρησε στην Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Διετέλεσε υπουργός οικονομικών επί Αντενάουερ, ενώ το 1963 εξελέγη καγκελάριος της Δ. Γερμανίας. Στη δεκαετία του 1950 υπήρξε από τους ένθερμους υποστηρικτές της ΕΟΚ και ένας από τους θεμελιωτές της.
Στις 21 Μαρτίου του 1943 ο υπουργός εξωτερικών του 3ου Ράιχ Ούλριχ Φρίντριχ Βίλλι Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ παρουσιάζει ολοκληρωμένο σχέδιο για τη Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία, όπου προέβλεπε εκτός των άλλων την κατάργηση των τελωνιακών φραγμών και τη δημιουργία της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Το 1943 επίσης, ο ναζί διπλωμάτης Ρένθε Φίνκ παρουσιάζει σχέδιο Συντάγματος για τη νέα Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, η οποία θα είχε ενιαίο νόμισμα μια κεντρική τράπεζα στο Βερολίνο, μια περιφερειακή αρχή και μια ενιαία πολιτική για το εργατικό δυναμικό και για τις οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες.
Τελευταία απόπειρα του ναζιστικού καθεστώτος στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η κατάθεση τον Σεπτέμβριο του 1944 του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Χάρτη», οι εξελίξεις όμως στον στρατιωτικό τομέα ήταν τέτοιες που κατέστησαν άκυρη και την τελευταία αυτή προσπάθεια.
Επίσης αξίζει εδώ, η αναφορά σε κείμενα και απόψεις που διατυπώθηκαν από επιφανή στελέχη του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος και πολλών συνεργατών τους την περίοδο πριν και κατά τον πόλεμο, που τόσο στη ρητορική, όσο και κυρίως στο περιεχόμενο και την ουσία τους, μοιάζουν σχεδόν ταυτόσημες με τις απόψεις των σύγχρονων υποστηρικτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σταχυολογούμε μερικά απολύτως ενδεικτικά αποσπάσματα, που πήραμε από πρόσφατο άρθρο του Δικηγόρου – συγγραφέα Νίκου Καραβέλου με τίτλο «Κίμβροι και Τεύτονες» και επίσης από άλλο άρθρο του Ανδρέα Ζαφείρη «Δ’ ευρωατλαντικό Ράιχ», συγγραφέα του βιβλίου «Ναζισμός και ευρωπαϊκή ενοποίηση». Αποσπάσματα που όχι μόνο καταδεικνύουν την προέλευση και την πραγματική ταυτότητα του σύγχρονου εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και αποτελούν μια σαφή πυξίδα για το τι μέλει γενέσθαι, στην περίπτωση που το απολυταρχικό αυτό εγχείρημα ολοκληρωθεί και οι λαοί δεν το ανατρέψουν έγκαιρα:
1) «Οι Ευρωπαϊκοί λαοί αντιπροσωπεύουν μια οικογένεια. Δεν είναι πολύ ευφυές να φανταστούμε ότι σε ένα τόσο κατακερματισμένο κοινό χώρο, όπως αυτό της Ευρώπης, μια κοινότητα λαών μπορεί να διατηρεί επί μακρόν διαφορετικά νομικά συστήματα και αντιλήψεις δικαίου.» (Αδόλφος. Χίτλερ, 1936, ομιλία στο Ράιχσταγκ).
2) «Η νέα Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς της, θα βρει ταχέως ευημερία, όταν τα εθνικά σύνορα θα παραμεριστούν» (Άρθουρ Ζάις Ίνκαρτ, κατοχικός επίτροπος Ολλανδίας, 11.9.1940 – κρεμάστηκε στη Νυρεμβέργη).
3) «Η διαμόρφωση οικονομικών περιοχών (σημ. σ. σήμερα τις λένε Ε.Ο.Ζ.) ακολουθεί τον φυσικό νόμο της ανάπτυξης. Πρέπει να υποταγούν τα ίδια συμφέροντα σε αυτά της ευρωπαϊκής κοινότητας» (Βάλτερ Φουνκ, Υπουργός Οικονομικών Γερμανίας, 1942, -κρεμάστηκε στη Νυρεμβέργη).
4) «Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, κάτω από τη γερμανική ηγεσία, θα απαιτήσει μια λύση για τα ακόλουθα προβλήματα:
4.1. Τα νομίσματα της κεντρικής Ευρώπης πρέπει να ενταχθούν σε μια ενιαία βάση, με την καθιέρωση ενός σταθερού συντελεστή ανταλλαγής μεταξύ αυτών των χωρών και του Reichmark. …4.2. Η νομισματική ζώνη του Μάρκου (Reichsmark) πρέπει να αυξηθεί. (…)4.3.Το επίπεδο των τιμών θα πρέπει να προσαρμοστεί με εκείνο της Γερμανίας. Αλλά σε μια νομισματική ένωση, αυτό θα επιφέρει μια σταδιακή ισοπέδωση του βιοτικού επιπέδου, που ακόμη και στο μέλλον δεν θα πρέπει και δε μπορεί να είναι το ίδιο για όλες τις χώρες που συνδέονται με το ευρωπαϊκό σύστημα εκκαθάρισης (…)» (του ιδίου).
5) «Πρέπει να δημιουργήσουμε μια Ευρώπη με αλληλεγγύη, μια συμπαγή ενότητα. Έτσι θα γίνει πλουσιότερη, ισχυρότερη και πιο πολιτισμένη» (Βίντκουν Κούισλινκ, 25.11.1942 -«Η Νορβηγία και οι γερμανικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη»- είναι ο άνθρωπος που έδωσε το όνομά του σε όλους τους προδότες).
6) «Ζούμε σε μια ιστορική εποχή, στην οποία οι παγκόσμιες δυνάμεις έχουν τεθεί σε μια σύγκρουση μεταξύ τους. Η Ευρώπη πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις της…, αν δεν θέλει να γίνει κομμάτια σε αυτή τη σύγκρουση. Η Ευρώπη μπορεί να ενωθεί μόνο υπό την προστασία μιας ηγετικής δύναμης» (του ιδίου).
7) «Για τους ανθρώπους του Άξονος το σύμπαν είναι πολύ μεγάλο και το έθνος πολύ μικρό. Ο κόσμος των εθνών πρέπει να χωριστεί σε ζωτικές περιοχές» (Φρανσίς Ντελαιζί, Γάλλος οικονομολόγος του προδοτικού Βισύ, 1942 στο βιβλίο του «Η ευρωπαϊκή επανάσταση»).
8) «Ηγεσία (στην Ευρώπη) δεν σημαίνει κυριαρχία, αλλά εξωτερική προστασία και εσωτερική λογοδοσία…Η ιδέα της ηγεσίας…, είναι η άρνηση των ιμπεριαλιστικών μεθόδων μιας άλλης εποχής: σημαίνει την αναγνώριση της συνεργασίας, την αυτοπεποίθηση και την ανεξαρτησία από τα μικρότερα κράτη για την αντιμετώπιση των νέων κοινών προβλημάτων.» (Γιόζεφ Γκαίμπελς)
9) «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι όπως ακριβώς σήμερα χαμογελάμε όταν κοιτάζουμε πίσω τους τοπικιστικούς καυγάδες που χώριζαν τους γερμανικούς λαούς τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 του περασμένου αιώνα, έτσι και σε πενήντα χρόνια οι μελλοντικές γενιές δεν θα διασκεδάζουν λιγότερο με τις πολιτικές διαμάχες που υπάρχουν τώρα στην Ευρώπη. Οι «δραματικές εθνικές συγκρούσεις» πολλών μικρών ευρωπαϊκών κρατών δεν θα τους φαίνονται τίποτε περισσότερο από οικογενειακοί καυγάδες. Είμαι πεπεισμένος ότι σε πενήντα χρόνια οι άνθρωποι δεν θα σκέφτονται πλέον με όρους χωρών – πολλά από τα σημερινά προβλήματα θα έχουν περάσει στην αφάνεια και θα έχουν απομείνει ελάχιστα από αυτά… Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να πιστέψετε πως όταν εμείς οι Γερμανοί εγκαθιδρύσουμε μια ορισμένη τάξη στην Ευρώπη θα το κάνουμε με σκοπό να καταπνίξουμε τους επιμέρους λαούς» (του ιδίου ως ανωτέρω)
10) «Οι ευρωπαϊκές χώρες μέσα στην γερμανική σφαίρα επιρροής χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις χώρες με παρόμοια επίπεδο μισθών και ημερομισθίων, φόρων και επίπεδο του εισοδήματος με τη δική μας: π.χ. Δανία, την Ολλανδία. Οι νοτιοανατολικές χώρες αποτελούν τη δεύτερη ομάδα. Οι πρώτες μπορούν να οργανωθούν παρόμοια με μας και να αντιμετωπίζονται πιο γενναιόδωρα στο θέμα των πληρωμών, ενώ οι υπόλοιπες είναι πολύ διαφορετικές από εμάς και οι πληρωμές και η νομισματική ένωση πρέπει να εξεταστούν». (Μελέτη για «Θέματα που συνδέονται με την οργάνωση του Μεγάλου ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου υπό γερμανική ηγεσία» – Ιούλιος 1942)11) «Αν θέλουμε να οδηγήσουμε την ευρωπαϊκή ήπειρο οικονομικά, όπως είναι απολύτως αναγκαίο… πρέπει να μη δηλώνουμε δημοσίως ως «γερμανική» την οικονομική ενότητα, για προφανείς λόγους. Πρέπει να μιλάμε μόνο για την Ευρώπη, γιατί η ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη είναι αυταπόδεικτη από την πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και τεχνική υπεροχή της και τη γεωγραφική της θέση. Επίσης, με τη βοήθεια του οικονομικού μας συστήματος, …πρέπει επιδέξια να επιβάλλουμε το Μάρκο στον τομέα του εμπορίου ως κύριο νόμισμα».(«Ευρωπαϊκός χάρτης» Βέρνερ Ντάιτς,- Επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικού Εμπορίου).
12) «Το όραμα της ευρωπαϊκής κοινότητας. Αυτός είναι ο μεγάλος στόχος που θέτουμε για τα ευρωπαϊκά έθνη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εθελοντική συνεργασία των ανεξάρτητων κρατών, αποδεχόμενων φυσικά την πολιτική ηγεσία ενός μόνο έθνους… η περιφερειακή συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών και η οργανική ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεών τους θα προετοιμάσει και θα ενισχύσει,μέσα από τα σύγχρονα εργαλεία δημοσιονομικής εξυγίανσης, την ευρωπαϊκή οικονομική τάξη και την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση…». (Χάινριχ Χούνκ – σύμβουλος της οικονομικής επιτροπής του ναζιστικού κόμματος και πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανίας και Εμπορίου του Βερολίνου).
13) «Χάρη στη σχεδιαζόμενη οικονομική συνεργασία όλοι οι οικονομικοί πόροι, θα χρησιμοποιηθούν στο έπακρο για να ικανοποιήσουν τις ζωτικές ανάγκες της ηπείρου. Σε μια κοινή προσπάθεια, οι καθυστερημένες οικονομίες θα αναπτυχθούν έτσι ώστε να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των πλατιών μαζών». (Κάρλ Μέγκερλε – Υπουργείο Προπαγάνδας, «Γραμμές για την Ευρώπη σε ένα μνημόνιο»)
5. Κάθε ομοιότητα με το σήμερα μόνο τυχαία δεν είναι…..
Σε καμιά περίπτωση η παράθεση των παραπάνω αποσπασμάτων δεν γίνεται προκειμένου να αποδειχθεί μόνο από αυτά, ότι το σημερινό ευρωπαϊκό εγχείρημα αποτελεί συνωμοσία για επιβολή του ναζιστικού σχεδιασμού. Αποτελούν όμως -τα αποσπάσματα αυτά- μια πρώτη σαφή ένδειξη, που όλους θα πρέπει να προβληματίσει, ενώ οι αποδείξεις για το που οδηγεί το όλο εγχείρημα παρέχονται -και μάλιστα αφειδώς- από την ίδια τη διάρθρωση και τις πολιτικές που ακολουθεί σήμερα η Ε.Ε. σε βάρος των λιγότερο ισχυρών κρατών και λαών, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο η δημοκρατία στην Ευρώπη στις μέρες μας, να φαντάζει ως μια θλιβερή καρικατούρα, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, που αξίζει η αναπόλησή της.
Παρά τα φληναφήματα που συναντά κανείς παντού στα συστημικά μέσα ενημέρωσης και τις επίμονες δηλώσεις αξιωματούχων περί της Ευρώπης της ισότητας, του κοινωνικού κράτους, της ειρήνης, της δημοκρατίας και του πολιτισμού, που αξίζει ένας λαός να θυσιάσει την ανεξαρτησία του, προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτή την κοσμογονία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπήρξαν και υπάρχουν φωνές που αμφισβητούν σοβαρά τη δημοκρατική συγκρότηση της Ε.Ε., μολονότι πνίγονται και χάνονται τεχνηέντως από κάθε δημόσια εμφάνιση. Αρκεί να θυμηθούμε -στα καθ’ ημάς- και τη φωνή του -πρωθυπουργού τότε- Ανδρέα Παπανδρέου στην συγκλονιστικότερη διαπίστωσή του μετά τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στις Κάνες το 1995 (συνέντευξη του Α.Π. στις 26 Ιουνίου 1995). Και μόνο οι δραματικοί τόνοι που χρησιμοποίησε και η τρεμάμενη σχεδόν φωνή του, καθώς και η έκφραση του προσώπου του, όταν έδινε τη συνέντευξη, θα αρκούσε για να ανοίξει αμέσως τουλάχιστον η συζήτηση για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας και τη συμμετοχή της στην λεγόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Είχε δηλώσει ακριβώς:
«Τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνά; Τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς οι κυβερνήσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις;» Στο ρητορικό αυτό ερώτημα του, έδωσε αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Βαδίζουμε προς μια σμίκρυνση των δυνάμεων του έθνους ως έννοιας, προς τη δημιουργία σφαιρών επιρροής ανάμεσα στους μεγάλους.» Και συνέχισε λέγοντας: «Να αφήσουμε τα μεγάλα λόγια και τις γυμνασιακές ομιλίες περί των προσόντων και μη της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το Διευθυντήριο της ΕΕ».
«Τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνά; Τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς οι κυβερνήσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις;» Στο ρητορικό αυτό ερώτημα του, έδωσε αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Βαδίζουμε προς μια σμίκρυνση των δυνάμεων του έθνους ως έννοιας, προς τη δημιουργία σφαιρών επιρροής ανάμεσα στους μεγάλους.» Και συνέχισε λέγοντας: «Να αφήσουμε τα μεγάλα λόγια και τις γυμνασιακές ομιλίες περί των προσόντων και μη της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το Διευθυντήριο της ΕΕ».
Το συμπέρασμά του ήταν καταλυτικό: «Βαδίζουμε προς μια Ευρώπη που θα είναι δημοκρατική τύποις, αλλά που οι μεγάλες αποφάσεις θα παίρνονται από ένα triumviratum (τριανδρία) ηγετών της Ευρώπης… Βρίσκω ότι πάμε σε ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στον βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στον βωμό των συμφερόντων. Των συμφερόντων, ρητά!».
Μολονότι αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με αδιαμφισβήτητη όμως, πολιτική οξυδέρκεια και αναλυτική δεινότητα, ο πολύπειρος Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν ένας τυχαίος πολιτικός, που θα εκστόμιζε τέτοιο καταγγελτικό λόγο, χωρίς να είναι απολύτως πεισμένος για την πορεία των πραγμάτων, τρομαγμένος κι ο ίδιος γι’ αυτό που αντιμετώπισε στα ενδότερα της Συνόδου, ενώ δεν ήταν καθόλου ανυποψίαστος ήδη από πολύ καιρό πριν, για τα τεκταινόμενα. Μια πορεία που περιέγραψε λιτά και με αυτόν τον έντονα δραματικό τρόπο, δηλαδή για την ύπαρξη σχεδίου για εγκαθίδρυση τη νέας απολυταρχίας, στη βάση του οποίου χτίστηκε το όλο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μιλώντας για το ότι τα πάντα θυσιάζονται στο βωμό των συμφερόντων και μάλιστα ρητά. Και προφανώς όλοι καταλαβαίνουν ποια συμφέροντα εννοούσε….
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά, ότι ανέκαθεν σε πολιτικοοικονομικές ενώσεις και ειδικότερα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αναπτύσσονται ισχυρές σχέσεις εκμετάλλευσης, παρά τους συνήθεις περί του αντιθέτου ισχυρισμούς. Δεν φαντάζονταν όμως την ένταση και τη μεθόδευση με βάση οργανωμένο σχέδιο της επιβολής αυτών των σχέσεων εκμετάλλευσης και τη σταδιακή δημιουργία μιας νέας ακαταμάχητης απολυταρχίας στο πλαίσιο της Ε.Ε. με βάση αυτόν τον σχεδιασμό. Αυτό ήταν που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και τον οδήγησε στη δημόσια καταγγελία της ύπαρξης διευθυντηρίου και σχεδίου «μηδενοποίησης» των εθνικών κυβερνήσεων.
Συνήθως, αυτές οι σχέσεις εκμετάλλευσης στηρίζονται, αφ’ ενός μεν στην οικονομική επικυριαρχία, αφ’ ετέρου δε στην πολιτική ανισοτιμία και την υποτέλεια. Τόσο η οικονομική επικυριαρχία, όσο και η πολιτική ανισοτιμία οδηγούν σε απομείωση έως εξαφάνιση την εθνική κυριαρχία των ασθενέστερων συμβαλλομένων χωρών και οδηγούν στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των λαών αυτών των χωρών και τη μεταφορά κοινωνικού πλούτου στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες.
Υποτίθεται ότι η Ε.Ε. «χτίστηκε» στη βάση της ισοτιμίας και της σταδιακής σύγκλισης των διαφορετικών επιπέδων κοινωνικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης των επί μέρους χωρών – ψηφίδων του μωσαϊκού που αποτελεί ο ευρύτερος χώρος της Ε.Ε.. Κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε συστηματική μεταφορά πόρων από τις περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές, στις λιγότερο και ταυτόχρονα την προστασία και την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των πιο αδύναμων χωρών. Ουσιαστικά προκειμένου να επιτευχθεί η υποσχόμενη σύγκλιση και η εξισορρόπηση σε ένα υψηλό επίπεδο του συνόλου των επί μέρους χωρών, θα έπρεπε οι ισχυρότερες χώρες να δεχθούν, και μάλιστα για πολύ μεγάλη περίοδο πολλών δεκαετιών, την απεμπόληση δικών τους ζωτικών συμφερόντων, μείωσης της δικής τους οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης, προς όφελος των πλέον αδυνάμων και καθυστερημένων κρατών – μελών της ένωσης, ή σε κάθε περίπτωση, άρνησης χρήσης των δικών τους πλεονεκτημάτων για ενίσχυση της θέσης τους, εντός ενός κόσμου πράγματι αγγελικά πλασμένου. Αυτό όμως θα αποτελούσε κάτι σαν την επιδίωξη να καταργηθεί ο νόμος της βαρύτητας. Κι όπως συμβαίνει συνήθως, οι φυσικοί νόμοι «εκδικούνται» τους αιθεροβάμονες…..
Στην πράξη συμβαίνει αυτό που περιέγραφε ο Λένιν, ότι δηλαδή το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει μεγαλύτερο όφελος από μορφές εκμετάλλευσης που συνδέονται «με την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας των χωρών»[7], είτε αυτές βρίσκονται σε αποικιοκρατικό καθεστώς, ή αποτελούν στρατιωτικές κατακτήσεις, είτε όντας τυπικά ανεξάρτητες συμμετέχουν σε ενώσεις και συμμαχίες με ισχυρότερες χώρες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γεγονός ότι στις ιδρυτικές συνθήκες της ένωσης περιγράφονται αναλυτικά οι κοινοί σκοποί και στόχοι των κρατών – μελών της με αρκετή δόση υπερεκτίμησής τους επενδυμένη με μεγάλα λόγια, δεν αποτρέπει την ισχύ του νόμου της «ανισόμετρης ανάπτυξης» στο εσωτερικό της ένωσης. Ακόμα και ανάμεσα στα πιο ισχυρά κράτη – μέλη αναπτύσσονται οξύτατοι ανταγωνισμοί και βαθαίνουν οι σχέσεις ανισοτιμίας σε βάρος των λιγότερο ισχυρών. Το «δίκαιο» του ισχυρότερου υπερισχύει και επιβάλει την επικυριαρχία του και αυτό αποδεικνύεται από την καθημερινή πραγματικότητα, με την κυριαρχία του γαλλογερμανικού άξονα να είναι καταθλιπτική. Όμως και μεταξύ του δίδυμου των ισχυρών, με την Γαλλία καθηλωμένη για χρόνια σε στασιμότητα, η Γερμανία αποκτά όλο και μεγαλύτερη ισχύ και τελικά επικρατεί κάνοντας προς τον δεύτερο εταίρο της μόνο μικρές παραχωρήσεις μικρού κόστους για τις μεσομακροπρόθεσμες βλέψεις και επιδιώξεις της. Το 4ο Ράιχ, αν και υπό διαμόρφωση ακόμα είναι πια χειροπιαστή πραγματικότητα.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα και τις άλλες αδύναμες χώρες, η οικονομική κρίση μετά το 2008 ανέδειξε επίσης με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το γεγονός ότι μόνο ποιοτική αναβάθμιση και καθολικοποίηση της εξάρτησης και της υποτέλειας σήμανε η ένταξη τους στην Ε.Ε., με μηδαμινά οφέλη για την μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών τους. Ο ανταγωνισμός, μεταξύ κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας και των αντίστοιχων πολυεθνικών τους, για την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου πλούτου της χώρας μας, αποτυπώνεται ανάγλυφα και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο από τις ίδιες τις εξελίξεις.
Όπως αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του ο Δημήτρης Καλτσώνης με τίτλο «Ευρωπαϊκή ένωση και εθνική – πολιτική κυριαρχία. Η επικαιρότητα της λενινιστικής προσέγγισης», δημοσιευμένο στον ιστότοπο του συλλόγου «Γ. Κορδάτος», «…..η ειδική μορφή με την οποία πραγματοποιείται η οικονομική εκμετάλλευση και η απώλεια της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας των λαών των ασθενέστερων κρατών της ΕΕ είναι η τυπική ισοτιμία των κρατών μελών και η «εθελοντική» προσχώρησή τους στην ΕΕ.
Η εκμετάλλευση των λαών των πλέον αδύναμων οικονομιών της ΕΕ επιτυγχάνεται καταρχήν μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο τυπικής ισοτιμίας[8].
H αρχή της ομοφωνίας στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και όχι μόνο) αποτελούσε το εχέγγυο της τήρησης της τυπικής ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη μέλη. Είναι περισσότερο από εύλογο ότι πίσω από αυτή την τυπική ισοτιμία το ειδικό οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό βάρος κάθε κράτους είναι διαφορετικό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά πολλές φορές και ποιοτικά. Έτσι, ακόμη και σε συνθήκες τυπικής ισοτιμίας ο ισχυρός εξασφαλίζει την επιβολή της θέλησής του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που σημάδεψε τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία είναι η επιβολή από τη Γερμανία της αναγνώρισης από την ΕΕ της ανεξαρτησίας της Κροατίας κατόπιν αφόρητων πιέσεων και εκβιασμών[9].
Ανάλογα παραδείγματα μπορούν να αντληθούν άφθονα από τη σημερινή συγκυρία, τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης και την επιβολή των επιδιώξεων της Γερμανίας και της Γαλλίας δευτερευόντως.
Η κυρίαρχη θέση των ισχυρών κρατών εκφράστηκε στη συνέχεια και θεσμικά με την παραβίαση της τυπικής ισοτιμίας στο πλαίσιο των οργάνων της ΕΕ. Η κάμψη της ομοφωνίας και του δικαιώματος του veto αποτελούν τη νομική – θεσμική αντανάκλαση της διαδικασίας περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου των ισχυρών κρατών σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων και των ασθενέστερων. Οι ισχύοντες, αλλά ιδίως οι υπό διαμόρφωση, θεσμοί οικονομικής επιτήρησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών της ΕΕ πραγματοποιούν και άλλα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση….».
Αλλά ας δούμε την πορεία που ακολούθησε αυτή η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από το τέλος του μεγάλου πολέμου μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου