Σεράνο – β’
vi.
Η Ελένη, όσο ξαφνικά την άρχισε, άλλο τόσο ξαφνικά παράτησε την πόζα μπροστά στον καθρέφτη. Μ’ ευκινησία όντως δυό δεκαετιών νεώτερης γυναίκας, μετακινήθηκε προς το βάθος του δωματίου, όπου βρισκότανε μόνιμα σταθμευμένο ένα μπαούλο. Το άνοιξε, κι έβγαλε από μέσα δυό μαξιλάρια καρέκλας.
«- Σε παρακαλώ, βγες στον πίσω κήπο καί πήγαινε βάλε τα σε κάτι μεταλλικά σκαμνάκια, που θα βρείς δίπλα στο τραπέζι, στο τέλος του πλακόστρωτου. Κάτσε εκεί καί περίμενέ με, να φτιάξω τους καφέδες μας!», του χαμογέλασε ξανά ύστερ’ από ώρα. Τού ‘χωσε τα μαξιλάρια στην αγκαλιά του με τελεσιδικία εντολής.
«- Έτσι; γυμνός;», απόρησε γιά πολλοστή φορά. «Όχι ότι ντρέπομαι, αλλά δεν αισθάνομαι καί πολύ άνετα, ξέρεις! Καί συγνώμη, που δεν σου το είπα νωρίτερα!»
«- Έτσι ακριβώς, Παναγιώτη!», του απάντησε. «Δεν θα ντυθείς, αν δεν σου πω! Κι εγώ γυμνή θα σερβίρω τους καφέδες μας. Άλλως τε, δεν θα μας δεί κανείς εκεί. Πήγαινε σε παρακαλώ, καί μην καθυστερείς!»
«- Γιατ…»
«- Μή ρωτάς! Όλα στην ώρα τους!»
Ο Παναγιώτης συγκατένευσε. Γνώριζε απέξω την ανατομία του σπιτιού καί των χώρων του. Αυτό δεν ήταν ψέμμα, το ήξερε καλά από τα παιδικά τους καλοκαίρια ότι ο πίσω κήπος ήταν καταφύγιο. Λόγος καθησυχαστικός γιά τα υπόλοιπα παράξενα που πνίγαν τον νού του· ότ’ είχαν μιά καλή αιτία όλα τους, που θα τη μάθαινε με την ώρα της.
Μπήκαν μαζί στην κουζίνα, κι η γυναίκα ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα, που έβγαζε στον κήπο. Παραμέρισε να περάσει ο Παναγιώτης. «- Κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ! Μην καθυστερείς!»
«- Πάω! Κι εσύ;»
«- Φτιάχνω τους καφέδες μας κι έρχομαι. Δεν αργώ!»
«- Να σε βοηθήσω σε κάτι;»
«- Όχι! Μονάχα να πας στον κήπο όσο μπορείς πιό γρήγορα! Αυτή τη βοήθεια θέλω!»
«- Αυτό μόνον;»
«- Αυτό!»
Ο άντρας έφτασε στο τραπεζάκι της πίσω αυλής, έφερε σε κάθετη θέση τα γερτά στο τραπέζι σκαμνάκια, καί τοποθέτησε απάνω τους τα μαξιλάρια.
Όμως, δεν πρόλαβε καλά-καλά να καθίσει, όταν άκουσε τον ήχο της κλειδαριάς, που κλείδωνε την πόρτα της κουζίνας. Αυτήν, απ’ όπου βγήκε μόλις πριν λίγο.
Δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο· η τόσο περίπλοκη κατάσταση τον τίναξε. Παραπήγαινε αυτό! «- Τί διάολο;!», μουρμούρισε.
Κι αν η γυναίκα αυτή ήταν όντως τρελλή… κι αυτός βρέθηκε μπλεγμένος σε δίχτυα ανεξέλεγκτα; Καθόλου δεν του άρεσε να περιμένει γυμνός κι αδρανής σε μιά πίσω αυλή ενός ερημικού σπιτιού, με τα ρούχα του καί τα πράγματά του -χέσε τα χρήματα, η ταυτότητά του καί τα κλειδιά του ήταν τα σημαντικά- κλειδωμένα μέσα στο σπίτι, έρμαια στα χέρια μιάς τρελλής. Σα να μην έφταναν αυτά, στον θυμό της στιγμής ερχόταν φουριόζος να κάνει παρέα κι ο πρωϊνός. Τελικά, έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως όλες ίδιες είναι!
Αλλά οι φιλοσοφήσεις δε ‘φελούσαν σε τίποτε τώρα. Κι αν η τρελλή είχε κρυμμένη καί καμιά καραμπίνα;… Τελείως σκατά, σου λέω! Πώς έμπλεξα έτσι, απ’ τη μιά μέγαιρα στην άλλη; Τόσο ηλίθιος είμαι, πανάθεμά με;
Αρνητισμός!… αρνητισμός κάργα. Συσσωρευμένος. Είναι να μην τα φέρει η κακιά στιγμή. Διότι δεν φείδεται, η ρουφιάνα, της ποσότητας συμφορών που μοιράζει.
Έκανε, όμως (παρά την ταραχή του), καί μερικές λογικές σκέψεις… Ότι η Ελένη δεν έφυγε μετά το κλείδωμα της κουζίνας. Ότι, κι αν δοκίμαζε να φύγει απ’ τη μπροστινή πόρτα (ή πηδώντας απ’ το παράθυρο – οι τρελλοί έχουν τον δικό τους τρόπο σκέψης, βλέπεις), θα την προλάβαινε καί θα την πλάκωνε στο ξύλο. Ότι, αν ήθελε να του κάνει κακό, θα του είχε ήδη κάνει. Στο κάτω-κάτω, αν είχε βάλει δηλητήριο στον καφέ του (γιά ποιά αιτία; τρέχα γύρευε με την τρελλή!…), θα έβαζε αυτήν να τον πιεί. Θα την έβαζε να τους πιεί καί τους δυό! Ή θα τον έχυνε. Ή θα τους έχυνε αμφότερους καί τους δύο… όπως είχε διατυπώσει τον δυϊκό αριθμό κάποτε ένας αγράμματος –αλλά κονομημένος– πελάτης του, γιά να του φτιάξει με ακριβώς την ίδια διαρρύθμιση τους δύο ορόφους του σπιτιού του.
Σε τελευταία ανάλυση, θα προλάβαινε τα πάντα, αν ορμούσε κι έσπαζε την πόρτα. Μπορούσε να το κάνει! Ήταν μέσα στις δυνατότητές του, αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο.
vii.
Η ευχάριστη μυρωδιά του καφέ, που δραπέτευσε απ’ το παράθυρο της κουζίνας κι έβαλε σε πειρασμό τη μύτη του, αντάμα με τους ήχους πού ‘βγαζαν τα κουζινικά τσουμπλέκια, κατάφεραν να προσγειώσουν πάλι το έρμο το μυαλό του στο αεροδρόμιο της λογικής. Στο καπάκι, τσίκ!, ξεκλείδωσε κι η κουζινόπορτα. Καί νά ‘τηνε, ξεπρόβαλε στο κεφαλόσκαλο η Ελένη ολόγυμνη κι ολόμορφη, κρατώντας τον δίσκο με τους καφέδες καί τα νερά. Με ικανές κινήσεις έφερε το κλειδί της πόρτας απ’ την έξω πλευρά, έκλεισε την πόρτα με το πόδι της, καί περπάτησε επιδέξια προς το μέρος του, μή χύνοντας ούτε σταγόνα καφέδων τε νερών τε.
Τον πλησίασε, κι απίθωσε προσεκτικά τον δίσκο στο τραπέζι. Του χαμογέλασε εγκάρδια του ταραγμένου κι αμήχανου Παναγιώτη. Της χαμογέλασε κι αυτός· καί το χαμόγελό του πλάτυνε, όταν είδε -εκτός των άλλων, καί- δυό σοκολάτες απάνω στον δίσκο, να περιμένουν στωϊκά τη μοίρα τους.
«- Σεράνο, έ; Όπως τότε που ήμασταν πιτσιρίκια!…», σχολίασε, με δυσκολία συγκρατώντας τα σάλια του.
«- Ναί!»
«- Δεν τις ξέχασες όλ’ αυτά τα χρόνια;»
«- Καθόλου! Τί λες;! Να ξεχάσω τις αγαπημένες μου σοκολάτες; Ακόμη κι εκεί που ήμουν, πάντα έλεγα σ’ όποιον έκανε ταξίδι στην πατρίδα να μου φέρει μερικές!», αποκρίθηκε σχίζοντας το περιτύλιγμα της μιάς. Κάθησε στο ελεύθερο σκαμνί καί του πρόσφερε την άλλη. «Άσε που καί τώρα πάντα παραγγέλνω στην κυρα-Γεωργία να μου βάλει μερικές στο ψυγείο, πριν έρθω σ’ αυτό εδώ το σπίτι! Γι’ αυτό είχα να σου σερβίρω, επειδή πάντα προνοώ να υπάρχουν διαθέσιμες!», κατέληξε.
Ο άντρας κοίταξε τη σοκολάτα γιά λίγο, πριν σχίσει κι αυτός το περιτύλιγμά της. «- Η μόνη σταθερή αξία σ’ όσα παλαβά έζησα… ζούμε (διόρθωσε) εδώ καί λίγες ώρες!», είπε φιλοσοφικά. «Ποιός θα τό ‘λεγε ότι σ’ έναν ταραγμένο κόσμο η σταθερή αξία θά ‘ταν μιά σοκολάτα;!…», αστειεύτηκε. «Αλήθεια, μπορείς να μου εξηγήσεις τί ακριβώς περνάμ’ εδώ καί λίγες ώρες, επειδή ακόμη δεν τό ‘πιασα;»
«- Πφφφ!!! Άντρες!…», έκανε η γυναίκα υποτιμητικά. «Φάε, όμως, τη σοκολάτα σου, σαν καλό παιδί, πιές καί τον καφέ σου, καί θα σου πω.», του είπε δήθεν δασκαλευτικά. «Μή νομίζεις, ούτ’ εγώ κατάλαβα την απόλυτη αλήθεια, αλλά τουλάχιστον έκανα φιλότιμη προσπάθεια.»
«- Την αλήθεια, που είναι ολόγυμνη, σαν εσένα!» Έγειρε λίγο στο πλάϊ, να συμπεριλάβει καί τα πόδια της σ’ αυτό που έβλεπε. «Κουκλάρα είσαι, μωρέ!», την επαίνεσε ακόμη μία φορά.
Του χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι αυτός στον εαυτό του, από μέσα του· μιά που η λογική ικανότητα του Παναγιώτη μάλλον είχε ξαναπιάσει δουλειά. Γιά πρώτη φορά παρατήρησε ότι όλο αυτό το διάστημα η Ελένη ήταν πολύ άνετη με τη γύμνια της.
«- Αλλά, μ’ όλο τον σεβασμό, νομίζω ότι κατάλαβα περισσότερα από σένα!», είπε η Ελένη.
«- Πού το ξέρεις;»
«- Απ’ τη χαζή έκφραση που είχε η φάτσα σου, μέχρι που ήρθαμε εδώ στην αυλή!»
Ο άντρας χαμογέλασε ξανά.
«- Δε θέλω να σε προσβάλω, πάντα ήσουν έξυπνος. Έτσι σε θυμάμαι! Δεν ξέρω αν στο μεταξύ σου συνέβη κάτι άσχημο, ώστε να μειωθεί η νοημοσύνη σου σε ανυπόφορο βαθμό,…» (εδώ ο Παναγιώτης έκανε μιά κωμικοτραγική γκριμάτσα -μετά χειρονομίας- «άσε, συνέβη…»), «…αν καί δεν το νομίζω. Διαπίστωσα πως καλά πάς από μυαλά!», τον πείραξε.
«- Καί τότε, γιατί δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μιά τάξη;»
«- Θα σου πω, όταν τελειώσουμε τα καφεδάκια μας. Τουλάχιστον, θα σου πω όσα ανακάλυψα εγώ.»
«- Το βρήκα! Εσύ μ’ αναστατώνεις!», της ανακοίνωσε θριαμβευτικά· όμως, απλά γιά νά ‘χει κάτι να πεί. Όσα έζησε σήμερα, όλ’ αυτά τα ερεθίσματα που έβραζαν μαζί στη χύτρα του παραλόγου, παραήταν επικίνδυνο μείγμα γιά την πνευματική του υγεία. Καί νά ‘τον, τώρα, μετά από πάλη έως θανάτου με την πρώην του σύζυγο καί τον δικηγόρο της, μετά από φαγητό στο μαγαζί ενός φιλοπερίεργου ταβερνιάρη, να κάθεται γυμνός σε μιά ξένη αυλή, να μασουλάει μιά σοκολάτα, καί να περιμένει σαν παιδάκι ν’ ακούσει την αφήγηση της επίσης γυμνής σπιτονοικοκυράς… που ξανάνοιωσε είκοσι χρόνια. Που ξανάνοιωσε μαζί του δυό δεκαετίες. Καί που είχε να τη δεί άλλες τεσσεράμιση.
Όχι, όχι, όχι!!! Δεν συνέβαιναν αυτά σε λογικούς ανθρώπους. Δεν θα μπορούσαν να συμβαίνουν. Αποκλείεται – ρητώς καί διά ροπάλου, σου λέω! Κοιμισμένος ήταν όλη αυτή την ώρα, όλο το βράδυ, κι έβλεπε παλαβά όνειρα. Κι αφού ξημέρωνε, θα ξύπναγε – όπως έκανε κάθε μέρα· καί θα πήγαινε γιά κατούρημα, πριν πλύνει δόντια καί ντυθεί. Αλλά -φεύ!- ήταν ήδη ξυπνητός. Άρα, όντως στον ταραγμένο κόσμο μας οι σταθερές αξίες αντιπροσωπεύονται από πράγματα τετριμμένα, όπως οι σοκολάτες καί τα τσίσια. Εντελώς σουρρεάλ! Αλλά, ισχύει.
Ούτ’ η Ελένη, όμως, ήταν όνειρο. Η γυμνή σαραντάρα …κοντά τριανταπεντάρα, που καθόταν απέναντί του, διεκδικούσε -καί κέρδιζε- την υπόσταση της πραγματικής πραγματικότητας. Αυτής, που έχει τις ισχυρώτερες μαθηματικές εξισώσεις με το μέρος της – καταπώς λεν κι οι επιστήμονες. Μιά που όλα όσα αισθανόμαστε καί συναισθανόμαστε είναι -στο κάτω της γραφής- σύνολα εξισώσεων… πανάθεμα τον πατέρα αυτουνού του μισότρελλου, που εφηύρε τη μοντέρνα Φυσική, κι εκτέλεσε τον ρομαντισμό στα έξι μέτρα! Λες καί δεν είχε καλύτερη δουλειά να κάνει.
Η γυναίκα ήπιε την πρώτη γουλιά του καφέ της, καί τη μιμήθηκε.
«- Μμμμ!!!… Γειά στα χέρια σου! Πολύ καλός! Πάντα νά ‘μαστε καλά, ν’ ανταμώνουμε ευχάριστα!», αναφώνησε πραγματικά χαρούμενος, υψώνοντας το γεμάτο νεροπότηρο σε πρόποση. «Καί χωρίς τα ρούχα μας!», ήθελε πολύ να προσθέσει· αλλά η περιέργεια να ξεμπλοκάρει επιτέλους το μυαλό του, συνέχιζε να υπερισχύει κάθε πιθανής σωματικής του επιθυμίας.
Περίεργο κι αυτό!… Ακόμη ένα από τα σημερινά παράξενα που του συνέβαιναν. Αλλ’ αυτά ακριβώς συνέβαιναν, παράξενα-ξεπαράξενα.
viii.
Είχαν σχολάσει πρό πολλού τις σοκολάτες τους, αλλά δεν έδειξαν την αντίστοιχη υπομονή να τελειώσουν τους καφέδες τους.
«- …Λοιπόν, Ελένη;»
«- Τί ‘λοιπόν’;»
«- Τί μας συνέβη;»
«- Εσύ τί κατάλαβες πως μας συνέβη;»
«- Ξανανοιώσαμε!»
«- Ναί!… Συμφωνούμε απόλυτα εδώ. Πότε άρχισες να το καταλαβαίνεις;»
«- Όταν άρχισε να χάνεται η ουλή μου. Εσύ;»
«- Εγώ, αρκετά πιό πρίν. Όταν σηκώθηκα να πάω να φτιάξω τους καφέδες, κι είδα πως τα ρούχα μου έπλεαν επάνω μου. Αλήθεια, όμως… πώς καί δεν κατάλαβες ότι χαλάρωσαν καί τα δικά σου ρούχα;»
«- Μμμ… επειδή συνηθίζω να φοράω σφιχτή τη ζώνη του παντελονιού, υποθέτω.»
Η γυναίκα συγκατένευσε.
«- Η επόμενη κίνησή σου, όμως, ήταν να γδυθείς, καί να βάλεις καί μένα να γδυθώ. Γιατί;», συνέχισε ο Παναγιώτης.
«- Επειδή αντιλήφθηκα πως το φαινόμενο αυτό είχε σχέση μ’ ένα σύνολο από πράγματα. Κύρια καί δευτερεύοντα. Εμάς, το σπίτι, τις αναμνήσεις μας, τα ρούχα μας, τα έπιπλα,… ό,τι άλλο φανταστείς ως πιθανό. Ήθελα λοιπόν να ξεκαθαρίσω πού ακριβώς κρύβεται το αίτιο.»
«- Να το ξεκαθαρίσεις με το γδύσιμο;»
«- Ναί… καί μ’ αυτό. Απομονώνοντας έναν-έναν πιθανό παράγοντα. Με το γδύσιμο κατάλαβα πως το φαινόμενο ήταν ανεξάρτητο από τα ρούχα μας. Μετά, με το που έδιωξα εσένα στην αυλή, είδα πως το ξανάνιωμα σε μένα σταμάτησε.»
«- Καί γιατί κλείδωσες;»
«- Γιά να σ’ εμποδίσω, αν σου ερχόταν η διάθεση να ξαναμπείς στο σπίτι. Ήθελα να δω με την ησυχία μου τί θα γίνει, όταν δεν είμαστε μαζί.»
«- Μα, σίγουρα έχεις ήδη διαπιστώσει πως δεν σου συμβαίνει κάποιο βιολογικό ξανάνοιωμα, από τις άλλες φορές που ήρθες εδώ μόνη σου!»
Η γυναίκα τον κοίταξε με ελαφριά απορία.
«- Εννοώ ότι όλ’ αυτά τα χρόνια σίγουρα έκανες μπάνιο στη μπανιέρα του σπιτιού, κάποιες φορές. Καί φυσικά, όπως τώρα, ήσουνα γυμνή μέσα στη μπανιέρα.», συνεπέρανε ο άντρας.
«- Έχεις δίκιο!… Αυτό δεν το σκέφτηκα, όταν σ’ έβγαλα έξω απ’ το σπίτι γιά να μείνω μόνη. Αλλά, νά που ξεκαθαρίσαμε ότι το ξανάνοιωμα έρχεται μόνο με την ταυτόχρονη παρουσία μας – καί μάλιστα, στο εσωτερικό του σπιτιού!»
Ο Παναγιώτης έριξε μιά βιαστική ματιά στο σώμα του. «- Σωστά μιλάς!… Εδώ έξω, στην αυλή, σε μένα σταμάτησε.»
«- Καί σε μένα!», συμπλήρωσε η Ελένη.
Ο άντρας ήπιε την τελευταία ημιγουλιά του κρυωμένου πιά καφέ του.
«- Θαυμάζω το μυαλό σου, Ελένη!»
«- Μπά, έτοιμες συνταγές ήταν όλ’ αυτά! Δεν έκανα κάτι τόσο σπουδαίο.»
«- Συνταγές απ’ την ψυχολογία που σπούδασες;»
«- Όχι, από τη μεθοδολογία των θετικών επιστημών.»
Την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Πώς κι έτσι; πήρες κι άλλα πτυχία καί ξέχασες να μου το πεις;'»
«- Όχι, αυτά τα ξέρω από τον μακαρίτη τον σύζυγό μου. Τον είχα ρωτήσει μερικές φορές από περιέργεια με τί ασχολείται η επιστήμη του, κι αυτός μου έκανε μιά σειρά διαλέξεις των πέντε λεπτών! Από ‘κεί ξέρω όσα ξέρω στον τομέα των θετικών επιστημών.»
Κούνησε το κεφάλι του σε συμπάθεια άνευ ουσιαστικού αντικειμένου, ωσάν δείγμα κατανόησης των συμφορών του πλησίον συνανθρώπου μας.
«- Από κάτι τέτοια …ακαδημαϊκά πεντάλεπτα με την…» (πάλι πήγε να πεί «μακαρίτισσα» – μα τί στο καλό συνέβαινε μ’ αυτή τη λέξη, καί κολλούσε στο μυαλό του; μέλι είχε; ) «…την τέως σύζυγό μου, έμαθα κι εγώ να μαγειρεύω μερικά φαγητά της προκοπής!», απάντησε κοιτάζοντας αφηρημένα στο πλάϊ, καί καταπνίγοντας ένα χασμουρητό.
Όμως γύρισε πάραυτα, καί κοίταξε τη γυναίκα στα μάτια.
«- Περίεργο δεν είναι, που μας συμβαίνουν τρομερά καί φοβερά, που συμβαίνουν σ’ εμάς καί μόνο σ’ εμάς, αλλά μιλάμε γιά πρόσωπα απόντα;» Ξαναγύρισε τη ματιά του στο πλάϊ. «Ένα ακόμη, από τα πολλά σημερινά παράξενα. Έχω χάσει τον λογαριασμό πιά!»
«- Γιατί είναι περίεργο, ειδικά αυτό;»
«- Επειδή πρέπει να δούμε τί θα κάνουμε, κ’ ίσως δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο με κουβέντες εκτός θέματος. Ίσως ο χρόνος μας πλέον να είναι πολύτιμος, με τρόπο που δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμη! Ωραίο είναι το ξανάνοιωμα, αλλά πρέπει καί να το ελέγχουμε!»
Εδώ πιά μιλούσε η θετική εκπαίδευση του Παναγιώτη, αλλά στο ένστικτο της Ελένης βάρεσε συναγερμός. Ανησύχησε πως ο αρχετυπικός άντρας μέσα του είχε προσβληθεί στο ασυνείδητο με τις ανάρμοστες αναφορές σε έτερο αρσενικό, έστω καί οριστικά απόν. Φοβήθηκε πως θ’ άρχιζε να της ξεγλυστράει, πως θα τον έχανε, καί δεν έπρεπε να τον αφήσει… αν τον ήθελε πραγματικά.
Δίκαιη μοιρασιά! Η φύση της πραγματικότητας, στους επιστήμονες. Η ίδια η πραγματικότητα, σε μας!
Σηκώθηκε απ’ τη θέση της, καί πήγε προς το μέρος του.
«- Έλα ‘δώ, μωρέ!…», είπε στοργικά.
Καβάλλησε τα πόδια του, κάθησε πάνω σ’ αυτά, κι έβαλε τα χέρια της πίσω απ’ το κεφάλι του, ανάμεσα στα μαλλιά του. Τα βυζιά της έπιασαν λιμάνι στη μούρη του. Ανταποκρίθηκε κι αυτός άμεσα, κλείνοντας τα χέρια του γύρω απ’ την πλάτη της, καί δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα την αριστερή της ρώγα.
«- Ελενίτσα μου;!»
«- Τί, Παναγιωτάκη μου;»
«- Μ’ αυτά που μου κάνεις, μεταβλήθηκε η ανατομία μου αγρίως!»
«- Το διαπίστωσα, Παναγιωτάκη μου, δεν είμαι στραβή!»
«- Ναί, αλλά δεν εγγυώμαι γιά το τί θα συμβεί αμέσως μετά!… Θα κάνω αταξίες!»
«- Ούτ’ εγώ σου εγγυώμαι γιά το τί θα συμβεί αμέσως μετά!», του χαμογέλασε. «Κι από αταξίες, δεν πά’ να κάνεις όσες θες; θα κάνω κι εγώ άλλες τόσες!»
Ενώθηκαν. Κορμιά, ψυχές, μυαλά. Αμφότερα, καί τα δύο.
«- Παναγιωτάκη μου;!», του μίλησε ξαφνικά, ανάμεσα στους ερωτικούς τους αναστεναγμούς.
«- Ναί, Ελενίτσα μου;»
«- Αν ήμουνα η μοναδική γυναίκα στον κόσμο, θα μ’ έκανες γυναίκα σου;»
«- Φυσικά θα σ’ έκανα γυναίκα μου! Κορόϊδο είμαι; Άλλως τε…»
«- Τί, Παναγιωτάκη μου;»
«- …Δεν θα είχα επιλογή!»
«- Ούτε τώρα έχεις επιλογή, Παναγιωτάκη μου! Ούτε τώρα!»
«- Γιατί;»
«- Σσσσσσς!!!…», του έβαλε το δάχτυλό της στα χείλια του να σωπάσει, κι αμέσως μετά του πάτησε ένα φιλί βαθειά μέσα στο στόμα.
Περιέργως, παρά τη μαγεία των στιγμών, η λογική του Παναγιώτη τότε ακριβώς ξαναδούλεψε. Του φανέρωσε πως είχε στο πιάτο την απάντηση, τη βίωνε… στην άρρητη ερώτηση του τί θα γινόταν, αν συνέχιζε να βλέπει διαρκώς την παλιά του συμμαθήτρια γιά τα επόμενα χρόνια μετά τα δώδεκά τους.
Κι αυτό δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου άσχημο.
ix.
Όταν ο καφές ζήτησε επιτακτικά να επιστρέψει στη μαμά Φύση, η Ελένη δεν άφησε να πάνε μέσα στο σπίτι, να κατουρήσουν στην τουαλέττα σαν άνθρωποι. Κι έτσι, τα πεσμένα ξερόφυλλα του κήπου λούστηκαν με μερικά λίτρα αμμωνία. Αλλά οι ορμόνες των ούρων (καί το αντίστοιχο θέαμα) έκαναν το θαύμα τους.
Τα δυό μεγάλα παιδιά άρχισαν να κυνηγιούνται καί ν’ αλληλοπειράζονται, όπως κάποτε… μόνο δίχως κανένα σχολικό κουδούνι πάνω απ’ τα κεφάλια τους να τα διακόψει, να μπουν στην τάξη καί σε τάξη· καί με διαφορετική κατάληξη των παιχνιδιών τους. Κάναν έρωτα καί δεύτερη φορά, πάνω στο πλακόστρωτο της πίσω αυλής. Με πάθος. Που αντικατέστησε ολοσχερώς την τρυφερότητα της πρώτης φοράς. Σαν ελατήριο συμπιεσμένο γιά μισόν αιώνα, που ξαφνικά αφέθηκε ελεύθερο. Σαν το ανόθευτο ερωτικό σμίξιμο των δύο φύλων νά ‘ταν το απόλυτο ελιξήριο της ζωής, κι έτρεχαν να προλάβουν τον χαμένο χρόνο.
Ξαπόσταιναν ανάσκελα στο πλακόστρωτο, με λαχανιασμένες ανάσες. Δεν έκανε κρύο· αλλά κι όσο έκανε, δεν το καταλάβαιναν. Ούτε νοιαζόντουσαν.
Της κρατούσε το αριστερό χέρι με το δεξί το δικό του. Αυτή -με το κεφάλι της ελαφρά προς τ’ αριστερά- κοιτούσε αυτόν, κι αυτός κοιτούσε τον ουρανό, στις κορυφογραμμές των δέντρων του κήπου.
«- Τί κοιτάζεις;»
«- Τα δέντρα σου!»
«- Γιατί τα δέντρα μου;»
«- Μήπως υπάρχει καμιά μηλιά ανάμεσά τους, καί μήπως κυκλοφορούν τριγύρω τίποτε φίδια που μιλάνε, ξέρω ‘γώ.»
Η γυναίκα γέλασε με την καρδιά της.
«- Ούτε το ένα, ούτε τ’ άλλο! Αν είχα μηλιά, τα μήλα θα τά ‘βλεπες. Εποχή τους είναι! Όσο γιά τα φίδια… δεν έχουμε στον κήπο μας, επειδή το σπίτι βρίσκεται σε περιοχή με κόσμο. Να το ξέρεις, τα φίδια είναι φοβιτσιάρικα ζώα καί δεν πλησιάζουν εύκολα κατοικημένες περιοχές. Άσε που από τα μέσα Οκτωβρίου ήδη έχουν ξεκινήσει τη χειμερία νάρκη τους.»
«- Πες μου, όμως! Γιατί δεν έχω επιλογή γυναίκας ούτε τώρα;»
«- Αλήθεια, Παναγιώτη, αναλογίστηκες τί εντύπωση θα κάνεις στα γνωστά σου πρόσωπα, αν κι όταν σε ξαναδούν; Στον συνεταίρο σου, στα παιδιά σου… Δεν νομίζω πως σου πέρασε απ’ το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο!»
Κοίταζε γιά κάμποσο σιωπηλός μιά αυτή καί μιά τα δέντρα, εναλλάξ. Τελικά, συνειδητοποίησε (όχι χωρίς κάποιον φόβο) την κατάσταση στην πληρότητά της: όταν κάτι ξεφεύγει πολύ απ’ τα συνηθισμένα, δημιουργεί πρόβλημα – όσο καλό καί νά ‘ναι. Οι συνέπειες του να βγάλουν γλώσσα στη βιολογική φθορά, ήσαν παραπάνω από τρομερές. Καί ναί, μονάχα με την ομοιοπαθή του μπορούσε πιά να ταιριάξει καί να συνυπάρξει.
Σα να πρόλαβε τη σκέψη του, η γυναίκα πέταξε καί δεύτερον κεραυνό.
«- Έτσι καί μας δούνε οι γνωστοί μας καί το διαδώσουν, στην καλύτερη περίπτωση θα είμαστε σαν τέρατα, απ’ αυτά που δείχνουν στο τσίρκο. Σαν αρκούδες στα πανηγύρια. Στη χειρότερη…»
«… Τί θα γίνει;», τη διέκοψε.
«- Στην αμέσως χειρότερη, μερικά εκατομμύρια περίεργοι θα μας πρήξουν, να τους πούμε το μυστικό.»
Την είδε συλλογισμένη.
«- Καί στη χειρότερη-χειρότερη; Υπάρχει καί τέτοια, σωστά;»
«- Θέλει καί ρώτημα; Θα μας κλείσουν σε κλουβιά καί θα κάνουν πειράματα απάνω μας!… Αφού πρώτα ξαναδώ εκείνους τους ξυνούς κουστουμάτους με τα κουμπούρια!»
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του σ’ επιβεβαίωση.
«- Μπά, όχι απαραίτητα τους ίδιους… Άλλους θα δούμε, να σπάσει κι η μονοτονία!», αστειεύτηκε.
«- Άχ, Παναγιώτη μου, άχ, αδιόρθωτε κι αμεγάλωτε μικρέ Παναγιωτάκη μου! Απορώ πού βρίσκεις τη διάθεση να κάνεις πλάκα με το κάθε τί!»
«- Κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου, ώρες-ώρες!», ξαναστειεύτηκε. «- Αλλά τώρα, τί κάνουμε;»
«- Τώρα θα καταστρώσουμε σχέδιο απόκρυψης – γιά σένα. Θα εξαφανιστείς, Παναγιώτη! Στην κυριολεξία θα εξαφανιστείς.»
«- Γιατί εγώ; γιατί μόνον εγώ;»
«- Ά, μαζί θα εξαφανιστούμε, δε λέω, αλλά μονάχα η δική σου περίπτωση απαιτεί σχέδιο. Επειδή εγώ δεν έχω συστηματικό πάρε-δώσε με κανέναν στην Αθήνα. Είναι σα να μην υπάρχω! Κανείς δεν πρόκειται να παρατηρήσει κάποια μεταβολή της βιολογικής ηλικίας μιάς γυναίκας, χαμένης μέσα στο τεράστιο πλήθος. Ενώ εσύ…»
Η γυναίκα άλλαξε θέση, μισοξαπλώνοντας απάνω του. Η εγγύτητα αυτή των κορμιών τους τον γέμιζε σιγουριά. Τόση, ώστε κανένα τόλμημα να μην του φαίνεται επικίνδυνο. Έκανε κι αυτός το χέρι του μαξιλάρι γιά το κεφάλι της, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.
«- Εγώ…»
«- Πες μου, με ποιά πρόσωπα έχεις καθημερινή επαφή;»
«- Με τον συνεταίρο μου, με τα παιδιά μου, καί με κάποιους καταστηματάρχες στη γειτονιά που μένω. Τον ιδιοκτήτη του μίνι-μάρκετ, ας πούμε. Το ίδιο καί με μερικά άλλα άτομα, όπως πχ τους εργαζόμενους στο βενζινάδικο που πάω συνήθως να φουλάρω.»
«- Με τα πιό σημαντικά απ’ αυτά τα πρόσωπα, θα κλείσεις άμεσα τις εκκρεμότητες που έχεις. Θα συνεννοηθείς από τηλεφώνου, όχι πρόσωπο με πρόσωπο, καί πριν περάσουν δυό μέρες από απόψε. Σε δυό μέρες θα τα έχεις τακτοποιήσει όλα, καί δεν θα ξαναδώσεις σημεία ζωής. Επίσης, πήγαινε να σηκώσεις απ’ την τράπεζα όσα χρήματα έχεις – σε υποκαταστήματα που δεν σε ξέρουν. Τα υπόλοιπα, άσ’ τα σε μένα.»
«- Κατανοητά όλα! Κάτι άλλο;»
«- Όταν θα φύγουμε από ‘δώ -αργά το βράδυ με το σκοτάδι, καί τους πάντες κοιμισμένους, ακούς;- θα πάρεις το αμάξι σου καί θα πας να το παρκάρεις σπίτι σου. Εγώ θα σ’ ακολουθώ με το δικό μου. Ανεβαίνουμε σπίτι σου καί κοιμόμαστε. Δεν ξεμυτίζουμε, μέχρι την επόμενη μέρα αργά το απόγευμα – πάλι με το σκοτάδι. Τότε θα σε στείλω -με σφιγμένη τη ζώνη του παντελονιού σου, έ;- να μου πάρεις μερικά καθημερινά ρούχα καί καναδυό ζευγάρια παπούτσια στο τωρινό μου νούμερο, καί στη συνέχεια θα φροντίσω να σου ψωνίσω εγώ καινούργια ρούχα καί παπούτσια. Δεν θα πας εσύ γι’ αυτά! Μόνο που θυμίζω: θα βγείς γιά ψώνια, αφού έχει πέσει το σκοτάδι. Όχι νωρίτερα.»
«- Κι αν…»
«- Τί;»
«- Κι αν συνεχιστεί καί στο δικό μου σπίτι το ανεξέλεγκτο ξανάνοιωμα; Δεν εξετάσαμε την πιθανότητα να προκαλείται από τη συνδυασμένη μας παρουσία, ανεξάρτητα από τον χώρο που είμαστε.»
«- Σωστό!…», έκανε συλλογισμένη. «Τότε, επισπεύδουμε τη συνέχεια του σχεδίου μας.»
«- Η οποία είναι;…»
«- Μ’ αφήνεις να κατέβω στο αμάξι μου, κι εσύ παραμένεις πίσω. Σε περιμένω να πάρεις ό,τι άκρως απαραίτητο κουβαλιέται, μπαίνεις στο αμάξι μου, καί φεύγουμε. Το σπίτι σου το κλειδώνεις, αλλά το παρατάς όπως είναι. Κατανοητό κι αυτό;»
«- Ναί. Πού θα πάμε, όμως;»
«- Να πάμε σε μιά άλλη πόλη, καί να μείνουμε σε ξενοδοχείο γιά καναδυό μέρες. Εκεί θα πας στην τράπεζα, να σηκώσεις ένα ποσόν. Μετά, θα πάμε σπίτι μου, στην Αθήνα, όπου καί θα σκεφτούμε τις επόμενες κινήσεις μας.»
«- Πότε λες ν’ αρχίσουν να μας… (διόρθωσε) να μέ ψάχνουν στις αναζητήσεις εξαφανισμένων;»
«- Σε πέντε μέρες από απόψε, το νωρίτερο. Αλλά τί ανησυχείς; έτσι κι αλλοιώς θα ψάχνουν τον μετά από είκοσι χρόνια εαυτό σου! Τέτοιες φωτογραφίες σου θα δώσουν στη δημοσιότητα. Κανείς δεν θα ψάχνει εσένα, όπως είσαι τώρα!», του χαμογέλασε πλατειά.
«- Δίκιο έχεις!…»
«- Λοιπόν, ξεκινάμε;»
«- Να φύγουμε από τώρα; Βιαστικά; Σκέψου πως εδώ, σε τούτο το σπίτι, θ’ αργήσουμε να ξανάρθουμε!»
«- Ναί… Θα ξανάρθουμε, όταν…» Η γυναίκα έκανε μιά γκριμάτσα, που έδειχνε σ’ ένα απροσδιόριστα μακρυνό μέλλον.
Της χαμογέλασε.
«- Το είπα, επειδή πρέπει να βρούμε κι έναν τρόπο ν’ απολύσεις την οικονόμο, αφού την εξοφλήσεις.»
«- Αυτό δεν επείγει. Θα βρούμε τρόπο. Όπως θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε με τα παιδιά μας, που είναι πολύ πιό σημαντικό.»
x.
Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το σούρουπο. Η Ελένη σηκώθηκε καί κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι. Ο Παναγιώτης ανασηκώθηκε λιγάκι κι αυτός.
«- Πού πας;»
«- Θα πάω μέσα τον δίσκο, θα πλύνω τα ποτήρια καί τις κούπες, καί μετά θα φέρω τα ρούχα μας να ντυθούμε, γιά να φύγουμε.»
«- Άλλο βάσανο κι αυτό!… Ώσπου να βρούμε καινούργια στο νούμερό μας, τούτα εδώ θα μας δυσκολέψουν. Κι εγώ, καλά, έχω τη ζώνη του παντελονιού να κρατάει. Εσύ πώς θα οδηγήσεις, με τα ρούχα σου τόσο χαλαρά;»
«- Κάπου μέσα έχω ραφτικά καί παραμάνες. Θα ρίξω μερικές βελονιές, να συγκρατήσω τα ρούχα μου μέχρι να φτάσουμε σπίτι σου, καί βλέπουμε. Φυσικά, πρέπει να θυμηθούμε να πάρουμε αυτά τα ρούχα στο ταξίδι μαζί μας.»
«- Γιατί;»
«- Γιά να τα πετάξουμε σε απομακρυσμένο κάδο σκουπιδιών, κάπου στην εθνική οδό.»
Πήγε να σηκώσει τον δίσκο, ν’ αποσερβίρει, αλλά τον παράτησε καί στράφηκε πάλι προς τον άντρα.
«- Κάτι ακόμη!»
«- Τί;»
«- Κοίτα με καλά!»
«- Σε κοιτάζω!»
Η Ελένη έκανε μιά αργή κυκλική στροφή επί τόπου.
«- Σε βεβαιώνω ότι θα έχεις αμέτρητες ευκαιρίες να με ξαναδείς γυμνή, καί να ξανακάνουμε έρωτα. Άν το θες κι εσύ!», συμπλήρωσε.
«- Θέλω! Πώς δε θέλω! Άλλως τε, δεν έχω κι επιλογή γυναίκας! Θυμάσαι;», της χαμογέλασε. Η Ελένη, όμως, παρέμεινε σοβαρή.
«- Θέλω όμως να κρατήσεις πολύ καλά στο μυαλό σου αυτή την εικόνα μου, που βλέπεις τώρα!»
«- Την έχω κρατήσει εδώ καί ώρα, αλλά γιατί;»
«- Πολύ καλά, σου λέω! Τόσο καλά, που δεν θα μπορεί να πάει άλλο! Με καταλαβαίνεις;»
«- Σε καταλαβαίνω, αλλά δε μου λες το γιατί!»
«- Δεν έμαθες ακόμη να σκέφτεσαι πιό γρήγορα, Παναγιωτάκη μου;»
«- Έμ, δεν έφτασε το ξανάνοιωμα τόσο βαθειά, να μου βάλει τούρμπο στον εγκέφαλο!», χαμογέλασε.
«- Άντε, να το πάρει το ποτάμι. Δε μου λες, Παναγιωτάκη μου, ποιά εικόνα μου είχες στο μυαλό σου, όταν ξαναβρεθήκαμε το μεσημέρι;»
«- Της παιδικής σου ηλικίας!»
«- Κι εγώ την αντίστοιχη δική σου. Κι οι δυό εικόνες είχαν σταμπαριστεί μόνιμα στη μνήμη μας. Έ, λοιπόν, το ξανάνοιωμα ακολουθούσε τις εικόνες που είχαμε μέσα μας!»
«- Δηλαδή, θες να πείς ότι… Άμα συνεχίζαμε να μένουμε μέσα, θα γινόμασταν πάλι παιδάκια;»
«- Ακριβώς, Παναγιώτη! Κι άντε να το δικαιολογήσουμε μετά αυτό, σ’ αυτούς που μας ξέρουν!… Εδώ, είκοσι χρόνια χάσαμε, καί ήδη σκεφτόμαστε τί μαϊμουδιές θα κάνουμε, γιά να το καλύψουμε! Σκέψου να χάναμε πενήντα! Άρα, κράτα στο μυαλό σου την τωρινή μου εικόνα, όπως κάνω εγώ γιά τη δική σου!»
Σηκώθηκε απάνω, την πλησίασε, την πήρε αγκαλιά, καί τη φίλησε.
«- Όχι μόνο δεν έχω επιλογή γυναίκας, δε θέλω καί να έχω επιλογή!»
Μετά τ’ αγκάλιασμα, η Ελένη άρχισε να ξεμακραίνει προς το σπίτι, κουβαλώντας τον δίσκο. Ο Παναγιώτης περίμενε πίσω, καθισμένος στο σκαμνάκι του.
«- Ελενίτσα μου;!», της φώναξε.
«- Τί;», τον ρώτησε δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«- Ο κώλος σου είναι φανταστικός!»
Του έριξε μιά πλάγια χαμογελαστή ματιά, καί συνέχισε το βήμα της. Στον αιώνα τον άπαντα, δεν πρόκειται να ξεκολλήσει απ’ την εποχή των σπηλαίων το χρωμόσωμα ΧΥ!
Αλλά, ευτυχώς γι’αυτήν, το ευρισκόμενο μονάχα στο αντίθετο φύλο αναγκαίον καλόν δούλευε σωστά.
Επίλογος
Κανένα μήνα αργότερα, φίλοι, γνωστοί, τηλέφωνα, αι Αρχαί, κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές, κάποια ιδρύματα πρόνοιας, όλοι όλες όλα ψάχνανε τον εξαφανισμένον.
Γίναν έρευνες. Ναί, μιλήσανε καί μάρτυρες· αυτό, δά, έλειπε, να μή μιλήσουνε! Ο ταβερνιάρης τον είδε, πώς δεν τον είδε! Σας βεβαιώνω πως ήμουν ο τελευταίος που τον είδα. Τον έκοψα εγώ από φάτσα στην ταβέρνα, προβληματικό άτομο! Αλλά ο κυρ-Τάσος ο συνταξιούχος, μόνιμος κάτοικος της περιοχής, είχε αντιρρήσεις. Εγώ τον είδα πιό μετά, κυρ-Αστυνόμε μου, καθώς έβγαζα βόλτα το σκυλί, εγώ ήμουν ο πραγματικά τελευταίος που τον είδα – κατευθύνθηκε προς αυτό εκεί το σπίτι, σας λέω… Εγώ, εγώ, εγώ!!! ήμουνα ο τελευταίος που τον είδα – ηχούσαν πόλεις, βουνά, λαγκάδια απ’ την τριγράμματη ψιλοαηδιαστική λεξούλα, λες κι απονέμανε πουθενά κάποιο βραβείο, καί τρέχαν όλοι να το παραλάβουν.
Η ανθρώπινη βλακεία, βλέπεις, είναι ακαταμάχητη. Περισσότερα θύματα είχε η «αναμνηστική» ομοβροντία της τελευταίας στιγμής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στις 11:11′ της 11ης 11ου 1918, παρά όσα υπήρξαν καθ’ όλον τον προηγούμενο μήνα των εχθροπραξιών.
Αι Αρχαί κατάφεραν κι εντόπισαν την (απολυμένη) οικονόμο, βρήκαν καί την Ελένη – που έκανε έκτακτο ταξίδι από Αθήνα, γιά να δώσει (ολοσδιόλου ψευδή) ανωμοτί κατάθεση. Κι ας είν’ καλά το μακιγιάζ, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε όποια ηλικία θές! Όχι βέβαια, δεν είδε καί δεν άκουσε απολύτως τίποτε. Τί λέτε;! Αν μάθαινε κάτι, δεν θα σας το έλεγε αμέσως;
Όλα τά ‘ψαξαν μέσα στο σπίτι αι Αρχαί, όλα τα είδαν. Κανείς, όμως, δεν πρόσεξε δυό ασήμαντα περιτυλίγματα σοκολάτας Σεράνο· πού ‘χαν ξεχαστεί στον πάτο του σκουπιδοντενεκέ της κουζίνας, αγκαλιασμένα.
vi.
Η Ελένη, όσο ξαφνικά την άρχισε, άλλο τόσο ξαφνικά παράτησε την πόζα μπροστά στον καθρέφτη. Μ’ ευκινησία όντως δυό δεκαετιών νεώτερης γυναίκας, μετακινήθηκε προς το βάθος του δωματίου, όπου βρισκότανε μόνιμα σταθμευμένο ένα μπαούλο. Το άνοιξε, κι έβγαλε από μέσα δυό μαξιλάρια καρέκλας.
«- Σε παρακαλώ, βγες στον πίσω κήπο καί πήγαινε βάλε τα σε κάτι μεταλλικά σκαμνάκια, που θα βρείς δίπλα στο τραπέζι, στο τέλος του πλακόστρωτου. Κάτσε εκεί καί περίμενέ με, να φτιάξω τους καφέδες μας!», του χαμογέλασε ξανά ύστερ’ από ώρα. Τού ‘χωσε τα μαξιλάρια στην αγκαλιά του με τελεσιδικία εντολής.
«- Έτσι; γυμνός;», απόρησε γιά πολλοστή φορά. «Όχι ότι ντρέπομαι, αλλά δεν αισθάνομαι καί πολύ άνετα, ξέρεις! Καί συγνώμη, που δεν σου το είπα νωρίτερα!»
«- Έτσι ακριβώς, Παναγιώτη!», του απάντησε. «Δεν θα ντυθείς, αν δεν σου πω! Κι εγώ γυμνή θα σερβίρω τους καφέδες μας. Άλλως τε, δεν θα μας δεί κανείς εκεί. Πήγαινε σε παρακαλώ, καί μην καθυστερείς!»
«- Γιατ…»
«- Μή ρωτάς! Όλα στην ώρα τους!»
Ο Παναγιώτης συγκατένευσε. Γνώριζε απέξω την ανατομία του σπιτιού καί των χώρων του. Αυτό δεν ήταν ψέμμα, το ήξερε καλά από τα παιδικά τους καλοκαίρια ότι ο πίσω κήπος ήταν καταφύγιο. Λόγος καθησυχαστικός γιά τα υπόλοιπα παράξενα που πνίγαν τον νού του· ότ’ είχαν μιά καλή αιτία όλα τους, που θα τη μάθαινε με την ώρα της.
Μπήκαν μαζί στην κουζίνα, κι η γυναίκα ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα, που έβγαζε στον κήπο. Παραμέρισε να περάσει ο Παναγιώτης. «- Κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ! Μην καθυστερείς!»
«- Πάω! Κι εσύ;»
«- Φτιάχνω τους καφέδες μας κι έρχομαι. Δεν αργώ!»
«- Να σε βοηθήσω σε κάτι;»
«- Όχι! Μονάχα να πας στον κήπο όσο μπορείς πιό γρήγορα! Αυτή τη βοήθεια θέλω!»
«- Αυτό μόνον;»
«- Αυτό!»
Ο άντρας έφτασε στο τραπεζάκι της πίσω αυλής, έφερε σε κάθετη θέση τα γερτά στο τραπέζι σκαμνάκια, καί τοποθέτησε απάνω τους τα μαξιλάρια.
Όμως, δεν πρόλαβε καλά-καλά να καθίσει, όταν άκουσε τον ήχο της κλειδαριάς, που κλείδωνε την πόρτα της κουζίνας. Αυτήν, απ’ όπου βγήκε μόλις πριν λίγο.
Δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο· η τόσο περίπλοκη κατάσταση τον τίναξε. Παραπήγαινε αυτό! «- Τί διάολο;!», μουρμούρισε.
Κι αν η γυναίκα αυτή ήταν όντως τρελλή… κι αυτός βρέθηκε μπλεγμένος σε δίχτυα ανεξέλεγκτα; Καθόλου δεν του άρεσε να περιμένει γυμνός κι αδρανής σε μιά πίσω αυλή ενός ερημικού σπιτιού, με τα ρούχα του καί τα πράγματά του -χέσε τα χρήματα, η ταυτότητά του καί τα κλειδιά του ήταν τα σημαντικά- κλειδωμένα μέσα στο σπίτι, έρμαια στα χέρια μιάς τρελλής. Σα να μην έφταναν αυτά, στον θυμό της στιγμής ερχόταν φουριόζος να κάνει παρέα κι ο πρωϊνός. Τελικά, έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως όλες ίδιες είναι!
Αλλά οι φιλοσοφήσεις δε ‘φελούσαν σε τίποτε τώρα. Κι αν η τρελλή είχε κρυμμένη καί καμιά καραμπίνα;… Τελείως σκατά, σου λέω! Πώς έμπλεξα έτσι, απ’ τη μιά μέγαιρα στην άλλη; Τόσο ηλίθιος είμαι, πανάθεμά με;
Αρνητισμός!… αρνητισμός κάργα. Συσσωρευμένος. Είναι να μην τα φέρει η κακιά στιγμή. Διότι δεν φείδεται, η ρουφιάνα, της ποσότητας συμφορών που μοιράζει.
Έκανε, όμως (παρά την ταραχή του), καί μερικές λογικές σκέψεις… Ότι η Ελένη δεν έφυγε μετά το κλείδωμα της κουζίνας. Ότι, κι αν δοκίμαζε να φύγει απ’ τη μπροστινή πόρτα (ή πηδώντας απ’ το παράθυρο – οι τρελλοί έχουν τον δικό τους τρόπο σκέψης, βλέπεις), θα την προλάβαινε καί θα την πλάκωνε στο ξύλο. Ότι, αν ήθελε να του κάνει κακό, θα του είχε ήδη κάνει. Στο κάτω-κάτω, αν είχε βάλει δηλητήριο στον καφέ του (γιά ποιά αιτία; τρέχα γύρευε με την τρελλή!…), θα έβαζε αυτήν να τον πιεί. Θα την έβαζε να τους πιεί καί τους δυό! Ή θα τον έχυνε. Ή θα τους έχυνε αμφότερους καί τους δύο… όπως είχε διατυπώσει τον δυϊκό αριθμό κάποτε ένας αγράμματος –αλλά κονομημένος– πελάτης του, γιά να του φτιάξει με ακριβώς την ίδια διαρρύθμιση τους δύο ορόφους του σπιτιού του.
Σε τελευταία ανάλυση, θα προλάβαινε τα πάντα, αν ορμούσε κι έσπαζε την πόρτα. Μπορούσε να το κάνει! Ήταν μέσα στις δυνατότητές του, αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο.
vii.
Η ευχάριστη μυρωδιά του καφέ, που δραπέτευσε απ’ το παράθυρο της κουζίνας κι έβαλε σε πειρασμό τη μύτη του, αντάμα με τους ήχους πού ‘βγαζαν τα κουζινικά τσουμπλέκια, κατάφεραν να προσγειώσουν πάλι το έρμο το μυαλό του στο αεροδρόμιο της λογικής. Στο καπάκι, τσίκ!, ξεκλείδωσε κι η κουζινόπορτα. Καί νά ‘τηνε, ξεπρόβαλε στο κεφαλόσκαλο η Ελένη ολόγυμνη κι ολόμορφη, κρατώντας τον δίσκο με τους καφέδες καί τα νερά. Με ικανές κινήσεις έφερε το κλειδί της πόρτας απ’ την έξω πλευρά, έκλεισε την πόρτα με το πόδι της, καί περπάτησε επιδέξια προς το μέρος του, μή χύνοντας ούτε σταγόνα καφέδων τε νερών τε.
Τον πλησίασε, κι απίθωσε προσεκτικά τον δίσκο στο τραπέζι. Του χαμογέλασε εγκάρδια του ταραγμένου κι αμήχανου Παναγιώτη. Της χαμογέλασε κι αυτός· καί το χαμόγελό του πλάτυνε, όταν είδε -εκτός των άλλων, καί- δυό σοκολάτες απάνω στον δίσκο, να περιμένουν στωϊκά τη μοίρα τους.
«- Σεράνο, έ; Όπως τότε που ήμασταν πιτσιρίκια!…», σχολίασε, με δυσκολία συγκρατώντας τα σάλια του.
«- Ναί!»
«- Δεν τις ξέχασες όλ’ αυτά τα χρόνια;»
«- Καθόλου! Τί λες;! Να ξεχάσω τις αγαπημένες μου σοκολάτες; Ακόμη κι εκεί που ήμουν, πάντα έλεγα σ’ όποιον έκανε ταξίδι στην πατρίδα να μου φέρει μερικές!», αποκρίθηκε σχίζοντας το περιτύλιγμα της μιάς. Κάθησε στο ελεύθερο σκαμνί καί του πρόσφερε την άλλη. «Άσε που καί τώρα πάντα παραγγέλνω στην κυρα-Γεωργία να μου βάλει μερικές στο ψυγείο, πριν έρθω σ’ αυτό εδώ το σπίτι! Γι’ αυτό είχα να σου σερβίρω, επειδή πάντα προνοώ να υπάρχουν διαθέσιμες!», κατέληξε.
Ο άντρας κοίταξε τη σοκολάτα γιά λίγο, πριν σχίσει κι αυτός το περιτύλιγμά της. «- Η μόνη σταθερή αξία σ’ όσα παλαβά έζησα… ζούμε (διόρθωσε) εδώ καί λίγες ώρες!», είπε φιλοσοφικά. «Ποιός θα τό ‘λεγε ότι σ’ έναν ταραγμένο κόσμο η σταθερή αξία θά ‘ταν μιά σοκολάτα;!…», αστειεύτηκε. «Αλήθεια, μπορείς να μου εξηγήσεις τί ακριβώς περνάμ’ εδώ καί λίγες ώρες, επειδή ακόμη δεν τό ‘πιασα;»
«- Πφφφ!!! Άντρες!…», έκανε η γυναίκα υποτιμητικά. «Φάε, όμως, τη σοκολάτα σου, σαν καλό παιδί, πιές καί τον καφέ σου, καί θα σου πω.», του είπε δήθεν δασκαλευτικά. «Μή νομίζεις, ούτ’ εγώ κατάλαβα την απόλυτη αλήθεια, αλλά τουλάχιστον έκανα φιλότιμη προσπάθεια.»
«- Την αλήθεια, που είναι ολόγυμνη, σαν εσένα!» Έγειρε λίγο στο πλάϊ, να συμπεριλάβει καί τα πόδια της σ’ αυτό που έβλεπε. «Κουκλάρα είσαι, μωρέ!», την επαίνεσε ακόμη μία φορά.
Του χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι αυτός στον εαυτό του, από μέσα του· μιά που η λογική ικανότητα του Παναγιώτη μάλλον είχε ξαναπιάσει δουλειά. Γιά πρώτη φορά παρατήρησε ότι όλο αυτό το διάστημα η Ελένη ήταν πολύ άνετη με τη γύμνια της.
«- Αλλά, μ’ όλο τον σεβασμό, νομίζω ότι κατάλαβα περισσότερα από σένα!», είπε η Ελένη.
«- Πού το ξέρεις;»
«- Απ’ τη χαζή έκφραση που είχε η φάτσα σου, μέχρι που ήρθαμε εδώ στην αυλή!»
Ο άντρας χαμογέλασε ξανά.
«- Δε θέλω να σε προσβάλω, πάντα ήσουν έξυπνος. Έτσι σε θυμάμαι! Δεν ξέρω αν στο μεταξύ σου συνέβη κάτι άσχημο, ώστε να μειωθεί η νοημοσύνη σου σε ανυπόφορο βαθμό,…» (εδώ ο Παναγιώτης έκανε μιά κωμικοτραγική γκριμάτσα -μετά χειρονομίας- «άσε, συνέβη…»), «…αν καί δεν το νομίζω. Διαπίστωσα πως καλά πάς από μυαλά!», τον πείραξε.
«- Καί τότε, γιατί δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μιά τάξη;»
«- Θα σου πω, όταν τελειώσουμε τα καφεδάκια μας. Τουλάχιστον, θα σου πω όσα ανακάλυψα εγώ.»
«- Το βρήκα! Εσύ μ’ αναστατώνεις!», της ανακοίνωσε θριαμβευτικά· όμως, απλά γιά νά ‘χει κάτι να πεί. Όσα έζησε σήμερα, όλ’ αυτά τα ερεθίσματα που έβραζαν μαζί στη χύτρα του παραλόγου, παραήταν επικίνδυνο μείγμα γιά την πνευματική του υγεία. Καί νά ‘τον, τώρα, μετά από πάλη έως θανάτου με την πρώην του σύζυγο καί τον δικηγόρο της, μετά από φαγητό στο μαγαζί ενός φιλοπερίεργου ταβερνιάρη, να κάθεται γυμνός σε μιά ξένη αυλή, να μασουλάει μιά σοκολάτα, καί να περιμένει σαν παιδάκι ν’ ακούσει την αφήγηση της επίσης γυμνής σπιτονοικοκυράς… που ξανάνοιωσε είκοσι χρόνια. Που ξανάνοιωσε μαζί του δυό δεκαετίες. Καί που είχε να τη δεί άλλες τεσσεράμιση.
Όχι, όχι, όχι!!! Δεν συνέβαιναν αυτά σε λογικούς ανθρώπους. Δεν θα μπορούσαν να συμβαίνουν. Αποκλείεται – ρητώς καί διά ροπάλου, σου λέω! Κοιμισμένος ήταν όλη αυτή την ώρα, όλο το βράδυ, κι έβλεπε παλαβά όνειρα. Κι αφού ξημέρωνε, θα ξύπναγε – όπως έκανε κάθε μέρα· καί θα πήγαινε γιά κατούρημα, πριν πλύνει δόντια καί ντυθεί. Αλλά -φεύ!- ήταν ήδη ξυπνητός. Άρα, όντως στον ταραγμένο κόσμο μας οι σταθερές αξίες αντιπροσωπεύονται από πράγματα τετριμμένα, όπως οι σοκολάτες καί τα τσίσια. Εντελώς σουρρεάλ! Αλλά, ισχύει.
Ούτ’ η Ελένη, όμως, ήταν όνειρο. Η γυμνή σαραντάρα …κοντά τριανταπεντάρα, που καθόταν απέναντί του, διεκδικούσε -καί κέρδιζε- την υπόσταση της πραγματικής πραγματικότητας. Αυτής, που έχει τις ισχυρώτερες μαθηματικές εξισώσεις με το μέρος της – καταπώς λεν κι οι επιστήμονες. Μιά που όλα όσα αισθανόμαστε καί συναισθανόμαστε είναι -στο κάτω της γραφής- σύνολα εξισώσεων… πανάθεμα τον πατέρα αυτουνού του μισότρελλου, που εφηύρε τη μοντέρνα Φυσική, κι εκτέλεσε τον ρομαντισμό στα έξι μέτρα! Λες καί δεν είχε καλύτερη δουλειά να κάνει.
Η γυναίκα ήπιε την πρώτη γουλιά του καφέ της, καί τη μιμήθηκε.
«- Μμμμ!!!… Γειά στα χέρια σου! Πολύ καλός! Πάντα νά ‘μαστε καλά, ν’ ανταμώνουμε ευχάριστα!», αναφώνησε πραγματικά χαρούμενος, υψώνοντας το γεμάτο νεροπότηρο σε πρόποση. «Καί χωρίς τα ρούχα μας!», ήθελε πολύ να προσθέσει· αλλά η περιέργεια να ξεμπλοκάρει επιτέλους το μυαλό του, συνέχιζε να υπερισχύει κάθε πιθανής σωματικής του επιθυμίας.
Περίεργο κι αυτό!… Ακόμη ένα από τα σημερινά παράξενα που του συνέβαιναν. Αλλ’ αυτά ακριβώς συνέβαιναν, παράξενα-ξεπαράξενα.
viii.
Είχαν σχολάσει πρό πολλού τις σοκολάτες τους, αλλά δεν έδειξαν την αντίστοιχη υπομονή να τελειώσουν τους καφέδες τους.
«- …Λοιπόν, Ελένη;»
«- Τί ‘λοιπόν’;»
«- Τί μας συνέβη;»
«- Εσύ τί κατάλαβες πως μας συνέβη;»
«- Ξανανοιώσαμε!»
«- Ναί!… Συμφωνούμε απόλυτα εδώ. Πότε άρχισες να το καταλαβαίνεις;»
«- Όταν άρχισε να χάνεται η ουλή μου. Εσύ;»
«- Εγώ, αρκετά πιό πρίν. Όταν σηκώθηκα να πάω να φτιάξω τους καφέδες, κι είδα πως τα ρούχα μου έπλεαν επάνω μου. Αλήθεια, όμως… πώς καί δεν κατάλαβες ότι χαλάρωσαν καί τα δικά σου ρούχα;»
«- Μμμ… επειδή συνηθίζω να φοράω σφιχτή τη ζώνη του παντελονιού, υποθέτω.»
Η γυναίκα συγκατένευσε.
«- Η επόμενη κίνησή σου, όμως, ήταν να γδυθείς, καί να βάλεις καί μένα να γδυθώ. Γιατί;», συνέχισε ο Παναγιώτης.
«- Επειδή αντιλήφθηκα πως το φαινόμενο αυτό είχε σχέση μ’ ένα σύνολο από πράγματα. Κύρια καί δευτερεύοντα. Εμάς, το σπίτι, τις αναμνήσεις μας, τα ρούχα μας, τα έπιπλα,… ό,τι άλλο φανταστείς ως πιθανό. Ήθελα λοιπόν να ξεκαθαρίσω πού ακριβώς κρύβεται το αίτιο.»
«- Να το ξεκαθαρίσεις με το γδύσιμο;»
«- Ναί… καί μ’ αυτό. Απομονώνοντας έναν-έναν πιθανό παράγοντα. Με το γδύσιμο κατάλαβα πως το φαινόμενο ήταν ανεξάρτητο από τα ρούχα μας. Μετά, με το που έδιωξα εσένα στην αυλή, είδα πως το ξανάνιωμα σε μένα σταμάτησε.»
«- Καί γιατί κλείδωσες;»
«- Γιά να σ’ εμποδίσω, αν σου ερχόταν η διάθεση να ξαναμπείς στο σπίτι. Ήθελα να δω με την ησυχία μου τί θα γίνει, όταν δεν είμαστε μαζί.»
«- Μα, σίγουρα έχεις ήδη διαπιστώσει πως δεν σου συμβαίνει κάποιο βιολογικό ξανάνοιωμα, από τις άλλες φορές που ήρθες εδώ μόνη σου!»
Η γυναίκα τον κοίταξε με ελαφριά απορία.
«- Εννοώ ότι όλ’ αυτά τα χρόνια σίγουρα έκανες μπάνιο στη μπανιέρα του σπιτιού, κάποιες φορές. Καί φυσικά, όπως τώρα, ήσουνα γυμνή μέσα στη μπανιέρα.», συνεπέρανε ο άντρας.
«- Έχεις δίκιο!… Αυτό δεν το σκέφτηκα, όταν σ’ έβγαλα έξω απ’ το σπίτι γιά να μείνω μόνη. Αλλά, νά που ξεκαθαρίσαμε ότι το ξανάνοιωμα έρχεται μόνο με την ταυτόχρονη παρουσία μας – καί μάλιστα, στο εσωτερικό του σπιτιού!»
Ο Παναγιώτης έριξε μιά βιαστική ματιά στο σώμα του. «- Σωστά μιλάς!… Εδώ έξω, στην αυλή, σε μένα σταμάτησε.»
«- Καί σε μένα!», συμπλήρωσε η Ελένη.
Ο άντρας ήπιε την τελευταία ημιγουλιά του κρυωμένου πιά καφέ του.
«- Θαυμάζω το μυαλό σου, Ελένη!»
«- Μπά, έτοιμες συνταγές ήταν όλ’ αυτά! Δεν έκανα κάτι τόσο σπουδαίο.»
«- Συνταγές απ’ την ψυχολογία που σπούδασες;»
«- Όχι, από τη μεθοδολογία των θετικών επιστημών.»
Την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Πώς κι έτσι; πήρες κι άλλα πτυχία καί ξέχασες να μου το πεις;'»
«- Όχι, αυτά τα ξέρω από τον μακαρίτη τον σύζυγό μου. Τον είχα ρωτήσει μερικές φορές από περιέργεια με τί ασχολείται η επιστήμη του, κι αυτός μου έκανε μιά σειρά διαλέξεις των πέντε λεπτών! Από ‘κεί ξέρω όσα ξέρω στον τομέα των θετικών επιστημών.»
Κούνησε το κεφάλι του σε συμπάθεια άνευ ουσιαστικού αντικειμένου, ωσάν δείγμα κατανόησης των συμφορών του πλησίον συνανθρώπου μας.
«- Από κάτι τέτοια …ακαδημαϊκά πεντάλεπτα με την…» (πάλι πήγε να πεί «μακαρίτισσα» – μα τί στο καλό συνέβαινε μ’ αυτή τη λέξη, καί κολλούσε στο μυαλό του; μέλι είχε; ) «…την τέως σύζυγό μου, έμαθα κι εγώ να μαγειρεύω μερικά φαγητά της προκοπής!», απάντησε κοιτάζοντας αφηρημένα στο πλάϊ, καί καταπνίγοντας ένα χασμουρητό.
Όμως γύρισε πάραυτα, καί κοίταξε τη γυναίκα στα μάτια.
«- Περίεργο δεν είναι, που μας συμβαίνουν τρομερά καί φοβερά, που συμβαίνουν σ’ εμάς καί μόνο σ’ εμάς, αλλά μιλάμε γιά πρόσωπα απόντα;» Ξαναγύρισε τη ματιά του στο πλάϊ. «Ένα ακόμη, από τα πολλά σημερινά παράξενα. Έχω χάσει τον λογαριασμό πιά!»
«- Γιατί είναι περίεργο, ειδικά αυτό;»
«- Επειδή πρέπει να δούμε τί θα κάνουμε, κ’ ίσως δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο με κουβέντες εκτός θέματος. Ίσως ο χρόνος μας πλέον να είναι πολύτιμος, με τρόπο που δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμη! Ωραίο είναι το ξανάνοιωμα, αλλά πρέπει καί να το ελέγχουμε!»
Εδώ πιά μιλούσε η θετική εκπαίδευση του Παναγιώτη, αλλά στο ένστικτο της Ελένης βάρεσε συναγερμός. Ανησύχησε πως ο αρχετυπικός άντρας μέσα του είχε προσβληθεί στο ασυνείδητο με τις ανάρμοστες αναφορές σε έτερο αρσενικό, έστω καί οριστικά απόν. Φοβήθηκε πως θ’ άρχιζε να της ξεγλυστράει, πως θα τον έχανε, καί δεν έπρεπε να τον αφήσει… αν τον ήθελε πραγματικά.
Είναι καί δεν είναι ιδιοκτήτης ο έρωτας·
είναι καί δεν είναι σοβαρός.
Υπάρχει καί δεν υπάρχει.
Τ’ είναι, άρα γε, η συμπάθεια δύο παιδιών;
Μιά παιδίσκη, που ενηλικιώνεται μαζί τους σε αγάπη δυό μεγάλων!
Δίκαιη μοιρασιά! Η φύση της πραγματικότητας, στους επιστήμονες. Η ίδια η πραγματικότητα, σε μας!
Σηκώθηκε απ’ τη θέση της, καί πήγε προς το μέρος του.
«- Έλα ‘δώ, μωρέ!…», είπε στοργικά.
Καβάλλησε τα πόδια του, κάθησε πάνω σ’ αυτά, κι έβαλε τα χέρια της πίσω απ’ το κεφάλι του, ανάμεσα στα μαλλιά του. Τα βυζιά της έπιασαν λιμάνι στη μούρη του. Ανταποκρίθηκε κι αυτός άμεσα, κλείνοντας τα χέρια του γύρω απ’ την πλάτη της, καί δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα την αριστερή της ρώγα.
«- Ελενίτσα μου;!»
«- Τί, Παναγιωτάκη μου;»
«- Μ’ αυτά που μου κάνεις, μεταβλήθηκε η ανατομία μου αγρίως!»
«- Το διαπίστωσα, Παναγιωτάκη μου, δεν είμαι στραβή!»
«- Ναί, αλλά δεν εγγυώμαι γιά το τί θα συμβεί αμέσως μετά!… Θα κάνω αταξίες!»
«- Ούτ’ εγώ σου εγγυώμαι γιά το τί θα συμβεί αμέσως μετά!», του χαμογέλασε. «Κι από αταξίες, δεν πά’ να κάνεις όσες θες; θα κάνω κι εγώ άλλες τόσες!»
Ενώθηκαν. Κορμιά, ψυχές, μυαλά. Αμφότερα, καί τα δύο.
«- Παναγιωτάκη μου;!», του μίλησε ξαφνικά, ανάμεσα στους ερωτικούς τους αναστεναγμούς.
«- Ναί, Ελενίτσα μου;»
«- Αν ήμουνα η μοναδική γυναίκα στον κόσμο, θα μ’ έκανες γυναίκα σου;»
«- Φυσικά θα σ’ έκανα γυναίκα μου! Κορόϊδο είμαι; Άλλως τε…»
«- Τί, Παναγιωτάκη μου;»
«- …Δεν θα είχα επιλογή!»
«- Ούτε τώρα έχεις επιλογή, Παναγιωτάκη μου! Ούτε τώρα!»
«- Γιατί;»
«- Σσσσσσς!!!…», του έβαλε το δάχτυλό της στα χείλια του να σωπάσει, κι αμέσως μετά του πάτησε ένα φιλί βαθειά μέσα στο στόμα.
Περιέργως, παρά τη μαγεία των στιγμών, η λογική του Παναγιώτη τότε ακριβώς ξαναδούλεψε. Του φανέρωσε πως είχε στο πιάτο την απάντηση, τη βίωνε… στην άρρητη ερώτηση του τί θα γινόταν, αν συνέχιζε να βλέπει διαρκώς την παλιά του συμμαθήτρια γιά τα επόμενα χρόνια μετά τα δώδεκά τους.
Κι αυτό δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου άσχημο.
ix.
Όταν ο καφές ζήτησε επιτακτικά να επιστρέψει στη μαμά Φύση, η Ελένη δεν άφησε να πάνε μέσα στο σπίτι, να κατουρήσουν στην τουαλέττα σαν άνθρωποι. Κι έτσι, τα πεσμένα ξερόφυλλα του κήπου λούστηκαν με μερικά λίτρα αμμωνία. Αλλά οι ορμόνες των ούρων (καί το αντίστοιχο θέαμα) έκαναν το θαύμα τους.
Τα δυό μεγάλα παιδιά άρχισαν να κυνηγιούνται καί ν’ αλληλοπειράζονται, όπως κάποτε… μόνο δίχως κανένα σχολικό κουδούνι πάνω απ’ τα κεφάλια τους να τα διακόψει, να μπουν στην τάξη καί σε τάξη· καί με διαφορετική κατάληξη των παιχνιδιών τους. Κάναν έρωτα καί δεύτερη φορά, πάνω στο πλακόστρωτο της πίσω αυλής. Με πάθος. Που αντικατέστησε ολοσχερώς την τρυφερότητα της πρώτης φοράς. Σαν ελατήριο συμπιεσμένο γιά μισόν αιώνα, που ξαφνικά αφέθηκε ελεύθερο. Σαν το ανόθευτο ερωτικό σμίξιμο των δύο φύλων νά ‘ταν το απόλυτο ελιξήριο της ζωής, κι έτρεχαν να προλάβουν τον χαμένο χρόνο.
Ξαπόσταιναν ανάσκελα στο πλακόστρωτο, με λαχανιασμένες ανάσες. Δεν έκανε κρύο· αλλά κι όσο έκανε, δεν το καταλάβαιναν. Ούτε νοιαζόντουσαν.
Της κρατούσε το αριστερό χέρι με το δεξί το δικό του. Αυτή -με το κεφάλι της ελαφρά προς τ’ αριστερά- κοιτούσε αυτόν, κι αυτός κοιτούσε τον ουρανό, στις κορυφογραμμές των δέντρων του κήπου.
«- Τί κοιτάζεις;»
«- Τα δέντρα σου!»
«- Γιατί τα δέντρα μου;»
«- Μήπως υπάρχει καμιά μηλιά ανάμεσά τους, καί μήπως κυκλοφορούν τριγύρω τίποτε φίδια που μιλάνε, ξέρω ‘γώ.»
Η γυναίκα γέλασε με την καρδιά της.
«- Ούτε το ένα, ούτε τ’ άλλο! Αν είχα μηλιά, τα μήλα θα τά ‘βλεπες. Εποχή τους είναι! Όσο γιά τα φίδια… δεν έχουμε στον κήπο μας, επειδή το σπίτι βρίσκεται σε περιοχή με κόσμο. Να το ξέρεις, τα φίδια είναι φοβιτσιάρικα ζώα καί δεν πλησιάζουν εύκολα κατοικημένες περιοχές. Άσε που από τα μέσα Οκτωβρίου ήδη έχουν ξεκινήσει τη χειμερία νάρκη τους.»
«- Πες μου, όμως! Γιατί δεν έχω επιλογή γυναίκας ούτε τώρα;»
«- Αλήθεια, Παναγιώτη, αναλογίστηκες τί εντύπωση θα κάνεις στα γνωστά σου πρόσωπα, αν κι όταν σε ξαναδούν; Στον συνεταίρο σου, στα παιδιά σου… Δεν νομίζω πως σου πέρασε απ’ το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο!»
Κοίταζε γιά κάμποσο σιωπηλός μιά αυτή καί μιά τα δέντρα, εναλλάξ. Τελικά, συνειδητοποίησε (όχι χωρίς κάποιον φόβο) την κατάσταση στην πληρότητά της: όταν κάτι ξεφεύγει πολύ απ’ τα συνηθισμένα, δημιουργεί πρόβλημα – όσο καλό καί νά ‘ναι. Οι συνέπειες του να βγάλουν γλώσσα στη βιολογική φθορά, ήσαν παραπάνω από τρομερές. Καί ναί, μονάχα με την ομοιοπαθή του μπορούσε πιά να ταιριάξει καί να συνυπάρξει.
Σα να πρόλαβε τη σκέψη του, η γυναίκα πέταξε καί δεύτερον κεραυνό.
«- Έτσι καί μας δούνε οι γνωστοί μας καί το διαδώσουν, στην καλύτερη περίπτωση θα είμαστε σαν τέρατα, απ’ αυτά που δείχνουν στο τσίρκο. Σαν αρκούδες στα πανηγύρια. Στη χειρότερη…»
«… Τί θα γίνει;», τη διέκοψε.
«- Στην αμέσως χειρότερη, μερικά εκατομμύρια περίεργοι θα μας πρήξουν, να τους πούμε το μυστικό.»
Την είδε συλλογισμένη.
«- Καί στη χειρότερη-χειρότερη; Υπάρχει καί τέτοια, σωστά;»
«- Θέλει καί ρώτημα; Θα μας κλείσουν σε κλουβιά καί θα κάνουν πειράματα απάνω μας!… Αφού πρώτα ξαναδώ εκείνους τους ξυνούς κουστουμάτους με τα κουμπούρια!»
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του σ’ επιβεβαίωση.
«- Μπά, όχι απαραίτητα τους ίδιους… Άλλους θα δούμε, να σπάσει κι η μονοτονία!», αστειεύτηκε.
«- Άχ, Παναγιώτη μου, άχ, αδιόρθωτε κι αμεγάλωτε μικρέ Παναγιωτάκη μου! Απορώ πού βρίσκεις τη διάθεση να κάνεις πλάκα με το κάθε τί!»
«- Κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου, ώρες-ώρες!», ξαναστειεύτηκε. «- Αλλά τώρα, τί κάνουμε;»
«- Τώρα θα καταστρώσουμε σχέδιο απόκρυψης – γιά σένα. Θα εξαφανιστείς, Παναγιώτη! Στην κυριολεξία θα εξαφανιστείς.»
«- Γιατί εγώ; γιατί μόνον εγώ;»
«- Ά, μαζί θα εξαφανιστούμε, δε λέω, αλλά μονάχα η δική σου περίπτωση απαιτεί σχέδιο. Επειδή εγώ δεν έχω συστηματικό πάρε-δώσε με κανέναν στην Αθήνα. Είναι σα να μην υπάρχω! Κανείς δεν πρόκειται να παρατηρήσει κάποια μεταβολή της βιολογικής ηλικίας μιάς γυναίκας, χαμένης μέσα στο τεράστιο πλήθος. Ενώ εσύ…»
Η γυναίκα άλλαξε θέση, μισοξαπλώνοντας απάνω του. Η εγγύτητα αυτή των κορμιών τους τον γέμιζε σιγουριά. Τόση, ώστε κανένα τόλμημα να μην του φαίνεται επικίνδυνο. Έκανε κι αυτός το χέρι του μαξιλάρι γιά το κεφάλι της, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.
«- Εγώ…»
«- Πες μου, με ποιά πρόσωπα έχεις καθημερινή επαφή;»
«- Με τον συνεταίρο μου, με τα παιδιά μου, καί με κάποιους καταστηματάρχες στη γειτονιά που μένω. Τον ιδιοκτήτη του μίνι-μάρκετ, ας πούμε. Το ίδιο καί με μερικά άλλα άτομα, όπως πχ τους εργαζόμενους στο βενζινάδικο που πάω συνήθως να φουλάρω.»
«- Με τα πιό σημαντικά απ’ αυτά τα πρόσωπα, θα κλείσεις άμεσα τις εκκρεμότητες που έχεις. Θα συνεννοηθείς από τηλεφώνου, όχι πρόσωπο με πρόσωπο, καί πριν περάσουν δυό μέρες από απόψε. Σε δυό μέρες θα τα έχεις τακτοποιήσει όλα, καί δεν θα ξαναδώσεις σημεία ζωής. Επίσης, πήγαινε να σηκώσεις απ’ την τράπεζα όσα χρήματα έχεις – σε υποκαταστήματα που δεν σε ξέρουν. Τα υπόλοιπα, άσ’ τα σε μένα.»
«- Κατανοητά όλα! Κάτι άλλο;»
«- Όταν θα φύγουμε από ‘δώ -αργά το βράδυ με το σκοτάδι, καί τους πάντες κοιμισμένους, ακούς;- θα πάρεις το αμάξι σου καί θα πας να το παρκάρεις σπίτι σου. Εγώ θα σ’ ακολουθώ με το δικό μου. Ανεβαίνουμε σπίτι σου καί κοιμόμαστε. Δεν ξεμυτίζουμε, μέχρι την επόμενη μέρα αργά το απόγευμα – πάλι με το σκοτάδι. Τότε θα σε στείλω -με σφιγμένη τη ζώνη του παντελονιού σου, έ;- να μου πάρεις μερικά καθημερινά ρούχα καί καναδυό ζευγάρια παπούτσια στο τωρινό μου νούμερο, καί στη συνέχεια θα φροντίσω να σου ψωνίσω εγώ καινούργια ρούχα καί παπούτσια. Δεν θα πας εσύ γι’ αυτά! Μόνο που θυμίζω: θα βγείς γιά ψώνια, αφού έχει πέσει το σκοτάδι. Όχι νωρίτερα.»
«- Κι αν…»
«- Τί;»
«- Κι αν συνεχιστεί καί στο δικό μου σπίτι το ανεξέλεγκτο ξανάνοιωμα; Δεν εξετάσαμε την πιθανότητα να προκαλείται από τη συνδυασμένη μας παρουσία, ανεξάρτητα από τον χώρο που είμαστε.»
«- Σωστό!…», έκανε συλλογισμένη. «Τότε, επισπεύδουμε τη συνέχεια του σχεδίου μας.»
«- Η οποία είναι;…»
«- Μ’ αφήνεις να κατέβω στο αμάξι μου, κι εσύ παραμένεις πίσω. Σε περιμένω να πάρεις ό,τι άκρως απαραίτητο κουβαλιέται, μπαίνεις στο αμάξι μου, καί φεύγουμε. Το σπίτι σου το κλειδώνεις, αλλά το παρατάς όπως είναι. Κατανοητό κι αυτό;»
«- Ναί. Πού θα πάμε, όμως;»
«- Να πάμε σε μιά άλλη πόλη, καί να μείνουμε σε ξενοδοχείο γιά καναδυό μέρες. Εκεί θα πας στην τράπεζα, να σηκώσεις ένα ποσόν. Μετά, θα πάμε σπίτι μου, στην Αθήνα, όπου καί θα σκεφτούμε τις επόμενες κινήσεις μας.»
«- Πότε λες ν’ αρχίσουν να μας… (διόρθωσε) να μέ ψάχνουν στις αναζητήσεις εξαφανισμένων;»
«- Σε πέντε μέρες από απόψε, το νωρίτερο. Αλλά τί ανησυχείς; έτσι κι αλλοιώς θα ψάχνουν τον μετά από είκοσι χρόνια εαυτό σου! Τέτοιες φωτογραφίες σου θα δώσουν στη δημοσιότητα. Κανείς δεν θα ψάχνει εσένα, όπως είσαι τώρα!», του χαμογέλασε πλατειά.
«- Δίκιο έχεις!…»
«- Λοιπόν, ξεκινάμε;»
«- Να φύγουμε από τώρα; Βιαστικά; Σκέψου πως εδώ, σε τούτο το σπίτι, θ’ αργήσουμε να ξανάρθουμε!»
«- Ναί… Θα ξανάρθουμε, όταν…» Η γυναίκα έκανε μιά γκριμάτσα, που έδειχνε σ’ ένα απροσδιόριστα μακρυνό μέλλον.
Της χαμογέλασε.
«- Το είπα, επειδή πρέπει να βρούμε κι έναν τρόπο ν’ απολύσεις την οικονόμο, αφού την εξοφλήσεις.»
«- Αυτό δεν επείγει. Θα βρούμε τρόπο. Όπως θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε με τα παιδιά μας, που είναι πολύ πιό σημαντικό.»
x.
Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το σούρουπο. Η Ελένη σηκώθηκε καί κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι. Ο Παναγιώτης ανασηκώθηκε λιγάκι κι αυτός.
«- Πού πας;»
«- Θα πάω μέσα τον δίσκο, θα πλύνω τα ποτήρια καί τις κούπες, καί μετά θα φέρω τα ρούχα μας να ντυθούμε, γιά να φύγουμε.»
«- Άλλο βάσανο κι αυτό!… Ώσπου να βρούμε καινούργια στο νούμερό μας, τούτα εδώ θα μας δυσκολέψουν. Κι εγώ, καλά, έχω τη ζώνη του παντελονιού να κρατάει. Εσύ πώς θα οδηγήσεις, με τα ρούχα σου τόσο χαλαρά;»
«- Κάπου μέσα έχω ραφτικά καί παραμάνες. Θα ρίξω μερικές βελονιές, να συγκρατήσω τα ρούχα μου μέχρι να φτάσουμε σπίτι σου, καί βλέπουμε. Φυσικά, πρέπει να θυμηθούμε να πάρουμε αυτά τα ρούχα στο ταξίδι μαζί μας.»
«- Γιατί;»
«- Γιά να τα πετάξουμε σε απομακρυσμένο κάδο σκουπιδιών, κάπου στην εθνική οδό.»
Πήγε να σηκώσει τον δίσκο, ν’ αποσερβίρει, αλλά τον παράτησε καί στράφηκε πάλι προς τον άντρα.
«- Κάτι ακόμη!»
«- Τί;»
«- Κοίτα με καλά!»
«- Σε κοιτάζω!»
Η Ελένη έκανε μιά αργή κυκλική στροφή επί τόπου.
«- Σε βεβαιώνω ότι θα έχεις αμέτρητες ευκαιρίες να με ξαναδείς γυμνή, καί να ξανακάνουμε έρωτα. Άν το θες κι εσύ!», συμπλήρωσε.
«- Θέλω! Πώς δε θέλω! Άλλως τε, δεν έχω κι επιλογή γυναίκας! Θυμάσαι;», της χαμογέλασε. Η Ελένη, όμως, παρέμεινε σοβαρή.
«- Θέλω όμως να κρατήσεις πολύ καλά στο μυαλό σου αυτή την εικόνα μου, που βλέπεις τώρα!»
«- Την έχω κρατήσει εδώ καί ώρα, αλλά γιατί;»
«- Πολύ καλά, σου λέω! Τόσο καλά, που δεν θα μπορεί να πάει άλλο! Με καταλαβαίνεις;»
«- Σε καταλαβαίνω, αλλά δε μου λες το γιατί!»
«- Δεν έμαθες ακόμη να σκέφτεσαι πιό γρήγορα, Παναγιωτάκη μου;»
«- Έμ, δεν έφτασε το ξανάνοιωμα τόσο βαθειά, να μου βάλει τούρμπο στον εγκέφαλο!», χαμογέλασε.
«- Άντε, να το πάρει το ποτάμι. Δε μου λες, Παναγιωτάκη μου, ποιά εικόνα μου είχες στο μυαλό σου, όταν ξαναβρεθήκαμε το μεσημέρι;»
«- Της παιδικής σου ηλικίας!»
«- Κι εγώ την αντίστοιχη δική σου. Κι οι δυό εικόνες είχαν σταμπαριστεί μόνιμα στη μνήμη μας. Έ, λοιπόν, το ξανάνοιωμα ακολουθούσε τις εικόνες που είχαμε μέσα μας!»
«- Δηλαδή, θες να πείς ότι… Άμα συνεχίζαμε να μένουμε μέσα, θα γινόμασταν πάλι παιδάκια;»
«- Ακριβώς, Παναγιώτη! Κι άντε να το δικαιολογήσουμε μετά αυτό, σ’ αυτούς που μας ξέρουν!… Εδώ, είκοσι χρόνια χάσαμε, καί ήδη σκεφτόμαστε τί μαϊμουδιές θα κάνουμε, γιά να το καλύψουμε! Σκέψου να χάναμε πενήντα! Άρα, κράτα στο μυαλό σου την τωρινή μου εικόνα, όπως κάνω εγώ γιά τη δική σου!»
Σηκώθηκε απάνω, την πλησίασε, την πήρε αγκαλιά, καί τη φίλησε.
«- Όχι μόνο δεν έχω επιλογή γυναίκας, δε θέλω καί να έχω επιλογή!»
Μετά τ’ αγκάλιασμα, η Ελένη άρχισε να ξεμακραίνει προς το σπίτι, κουβαλώντας τον δίσκο. Ο Παναγιώτης περίμενε πίσω, καθισμένος στο σκαμνάκι του.
«- Ελενίτσα μου;!», της φώναξε.
«- Τί;», τον ρώτησε δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«- Ο κώλος σου είναι φανταστικός!»
Του έριξε μιά πλάγια χαμογελαστή ματιά, καί συνέχισε το βήμα της. Στον αιώνα τον άπαντα, δεν πρόκειται να ξεκολλήσει απ’ την εποχή των σπηλαίων το χρωμόσωμα ΧΥ!
Αλλά, ευτυχώς γι’αυτήν, το ευρισκόμενο μονάχα στο αντίθετο φύλο αναγκαίον καλόν δούλευε σωστά.
Επίλογος
Κανένα μήνα αργότερα, φίλοι, γνωστοί, τηλέφωνα, αι Αρχαί, κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές, κάποια ιδρύματα πρόνοιας, όλοι όλες όλα ψάχνανε τον εξαφανισμένον.
Γίναν έρευνες. Ναί, μιλήσανε καί μάρτυρες· αυτό, δά, έλειπε, να μή μιλήσουνε! Ο ταβερνιάρης τον είδε, πώς δεν τον είδε! Σας βεβαιώνω πως ήμουν ο τελευταίος που τον είδα. Τον έκοψα εγώ από φάτσα στην ταβέρνα, προβληματικό άτομο! Αλλά ο κυρ-Τάσος ο συνταξιούχος, μόνιμος κάτοικος της περιοχής, είχε αντιρρήσεις. Εγώ τον είδα πιό μετά, κυρ-Αστυνόμε μου, καθώς έβγαζα βόλτα το σκυλί, εγώ ήμουν ο πραγματικά τελευταίος που τον είδα – κατευθύνθηκε προς αυτό εκεί το σπίτι, σας λέω… Εγώ, εγώ, εγώ!!! ήμουνα ο τελευταίος που τον είδα – ηχούσαν πόλεις, βουνά, λαγκάδια απ’ την τριγράμματη ψιλοαηδιαστική λεξούλα, λες κι απονέμανε πουθενά κάποιο βραβείο, καί τρέχαν όλοι να το παραλάβουν.
Η ανθρώπινη βλακεία, βλέπεις, είναι ακαταμάχητη. Περισσότερα θύματα είχε η «αναμνηστική» ομοβροντία της τελευταίας στιγμής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στις 11:11′ της 11ης 11ου 1918, παρά όσα υπήρξαν καθ’ όλον τον προηγούμενο μήνα των εχθροπραξιών.
Αι Αρχαί κατάφεραν κι εντόπισαν την (απολυμένη) οικονόμο, βρήκαν καί την Ελένη – που έκανε έκτακτο ταξίδι από Αθήνα, γιά να δώσει (ολοσδιόλου ψευδή) ανωμοτί κατάθεση. Κι ας είν’ καλά το μακιγιάζ, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε όποια ηλικία θές! Όχι βέβαια, δεν είδε καί δεν άκουσε απολύτως τίποτε. Τί λέτε;! Αν μάθαινε κάτι, δεν θα σας το έλεγε αμέσως;
Όλα τά ‘ψαξαν μέσα στο σπίτι αι Αρχαί, όλα τα είδαν. Κανείς, όμως, δεν πρόσεξε δυό ασήμαντα περιτυλίγματα σοκολάτας Σεράνο· πού ‘χαν ξεχαστεί στον πάτο του σκουπιδοντενεκέ της κουζίνας, αγκαλιασμένα.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου