vi.
Στην κυβική αίθουσα συσκέψεων.
Ώρα μία πρωϊνή ακριβώς.
Ο επικεφαλής των δεκατριών σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα του. «- Λύεται η συνεδρίασις!», είπε μ’ επίσημο παγερό ύφος. Τον μιμήθηκαν όλοι οι υπόλοιποι καί σηκώθηκαν κι αυτοί.
Αφήνοντας κατά μέρος τις επισημότητες, τους απευθύνθηκε με οικείο αυτή τη φορά ύφος. Σαν συμβουλευτικό· πατρικό, θά μπορούσες να το πείς.
«- Πιστεύω, το προσεχές χρονικό διάστημα να θυμάστε διαρκώς, ότι απόψε θέσαμε ως πρώτη προτεραιότητα την απόλυτη καταστροφή εκείνης της χώρας – καί να το προχωρήσετε, ο καθένας στον τομέα του.», είπε. «Περιμένω απτά αποτελέσματα, το πολύ μέσα σ’ έναν χρόνο!»
«- Μ’ όλον τον σεβασμό, πρεσβύτερε…», παρενέβη ένας απ’ τους υπόλοιπους, «…απόψε μιλήσαμε γιά τρείς χώρες προς καταστροφή. Αν κατάλαβα καλά, ως πρώτη προτεραιότητα στο έργο μας εννοείτε την Ελλάδα;«, κατέληξε.
«- Ναί! Αυτήν εννοώ. Καί τώρα να πας να πλύνεις το στόμα σου, που το μόλυνες με κακιά λέξη!», αστειεύτηκε ο αρχηγεύων. Είτε αυθόρμητα, είτε από υποχρέωση, όλοι γέλασαν.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα εισόδου στο κυβικό δωμάτιο, καί μπουκάρισε μ’ αποφασιστικό ύφος ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων.

Αυτό δεν είχε ξαναγίνει!… Δεν προβλεπόταν στο πρωτόκολο, ακόμη καί γιά όταν στο κυβικό δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς. Οι σωματοφύλακες πάντα περίμεναν στο επάνω δωμάτιο καί στον προθάλαμο. Ποτέ δεν έφταναν εδώ κάτω.
Όλοι σταμάτησαν να μιλάνε, καί κοίταξαν τον υψηλόσωμο σωματοφύλακα – ερωτηματικώς πως. Αυτός στάθηκε λίγο πιό μέσα απ’ την είσοδο, καί κάρφωσε κατάματα τον αρχηγεύοντα.
«- Σολομωνάααα-κοοοο!«, είπε με τόνο τέτοιον, που κοροϊδεύονται τα μικρά παιδιά μεταξύ τους. «Γιά πού τό ‘βαλες;»
Το ανοίκειο της παρουσίας του σωματοφύλακα, γέμισε την ατμόσφαιρα μ’ άσχημη έκπληξη· αλλά δέκα φορές περισσότερον ηλεκτρισμό φόρτισε την ομήγυρη η πρωτάκουστη αυθάδειά του. Τον κεραυνό, όμως, στα κεφάλια των συνέδρων τον αμόλησε η φωνή του.
Ήταν γυναικεία!
Ο αρχηγεύων νευρίασε στο έπακρο· αν ο σωματοφύλακας είχε έστω καί μικρό ίχνος ψυχικής ευαισθησίας, καί μόνο το βλέμμα του πρεσβύτερου θα τον σκότωνε. Με δυσκόλως ελεγχόμενο θυμό, του μίλησε με παγερή αυστηρότητα.
«- Τί συμβαίνει, Χαΐμ; Τί συμπεριφορά είν’ αυτή;»
«- Πού πας βιαστικός, Σολομωνάκο, χωρίς να μας χαιρετήσεις;», ανταπέδωσε η κοροϊδευτική γυναικεία φωνή.

Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ. Ο Σολομωνάκος, δηλαδή ο μέχρι πρότινος χαίρων απολύτου σεβασμού πρεσβύτερος, είχε γίνει μπαρούτι.
Προσπάθησε να συγκρατήσει τη λογική του, που δεν θ’ άντεχε άλλη επίθεση συναισθήματος – χρόνια καί χρόνια ξέμαθη, γάρ. Μέχρι σήμερα, γινόταν ό,τι γούσταρε ο λεγάμενος· κι ακριβώς όπως το ήθελε. Ποτέ δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε θυμούς καί νεύρα, γιά να περάσει το δικό του. Κι εδώ δεχόταν τέτοια κόντρα στη θέλησή του -που είχε συνηθίσει να την επιβάλει ασυζητητί στους πάντες-, που ο έλεγχος της συμπεριφοράς του ακουμπούσε πλέον τα σύνορα του αδύνατου.
Επιτέλους, τί συμβαίνει; Η καταγωγή του επικεφαλής σωματοφύλακα ήταν ελεγμένη χίλια τα εκατό, καί από τα δυό γενεαλογικά δέντρα του. Κι όλ’ αυτά τα χρόνια που τους υπηρετούσε, δεν είχε δώσει την παραμικρή αφορμή ν’ αμφιβάλουν γι’ αυτόν. Άρα, αυτό το ξαφνικό απόψε;… Τί…;
«- Δε συνηθίζεις να λες καληνύχτα στις κυρίες;», συνέχισε η γυναικεία φωνή.

Ο αρχηγεύων πρεσβύτερος κόντεψε να εκραγεί, ενόσω μερικοί απ’ τους άλλους -που ψιλοκατάλαβαν τη δύσκολη κατάσταση- έσπευδαν προς το μέρος του, να τον βοηθήσουν· κ’ οι υπόλοιποι έκαναν καναδυό βήματα προς τον σωματοφύλακα, κινούμενοι απειλητικά. Όμως αυτός, χωρίς να πάρει το βλέμμα του απ’ τα μάτια του πρεσβύτερου, ξεθηκάρωσε το Γκλόκ, το απασφάλισε καί τ’ όπλισε σε κλάσμα δευτερολέπτου. Στον επόμενο αριθμητή του κλάσματος, πρόταξε το πιστόλι του εναντίον όλων, έτοιμος να πυροβολήσει. Όντας καθαρά επαγγελματίας πιστολάς, κοίταζε σταθερά μπροστά τον πρεσβύτερο, καί με την πλάγια όρασή του κρατούσε υπό έλεγχο το υπόλοιπο τσούρμο, το κινούμενο. «- Ακίνητοι, να μην το μετανοιώσετε!», ούρλιαξε.
Η φωνή τώρα σάμπως ήταν λιγάκι διαφορετική. Απ’ την ταραχή τους, όμως, δεν το καλοκατάλαβαν. Αρκέστηκαν στο ότι εξακολουθούσε να είναι γυναικεία.
«- Τσακιστήτε καί παλουκωθήτε στις πολυθρόνες σας!…», ξανάπε ο σωματοφύλακας με την παράξενη θηλυκιά φωνή, «…που είναι καί στυλάτα κομμάτια!«, συμπλήρωσε.
Με την προσταγή του σωματοφύλακα κοκκάλωσαν, αλλά χρειάστηκε κι ένα επιτακτικό νεύμα του πρεσβύτερου («εντάξει, όλα υπό έλεγχο»), γιά να ηρεμήσουν κάπως καί να πάνε να ξανακαθήσουν.
Όμως… Θηλυκιά φωνή; Ναί, αυτή τη φορά πραγματικά έγινε πιό θηλυκή. Εκτός αν ήταν κι αυτή ακόμη μιά παραίσθηση. Φαίνεται πως γιά κάποιους λόγους (παροδικούς, έλπιζαν), τα μυαλά τους ολονών απλά έπαψαν να δουλεύουν· τις στιγμές εκείνες έκαναν πουλάκια. Όχι μόνο άκουγαν να βγάζει γυναικεία φωνή ένας μαντράχαλος, αλλ’ άλλαζε καί τη χροιά διαρκώς! Δεν τους ενέπαιζε μονάχα μ’ όσα έλεγε, αλλά καί με το πώς τά ‘λεγε.
Απαράδεκτο, ακόμη κι ως παράλληλη πραγματικότητα. Αυτά όλα ήταν απλώς ένα παρατεταμένο ψέμμα – που θα ‘ρχόταν κι αυτουνού η ώρα του να τελευτήσει.

Ο πρεσβύτερος κατάφερε να κρατήσει πατημένο κάτω το καπάκι της οργίλης κατσαρόλας του, κι ερεύνησε το πρόσωπο του σωματοφύλακα. Το απλανές βλέμμα του τελευταίου, καθώς κι η απόλυτη ακινησία των μελών του όταν δεν μιλούσε, έδειχναν πως όλο αυτό το θέατρο δεν ήταν δικό του έργο. Δεν προσποιούταν, το άτομο· διατελούσε υπό κατάληψη από κάποια οντότητα.
«- Ποιά είσαι;», ρώτησε, ενώ ταυτόχρονα έκανε κρυφά νόημα με τα δάχτυλα προς τους λοιπούς παριστάμενους «ξεκινήστε τον εξορκισμό». Ξεκίνησε κι αυτός να τον απαγγέλει από μέσα του. Όμως, δώδεκα άτομα άρχισαν στη στιγμή να δείχνουν σημάδια πνιγμού, να κοντανασαίνουν, καί να πιάνουν τον λαιμό τους· σα να προσπαθούσαν ν’ απομακρύνουν απ’ αυτόν τα χέρια κάποιου, που τον έσφιγγε θανάσιμα. Σωριαστήκαν όλοι τους στις πολυθρόνες, καί πήραν στάσεις σαν αγγυλωμένοι.
«- Εσείς, ακίνητοι είπαμε!», σφύριξε απειλητικά η φωνή. «Όσο γιά σένα,…», απευθύνθηκε στον αρχηγό, που με τις πρώτες συλλαβές του εξορκισμού είχε τινάξει απότομα το κεφάλι του κ’ είχε σωριαστεί άδειο σακκί στο έδαφος, σα να δέχτηκε νόκ-άουτ γροθιά στη μούρη.
«- …Όσο γιά σένα, Σολομωνάκο, τους εξορκισμούς να τους χώσεις εκεί που ξέρεις!», έδωσ’ όρντινο η φωνή, εξοργισμένη. «Κι άμα θες κόντρες, πάρε!», αποτέλειωσε.
Τα χρόνια του πρεσβύτερου δεν βοηθούσαν γι’ άμεση επανανόρθωση στα δυό του πόδια. Δεν πρόλαβε, όμως, να μαζέψει τα γεροντικά κανιά του, καί το δωμάτιο αντήχησε με μιά ανυπόφορη στριγγλιά σε τέρμα ένταση. Ήχοι υπερκόσμιοι· τρίλλιες, βιμπράτο, αρπίσματα σ’ υψηλές συχνότητες,
λέξεις πανάρχαιες
να μολογούν
τα τρομερά τα μυστικά που ξέρουν,
σφυροκοπούσαν ανελέητα τα εγκεφαλικά κέντρα των παρισταμένων, που κλείναν τ’ αυτιά τους με τα χέρια τους, μπας καί γλυτώσουν. Αλλά το κακό δε σταματούσε.

Όταν άπαντες είχαν διπλωθεί στο πάτωμα διαλυμένοι ανάμεσα στα ξερατά τους, τότε σιώπησε ο ηχητικός εφιάλτης. Άπαντες, πλην σωματοφύλακα· που στο μεταξύ είχε ξαναβάλει το όπλο στη θήκη καί στεκόταν ακίνητος με βλέμμα απλανές. Όταν -επιτέλους!- έπαψαν οι φωνητικές εκπομπές του ενόπλου γορίλλα, ο πρεσβύτερος σύρθηκε με υπερπροσπάθεια στον πλησιέστερο τοίχο, κι ανακάθησε στηρίζοντας την πλάτη του σ’ αυτόν.
«- Ποιά είσαι;», επανέλαβε εκ νέου ο ηλικιωμένος· καταβεβλημένος καί φοβισμένος αυτή τη φορά.
«- Είμαστε περισσότερες από μία!», είπε η δεύτερη φωνή. Ναί, καθαρά τώρα, αυτή ήταν άλλη φωνή. Όχι αυτή που μίλησε αρχικά.
«- Έστω! Ποιές είστε;», άρθρωσε ο γέρος με δυσκολία. Δεν είχε βρεί ακόμη τις ανάσες του.
«- Δε μαντεύεις;»
«- Όχι…»
«- Έλα, που δεν κατάλαβες! Κατάλαβες, καί πολύ καλά μάλιστα! Μόνο που είσαι πολύ εγωϊστής, ώστε να το πείς!»
«- Έχετε σχέση με …Ελλάδα;»
Το στόμα του γέρου κόντεψε να βγάλει φλόγες, σα να κατάπιε ένα κιλό μπούκοβο μονομιάς.
«- Γιατί με βασανίζετε κι άλλο;», κατάφερε να ψελλίσει – αν καί θά ‘θελε πολύ να ξεράσει, αντί να μιλάει.
«- Δεν σε βασανίζουμε! Σου καθαρίσαμε το στόμα απ’ την κακιά λέξη που είπες!», κορόϊδεψε η πρώτη φωνή, γελώντας τρανταχτά.

Ο γέρο-Σολομών δεν είχε πειστεί απόλυτα πως είχε να κάνει με περισσότερες της μιάς οντότητες· εξακολουθούσε να νομίζει πως πρόκειται γιά μονάχα μία, με ικανότητες να παραλλάσσεται. Ωστόσο, κατενόησε -καί προς το παρόν αποδέχθηκε- πως είναι τελείως ανίσχυρος μπροστά της. Αποφάσισε, λοιπόν, να το παίξει. Θα πήγαινε γιά τώρα με τα νερά της, αλλά στο μέλλον ίσως… ποιός ξέρει…
«- Έχεις… έχετε» (διόρθωσε) «σχέση …με τη χώρα που είπα;»
Ο γέρος, αν κι ο αριθμός «ένα» δεν έλεγε να φύγει απ’ το κεφάλι του, άρχισε επίτηδες τους πληθυντικούς, γιά να μην εξοργίσει το άγνωστο -κι αόρατο- πλάσμα.
«- Ναί.»
«- Ποιά σχέση;»
«- Την υπεραγαπάμε!»
«- Καί ποιές θνητές έχουν τόση δύναμη;»
«- Θνητές; Τς τς τς!!! Μας υποτιμάς μ’ ελεεινό τρόπο, μπάρμπα!», συνέχισε το δούλεμα η φωνή. Η τρίτη· ναί, η τρίτη! Φάνηκε καθαρά πως δεν είχαν βαριακούσει πρωτύτερα.
«- Ποτέ μου δεν πίστευα πως υπάρχουν θεές, καί δεν θα το πιστέψω τώρα!», έκαν’ ο γέρος, συννεφιασμένος.
Η κρυστάλλινη πυραμίδα σηκώθηκε ξαφνικά στον αέρα κι έσκασε με φόρα στον τοίχο. Το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια, πού γκρεμίστηκαν στα πλακάκια με παρατεταμένο στρίγγλισμα.
«- Ούτε τώρα θα το πιστέψω!», ούρλιαξε ο γέρος, αλλά δεν έλαβε απόκριση από πουθενά.

Ίσως καί νά ‘ταν η έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλό του… αλλά ξαφνικά τον χώρο τον γέμισε ένα γλυκό φώς, σαν ηλιακό. Αιωρούμενο μπροστά στα μάτια όλων φάνηκε ένα ποτάμι με νερό άσπρο σα γάλα· ίσως καί νά ‘ταν όντως γάλα, που έρρεε σα νερό. Κι απόκοντα, ένα τέρας φοβερό· μιά παλιόφατσα γυναικεία με μαλλιά σα φίδια, δόντια καπριά, καί τη γλώσσα όξω, σα λυσσασμένο σκυλί. Όχι, δεν ήταν ζωντανό, αλλά ιστορημένο απάνω σε μιάν ασπίδα αρχαιοπρεπή. Καί δίπλα στο τέρας, στεκόταν μιά γυναίκα ολόγυμνη· όμορφη ετούτη.
«- Κατάλαβες τώρα, Σολομωνάκο; Ή θα συνεχίσουμε να παίζουμε τις κουμπάρες;», χαστούκισαν τ’ αυτιά του κι οι τρείς φωνές ταυτόχρονα.
Έκανε τρομερή προσπάθεια να μην προφέρει τα ονόματα· που τα θεωρούσε τόσο βδελυρά, όσο καί τον χρυσό μόσχο των οπαδών του Μωϋσή. Μά δε μπορούσε να κάνει κι αλλοιώς.
«- Ήρα!… Αθηνά!… Αφροδίτη!…», ψέλλισε μεσ’ στα νεύρα. Αλλά δεν εισέπραξε έπαινο.
«- Μην είσαι αγενής! Μας εξοργίζεις!»
«- Καί τί να κάνω, δηλαδή, γιά να μή σας εξοργίζω; Έτσι δε σας λένε;»
«- Να μας προσφωνείς με τον τίτλο μας! Δεν είμαστε οι μικρές σου αδελφούλες!»
«- Με συγχωρείτε!…»
«- Λοιπόν;»
«- Εντάξει, εντάξει… θεά Ήρα, θεά Αθηνά!…», κόμπιασε.
«- Καί…;«, τον έκοψε η πρώτη φωνή, με προσμονή. Αλλά ο γέρος δεν παρέδιδε εύκολα τα όπλα.
«- Εσείς οι δύο, εντάξει. Δεν σας γουστάρω, το ξέρετε, αλλά είσαστε αξιοσέβαστες. Δεν γίνεται, όμως, να προσφωνήσω ‘θεά’ την πουτάνα!» (εδώ κούνησε το κεφάλι του, σα νά ‘φτυνε) «Που καί τώρα εμφανίστηκε γυμνή μπροστά μου, σα δε ντρέπεται! Μπροστά σε μένα, έναν άνθρωπο του Θεού!», έκανε χολωμένος.
«- Δε λες να παραιτηθείς απ’ τις ανόητες αντιλήψεις σας!…», τον περίπαιξε η τρίτη φωνή. «Έχει κολλήσει το ρημάδι σας… εκείειειει!!! Καί δεν ξεκολλάει! ‘Κατώτερο είδος η γυναίκα!’ Αλήθεια, ρέ μπάρμπα, αν εσάς σας φέρνει στον κόσμο ένα κατώτερο είδος, τότε εσείς τί είσαστε;»
Ο γέρος δεν έβγαλε άχνα.
«Κι όσο γιά την εμφάνισή μου, αν εσύ με θες ντυμένη, κάποια δισεκατομμύρια ανδρών με προτιμούν χωρίς τα ρούχα μου! Με τόσους θαυμαστές, εσύ δεν θα μου λείψεις καθόλου… μπάρμπα!«, τον ειρωνεύτηκε η τρίτη φωνή.
Ο γέρος συνέχιζε τις ασκήσεις σιωπής.
«Δεν τελειώσαμε, όμως… μπάρμπα! Επειδή δεν με σέβεσαι, δεν σε σέβομαι ούτ’ εγώ! Πάρε, λοιπόν, το δώρο μου, να βάλεις μυαλό!», γέλασε απελευθερωμένα η τρίτη φωνή.
Ο γέρος αισθάνθηκε να του φεύγουν τα ούρα καί τα κόπρανα, καί να τον πλημμυρίζουν. Εντελώς ανίκανος να τα συγκρατήσει, σα μωρό, κατακόκκινος από λύπη κι οργή αντάμα, έβαλε τα κλάμματα, ούρλιαζε, συγκρατιόταν (από φόβο) να μή βρίσει, χτυπούσε τις  γροθιές του όπου έβρισκε. Αλλά μάταια.

Δεν πρόλαβε να βρωμίσει ο αέρας απ’ τις αποχετεύσεις του γέρου, καί μπούκαραν στο κυβικό δωμάτιο κι όλοι οι υπόλοιποι σωματοφύλακες. Ενεργώντας σαν υπνωτισμένοι, σαν αυτόματα, φόρεσαν από ένα ζευγάρι χειροπέδες στους υπόλοιπους συνέδρους, κι άρχισαν να τους τραβάνε προς τα πάνω, προς την έξοδο. Κανείς δεν αντιστάθηκε· αποδέχθηκαν τη μοίρα τους μέσ’ στη σιωπή, λες καί το περίμεναν. Μόνον ο γέρος άνοιξε το στόμα του, ενόσω του πέρναγε χειροπέδες ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων.
«- Κάτι τελευταίο!», πρόσταξε -στιγμιαία ενθυμούμενος τις δόξες του-, κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά του.
Σιωπή. Απόλυτη.
Ο γέρος συνέχισε, χωρίς να περιμένει έγκριση.
«- Κερδίζαμε!… Γιατί παρεμβήκατε τόσο χοντρά,… θεές;» (Την τελευταία λέξη την είπε αρκετά πικρόχολα.)
«- Γιατί να μην παρέμβουμε;»
«- Επειδή αυτό αντίκειται στους Συμπαντικούς Νόμους!»
Τριπλό γέλιο.
«- Αντίκειται στους Συμπαντικούς Νόμους, λέω!», τα στύλωσε με πείσμα γεροντικό.
«- Κοίτα τον, που μας κάνει καί μάθημα!… Κι εσείς, δηλαδή, είσαστε σύμφωνοι με τους Συμπαντικούς Νόμους; Αυτό θες να πείς;»
«- Είμαστε!», θύμωσε ο γέρος – που είχε καταντήσει τόσο χάλια, που πλέον δεν πρόσεχε ποιά φωνή του μιλάει.
«- Τους χτυπάτε τους Έλληνες κάτω απ’ τη ζώνη! Ανέντιμα! Θαρρείς πως συμφωνούν με τους Συμπαντικούς Νόμους τέτοια καμώματα;»
«- Δεν έχει σημασία πώς τους χτυπάμε, μιά που είμαστε σε πόλεμο μαζί τους! Αλλά τους προειδοποιούμε, πριν τους χτυπήσουμε! Αν δεν έχουν μυαλό να καταλάβουν, δε φταίμ’ εμείς!»
«- Κι έχετε τη συνείδησή σας ήσυχη!»
«- Ναί!», φώναξε εμφατικά ο γέρος.
«- Λες καί μπορείτε να το τουμπάρετε το Σύμπαν μ’ εβραίϊκα παζάρια δούναι καί λαβείν!… Τους ‘προειδοποιείτε’, λοιπόν, τους Έλληνες… Εκτός από μία φορά, που δεν το κάνατε· κι αυτή η μία είναι αρκετή, γιά να σας κάψει στο τέλος!»
«- Πότε δεν τους προειδοποιήσαμε;»
«- Στον Φαέθωνα. Τους χώσατε πονηρά-πονηρά τον ιό της αυτοκαταστροφικότητας στο γονιδίωμά τους, χωρίς να τους προειδοποιήσετε τί πάτε να τους κάνετε!…»
«- Ας πρόσεχαν!», είπε ο γέρος με περισσή χολή.
«- Ας προσέχατε κι εσείς!», αντιγύρισε η Πρώτη θεά.
«- Οι Έλληνες μέν θα λούζονται γι’ αρκετό καιρό τις συνέπειες της βλακείας τους… αφήνοντας τη σοφία σε μένα…», συμπλήρωσε η Δεύτερη, φιλοσοφικά.
«- …Αλλά εσείς… Χάσατε! Οριστικά! Τελειώσατε! Αυτό εδώ είναι το τέλος σας!«, έκλεισε το θέμα η Τρίτη.

vii.
Στο εστιατόριο.
Μία καί είκοσι πρωϊνή.
Ο Έλληνας ιδιοκτήτης αναρωτιόταν πώς καί δεν ξαναβγήκαν στον επάνω κόσμο οι σκιές, όπως μονολογούσε αστειευόμενος. Πάντα έβγαιναν στον δρόμο στις μία καί δέκα το πολύ. Επειδή η συνεδρίαση κρατούσε μέχρι τη μία η ώρα – ήταν σίγουρος. Βλέπεις, οι τυπάδες θέτανε ως αφετηρία το μεσουράνημα του Ήλιου, καί μετρούσαν δεκατρείς ώρες απ’ αυτό, ενόσω ο Ήλιος κατηφόριζε. Τέκνα του σκότους, τί διαφορετικό να περιμένεις από δαύτους;
Όμως, απόψε ήσαντε άφαντοι.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μαγαζί ο Τζίμης ο φιλαράκος του. «- Γιό, μάν!», χαιρέτησε. «Τί γίνεται, μπρό;«, τον φιλοδώρησε με την προσφώνηση που -εκτός ράτσας- κρατούσε τιμητικά γιά τον Έλληνα.
«- Γιό, ντιούντ!», ανταπέδωσε εξ ίσου εύθυμα εκείνος. «Εγώ είμαι μιά χαρά, Τζίμη! Τί άλλο περίμενες να γίνεται;»
«- Εδώ απέξω γέμισ’ ο τόπος μπάτσους καί πράκτορες!»
«- Ά, εμένα κυνηγάνε! Την κοπάνησα απ’ τη στενή!», αστειεύτηκε.
«- Αν εσύ έκανες χρόνο,» (χρησιμοποίησε τον ιδιωματισμό γιά την έκτιση ποινής) «τότε εγώ θα γίνω αδερφή!», του χαμογέλασε πειραχτικά.
«- Μπορείς από τώρα να πας ν’ αγοράσεις κραγιόν!»

Δεν πρόλαβαν να γελάσουν, κι ο ιδιοκτήτης του ταβερνείου πρόσεξε μέσα απ’ τη βιτρίνα πως ο μαύρος φίλος του είχε δίκιο. Σειρήνες περιπολικών, αστυνομικοί, κόσμος πολύς είχαν γεμίσει τον δρόμο.
Ο ιδιοκτήτης δεν έχασε χρόνο· πλησίασε το ζευγάρι του μεγαλοπαράγοντα με την κοπελλίτσα, καί κάτι τους είπε. Παρευθύς βρέθηκε ένα λαϊκό τζάκετ κι ένα καπέλλο τζόκεϋ, κι ο άντρας μεταμορφώθηκε σε μέσο όρο οικοδόμου με ξυλοκόπο. Το ίδιο καί γιά την κοπέλλα, κάπου κονομήθηκε μιά ζακέττα καί την έριξε πάνω της.
Κι ενώ ο Τζίμης είχε καθήσει καί μασούλαγε το φαγητό του, ο Έλληνας πέρασε σαν τη μέλισσα απ’ όλα τα τραπέζια, καί καθησύχασε την πελατεία του. «- Αφήστε το σε μένα!», έλεγε. «Κάτι άσχημο γίνεται έξω, αλλά θα φροντίσω να ειδοποιηθούν οι δικοί σας καί να φτάσετε στα σπίτια σας ασφαλείς.» Ταυτόχρονα, κρυφομετρούσε τη δύναμη καί τη μαχητικότητα των αντρών πελατών – αν χρειαζόταν. Βέβαια, επειδή δεν κερδίζει πάντα ο ειρηνικός τρόπος, είχε φροντίσει από παλιά νά ‘χει ένα πιστόλι κρυμμένο κάπου· αλλά δεν επαρκούσε.

Κάπου εκεί, το βλέμμα του έπιασε έναν κουμπουροφόρο στο απέναντι πεζοδρόμιο, να προτίθεται να έρθει προς το μαγαζί. (Είχε προσέξει τα φώτα, γάρ.) Έσπευσε να πατήσει τον διακόπτη γιά τα ηλεκτρικά μοτέρ των ρολλών, να κατέβουν. Πρόλαβε, αλλά το κακό συναπάντημα ήδη άνοιγε την πόρτα του καταστήματος.
«- Είμαστε κλειστά, σέρ!», του φώναξε.
«- Σοβαρά; κι αυτοί εδώ τί είναι;», γρύλλισε ο τύπος, πού ‘χε λυμένο το ζωνάρι του γιά καυγά.
«- Είναι τακτικοί πελάτες μου, που συμπλήρωσαν είκοσι γεύματα εδώ ο καθένας τους, καί τους κάνω μιά βραδυά δώρο! Είναι σπέσιαλ βραδυά απόψε, δεν μπορώ να δεχθώ χωρίς κράτηση! Λυπάμαι!»
«- Μαλακίες!», είπε το στραβόξυλο φτύνοντας επιδεικτικά, μή λέγοντας να ξεκολλήσει.
«- Ακούστε, όφφισερ!», του αποκρίθηκε ο Έλληνας σοβαρός. «Εγώ κι οι πελάτες μου είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι. Δεν δημιουργούμε προβλήματα, καί δεν θέλουμε να σας δημιουργήσουμε προβλήματα. Εάν έξω γίνεται κάτι άσχημο, θα καθήσουμε εδώ καί θα περιμένουμε τις ειδήσεις από την τηλεόραση· καθώς καί τις γενικές οδηγίες γιά όλον τον πληθυσμό!»
«- Αυτό ακριβώς να κάνετε!», είπε βαρύθυμα κι ανέκφραστα το ζώον. Κι εδέησε επιτέλους να ξεκουμπιστεί, σπρώχνοντας την είσοδο του μαγαζιού με πάταγο.
Με το που άνοιξε ο βαρύμαγκας την έξοδο, κάπου στο βάθος του δρόμου φάνηκαν στιγμιαία κάτι ομότεχνοί του να πηγαίνουν τις σκιές κωλοφεράντζα, σά νά ‘σερναν αιχμαλώτους.

Ο Έλληνας έκανε ακόμη μιά περατζάδα απ’ όλα τα τραπέζια.
«- Φίλοι μου!», είπε. «Δεν φαίνεται πως θα πάμε νωρίς στα σπίτια μας απόψε. Αλλά, όσο θα κάθεστε εδώ, θα κάνω τη ζωή σας πιό όμορφη! Λοιπόν, μέχρι να φύγετε, ό,τι φάτε -μαζί με μερικά κρασιά της επιλογής μου- είναι κερασμένο!»

viii.
Στο εστιατόριο.
Πέντε καί μισή πρωϊνή.
Έξω, η φασαρία μόλις άρχιζε τα πρώτα σημάδια υποχώρησης.
Περιμένοντας να ξαναβρούν οι δρόμοι τη συνηθισμένη εικόνα τους, ώστε να φύγουν, όντως οι πελάτες είχαν γίνει μιά μεγάλη οικογένεια. Οι ιστορίες που αντάλλασσαν, γαρνιρισμένες με τ’ αστεία του Έλληνα, έδωσαν κουράγιο σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, όλες αυτές τις ώρες. Βοήθησαν, βέβαια, τα μέγιστα ο υπέροχος καφές καί τα γλυκά που τους πρόσφερε. Όμως, των ανθρώπων η αντοχή δεν είν’ άπειρη· άρχισαν να τα παίζουν, καί να εκφράζουν έντονα την επιθυμία να φύγουν γιά τα σπίτια τους. Ο ιδιοκτήτης τους κατανοούσε, αλλά είχε ακόμη κάτι τελευταίο να τους χαρίσει.
«- Μπορείτε, σας παρακαλώ, να μου αφιερώσετε το τελευταίο κομμάτι του πολύτιμου χρόνου σας γιά τη συνάντηση ετούτη; θέλω όλοι μαζί να χαιρετήσουμε τον Ήλιο, που θ’ ανατείλει!», τους ανακοίνωσε γλυκά, μη κι ακούσει άρνηση. Καί δεν άκουσε.
Δεν είχαν ούτε τις αντοχές να του πούν ναί, ή όχι. Μόνον ενθαρρυντικά χαμογελαστά νεύματα έκαναν.

Χωρίς να τους προσέχει, πήγε καί ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο το κλαρίνο. Με το που ήχησαν οι πρώτες νότες, δεν ήταν πιά ο συνηθισμένος εαυτός του. Αλλά κάποιος… κάτι… μιά δύναμη της Φύσης, που ερχόταν από πολύ πολύ μακριά.
Ο μέγας τράγος, ο πρωταγωνιστής
Ήλιος
πέτρα
άνθρωπος
πεντατονία
Σκάρος λεγόταν το κομμάτι.

Τέλειωσε τη μυσταγωγία ταυτόχρονα με τις πρώτες ακτίνες του Ήλιου, που μπήκαν απ’ τη βιτρίνα κι εγκαινίασαν τη νέα μέρα. Όλοι τον κοιτούσαν άφωνοι κι αποχαζεμένοι· κι εξακολουθούσαν, ακόμη καί βλέποντάς τον να ξανακρεμάει το κλαρίνο στη θέση του καί να ξαναγίνεται αυτός που ήξεραν.
Μόνον ο Τζίμης κατάφερε καί συμμάζεψε πρώτος το έκπληκτο, μισάνοιχτο καπάνι του. Κάτι πολύ βαθύ είχε σαλέψει μέσα του, κι αυτουνού.
Κι αργοκουνώντας το κεφάλι,
«- This is the blues, man!…», ψιθύρισε με σεβασμό.

Επίλογος
Διαγενομένου του Σαββάτου.
Άδειο κυβικό δωμάτιο.
Ένα μάτσο χάλια· νά τί απέγινε το περίφημο δωμάτιο έξ έξ έξ των συνωμοτικών συσκέψεων!…
Σπασμένα γυαλιά, ξερατά, παρατημένα μικροαντικείμενα, βρωμισμένα χαρτομάντηλα, μπουρδουκλωμένες πολυθρόνες σε τυχαίες θέσεις καί τυχαίες στάσεις. Πλακάκια σακατεμένα, άγνωστο πώς, σα να πέρασε σβάρνα καί τα όργωσε.
Καί τα μυστηριακά φώτα ξεχασμένα αναμμένα. Πιθανώτατα θα φρόντιζε η ηλεκτρική εταιρεία να σβήσουν, όταν κανείς δεν θα της πλήρωνε τον επόμενο λογαριασμό. Ποιός να ξέρει;
Όμως, το προβολικό της οροφής ήτανε -πάλι άγνωστο πώς- στραμμένο σε μιά πολυθρόνα, πού ‘χε γλυτώσει όρθια. Το θερμό φώς την έλουζε.
Απάνω της, απιθωμένα προσεκτικά, τρία ολόφρεσκα, μεγάλα, ζουμερά, κατακόκκινα μήλα.

ΤΕΛΟΣ