Οι Δούρειοι Ίπποι στην εποχή του διεθνισμού
Του Νίκου Βαρσάμη
Οι χιλιαστικές προσδοκίες τις οποίες γεννούσε ο πορεία προς τη λήξη του Ψυχρού πολέμου βγήκαν για πρώτη φορά στην επιφάνεια τον Δεκέμβρη του 1988, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μίλησε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγγέλλοντας με δραματικό ύφος τη μονομερή μείωση των στρατιωτών κατά μήκος των συνόρων της ΕΣΣΔ καλώντας σε μια «νέα παγκόσμια τάξη», στην οποία θα έφθιναν οι ιδεολογικές διαφορές. Από την πλευρά τους Αμερικανοί διανοούμενοι χαιρέτιζαν το «τέλος της Ιστορίας», ο δε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) παρουσίαζε τη δική του εκδοχή για την «υπόθεση όραμα». Μιλώντας στο Κογκρέσο λίγο μετά την εισβολή των ιρακινών στρατευμάτων στο Κουβέιτ, υποσχόταν ότι θα τα εκδίωκε και προέβλεπε:
«Αυτούς τους ταραγμένους καιρούς… μπορεί να αναδυθεί μια νέα παγκόσμια τάξη: μια νέα εποχή, πιο απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, πιο αποφασιστική στην επιδίωξη της δικαιοσύνης πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, στην Ανατολή και τη Δύση, στο Βορρά και τον Νότο, θα μπορέσουν να ευημερούν και να ζουν αρμονικά. Εκατοντάδες γενιές αναζητούσαν αυτό τον δυσπρόσιτο δρόμο για την ειρήνη, ενώ χιλιάδες πόλεμοι μαίνονταν σ’ όλο το φάσμα των ανθρωπίνων αναμετρήσεων. Σήμερα αυτός ο κόσμος παλεύει να γεννηθεί».
Τόσο για τον Γκορμπατσόφ όσο και για τον Μπους, η εξασθένηση των εντάσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις προμήνυε την έναρξη μια εποχής διεθνούς συνεργασίας και αναζωογόνηση των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, για άλλους, σήμαινε την απαρχή πρωτοφανούς τυραννίας. Το 1991 στο μπεστ σέλερ του «Η νέα παγκόσμια τάξη», ο τηλεκήρυκας Πατ Ρόμπερτσον, προειδοποιούσε για τις δυνάμεις του κακού που συνωμοτούσαν με στόχο να κυριαρχήσουν στον κόσμο στο όνομα της Αρετής.
Φυσικά μετά το τραγικό φιάσκο των αμερικανών στο Ιράκ, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ επανήλθε στην πολυμερή διαχείριση των παγκοσμίων υποθέσεων, απρόθυμα κατά την δεύτερη θητεία του Τζορτζ Μπους (του νεώτερου) και πιο αποφασιστικά υπό τον Μπάρακ Ομπάμα. Όμως η πραγματική βασική εξέλιξη είναι διαφορετική. Περάσαμε από μια εποχή όπου επικρατούσε η πίστη στην ιδέα των διεθνών οργανισμών, σε μια εποχή όπου η πίστη αυτή χάθηκε.
Ωστόσο, δεν χάθηκε μόνο αυτή η πίστη. Η πεποίθηση για μια ορθολογική υπερεθνική παγκόσμια κυβέρνηση, ήταν απλώς μια εκδοχή εντός ενός πολύ ευρύτερου φάσματος κοσμικών, διεθνιστικών ουτοπιών που καλύπτουν όλη τη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων με ποικίλες ιδεολογικές απόψεις.
Για παράδειγμα, κομμουνιστές, καπιταλιστές της ελεύθερης αγοράς και αναρχικοί επιδίωξαν να υπερβούν πλήρως το κράτος και φαντάστηκαν ένα είδος μεταπολεμικής ανάμειξης των λαών. Κάπου στο μέσο, ανάμεσα στην παγκόσμια κυβέρνηση και την κατάργηση της κυβέρνησης, βρίσκεται το όραμα της οργανωμένης συνεργασίας μεταξύ των εθνών-με τεχνικούς όρους, μάλλον εννοούν διακυβερνητισμό, ή ο διακυβερνητισμός ελαφρώς τροποποιημένος από την ύπαρξη υπερεθνικών οργανισμών, παρά υπερεθνικοί οργανισμοί-του είδους που ενέπνευσε, τα Ηνωμένα Έθνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους τέτοιους πολυμερείς οργανισμούς. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των απόψεων, οι οποίες εμπεδώνονται σε ένα πλέγμα ελπίδων, φαντασίας και φόβων, είναι το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος για την ανθρωπότητα, ενός μέλλοντος που είναι εντός των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων μας και υπόσχεται τη συλλογική χειραφέτησή μας.
Αυτές οι ιδέες και αυτοί οι θεσμοί γεννήθηκαν στην Ευρώπη πριν εξαπλωθούν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και σε όλο τον κόσμο ελέω δυο αιώνων παγκόσμιας ηγεμονίας της Δύσης, που τώρα πλησιάζει στο τέλος της.
Αυτή λοιπόν η ιστορία είναι ουσιαστικά ιστορία της Δύσης και ξεκινά από τις αρχές του 19ου αιώνα μεταξύ των διπλωματών της ευρωπαϊκής παλινόρθωσης. Το 1815 αυτοί οι διπλωμάτες δημιούργησαν το πρώτο μοντέλο διεθνούς κυβέρνησης-το Κονκλάβιο των Μεγάλων Δυνάμεων που είναι γνωστό ως «Ευρωπαϊκή Συμφωνία»-για να διαχειριστούν την ήπειρο μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Από το 1815 και μετά οι πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συναντιούνται τακτικά για να εμποδίσουν οποιαδήποτε δύναμη να ξαναγίνει κυρίαρχη και να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική αναταραχή πριν οδηγήσει σε πόλεμο. Σύντομα όμως άρχισε να δρα η λογική της θέσης-αντίθεσης. Ενώ η Ευρωπαϊκή Συμφωνία ήταν απάντηση στον Ναπολέοντα, ο διεθνισμός όπως τον εννοούσε ο 19ος αιώνας, ήταν η απάντηση στην Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Ακόμα και η λέξη «διεθνής», που επινοήθηκε εκείνη την εποχή, είχε ριζοσπαστική σημασία. Οι διεθνιστές ασπάζονταν τον εθνικισμό, το ισχυρότερο πολιτικό πιστεύω για το μετασχηματισμό εκείνη την εποχή, και θεωρούσαν ότι ο διεθνισμός και ο εθνικισμός θα προχωρούσαν χέρι-χέρι για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και δικαιότερο. Πεισμένοι ότι κρατούσαν τα κλειδιά για το μέλλον, τάσσονταν εναντίον των συντηρητικών διπλωματών τους οποίους απεχθάνονταν, αλλά αντιπαρατάσσονταν και μεταξύ τους.
Μερικοί, όπως ο Καρλ Μαρξ, ονειρεύονταν ότι οι εργάτες θα συνενώνονταν. Ο Τζουζέπε Μαντσίνι, που απεχθάνονταν τον Μαρξ, ήλπιζε ότι οι δημοκράτες πατριώτες θα σφυρηλατούσαν έναν κόσμο εθνών. Προτεστάντες ιεροκήρυκες κινητοποιήθηκαν για να επιταχύνουν την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Έμποροι και δημοσιογράφοι απαιτούσαν ελευθερία του εμπορίου και εξάπλωση της βιομηχανίας. Επιστήμονες ονειρεύονταν νέες διεθνείς γλώσσες, διάδιδαν τεχνικές γνώσεις και πραγματοποιούσαν μεγάλα τεχνικά έργα που θα ένωναν την ανθρωπότητα. Οι αναρχικοί πίστευαν πως το πρόβλημα ήταν τα κράτη και σχημάτιζαν μια βραχύβια Διεθνή. Οι νομικοί πίστευαν ότι το πρόβλημα ήταν οι πολιτικοί και παρακινούσαν τα κράτη να εγκαταλείψουν τον πόλεμο και να επιτρέψουν να λύνονται οι διαφορές από τη διαιτησία ή από κάποιο παγκόσμιο δικαστήριο. Στο τέλος του αιώνα ακόμα και τα μέλη των μυστικών υπηρεσιών οργάνωναν διεθνή συνέδρια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η διεθνής αρένα είχε γίνει πεδίο στο οποίο πολύ διαφορετικές πολιτικές ομάδες και ιδεολογίες σχεδίαζαν τα όνειρα και τους εφιάλτες τους.
Με μαμή τον πόλεμο
Μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Κοινωνία των Εθνών και ο ΟΗΕ, δεν αναπτύχθηκαν βαθμιαία. Αντίθετα γεννήθηκαν διαμιάς έπειτα από απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, με μαμή τους τον πόλεμο. Κατά τον Μεσοπόλεμο αναλυτές, που πίστευαν ότι οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει να εξελίσσονται οργανικά, αντιλήφθηκαν πως αυτή η τεχνητή δημιουργία και η καινοτομία του θεσμού, συνιστούσαν πρόκληση και θεώρησαν ότι, αν η Κοινωνία των Εθνών κέρδιζε μεγάλους τομείς της παγκόσμιας κοινής γνώμης μέσω των ιδανικών που τα οποία ενσάρκωνε, θα είχε χρόνο να ριζώσει στις καρδιές των ανθρώπων, όπως είχε γίνει με τις Αυτοκρατορίες. Επομένως, εξαρχής ήταν σύμφυτη στους διεθνείς οργανισμούς η αναπόφευκτη ένταση ανάμεσα στα στενότερα εθνικά συμφέροντα τα οποία επιδίωκαν να προωθήσουν μέσω αυτών οι Μεγάλες Δυνάμεις και στα οικουμενικά ιδανικά και στη ρητορική που απέρρεαν από αυτούς τους οργανισμούς.
Φυσικά, στην ιστορία οι περισσότερες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ένιωσαν την ανάγκη για κάποια οργάνωση όπως η Κοινωνία των Εθνών, η Κομιντέρν ή ο ΟΗΕ. Για παράδειγμα, οι ναζιστές, απέρριπταν την ίδια την ιδέα της διεθνούς οργάνωσης. Αυτό που πραγματικά πρέπει να εξηγηθεί είναι γιατί πρώτοι Βρετανοί, στο απόγειο της παγκόσμιας δύναμής τους, και κατόπιν οι Αμερικανοί επένδυσαν χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο στην οικοδόμηση διεθνών οργανισμών. Οι ιστορικοί που εγκωμιάζουν τον διεθνισμό ως τον βαθμιαίο θρίαμβο του ενάρετου αισθήματος της παγκόσμιας κοινότητας δεν θεωρούν γενικά πως αυτό το ερώτημα αξίζει να τεθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους ακαδημαϊκούς που απορρίπτουν τους διεθνείς οργανισμούς θεωρώντας ότι αποτελούν μέσα για να συγκαλύπτουν οι Μεγάλες Δυνάμεις τις επιθυμίες τους. Πολιτικοί επιστήμονες έχουν πραγματευτεί το ζήτημα των ωφελειών της πολυμερούς διαχείρισης των παγκοσμίων υποθέσεων, αλλά η ανάλυση αυτού του τύπου αποτελεί μέρος της συζήτησης μεταξύ Αμερικανών ακαδημαϊκών και διαμορφωτών της πολιτικής για τον χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και την χρησιμότητα των Ηνωμένων Εθνών για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Εκφρασμένη σε ημι-επιστημονική γλώσσα την τιμά η βιβλιογραφία αυτού του είδους, μιλά πολύ για ορθολογισμό και μοίρασμα των βαρών, για θεωρία των παιγνίων και λογική του κινδύνου. Ωστόσο, επειδή κύρια λειτουργία της είναι να συμβουλεύει εκείνους που κατέχουν την εξουσία στην Ουάσιγκτον, λέει ελάχιστα για τους ιδεολογικούς στόχους πίσω από τον φιλελεύθερο διεθνισμό στις ποικίλες ενσαρκώσεις του.
Στην πραγματικότητα τόσο η Βρετανία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σημαντικούς λόγους να αποδεχτούν τους συμβιβασμούς που είναι σύμφυτοι με την διεθνιστική πολιτική. Ενώ το 1918 οι Βρετανοί υποστήριζαν των Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να επικυρώσουν τη νέα εδαφική κατανομή στην Ευρώπη και να προστατεύσουν την αυτοκρατορία τους, οι Αμερικανοί δεσμεύτηκαν να οικοδομήσουν τον διάδοχό της προκειμένου να διαφυλάξουν τις άτυπες συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και να παράσχουν το πλαίσιο για τη διπλωματία που θα καθιστούσε την παγκόσμια ηγεσία αποδεκτή στο αμερικανικό κοινό, το οποίο ήταν καχύποπτο για τις μόνιμες εμπλοκές πέρα από τα σύνορα του έθνους. Αυτή η πολιτική συνέβαλε ώστε η συμμετοχή της Ουάσιγκτον στον παγκόσμιο οργανισμό να συνεπάγεται ήσσονος σημασίας κινδύνους εξαναγκασμού, εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να συνδυάζουν σε πρωτοφανή βαθμό τον οικουμενισμό με την αμερικανική εξαίρεση γράφοντας τους κανόνες έτσι ώστε να εξυπηρετούνται κυρίως τα δικά τους βασικά συμφέροντα και γενικά εξαιρώντας τον εαυτό τους από εκείνους τους κανόνες τους οποίους απεχθανόταν το Κογκρέσο. Επειδή όλοι οι άλλοι ήθελαν τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών σχεδόν με οποιουδήποτε όρους, αυτά τα διπλά μέτρα και σταθμά ήταν ανεκτά.
Κατά συνέπεια, ο έλεγχος των διεθνών οργανισμών και η επιλογή του προσωπικού τους ήταν και παραμένουν αναγκαστικά ζωτικής σημασίας για τις δυνάμεις οι οποίες κατέχουν κεντρική θέση. Από την επιλογή Βρετανού για τη θέση του Γενικού γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι σήμερα, όταν ο Ιάπωνας ο οποίος προοριζόταν για τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, καθησύχαζε αμερικανό διπλωμάτη λέγοντάς του εμπιστευτικά, ότι ήταν «σταθερά στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλες τις βασικές στρατηγικές αποφάσεις». Εντούτοις αυτή η ιστορία δεν μπορεί να παρουσιαστεί ικανοποιητικά μόνο ως χειραγώγηση από τα παρασκήνια και δεν πρέπει να θεωρούμε τους διαμορφωτές της πολιτικής στην Ουάσιγκτον υποκριτές οι οποίοι κηρύσσουν τον οικουμενισμό, ενώ κατά βάθος είναι εθνικιστές. Η ειλικρίνεια ήταν το απαραίτητο λιπαντικό ολόκληρου του μηχανισμού, ο οποίος δεν θα είχε μπορέσει να λειτουργήσει αν πολλοί από τους άμεσα συμμετέχοντες δεν ασπάζονταν την πεποίθηση ότι οι αξίες του αμερικανικού φιλελευθερισμού είναι ταυτόσημες με τα συμφέροντα του κόσμου γενικά.
Τα αποτελέσματα, κυρίως μετά το 1945, ήταν εντυπωσιακά. Όπως αποδείχνει η ιστορία τους, οι πολυμερείς οργανισμοί δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν από ένα μόνο κράτος. Στην πραγματικότητα η έλλειψη υπακοής από την πλευρά αυτών των οργανισμών ήταν πάντα μια από τις πιο πειστικές αντιρρήσεις των οπαδών της μονομερούς διαχείρισης των παγκοσμίων υποθέσεων και ο κύριος λόγος για τον οποίο στη δεκαετία του 1970 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδεσμεύτηκαν από τον ΟΗΕ και στη συνέχεια στράφηκαν προς την Παγκόσμια Τράπεζα, στην GATT και το ΔΝΤ, που ελέγχονταν ευκολότερα. Ωστόσο αυτές οι επιπλοκές, οι αποξενώσεις και οι εντάσεις δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η εξαιρετικά ταχεία ανάδυση της αμερικανικής παγκόσμιας δύναμης μετά το 1945 ήταν αδιανόητη χωρίς τη βοήθεια και την κάλυψη της πανοπλίας των διεθνών οργανισμών και των μεγάλων «ευγενών φιλοδοξιών» -να σταθεροποιήσουν το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, να ξεριζώσουν τις λοιμώδεις νόσους, να εξαπλώσουν την δημοκρατία και την ανάπτυξη- τις οποίες ενσάρκωναν.
Πανσπερμία
Σήμερα περισσότερο από ποτέ πριν η παγκόσμια πολιτική χαράσσεται με πιο ποικίλους τρόπους. Ο αδαής μελετητής σύντομα θα πελαγώσει σε ένα τοπίο άγνωστων ακρωνυμίων, διάσπαρτων παντού μέσα στη γραφειοκρατική ομίχλη.
Υπάρχουν στρατιωτικές συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ και η WEU (Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση), διακυβερνητικοί οργανισμοί κλασικού τύπου, από τον ΟΗΕ μέχρι εξειδικευμένους οργανισμούς όπως η ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας), ο ICAO (Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας), το ICC (Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο), η WHO (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας) και η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), περιφερειακοί οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών και η Οργάνωση Αφρικανικών Κρατών, μετά-αυτοκρατορικές λέσχες όπως η Κοινοπολιτεία και η Orgsanisation intermationale de la Francophonie, σχεδόν κρατικές οργανώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τακτικές σύνοδοι κορυφής όπως η Ομάδα των 20 (G—20), το forum του Νταβός, η Λέσχη Μίντελμπέργκ κ.α. Επίσης δεν πρέπει να αγνοούμε τον μεγάλο αριθμό των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) κάθε είδους, πολλές από τις οποίες παίζουν σήμερα περισσότερο ή λιγότερο επίσημο ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας πολιτικής.
Η πορεία σ’ αυτά τα πυκνοκατοικημένα και συνεχώς μεταβαλλόμενα εδάφη δεν ήταν ποτέ εύκολη και θα γίνει δυσκολότερη. Γιατί, διότι ενώ ο διεθνισμός αρχικά εξέφραζε δυτικές πολιτικές φιλοσοφίες και ανάγκες των Μεγάλων Δυνάμεων, σήμερα εξελίσσεται σαφώς σε κάτι πολύ πιο πολυκεντρικό και πιο πολυσχιδές. Το γεγονός ότι το μερίδιο της Δύσης στο παγκόσμιο Ακαθόριστο Εγχώριο Προϊόν έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 50% τους τελευταίους δύο αιώνες έχει τεράστια σημασία. Καθώς νέα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Κίνα αποκτούν δύναμη και επιρροή, το διεθνές σύστημα (βολική έκφραση που μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα παρά φωτίζει) άλλαξε ριζικά. Κατά συνέπεια, πολύ περισσότερα πράγματα θα γραφούν από τη σκοπιά του άλλοτε γνωστού μας Τρίτου Κόσμου, τα οποία θα αναδιατυπώσουν την εκδοχή της ιστορίας που αναφέραμε εδώ. Σε μια εποχή τεράστιας σύγχυσης σχετικά με τον σκοπό και την αντοχή των διεθνών οργανισμών μας η καλύτερη κατανόησή του πως φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο μπορεί να μας βοηθήσει. Σήμερα το ίδιο το λεξιλόγιο μας για να κατανοούμε την παγκόσμια κατάσταση είναι όμηρος συγκεχυμένων απόψεων και κακοδιατυπωμένων παραδοχών. Τι είναι Διακυβέρνηση; Ποιος μιλά για την «κοινωνία των πολιτών»; Είναι δυνατή η ύπαρξη ΜΚΟ; Η ιστορία της εξελισσόμενης ιδέας της διακυβέρνησης του κόσμου μπορεί να μην παρέχει οριστικές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, αλλά, μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα τα ζητήματα.
Οι πολιτικοί, που το 2010-11 διαπραγματεύονταν για την κρατήσουν την Ελλάδα εντός του ευρώ, δεσμεύονταν από την ανάγκη να αποτρέψουν ένα «πιστωτικό γεγονός», για το οποίο δεν θα αποφαίνονταν οι ίδιοι ή κάποιοι εκλεγμένοι αξιωματούχοι, αλλά μια επιτροπή της Διεθνούς Ένωσης Συμφωνιών Ανταλλαγής και Παραγώγων (ISDA), αποτελούμενοι κυρίως από τραπεζίτες. Αυτοί υποτίθεται ότι παραμερίζουν τις συγκρούσεις συμφερόντων τις οποίες μπορεί να προκαλούν οι θέσεις των δικών τους εταιρειών και μιλούν για λογαριασμό όλου του τομέα, αλλά η έλλειψη διαφάνειας στη διαδικασία δεν μας επιτρέπει να το γνωρίζουμε, απεναντίας… Επίσης τεράστια εξουσία έχει παραχωρηθεί τους σε μερικούς αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι εισήλθαν αργά στον τομέα της αξιολόγησης των παγκοσμίων πιστωτικών κινδύνων (και δεν ήταν ιδιαιτέρα επιτυχημένοι στις αξιολογήσεις τους).
Καμιά από αυτές τις ομάδες δεν απέκτησαν αυτόματα αυτές τις εξουσίες. Τις απέκτησαν μέσα από αποτελεσματική άσκηση πίεσης και μέσα από μια σειρά πολιτικών αποφάσεων οι οποίες ελήφθησαν τα προηγούμενα χρόνια που επέτρεψαν τις κεφαλαιαγορές να αυτορυθμίζονται μόνες τους.http://sioualtec.blogspot.gr/
Οι χιλιαστικές προσδοκίες τις οποίες γεννούσε ο πορεία προς τη λήξη του Ψυχρού πολέμου βγήκαν για πρώτη φορά στην επιφάνεια τον Δεκέμβρη του 1988, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μίλησε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγγέλλοντας με δραματικό ύφος τη μονομερή μείωση των στρατιωτών κατά μήκος των συνόρων της ΕΣΣΔ καλώντας σε μια «νέα παγκόσμια τάξη», στην οποία θα έφθιναν οι ιδεολογικές διαφορές. Από την πλευρά τους Αμερικανοί διανοούμενοι χαιρέτιζαν το «τέλος της Ιστορίας», ο δε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) παρουσίαζε τη δική του εκδοχή για την «υπόθεση όραμα». Μιλώντας στο Κογκρέσο λίγο μετά την εισβολή των ιρακινών στρατευμάτων στο Κουβέιτ, υποσχόταν ότι θα τα εκδίωκε και προέβλεπε:
«Αυτούς τους ταραγμένους καιρούς… μπορεί να αναδυθεί μια νέα παγκόσμια τάξη: μια νέα εποχή, πιο απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, πιο αποφασιστική στην επιδίωξη της δικαιοσύνης πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, στην Ανατολή και τη Δύση, στο Βορρά και τον Νότο, θα μπορέσουν να ευημερούν και να ζουν αρμονικά. Εκατοντάδες γενιές αναζητούσαν αυτό τον δυσπρόσιτο δρόμο για την ειρήνη, ενώ χιλιάδες πόλεμοι μαίνονταν σ’ όλο το φάσμα των ανθρωπίνων αναμετρήσεων. Σήμερα αυτός ο κόσμος παλεύει να γεννηθεί».
Τόσο για τον Γκορμπατσόφ όσο και για τον Μπους, η εξασθένηση των εντάσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις προμήνυε την έναρξη μια εποχής διεθνούς συνεργασίας και αναζωογόνηση των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, για άλλους, σήμαινε την απαρχή πρωτοφανούς τυραννίας. Το 1991 στο μπεστ σέλερ του «Η νέα παγκόσμια τάξη», ο τηλεκήρυκας Πατ Ρόμπερτσον, προειδοποιούσε για τις δυνάμεις του κακού που συνωμοτούσαν με στόχο να κυριαρχήσουν στον κόσμο στο όνομα της Αρετής.
Φυσικά μετά το τραγικό φιάσκο των αμερικανών στο Ιράκ, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ επανήλθε στην πολυμερή διαχείριση των παγκοσμίων υποθέσεων, απρόθυμα κατά την δεύτερη θητεία του Τζορτζ Μπους (του νεώτερου) και πιο αποφασιστικά υπό τον Μπάρακ Ομπάμα. Όμως η πραγματική βασική εξέλιξη είναι διαφορετική. Περάσαμε από μια εποχή όπου επικρατούσε η πίστη στην ιδέα των διεθνών οργανισμών, σε μια εποχή όπου η πίστη αυτή χάθηκε.
Ωστόσο, δεν χάθηκε μόνο αυτή η πίστη. Η πεποίθηση για μια ορθολογική υπερεθνική παγκόσμια κυβέρνηση, ήταν απλώς μια εκδοχή εντός ενός πολύ ευρύτερου φάσματος κοσμικών, διεθνιστικών ουτοπιών που καλύπτουν όλη τη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων με ποικίλες ιδεολογικές απόψεις.
Για παράδειγμα, κομμουνιστές, καπιταλιστές της ελεύθερης αγοράς και αναρχικοί επιδίωξαν να υπερβούν πλήρως το κράτος και φαντάστηκαν ένα είδος μεταπολεμικής ανάμειξης των λαών. Κάπου στο μέσο, ανάμεσα στην παγκόσμια κυβέρνηση και την κατάργηση της κυβέρνησης, βρίσκεται το όραμα της οργανωμένης συνεργασίας μεταξύ των εθνών-με τεχνικούς όρους, μάλλον εννοούν διακυβερνητισμό, ή ο διακυβερνητισμός ελαφρώς τροποποιημένος από την ύπαρξη υπερεθνικών οργανισμών, παρά υπερεθνικοί οργανισμοί-του είδους που ενέπνευσε, τα Ηνωμένα Έθνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους τέτοιους πολυμερείς οργανισμούς. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των απόψεων, οι οποίες εμπεδώνονται σε ένα πλέγμα ελπίδων, φαντασίας και φόβων, είναι το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος για την ανθρωπότητα, ενός μέλλοντος που είναι εντός των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων μας και υπόσχεται τη συλλογική χειραφέτησή μας.
Με κοιτίδα την Ευρώπη
Αυτές οι ιδέες και αυτοί οι θεσμοί γεννήθηκαν στην Ευρώπη πριν εξαπλωθούν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και σε όλο τον κόσμο ελέω δυο αιώνων παγκόσμιας ηγεμονίας της Δύσης, που τώρα πλησιάζει στο τέλος της.
Αυτή λοιπόν η ιστορία είναι ουσιαστικά ιστορία της Δύσης και ξεκινά από τις αρχές του 19ου αιώνα μεταξύ των διπλωματών της ευρωπαϊκής παλινόρθωσης. Το 1815 αυτοί οι διπλωμάτες δημιούργησαν το πρώτο μοντέλο διεθνούς κυβέρνησης-το Κονκλάβιο των Μεγάλων Δυνάμεων που είναι γνωστό ως «Ευρωπαϊκή Συμφωνία»-για να διαχειριστούν την ήπειρο μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Από το 1815 και μετά οι πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συναντιούνται τακτικά για να εμποδίσουν οποιαδήποτε δύναμη να ξαναγίνει κυρίαρχη και να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική αναταραχή πριν οδηγήσει σε πόλεμο. Σύντομα όμως άρχισε να δρα η λογική της θέσης-αντίθεσης. Ενώ η Ευρωπαϊκή Συμφωνία ήταν απάντηση στον Ναπολέοντα, ο διεθνισμός όπως τον εννοούσε ο 19ος αιώνας, ήταν η απάντηση στην Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Ακόμα και η λέξη «διεθνής», που επινοήθηκε εκείνη την εποχή, είχε ριζοσπαστική σημασία. Οι διεθνιστές ασπάζονταν τον εθνικισμό, το ισχυρότερο πολιτικό πιστεύω για το μετασχηματισμό εκείνη την εποχή, και θεωρούσαν ότι ο διεθνισμός και ο εθνικισμός θα προχωρούσαν χέρι-χέρι για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και δικαιότερο. Πεισμένοι ότι κρατούσαν τα κλειδιά για το μέλλον, τάσσονταν εναντίον των συντηρητικών διπλωματών τους οποίους απεχθάνονταν, αλλά αντιπαρατάσσονταν και μεταξύ τους.
Μερικοί, όπως ο Καρλ Μαρξ, ονειρεύονταν ότι οι εργάτες θα συνενώνονταν. Ο Τζουζέπε Μαντσίνι, που απεχθάνονταν τον Μαρξ, ήλπιζε ότι οι δημοκράτες πατριώτες θα σφυρηλατούσαν έναν κόσμο εθνών. Προτεστάντες ιεροκήρυκες κινητοποιήθηκαν για να επιταχύνουν την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Έμποροι και δημοσιογράφοι απαιτούσαν ελευθερία του εμπορίου και εξάπλωση της βιομηχανίας. Επιστήμονες ονειρεύονταν νέες διεθνείς γλώσσες, διάδιδαν τεχνικές γνώσεις και πραγματοποιούσαν μεγάλα τεχνικά έργα που θα ένωναν την ανθρωπότητα. Οι αναρχικοί πίστευαν πως το πρόβλημα ήταν τα κράτη και σχημάτιζαν μια βραχύβια Διεθνή. Οι νομικοί πίστευαν ότι το πρόβλημα ήταν οι πολιτικοί και παρακινούσαν τα κράτη να εγκαταλείψουν τον πόλεμο και να επιτρέψουν να λύνονται οι διαφορές από τη διαιτησία ή από κάποιο παγκόσμιο δικαστήριο. Στο τέλος του αιώνα ακόμα και τα μέλη των μυστικών υπηρεσιών οργάνωναν διεθνή συνέδρια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η διεθνής αρένα είχε γίνει πεδίο στο οποίο πολύ διαφορετικές πολιτικές ομάδες και ιδεολογίες σχεδίαζαν τα όνειρα και τους εφιάλτες τους.
Με μαμή τον πόλεμο
Μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Κοινωνία των Εθνών και ο ΟΗΕ, δεν αναπτύχθηκαν βαθμιαία. Αντίθετα γεννήθηκαν διαμιάς έπειτα από απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, με μαμή τους τον πόλεμο. Κατά τον Μεσοπόλεμο αναλυτές, που πίστευαν ότι οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει να εξελίσσονται οργανικά, αντιλήφθηκαν πως αυτή η τεχνητή δημιουργία και η καινοτομία του θεσμού, συνιστούσαν πρόκληση και θεώρησαν ότι, αν η Κοινωνία των Εθνών κέρδιζε μεγάλους τομείς της παγκόσμιας κοινής γνώμης μέσω των ιδανικών που τα οποία ενσάρκωνε, θα είχε χρόνο να ριζώσει στις καρδιές των ανθρώπων, όπως είχε γίνει με τις Αυτοκρατορίες. Επομένως, εξαρχής ήταν σύμφυτη στους διεθνείς οργανισμούς η αναπόφευκτη ένταση ανάμεσα στα στενότερα εθνικά συμφέροντα τα οποία επιδίωκαν να προωθήσουν μέσω αυτών οι Μεγάλες Δυνάμεις και στα οικουμενικά ιδανικά και στη ρητορική που απέρρεαν από αυτούς τους οργανισμούς.
Φυσικά, στην ιστορία οι περισσότερες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ένιωσαν την ανάγκη για κάποια οργάνωση όπως η Κοινωνία των Εθνών, η Κομιντέρν ή ο ΟΗΕ. Για παράδειγμα, οι ναζιστές, απέρριπταν την ίδια την ιδέα της διεθνούς οργάνωσης. Αυτό που πραγματικά πρέπει να εξηγηθεί είναι γιατί πρώτοι Βρετανοί, στο απόγειο της παγκόσμιας δύναμής τους, και κατόπιν οι Αμερικανοί επένδυσαν χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο στην οικοδόμηση διεθνών οργανισμών. Οι ιστορικοί που εγκωμιάζουν τον διεθνισμό ως τον βαθμιαίο θρίαμβο του ενάρετου αισθήματος της παγκόσμιας κοινότητας δεν θεωρούν γενικά πως αυτό το ερώτημα αξίζει να τεθεί. Το ίδιο ισχύει και για τους ακαδημαϊκούς που απορρίπτουν τους διεθνείς οργανισμούς θεωρώντας ότι αποτελούν μέσα για να συγκαλύπτουν οι Μεγάλες Δυνάμεις τις επιθυμίες τους. Πολιτικοί επιστήμονες έχουν πραγματευτεί το ζήτημα των ωφελειών της πολυμερούς διαχείρισης των παγκοσμίων υποθέσεων, αλλά η ανάλυση αυτού του τύπου αποτελεί μέρος της συζήτησης μεταξύ Αμερικανών ακαδημαϊκών και διαμορφωτών της πολιτικής για τον χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και την χρησιμότητα των Ηνωμένων Εθνών για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Εκφρασμένη σε ημι-επιστημονική γλώσσα την τιμά η βιβλιογραφία αυτού του είδους, μιλά πολύ για ορθολογισμό και μοίρασμα των βαρών, για θεωρία των παιγνίων και λογική του κινδύνου. Ωστόσο, επειδή κύρια λειτουργία της είναι να συμβουλεύει εκείνους που κατέχουν την εξουσία στην Ουάσιγκτον, λέει ελάχιστα για τους ιδεολογικούς στόχους πίσω από τον φιλελεύθερο διεθνισμό στις ποικίλες ενσαρκώσεις του.
Ανομολόγητες επιδιώξεις
Στην πραγματικότητα τόσο η Βρετανία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σημαντικούς λόγους να αποδεχτούν τους συμβιβασμούς που είναι σύμφυτοι με την διεθνιστική πολιτική. Ενώ το 1918 οι Βρετανοί υποστήριζαν των Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να επικυρώσουν τη νέα εδαφική κατανομή στην Ευρώπη και να προστατεύσουν την αυτοκρατορία τους, οι Αμερικανοί δεσμεύτηκαν να οικοδομήσουν τον διάδοχό της προκειμένου να διαφυλάξουν τις άτυπες συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και να παράσχουν το πλαίσιο για τη διπλωματία που θα καθιστούσε την παγκόσμια ηγεσία αποδεκτή στο αμερικανικό κοινό, το οποίο ήταν καχύποπτο για τις μόνιμες εμπλοκές πέρα από τα σύνορα του έθνους. Αυτή η πολιτική συνέβαλε ώστε η συμμετοχή της Ουάσιγκτον στον παγκόσμιο οργανισμό να συνεπάγεται ήσσονος σημασίας κινδύνους εξαναγκασμού, εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να συνδυάζουν σε πρωτοφανή βαθμό τον οικουμενισμό με την αμερικανική εξαίρεση γράφοντας τους κανόνες έτσι ώστε να εξυπηρετούνται κυρίως τα δικά τους βασικά συμφέροντα και γενικά εξαιρώντας τον εαυτό τους από εκείνους τους κανόνες τους οποίους απεχθανόταν το Κογκρέσο. Επειδή όλοι οι άλλοι ήθελαν τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών σχεδόν με οποιουδήποτε όρους, αυτά τα διπλά μέτρα και σταθμά ήταν ανεκτά.
Κατά συνέπεια, ο έλεγχος των διεθνών οργανισμών και η επιλογή του προσωπικού τους ήταν και παραμένουν αναγκαστικά ζωτικής σημασίας για τις δυνάμεις οι οποίες κατέχουν κεντρική θέση. Από την επιλογή Βρετανού για τη θέση του Γενικού γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι σήμερα, όταν ο Ιάπωνας ο οποίος προοριζόταν για τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, καθησύχαζε αμερικανό διπλωμάτη λέγοντάς του εμπιστευτικά, ότι ήταν «σταθερά στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλες τις βασικές στρατηγικές αποφάσεις». Εντούτοις αυτή η ιστορία δεν μπορεί να παρουσιαστεί ικανοποιητικά μόνο ως χειραγώγηση από τα παρασκήνια και δεν πρέπει να θεωρούμε τους διαμορφωτές της πολιτικής στην Ουάσιγκτον υποκριτές οι οποίοι κηρύσσουν τον οικουμενισμό, ενώ κατά βάθος είναι εθνικιστές. Η ειλικρίνεια ήταν το απαραίτητο λιπαντικό ολόκληρου του μηχανισμού, ο οποίος δεν θα είχε μπορέσει να λειτουργήσει αν πολλοί από τους άμεσα συμμετέχοντες δεν ασπάζονταν την πεποίθηση ότι οι αξίες του αμερικανικού φιλελευθερισμού είναι ταυτόσημες με τα συμφέροντα του κόσμου γενικά.
Θολώνοντας τις γραμμές
Τα αποτελέσματα, κυρίως μετά το 1945, ήταν εντυπωσιακά. Όπως αποδείχνει η ιστορία τους, οι πολυμερείς οργανισμοί δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν από ένα μόνο κράτος. Στην πραγματικότητα η έλλειψη υπακοής από την πλευρά αυτών των οργανισμών ήταν πάντα μια από τις πιο πειστικές αντιρρήσεις των οπαδών της μονομερούς διαχείρισης των παγκοσμίων υποθέσεων και ο κύριος λόγος για τον οποίο στη δεκαετία του 1970 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδεσμεύτηκαν από τον ΟΗΕ και στη συνέχεια στράφηκαν προς την Παγκόσμια Τράπεζα, στην GATT και το ΔΝΤ, που ελέγχονταν ευκολότερα. Ωστόσο αυτές οι επιπλοκές, οι αποξενώσεις και οι εντάσεις δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η εξαιρετικά ταχεία ανάδυση της αμερικανικής παγκόσμιας δύναμης μετά το 1945 ήταν αδιανόητη χωρίς τη βοήθεια και την κάλυψη της πανοπλίας των διεθνών οργανισμών και των μεγάλων «ευγενών φιλοδοξιών» -να σταθεροποιήσουν το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, να ξεριζώσουν τις λοιμώδεις νόσους, να εξαπλώσουν την δημοκρατία και την ανάπτυξη- τις οποίες ενσάρκωναν.
Πανσπερμία
Σήμερα περισσότερο από ποτέ πριν η παγκόσμια πολιτική χαράσσεται με πιο ποικίλους τρόπους. Ο αδαής μελετητής σύντομα θα πελαγώσει σε ένα τοπίο άγνωστων ακρωνυμίων, διάσπαρτων παντού μέσα στη γραφειοκρατική ομίχλη.
Υπάρχουν στρατιωτικές συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ και η WEU (Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση), διακυβερνητικοί οργανισμοί κλασικού τύπου, από τον ΟΗΕ μέχρι εξειδικευμένους οργανισμούς όπως η ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας), ο ICAO (Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας), το ICC (Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο), η WHO (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας) και η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), περιφερειακοί οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών και η Οργάνωση Αφρικανικών Κρατών, μετά-αυτοκρατορικές λέσχες όπως η Κοινοπολιτεία και η Orgsanisation intermationale de la Francophonie, σχεδόν κρατικές οργανώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τακτικές σύνοδοι κορυφής όπως η Ομάδα των 20 (G—20), το forum του Νταβός, η Λέσχη Μίντελμπέργκ κ.α. Επίσης δεν πρέπει να αγνοούμε τον μεγάλο αριθμό των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) κάθε είδους, πολλές από τις οποίες παίζουν σήμερα περισσότερο ή λιγότερο επίσημο ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας πολιτικής.
Τοπίο στην ομίχλη
Η πορεία σ’ αυτά τα πυκνοκατοικημένα και συνεχώς μεταβαλλόμενα εδάφη δεν ήταν ποτέ εύκολη και θα γίνει δυσκολότερη. Γιατί, διότι ενώ ο διεθνισμός αρχικά εξέφραζε δυτικές πολιτικές φιλοσοφίες και ανάγκες των Μεγάλων Δυνάμεων, σήμερα εξελίσσεται σαφώς σε κάτι πολύ πιο πολυκεντρικό και πιο πολυσχιδές. Το γεγονός ότι το μερίδιο της Δύσης στο παγκόσμιο Ακαθόριστο Εγχώριο Προϊόν έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 50% τους τελευταίους δύο αιώνες έχει τεράστια σημασία. Καθώς νέα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Κίνα αποκτούν δύναμη και επιρροή, το διεθνές σύστημα (βολική έκφραση που μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα παρά φωτίζει) άλλαξε ριζικά. Κατά συνέπεια, πολύ περισσότερα πράγματα θα γραφούν από τη σκοπιά του άλλοτε γνωστού μας Τρίτου Κόσμου, τα οποία θα αναδιατυπώσουν την εκδοχή της ιστορίας που αναφέραμε εδώ. Σε μια εποχή τεράστιας σύγχυσης σχετικά με τον σκοπό και την αντοχή των διεθνών οργανισμών μας η καλύτερη κατανόησή του πως φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο μπορεί να μας βοηθήσει. Σήμερα το ίδιο το λεξιλόγιο μας για να κατανοούμε την παγκόσμια κατάσταση είναι όμηρος συγκεχυμένων απόψεων και κακοδιατυπωμένων παραδοχών. Τι είναι Διακυβέρνηση; Ποιος μιλά για την «κοινωνία των πολιτών»; Είναι δυνατή η ύπαρξη ΜΚΟ; Η ιστορία της εξελισσόμενης ιδέας της διακυβέρνησης του κόσμου μπορεί να μην παρέχει οριστικές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, αλλά, μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα τα ζητήματα.
Επίλογος
Οι πολιτικοί, που το 2010-11 διαπραγματεύονταν για την κρατήσουν την Ελλάδα εντός του ευρώ, δεσμεύονταν από την ανάγκη να αποτρέψουν ένα «πιστωτικό γεγονός», για το οποίο δεν θα αποφαίνονταν οι ίδιοι ή κάποιοι εκλεγμένοι αξιωματούχοι, αλλά μια επιτροπή της Διεθνούς Ένωσης Συμφωνιών Ανταλλαγής και Παραγώγων (ISDA), αποτελούμενοι κυρίως από τραπεζίτες. Αυτοί υποτίθεται ότι παραμερίζουν τις συγκρούσεις συμφερόντων τις οποίες μπορεί να προκαλούν οι θέσεις των δικών τους εταιρειών και μιλούν για λογαριασμό όλου του τομέα, αλλά η έλλειψη διαφάνειας στη διαδικασία δεν μας επιτρέπει να το γνωρίζουμε, απεναντίας… Επίσης τεράστια εξουσία έχει παραχωρηθεί τους σε μερικούς αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι εισήλθαν αργά στον τομέα της αξιολόγησης των παγκοσμίων πιστωτικών κινδύνων (και δεν ήταν ιδιαιτέρα επιτυχημένοι στις αξιολογήσεις τους).
Καμιά από αυτές τις ομάδες δεν απέκτησαν αυτόματα αυτές τις εξουσίες. Τις απέκτησαν μέσα από αποτελεσματική άσκηση πίεσης και μέσα από μια σειρά πολιτικών αποφάσεων οι οποίες ελήφθησαν τα προηγούμενα χρόνια που επέτρεψαν τις κεφαλαιαγορές να αυτορυθμίζονται μόνες τους.http://sioualtec.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου