ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Τι σημαίνει «αριστερός» στην Ελλάδα

 



Μελέτης Μελετόπουλος

Τι σημαίνει «αριστερός» στην Ελλάδα
Μελέτης Η. Μελετόπουλος
Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών
Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
Η περίοδος κατά την οποία συνέπεσαν στον μεγαλύτερο βαθμό η έννοια και το περιεχόμενο της λέξης «αριστερός» στην Ελλάδα ήταν ο Μεσοπόλεμος. Η υποτιμημένη, επισκιασμένη και συκοφαντημένη αριστερά προ του ΚΚΕ ήταν ένα ανομοιογενές κίνημα ρομαντικών, πρωτοσοσιαλιστών, ουτοπιστών, αναρχικών, μαρξιστών διανοουμένων, όπως ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης-Σκληρός, ο Πλάτων Δρακούλης και ο Ηρακλής Αποστολίδης. Ο τελευταίος μάλιστα είχε πει την περίφημη φράση ότι «οι συνδικαλιστές πρέπει να έχουν ρόζους στα χέρια και να συνεχίζουν να έχουν ρόζους στα χέρια». Αυτοί όλοι ήταν σημαντικοί άνθρωποι, πατριώτες, ανθρωπιστές, εξαιρετικά μορφωμένοι και ακέραιοι, που λειτούργησαν στην εποχή τους ως φωνές συνείδησης και ηθικά πρότυπα. Ήταν εντελώς ελεύθερες συνειδήσεις και απόλυτα συνεπείς προς τις ιδέες τους, ακόμα και με το προσωπικό τους παράδειγμα.
Ακολουθεί το 1917 η επιβολή κομμουνιστικού δικτατορικού καθεστώτος στην Ρωσσία, με αντανάκλαση σε όλον τον κόσμο. Υπάρχει πλέον μία χώρα «πατρίδα του σοσιαλισμού», προς την οποία στρέφονται οι απανταχού κομμουνιστές. Στην Ελλάδα ιδρύεται το 1918 το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, η προδρομική μορφή του ΚΚΕ) από προσωπικότητες με χαρακτηριστικά περισσότερο διεθνιστικά και προσαρμοσμένα προς την σοβιετική Ρωσσία, όπως ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ο Αλβέρτος Κουριέλ και ο Αριστοτέλης Σίδερις από την Θεσσαλονίκη. Αλλά και ο Νίκος Δημητράτος και ο Νίκος Γιαννιός. Το ΣΕΚΕ διακήρυττε την πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας σε «κολλεχτιβιστική» ή «κομμουνιστική» βάση. Σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν οι ιδρυτές του ΣΕΚΕ και επεκράτησαν κομμουνιστές. Ως όργανο επικοινωνίας αξιοποιήθηκε ο ήδη υπάρχων ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Το 1919 το ΣΕΚΕ συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή και το 1929 συμμετείχε στις εκλογές σε συνεργασία με τον αντιβενιζελικό συνασπισμό της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως (!). Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, στρατευμένα μέλη του ΣΕΚΕ, με πρωταγωνιστές τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον Γιώργη Νίκολη και τον Ελευθέριο Σταυρίδη θα οργανωθούν μυστικά στο μέτωπο υπονομεύοντας το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, θα κυκλοφορήσουν την εφημερίδα ΕΡΥΘΡΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ και θα διανέμουν προκηρύξεις αντιπολεμικού περιεχομένου, με κεντρικό επιχείρημα ότι «για τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων τραπεζιτών και καπιταλιστών σκοτώνονται τα παιδιά των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας». Ο Πουλιόπουλος, τον Ιούνιο του 1922, συνελήφθη και φυλακίστηκε κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία, αλλά καθώς το μέτωπο κατέρρευσε διέφυγε στην Ελλάδα. Αργότερα (12/7/1935) ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ δημοσίευσε το γνωστό άρθρο στο οποίο δηλώνει κατηγορηματικά ότι «όχι μόνο δε λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία μα και την επιδιώξαμε.» Την ήττα δηλαδή που στοίχισε στον Ελληνισμό 1.000.000 νεκρούς και 2.000.000 πρόσφυγες το ΚΚΕ δήλωνε ότι την επεδίωξε. Όλα αυτά συγκροτούν μία μομφή μειοδοσίας και αποξενώνουν το ΚΚΕ από την ελληνική κοινωνία.
Τον Φεβρουάριο 1922, εν μέσω της Μικρασιατικής εκστρατείας, στο ΣΕΚΕ συγκρούονται οι μετριοπαθείς με τους ριζοσπάστες, οι οποίοι υπερισχύουν και επιβάλλουν επαναστατική γραμμή, εκλέγοντας γενικό γραμματέα τον Γιάνη (μέ ένα νι) Κορδάτο. Ο Κορδάτος όμως παραιτήθηκε γιατί αρνήθηκε να δεχθεί την θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για «ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη» Στα τέλη του 1922 επιστρέφει από την Μικρά Ασία η ομάδα Πουλιόπουλου και επιβάλλει νέα ηγεσία (Σαργολόγος) και αμιγώς διεθνιστική-σοβιετική γραμμή. Το 1924 το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σέ ΚΚΕ και κατέβηκε σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Στο Γ’ έκτακτο συνέδριό του, τον Νοέμβριο του 1924, το ΚΚΕ αποδέχθηκε υπό την πίεση της Διεθνούς την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας, που θα συμπεριελάμβανε μέρη της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαυΐας. Ασφαλώς η απόφαση αυτή του ΚΚΕ ήταν ολέθρια· δεν ήταν μόνο ότι προκάλεσε τεράστια εσωκομματικά προβλήματα, αλλά κυρίως ότι το αποξένωσε από την ελληνική κοινωνία, η οποία θεώρησε ότι είχε υιοθετήσει μία θέση διαμελισμού της ελληνικής επικράτειας. Μεταγενέστερα το ΚΚΕ αποκήρυξε την θέση αυτή, αλλά και μόνον η υιοθέτησή της ήταν αρκετή για να το καθηλώσει σε σταθερά μονοψήφια ποσοστά σε όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα.
Σε όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου, το ΚΚΕ κινήθηκε σε μία σχιζοειδή γραμμή μεταξύ κοινοβουλευτικής δράσης και επαναστατικής εξαγγελίας, συμμετείχε στις εκλογές, ενίοτε εξέλεγε βουλευτές, άλλοτε εδιώκετο από την αστυνομία, διασπάτο συνεχώς, στελέχη του διαγράφονταν ή αποχωρούσαν μόνα τους, ενώ το Μακεδονικό υπήρξε συνεχής αιτία υπαρξιακής κρίσης που αμαύρωσε το ΚΚΕ ως κόμμα εθνικής μειοδοσίας. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν κατώρθωσε ποτέ να αποκτήσει ευρύτερη απήχηση στον λαό.
Άλλο σχιζοειδές στοιχείο ήταν ότι επρόκειτο για κόμμα εργατών σε μία χώρα στην οποία δεν είχε συντελεστεί σοβαρή εκβιομηχάνιση. Στην ουσία, οι περισσότεροι ηγέτες του ήταν αστικοί αποστάτες και όχι προλετάριοι. Πάντως στην περίοδο μέχρι το 1930 το ΚΚΕ είχε αναδείξει στην ηγεσία του κορυφαίους μαρξιστές διανοουμένους, όπως τον Γιάνη Κορδάτο, τον Παντελή Πουλιόπουλο και τον Σεραφείμ Μάξιμο. Το 1931, όμως, επεβλήθη μέ «κοοπτάτσια» (εκ των άνω, με απόφαση της Διεθνούς, δηλαδή της Μόσχας) ο επαγγελματίας κομμουνιστής Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος επέβαλε καταθλιπτική ομοιομορφία, απόλυτη υπακοή στον αρχηγό και άνευ όρων αφοσίωση στην Σοβιετική Ένωση. Εξαλείφοντας κάθε ίχνος εσωκομματικής δημοκρατίας, ο Ζαχαριάδης εξαφάνισε ταυτόχρονα και κάθε πιθανότητα να παραχθεί πρωτότυπη μαρξιστική σκέψη, όπως έγινε πχ στην Γαλλία ή στην Ιταλία. Οι κυριώτεροι μαρξιστές διανοούμενοι απομακρύνθηκαν από το κόμμα και πέθαναν αποσυνάγωγοι ή εξόριστοι.
Βεβαίως, εκτός από το ΚΚΕ, υπήρχαν και οι τροτσκιστές. Αυτοί ήταν πιό σκληροπυρηνικοί και σκληροί αντίπαλοι του ΚΚΕ. Θεωρούσαν προτεραιότητά τους την θεωρητική κατάρτιση. Αλλά παρά τον διεθνισμό τους ο αρχηγός τους Μήτσος Γιωτόπουλος, που πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, διέκοψε την συνεργασία του με τον εξόριστο πλέον Τρότσκυ, όταν αυτός προσπάθησε να του επιβάλει την «ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη». Άρα ήταν και πατριώτες. Οι τροτσκιστές τελικώς εξοντώθηκαν από το ΚΚΕ στην Κατοχή και στο Δεκεμβριανό κίνημα, ενώ από τις τάξεις τους προήλθαν πολύ σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο Μιχάλης Ράπτης-Πάμπλο και ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Ο μεσοπολεμικός αριστερός ήταν λοιπόν ένας ενσυνείδητος κομμουνιστής επαναστάτης, καταρτισμένος μαρξιστικά, συνεπής προς τις αρχές του, αγωνιζόμενος μέχρι θανάτου υπέρ των ιδεών του, έτοιμος να λάβει μέρος στην ένοπλη πάλη των τάξεων και στην ανατροπή του καπιταλισμού δια της βίας. Συχνά πλήρωνε την πολιτική του τοποθέτηση με εξορία ή φυλακή ή έστω κοινωνική περιθωριοποίηση και επαγγελματικά προβλήματα.
Η υπαρξιακού χαρακτήρα αντίφασή του ήταν ότι έπρεπε να θεωρεί μοναδικό του σημείο αναφοράς την Σοβιετική Ένωση, κάτι που ερχόταν σε εύλογη αντίφαση με το έμφυτο σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο αίσθημα του πατριωτισμού. Επομένως ένα μέρος της συνείδησής του έπρεπε να αποκηρύσσει αυτό που ένα άλλο μέρος της συνείδησής του αγαπούσε, δηλαδή την Πατρίδα.
Ένα άλλο πρόβλημα, που τότε δεν είχε γίνει τότε ακόμα εντελώς αντιληπτό, είναι ότι ο μεσοπολεμικός κομμουνιστής υπηρετούσε ένα λανθασμένο όραμα, αυτό της κομμουνιστικής κοινωνίας. Υπήρχε ήδη το υπαρκτό παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης. Δηλαδή ενός ολοκληρωτικού, ανελεύθερου κράτους, που δεν ήταν σε θέση να παράσχει τουλάχιστον ως αντιστάθμισμα ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο, όπως έδειξε πολύ νωρίς ο λιμός της Ουκρανίας το 1932.
Τέλος, η ανελευθερία και η αγελαία δομή του κομμουνιστικού κόμματος καθιστούσε όχι μόνον αδύνατο τον διάλογο αλλά και επικίνδυνη την διαφωνία με την κομματική γραμμή. Αυτά ήταν αντιφάσεις, που αργά ή γρήγορα απομάκρυναν μεγάλο αριθμό κομμουνιστών, ιδίως των νεώτερων, από το κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1940 τα υπαρξιακά προβλήματα των κομμουνιστών προς στιγμήν λύθηκαν, όταν με την άδεια του κόμματος πολέμησαν στην Αλβανία. Το εκ των υστέρων δικαιολογητικό είναι ότι «πολέμησαν τον φασισμό», όμως στο μέτωπο κανείς δεν πολεμάει ένα πολιτικό σύστημα αλλά τον στρατό μίας ξένης χώρας. Το κίνητρο των κομμουνιστών που πολέμησαν εναντίον της ιταλικής εισβολής ασφαλώς δεν ήταν ιδεολογικό. Άλλωστε, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε δυσκολευθεί να υπογράψει με τους ναζί το καλοκαίρι του 1940 το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, ώστε να διαμελίσουν από κοινού την Πολωνία. Αλλά όταν η Γερμανία εισέβαλε το 1941 ο Στάλιν κήρυξε τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο.
Η επίκληση του πατριωτισμού από τους κομμουνιστές ήταν μία σοβαρή, αθεράπευτη αντίφαση. Ανέτρεπε τον πυρήνα της διεθνιστικής κομμουνιστικής ιδεολογίας. Χωρίς τον πατριωτισμό, όμως, όχι μόνον ο Στάλιν θα είχε χάσει τον πόλεμο, αλλά και το ΚΚΕ επί Κατοχής θα είχε εξαφανιστεί, ίσως οριστικά. Γιά αυτό και δημιούργησε το ΕΑΜ και υιοθέτησε το σύνθημα της Εθνικής Αντίστασης· ήταν η μόνη φορά στην ιστορία του που έφυγε από το φράγμα του περιθωριακού ποσοστού αποδοχής και απέκτησε ευρεία λαϊκή απήχηση. Ο σκληρός πυρήνας του ΕΑΜ, βέβαια, ελεγχόταν από τα σκληροπυρηνικά στελέχη του ΚΚΕ, τα οποία σκόπευαν να αξιοποιήσουν την λαϊκή του βάση για να μεταβάλουν την Ελλάδα σε «λαϊκή δημοκρατία», δηλαδή σε κομμουνιστική δικτατορία. Αλλά σε εκείνη την φάση, η έννοια «αριστερός» κάπως αποσυνδέθηκε από την στενή έννοια του «κομμουνιστή», διευρύνθηκε και συνδέθηκε με τα δύο βασικά συνθήματα του ΕΑΜ, την εθνική αντίσταση και την κοινωνική δικαιοσύνη. Επίσης διευρύνθηκε και με κάτι άλλο: τον καιροσκοπισμό. Για πρώτη φορά, μία έστω και ψευδεπίγραφη «αριστερή» ταυτότητα προσέδιδε ισχύ και ενίοτε και δυνατότητα εξόντωσης κοινωνικών αντιπάλων υπό ιδεολογικό πρόσχημα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, έγινε σε μεγάλη έκταση. Τεράστια ενέργεια δαπανήθηκε για να εκκαθαριστούν διαπροσωπικές, τοπικιστικές, κτηματικές και άλλες διαφορές, αντί η ενέργεια αυτή να διοχετευθεί σε πράξεις εθνικής αντίστασης. Ασύλληπτη εμφυλιοπολεμική βία κυριάρχησε σε όλη την διάρκεια της Κατοχής, ολόκληρες μη εαμικές αντιστασιακές ομάδες σφαγιάστηκαν ή καταδιώχθηκαν, όπως υπήρξε και αντίστροφη αντιεαμική βία, αν και σε μικρότερη κλίμακα, λόγω της συντριπτικής κυριαρχίας του ΕΑΜ. Στο τέλος της Κατοχής, πλήθη συνέρρεαν στο ΕΑΜ, διαβλέποντας ότι θα καταστεί συντόμως εξουσία και ελπίζοντας να μεταβάλουν τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής τους. Όχι μόνον αγρότες αλλά και αστοί. Και μάλιστα εξ αυτών και κάποιοι δοσίλογοι, που είδαν το ΕΑΜ ως «πλυντήριο».
Αμέσως μετά την Κατοχή, ακολούθησε το Δεκεμβριανό κίνημα του 1944. Εκεί το ΚΚΕ στιγματίστηκε ως, όπως το αποκάλεσε ο Γεώργιος Παπανδρέου, «το κόμμα του αίματος και της προδοσίας». Ασύλληπτες αγριότητες διεπράχθησαν από τον κομμουνιστικό μηχανισμό. Οι μεγάλες μάζες αποκόπηκαν από το ΕΑΜ και επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους. Το ΚΚΕ ηττήθηκε παταγωδώς από ελληνικές και βρεταννικές δυνάμεις και ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1945 η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία όπως ήταν αναμενόμενο δεν εμπέδωσε επιστροφή στην ομαλότητα. Ακολούθησε αντεπίθεση των αντικομμουνιστικών ομάδων, η άρνηση του ΚΚΕ να συμμετάσχει στις εκλογές του Μαρτίου 1946 και ο «νέος γύρος» του εμφυλίου. Εδώ πολέμησαν επί τρία χρόνια (1946-1949) κυρίως τα κομματικά στελέχη, οι κομμουνιστές με την στενή έννοια του όρου, αλλά ηττήθηκαν από τον Εθνικό Στρατό. Η έννοια «κομμουνιστής» συνδέθηκε με επίθετα όπως «εαμοβούλγαρος», «κομμουνιστοσυμμορίτης» κλπ. Εδώ η κοινωνία ήταν αντίθετη στο ΚΚΕ, το ΚΚΕ κινήθηκε μόνο του, σε κενό αέρος.
Η ήττα των κομμουνιστών ήταν σωτήρια, διότι οι μη αποκρυπτόμενες προθέσεις του Ζαχαριάδη ήταν να μεταβάλει την Ελλάδα σε καθεστώς τύπου Αλβανίας επί Χότζα και τον εαυτό του σε «πατερούλη» σταλινίσκο, εξοντώνοντας χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες «αντιδραστικούς», μέσα στους οποίους θα συμπεριελάμβανε και τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Άλλωστε κατά την διάρκεια της βασιλείας του εξόντωσε πολιτικά ή και βιολογικά κάθε σημαντική προσωπικότητα εντός του κόμματος. Τουλάχιστον η Κεντροδεξιά επέτρεψε την νόμιμη λειτουργία αριστερού κόμματος, της ΕΔΑ, ελεγχόμενης σε κάποιον βαθμό από την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ, που έλαβε μέρος και στις εκλογές και μάλιστα το 1958 κατέστη και αξιωματική αντιπολίτευση! Κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί σε περίπτωση νίκης του Ζαχαριάδη; η εξέλιξη των κομμουνιστικών καθεστώτων σε όλον τον κόσμο το αποκλείει. Ο Τάκης Λαζαρίδης, κομμουνιστής που καταδικάστηκε σε θάνατο και διασώθηκε σχεδόν από σύμπτωση, με πολλά χρόνια εξορίας και διώξεων, έγραψε όταν αποφυλακίστηκε ένα σημαντικό βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ευτυχώς που χάσαμε σύντροφοι».
H νικήτρια Κεντροδεξιά οικοδόμησε ένα κράτος επί των ερειπίων του εμφυλίου πολέμου, κοινοβουλευτικό μεν αντικομμουνιστικό δε. Εκ των υστέρων το μετεμφυλιακό κράτος κατηγορείται ως αυταρχικό, κατασταλτικό κλπ. Και δικαίως. Θα ήταν όμως δυνατόν να είναι κάτι διαφορετικό, την στιγμή που οι νικητές είχαν συγγενείς, φίλους και γνωστούς που εξοντώθηκαν από κομμουνιστές και πιθανώς και οι ίδιοι είχαν γλυτώσει παρά τρίχα; Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ επί Εμφυλίου πολέμου είχε δημοσιεύσει κατάλογο προγραφέντων, που συμπεριελάμβανε ολόκληρη την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία! Εκ των υστέρων η κριτική είναι εύκολη, αλλά μόνον η κατανόηση του κλίματος της εποχής εκείνης επιτρέπει την ερμηνεία των γεγονότων.
Εδώ πάντως έγινε από το πολιτικό σύστημα και τους κρατικούς μηχανισμούς η μείζων κατάχρηση του όρου «αριστερός», ώστε να συγκαταλεχθούν στην κατηγορία των «εαμοβουλγάρων» και απλοί αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ή αφελείς ή και άσχετοι· απλά και μόνον επειδή κάποιος που είχε προσωπικές διαφορές μαζί τους τους κατέδιδε ως «αριστερούς». Μεταξύ αυτών ο μέγας πλατωνιστής Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, που έμεινε πέντε φρικαλέα χρόνια στην Μακρόνησο, καθώς και η απλοϊκή αγρότισσα Αναστασία Δημητρακοπούλου από την Τρύπη Λακωνίας, που κατηγορήθηκε ως «σύνδεσμος ΕΑΜ Ταϋγέτου-ΕΑΜ Πάρνωνα» (!) και εσύρετο στα στρατοδικεία, όπου τελικώς διασώθηκε με παρέμβαση του υπερσυντηρητικού πολιτικού Θεόδωρου Τουρκοβασίλη. Οι χιλιάδες ανθρωπιστικές μεσολαβήσεις αντικομμουνιστών πολιτικών υπέρ κομμουνιστών κρατουμένων, εξορίστων και θανατοποινιτών, δεν είναι καθόλου βέβαιο σε ποιά έκταση θα είχαν συμβεί εάν είχε επικρατήσει το ΚΚΕ.
Σε αυτήν την αντικομμουνιστική ψύχωση συνέβαλε καθοριστικά και το ίδιο το ΚΚΕ. Ο κομματικός μηχανισμός, που είχε διασπαρεί εξόριστος στις κομμουνιστικές χώρες (Ρωσσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Καζακστάν κλπ.) συντηρούσε το λάβαρο ενός νέου εμφυλίου πολέμου, του «τρίτου γύρου». Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης είχε εξαγγείλει, μετά την συντριπτική του ήττα στον Γράμμο τον Αύγουστο του 1949, το σύνθημα «παρά πόδα αρμ». Επομένως επικρέματο ως δαμόκλειος σπάθη το φόβητρο ενός νέου εμφυλίου, προοπτική που σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ρεαλιστική στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά φαινόταν εξαιρετικά ρεαλιστική στα μάτια ενός λαού που είχε βιώσει μία φρικαλέα εμφυλιοπολεμική δεκαετία. Σε αυτήν την φοβία οικοδομήθηκε το αντικομμουνιστικό κράτος, ο διαρκώς επικρεμάμενος στην συνείδηση της πλειοψηφίας και όχι απλώς κάποιων ακραίων κινδυνολόγων «κομμουνιστικός κίνδυνος», και λειτούργησε ως συλλογική ψύχωση, ως προληπτική διοικητική πρακτική, ως νομοθετικό πλαίσιο εκτάκτου ανάγκης, ως αποτελεσματική πολιτική ρητορεία. Σε αυτήν την φοβία εγκαθιδρύθηκαν τα προσχήματα της δικτατορίας του 1967.
Ταυτόχρονα, η έννοια «αριστερός» μεταπολεμικά απέκτησε και μία άλλη διάσταση, αυτήν του «θύματος». Αυτήν την διάσταση υποβοήθησε η μαζική παραγωγή (σημαντικών) λογοτεχνικών έργων από τους ηττημένους αριστερούς, η έκδοση περιοδικών, η μουσική του Θεοδωράκη κλπ. Όλα αυτά, στα πλαίσια ενός κράτους που, παρά την λογοκρισία, τελικώς επέτρεπε να κυκλοφορούν. Η αριστερά έχτισε λοιπόν μία αυτοεικόνα και την διέδωσε αποτελεσματικά στη κοινωνία. Σε αυτήν την εικόνα βοήθησαν ασφαλώς και οι άθλιες όψεις του μετεμφυλιακού κράτους αλλά και η αδιαφορία της κυβερνώσας Κεντροδεξιάς για την ιδεολογική ηγεμονία, την οποία ο Γκράμσι όρισε ως απαραίτητη προϋπόθεση μακροπρόθεσμης πολιτικής κυριαρχίας.
Το ταραχώδες διάστημα 1965-1967, μετά την Αποστασία, η ΕΔΑ συμμετείχε δυναμικά στις λαϊκές κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, ενώ το μέλος της και διάσημος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης διεμβολίζει την νεολαία με το κίνημα των «Λαμπράκηδων». Κάπως η αριστερά εξέρχεται από την απομόνωση.
Ακολουθεί το πραξικόπημα του 1967, που καταλύει όλη την μετεμφυλιακή δομή εν ονόματί της. Δεξιά, Βασιλιάς, Κόμματα, το εκδοτικό κατεστημένο, ακόμα και η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, εξοβελίζονται βιαίως. Το ΚΚΕ εξουδετερώθηκε προληπτικά πριν κάν προλάβει να αντιδράσει έστω και για τα προσχήματα. Αν υποθέσουμε ότι ήταν σε θέση και ότι ήθελε να αντιδράσει.
Επί δικτατορίας, η έννοια «αριστερός» απέκτησε έναν συνδυασμό ανοχής, αποδοχής και ελάχιστης νομιμοποίησης, διότι οι πολέμιοι της χούντας των συνταγματαρχών, αριστεροί, κεντρώοι και αριστεροί, είχαν αποκτήσει κάποιον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Οι κεντρώοι, ακόμα και οι δεξιοί δημοκράτες αντιστασιακοί, ήρθαν πιό κοντά με όσους αριστερούς διώκονταν από την χούντα, κάτι που διευκόλυνε την άνευ σοβαρής αντιστάσεως νομιμοποίηση του μέχρι τότε παράνομου ΚΚΕ το 1974.
Την περίοδο αυτή συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές στο περιεχόμενο της έννοιας «αριστερός», κυρίως λόγω της δικτατορίας. Η δικτατορία προκάλεσε, με τον μηχανισμό της ετερογονίας των σκοπών, τεράστια βλάβη στις αξίες (Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, Ένοπλες Δυνάμεις κ.ά.) που υποτίθεται ότι ήθελε να αναδείξει και να υπηρετήσει. Στην ουσία ταυτιζόμενη μαζί τους τις ευτέλισε, τις γελοιοποίησε, τις συνέδεσε με την άθλια πρακτική της, τα βασανιστήρια, τις εκτοπίσεις, την λογοκρισία, την καταπίεση και τελικώς με την προδοσία της Κύπρου. Αυτά επηρέασαν τον ευαίσθητο εγκέφαλο πολλών νέων, κυρίως αστικών οικογενειών, που προέρχονταν από οικογένειες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, άρα διακατέχονταν από αναπόφευκτη πολιτική, ιδεολογική, ακόμα και αισθητική απέχθεια προς την δικτατορία. Αλλά αρνητική στάση προς την στρατιωτική χούντα, παραδόξως, υιοθέτησαν και νέοι που προέρχονταν από υπερσυντηρητικές οικογένειες, όπου η αντίθεση στον οικογενειακό αυταρχισμό συνδυάστηκε με την αντίθεση στην χούντα και την προσχώρηση σε αντιχουντικές συσσωματώσεις. Γιά αυτό και στα σχολεία και στα πανεπιστήμια αναπτύχθηκαν αντιχουντικοί θύλακες, οι οποίοι απέκτησαν οργανωτική και ιδεολογική δομή με την συνδρομή της κομμουνιστικής αριστεράς, η οποία διέθετε συνωμοτική εμπειρία και αντιστασιακή τεχνoγνωσία. Αυτή η συνθήκη ανανέωσε το ΚΚΕ με νέα στελέχη.
Σε αυτήν την ευρύτερη ζύμωση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο το τμήμα του ΚΚΕ που αποσχίστηκε το 1968 στην διάσκεψη της Βουδαπέστης από το κυρίως κόμμα και διαμόρφωσε μία κομμουνιστική μεν αλλά ευρωπαΐζουσα και δημοκρατίζουσα πολιτική κίνηση. Πρόκειται για το ΚΚΕ εσωτερικού, το «Ες», που σταδιακά κατέστη της μόδας στους νέους των καλών ιδιωτικών σχολείων, τις κεντρικές συνοικίες των Αθηνών, τις πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης, Νομική, Πολυτεχνείο κλπ. Οι περισσότεροι νέοι αστικών οικογενειών που ήθελαν να ενταχθούν στην «αριστερά» βρήκαν λοιπόν μία πιό «λάϊτ» εκδοχή της, που δεν θαύμαζε τον σταλινισμό, που δεν χρειαζόταν να απολογείται για την Άνοιξη της Πράγας, που θαύμαζε τον ευρωκομμουνισμό και τον Πουλαντζά.
Έτσι ήδη από την εποχή της δικτατορίας δημιουργήθηκε στον νεολαία και ευρύτερα στην κοινωνία ένας «αριστερός» χώρος, αποτελούμενος από δύο σκέλη. Το μεν ΚΚΕ χωρίς να έχει εγκαταλείψει τυπικά πάντως είχε αποσιωπήσει το βασικό του δέον, δηλαδή την επανάσταση του προλεταριάτου και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής δικτατορίας. Ούτε άλλωστε διακρίθηκε πρωταγωνιστικά στην αντιχουντική αντίσταση εντός Ελλάδος, στην οποία έδρασαν ηρωϊκά μερικά σημαντικά στελέχη της παλαιάς Ενώσεως Κέντρου και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, όπως ο Παναγούλης, ο Γιώτας, ο Βερυβάκης, ο Παπαζήσης, ο Βασιλικόπουλος κ.ά. Και οι βασιλόφρονες αξιωματικοί του Βασιλικού Ναυτικού, που επιχείρησαν το μεγάλο αλλά ανεπιτυχές κίνημα του Μαΐου 1973. Αυτό άλλωστε φάνηκε στην «συνετή» στάση του ΚΚΕ τον Νοέμβριο του 1973 στο Πολυτεχνείο, το οποίο κατήγγειλε ως «προβοκάτσια» και την ώρα της κατάρρευσης της χούντας το καλοκαίρι του 1974. Αντιθέτως προς την Πορτογαλία, όπου οι κομμουνιστές έπαιξαν βασικό ρόλο στην εκεί μεταπολίτευση το 1974. Στην Ελλάδα το ΚΚΕ απλώς περίμενε να ολοκληρώσει την διαδικασία ο Καραμανλής.
Το δε ΚΚΕ εσωτερικού κατά την διάρκεια της δικτατορίας τροφοδότησε το ισχνό αντιστασιακό κίνημα με νέους, κυρίως φοιτητές αλλά και μαθητές, που υπέστησαν και τις φρικαλέες συνέπειες. Επίσης τα μέλη του αποδύθηκαν σε έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις στο εξωτερικό, ιδίως στο Παρίσι, όπου διασυνδέθηκαν με τα ευρωπαϊκά ιδεολογικά ρεύματα και διανοουμένους, συμμετείχαν σε κάποιον βαθμό στα γεγονότα του Μαΐου 1968, διοργάνωναν αντιχουντικές εκδηλώσεις και απέκτησαν θεωρητικό κεφάλαιο και ιδεολογική τεχνογνωσία.
Μετά τα κατακλυσμιαία γεγονότα του 1974, η έννοια «αριστερός» εισέβαλε θριαμβευτικά στο πολιτικό προσκήνιο, νομιμοποιημένη από την εθνική τραγωδία στην Κύπρο που προκάλεσε η χούντα. Αυτήν την φορά, όμως, η αριστερά δεν ήταν ενιαία αλλά διχασμένη. Το ΚΚΕ επανήλθε στην πολιτική ζωή και στο κοινοβούλιο μετά από τρεις δεκαετίες παρανομίας, ξαναβρίσκοντας την μεσοπολεμική του αντίφαση μεταξύ θεωρητικών επαναστατικών εξαγγελιών και απτής κοινοβουλευτικής δράσης. Καθώς το κυρίαρχο αν όχι αποκλειστικό θέμα συζήτησης μεταξύ των παλαιών του στελεχών ήταν ο εμφύλιος πόλεμος, ο Ζαχαριάδης, οι εξορίες, τα ξερονήσια κλπ., και καθώς οι σκληροπυρηνικοί σταλινικοί φιλοσοβιετικοί κομμουνιστές, ήδη ηλικιωμένοι, βασικά ασχολούντο με την ιστορική τους δικαίωση, το κόμμα εξελίχθηκε σε ένα είδος κλειστής λέσχης βετεράνων του εμφυλίου πολέμου. Η δε νεολαία του ΚΚΕ, πλέον εξωστρεφής και δυναμική, συμμετείχε σε αντιαμερικανικές και άλλες διαδηλώσεις, συναυλίες κλπ., με προνομιακό πεδίο τα πανεπιστήμια. Εκεί, όπου εν ονόματι του αντι-χουντισμού, του αντι-αυταρχισμού κλπ., οργάνωσε μηχανισμούς αποκλεισμού των μη αριστερών, επιβάλλοντας μονοφωνία, αναπαράγοντας έναν στερεοτυπικό ξύλινο λόγο, τρομοκρατώντας τους διδάσκοντες, εγκρίνοντας ή όχι την εκλογή τους, συμμετέχοντας με διάφορους τρόπους στην διοίκηση των σχολών και ουσιαστικά καταλύοντας τα διεθνώς αναγνωρισμένα χαρακτηριστικά του θεσμού που καλείται πανεπιστήμιο. Έτσι λειτούργησε ως μοχλός πίεσης του ΚΚΕ στο γενικώτερο πολιτικό σκηνικό και ταυτόχρονα ως φυτώριο παραγωγής κλωνοποιημένων κομματικών στελεχών. Τα ήθη του ΚΚΕ διαχύθηκαν και στα υπόλοιπα κόμματα, τα οποία αντέγραψαν τις τοπικές και κλαδικές δομές και όλη την κομματική νοοτροπία, που ακύρωσε την κριτική σκέψη, την ελεύθερη συνείδηση, την αυτόνομη προσωπικότητα, αλλά και την νοοτροπία οπαδού και την αδυναμία παραγωγής πρωτότυπης σκέψης και λόγου.
Το ΚΚΕ εσωτερικού ή αλλοιώς «ανανεωτική αριστερά» ασχολήθηκε με την διεκδίκηση της ιδεολογικής ηγεμονίας, για την οποία είχε προετοιμασθεί ήδη από τα τέλη της δικτατορίας. Καθώς παρήγαγε κάτι περισσότερο από κομματικά συνθήματα και μαρξιστικά τσιτάτα, και καθώς διέθετε αστική αγωγή άρα κοινωνικές δεξιότητες και ευρωπαϊκή εμπειρία, κατώρθωσε να εμπεδωθεί στην ανώτατη και μέση εκπαίδευση, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, στις εκδόσεις, στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημέρωσης, επομένως στους κυριώτερους χώρους παραγωγής ιδεολογίας. Παρά το γεγονός ότι πολιτικά το ΚΚΕ εσωτερικού δεν κατώρθωσε ποτέ να αποκτήσει σοβαρό κοινοβουλευτικό εκτόπισμα, και ίσως ακριβώς γιά αυτόν τον λόγο, ως αντιστάθμισμα ανέπτυξε έναν μηχανισμό πολιτικής κυριαρχίας σε πιό ουσιαστικό επίπεδο, αυτό της ιδεολογίας. Σε αυτό το κλίμα δημιούργησαν σημαντικό έργο προσωπικότητες όπως ο Πουλαντζάς, ο Βεργόπουλος, ο Τσουκαλάς, ο Μουζέλης, ο Ελεφάντης, ο Βάσσης κ.ά.
Ακολουθούν οι νεώτερες γενιές. Παρά την ιδεολογική υπερπαραγωγή των αναθεωρητών αριστερών διανοουμένων, η αξία του μεγαλύτερου μέρους αυτής της υπερπαραγωγής είναι μηδαμινή. Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις, αλλά δεν ανατρέπουν τον κανόνα. Πρόκειται για κείμενα ιδεολογικού και όχι επιστημονικού προσανατολισμού, με την γνωστή προκρούστεια μέθοδο της προσαρμογής της πραγματικότητας προς προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Οι γενιές αυτές των «προοδευτικών» διανοουμένων δεν ανέδειξαν έναν Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, έναν Ιωάννη Συκουτρή, έναν Ρένο Αποστολίδη, έναν Οδυσσέα Ελύτη, έναν Κορνήλιο Καστοριάδη ή έναν Κώστα Παπαϊωάννου. Είναι εξ άλλου εμφανές ότι παρ΄όλη αυτή την θεωρητική υπερδραστηριότητα δεν κατώρθωσαν να διεμβολίσουν την βαθύτερη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, που παραμένει δεκαετίες μετά σταθερά προσκολλημένη στις παραδοσιακές της αξίες.
Ακριβώς γιά να κατοχυρώσουν αυτήν την ψευδεπίγραφη ιδεολογική τους ηγεμονία, οι «προοδευτικοί» αυτοί διανοούμενοι ανέπτυξαν εξαιρετικά έντεχνους μηχανισμούς αμαύρωσης, καταγγελίας, απομόνωσης των αντιπάλων της, η αντίθετη άποψη κατέστη απεχθής και εξοβελιστέα, ενώ όποιος διαφωνούσε ήταν αυτομάτως «φασίστας». Στην ουσία η «ανανεωτική αριστερά» λειτούργησε με όλα τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε η Χάνα Άρεντ στο κορυφαίο της έργο για τα Ολοκληρωτικά Συστήματα.
Έτσι στην ύστερη Μεταπολίτευση διαμορφώθηκε ένας τύπος «αριστερού» κατ΄επίφασιν, χωρίς κάν τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν επιστημονικά έναν πραγματικό αριστερό: ούτε κάν στοιχειώδης μαρξιστική θεωρητική κατάρτιση ούτε κάποια πραγματική αγωνιστική δράση. Κατά κανόνα η αναντιστοιχία βίου και «αριστεροφροσύνης» είναι κραυγαλέα και προκλητική. Η έννοια «αριστερός» συμπυκνώθηκε πλέον σε μία προσωπική δήλωση «αριστερών φρονημάτων», ως επαγγελματικό, πολιτικό και κοινωνικό διαβατήριο σε συγκεκριμένους χώρους. Από αυτήν την διαδικασία προέκυψαν συγκεκριμένοι φαινότυποι, όχι πλειοψηφικοί στην ελληνική κοινωνία αλλά εξαιρετικά επιζήμιοι για την κοινωνική συνοχή και την λειτουργία οιουδήποτε οργανωμένου κράτους: ο καταληψίας «αριστερός» μαθητής που μιλάει στους καθηγητές του στον ενικό και αισθάνεται ότι έχει το δικαίωμα να συναποφασίζει για την λειτουργία του σχολείου· ο γενειοφόρος «αριστερός» εκπαιδευτικός που απεχθάνεται το αντικείμενο που διδάσκει, άσε που δεν το γνωρίζει επαρκώς, και που θεωρεί ιερό του καθήκον να εμφυσήσει στους μαθητές του «δημοκρατική συνείδηση», δηλαδή ασέβεια προς τους μεγαλυτέρους, απέχθεια προς την πειθαρχία και την τάξη, εχθρότητα προς το κράτος και το εκπαιδευτικό σύστημα· ο «αριστερός» συνδικαλιστής που δεν επικεντρώνεται στην βελτίωση των συνθηκών εργασίας αλλά εχθρεύεται την επιχείρηση που του δίνει ψωμί και επιδιώκει με μανία να την κλείσει, και μάλιστα συγκαλύπτει ανήθικες συμπεριφορές συναδέλφων του λαμβάνοντας ως αντιπαροχή την ασυλία που του παρέχει η θέση του· ο φοιτητής που αυτοπροσδιοριζόμενος ως «αριστερός» επιδιώκει να πάρει πτυχίο χωρίς να ανοίξει μία σελίδα και ταυτόχρονα να προετοιμάσει την καρριέρα του προσκολλώμενος στον κομματικό μηχανισμό και υπακούοντας δουλικά στην «καθοδήγηση»· ο «αριστερός» πανεπιστημιακός- στην πραγματικότητα αργόμισθο κομματικό στέλεχος που εξελέγη με κομματική στήριξη χωρίς να διαθέτει κάν τα στοιχειώδη προσόντα, που απευθύνεται στους φοιτητές του με την απαράδεκτη προσφώνηση «συνάδελφε» που όχι μόνον συνιστά αντιποίηση αρχής αλλά καταλύει την αναγκαία πατρική σχέση ιεραρχίας που λειτουργεί ως ιμάντας καθοδήγησης των νεωτέρων· ο ημιμαθής, φλύαρος, δογματικός και ξερόλας «αριστερός» ψευτοδιανοούμενος, που χρησιμοποιεί κυρίως συνθήματα και χαρακτηρισμούς αντί για στοιχεία και επιχειρήματα· ο ανεπάγγελτος «αριστερός» πολιτευτής με την ξύλινη γλώσσα, που έχει θέσει σκοπό της ζωής του να αποδομήσει τον κατά φαντασίαν «ελληνικό εθνικισμό», δηλαδή ο,τιδήποτε αντιβαίνει στις «αριστερές» του φαντασιώσεις· ο «αριστερός» δημόσιος υπάλληλος που καλύπτει την οκνηρία του, την ανικανότητά του, ίσως μάλιστα και την ανηθικότητά του, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα προστασίας τον κομματικό μηχανισμό στον οποίον ομνύει· ο «αριστερός» δημοσιογράφος, ο οποίος καταπολεμά λυσσαλέα κάθε πατριωτική έννοια και κάθε συνεκτικό δεσμό της ελληνικής κοινωνίας, προωθεί δε συστηματικά τους ξένους εθνικισμούς καταπολεμά δε (ανύπαρκτο) «ελληνικό εθνικισμό» αλλά προωθεί συστηματικά τους ξένους εθνικισμούς. Και τα λοιπά. Αυτά εν τω μεταξύ έχουν μολύνει και άλλες περιοχές του πολιτικού φάσματος και ουσιαστικά έχουν καταστήσει δυσχερή την λειτουργία του κράτους και της οικονομίας.
Στα ύστερα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η «ανανεωτική αριστερά» ανέδειξε το έσχατο «άνθος» της: τον εθνομηδενισμό. Το βδέλυγμα του εθνομηδενισμού αποτελεί αποκύημα του μίσους που ένοιωθαν οι φορείς του ως έφηβοι εναντίον των αυταρχικών πατεράδων και δασκάλων τους (που όμως οι περισσότεροι από αυτούς και γράμματα ήξεραν και αρχές είχαν) και γενικά του αυταρχικού κράτους, και του μίσους εναντίον των εννοιών που πρέσβευαν αυτοί οι αυταρχικοί πατεράδες και δάσκαλοι. Δηλαδή βασικά της Πατρίδας, της Θρησκείας, της Οικογένειας, της Καθαρεύουσας, των Αρχαίων, του Βυζαντίου, της Πειθαρχίας, της Ποδιάς, των Παρελάσεων, του Στρατού, της Αστυνομίας, των κακών βαθμών κλπ. Επομένως όλα αυτά έπρεπε τώρα να αποδομηθούν. Η αποδόμηση είχε ως κεντρικό στόχο το Έθνος, και τελικά όλη η ψευδο-θεωρητική και ψευδο-επιστημονική δράση των ψευδο-προοδευτικών «αριστερών» ψευδο-διανοουμένων στράφηκε σε μία λυσσαλέα προσπάθεια να αποδομηθεί η έννοια του ελληνικού έθνους και όλα τα σύμβολά του. Επιχειρήθηκε η πλήρης παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας, η ωραιοποίηση της Τουρκοκρατίας, η αμαύρωση του Κολοκοτρώνη, του Καποδίστρια, του Εικοσιένα, εκτοξεύθηκαν ασύλληπτα ανιστόρητες αλλά και προσβλητικές βλακείες, όπως ο όρος «συνωστισμός» για την μαζική σφαγή των Ελλήνων στην Σμύρνη το 1922. Όλα αυτά τελικώς έγιναν καλός αγωγός για την υιοθέτηση της προπαγάνδας ξένων εθνικισμών εις βάρος της Ελλάδος. Έτσι όλα αυτά κατέληξαν εργαλεία στα χέρια γειτονικών αναθεωρητισμών και αυτοί οι δήθεν αριστεροί (και στις συνήθειές τους ατομικιστές, καταναλωτικώτατοι, φιλοχρήματοι και ιδιοτελέστατοι) έγιναν οι χρήσιμοι ηλίθιοι που απαιτήθηκαν ως ιδεολογικό άλλοθι για τις μεγάλες εθνικές υποχωρήσεις των Πρεσπών και ας ελπίσουμε όχι και του Αιγαίου.
Και οι πραγματικοί αριστεροί; Οι χιλιάδες άνθρωποι που καλόπιστα προσχώρησαν σε κάποιο αριστερό κόμμα είτε από ιδεαλισμό είτε από οικογενειακή παράδοση είτε για άλλους πάντως αληθινούς και όχι κάλπικους λόγους, που μελέτησαν τον μαρξισμό, που προβληματίστηκαν, που υπήρξαν έντιμοι, ανθρωπιστές, πατριώτες, σκληρά εργαζόμενοι που αξιοκρατικά κατέκτησαν έπαθλα ζωής, που συνειδητοποίησαν εγκαίρως τις αθεράπευτες αντιφάσεις μεταξύ του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και των δικών τους δημοκρατικών και ανθρωπιστικών αξιών αλλά και τις αθεράπευτες αντιφάσεις μεταξύ του ανελεύθερου κομματικού σωλήνα και της δικής τους αξιοπρέπειας; Αυτοί όλοι οι άνθρωποι απλά σε κάποια στιγμή αποσύρθηκαν και ιδιώτευσαν. Ο Τάκης Λαζαρίδης έγραψε μία σειρά αυτοκριτικών βιβλίων, που τον κατέστησαν διάσημο, αλλά ο Βίκτωρ Αθανασιάδης και ο Μανώλης Κορνήλιος (και οι δύο αντάρτες του ΕΛΑΣ) τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής τους τις πέρασαν αθόρυβα ως έντιμοι και σκληρά εργαζόμενοι επιμελητές εγκυκλοπαίδειας. Οι απλοί αγρότες που ανέβηκαν στα βουνά να κάνουν αντίσταση εναντίον των Γερμανών, πέθαναν δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια τους, στιγματισμένοι ως «εαμοβούλγαροι», αλλά δεν μετάνοιωσαν ποτέ για τις πατριωτικές αποφάσεις τους. Οι ενθουσιώδεις νέοι της Μεταπολίτευσης ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά τελικά κατάλαβαν ότι τα «συντρόφια» της καθοδήγησης επεδίωκαν να αλλάξουν όχι τον κόσμο αλλά την δική τους θέση μέσα στον κόσμο, που ως γνωστόν δεν αλλάζει ποτέ γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ. Ο κόσμος αλλάζει μόνον αν αλλάξουμε εμείς. Μανιώδεις και ιδιοτελείς εξουσιαστές, κομπλεξικά ανθρωπάκια, όπως πολλοί, πάμπολλοι «αριστεροί» κομματικοί σατραπίσκοι, δεν αλλάζουν τον κόσμο. Αυτά μάλλον τα συνειδητοποίησαν οι χιλιάδες πραγματικοί αριστεροί, που αποχώρησαν και ιδιώτευσαν. Προφανώς συμφωνούν με τον Τάκη Λαζαρίδη ότι «ευτυχώς που ηττηθήκαμε σύντροφοι» και προφανώς κατάλαβαν ότι αγωνίστηκαν για ένα όραμα που δεν αντιστοιχούσε στις προδιαγραφές που το ίδιο έθετε. Παρακολούθησαν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» υπό το κράτος της οργής των λαών, παρακολούθησαν και την οικτρή «αριστερή» πλην μνημονιακή διακυβέρνηση στην χώρα μας. Ο ιδεαλισμός παραμένει, αλλά πλέον εκτός «αριστερών» κομμάτων και εκτός ψευδαισθήσεων. Το όραμα ενός καλύτερου κόσμου συνεχίζει να εκκρεμεί. Πάντα θα εκκρεμεί. Ίσως με άλλον τρόπο.

**Τό ιστολόγιο δέν συμφωνει απαραίτητα με τις απόψεις των αρθρογράφων

Δεν υπάρχουν σχόλια: