ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ D.N.A.ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Το DNA στην Ελληνική Μυθολογία

OI 2 x 23 NAYTEΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ TA 2 x 23 XPΩΜΟΣΩΜΑΤΑ
To «κηρύκειο» ήταν το κύριο έμβλημα του Ερμή, το οποίο σχηματιζόταν από λεπτή ράβδο δάφνης ή ελιάς. Γύρω-γύρω περιτυλλίσσονταν δύο φίδια, που τα κεφάλια τους συναντιώνταν αντικρυστά. Λίγο πιό πάνω, στην κορυφή της ράβδου, υπήρχαν δυό φτερούγες.
   Η ομοιότητά του με το έμβλημα του Ασκληπιού είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση του κηρύκειου ως συμβόλου των γιατρών και της Ιατρικής Επιστήμης γενικότερα. Κι ο Ερμής, δίχως να είναι καθ’ αυτό θεός της Ιατρικής, επιστατούσε στην υγεία των ανθρώπων και στην ανάγκη τούς πρόσφερνε αποτελεσματική συνδρομή κατά των ασθενειών. Διηγούνταν, πως κάποτε είχε σώσει την Τανάγρα από μιά θανατηφόρα επιδημία.
     Για το τί συμβολίζουν τα δύο φίδια έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες, οι οποίες δεν θα αναλυθούν εδώ, διότι πεποίθησή μου είναι, ότι το κηρύκειο είναι κάτι πολύ σημαντικότερο, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια.












Αριστερά: Έμβλημα Iατρικής Ένωσης. Μέση: Ο Ερμής με το Κηρύκειο. Δεξιά: το DNA.
To DNA είναι ο κώδικας της ζωής, αποτελεί το συστατικό των χρωμοσωμάτων και των γονιδίων και βρίσκεται στον πυρήνα του κυττάρου. Περιέχει κωδικοποιημένες πληροφορίες για τη μεταβίβαση των γενετικών χαρακτηριστικών από τη μία γενιά στην επόμενη, καθώς επίσης για το σχηματισμό μορίων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του οργανισμού. Μοιάζει με διπλή έλικα, που σχηματίζεται από δύο μακρά σπειροειδή νήματα (κλώνους), πλεγμένα το ένα γύρω από το άλλο κι αποτελείται από τέσσερις αζωτούχες βάσεις. Στον πυρήνα των σωματικών κυττάρων του ανθρώπου υπάρχουν 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων.
     Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο το Κηρύκειο του Ερμή είχε επινοηθεί από το μάντη Τειρεσία, όταν βρήκε στην Κυλλήνη δύο φίδια ζευγαρωμένα και, επειδή τα πλήγωσε, έγινε γυναίκα. Ύστερα από λίγο καιρό ξαναβρήκε τα ίδια φίδια ζευγαρωμένα και ξανάγινε άνδρας.

Το αντίδοτο του Ερμή     Σύμφωνα με τη Μυθολογία ο Ασκληπιός διδάχθηκε την επιστήμη της Ιατρικής από το Χείρωνα, έγινε δε τόσο διάσημος γιατρός, που όχι μόνο βοηθούσε τους ανθρώπους ν’ αποφύγουν το θάνατο, αλλά τόλμησε ν’ αναστήσει με την επιστήμη του και νεκρούς (Απολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», Γ΄118-120). Κατόπιν αυτού ο θεός του Άδη, Πλούτων, θύμωσε και ειδοποίησε τον αδελφό του Δία, ότι υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγουν οι άνθρωποι από τον φυσικό νόμο του θανάτου. Έπειτα απ’ αυτό ο Ζευς κατακεραύνωσε τον Ασκληπιό και τον θανάτωσε.
     Στη ραψωδία κ της «Οδύσσειας», όπου περιγράφεται η περιπέτεια του Οδυσσέα και η μεταμόρφωση των συντρόφων του σε χοίρους στο νησί της Κίρκης, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι ο Όμηρος μεταφέρει πληροφορίες, από τις οποίες προκύπτει, ότι υπήρχε γνώση της γενετικής από πανάρχαιες ακόμα εποχές. Συγκεκριμένα:


           • Το όνομα Κίρκη δεν είναι κάποιο τυχαίο, αλλά τα γράμματα που το αποτελούν συναντώνται και στη λέξη Κηρύκειο.
     • Το όνομα του γιού της Κίρκης και του Οδυσσέα είναι Τηλέγονος [τήλε (= από μακρυά) και γόνος].
     • Όταν ο Όμηρος περιγράφει κάποιο πρόσωπο, συνήθως εκτός από το όνομα χρησιμοποιεί κι ένα η περισσότερα επίθετα, που το προσδιορίζουν καλύτερα. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί για την Κίρκη είναι: πολυφάρμακος (κ 276), πότνια (σεβαστή: κ 549), καλλιπλοκάμοιος (κ 220) και εϋπλόκαμος (κ 136 και λ 8). Το πολυφάρμακος και το πότνια μπορούν εύκολα να εξηγηθούν, γιατί, όπως αναφέρει ο ποιητής, ήταν θεά (αδελφή του Αιήτη, κόρη του Ήλιου και της κόρης του Ωκεανού Περσηίδας ή κατ’ άλλους της Εκάτης). Για να επιμένει όμως ο Όμηρος, που πάντα ακριβολογεί, σε τρία σημεία μάλιστα στην περιγραφή, ότι η Κίρκη είχε καλούς πλοκάμους, πρέπει να είναι πολύ σημαντικό, κι ασφαλώς δεν πρέπει να αναφέρεται στην κόμμωσή της.










Καλλιπλόκαμοι και εϋπλόκαμοι γυναίκες –όπως και η Κίρκη, από τοιχογραφία της Μινωικής εποχής. Πρόκειται για άριστη περιγραφή του Ομήρου, που ίσως έγινε, προκειμένου να παρομοιασθεί με απλά λόγια το DNA.
  • Το αντίδοτο στον Οδυσσέα δεν το έδωσε η θεά Αθηνά, που πάντα τον προστάτευε, αλλά ο -κάτοχος του κηρυκείου- Ερμής.
     • Η Κίρκη είχε τέσσερις θεραπαινίδες («αμφιπόλους»: κ 348-349), όσες και οι βάσεις του DNA. (*)
     • Ο αριθμός των τεσσάρων θεραπαινίδων θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίος, αλλά ο Όμηρος μας δίνει έντεχνα κι άλλον έναν εκπληκτικό αριθμό, ο οποίος δεν φαίνεται να είναι τυχαίος. Όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα πήγαν στο ανάκτορο της Κίρκης, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Στην μία αρχηγός ήταν ο Ευρύλοχος και στην άλλη ο Οδυσσέας. Μαζί του ο κάθε αρχηγός πήρε 22 άνδρες (κ  203-209). Ο Όμηρος μας περιγράφει λοιπόν δύο ομάδες των 22, κι αν προσθέσουμε και τους αρχηγούς, προκύπτουν δύο ομάδες των 23. Σας θυμίζει τίποτε αυτός ο αριθμός; Είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων στον πυρήνα των ανθρωπίνων κυττάρων!


     Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο έχουν διασωθεί πληροφορίες πανάρχαιας επιστημονικής γνώσης δια μέσου των χιλιετιών με την βοήθεια της Μυθολογίας. Ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν σε κανέναν άνθρωπο τόσα χρόνια να σκεφθεί, γιατί επισημαίνει ο Όμηρος τον αριθμό των 2 × 23. Μόνο τώρα μετά την αποκωδικοποίηση του DNA, και με σοβαρή κι επισταμένη μελέτη των κειμένων μπορούν να εξαχθούν τέτοια συμπεράσματα.
     Αυτός είναι επίσης κι ο ορθός τρόπος, με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζεται η Μυθολογία. Ποτέ δεν έχει ζήσει γυναίκα Κίρκη, ούτε έχουν ποτέ εκτυλιχθεί οι ιστορίες, που περιγράφει ο Όμηρος στο ανάκτορό της. Με το όνομα Κίρκη και με τις περιπέτειες, που περιγράφονται στην ραψωδία κ διασώθηκαν πληροφορίες για τα επιτεύγματα της γενετικής επιστήμης της «Χρυσής Εποχής» (όπως ονομάζεται από αρχαίους συγγραφείς μιά πανάρχαια -μή προσδιορίσιμη επ’ ακριβώς χρονικά- εποχή υψηλού πολιτισμού).












Επάνω αριστερά: Αρχαίο νόμισμα από τη Ρόδο με τον Ηρακλή, που σκοτώνει τα δύο φίδια, τα οποία του έστειλε στην κούνια του η Ήρα. Κάτω αριστερά: η θεά Αθηνά, ο Εριχθόνιος και τα δύο φίδια σε ερυθρόμορφη πελίκη του ε΄ αι. π.Χ. (Βρεταννικό Μουσείο.) Δεξιά: Η ιέρεια, που διαχωρίζει τα φίδια από το ανάκτορο της Κνωσού του ιζ΄ αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.) Αν όλοι αυτοί οι μύθοι εξετασθούν σοβαρά από ειδικούς επιστήμονες, δεν θα προκύψουν μόνον χρήσιμες πληροφορίες για την «Χρυσή Εποχή», αλλά ίσως τους βοηθήσουν να προβούν σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Παρόμοιες πληροφορίες για την πανάρχαια Γενετική και το DNA υπάρχουν πολλές και σε άλλους αρχαίους συγγραφείς και σε άλλες μυθολογικές περιγραφές. Τα δύο φίδια δεν απεικονίζονται μόνο στο κηρύκειο του Ερμή. Με τα δυό φίδια είναι γεμάτη η Μυθολογία μας. Η θεά Ήρα έστειλε δύο φίδια στον Ηρακλή, όταν ήταν βρέφος. Η θεά Αθηνά, αφού αναδέχθηκε τον Εριχθόνιο από την γη, τον έκλεισε σε ένα κιβώτιο και του έβαλε φύλακες δύο φίδια. Στο Ανάκτορο της Κνωσού βρέθηκε αγαλματίδιο της θεάς Μητέρας, που κρατάει στα χέρια της δύο φίδια.
     Εκτός από τα δύο φίδια, που ελίσσονται το ένα γύρω από το άλλο, συχνά συναντάται η παραλλαγή του ενός φιδιού να ελίσσεται γύρω από ένα ξύλο, το σύμβολο του θεού της Ιατρικής Ασκληπιού. Χαρακτηριστικότατη περίπτωση αυτής της παραλλαγής περιγράφεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στην «Μήδεια».














Άγαλμα του Ασκληπιού από το ιερό της Επιδαύρου. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.) Κάτω δεξιά το φίδι, που ελίσσεται γύρω από ένα ξύλο – συχνή παραλλαγή των δύο φιδιών, που ελίσσονται μεταξύ τους.
Η αλληγορία του μύθου της Μήδειας  Η Μήδεια έχει συγγένεια με την Κίρκη. Είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη· κατά συνέπεια είναι εγγονή του Ήλιου κι ανηψιά της Κίρκης. Μητέρα της είναι η Ωκεανίδα Ιδυία (ή κατά τον Διόδωρο η Εκάτη, οπότε η Μήδεια κι η Κίρκη είναι αδελφές). Χωρίς τη βοήθεια της Μήδειας ο Ιάσων δεν θα μπορούσε να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας, το οποίο βρισκόταν σε δένδρο, που το φύλαγε ένα τυλιγμένο γύρω του φίδι.
     Η συγγένεια της Μήδειας με την Κίρκη, το όνομα Ιάσων (αυτός που ιατρεύει) και το ξύλο, που περιελίσσεται το φίδι, μας παραπέμπουν στο DNA. Δεδομένου, ότι οι μύθοι είναι πολυεπίπεδοι, κι απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση για την ερμηνεία τους, εξετάζοντας την Αργοναυτική Εκστρατεία με το παραπάνω σκεπτικό υποθέτουμε, ότι περιγράφεται αλληγορικά η πορεία της Ιατρικής Επιστήμης προς την ανακάλυψη του DNA. Δεν είναι όμως μόνον αυτό.


     Η Μήδεια στην Ιωλκό έπεισε τις κόρες του Πελία, πως ήταν ικανή να ξανακάνει νέο τον πατέρα τους, ο οποίος άρχιζε να γερνάει. Τους το απέδειξε υποβάλλοντας σε πειραματικές συνθήκες ένα γέρικο κριάρι (το έβαλε σε λέβητα με φάρμακα). Η επίδειξη πέτυχε κι έτσι εφαρμόστηκε και στον Πελία, χωρίς όμως επιτυχία.










Στην αγγειογραφία εικονίζεται αριστερά η Μήδεια να ρίχνει τα φάρμακα στο λέβητα, από τον οποίο ξεπηδάει το ανανεωμένο αρνί. Τη σκηνή παρακολουθεί δεξιά ο Πελίας –γέρος με βακτηρία και άσπρα μαλλιά- ο οποίος μάλιστα φαίνεται να επικροτεί τα διαδραματιζόμενα δείχνοντας με το δεξί του χέρι.
Η καταλυτική λεπτομέρεια, ότι τα παιδιά της παρουσιάζεται, ότι τα σκότωσε η ίδια η Μήδεια από εκδικητική ζηλοτυπία, είναι εύρημα του Ευριπίδη. Το μύθο της «Μήδειας» πραγματεύτηκε κι ο Αισχύλος στο έργο του «Διονύσου τροφοί», καθώς κι ο Σοφοκλής στον «Αιγέα» και στις «Πελιάδες». Τα έργα αυτά δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Σώθηκε μόνο η «Μήδεια» του Ευριπίδη· εξαφανίστηκαν επίσης τα άλλα δύο δράματα της τριλογίας, καθώς και το σατυρικό δράμα που τη συνόδευε. Η «Μήδεια» του Ευριπίδη (431 π.Χ.) είναι το μόνο ίσως κείμενο, όπου υπονοείται ο φόνος των παιδιών. Μετά από προσεκτική μελέτη του όμως, προκύπτει κάτι καταπληκτικό, που ανατρέπει όλα όσα νομίζαμε, ότι γνωρίζαμε για τη «Μήδεια», καθ’ ότι ούτε στη «Μήδεια» του Ευριπίδη αποδεικνύεται, ότι η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της!
     Η επίμαχη σκηνή περιγράφεται στο τέλος του έργου. Στο Αρχαίο Ελληνικό Δράμα καμμία σκηνή φόνου δεν λαμβάνει χώρα ενώπιον των θεατών. Στην «ορχήστρα» είναι ο Χορός, ενώ ακούγονται οι φωνές των παιδιών –που λένε ότι η μητέρα τους πλησιάζει με ξίφος– από το παρασκήνιο, το οποίο είναι ο ναός της Ακραίας Ήρας. (Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους από 1.277 έως το τέλος). Εμφανίζεται κατόπιν ο Ιάσων και ακούει από τον Χορό, ότι η Μήδεια σκότωσε εξ αιτίας του τα παιδιά τους. –Που είναι σκοτωμένα (ρωτάει), μέσα η έξω; -Αν ανοίξεις την πόρτα, θα δεις τον φόνο των δικών σου παιδιών (απαντάει ο Χορός). Παρουσιάζεται τότε η Μήδεια έτοιμη να φύγει. Λογομαχεί με τον Ιάσονα, ο οποίος της ζητάει να θάψει και να κλάψει τα παιδιά του. Η Μήδεια όμως αρνείται και προφασίζεται, ότι θέλει να τα θάψει η ίδια στο τέμενος του ναού της Ήρας, για να μην τα καθυβρίσουν οι πολέμιοι. Η λογομαχία συνεχίζεται κι η Μήδεια του αρνείται ακόμα και να τα χαϊδέψει, να τα φιλήσει ή να τα αγκαλιάσει και, χωρίς κανένας να διαβεβαιώσει, ότι τα παιδιά είναι πράγματι σκοτωμένα, τελειώνει η τραγωδία.

Τα παιδιά και ο πατέρας της Μήδειας  Το γεγονός, ότι –σύμφωνα με τον Ευριπίδη– η Μήδεια δεν αποδεικνύεται, ότι σκότωσε τα παιδιά της, αλλά μάλλον σκηνοθέτησε τον φόνο για τους δικούς της λόγους (προκειμένου να τα προστατέψει), σε συνάρτηση και με συγκερασμό αρκετών άλλων μεμονωμένων διασωθεισών παραδόσεων άλλων αρχαίων συγγραφέων (πχ. Απολλόδωρου 1,127 κ.ε. και 1,144 κ.ε., Παυσανία 2,3,6-11, Σχόλια στον Πίνδαρο, Ολύμπια 13,74 κ.λ.π.), μας οδηγεί στις εξής δύο εκδοχές:
     • Είτε πως οι Κορίνθιοι οργάνωσαν φόνο εναντίον της κι εναντίον των παιδιών της, οπότε αυτή μεν γλίτωσε, τα παιδιά της όμως τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι μέσα στο ναό, είτε πως
     • κάθε παιδί που γεννούσε η Μήδεια το έβαζε στο ναό της Ακραίας Ήρας στην Κόρινθο, προκειμένου να το κάνει αθάνατο, αλλά αυτή η διαδικασία το σκότωνε.
     Η δεύτερη αυτή εκδοχή παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον, καθ’ ότι μοιάζει με την προσπάθεια, που είχε κάνει η Μήδεια να ξανανιώσει τον Πελία. Ενώ με το κριάρι τα κατάφερε, με τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Οι περιγραφές αυτές μας θυμίζουν τις προσπάθειες των επιστημόνων της εποχής μας, τα γενετικά πειράματα των οποίων άρχισαν να έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα στα ζώα (πρόβατο «Ντόλυ»), αλλά είναι δύσκολο να εφαρμοσθούν στον άνθρωπο.
*   *   *  Στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία έχουμε πολλές περιγραφές θεών, που πετάνε με το άρμα τους, που συνήθως το σέρνουν πτερωτά άλογα. Η Μήδεια όμως, φεύγοντας από την Κόρινθο για την Αθήνα, δεν πήγε επιγείως, αλλά χρησιμοποίησε ιπτάμενο άρμα, που το έσερναν δύο φίδια!











Δύο αρχαίες αγγειογραφίες, στις οποίες εικονίζεται το άρμα του Ήλιου, που το σέρνουν  δύο φίδια. Αριστερά: το άρμα καταφθάνει με ηνίοχο τον Οίστρο· Δεξιά: η Μήδεια πετάει από Κόρινθο προς Αθήνα.

     Το επίπεδο, στο οποίο είχε φθάσει η Ιατρική και η ποιότητα ζωής της «Χρυσής Εποχής» περιγράφεται από τον Ησίοδο ως εξής: «Σαν θεοί ζούσαν (οι άνθρωποι) έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή χωρίς ολότελα κόπους και πόνο κι ούτε τα φοβερά γεράματα ήταν επάνω τους· και πάντα ίδιοι στα πόδια και στα χέρια χαίρονταν στα συμπόσια έξω απ’ όλα τα κακά και πέθαιναν σα δαμασμένοι από τον ύπνο» («Έργα και Ημέραι», 112-117).
     (*) Κάθε κλώνος του DNA αποτελείται από πολλά μόρια, που λέγονται νουκλεοτίδια και είναι τεσσάρων ειδών: η αδενίνη, η θυμίνη, η κυτοσίνη και η γονανίνη∙ συμβολίζονται δε αντίστοιχα με τα γράμματα Α, Θ, Κ και Γ. Θα μπορούσαν ίσως να λέγονται αλλιώς και να συμβολίζονται με τα γράμματα Ι, Χ, Ω και Ρ; «Έτρεχε το αθάνατο αίμα της θεάς, ο ιχώρ, ο οποίος κυκλοφορεί ακριβώς μέσα στους μακάριους θεούς» (Ε 340.) Δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα σοβαρές προτάσεις, για το τι ήταν ο ιχώρ. Όμως, με δεδομένο, ότι ο ιχώρ έχει τέσσερα γράμματα, όσα τα νουκλεοτίδια του DNA,  μιά σοβαρή συνεργασία φιλολόγων, γλωσσολόγων, γιατρών και βιολόγων προς αυτή την κατεύθυνση, ίσως να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ http://freeinquiry.gr/pro.php?id=746

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΑΛΣΤΑΤ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΛΑ ΤΕΝ

 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΑΛΣΤΑΤ

Χάρτης διασποράς του πολιτισμού Χάλστατ
Με τον όρο πολιτισμός Χάλστατ, (περ. 1100/1000 έως 800/700 στην πρώιμη φάση του και 800/700 έως το 450 ΠΚΕ/π.Χ.) εννοείται χαρακτηριστικός πολιτισμός της πρώιμης φάσης της εποχής του σιδήρου, με επίκεντρο μια κοινότητα εξόρυξης άλατος του τέλους της χάλκινης εποχής εκεί που βρίσκεται το σημερινό Χάλστατ στην επαρχία της Άνω Αυστρίας.
Στην περιοχή του Χάλστατ, από το 1846 έως το 1899 ανασκάφτηκε νεκρόπολη με περισσότερους από 2.000 τάφους που απέδωσαν αρκετά τέχνεργα, ώστε να διαμορφωθούν σχετικές θεωρίες. Σε πολλές περιπτώσεις, εξαιτίας των συντηρητικών ιδιοτήτων του άλατος, στάθηκε δυνατόν να φθάσουν ως την εποχή μας εργαλεία, τμήματα ρουχισμού, ακόμη και τα σώματα των αλατωρύχων.
Ο πολιτισμός Χάλστατ χαρακτηρίζεται για τα σύνθετα νεκρικά τυπικά του, είτε στην εποχή της καύσης των νεκρών είτε στην εποχή της ταφής. Χαρακτηρίζεται από μια μετάβαση στην εκτεταμένη χρήση του σιδήρου ενώ η κεραμική διακρίνεται για τα επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά μοτίβα της.

Χάλστατ

Συντεταγμένες: 47°33′21″N 13°38′48″E / 47.5559, 13.6467
Πολιτιστικό Αξιοθέατο Hallstatt-Dachstein Salzkammerguta
ΟΥΝΕΣΚΟ Μνημείο ΠΠΚ
Το Χάλστατ
Χώρα μέλοςFlag of Austria.svg Αυστρία
ΤύποςΠολιτιστικός
Κριτήριαiii,iv
Ταυτότητα#806
ΠεριοχήbΕυρώπη
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή:1997 (21η συνεδρίαση)
a Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων της ΠΠΚ
b Επίσημη καταχώρηση από την UNESCO
Το Χάλστατ είναι χωριό στην περιοχή Salzkammergut στο αυστριακό κρατίδιο της Άνω Αυστρίας και είναι χτισμένο σε απότομη όχθη της ομώνυμης λίμνης (Hallstättersee). Στο χώρο αυτό αναπτύχθηκε στην πρώιμη εποχή του σιδήρου ο «πολιτισμός του Χάλστατ». Το Χάλστατ μαζί με τα αξιοθέατα του Νταχστάιν συνθέτουν το πολιτιστικό τοπίο Χάλστατ-Νταχτστάιν του Σαλτσκάμεργκουτ, το οποίο αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. To Χάλστατ είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός λόγω της μοναδικότητας του τοπίου του, που συνδυάζει την ιστορική αρχιτεκτονική του γραφικού οικισμού, τη λίμνη και τα ψηλά βουνά που την περιβάλλουν καθώς και τα πλούσια προϊστορικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και πολιτιστικά αξιοθέατα της περιοχής και της δυνατότητας για χειμερινά σπορ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το Χάλστατ είχε 946 κατοίκους.

 



    Η θέση του Χάλστατ στο χάρτη της Αυστρίας
    Το Χάλστατ βρίσκεται στο εσωτερικό Salzkammergut στην ομώνυμη λίμνη σε υψόμετρο 508 μέτρων. Στην στενή λωρίδα της όχθης ανάμεσα στα απότομα βουνά ξεπροβάλλουν τα πυκνοχτισμένα σπίτια με τμήματά τους ακόμα να είναι χτισμένα πάνω στη λίμνη. Ένας κύριος δρόμος διασχίζει το χωριό και τη μικρή πλατεία της αγοράς. Η έκτασή του είναι 9,1 χμ από Βορρά προς Νότο και 13,2 από Δυτικά προς Ανατολικά. Η συνολική επιφάνειά του είναι 59,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 34,8 αυτής καλύπτεται από δάσος. Τμήματα της κοινότητας είναι τα εξής: Gosauzwang, Lahn, Salzberg, Hallstatt.

     Τοπωνύμιο

    Αντίθετα με τη δημοφιλή άποψη, «Χάλ» (Hall) πιθανόν δεν είναι το παλιό Κελτικό όνομα για το «αλάτι» (το οποίο ήταν “*saleinom”) επειδή ο αρχικός φθόγγος h- αντί του ιστορικού s- είναι χαρακτηριστικό των Βρυθονικές γλώσσες αλλά όχι των ηπειρωτικών κελτικών. Το όνομα μάλλον προέρχεται από τα παλαιά γερμανικά (“hallan”, φλοιός από αλάτι) (Stifter 2005) ερμηνεία που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη των αλατωρυχείων κοντά στο χωριό.

     Ιστορία


    Αρχαία εργαλεία εξόρυξης αλατιού. Από το μουσείο του Χάλστατ
    Ως το τέλος του 19ου αιώνα το Χάλστατ ήταν προσβάσιμο μόνο με πλοίο από την αντίπερα όχθη της λίμνης όπως συμβαίνει και σήμερα αν μεταφορικό μέσο είναι το τρένο. Το ίδιο το χωριό καλύπτει κάθε ελεύθερο χώρο γης μεταξύ του βουνού και της λίμνης. Τα παρόχθια σπίτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους μόνο με βάρκες ή μέσω του «πάνω δρόμου» ενός στενού διαδρόμου που περνούσε μέσα από τις σοφίτες. Ο πρώτος δρόμος προς το Χάλστατ διανοίχτηκε το 1890 εν μέρει με τη χρήση εκρηκτικών. Παρότι ο τόπος ήταν απομονωμένος και αφιλόξενος, σ’ αυτόν έχουν εντοπιστεί ορισμένα από τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης λόγω των πλούσιων ποσοτήτων φυσικού αλατιού που εξορύσσονται για χιλιάδες χρόνια, αρχικά στο σχήμα καρδιών (καρδιές του Χάλστατ). Το αλάτι ήταν πολύτιμος πόρος και έτσι η περιοχή ήταν ιστορικά πολύ πλούσια. Το πρώτο αλατωρυχείο του κόσμου είναι προσβάσιμο στο κοινό, σε τοποθεσία πάνω από το κέντρο του Χάλστατ. Ορισμένα από τα αρχαιότερα ευρήματα, όπως λίθινα εργαλεία, χρονολογούνται γύρω στο 5000 π.Χ. Το 1846 ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ ανακάλυψε ένα μεγάλο προϊστορικό νεκροταφείο κοντά στη σημερινή θέση του Χάλστατ. Επίσης ένα από τα πρώτα σιδηρουργεία ανασκάφηκε εκεί. Το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος επέτρεψαν την ανάπτυξη ενός εξελιγμένου πολιτισμού ο οποίος λόγω της θέσης των ευρημάτων ονομάστηκε Πολιτισμός Χάλστατ. Λόγω των εξαιρετικών ευρημάτων από τα ταφικά μνημεία η πρώιμη εποχή του σιδήρου (800-400 π.Χ.) αποκαλείται Περίοδος του Χάλστατ. Εκείνη την περίοδο οι Ιλλυριοί έφθασαν στην Ευρώπη αλλά το 400 π.Χ. οι Κέλτες εισέβαλαν στους οικισμούς τους εκτός από τις απροσπέλαστες ορεινές περιοχές, όπου διατήρησαν τη θέση τους. Tο βασίλειο του Noricum ήταν το πρώτο κράτος που ιδρύθηκε στη θέση της σημερινής Αυστρίας. Το 303 π.Χ. κατολίσθηση κατέστρεψε τον οικισμό και τερμάτισε προσωρινά την εξορυκτική δραστηριότητα στη λεγόμενη «ανατολική ομάδα». Το Noricum έγινε ρωμαϊκή επαρχία στα χρόνια γύρω από τη γέννηση του Χριστού και τα αλατωρυχεία συνέχισαν να λειτουργούν καθ’ όλη τη ρωμαϊκή περίοδο.

    Η πλατεία του Χάλστατ
    Το 300 μ.Χ. διαδίδεται σταδιακά ο χριστιανισμός ενώ τον 6ο αιώνα η περιοχή πέφτει στα χέρια των Βαυαρών. Το 1000 μ.Χ. η εξόρυξη αποκτά τη σημασία που είχε στα προϊστορικά και ρωμαϊκά χρόνια. Το 1284 ο δούκας Albrecht I των Αψβούργων κατασκευάζει πύργο στην περιοχή ο οποίος αποδεικνύει την αξία του στη διάρκεια του «πολέμου του αλατιού» μεταξύ του Albrecht και του αρχιεπισκόπου Konrad IV του Σάλτσμπουργκ. Το 1311 το Χάλστατ αποκτά τα δικαιώματα της πόλης-αγοράς. Το 1494 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Ι παραχωρεί προνόμια και επισκέπτεται προσωπικά την περιοχή. Το 1595 κατασκευάζεται ο παλιότερος αγωγός του κόσμου μήκους 40 χιλιομέτρων. Το 1734 ανακαλύπτεται το πλήρως διατηρημένο σώμα ενός αλατωρύχου που χρονολογείται στο 300 π.Χ. και ονομάστηκε «ο άνθρωπος του αλατιού». Το 1750 πυρκαγιά κατέκαψε το χωριό αλλά και τα διοικητικά κτήρια των αλατωρυχείων. Το 1846 εργάτες ανακαλύπτουν αρχαία οστά και ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ, διευθυντής των ορυχείων, αναγνωρίζει τη σημασία των ευρημάτων και ξεκινά ανασκαφές, φέρνοντας στο φως τα διάσημα ταφικά μνημεία του Χάλστατ. Το 1997 η UNESCO αναγράφει την περιοχή «Χάλστατ-Νταχστάιν/Σαλτσκάμεργκουτ» στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

     

    Πολιτισμός Λα Τεν


    Πολιτισμός Χάλστατ και πολιτισμός Λα Τεν. Ο πυρήνας της επικράτειας Χάλστατ (800 ΠΚΕ) σε κίτρινο χρώμα, η περιοχές στις οποίες επέδρασε έως το 500 ΠΚΕ σε απαλό κίτρινο. Ο πυρήνας της επικράτειας του πολιτισμού Λα Τεν (450 Π.Κ.Χ.) σε πράσινο, και σε απαλό πράσινο οι επιδράσεις του πολιτισμού έως το 50 Π.Κ.Χ
    Ο όρος πολιτισμός Λα Τεν αναφέρεται σε έναν αρχαιολογικό πολιτισμό της εποχής του Σιδήρου, στην περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Το όνομά του προέρχεται από το ομώνυμο χωριό της Ελβετίας, Λα Τεν, το οποίο βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Νεσατέλ. Ο πολιτισμός Λα Τεν αποτελεί μέρος του ευρύτερου Κελτικού πολιτισμού και ακολουθεί, χρονολογικά, τον υλικό πολιτισμό του Χάλστατ.

     


      Η ανακάλυψη των αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή της λίμνης Νεσατέλ έγινε το 1857. Ο ντόπιος συλλέκτης Hansli Kopp, κατά τη διάρκεια έρευνας στην περιοχή Λα Τεν ανακάλυψε μια σειρά ξύλινων πασσάλων και 40 περίπου σιδερένια όπλα. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή που ακολούθησαν μέχρι το 1917, ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός από τεχνουργήματα, κυρίως όπλα αλλά και περόνες, πόρπες, αγγεία ή εξαρτήματα αμαξών. Τα ευρήματα παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές στη μορφολογία τους από αυτά που είχαν ανακαλυφθεί το 1846 στο Χάλστατ, τα οποία θεωρούνται προγενέστερης εποχής αυτών του Λα Τεν. Αντίθετα, παρουσίαζαν ομοιότητες με ευρήματα που είχαν ανακαλυφθεί σε ανασκαφές νεκροταφείων στην Γαλλία.

       Διασπορά


      Ανακατασκευασμένος συνοικισμός Λα Τεν στη Γερμανία
      Το 1871, τα ευρήματα της Ελβετίας συγκρίθηκαν με αντίστοιχα της ετρουσκικής πόλης Μαρτζαμπότο (Μarzabotto). Η ομοιότητά μεταξύ τους και οι περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων Λίβιου και Πολύβιου για την μετακίνηση Κελτών στην περιοχή της κοιλάδας Πάδου, οδήγησαν, έκτοτε, στο συμπέρασμα πως ο πολιτισμός του Λα Τεν αποτελεί έκφραση του υλικού πολιτισμού των Κελτών. Όμως, το κατά πόσο ο πολιτισμός Λα Τεν μπορεί να αποδοθεί ως μια ενιαία έκφραση των Κελτών είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, καθώς παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στις ομάδες Κελτών διαφορετικών περιοχών.[1]
      Αν και δεν υπάρχει καμία συμφωνία σχετικά με την ακριβή περιοχή στην οποία ο πολιτισμός Λα Τεν αναπτύχθηκε για πρώτη φορά, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι τα κέντρα του πολιτισμού βρισκόταν βόρεια και βορειοδυτικά του πολιτισμού Χάλστατ, βόρεια των Άλπεων, στην περιοχή ανάμεσα στις κοιλάδες της Μάρνης και της Μοζέλα στα δυτικά και στις περιοχές της σημερινής Βαυαρίας, την Αυστρίας και την Βοημία στα ανατολικά. Τα κέντρα της ζώνης Μάρνης-Μοζέλας παρουσιάζουν εμπορικές σχέσεις με την κοιλάδα του Πάδου και τον πολιτισμό Γκολασέκα, ενώ η περιοχή της Βοημίας με την Αδριατική θάλασσα.[3]
      Από την πατρίδα τους, ομάδες Λα Τεν επεκτάθηκαν τον 4ο αιώνα στην Ισπανία, στην κοιλάδα του Πάδου, τα Βαλκάνια, και αργότερα τη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια αρκετών μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων.

       Χρονολόγηση

      Η περίοδος Λα Τεν χωρίζεται με διάφορους τρόπους. Ο πιο διαδεδομένος από αυτούς προτάθηκε το 1885, από τον Otto Tischler, χωρίς όμως να δίνει χρονολογίες, και περιλαμβάνει τον χωρισμό της περιόδου σε 3 φάσεις: την Πρώιμη Φάση ή Λα Τεν Ι, την Μέση Φάση ή Λα Τεν ΙΙ και την Ύστερη Φάση ή Λα Τεν ΙΙΙ. Η κάθε φάση χαρακτηρίζεται από τον τρόπο κατασκευής των πορπών (fibulae). Μια ακόμα φάση με το όνομα Λα Τεν IV προτάθηκε από τον Josheph Dechelette, για να συμπεριληφθούν το μεταγενέστερο υλικό της Βρετανίας. Αρχικά η αρχή της πρώτης φάση τοποθετήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα. Η ανακάλυψη, όμως, ευρημάτων προγενέστερων εποχών στην Βαυαρία οδήγησε τον Paul Reinecke το 1902 στην δημιουργία ενός συστήματος που περιείχε μια επιπλέον φάση, προγενέστερη των άλλων 3, που την ονόμασε Λα Τεν Α , ενώ περιείχε και 3 ακόμα φάσεις (B, C, D) που τοποθετούνταν περίπου στα χρονικά περιθώρια που είχαν προταθεί αρχικά για τις 3 φάσεις του συστήματος του Tischler. Αργότερα προτάθηκαν περισσότερες υποδιαιρέσεις του συστήματος.
      Η ακριβής χρονολόγηση της περιόδου Λα Τεν είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί. Η αρχή της περιόδου Λα Τεν τοποθετείται μεταξύ από το 480 π.Χ. έως και το 450 πΧ, θέτοντας έτσι το πρόβλημα κατά πόσο υπήρξε μια μικρή περίοδος που οι πολιτισμοί Χάλστατ (τελείωσε το 450 π.Χ.) και Λα Τεν συνυπήρχαν. Το τέλος της τοποθετείται γύρω στο 30-1 π.Χ. και στην περίοδο της κατάκτησης τους από τους Ρωμαίους, ανάλογα με την περιοχή[4].

       Χαρακτηριστικά


      Καθρέπτης του 1ου αι. π.Χ. από το Ντέσμπορο (Desborough), του Νόρθαντς (Northants), με σπειροειδές μοτίβο και σάλπιγγα.
      Τα τέχνεργα του πολιτισμού Λα Τεν είναι κατασκευασμένα από χαλκό, σίδηρο και χρυσό, ενώ παρατηρούνται επίσης κοσμήματα από γυαλί. Χαρακτηρίζονται από ενεπίγραφες και ψηφιδωτές περίπλοκες σπείρες και πλέγματα, σε χάλκινα κράνη, ασπίδες, ιπποσκευές και κοσμήματα, ιδιαίτερα σε στρογγυλά περιλαίμια (torcs) και σε πόρπες (fibulae), και από κομψές καμπυλόγραμμες μορφές ζώων (χαρακτηριστικό σχέδιο της εποχής είναι οι δύο δράκοι σε σχήμα S) και φυτών (όπως ανθέμια, αμπέλια, έλικες και άνθη λωτού).
      Πολλά από τα σχέδια και τις τεχνικές κατασκευής είναι επηρεασμένα από τους πολιτισμούς της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Θράκες, Ετρούσκοι, Σκύθες). Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα απότελεί η "Χύτρα Γκούντερστρουπ", η οποία ανήκει στην περίοδο Λα Τεν ΙΙΙ και φέρει Θρακικές επιρροές.

      Ταφές

      Στους τάφους του Πολιτισμού Λα Τεν συχνά συναντάμε όπλα όπως δόρατα και ασπίδες, σε αντίθεση με τον πολιτισμό Χάλστατ που τα μόνα όπλα που συναντάμε είναι κυνηγετικά ή επίδειξης. Στους τάφους της αριστοκρατίας συναντάμε τοποθετημένες, επίσης, νεκρικές άμαξες (συνήθως δίτροχες) και διάφορα οικιακά αγαθά.

      Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

      ΚΕΛΤΕΣ Μέρος ΣΤ΄ ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ[Φυλές,μάχες,γεγονότα και πρόσωπα]

      ΦΟΜΟΡΙΑΝ
      Στην ιρλανδική μυθολογία, οι Φομόριαν (ιρλ. Fomóiri ή Fomóraig) ήταν μια φυλή ημίθεων γιγάντων, που κατοικούσαν στην Ιρλανδία κατά την αρχαιότητα. Πολλοί πιστεύουν ότι αντιπροσωπεύουν τους θεούς του χάους και της άγριας φύσης, σε αντίθεση με τους Τουάθα ντε Ντανάν, που αποτελούν τους θεούς του ανθρώπινου πολιτισμού.

      Ο θρύλος

      Ο Παρθόλον κι οι ακόλουθοί του θεωρούνται οι πρώτοι που εισέβαλαν στην Ιρλανδία μετά τον κατακλυσμό, αλλά οι Φομόριαν βρίσκονταν ήδη εκεί. Υπάρχει μια παράδοση που λέει ότι οι Φομόριαν, οδηγούμενοι από τον Cíocal, είχαν φτάσει διακόσια χρόνια νωρίτερα στην περιοχή και ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και την αλιεία, πριν τον Παρθόλον, που έφερε το άροτρο και την κτηνοτροφία. Μπορεί κάτι τέτοιο να αποτελεί μνήμη από πολύ παλαιότερα χρόνια, όταν οι κυνηγοί της Μεσολιθικής εποχής παραχωρούσαν τη θέση τους στους αγρότες της νεολιθικής περιόδου. Ο Παρθόλον νίκησε τον Cíocal στη μάχη της Mag Ithe, αλλά ο λαός του αργότερα πέθανε από πανούκλα.
      Αργότερα έφτασε ο Νέμεντ κι οι ακόλουθοί του, που σκότωσαν τους παλαιούς αρχηγούς των Φομόριαν. Ωστόσο, δυο νέοι αρχηγοί ξεπήδησαν: ο Κόναντ, γιος του Φάμπαρ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, στην κομητεία του Ντόνεγκαλ, κι ο Μορκ. Μετά το θάνατο του Νέμεντ, ο Κόναντ κι ο Μορκ υποδούλωσαν το λαό του, αλλά ο γιος του, Fergus Lethderg, μάζεψε στρατό 60.000 ανθρώπων και τους επιτέθηκε. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή και από τις δυο πλευρές. Η θάλασσα φούσκωσε και μεγάλα κύματα έπνιξαν τους περισσότερους από τους διασωθέντες. Από το λαό του Νέμεντ σώθηκαν μονάχα τριάντα άνθρωποι, που ξέφυγαν μέσα σε ένα πλοίο και διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη του κόσμου.

       Φομόριαν και Τουάθα ντε Ντανάν

      Μετά την Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ, όπου ο βασιλιάς Νουάντου έχασε το χέρι του, βασιλιάς των Τουάθα ντε Ντανάν και της Ιρλανδίας ανακηρύχτηκε ο Μπρες, που ήταν γιος της Ερίου των Τουάθα ντε Ντανάν και του Έλαθαν των Φομόριαν. Ο Μπρες όμως αποδείχτηκε τύραννος, αφού ανάγκασε τους Τουάθα ντε Ντανάν να δουλεύουν σαν σκλάβοι για τους Φομόριαν. Έχασε την εξουσία του κι αναπληρώθηκε από τον Νουάντα, όταν σατιρίστηκε για την παραμέληση των βασιλικών καθηκόντων του σχετικά με τη φιλοξενία.
      Ο Μπρες έτρεξε στον πατέρα του Έλαθαν για βοήθεια, αλλά εκείνος αρνήθηκε, οπότε στράφηκε στον πολεμοχαρή Μπάλορ, που ζούσε στη Νήσο Τόρι, και έφτιαξε στρατό. Ωστόσο, και οι Τουάθα ντε Ντανάν ετοιμάζονται για πόλεμο με επικεφαλής τον Λουγ, γιος του Κίαν των Τουάθα ντε Ντανάν και της Έθνι, κόρης του Μπάλορ των Φομόριαν. Στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ, ο βασιλιάς Νουάντα σκοτώνεται από τον Μπάλορ, αλλά ο ίδιος βρίσκει το θάνατο από τον εγγονό του, Λουγ.

       Ετυμολογία

      Η ονομασία "Φομόριαν" πιστεύεται ότι προέρχεται από τη φράση "fo muire" (ιρλ. faoi muire), "κάτω απ' τη θάλασσα". Το γεγονός αυτό, συν τη συσχέτιση των Φομόριαν με κρυστάλλινους πύργους στα δυτικά του ωκεανού, δείχνει ότι μπορεί να συνδέονται με παγόβουνα. Ωστόσο, η ρίζα "mór" μπορεί να έχει την ερμηνεία "τρόμος", όπως υπάρχει ακόμα στην αγγλική λέξη για τον εφιάλτη (αγγλ. nightmare).
      ΤΟΥΑΘΑ ΝΤΕ ΝΤΑΝΑΝ
      Οι Τουάθα ντε Ντανάν (ιρλ. Tuatha Dé Danann), "τα παιδιά της θεάς Ντάνου", ήταν οι πέμπτοι σε σειρά κάτοικοι της Ιρλανδίας, σύμφωνα με το Βιβλίο των Εισβολών (Lebor Gabála Érenn). Οι θεότητες αυτές είχαν τελειοποιήσει τη χρήση της μαγείας και αρχικά ζούσαν στα "νησιά της Δύσης". Ταξίδεψαν όμως μέσα σε ένα μεγάλο σύννεφο κι έφτασαν στην Ιρλανδία, όπου και εγκαταστάθηκαν.

       Ο θρύλος

      Λίγο μετά την άφιξή τους, με αρχηγό το βασιλιά Νουάντα νίκησαν τους Firbolg στην Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ (Magh Tuireadh). Ο Νουάντα έχασε το χέρι του στη μάχη, κι έτσι, εφόσον δεν ήταν αρτιμελής, δεν μπορούσε να παραμείνει βασιλιάς και στο θρόνο ανέβηκε ο Μπρες, που είχε καταγωγή και από τους Φομόριαν, ο οποίος όμως εξελίχτηκε σε τύραννος. Ο Ντίαν Κεχτ έφτιαξε ένα νέο ασημένιο χέρι στο Νουάντα κι έτσι αυτός επανήλθε στο θρόνο.
      Στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ πολέμησαν και νίκησαν τους Φομόριαν, μια φυλή γιγάντων που ζούσε στην Ιρλανδία. Ο βασιλιάς Νουάντα σκοτώθηκε από το φονικό μάτι του βασιλιά Μπάλορ των Φομόριαν, τον Μπάλορ όμως σκότωσε τελικά ο Λουγ, που ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Με τους Φομόριαν οι Τουάθα ντε Ντανάν έδρασαν πιο ήπια απ' ότι προηγουμένως: τους παραχώρησαν την επαρχία του Κόνναχτ, ενώ υπήρξαν και κάποιοι γάμοι μεταξύ των δυο φυλών.
      Αργότερα, οι Τουάθα ντε Ντανάν εκδιώχθηκαν στον υπόγειο κόσμο από τους Μιλέσιους, λαό που προερχόταν από το βορειοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ακόμα ζουν εκεί ως αόρατα πλάσματα και είναι γνωστοί ως Aes sidhe.
      Σημαντικοί θεοί των Τουάθα ντε Ντανάν είναι ο Ντάγκντα, η Μπρίγκιντ, ο Νουάντου, ο Λουγ, ο Ντίαν Κεχτ, ο Όγκμα κι ο Λιρ. Η θεά Ντάνου ταυτίζεται επίσης με την ουαλική θεότητα Don.

       Οι Τέσσερις Θησαυροί των Τουάθα ντε Ντανάν

      Οι Τουάθα ντε Ντανάν έφεραν μαζί τους στην Ιρλανδία τέσσερις μαγικούς θησαυρούς:
      ΜΟΙ ΤΟΥΡΑΧ
      .
      • Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΥΛΕΪ
      • Η Επιδρομή του Κούλεϊ (ιρλ. Táin Bó Cúailnge) είναι η κεντρική ιστορία στον Κύκλο του Όλστερ, έναν από τους κύκλους της ιρλανδικής μυθολογίας.
        Πρόκειται για τον πόλεμο μεταξύ Κόνναχτ και Όλστερ. Όταν η βασίλισσα του Κόνναχτ, Μάεβ, ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της, Έιλιλ, είχε μεγαλύτερη περιουσία από εκείνη μόλις κατά ένα ταύρο, τον λευκό ταύρο Φίνμπεναχ, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον ιδιοκτήτη του καστανού ταύρου Ντον Κουάιλνε, από την περιοχή του Κούλεϊ του Όλστερ, Ντάιρε μακ Φιάχνα, ώστε να της δανείσει τον ταύρο του. Αν και οι συζητήσεις οδήγησαν σε συμφωνία μεταξύ του ιδιοκτήτη του ταύρου και της βασίλισσας, ο Ντάιρε έμαθε φήμες πως η Μάεβ θα αποκτούσε τον ταύρο είτε τηρώντας την συμφωνία τους, είτε όχι. Για τον λόγο αυτό, αρνείται την προσφορά και κρύβει το ζώο. Η Μάεβ αποφασίζει τότε να εισβάλει στο Όλστερ και να αρπάξει τον ταύρο, αρχίζοντας έτσι έναν πόλεμο μεταξύ των δύο περιοχών. Ενάντια στη Μάεβ και τον Έιλιλ αντιτάσσεται ο ήρωας Κουχούλιν, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει γλιτώσει από την κατάρα της θεάς Μάχα και είναι ικανός για μάχη, και προσπαθεί να υπερασπιστεί το Όλστερ.
        Πριν από την κρίσημη μάχη στο Γκάραχ, στην οποία ο Κουχούλιν νικά την Μάεβ και την αναγκάζει να παραδωθεί, ο ταύρος Ντον Κουάιλνε εισβάλει στο Κόνναχτ. Εκεί τον αντιλαμβάνεται ο Φίνμπεναχ, ο οποίος ξεκινά μια μυθική μάχη με τον εισβολέα ταύρο. Οι δύο ταύροι παλεύουν και τελικά ο Ντον Κουάιλνε σκοτώνει τον Φίνμπεναχ, αλλά αργότερα πεθαίνει από την εξάντληση.
        Η ιστορία διασώθηκε σε δύο κύριες εκδοχές. Η παλαιότερη είναι αυτή που περιέχεται σε δύο διαφορετικά χειρόγραφα, στο Leabhar na hUidre, που συντάχθηκε στο μοναστήρι του Κλονμακνόις στο τέλος του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα, (βιβλίο που αποτελεί και το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο στα Ιρλανδικά) και στο Κίτρινο Βιβλίο του Λέκαν του 14ου αιώνα. Η δεύτερη κύρια εκδοχή είναι αυτή του βιβλίου του Λένστερ, του 1160. Στη δεύτερη εκδοχή του, η ιστορία της Επιδρομής έχει την πιο ολοκληρωμένη της μορφή. Η παλαιότερη εκδοχή των δύο πρώτων χειρογράφων πιθανολογείται πως βασίστηκε σε χαμένα χειρόγραφα του 8ου, ή ίσως και παλαιότερων αιώνων
      ΚΟΝΟΡ ΜΑΚ ΝΕΣΣΑ
      • Στην ιρλανδική μυθολογία, και πιο συγκεκριμένα στον Κύκλο του Όλστερ, ο Κόνορ μακ Νέσσα (ιρλ. Conchobhar) ήταν βασιλιάς του Όλστερ. Πατέρας του ήταν είτε ο δρυΐδης Κάθμπαντ είτε ο Fachtna Fáthach, Βασιλιάς της Ιρλανδίας κι εραστής της Νες. Η μητέρα του, Νες, τελικά παντρεύτηκε το Φέργκους και του στέρησε το θρόνο του Όλστερ για να τον δώσει στον ίδιο, αν και ο Φέργκους τελικά περισσότερο ικανοποιημένος ήταν που υπηρετούσε σαν πολεμιστής παρά σαν άρχοντας.
        Ο Κόνορ ήταν παρών στη γέννηση της Ντέιρντρε κι άκουσε την προφητεία που έλεγε ότι θα γεννιόταν πανέμορφη, αλλά θα έφερνε πόλεμο και καταστροφή. Αποφάσισε λοιπόν να τη μεγαλώσει εκείνος σε απομόνωση κι όταν θα έφτανε σε ηλικία γάμου, θα την παντρευόταν. Η Ντέιρντρε όμως ερωτεύτηκε το νεαρό ανιψιό του Κόνορ, Νάσι, και το 'σκασε μαζί με αυτόν και τα δυο αδέρφια του στη Σκωτία. Ο Κόνορ όμως αργότερα τους εντόπισε κι έστειλε το Φέργκους να τους εγγυηθεί ότι μπορούσαν να γυρίσουν πίσω ασφαλείς. Ωστόσο, έστησε ενέδρα στο Φέργκους κι έβαλε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν το Νάσι και τ' αδέρφια του, ενώ ο Φέργκους, έξω φρενών από την προδοσία του, αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, στον Έιλιλ και τη Μάεβ.
        Ανιψιός του Κόνορ ήταν ο μεγάλος ήρωας του Όλστερ, Κουχούλιν
      ΚΟΥΧΟΥΛΙΝ
      • Στην ιρλανδική μυθολογία, ο Κουχούλιν (ιρλ. Cú Chulainn), γνωστός κι ως Σετάντα στην παιδική του ηλικία, είναι ο επιφανέστερος ήρωας του Όλστερ στον Κύκλο του Όλστερ. Μητέρα του ήταν η Ντεχτίνε, αδερφή του βασιλιά Κόνορ μακ Νέσσα, και πατέρας του ο Σουάλταμ, σύζυγος της Ντεχτίνε, ή ο θεός Λουγ των Τουάθα ντε Ντανάν. Ωστόσο, ανατράφηκε από τον Φέργκους.

         

        Υπεροχή στη μάχη

        Ο Κουχούλιν ήταν σχεδόν αήττητος στη μάχη χάρη στο δόρυ του και την πολεμική του μανία, που θυμίζει τους Σκανδιναβούς Berserkers. Η τρέλα αυτή έκανε το δέρμα του να αλλάζει. Οι μύες του φούσκωναν σε μέγεθος όσο το κεφάλι ενός μωρού. Μια μαύρη δηλητηριώδης ομίχλη σηκωνόταν πάνω από το κεφάλι του κι ανoιγόκλεινε τα σαγόνια του με τόση δύναμη που μπορούσε να σκοτώσει και λιοντάρι. Όταν βρισκόταν σε αυτή τη λυσσασμένη κατάσταση, δεν ξεχώριζε φίλο ή εχθρό και σκότωνε όποιον βρισκόταν κοντά του.
        Μια ιστορία από τη Νήσο Μαν έρχεται να διεκδικήσει την πηγή αυτής της μανίας. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Κουχούλιν έφτασε στο Νησί για να φτιάξει το δόρυ του ένας διάσημος σιδηρουργός, με αντάλλαγμα μέρος της γης που θα κατακτούσε. Όσο περίμενε, ανακάλυψε και αιχμαλώτισε μια γοργόνα, ένα πλάσμα της θάλασσας, η οποία του ζήτησε να την ελευθερώσει, με αντάλλαγμα την ικανότητα να την καλεί για βοήθεια στη μάχη. Πράγματι, όταν ο Κουχούλιν ζήτησε τη βοήθειά της σε μια μάχη, μια μεγάλη δύναμη μπήκε μέσα του και σκότωνε τους αντιπάλους του σαν "στάχυα στον κάμπο".

         Τα παιδικά χρόνια του Κουχούλιν

        Σύμφωνα με το θρύλο, ο Κουχούλιν γεννήθηκε στο Νιογκρέιντζ, το μεγαλύτερο από τα νεολιθικά μνημεία της Ιρλανδίας. Μεγάλωσε στο Όλστερ και αρχικά ονομαζόταν Σετάντα, μέχρι που σκότωσε το μαντρόσκυλο του σιδερά Κούλαν και κέρδισε το προσωνύμιο Κουχούλιν ("Το λαγωνικό του Κούλαν"). Πήρε όπλα σε ηλικία επτά ετών, όταν άκουσε το δρυΐδη Κάθμπαντ να προφητεύει πως όποιος έπαιρνε όπλα εκείνη την ημέρα θα κέρδιζε αιώνια δόξα, αλλά η ζωή του θα ήταν σύντομη. Γι' αυτό το λόγο πολλοί συγκρίνουν τον Κουχούλιν με τον Αχιλλέα της ελληνικής μυθολογίας.

         Η Έμερ και η εκπαίδευση του Κουχούλιν

        Ο Κουχούλιν ήταν τόσο όμορφος που οι κάτοικοι του Όλστερ φοβήθηκαν ότι δίχως δική του γυναίκα θα έκλεβε τις γυναίκες τους και τις κόρες τους. Σε όλη την Ιρλανδία έψαξαν για μια ταιριαστή σύζυγο, αλλά εκείνος ήθελε μονάχα την Έμερ, κόρη του Φόργκαλ. Ο Φόργκαλ όμως ήταν αντίθετος και πρότεινε να εκπαιδευτεί ο Κουχούλιν με την πολεμίστρια Σκάθαχ στη Σκωτία, ελπίζοντας ότι η δοκιμασία θα ήταν αρκετά σκληρή και θα σκοτωνόταν. Ο Κουχούλιν δέχτηκε την πρόκληση κι η Σκάθαχ του έμαθε όλες τις πολεμικές τέχνες. Εν τω μεταξύ, ο Φόργκαλ προσέφερε την Έμερ στον Lugaid mac Nóis, βασιλιά του Μούνστερ. Ωστόσο, όταν εκείνος έμαθε ότι η Έμερ αγαπούσε τον Κουχούλιν, αρνήθηκε να την παντρευτεί.
        Κατά την εκπαίδευση του Κουχούλιν, η Σκάθαχ ήρθε αντιμέτωπη με την Ίβα (Aoife), την αντίπαλό της. Η Σκάθαχ φοβήθηκε για τη ζωή του Κουχούλιν και του έδωσε να πιει ένα πανίσχυρο υπνωτικό φίλτρο, που θα τον κρατούσε μακριά από τη μάχη. Ωστόσο, λόγω της δύναμής του ο Κουχούλιν κοιμήθηκε για μια μόνο ώρα και μπήκε στη μάχη αργότερα. Κάλεσε σε μονομαχία την Ίβα και κατάφερε να την αιχμαλωτίσει, λέγοντάς της πως τα άλογα και το άρμα της, τα οποία αγαπούσε πέρα από κάθε τι στον κόσμο, έπεσαν από έναν γκρεμό. Της χάρισε όμως τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε την έχθρα της με τη Σκάθαχ και θα γινόταν ερωμένη του.
        Έχοντας αφήσει έγκυο την Ίβα, ο Κουχούλιν γύρισε από τη Σκωτία έχοντας ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, αλλά ο Φόργκαλ ακόμη αρνιόταν να του δώσει την Έμερ. Ο Κουχούλιν εισέβαλλε στο κάστρο του Φόργκαλ, σκότωσε 24 από τους στρατιώτες του, κι έκλεψε την Έμερ και το θησαυρό του Φόργκαλ. Ο βασιλιάς του Όλστερ, Κόνορ μακ Νέσσα, είχε το δικαίωμα της "πρώτης νύχτας" (jus primae noctis) για όλους τους γάμους της επικράτειάς του. Φοβόταν την αντίδραση του Κουχούλιν, από την άλλη όμως θα έχανε την εξουσία του αν δεν εξασκούσε το δικαίωμα αυτό. Τελικά ο Κόνορ κοιμήθηκε μαζί με την Έμερ την πρώτη νύχτα του γάμου, αλλά ανάμεσά τους κοιμήθηκε ο δρυΐδης Κάθμπαντ.
        Επτά χρόνια αργότερα, ο Κόνλα, γιος του Κουχούλιν και της Ίβα, έφτασε στην Ιρλανδία αναζητώντας τον πατέρα του, αλλά ο Κουχούλιν τον πέρασε για εισβολέα και τον σκότωσε, όταν εκείνος αρνήθηκε να μαρτυρήσει την ταυτότητά του λόγω ενός όρκου.

        Κουχούλιν και Φαντ

        Ο Κουχούλιν είχε πολλές ερωμένες, αλλά η Έμερ ζήλεψε μόνο όταν ο Κουχούλιν ερωτεύτηκε τη Φαντ, γυναίκα του θεού της θάλασσας Μανάνναν μακ Λιρ. Η Φαντ δέχτηκε επίθεση από τρεις Φομόριαν κι ο Κουχούλιν δέχτηκε να τη βοηθήσει με αντάλλαγμα να τον παντρευτεί. Η Φαντ συμφώνησε διστακτικά, αλλά κι οι δυο ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά όταν συναντήθηκαν.
        Ο Μανάνναν γνώριζε ότι η σχέση τους θα ήταν ολέθρια, γιατί ο Κουχούλιν ήταν θνητός κι η Φαντ νεράιδα: η παρουσία του Κουχούλιν θα κατέστρεφε τις νεράιδες. Εν τω μεταξύ, η Έμερ προσπάθησε να σκοτώσει την αντίζηλό της, αλλά όταν είδε πόσο πολύ αγαπούσε η Φαντ τον Κουχούλιν, αποφάσισε να της τον παραχωρήσει. Η Φαντ όμως είδε τη μεγαλοψυχία της Έμερ κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στον άντρα της. Ο Μανάνναν διέγραψε τη μνήμη του Κουχούλιν και της Φαντ, έτσι ώστε κανείς τους να μη θυμάται τίποτε, κι έπειτα ο Κουχούλιν κι η Έμερ ήπιαν από ένα φίλτρο που έσβησε το όλο ζήτημα από τη μνήμη τους. Ο θάνατος του Κουχούλιν
        Θανάσιμα τραυματισμένος από το δόρυ του Λούγκαντ, ο Κουχούλιν δέθηκε σε έναν τεράστιο βράχο, ώστε να παραμείνει όρθιος. Μόνο όταν ένα κοράκι κάθισε στον ώμο του πείστηκαν οι αντίπαλοί του πως ήταν νεκρός. Ο Λούγκαντ έκοψε το κεφάλι του, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπαθί του Κουχούλιν έπεσε και του έκοψε το χέρι. Ο Κόναλ είχε ορκιστεί πως αν ο Κουχούλιν πέθαινε πριν από εκείνον, θα έπαιρνε εκδίκηση πριν το ηλιοβασίλεμα. Έτσι λοιπόν, κυνήγησε τον Λούγκαντ και τον πολέμησε έχοντας το ένα χέρι στη ζώνη του, προκειμένου να είναι ίση η μονομαχία. Τον νίκησε όταν το άλογό του δάγκωσε τον Λούγκαντ στα πλευρά.

        ΜΑΕΒ

      • Στην ιρλανδική μυθολογία, η Μάεβ ή Μεντμπ (ιρλ. Meḋḃ, Medhbh, Meadhbh, Meab°, Meabh, Maeve, Maev) είναι βασίλισσα του Κόνναχτ στον Κύκλο του Όλστερ. Πατέρας της ήταν ο Eochaid Feidlech, Βασιλιάς της Ιρλανδίας. Το παλάτι της βρισκόταν στο Κρούαν (ιρλ. Cruachan), στο σημερινό Ροσκόμον της Ιρλανδίας. Αρχικά θα πρέπει να αποτελούσε "ηγεμονική θεά", την οποία θα παντρευόταν τελετουργικά ο βασιλιάς, σαν τμήμα της στέψης του. Το όνομα Μεντμπ σημαίνει "αυτή που προκαλεί μέθη", οπότε η γαμήλια τελετή μάλλον θα περιλάμβανε το έθιμο να πίνει ο βασιλιάς κι η θεά από κοινό ποτήρι. Ο πρώτος σύζυγος της Μάεβ ήταν ο Κόνορ μακ Νέσσα (Conchobar mac Nessa) του Όλστερ, αλλά ο γάμος δεν κράτησε. Η Μάεβ αργότερα σκότωσε την επόμενη σύζυγο του Κόνορ, την Έθνε (δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τη θεά Έθνι), όταν ήταν έγκυος, αλλά ο γιος της, Furbaid, κατάφερε να επιζήσει. Η Έθνε ήταν αδερφή της Μάεβ.
        Ο πατέρας της την έκανε βασίλισσα του Κόνναχτ, απομακρύνοντας τον τότε βασιλιά, Tinni mac Conri. Ωστόσο, ο Τίννι επανήλθε στο θρόνο, καθώς αργότερα έγιναν εραστές με τη Μάεβ. Σε μια συγκέντρωση στην Τάρα, ο Κόνορ βίασε τη Μάεβ. Ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στο Βασιλιά και το Όλστερ. Ο Τίννι προκάλεσε τον Κόνορ σε μονομαχία κι έχασε, οπότε ο Eochaid Dála, ανταγωνιστής του Τίννι για το θρόνο, υπερασπίστηκε το στρατό του Κόνναχτ κατά την υποχώρησή του κι έγινε ο επόμενος σύζυγος της Μάεβ και βασιλιάς του Κόνναχτ.
        Η Μάεβ ζήτησε από το σύζυγό της να πληροί τρία κριτήρια: να είναι ατρόμητος, να μην είναι μνησίκακος και ζηλιάρης. Το τελευταίο δε ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η Μάεβ είχε πολλούς εραστές. Όσο καιρό ήταν παντρεμένη με τον Eochaid Dála, είχε εραστή τον Έιλιλ, αρχηγό της σωματοφυλακής της. Όταν ο Eochaid το ανακάλυψε, τον προκάλεσε σε μονομαχία κι έχασε. Έτσι, ο Έιλιλ παντρεύτηκε τη Μάεβ κι έγινε ο επόμενος βασιλιάς του Κόνναχτ.
        Η Μάεβ και ο Έιλιλ έκαναν μια κόρη, τη Φίναβαρ κι επτά γιους, που όλοι λέγονταν Μέιν. Αρχικά είχαν διαφορετικά ονόματα, αλλά η Μάεβ ρώτησε ένα δρυΐδη ποιος απ' τους γιους της θα σκότωνε τον Κόνορ κι εκείνος απάντησε: "Ο Μέιν". Επειδή δεν είχε γιο με τέτοιο όνομα, έδωσε σε όλους το ίδιο όνομα.
        Η Μάεβ επέμεινε στο να έχει ίδια περιουσία με το σύζυγό της κι έτσι ξεκίνησε η Επιδρομή του Κούλεϊ (Táin Bó Cúailnge), όταν ανακάλυψε ότι ο Έιλιλ είχε ένα ταύρο περισσότερο από αυτήν. Στην ουσία, ήταν ένας πόλεμος του Κόνναχτ, της Μάεβ και του Έιλιλ, εναντίον του Όλστερ, το οποίο υπερασπιζόταν από τους δυο εραστές ο ήρωας Κουχούλιν. Στο πλευρό της Μάεβ ήταν ο Φέργκους, πρώην βασιλιάς του Όλστερ σε εξορία, ένας από τους εραστές της. Αργότερα έβαλε να σκοτώσουν τον Έιλιλ, γιατί συνωμοτούσε εναντίον του Φέργκους.
        Προς το τέλος της ζωής της, η Μάεβ συνήθιζε να πηγαίνει για μπάνιο σε μια λίμνη. Ο Furbaide, γιος της νεκρής Έθνε, ζητούσε εκδίκηση για το θάνατο της μητέρας του. Ήταν πολύ καλός στη σφεντόνα κι έτσι με ένα κομμάτι τυρί σημάδεψε ένα μήλο σε ένα κλαδί ψηλά πάνω από το κεφάλι της Μάεβ κι έτσι τη σκότωσε. Στο θρόνο του Κόνναχτ τη διαδέχτηκε ο γιος της, Maine Athramail.

      • Η ΝΕΣ

      • Η Νες είναι πριγκίπισσα του Όλστερ και μητέρα του Κόνορ μακ Νέσσα, κόρη του βασιλιά Eochaid Sálbuide. Σύμφωνα με μια εκδοχή του θρύλου, κάποια μέρα ρώτησε το δρυΐδη Κάθμπαντ για ποιο πράγμα θα ήταν καλή εκείνη η μέρα κι εκείνος της απάντησε ότι ήταν καλή μέρα για να συλληφθεί ένας βασιλιάς. Μιας και δεν ήταν άλλος κανείς εκεί γύρω, η Νες κοιμήθηκε με τον Κάθμπαντ κι έτσι γεννήθηκε ο Κόνορ.
        Κατά μια άλλη εκδοχή, η Νες μεγάλωσε με δώδεκα πατεράδες. Ο Κάθμπαντ, που, πριν γίνει δρυΐδης, ήταν πολεμιστής και αρχηγός 27 ανδρών, οργάνωσε επίθεση εναντίον του σπιτιού που έμενε η Νες και σκότωσε όλους τους πατεράδες της. Η Νες ορκίστηκε εκδίκηση κι έγινε κι αυτή πολεμίστρια, προσπαθώντας να βρει τον ένοχο. Ωστόσο, μια μέρα πήγε σε ένα ποτάμι να λουστεί κι ο Κάθμπαντ την πλησίασε άοπλος και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη συμφώνησε. Παντρεύτηκαν και λίγο αργότερα γεννήθηκε ο Κόνορ, που μεγάλωσε σαν γιος του Κάθμπαντ, αν κι ο αληθινός πατέρας του μπορεί να ήταν ο εραστής της Νες, Fachtna Fáthach, ο βασιλιάς της Ιρλανδίας.
        Όταν ο Κόνορ ήταν εφτά ετών, ο βασιλιάς του Όλστερ Φέργκους ερωτεύτηκε τη Νες. Εκείνη δέχτηκε να τον παντρευτεί με τον όρο να παραιτηθεί από το θρόνο για ένα χρόνο υπέρ του Κόνορ. Ωστόσο, ο Κόνορ, υπό τις οδηγίες της μητέρας του, ήταν τόσο επιδέξιος στο διαμοιρασμό του πλούτου και των αγαθών, ώστε πέρασε ο χρόνος, οι κάτοικοι του Όλστερ δεν ήθελαν το Φέργκους κι έτσι ο Κόνορ παρέμεινε βασιλιάς.

      • Ο ΝΑΣΙ

      • ο Νάσι (ιρλ. Naoise) είναι ανιψιός του βασιλιά Κόνορ μακ Νέσσα του Όλστερ. Η ιστορία του Νάσι είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ηρωίδα Ντέιρντρε. Όταν εκείνη γεννήθηκε, ένας δρυΐδης προφήτεψε ότι θα γινόταν πανέμορφη κι ότι άρχοντες και βασιλιάδες θα ξεκινούσαν πόλεμο για χάρη της. Ο Κόνορ λοιπόν την έκλεισε σε έναν πύργο και μεγάλωσε απομονωμένη, έτσι ώστε να την παντρευόταν αργότερα. Η Ντέιρντρε όμως ερωτεύτηκε το Νάσι και το 'σκασε μαζί του, συνοδευόμενη από τα δυο αδέρφια του Νάσι.
        Κατέφυγαν στη Σκωτία, αλλά ο βασιλιάς προσπάθησε να τους σκοτώσει για να αποκτήσει τη Ντέιρντρε. Κατέληξαν σε ένα νησί, αλλά τους εντόπισε ο βασιλιάς Κόνορ κι έστειλε το Φέργκους να τους μηνύσει ότι μπορούσαν να γυρίζουν ασφαλείς στην πατρίδα. Στο γυρισμό όμως, έστησαν στο Φέργκους παγίδα κι ο Κόνορ διέταξε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν το Νάσι και τ' αδέρφια του, προκειμένου να γίνει δική του η Ντέιρντρε. Εξαγριωμένος από την προδοσία, ο Φέργκους αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, ενώ η Ντέιρντρε αυτοκτόνησε πηδώντας από το άρμα της πάνω στα βράχια.
        Η ΝΤΕΙΡΝΤΡΕ
        Η Ντέιρντρε (ιρλ. Deirdre ή Derdriu) είναι η τραγικότερη ηρωίδα στην ιρλανδική μυθολογία. Η ιστορία της αποτελεί τμήμα του Κύκλου του Όλστερ.
        H Ντέιρντρε ήταν η κόρη του Φέλιμ μακ Νταλ (Fedlimid mac Daill), ενός βάρδου στην αυλή του βασιλιά Κόνορ (Conchobar mac Nessa). Όταν γεννήθηκε, o δρυΐδης Κάθμπαντ προφήτεψε ότι θα ήταν πανέμορφη, ότι βασιλιάδες κι άρχοντες θα πολεμούσαν για χάρη της και οι τρεις δυνατότεροι πολεμιστές του Όλστερ θα ωθούνταν στην εξορία για αυτήν. Ο βασιλιάς του Όλστερ Κόνορ αποφάσισε να τη μεγαλώσει ο ίδιος σε απομόνωση και να την παντρευτεί όταν θα είχε μεγαλώσει. Ωστόσο, η Ντέιρντρε γνώρισε και ερωτεύτηκε το Νάσι (Naoise), έναν όμορφο νεαρό πολεμιστή, και με τα δυο του αδέρφια κατέφυγαν στη Σκωτία. Όπου και να πηγαίνανε, όμως, τους κυνηγούσε ο Κόνορ για να σκοτώσει το Νάσι και τα αδέρφια του, ώστε να γίνει δική του η Ντέιρντρε.
        Το ζευγάρι έφτασε τελικά σε ένα απομονωμένο νησί, τους βρήκε όμως ο βασιλιάς κι έστειλε το Φέργκους με το μήνυμα ότι μπορούσαν να γυρίσουν ασφαλείς στο Όλστερ, όπου και τέθηκαν κάτω από την προστασία του Φέργκους και έμειναν προσωρινά στον πύργο της Αδελφότητας των Κόκκινων Ιπποτών. Στο δρόμο της επιστροφής, ο Κόνορ έστειλε κατασκόπους για να μάθει αν η Ντέιρντρε είχε μείνει ακόμη όμορφη. Όταν επέστρεψαν, ο Νάσι και τα αδέρφια του αντιμετώπισαν τον Κόνορ και το στρατό του και βρήκαν το θάνατο από το ακόντιο του Έογκαν, βασιλιά του Φέρνμαγκ.
        Απογοητευμένος από το μίσος της Ντέιρντρε για εκείνον, ο βασιλιάς Κόνορ την προσέφερε στον ίδιο τον Έογκαν, που είχε σκοτώσει τον αγαπημένο της. Η Ντέιρντρε αυτοκτόνησε πηδώντας από το άρμα της πάνω σε βράχια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή της ιστορίας, πέθανε από θλίψη

      • Ο ΦΕΡΓΚΟΥΣ ΜΑΚ ΡΟΙΧ

      •  Φέργκους μακ Ρόιχ (ιρλ. Fearghus mac Róich) είναι ο τέως βασιλιάς του Όλστερ, κατά τα γεγονότα που περιγράφονται στον Κύκλο του Όλστερ. Εξαπατήθηκε από τη Νες, η οποία ανέβασε στο θρόνο το γιο της, Κόνορ μακ Νέσσα. Όταν η Ντέιρντρε, μελλοντική νύφη του Κόνορ, το έσκασε με τον νεαρό πολεμιστή Νάσι, ο Φέργκους στάλθηκε σε αυτούς για να τους προσφέρει ασφαλή επιστροφή στην πατρίδα. Ωστόσο, άνδρες του Κόνορ του έστησαν παγίδα και σκότωσαν το Νάσι και τ' αδέρφια του. Εξαγριωμένος ο Φέργκους από την προδοσία αυτή, αυτοεξορίστηκε στο Κόνναχτ, όπου πήρε το μέρος του Έιλιλ και της βασίλισσας Μάεβ, με την οποία έγιναν εραστές. Αυτός και οι ακόλουθοί του πολέμησαν στο πλευρό της στην Επιδρομή του Κούλεϊ εναντίον του Όλστερ και του θετού του γιου, Κουχούλιν.
        Ο Φέργκους παντρεύτηκε τη Flidais, μια θεότητα προστάτιδα των ελαφιών, κι έγινε γνωστός για τις σεξουαλικές του ικανότητες και το τεράστιο φαλλό του. Εξάλλου, το όνομά του σημαίνει "ανδρισμός" στην ιρλανδική γλώσσα. Δολοφονήθηκε από άνδρες του Έιλιλ, από ζήλια για το δεσμό του με τη Μάεβ.