ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

ΑΡΙΜΑΣΠΟΙ ΚΑΙ ΓΡΥΠΕΣ-ΑΡΙΣΤΕΑΣ ΠΡΟΚΟΝΝΗΣΙΟΣ[μέρος Β΄]

Συγγραφή : Gourov Alexander

Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10773>

1. Αριμασποί: η γραπτή τεκμηρίωση

Ο μύθος για τους Αριμασπούς και τους γρύπες έγινε γνωστός στην Ελλάδα από τον ποιητή Αριστέα της Προκοννήσου (νησί του Μαρμαρά), τον 7ο αι. π.Χ. Αν και το επικό ποίημά του, η Αριμασπέα, δε διασώθηκε, για το περιεχόμενό της μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο. Ο Αριστέας, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ταξίδεψε στη χώρα των Ισσηδόνων, όπου έμαθε ότι βορειότερα από αυτούς κατοικούν οι μονόφθαλμοι Αριμασποί και ακόμα πιο πέρα οι γρύπες που φυλάσσουν το χρυσό και έπειτα από αυτούς, μέχρι τη θάλασσα, οι Υπερβόρειοι. Σύμφωνα με τον Αριστέα, αυτοί οι λαοί, πλην των Υπερβορείων, πολεμούν μεταξύ τους· οι Αριμασποί έδιωξαν από τη χώρα τους τους Ισσηδόνες, οι Ισσηδόνες τους Σκύθες, οι δε Σκύθες τους Κιμμερίους.1 Ο ίδιος συγγραφέας μάς πληροφορεί για το ότι η ονομασία Αριμασποί προέρχεται από τις σκυθικές λέξεις «άριμα» που σημαίνει «ένας» και «σπου» που σημαίνει «οφθαλμός».2

Σύμφωνα με το μύθο, οι Αριμασποί βρίσκονται σε συνεχή πάλη με τους γρύπες για το χρυσό.3 Η χώρα στην οποία ο Αριστέας και ο Ηρόδοτος τοποθετούν τους Αριμασπούς αναφέρεται αόριστα ως βορράς της Ευρώπης, στην άκρη της Οικουμένης, ενώ η μεταγενέστερη γραμματεία τούς τοποθετεί πέραν των Ριπαίων ορέων, στην Ασία. Για τον Ηρόδοτο, παρόλο που εκφράζει την επιφύλαξή του ως προς το να ήταν μονόφθαλμα όντα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για πραγματικές φυλές. Με παρόμοιο τρόπο τούς αντιμετωπίζει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης,4 ενώ στα σχόλια στον Πίνδαρο βρίσκουμε και το όνομα του βασιλιά-γενάρχη τους, του Αριμασπού.5 Ο Ευστάθιος, για τον οποίο οι Αριμασποί είναι «έθνος σκυθικόν», προσπαθεί με λογικό τρόπο να εξηγήσει τη μονοφθαλμία τους, συσχετίζοντάς τη με την εξάσκηση στην τοξοβολία, η οποία τους αναγκάζει να κλίνουν το ένα τους μάτι για να στοχεύσουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Διονύσιος ο Περιηγητής τούς ονομάζει «αρειμανείς» ή «αρειμανίους».6 Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους η ελληνική και η λατινική γραμματεία επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες του Ηροδότου, προσθέτοντας ενίοτε σε αυτές κάποιες καθαρά διακοσμητικές λεπτομέρειες.7

2. Οι γρύπες στη λογοτεχνία και την τέχνη

Το δεύτερο συστατικό του μύθου είναι οι γρύπες, μυθολογικά όντα με αρκετά περίπλοκη προέλευση και μορφολογική εξέλιξη. Τη μορφή του γρύπα την επεξεργάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα τόσο λογοτεχνικά όσο και εικαστικά. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά τους από τον Αριστέα, στη διάρκεια της Αρχαιότητας οι γρύπες μετατράπηκαν σε εχθρικά προς τους ανθρώπους τέρατα, τα οποία διέθεταν σώμα λέοντος και κεφαλή και φτερά αετού.8
Αρκετά περίπλοκη είναι και η εικαστική εξέλιξη του γρύπα. Θεωρείται ότι η μορφή του εμφανίστηκε στην Ανατολή. Στην Ελλάδα ο γρύπας, ως ον που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά πτηνού και τετράποδου ζώου, εμφανίστηκε κατά την Κρητομινωική περίοδο και είναι γνωστός από τις παραστάσεις από την Κνωσό και από άλλα μέρη του Αιγαίου.9 Όμως οι παραστάσεις των κρητομινωικών γρυπών είναι αρκετά διαφορετικές από τις παραστάσεις τους στην αρχαϊκή και την κλασική τέχνη. Ένας νέος τύπος γρύπα εισήχθηκε στην ελληνική τέχνη στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. από τη Μέση Ανατολή,10 αρχικά στα νησιά του Αιγαίου11 και από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα.12 Σε αυτόν ανήκουν οι αρχαϊκές χάλκινες προτομές γρύπα13 και οι πολυάριθμες σχετικές παραστάσεις του στη γραπτή κεραμική της ανατολίζουσας τεχνοτροπίας, στα νομίσματα και σε έργα μικροπλαστικής. Οι αρχαϊκοί γρύπες έχουν ανοιχτό ράμφος, χαίτη και κέρας και μόνο στα Κλασικά χρόνια διαμορφώνεται ο συνήθης σε εμάς τύπος γρύπα, με ρεαλιστική απόδοση των χαρακτηριστικών αετού και λέοντα. Η μορφή του γίνεται σταθερό θέμα πολλαπλών παραστάσεων στα έργα τέχνης, στη γλυπτική, στα νομίσματα, σε διάφορα άλλα αντικείμενα και στα γραπτά αγγεία. Ιδιαίτερα συχνά συναντάμε το γρύπα σε παραστάσεις στα αττικά αγγεία της λεγόμενης τεχνοτροπίας του Κερτς, κυρίως του 4ου αι. π.Χ.,14 όπου συνήθως συνοδεύει τις παραστάσεις Αμαζόνων, του Απόλλωνα και του Διονύσου.15
3. Οι γρύπες ως μυθολογικό στοιχείο

Η ελληνική μυθολογία συνδέει τους γρύπες με διάφορους θεούς. Στον Αισχύλο είναι τα σκυλιά του Δία, στο Νόννο είναι τα ζώα της Νέμεσης, ενώ στα έργα τέχνης ο γρύπας συχνά συνδέεται με το Διόνυσο. Αλλά ισχυρότερη είναι η σχέση του γρύπα με τον Απόλλωνα, με τον οποίο συνδέεται μέσω του δηλιακού μύθου για τους Υπερβορείους. Είναι οι γρύπες που φέρουν την άμαξα του θεού κατά το ταξίδι του προς τους Υπερβορείους. Ως επιφάνειος ο Απόλλωνας καλπάζει πάνω σε γρύπα. Στην αρχαία Ελλάδα ο γρύπας νοούνταν ως ηλιακό σύμβολο,16 αλλά η σχέση του με τον ορυκτό χρυσό τού προσδίδει χθόνια χαρακτηριστικά.
Εξαιρετικά δημοφιλείς ήταν οι παραστάσεις των γρύπων στη Σκυθία, όπου η μορφή τους έφτασε μέσω δύο οδών· από την Ανατολή17 και από τις ελληνικές αποικίες του βορείου Ευξείνου.18 Οι γρύπες αποδείχθηκαν στενά συνδεδεμένοι με τη σκυθική μυθολογία, όπου αντιπροσώπευαν το χθόνιο στοιχείο.19

Ξεκινώντας από τον 5ο αι. π.Χ., η εικαστική μορφή του γρύπα στην αρχαία ελληνική τέχνη συχνά συνδέεται με τους Αριμασπούς και κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πάλη τους γίνεται σταθερό θέμα της αττικής αγγειογραφίας στα αγγεία της τεχνοτροπίας του Κερτς.20 Στους συγγραφείς συναντάμε μια παράλληλη εκδοχή του μύθου για τους Αριμασπούς και τους γρύπες. Πρόκειται για την ιστορία για τα μυρμήγκια, από τα οποία οι Ινδοί κλέβουν το χρυσό.21 Στον Κτησία τα μυρμήγκια μετατρέπονται σε γρύπες και σε ολοκληρωμένη μορφή στο Σολινό. Ο μύθος αυτός θυμίζει πλέον έντονα την εκδοχή με τους Αριμασπούς. Οι ίδιοι οι αρχαίοι παρατηρούσαν αυτή την ομοιότητα.22
4. Ερμηνεία του μύθου

Η ερμηνεία του μύθου της πάλης των Αριμασπών με τους γρύπες είναι εξαιρετικά δύσκολη. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίζεται ως λογοτεχνικό θέμα, όπου οι ήρωες τοποθετούνται σε άγνωστα μέρη της γης και χάρη της μυθοπλαστικής φαντασίας αποκτούν φανταστικά χαρακτηριστικά. Όπως συμβαίνει πολλές φορές, και αυτός ο μύθος μπορεί να βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Έτσι, μερικοί ερευνητές τον ερμηνεύουν κυριολεκτικά και πιστεύουν ότι πίσω από τις φανταστικές λεπτομέρειες κρύβεται ένας πραγματικός αρχαίος λαός, οι Αριμασποί.23 Υπάρχει και η άποψη ότι και οι αναφερόμενοι από τον Αριστέα και τον Ηρόδοτο γρύπες ήταν όχι φανταστικά όντα αλλά η ονομασία ενός αρχαίου λαού,24 που, λόγω της ομοιότητας του μύθου για τους γρύπες του βορρά και της Ινδίας, μετατράπηκε στη λογοτεχνική παράδοση σε φανταστικά τέρατα. Οι άκρως αόριστες πληροφορίες για τον τόπο κατοικίας των Αριμασπών επιτρέπουν στους ερευνητές να τους τοποθετούν σε διάφορες περιοχές, ανάμεσα στα Ουράλια όρη και το Αλτάι στη Σιβηρία, δηλαδή στην περιοχή όπου κατοικούσαν σιβηροσκυθικές φυλές. Γι’ αυτό το λόγο και η ονομασία Αριμασποί ερμηνεύεται ως προερχόμενη από το αρχαιοϊρανικό aspa, που σημαίνει ίππος.25
Άλλη άποψη υπογραμμίζει πρωτίστως το μυθικό στοιχείο του μοτίβου και βλέπει εδώ τη μεταφορά στην αρχαία ελληνική παράδοση ενός στοιχείου της σκυθικής ή, μέσω αυτής, μιας αρχαιότερης μυθολογικής παράδοσης. Οι γρύπες, με βάση την ανάλυσή τους στα έργα της σκυθικής τέχνης, ερμηνεύονται ως η προσωποποίηση του επέκεινα κόσμου.26 Η δε πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες σε αυτή την περίπτωση αποκτά έννοια συμβολική, εκφράζοντας την ιδέα των εμποδίων που συναντάει η ψυχή στο δρόμο προς το βασίλειο των νεκρών ή την πάλη του Άνω και του Κάτω Κόσμου για την κατοχή της θεϊκής ύλης, η οποία αντιπροσωπεύεται από το χρυσό.27 Οι Αριμασποί νοούνται ως οι φύλακες των συνόρων της χώρας της ευδαιμονίας.28 Να θυμηθούμε ότι οι Αριμασποί του Αριστέα και του Ηροδότου ήταν γείτονες των Υπερβορείων, ενός εξιδανικευμένου λαού, συνδεδεμένου στην ελληνική μυθολογική παράδοση, μέσω του Απόλλωνα, με τη λατρεία του Ηλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Απόλλωνας κάνει το ταξίδι του στη χώρα τους πετώντας πάνω σε γρύπα,29 ένα δαμασμένο τέρας30 του κόσμου των νεκρών.
Όποια ερμηνεία του θέματος κι αν επιλέξουμε, την κυριολεκτική ή την καθαρά μυθολογική, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα στοιχείο που τις ενώνει. Ο μύθος για την πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες αντανακλά τις μυθολογικές αντιλήψεις των αρχαίων ιρανόφωνων φυλών της Ασίας και του βορείου Ευξείνου, οι οποίες εισήχθηκαν στην ελληνική κοσμολογία και την εικαστική παράδοση μετά τη γνωριμία των Ελλήνων με το σκυθικό κόσμο.
1. Ηρ. 4.13.
2. Ηρ. 4.27.
3. Ηρ. 3.116.
4. Διόδ. Σ. 2.43.5.
5. Σχόλ. στον Πίνδ., Ολ. 3.24.137.
6. Ευστ., Σχόλ. στο Διον. Περ. 31.
7. Αισχ., Πρ. 802-806· Παυσ. 1.24.5· Πλίν., ΦΙ. 7.2.10· Solin. 15.20-22.
8. Αισχ., Πρ., στ. 802-804· Παυσ. 1.24.5· Κτησ., Ινδ.= FHG, απόσπ. 45.26· Αιλ., ΖΙ 4.27· Φιλόστρ., Απολλ. 3.48· Νόνν., Δ., στ. 383-386.
9. Τσαβέλλα-Evjen, Χ., Τα πτερωτά όντα της προϊστορικής εποχής του Αιγαίου (Αθήνα 1970), σελ. 68, πίν. 1-23.
10. Rolley, C., Les bronzes grecs (Freibourg 1983), σελ. 72-74.
11. Σάμος: βλ. Βοκοτοπούλου, Ι., Ελληνική τέχνη. Αργυρά και χάλκινα έργα τέχνης στην αρχαιότητα (Αθήνα 1997), σελ. 224·  Rolley, C., Les Βronzes Grecs (Freibourg 1983), σελ. 72, εικ. 52. Σκουλαρίκια του 650-600 π.Χ. από τη Μήλο: Deppert-Lippitz, B., Griechische Goldschmuck (Mainz 1985), σελ. 109, εικ. 57· Δεσποίνη, Α., Ελληνική τέχνη. Αρχαία χρυσά κοσμήματα (Αθήνα 1996), αρ. 52. Κυκλαδίτικη οινοχόη της ομάδας Ad, του α΄ τετάρτου του 7ου αι. π. Χ.: Cook, R.M., Ελληνική αγγειογραφία (Αθήνα 1994), σελ. 137, εικ. 14.
12. Laffineur, R., L’orfèvrerie Rhodienne orientalisante (Paris 1978), σελ. 233, αρ. 210, 211· Βοκοτοπούλου, Ι., Ελληνική τέχνη. Αργυρά και χάλκινα έργα τέχνης στην αρχαιότητα (Αθήνα 1997), σελ. 61, αρ. 27, 65, αρ. 32· Mattusch, C.C., Greek bronze statuary. From the beginnings through the fifth century B.C. (New York 1988), σελ. 36, αρ. 3.6, σελ. 37, αρ. 3.7, 3.8· Amandry, P., “Les statues chrysélephantiques des Delphes”, BCH 63 (1939), πίν. 23.1· Charbonneaux, J., Les Bronzes Grecs (Paris 1958), σελ. 37 κ.ε.
13. Marshall, F.H., Catalogue of the Jewelry, Greek, Etruscan, and Roman in the Dep. of Antiquities, British Museum (London 1911), πίν. 14, αρ. 1.235· Haynes, S., Etruscan Bronzes (New York 1985), αρ. 26· Toker, A., Museum of Anatolian Civilizations. Metal Vessels (Ankara 1992), σελ. 178-179, αρ. 157-158. Ειδική μελέτη για τις αρχαϊκές προτομές γρύπα: Jantzen, U., Griechische Greifenkessel (Berlin 1955)· Hopkins, C., “The Origin of the Etruscan-Samian Griffon Cauldron”, AJA 64:4 (October 1960), σελ. 368-370.
14. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold. Jewelry of the Classical World (New York 1994), σελ. 13, εικ. 4a, 159, εικ. 49.
15. Шталь, И.В., Свод мифо-эпических сюжетов античной вазовой росписи. По музеям Российской Федерации и стран СНГ. Пелики IV в. до н. э. Керченский стиль (Москва 2000), σελ. 8-12.
16. Онайко, М.И., “Аполлон Гиперборейский”, στο Кобылина, М.М. (eds), История и культура античного мира (Москва 1977), σελ. 159.
17. Погребова, Н.Н., “Грифон в искусстве Северного Причерноморья в эпоху архаики”, КСИИМК 22 (Москва 1948), σελ. 64, εικ. 15· Бессонова, С.С., Религиозные представления скифов (Киев 1983), σελ. 82, εικ. 7.83, εικ. 8.84, εικ. 9· Schiltz, V., Die Scythen und andere Steppenvölker. 8 Jahrhundert v. Chr. bis 1. Jahrhundert n. Chr. (München 1994), σελ. 386, αρ. 311· Максимова, М.И., “Ритон из Келермеса”, СА 25 (1956), σελ. 215-235.
18. Reeder, E. (ed.), Scythian Gold. Treasures from Ancient Ukraine (New York 1999), σελ. 226-227, αρ. 172, 251-253, αρ. 121, 276-277, αρ. 136.
19. Раевский, Д.С., “Из области скифской космогонии (опыт семантической интерпретации пекторали из Толстой Могилы)”, ВДИ 3 (1978), σελ. 115-113.
20. Шталь, И.В., Свод мифо-эпических сюжетов анитчной вазовой росписи: По музеям Российской Федерации и стран СНГ. Пелики 4 в. до н.э., керченский стиль (Москва 2000), σελ. 14· Вдовиченко, И.И., “Керченские вазы”, στο Зинько, В.Н. (ed.), Боспорские исследования 3 (Симферополь 2003), σελ. 418-420.
21. Ηρ. 3.102,104-105.
22. Φιλόστρ., Απόλλ. 6.1.
23. Sulimirski, T., The Sarmatians (New York 1970), σελ. 72-75· Ельницкий, Л.А., Скифия евразийских степей (Новосибирск 1977), σελ. 76-80.
24. Турсунов, Е.Д., “Тюрко-монгольские версии сказания об ослеплении циклопа”, Советская тюркология 3 (1975), σελ. 36-43· Шталь, И.В., Свод мифо-эпических сюжетов античной вазовой росписи. По музеям Российской Федерации и стран СНГ. Пелики 4 в. до н.э., керченский стиль (Москва 2000), σελ. 13-14.
25. Ντυμεζίλ, Ζ., Μυθιστορίες της Σκυθίας και των περιχώρων (Αθήνα 1995), σελ. 108.
26. Раевский, Д.С., Модель мира скифской культуры (Москва 1985), σελ. 150. Η άκρως τολμηρή θεωρία για την προέλευση του μύθου εκφράστηκε από τους A. Mayor και M. Heaney, οι οποίοι θεωρούν ότι οι γρύπες είναι η αποτύπωση στη μυθολογία της γνωριμίας των αρχαίων με τα απολιθωμένα οστά των δεινοσαύρων, ενώ οι Αριμασποί μνημονεύονται στους σύγχρονους μύθους για το χιονάνθρωπο. Βλ. Mayor, A. – Heaney, M., “Griffins and Arimaspeans”, Folklore 104 (1993), σελ. 40-66.
27. Бонгард-Левин, Г.М. – Грантовский, Э.А., От Скифии до Индии (Москва 1983), σελ. 81-83· Запорожченко, А.В. – Черемисин, Д.В., “Аримаспы и грифы: изобразительная традиция и индоевропейские параллели”, ВДИ 1 (1997), σελ. 83-90· Мачинский, Д.А., “Ось мировой истории Карла Ясперса и религиозная жизнь степной Скифии в 9-7 вв. до н.э.”, Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 2 (Санкт – Петербург 2001), σελ. 105.
28. Горбунова, К.С., “Краснофигурный килик, найденный на некрополе Панское 1”, στο Кобылина, М.М. (ed.), История и культура античного мира (Москва 1977), σελ. 41-45.
29. Горбунова, К.С., “Краснофигурный килик, найденный на некрополе Панское 1”, στο Кобылина, М.М. (ed.), История и культура античного мира (Москва 1977), σελ. 41-45.
30. Ωριγ., Περί αρχών 4.17.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

ΑΡΙΣΤΕΑΣ ΠΡΟΚΟΝΝΗΣΙΟΣ-ΑΡΙΜΑΣΠΕΙΑ ΕΠΗ....[μέρος Α΄]

Ο Αριστέας ο Προκοννήσιος (αρχ. ελλ. Ἀριστέας ὁ Προκοννήσιος) ήταν Έλληνας επικός ποιητής των αρχαίων χρόνων από το ομώνυμο νησί της Προποντίδας. Η ύπαρξή του ακροβατεί μεταξύ του θρύλου και της ιστορικής πραγματικότητας, με το όνομά του να συνδέεται τόσο με την ποιητική δημιουργία όσο και με αφηγήσεις υπερφυσικού χαρακτήρα στις οποίες του αποδίδονται ιδιαίτερες δυνάμεις, καθώς και μια ιδιαίτερη σχέση με τον Απόλλωνα.Το λεξικό της Σούδας αναφέρει ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Δημοχάρις. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το όνομα του πατέρα του ήταν Καϋστρόβιος και ανήκε σε μια ανώτερη οικογένεια αριστοκρατών του νησιού. Από τον ιστορικό αναφέρονται ακόμη τα ταξίδια του στις χώρες των Κιμμερίων, των Αριμασπών και των Ισσηδόνων.
 Αριμάσπεια

Αριμασπός και Γρύπας, Αττική πελίκη, 4ος αιώνας π.Χ., Λούβρο
Το βασικό έργο το οποίο κατά την αρχαιότητα αποδιδόταν στον Αριστέα ήταν το έπος Αριμάσπεια, του οποίου το όνομα προέρχεται από την ομώνυμη μυθική εθνότητα η οποία κατοικούσε στη βόρεια Σκυθία, γειτονεύοντας με τους επίσης μυθικούς Υπερβορείους. Τα Αριμάσπεια χωρίζονταν σε τρία βιβλία, στα οποία ο Αριστέας αφηγούνταν τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στις περιοχές πέρα από τον Εύξεινο Πόντο. Σε αυτά περιγραφόταν το πως οι μονόφθαλμοι Αριμασποί[α] βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τα μυθολογικά πλάσματα Γρύπες, με τους πρώτους να προσπαθούν να κλέψουν το χρυσό ο οποίος φυλασσόταν από τους δεύτερους, ο οποίος πιστευόταν ότι αφθονούσε στη χώρα. Τα Αριμάσπεια ήταν αρκετά γνωστά στους αρχαίους συγγραφείς, κρίνοντας από το πλήθος των αναφορών σε αυτά. Ωστόσο, φαίνεται πως έπεσαν σχετικά νωρίς στη λήθη, ενώ η πατρότητα του έργου αμφισβητήθηκε ήδη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα (1οςαιώνας π.Χ). Δεκατρείς στίχοι επικού εξαμέτρου σώζονται στο έργο του Λογγίνου, Περὶ ὕψους και στις Χιλιάδες του Ιωάννη Τζέτζη[
Ο Αριστέας, σε διήγηση την οποία παραθέτει ο Ηρόδοτος ως προερχόμενη από την Κύζικο και την Προκόννησο, είχε επισκεφθεί κάποτε ένα εργαστήριο καθαρισμού ρούχων όπου και ξαφνικά πέθανε. Ο ιδιοκτήτης έκλεισε το εργαστήριο και κατευθύνθηκε προς τις οικίες των συγγενών του ποιητή για να τους ενημερώσει, με την είδηση να εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την πόλη. Κάποιος ταξιδιώτης όμως από την Κύζικο - ο οποίος είχε καταφτάσει από το επίνειο της τελευταίας, Αρτάκη - διέψευσε αυτή την πληροφορία, καθώς είχε δει και συνομιλήσει με τον Αριστέα στην πόλη του. Μπροστά στην επιμονή του τελευταίου, οι συγγενείς επισκόπησαν το εργαστήριο, όμως δεν βρήκαν τον ποιητή ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Επτά χρόνια μετά, ο Αριστέας επανεμφανίστηκε στην πόλη του και συνέγραψε τα Αριμάσπεια, οπότε και εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά.
Διακόσια σαράντα έτη αργότερα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ηροδότου, ο Αριστέας εμφανίστηκε σε όραμα στους κατοίκους του Μεταποντίου και τους παρήγγειλε την ανέγερση ενός ιερού προς τιμήν του Απόλλωνα. Παράλληλα τους είπε να τοποθετήσουν στο ιερό αυτό κι έναν δικό του ανδριάντα. Ο θεός είχε επισκεφτεί μόνη την πόλη τους από εκείνες της Μεγάλης Ελλάδας, σύμφωνα με την οπτασία, και εκείνος τον είχε ακολουθήσει μεταμορφωμένος σε κοράκι. Οι Μεταποντινοί εφήρμοσαν τις απαιτήσεις του οράματος, κατόπιν επιβεβαίωσης από το μαντείο των Δελφών, οπότε και ο ανδριάντας του ποιητή δέσποζε έκτοτε στην αγορά της πόλης
πηγη βικιπαιδεία
=====
Τό παρακάτω από τήν
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11262
Συγγραφή : Dan Anca
Μετάφραση : Χρυσομάλλη Δήμητρα


Ο Αριστέας, γιος του Καϋστρόβιου ή του Δημοχάρη,1 γεννήθηκε στην Προκόννησο (ή σύμφωνα με τον G. Huxley στην Αρχαία Προκόννησο [σύγχρονη Αλώνη]),2 μια από τις πρώτες αποικίες της Μιλήτου στην Προποντίδα (της Θάλασσας του Μαρμαρά, της οποίας το σύγχρονο όνομα προέρχεται από τη αφθονία μαρμάρου στην περιοχή). Το πότε ακριβώς έζησε (αν πρώτα δεχτούμε ότι ο Αριστέας δεν ήταν μια εξ ολοκλήρου μυθική προσωπικότητα) αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας: από το όνομα του πατέρα του που παραπέμπει στον ποταμό Κάυστρο (το σύγχρονο Küçük Menderes, που βρίσκεται κοντά στην Έφεσο) φαίνεται ότι γεννήθηκε ή επινοήθηκε η ιστορία του στην Ιωνία. Αν ήταν λοιπόν από τους πρώτους αποίκους της Προποντίδας (περίπου 680 π.Χ.), τότε ο Αριστέας έζησε και συνέγραψε τα έπη του τον 7ο αι. π.Χ. Αυτή η χρονολογία συμφωνεί και με αυτό που προτείνει ο Ηρόδοτος·3 ο ιστορικός συνδυάζοντας πληροφορίες που συνέλεξε από την Προκόννησο, την Κύζικο και το Μεταπόντιο υπολόγισε το χρονικό διάστημα των 240 χρόνων4 (240: 40 = 6 γενιές, 240: 30 = 8 γενιές ή ακόμα πιο συγκεκριμένα 7 γενιές και 7 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ανά αιώνα έχουμε 3 γενιές)5ανάμεσα στην τελευταία εμφάνιση του Αριστέα στην Προκόννησο και στη μυθική του εμφάνιση (μήπως ήταν κάποια προσωπική επίσκεψη του Ηροδότου;)6 στη νότια Ιταλία. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ημερομηνία αυτής της αποκάλυψης από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένα χρονολογικό τεκμήριο ούτε για την μετέπειτα επίσκεψη στο Δελφικό μαντείο, ούτε για το βωμό του Απόλλωνα και ούτε για το άγαλμα του Αριστέα που ανεγέρθηκε στην Αγορά του Μεταπόντιου, όπως αναφέρονται τα δύο τελευταία στοιχεία στο κείμενο του Ηροδότου (και εν μέρει στον Πλίν. ΦΙ 7.174).
Καθώς ο Ηρόδοτος πιθανώς επισκέφτηκε το Μεταπόντιο προς το τέλος της ζωής του, μετά τη συμμετοχή του στην ίδρυση της πόλης Θούριοι (443 π.Χ.), ορισμένοι ερευνητές (ιδιαίτερα ο J.D.P. Bolton)7 τοποθετούν τη δραστηριότητα του Αριστέα από το 680 μέχρι το 620 π.Χ. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Ηρόδοτος ή κάποιος άλλος (Πυθαγόρειος) συγγραφέας του 5ου αι. π.Χ. να έχει δημιουργήσει σύνθεση δύο διαφορετικών προσώπων:8 ο ένας είναι ο Αριστέας, ο επικός ποιητής που διακήρυττε στους στίχους του ότι ο Απόλλωνας του χάρισε εξαιρετικές γνώσεις, μεταφέροντας τον στην άκρη του κόσμου δίπλα στους σεβαστούς Υπερβόρειους, και ο άλλος ήταν ένας απεσταλμένος του θεού που θα εισήγαγε (εκ νέου;) την (πιθανώς υπερβόρειας προέλευσης) λατρεία του Απόλλωνα στο Μεταπόντιο, πόλη η οποία περηφανευόταν ότι «ετιμάτο αποκλειστικά εκτός από τους Ιταλιώτες και από την παρουσία του Απόλλωνα», σύμφωνα με τα λόγια του Ηροδότου. Αυτό το τελευταίο πρόσωπο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Αρισταίος (ένα όνομα που μπορεί εύκολα να μπερδευτεί με το «Αριστέας»), ο γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, του οποίου το όνομα έχει συνδεθεί με την ίδρυση αποικιών (κυρίως με μια στη Λιβύη), οπότε θα μπορούσε να τιμάται και ως ηρωικός ιδρυτής ακόμα και στη Νότια Ιταλία.9
Θα μπορούσε, επίσης, να ήταν ο Αρισταίος ο Κροτωνιάτης,10 ο γιος του Δαμοφώντα και μαθητής του Πυθαγόρα (Ιάμβ. VP23.104; 36.265) ή ένας ακόμα πιο μυστήριος Πυθαγόρειος, ο Αριστέας ο Μεταπόντιος (Ιάμβ. VP36.267): οι βιογραφικές παραδόσεις που αφορούν την Πυθαγόρειο Σχολή είναι πολύ πολύπλοκες και δεν θα εξηγηθούν εδώ, ιδιαίτερα σε σχέση με ένα πρόβλημα που φαίνεται άλυτο.
Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σύνδεση του επικού ποιητή και του ήρωα της πόλης του Πυθαγόρα ή μιας Πυθαγόρειας μορφής, υπό την επήρεια του Υπερβόρειου Απόλλωνα, προηγείται του Ηροδότου. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, σε συνδυασμό με άλλες Πυθαγόρειες μορφές (ο Άβαρις και ο Ζάλμοξις, για να αναφερθούμε μόνο σε Σκύθες/Υπερβόρειους)11 η ιστορία του Αριστέα έγινε ακόμα πιο περίπλοκη (π.χ. προσθέτοντας τον Απόλλωνα στις τελευταίες του επαφές στη Σικελία Mir. 2) αλλά και πιο σαφής (π.χ. με τις συμπληρωματικές επεξηγήσεις σχετικά με τη μεταφυσική πλευρά των περιηγήσεών του στην άκρη του κόσμου, Πλιν.ΦΙ 7.174, Max. Tyr. 10.2, 38.3c-f, και Σούδα).12
Επομένως, αν απορριφθεί ο 7ος αι. π.Χ. που υποστηρίζει ο Ηρόδοτος, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο μετέπειτα μαρτυρίες: ο Στωικός ιστορικός/γεωγράφος Στράβωνας από την Αμάσεια αμφισβήτησε τις ομοιότητες στη φυσιογνωμία Αριμασπών και Κυκλώπων (1.2.10) και υποστήριξε ότι ο Αριστέας, σύμφωνα και με άλλους ιστορικούς, είναι ο δάσκαλος του Ομήρου (14.1.18), και εντάσσεται σε μία σειρά από αρχαιότερους ποιητές, όπως ο Ορφέας. Ο Τατιανός (Προς Έλληνας 41) και ο Ευσέβιος Καισαρείας (Ευαγγ. Προπ.10.11.27) ακολούθησαν παρόμοια παράδοση, πιθανώς εμπνευσμένοι από το έργο του Ηρακλείδη του Ποντικού ή των πρώτων Πυθαγόρειων. Βέβαια, αυτή η θεωρία απορρίπτεται επειδή η ημερομηνία ίδρυσης της Προκοννήσου τοποθετείται αργότερα.
Πιο κοντά στην πιθανή ιστορική αλήθεια βρίσκεται ο Βυζαντινός συγγραφέας του λεξικού Σούδα (βλ. λήμ. Αριστέας), ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Αριστέας έζησε τον 6ο αι. π.Χ., υπό το ακμάζον βασίλειο του Κροίσου και του Κύρου (ή όπως ευφυώς υποστηρίχτηκε από τον E. Rohde στα τέλη του 19ου αι.,13 όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και κατέκτησε την πρωτεύουσα της Λυδίας, τις Σάρδεις), κατά την 58η Ολυμπιάδα (548/545 π.Χ.).14 Η παραπάνω ημερομηνία υποστηρίχτηκε εκτός άλλων και από τους Ε. Bethe15 και W. Burkert.16 Ωστόσο, πρόσφατα ο A. Ivantchik αναφέρθηκε σε μια υστερότερη ημερομηνία:17 ο Ρώσος ιστορικός θεώρησε ως terminusantequem την (πιθανή) αναφορά του Αριστέα από τον Πίνδαρο (στο έργο του Ωριγένη ΚατάΚέλσου 3.26) και τον υπαινιγμό του Ξενοφάνη σε έναν από τους στίχους του, ομηρικής έμπνευσης (fr. 3, 5 Gentili-Prato apudΑθήναιος, Δειπνοσοφιστές 12.526a), που τοποθετείται πριν το 470 π.Χ.
Παράλληλα, ο Ivantchik ορθώς απέρριψε τη θεωρία ότι ο Αριστέας έζησε νωρίτερα από τον Αλκμάνα, ο οποίος γνώριζε τους Ισσηδόνες, τον 7ο αι. π.Χ.: καθότι ο ποιητής καταγόταν από τη Λυδία, έμαθε για την ύπαρξη αυτού του λαού από άλλες πηγές (σε άλλες γλώσσες), όπως επίσης γνώριζε και τα χαρακτηριστικά της παράδοσης των Σκυθών (π.χ. Κολαξαίος).18 Τοterminusantequem του κατόπτρου από το Κελερμές (575 π.Χ. σύμφωνα με τον J.D.P. Bolton, αλλά ίσως το 650 π.Χ. λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των πρόσφατων αρχαιολογικών ανασκαφών όπως καταγράφονται από τον Ivantchik), με το διάκοσμό του, όπως θεωρείται ότι τον εμπνεύστηκε ο Αριστέας, δε μπορεί να γίνει αποδεκτό: τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Αριστέας ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός που γνώριζε κάποια μυθικά πλάσματα βορειοανατολικής καταγωγής, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έμπνευσης των καλλιτεχνών μέσω άλλων λογοτεχνικών δημιουργιών (όχι απαραίτητα ελληνικών) σε αυτή την απομακρυσμένη βόρεια περιοχή του Καυκάσου.19 Εντούτοις, συμφωνώντας με τον Ivantchik, η λεπτομερής φιλολογική ανάλυση των σωζόμενων αποσπασμάτων των Αριμασπείων Επών που αποδίδονται στον Αριστέα, κατά την άποψή μας, δεν θα μπορούσε να προσδώσει μια ακριβή ημερομηνία σε αυτό το έπος: πολλά έργα σχετικά με την προφορική παράδοση και την προφορική ποίηση έχουν αποδείξει ότι η επική γλώσσα δεν μπορεί να συσχετιστεί με συγκεκριμένους συγγραφείς, ούτε να αποδοθεί σε συγκεκριμένες χρονολογίες και, σε τελική ανάλυση, ούτε να ταυτιστεί με την προφορική παράδοση καθ' εαυτήν. Η απουσία συστηματικών και ακριβών γραπτών τεκμηρίων τέτοιων «αρχαϊκών» ελληνικών έργων σημαίνει ότι η κάθε προσπάθεια χρονολόγησης (αρχαϊκών) στίχων αποκλειστικά σε γλωσσολογική βάση πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, ιδιαίτερα όταν αφορά αποσπάσματα αμφίβολης αυθεντικότητας.
Επομένως, ακόμα και αν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιο λόγο το λεξικό Σούδα συσχέτισε τον Αριστέα χρονολογικά με την πτώση των Σάρδεων, δεν διαθέτουμε κάποιο ισχυρό επιχείρημα για να απορρίψουμε αυτή τη θεωρία· προς το παρόν, πιστεύουμε ότι ο Αριστέας ο Προκοννήσιος, συγγραφέας των Αριμασπείων Επών, ανήκε στην ίδια ομάδα των αμφιλεγόμενων λογοτεχνικών/μυθικών/θρησκευτικών μορφών του 6ου αι. π.Χ., όπως ο Πυθαγόρας, ο Ζάλμοξις, ο Επιμενίδης και κυρίως ο Άβαρις.

2. Έργο
Με εξαίρεση τη Θεογονία που αναφέρεται στο λεξικό Σούδα, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου χαμένο κατά πάσα πιθανότητα ήδη από την αρχαιότητα και γενικά θεωρείται ως απόκρυφο από τους σύγχρονους ερευνητές, το μόνο έργο που συνδέεται με τον Προκοννήσιο είναι τα Αριμάσπεια Έπη: το έργο διαιρέθηκε σε τρία βιβλία (βλ. Σούδα) κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Το γραμμένο σε εξάμετρο στίχο έπος αναφέρεται ότι υπήρχε μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ. (Γελλ. Αττικές Νύχτες 9.4.1-4, αν απορρίψουμε τον υπερβολικό σκεπτικισμό του J.D.P. Bolton)· δύο (πιθανώς πρωτότυπα) χωρία σώζονται μέχρι και σήμερα και το πρώτο βρίσκεται στην ανώνυμη πραγματεία Περί Ύψους (10.4), και το δεύτερο στο έργο του 12ου αι. Χιλιάδες του Τζέτζη (7.676-679; 686-692). Η έμμεση παράδοση εμπνευσμένη από το πρωτότυπο κείμενο των Αριμασπείων Επών (το κείμενο είναι γνωστό άμεσα -είτε στο σύνολό του είτε αποσπασματικά- αλλά είναι κυρίως γνωστό με έμμεσο τρόπο, μέσω των Πυθαγορείων ή ακόμα και μέσα από τα έργα του Ηρακλείτου του Ποντικού) αποδεικνύει ότι τα έπη που αφηγούνταν την ιστορία του Αριστέα, ο οποίος, έχοντας καταληφθεί από τον Απόλλωνα («Φοιβόλαμπτος γενόμενος») έφθασε στους Ισσηδόνες, έναν έντιμο και παραδοσιακό λαό του βορρά που ζούσε πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα, μεταξύ των γνωστών Σκυθών και των μυστήριων μονόφθαλμων Αριμασπών, οι οποίοι πολεμούσαν τους Γρύπες, φύλακες του χρυσού και γείτονες των Υπερβορείων.20 Με αυτό τον τρόπο, το ταξίδι του Αριστέα, από λογοτεχνική άποψη, θα μπορούσε να συγκριθεί με τα μυθικά ταξίδια του Απόλλωνα από και προς τους Υπερβορείους, με την έλευση του Αβάριδος του Υπερβορείου και των Υπερβορείων Παρθένων στις μεσογειακές περιοχές κομίζοντας προσφορές στον Έλληνα θεό, όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, και, τέλος, με την κάθοδο στο νότο του Πυθαγόρα ως Απόλλωνα Υπερβόρειου.
Ο Αριστέας δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τους Αριμασποί, αλλά γνώριζε για αυτούς μέσα από τις ιστορίες των Ισσηδόνων, οι οποίοι, εξωθούμενοι από τους Αριμασποί, εξωθούσαν με τη σειρά τους τους Σκύθες και μέσω αυτών τους Κιμμέριους σε πιο δυτικές περιοχές στην περιοχή του Πόντου. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι το περιεχόμενο της παρέκβασης του Ηροδότου σχετικά με τον Αριστέα και σχετικά με τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για τον ποιητή στην Προκόννησο, την Κύζικο και το Μεταπόντιο (4.13). Το αν η οιωνεί ιστορική και η μυθολογική ανακατασκευή των μεταναστεύσεων στα βορειοανατολικά μέρη του κόσμου πηγάζουν από τον Αριστέα, από κάποια άλλη πηγή του Ηροδότου ή και από τον ίδιο τον Ηρόδοτο, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Μελετώντας πέρα από το ορθολογικό ύφος ενός τέτοιου έπους στον Ηρόδοτο, θα μπορούσαμε να πούμε, συμφωνώντας με τον S. West,21 ότι «είναι πιθανώς καλύτερο να οραματιστούμε μια ποιητική περιήγηση κατά την οποία ο Απόλλωνας επιβεβαίωνε πληροφορίες που προέρχονταν από πολλές πηγές, και ότι αυτό το ανομοιογενές υλικό ενοποιούνταν σε ένα ιδανικό πλαίσιο». Οι περιπλανήσεις στον Πόντο και στην Εγγύς Ανατολή της Ιούς, της αγαπημένης του Δία, και η μεταμόρφωσή της σε αγελάδα στον Προμηθέα του Αισχύλου, θα μπορούσαν να είχαν επηρεαστεί από τα Αριμάσπεια Έπη (Βιβλίο 1;) του Αριστέα, και κάτι τέτοιο μας δίνει μια ιδέα για το λογοτεχνικό ταξίδι του Αριστέα στις βορειοανατολικές περιοχές, μέσα στις άγριες περιοχές του Πόντου και της Ασίας.22 Κείμενα του Εκαταίου του Μιλήσιου (1F193, 194, κτλ.), του πρώτου συγγραφέα που αναφέρθηκε στην παγκόσμια περιήγηση στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., θα μπορούσαν εξίσου να συσχετισθούν με το ποίημα του Αριστέα, όπως και τα έργα του Πινδάρου, του Δαμάστη και του ίδιου του Ηροδότου τον 5ο αι. π.Χ.
Ωστόσο, κατά τη μάχη των μονόφθαλμων Αριμασπέων («πολυάριθμοι και πολύ γενναίοι πολεμιστές, με πολλά άλογα και πολλά κοπάδια βόδια στην κατοχή τους», apud Τζέτζης, Χιλιάδες 7.680 sq.) με τους γείτονές τους, τους Γρύπες, από τους οποίους απέσπασαν το φυλασσόμενο χρυσό που προερχόταν από τα έγκατα της γης και είχε τραβήξει την προσοχή των αρχαίων συγγραφέων (Στράβ. 1.2.10, Πλίν. 7.10, Παυσ. 1.24.6), σύμφωνα με τον Αριστέα ή με άλλες γραπτές ή προφορικές παραδόσεις (ελληνικές ή ιρανικές). Από την ίδια μάχη άντλησαν την έμπνευσή τους ανά τους αιώνες αμέτρητες παραστάσεις αγγείων, ανάγλυφα από πηλό, ψηφιδωτά και σφραγιδόλιθοι.23 Οι σύγχρονοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτή η μυθική σκηνή πρόκειται για μια παραλλαγή ενός άλλου πολύ γνωστού ανατολίτικου μοτίβου, που υπάρχει επίσης και στον Ηρόδοτο (Ηρ. 3.102): τα μυρμήγκια που φυλάνε το χρυσό και υπάρχουν σε περσικά και μετέπειτα ινδικά κείμενα (Μεγασθένης fr. 29, 39, 39b Müller).
Στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου ο Αριστέας θεωρούνταν ως ένας σαμάνος ο οποίος, όπως όλοι οι σαμάνοι από τη Σιβηρία, είχε τη δύναμη και τη γνώση να βλέπει τον κόσμο από τον ουρανό, μέσω των οφθαλμών του νου του που αποχωριζόταν από το σώμα του. Μετά τα έργα των Meuli, Dodds και Eliade,24 πιο πρόσφατα οι ερευνητές προσπάθησαν να θεωρήσουν τον Αριστέα περισσότερο έναν μάντη από τη Μεσόγειο, παρά μια ελληνική εκστατική μορφή συγκρίσιμη, αλλά όχι όμοια, με ένα σαμάνο.25
Ο J.D.P. Bolton ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη θρησκευτική ερμηνεία και πρότεινε ότι ο Αριστέας αντί για Έλληνας σαμάνος του 6ου αι. π.Χ. ήταν Έλληνας περιηγητής του 7ου αι. π.Χ., ο οποίος θα μπορούσε να έχει διηγηθεί στο έπος του ένα πραγματικό ταξίδι στη Μογγολία, ακολουθώντας τον Τανάϊν και το Βόλγα, μέσω των κτήσεων των Μαιωτών και των Σαυροματών, με κατεύθυνση το Πέρασμα της Τζουγγαρίας (κατ' εκείνον, η πατρίδα του Βορέα και επομένως τα σύνορα της γης των Υπερβορείων). Πρόσφατα, ο A. Alemany i Vilamajó προχώρησε περαιτέρω και συσχέτισε τις μεταναστεύσεις των Κιμμερίων-Σκυθών (τις οποίες πιθανώς να υπονοούσε ο Αριστέας) με την «ανάπτυξη της νομαδικής ιππικής τέχνης στις ασιατικές στέπες», κατά την πτώση της Δυτικής Κινεζικής δυναστείας Ζου, μετά από τον καταιγισμό επιδρομών των Σιάν-Γιούν, όπως αναφέρει το Κινεζικό βιβλίο των Ωδών.26
Τέλος, ο S. West27έχει διαφωνήσει (ορθώς, κατά τη γνώμη μας) με τη φιλολογική ερμηνεία του ταξιδιού του Αριστέα, ο οποίος φαίνεται ότι συνεχίζει την παράδοση της Οδύσσειας και των Αργοναυτικών μύθων/επών, και προπορεύεται του είδους της ουτοπικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι ακόμα και αν ένα ταξίδι στις κεντρικές περιοχές της Ασίας δεν ήταν αδύνατο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, ένα τέτοιο ταξίδι δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την εξήγηση των Αριμασπείων Επών του Αριστέα. Αυτό το ποίημα, γραμμένο σε εξάμετρο στίχο στην αρχαϊκή ελληνική, ανήκει σε μια πλούσια ποιητική παράδοση κατά την οποία η γνώση προέρχεται από μια θεότητα (σε αυτή την περίπτωση μέσω της «επήρειας» του Απόλλωνα), μέσω φανταστικών περιηγήσεων στην άκρη του κόσμου, οι οποίες επιτρέπουν στον ποιητή να συνθέσει σημαντικά γεωγραφικά, ιστορικά και μυθικά στοιχεία. Το ενδιαφέρον των Πυθαγορείων για τον Αριστέα έχει μετατρέψει τη λογοτεχνική πλευρά του έργου του σε φιλοσοφική, γεγονός που θα μπορούσε να συγκριθεί, σε άλλες εποχές, με τα φανταστικά ταξίδια του Φιλόστρατου (σχετικά με τον Απολλώνιο τον Τυανέα) και του Αντωνίνου Διογένη.
1. Σούδα, βλ. Αριστέας (and Eudocia Violarium 157); Ο Ηρ. (4.13) αναφέρει μόνο το όνομα του Καϋστρόβιου (όπως και ο Τζέτζης στις Χιλιάδες 7.679).
2. Huxley, G., “Aristeas and the Cyzicene”, GRBS 27.2 (1986) σελ. 151-155· για την παρουσίαση της πόλης, βλέπε επίσης A. Avram, “Proconnesus”, στους M.H. Hansen, Th.H. Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis no. 759 (Oxford 2004) σελ. 993-994.
3. Ηρ. 4.14-15.
4. Αυτή είναι μια εκδοχή που επιβεβαιώνεται από τα καλύτερα σωζόμενα χειρόγραφα και την έμμεση παράδοση (π.χ. Ωριγένης, Κατά Κέλσου 3.26 και Τζέτζης Χιλιάδες 2.7333). Ο αριθμός «340», που δίνεται από ορισμένα όχι τόσο καλά σωζόμενα χειρόγραφα του Ηροδότου, σήμερα γενικά απορρίπτεται, επειδή προηγήθηκε της ιδρύσεως της Προκοννήσου.
5. West, S., “Herodotus on Aristeas”, στο C.J. Tuplin (επιμ.) Pontus and the Outside World. Studies in Black Sea History, Historiography, and Archaeology (Leiden-Boston 2004) σελ. 52, ο οποίος αποδεικνύει (και βιβλιογραφικά) τη σημασία του αριθμού 7 στις λατρευτικές πρακτικές του Απόλλωνα. Αυτό συνεπάγεται με το ότι δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε μια ξένη πηγή πληροφοριών, όπως το χρονολογικό σύστημα του Ηρ. (2.142) που προτιμά τις 3 γενεές για 100 χρόνια (33 1/3 χρόνια/γενιά) από τις γενεές 30 χρόνων.
6. Αυτό ήταν μια έξυπνη υπόθεση του E. Schwyzer’s (PhilWoch [1922] col. 528, βλ. Herodotea) από το κείμενο του Ηρ. (4.15): ο παραδοσιακός όρος που καταδεικνύει την άφιξη του Αριστέα στο Μεταπόντιο (συγκυρήσαντα) αντικαταστάθηκε από τον όρο «συγκυρήσας», που αναφέρεται στην άφιξη του Ηρυ. Αυτή η θεωρία απορρίφθηκε γενικά, και πιο συγκεκριμένα από τον Bolton, J.D.P., Aristeas of Proconnesus (Oxford 1962) σελ. 130-131, και από τον West, S., “Herodotus on Aristeas”, στο C.J. Tuplin (επιμ.) Pontus and the Outside World. Studies in Black Sea History, Historiography, and Archaeology (Leiden-Boston 2004) σελ. 46 σημ. 11· έγινε αποδεκτό (κατά την άποψή μας για καλούς λόγους) από τον A. Ivantchik, “La Datation du poème l’Arimaspée d’Aristéas de Proconnèse”, AntCl 62 (1993) σελ. 35-67 (σελ. 60).
7. Αλλά και τον Phillips, E.D., “The Legend of Aristeas: Fact and Fancy in Early Greek Notions of East Russia, Siberia, and Inner Asia”, Artibus Asiae 18.2 (1955) σελ. 161-177 (σελ. 163)· Bowra, C.M., “A Fragment of the Arimaspea”, CQ n.s. 6.1/2 (1956) σελ. 1-10 (σελ. 1, σημ. 2) · Forrest, W.G., στο σχολιασμό του για τον J.D.P. Bolton, JHS 84 (1964) σελ. 208-209· Dowden, K., “Deux notes sur les Scythes et les Arimaspes”, REG 93 (1980) σελ. 486-492· Huxley, G., “Aristeas and the Cyzicene”, GRBS 27.2 (1986) σελ. 151-155.
8. Όπως αμφισβητήθηκε πρόσφατα (με βιβλιογραφία) από τον Ivantchik, A., “La Datation du poème l’Arimaspée d’Aristéas de Proconnèse”, AntCl 62 (1993) σελ. 35-67 (σελ. 60).
9. RE 2.1 (1896) στηλ. 852-859, βλ. Αρισταίος 1 (H. von Gärtringen).
10. RE 2.1 (1896) στηλ. 859, βλ. Αρισταίος 7 (E. Wellmann).
11. Οι Κλημ.Αλεξ. Στρωμ. 1.21 and Proclus In Plat. 2.113, ξεκάθαρα τους συσχετίζουν με τον Επιμενίδη από την Κρήτη, τον Ερμότιμο από τις Κλαζομενές, κτλ. Για όλα αυτά τα πρόσωπα, βλέπε Burkert, W., Lore and Science in Ancient Pythagoreanism (μετάφρ. E.L. Minar, Cambridge Mass. 1972) σελ 147.
12. Βλέπε Bremmer, J., The Early Greek Concept of the Soul (Princeton 1983) σελ. 29, contra Rohde, E., Psyché. Le Culte de l’âme chez les Grecs et leur croyance à l’immortalité (Paris 1999) σελ. 338.
13. Rohde, E., “Gevgone in den Biographica des Suidas”, RhM 33 (1878) σελ. 161-220.
14. Αυτή είναι η ανασύσταση του E. Rohde’s, από τα χειρόγραφα, που καταδεικνύει την «όγδοη» Ολυμπιάδα (748/745 π.Χ.) ή την «πεντηκοστή» (580-577π.Χ.).
15. RE 2.1. (1896) στηλ. 876-878, βλ. Αριστέας 1(E. Bethe).
16. Στο σχολιασμό του για τον J.D.P. Bolton [Aristeas of Proconnesus (Oxford 1962)], Gnomon 35 (1963) σελ. 235-240, το terminus ante quem που χρησιμοποιήθηκε από τον Bolton (κάτοπτρο του Kelermes) ενέπνευσε τον W. Burkert να προτείνει την αρχή του 6ου αι. π.Χ., και να διστάσει, ακόμα, για το τέλος του 7ου αι. π.Χ. (“Herodot als Historiker fremder Religionen”, στο Hérodote et les peuples non-grecs, [Entretiens Fondantion Hardt 35, Vandoeuvres-Genève 1990] σελ. 1-39, (κυρίως σελ. 11). Βλέπε, για τον 6ο αι. π.Χ., επίσης Romm, J.S., The Edges of the Earth in Ancient Thought. Geography, Exploration, and Fiction (Princeton 1994) σελ. 67-77 (κυρίως σελ. 71).
17. Ivantchik, A., “La Datation du poème l’Arimaspée d’Aristéas de Proconnèse”, AntCl 62 (1993) σελ. 35-67.
18. Ivantchik, A., “Un Fragment de l’épopée scythe: ‘le cheval de Colaxaïs’ dans un partheneion d’Alcman”, Ktema 27 (2002), σελ. 257-264.
19. Ivantchik, A., “La Datation du poème l’Arimaspée d’Aristéas de Proconnèse”, AntCl 62 (1993) σελ. 55-56 (με βιβλιογραφία). Βλέπε, για τις προσθήκες και τις παραλλαγές αυτού του μύθου το πρόσφατο Zaporozhchenko, A.V. - Cheremisin, D.V., “Arimaspeans and Griffins: Artistic Tradition and Indo-European Parallels”, ВДИ 1 (1997), σελ. 83-90 (στα Ρωσικά με Αγγλική περίληψη).
20. RE 9 (1916) στηλ. 258-279, βλ. Υπερβόρειοι (H. Daebritz), LIMC Suppl. (1997) σελ. 641-643, βλ. Υπερβόρειοι (Φ. Ζαφειροπούλου). Για την αναφορά στα Όρη Αλτάι (ήδη στον Δαμάστα από το Στέφ. Βυζ., βλέπε Υπερβόρειοι, αλλά όχι στον Ηρ. που είναι ανακριβής σχετικά με το έργο του Αριστέα), βλέπε Beckers,W.J., “Das rätselhafte Hochgebirge des Altertums, die sogennante Rhipäen”, Geographische Zeitschrift 20.9/10 (1914) σελ. 534-557.
21. West, S., “Herodotus on Aristeas”, στο C.J. Tuplin (επιμ.) Pontus and the Outside World. Studies in Black Sea History, Historiography, and Archaeology (Leiden-Boston 2004) σελ. 56.
22. Για τον Αισχύλο, βλέπε White, S., “Io’s World: Intimations of Theodicy in Prometheus bound”, JHS 121 (2001), σελ. 107-140· για τη σύνδεσή του με τα Αριμάσπεια Έπη, Bolton, J.D.P., Aristeas of Proconnesus (Oxford 1962) σελ. 45, εκτιμάται κυρίως από τους σχολιαστές (π.χ. G.E. Dimock, The Classical World 56.2 [1962], σ. 44-45).
23. LIMC Suppl. (1997) σελ. 529-534, βλ. Αριμασπείς (X. Gorbunova). Για τους Γρύπες που αποτελούν εξαιρετικά δημοφιλές θέμα για την Αιγυπτιακή, την Εγγύς Ανατολής, την Ιρανική, την Χιττιτική, την Ελληνική, την Ετρουσκική και την Ρωμαϊκή τέχνη, βλέπε βιβλιογραφία στο LIMC Suppl. (1997) σελ. 609-611, βλ. Γρύπες (M. Λεβεντοπούλου).
24. Meuli, K., “Scythica”, Hermes 70 (1935) σελ. 121-176· Dodds, E.R., The Greeks and the Irrational (Berkeley Los Angeles 1951) σελ. 141· History of Religions 11.3 (1972) σελ. 257-302, βλ. Ζάλμοξις (M. Eliade).
25. Burkert, W., “GÒES. Zum griechischen Schamanismus”, RhM 105 (1962) σ. 36-55; Brown, J.P., “The Mediterranean Seer and Shamanism”, ZATW 93.3 (1981) σελ. 374-400.
26. Alemany i Vilamajó, A., “Els ‘Cants arimaspeus’ d’Arísteas de Proconnès i la caiguda dels Zhou occidentals”, Faventia 21.2 (1999) σελ. 45-55 (κυρίως σελ. 50 κ.ε.).
27. West, S., “Herodotus on Aristeas”, στο C.J. Tuplin (επιμ.) Pontus and the Outside World. Studies in Black Sea History, Historiography, and Archaeology (Leiden-Boston 2004)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......

Τα προτεινομενα πολιτευματα για τη μουσουλμανικη χωρα μας

Aντε βρέ..και σ ανώτερα..μά συνηθίσαμε τόσο τήν ξεφτίλα;;δέν θίγεται κανείς;;;;;

Το blog του ΕργΔημΕργ!: Τα προτεινομενα πολιτευματα για τη μουσουλμανικη χωρα μας

Μετα και τα χθεσινα γεγονοτα εκτιμαται οτι ξεκινησαν οι ζυμωσεις για τη μορφη του πολιτευματος στο αυριανο Ελλαδισταν...

1) Το συστημα των Φυλαρχων οπως εφαρμοζεται με επιτυχια στο Αφγανισταν...

2) Το συστημα των Τζαμαχιριων οπως εφαρμοζεται με επιτυχια στη Λιβυη, η χωρα θα κυβερναται απο μουσουλμανικα συμβουλια οπου θα συμμετεχουν και λιγοστοι τυποι απο Συνιστωσες, απο Παρατηρητηρια και απο Ανταρσιες...

3) Το συστημα του χωρισμου της χωρας σε θρησκευτικες νησιδες, ετσι θα εχουμε ζωνες σουνιτικες, ζωνες σιιτικες και ζωνες γκιαουρ (απιστων)...το συστημα εφαρμοζεται με επιτυχια στο μεταπολεμικο Ιρακ, μοναδικο του προβλημα οτι οι πιστοι της μιας ζωνης θα φορουν εκρηκτικα και θα τιναζουν κοσμο στις θρησκευτικες επαιτιους της αλλης ζωνης, αλλα φανταζομαι οτι δεν μπορουμε να τα εχουμε ολα δικα μας: ο μουσουλμανικος μετασχηματισμος της κοινωνιας χρειαζεται θυσιες...

4) Το συστημα των Εμιρατων οπως εφαρμοζεται με ιδιαιτερη επιτυχια στην Αραβικη Χερσονησο και που αρμοζει σε μουσουλμανικες πετρελαιοπαραγωγες χωρες οπως εμεις προσεχως...

5) Το Συστημα των Μουλαδων που εφαρμοστηκε με επιτυχια στο Ιραν του Χομεινι, συστημα που ταιριαζει γαντι σε τυπους που ανακαλυπτουν τη γοητεια της Σαριας και των αρχεγονων εθιμων οπως του λιθοβολισμου στις μοιχαλιδες η στους υβριστες του Προφητη...

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

ΙΜΙΑ...15 ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ;;;

Βράδυ 26ης Ίανουαρίου και αρχίζει μια περιπέτεια που σημαδέυει τήν νεοελληνική ιστορία...
ΑΘΑΝΑΤΟΙ....
========

ΙΜΙΑ - ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ Πηγήskinious.blog
του Νίκου Χειλαδάκη

Το βράδυ της 29 προς την 30 Ιανουαρίου του 1996 παίχτηκε ένα μεγάλο δράμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ένας εθνικός θρίαμβος που προέρχονταν από την σύγχυση και αδυναμία των Τούρκων, όπως θα δούμε παρακάτω, θάφτηκε κάτω από την ελληνική προδοσία. Και η προδοσία αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν γνωρίσει κανείς το τι διαδραματίζονταν εκείνο το βράδυ στην Άγκυρα και το πώς μια μεγάλη αγωνία είχε κυριεύσει τους Τούρκους που έβλεπαν την επερχομένη καταστροφή τους.





Πολλά έχουν γραφτεί, πολλά έχουν ειπωθεί για εκείνη την ατέλειωτη νύχτα και το τραγικό ξημέρωμα. Όμως μέχρι σήμερα υπάρχει ένα κενό στην όλη υπόθεση. Το κενό αυτό είναι το τι ακριβώς έγινε εκείνο το κρίσιμο βραδυ στο έκτακτο Εθνικό Συμβούλιο της Τουρκίας που είχε αρχίσει από νωρίς το απόγευμα και συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης κρίνοντας καθοριστικά την έκβαση της όλης κρίσης. Αυτή την συνεδρίαση την διέκρινε ένα φορτισμένο άγχος και μια μεγάλη ηττοπάθεια της τουρκικής ηγεσίας, (στοιχείο άγνωστο για πολλούς εδώ στην Ελλάδα). Αυτό οφείλονταν στον απλό λόγω ότι οι Έλληνες κομάντος ήταν ήδη πάνω στην βραχονησίδα Ίμια ενώ οι Τούρκοι μόλις είχαν συγκεντρωθεί στο επίμαχο σημείο της κρίσης.

Χαρακτηριστικό της μεγάλης έντασης που υπήρχε εκείνο το βράδυ στην Άγκυρα είναι πως την επόμενη η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ έγραφε ότι η τότε πρωθυπουργός Ταντσού Τσιλέρ είχε χάσει πέντε κιλά από τον ιδρώτα, εξ αιτίας του φόβου της για αναμενόμενη μεγάλη ήττα της Τουρκίας. Τι έγινε όμως όλες αυτές τις ώρες σε μια συνεδρίαση κεκλισμένων των θυρών που έκριναν και την τελική έκβαση της κρίσεως, η οποία θεωρήθηκε εκ των υστέρων από τους Τούρκους σαν η μεγαλύτερη επιτυχία τους στην διαμάχη στο Αιγαίο και σαν καθοριστική στην αλλαγή όλων των μέχρι τότε δεδομένων για το στάτους κβο της περιοχής ;






Τι έγινε λοιπόν εκείνη την ατέλειωτη νύχτα, αλλά και τι προηγήθηκε θα προσπαθήσουμε να το ερευνήσουμε επικαλούμενοι τις αποκλειστικές μαρτυρίες του τότε υφυπουργού Εξωτερικών και μετέχοντος στο Εθνικό Συμβούλιο της Τουρκίας, ( αυτόπτη μάρτυρα όλων όσων διαδραματίστηκαν εκείνη την βραδιά), Ινάν Μπατού, όπως τις αποκάλυψε σε μια αποκαλυπτική τηλεοπτική εκπομπή στις 1 Φεβρουάριου του 2005, στο τουρκικό κανάλι CNNTürk.

Στις 26 Δεκεμβρίου του 1995, ένα τουρκικό ψαράδικο με πλοίαρχο τον Τούρκο, Φιγκέν Αγκά, προσάραξε στην νήσο της Ίμια και στη συνέχεια αρνήθηκε επίμονα την βοήθεια, που τελικά την δέχτηκε, των ελληνικών πλοίων της ακτοφυλακής. Το επεισόδιο ανησύχησε την Αθήνα, καθώς οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ορισμένες πληροφορίες για επικείμενη μεγάλη ένταση στην περιοχή....


....Ας παρακολουθήσουμε όμως τις μαρτυρίες του τότε υφυπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Ινάν Μπατού. Σύμφωνα με τον Μπατού, οι δυο χώρες μετά το επεισόδιο αυτό αντάλλαξαν νότες διαμαρτυρίας στις οποίες η κάθε μια στήριζε την άποψη της ότι η βραχονησίδα της ανήκει. Το θέμα παρέμεινε στις νότες και οι Τούρκοι πίστεψαν πως θα εκτονώνονταν εκεί. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπατού, θα έμεινε σαν άλλο ένα άλυτο πρόβλημα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο. Είναι γνωστό, είπε ο Μπατού, πως υπάρχουν πάρα πολλά άλυτα προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών στο Αιγαίο, άλλο ένα δεν θα πείραζε την όλη κατάσταση. Μάλιστα η Τουρκία, ισχυρίστηκε ο Μπατού, είχε δυνατά επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψη ότι οι βραχονησίδες, αν δεν της ανήκουν, τουλάχιστον δεν είναι ελληνικές. Και αυτό το στήριξε στο ότι, όπως ανέφερε ο Μπατού, το 1948 είχε και τότε δημιουργηθεί θέμα κυριαρχίας των βραχονησίδων μετά την αποχώρηση της Ιταλίας από τα Δωδεκάνησα και η Ελλάδα είχε καλέσει τότε την Τουρκία να διαπραγματευτούν για την κυριαρχία της περιοχής, κάτι που βέβαια δεν έγινε ποτέ. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με τον Μπατού, η Ελλάδα είχε ζητήσει τότε να γίνει συζήτηση και διαπραγμάτευση για το καθεστώς των βραχονησίδων πως τώρα έρχονται και υποστήριζε πως οι βραχονησίδες της ανήκουν, (παραλείπει βέβαια να μας πει ότι η Τουρκία τότε είχε ήδη παραιτηθεί κάθε δικαιοδοσίας για τις βραχονησίδες).

Ενώ λοιπόν το θέμα έπεφτε σε ένταση και κόντευε να ξεχαστεί από την τουρκική επικαιρότητα, στις 26 Ιανουαρίου, δηλαδή ένα μήνα σχεδόν μετά, ο δήμαρχος της Καλύμνου πήρε τον παπά του νησιού, μερικούς μαθητές του σχολείου και αποβιβάστηκαν στην Ίμια υψώνοντας την ελληνική σημαία. Η ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τον Μπατού, ήταν τελείως αψυχολόγητη, προβοκατόρικη και ήταν η θρυαλλίδα που άναψε το φυτίλι της μεγάλης κρίσης που έφερε στη συνέχεια τις δυο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.

Για την κίνηση αυτή του δημάρχου της Καλύμνου πολλά έχουν ειπωθεί και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αξίζει να δούμε τι δήλωσε ένας διακεκριμένος Τούρκος διπλωμάτης, που δείχνει και την τουρκική αντίληψη για την κίνηση να υψωθεί η ελληνική σημαία στην περιοχή. Ό τότε πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα, διακεκριμένος διπλωμάτης και στη συνέχεια διευθυντής του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Ουμίτ Παμίρ, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Χουριέτ», (28/11/1998), αναφερόμενος στην κρίση των Ίμια είπε τα εξής : «Τα Ίμια ήταν μια επικίνδυνη ελληνική προβοκάτσια πού προκλήθηκε από τον τότε Έλληνα υπουργό Άμυνας, Γεράσιμο Αρσένη». Την περίοδο εκείνη στην Τουρκία ήταν ή εποχή της έκρηξης της ιδιωτικής τηλεόρασης και τα μεγάλα τουρκικά κανάλια έψαχναν για θέματα-θεάματα που θα τάραζαν τα νερά και θα ανέβαζαν στα ύψη την θεαματικότητα. Έτσι το θέμα πήρε μεγάλη έκταση καθώς τρεις Τούρκοι δημοσιογράφοι έκαναν σκηνοθετημένη απόβαση με το ελικόπτερο της εφημερίδας «Χουριέτ» και σε συνεργασία με το γνωστό τουρκικό κανάλι D, του γνωστού Τούρκου μεγιστάνα και ύποπτου για μαφιόζικες διασυνδέσεις, Αχμέτ Ντογάν, ( εφημερίδες Χουριέτ, Ραντικάλ), κατέβασαν την ελληνική σημαία και έκαναν θεαματική έπαρση της τουρκικής σημαίας».
Το επεισόδιο της έπαρσης της ελληνικής σημαίας του δημάρχου της Καλύμνου μεταδόθηκε με διθυράμβους από ελληνικό κανάλι προκαλώντας τις πρώτες έντονες αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς. Η τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, κυκλοφόρησε στις 27/1/96 με τον τίτλο : «Ege ısınıyor», δηλαδή το «Αιγαίο φλέγεται».

Την επόμενη, στις 28 του μηνός και τελείως απροσδόκητα αποβιβάζεται στα Ίμια ένα τουρκικό ελικόπτερο μεταφέροντας το δημοσιογραφικό συνεργείο του γραφείου της Χουριέτ Σμύρνης, που κατέβασε, δίνοντας παράσταση σόου, την ελληνική σημαία και ανέβασε την τουρκική. Οι σκηνές κινηματογραφήθηκαν και προβλήθηκαν στα τουρκικά κανάλια με διθυραμβικό τρόπο. Τώρα ο «πόλεμος των ΜΜΕ» θα μετατρέπονταν σε σοβαρή κρίση. Αμέσως σχεδόν μετά αποβιβάζονταν στην Ίμια Έλληνες κομάντος, και αφού κατεβάζουν με την σειρά τους την τουρκική σημαία παραμένουν εκεί για να φυλάξουν την ελληνική κυριαρχία στο νησί. Η κρίση είχε ήδη αρχίσει και οι φλόγες απειλούσαν με ολοκληρωτική ανάφλεξη τις δυο πλευρές του Αιγαίου.

Η Άγκυρα κάλεσε αμέσως τον Έλληνα πρέσβη, κ Νεζερίτη και του επέδωσε νότα ζητώντας να αποχωρήσουν αμέσως οι Έλληνες κομάντος. Ο Έλληνας πρέσβης με χαρακτηριστικό χαμόγελο απέρριψε την νότα και αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών χωρίς να ικανοποιήσει κανένα τουρκικό αίτημα. Στις 29 Ιανουαρίου το πρωί όλες οι τουρκικές εφημερίδες κυκλοφορούσαν με εκρηκτικά πρωτοσέλιδα αναφέροντας για αισχρή ελληνική πρόκληση. Η ατμόσφαιρα στην Άγκυρα είχε ανάψει για τα καλά. Οι άνεμοι του πολέμου φυσούσαν πλέον έντονα πάνω από το Αιγαίο. Η τότε υπηρεσιακή Τουρκάλα πρωθυπουργός, Ταντσού Τσιλέρ, αγνοούσε τελείως το ζήτημα, όπως ομολόγησε χαρακτηριστικά ο Μπατού. Είδε στην κρίση, (με τον χαρακτηριστικό οπορτουνισμό που την διέκρινε), μια χρυσή ευκαιρία για να καταξιωθεί πολιτικά και να γίνει ήρωας στα μάτια του τουρκικού λαού. Αυτό ήταν και το πιο επικίνδυνο σημείο της όλης υπόθεσης. Οι στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία την πρωθυπουργό, καθώς δεν εμπιστεύονταν την Τσιλέρ στις φιλοπόλεμες κραυγές της γιατί είχαν διαβλέψει τις προσωπικές της φιλοδοξίες. Από την άλλη δεν είχαν εμπιστοσύνη στον τουρκικό στόλο ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον ελληνικό. Αυτό δείχνει το πνεύμα ηττοπάθειας των Τούρκων και ότι υπήρχε εξ αρχής μια διάσταση απόψεων στο τουρκικό στρατόπεδο.

Και φτάνουμε στο απόγευμα της 29 Ιανουαρίου 1996. Στην Άγκυρα και εν μέσω της μεγάλης αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει τα τουρκικά ΜΜΕ, συγκαλείται έκτακτο το Εθνικό Συμβούλιο σε συνεχή συνεδρίαση για να εξεταστεί η κατάσταση ενώ δημιουργείται Γραφείο Κρίσης. Για τους Τούρκους υπήρχε ήδη το σοβαρό αρνητικό δεδομένο ότι στην βραχονησίδα υπήρχαν οι Έλληνες κομάντος. Το γεγονός αυτό είχε αγχώσει τους Τούρκους, καθώς ξεκινούσαν με ένα σημαντικό μειονέκτημα. Ενώ δηλαδή οι Έλληνες είχαν κάνει μια κίνηση, θα έπρεπε τώρα αυτοί να απαντήσουν και εδώ υπήρχε το μεγάλο αδιέξοδο στην τουρκική πλευρά, (δυστυχώς την ίδια ώρα στην Αθήνα επικρατούσε πολιτικό χάος και κανείς δεν είχε αντιληφθεί την αγχωμένη κατάσταση της τουρκικής ηγεσίας). Και μόνο γι' αυτόν τον λόγω το μέγεθος της ελληνικής προδοσίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.

Στην ιστορική αυτή συνεδρίαση της Άγκυρας εκτός από την Τσιλέρ πήραν μέρος ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ντενίζ Μπαικάλ, ο υφυπουργός Εξωτερικών, προσκείμενος στον Μπαικάλ, Ινάν Μπατού, (τις μαρτυρίες του οποίου επικαλούμαστε) ο πρέσβης, Ονούρ Οϊμέν, προσκείμενος στην Τσιλέρ και οι υπεύθυνοι των ελληνικών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών. Από στρατιωτικής πλευράς, ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Τσεβίκ Μπιρ, που είχε υποσκελίσει για λίγο τον Ισμαήλ Καρανταγί, τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, ο αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού, Γκουβέν Έρκαγια, (από την αρχή οργισμένος με την Τσιλέρ), ο αρχηγός Στρατού, στρατηγός Χικμέτ Κιοκσάλ, ο αρχηγός Αεροπορίας, Αχμέτ Τσορεκτσί και ο αρχηγός της ΜΙΤ, στρατηγός Τεομάν Κομάν. Την ίδια ώρα στην Αθήνα υπήρχε εικόνα γενικής διάλυσης ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ Πάγκαλος προτίμησε να πάει στο τηλεοπτικό κανάλι MEGA και να δώσει συνέντευξη λες και η κρίση ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Η Τσιλέρ αμέσως μόλις κάθισαν στο τραπέζι απευθύνθηκε στον Οϊμέν και τον ρώτησε με έμφαση αν έχει μελετήσει τον φάκελο των βραχονησίδων και αν η Τουρκία έχει δυνατά επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις απόψεις της. Ο Οϊμέν απάντησε απερίφραστα πως ναι, η Τουρκία είχε ατράνταχτα επιχειρήματα, (ενώ αργότερα παραδέχτηκε πως είπε ψέματα). Τότε η Τσιλέρ με όλη την έπαρση αλλά και την άγνοια της για τα στρατιωτικά θέματα, στράφηκε προς την πλευρά των στρατιωτικών και τους είπε πως θα πρέπει να κατεβάσουν αμέσως τους Έλληνες κομάντος από την βραχονησίδα και να υποστείλουν την ελληνική σημαία. Το ύφος της εκνεύρισε τους στρατιωτικούς και ιδιαιτέρα τον Έρκαγια, που έπνεε μένεα για την Τσιλέρ διαπιστώνοντας πως αγνοούσε την μειονεκτική θέση των Τούρκων και τους στοιχειώδεις στρατιωτικούς κανόνες εμπλοκής και απεμπλοκής από μια στρατιωτική κρίση. Τότε μίλησε ο Μπατού και είπε πως, «Εντάξει, αν πάμε εμείς να τους κατεβάσουμε τότε οι δυνάμεις των Ελλήνων τα πλοία και τα αεροπλάνα που βρίσκονται εκεί θα μείνουν απαθείς ; αυτό είναι αδύνατον», και τότε πρόσθεσε το χαρακτηριστικό, «μια σπίθα, (kıvılcım), φτάνει με την τεράστια συγκέντρωση των αεροναυτικών δυνάμεων των δυο χωρών για να ανάψει μεγάλη φωτιά που δύσκολα θα σβήσει. Αν γίνει αυτό που ζητάει η Τσιλέρ θα ξεσπάσει αμέσως πόλεμος». Η κατάσταση φαίνονταν για τους Τούρκους αδιέξοδη, καθώς, όπως αναφέραμε παραπάνω, υπήρχε το δεδομένο ότι οι Έλληνες είχαν στρατηγικό πλεονέκτημα γιατί ήδη είχαν στρατιωτικό άγημα στην Ίμια. Οι στρατιωτικοί ήταν οργισμένοι με τις δημόσιες δηλώσεις της Τσιλέρ να φύγουν οι Έλληνες στρατιώτες να κατεβεί η ελληνική σημαία, καθώς διαπίστωναν πως είχαν οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου κρίση χωρίς να έχουν την πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει από πριν κάποιος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της. Εντωμεταξύ συνεχώς έρχονταν αναφορές για τη εξέλιξη της κατάστασης. Όλες οι αναφορές επεσήμαναν την τεράστια συγκέντρωση ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Ελλάδας στην περιοχή, ενώ είχε αρχίσει ένα κυνηγητό μεταξύ των πλοίων των δυο χωρών γύρω από την βραχονησίδα που βρίσκονταν οι Έλληνες κομάντος.

Η ένταση ήταν πολύ μεγάλη καθώς ο φόβος μιας αποτυχίας είχε αγχώσει την στρατιωτική ηγεσία που ήταν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη εξ αιτίας της Τσιλέρ. Ήταν κάτι το προφανές για τους Τούρκους στρατηγούς γιατί μια ήττα θα χρεώνονταν επάνω τους με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Τότε έγινε ένα διάλλειμα για να συζητήσουν κατά μέρος την κατάσταση. Ο Μπαικάλ αποσύρθηκε με τους συμβούλους του σε μια γωνιά και τους είπε : «είμαστε μπροστά σε μεγάλη απόφαση και θα έπρεπε όλοι να πούνε την γνώμη τους», και συνέχισε, «Είμαστε σε πόλεμο αν οι στρατιωτικοί εκτελέσουν τις εντολές της Τσιλέρ. Πρέπει να συνεχίσουμε την διπλωματική προσπάθεια αλλά έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν υπάρχει περιθώριο»

Τότε αναφέρει ο Μπατού μου ήρθε η ιδέα (;;;), ότι δίπλα στην βραχονησίδα υπάρχει και μια δεύτερη βραχονησίδα. Αποφάσισα να προτείνω να κάνουμε απόβαση στην άλλη βραχονησίδα αφού ήταν αφύλακτη από τους Έλληνες και έτσι η κατάσταση θα ισοφαρίζονταν με τους Έλληνες, (εδώ πράγματι υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για αυτή την «τουρκική ιδέα» μετέπειτα διεκδίκησε από τον Μπατού ο ναύαρχος Γκουβέν Έρκαγια, ο οποίος υποστήριξε πως ήταν δική του η ιδέα να αποβιβαστούν στην δεύτερη βραχονησίδα). Στη συνέχεια υποστήριξε ο Μπατού, «μετά θα περιμένουμε την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ για να εκτονωθεί η κατάσταση», δηλαδή είχε προεξοφλήσει τις εξελίξεις. Οι στρατιωτικοί αφού άκουσαν αυτή την άποψη είπαν να το συζητήσουμε και τελικά αποφασίστηκε να γίνει η απόβαση στην δεύτερη βραχονησίδα μέσα στη νύχτα και με κάποιο καμουφλάζ από τουρκική φρεγάτα.
«Αποσυρθήκαμε όλοι στις θέσεις μας», συνεχίζει ο Μπατού και ενώ συνεχίστηκε η ροή των πληροφοριών περιμέναμε με αγωνία το αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης. Εδώ υπήρχε για την τουρκική πλευρά ένα μεγάλο πρόβλημα. Όπως τονίζει ο Μπατού, «Τρέμαμε μήπως φανεί πως είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα προκαλούσαμε σύρραξη, γιατί τότε η Τουρκία θα έπαιρνε όλο το κόστος της σύγκρουσης. Δεν θέλαμε με κανένα τρόπο να φανεί πως εμείς αρχίζαμε πρώτοι τις εχθροπραξίες». Τότε, γύρω στις 2,30 την νύχτα ήρθε η ευχάριστη είδηση. Οι Τούρκοι είχαν πετύχει τον στόχο τους. Στη μια νησίδα ήταν Έλληνες στην άλλη Τούρκοι κομάντος. Τώρα, λέει ο Μπατού, «περιμέναμε τώρα την διεθνή επέμβαση. Η Ε.Ε. ούτε ακούστηκε, ούτε φάνηκε πουθενά σαν να μην υπήρχε, μόνο οι ΗΠΑ αμέσως επενέβησαν και άρχισε νέος γύρος τηλεφωνημάτων», (και εδώ είναι σκοτεινό το σημείο το τι ακριβώς ειπώθηκε με τους Αμερικανούς). Ο Μπατού εδώ κάνει εύφημο μνεία για τις ΗΠΑ που έβγαλαν τις δυο χώρες από μια δύσκολη κατάσταση και υπενθύμισε πως οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοβουλία και στην Βοσνία και στο Ιράκ και αλλού, ενώ οι Ευρωπαίοι ήταν πάντα απόντες. Στη συνέχεια και εδώ είναι το ενδιαφέρων ο Μπατού κάνει και μια σημαντική αποκάλυψη λέγοντας πως οι ΗΠΑ, «Zanediyorum o gece bize güvence verdi», δηλαδή, «οι ΗΠΑ εκείνη την βραδιά μας έδωσαν εγγύηση» προφανώς αφού είχαν επικοινωνήσει με την Αθήνα ότι θα εκτονώνονταν η κατάσταση και θα αποχωρούσαν και οι δυο χώρες από τις βραχονησίδες, για να επανέλθουν στο πρότερο καθεστώς της ηρεμίας και της γκρίζας για τους Τούρκους κυριαρχίας. Στην Ελλάδα, μιλάει πάντα ο Μπατού, «έγινε σεισμός παραιτήθηκαν στρατηγοί και είχαν και πτώση ελικοπτέρου», (δεν κάνει όμως αναφορά για τον τραγικό θάνατο των τριών Ελλήνων πιλότων)

Νωρίς το πρωί η Τσιλέρ θριαμβευτικά ανήγγειλε στα τουρκικά κανάλια ότι ο σκοπός επιτεύχθηκε και ότι οι Έλληνες είχαν φύγει ενώ η ελληνική σημαία είχε κατέβει, «Bu asker gitti bu baırak indi». Τις επόμενες μέρες, συνεχίζει ο Μπατού, είχαμε κάποια ένταση καθώς κάποια ελληνικά ψαροκάικα προσπάθησαν να δώσουν νερό και τρόφιμα στις κατσίκες που υπήρχαν στην Ίμια. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στους Αμερικανούς και το επεισόδιο έληξε και αυτό χωρίς συνέχειαç Η Τουρκία, κατέληξε ο Μπατού, «με επιμονή, ειρηνική διάθεση είχε πετύχει τον σκοπό της». Στην Αθήνα οι προδότες των Ιμίων που έσωσαν τους Τούρκους από μια πολύ δύσκολη κατάσταση ευχαριστούσαν από το βήμα της ελληνικής βουλής τους Αμερικανούς γιατί…τους γλύτωσαν από την καταστροφή.

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ