- 3254

Στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Η συγκεκριμένη έκδοση είναι πρωτοποριακή, καθώς προσδιορίζει ως συνδημιουργό του έργου τον Καποδίστρια, που είχε ζητήσει από τον Νερουλό να παραμείνει μυστική η συμμετοχή του. Δεδομένου ότι, όπως αναφέρετε κι εσείς στο προλογικό σημείωμά σας, οι αντιλήψεις των δύο ανδρών για τον ελληνισμό απείχαν μεταξύ τους, πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος του πρώτου κυβερνήτη του ελληνικού κράτους στη συγγραφή του έργου, σε σχέση μ’ αυτόν του Νερουλού; Προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα εντέλει;
Το εν λόγω έργο φέρει εξ ολοκλήρου τη σφραγίδα του Καποδίστρια. Διαμόρφωσε το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, τους άξονες αναφοράς, το επιχείρημα, τη δομή και τον στόχο και επόπτευσε της όλης διαχείρισης. Έθεσε μάλιστα στον Νερουλό ως προϋπόθεση της συνεργασίας του την αποδοχή του δικού του ερμηνευτικού σχήματος.
Αυτά προκύπτουν από μακροσκελή επιστολή του Καποδίστρια προς τον Ιγνάτιο, μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας και σπουδαία προσωπικότητα της εποχής η οποία δημοσιεύθηκε στα 1850, λίγους μόλις μήνες μετά τον θάνατο του Νερουλού. Συμβαίνει επίσης να έχουμε στη διάθεσή μας άλλο έργο του Νερουλού της ίδιας ακριβώς περιόδου, όπου εκτίθενται οι άξονες της προσέγγισής του για τον ελληνισμό οι οποίοι τοποθετούν τις απόψεις του στην αντίπερα όχθη από εκείνες του Καποδίστρια.
Ο Νερουλός συντάσσεται με την άποψη ότι ο ελληνισμός τελειώνει με την είσοδο των Μακεδόνων του Φιλίππου στο προσκήνιο, θεωρεί τους Μακεδόνες κατακτητές του ελληνισμού και ολετήρες του ελληνικού πολιτισμού και της παρακμής του. Έκτοτε αρχίζει η μαύρη περίοδος του ελληνισμού που ολοκληρώνεται με το Βυζάντιο, το οποίο επίσης χαρακτηρίζει κατακτητή, σκοτεινό και ένοχο για την πνευματική κατάπτωση των Ελλήνων, από την οποία θα εξέλθουν μόλις κατά τη δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας με τους Φαναριώτες. Ο Φίλιππος αντιμετωπίζεται ως «εξολοθρευτής της των Ελλήνων ελευθερίας», το δε Βυζάντιο «δοχείον γλωσσών» και «ερημία βαρβάρων αιώνων» ενώ η ελληνική «γλώσσα κατήντησεν εις διαφθοράν εις τον Ιππόδρομον».
Η Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, περί της οποίας ο λόγος, εκδιπλώνει και τεκμηριώνει τις βασικές αρχές που προτάσσει στην επιστολή του. Υποστηρίζει ότι οι Μακεδόνες είναι όχι κατακτητές αλλά οργανικό μέρος της ελληνικής εθνικής ιστορίας, ενώ συγκροτούν μαζί με το Βυζάντιο δύο μείζονες πόλους του ελληνικού πολιτισμού με πρόσημο τη διαχρονία. Το Βυζάντιο αποκαλείται «ελληνική» ή «ανατολική» αυτοκρατορία, ποτέ ρωμαϊκή, οι δε Έλληνες ορίζονται ως έθνος των οποίων η ταυτοτική αναφορά και συνείδηση κοινωνίας διέρχεται οριζοντίως όλες αυτές τις περιόδους έως και την Τουρκοκρατία.
Ο Καποδίστριας επιζητεί να τεκμηριώσει επίσης την άποψη ότι ο ελληνικός κόσμος της Τουρκοκρατίας κατέχει ισχυρή θέση στα οθωμανικά και ευρωπαϊκά πράγματα (στο οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό, δημογραφικό, στατιωτικό, με τα αρματολίκια κ.λπ. πεδίο), αναδεικνύει τους θεσμούς του ελληνικού κόσμου, εξηγεί γιατί η κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι μη ανατάξιμη, οι δε ευρωπαϊκές απολυταρχίες υπόλογες για την καταπίεση των λαών τους και για την καταστολή των εθνικών κινημάτων. Διευκρινίζει τη διαφορά φύσεως που διακρίνει το ελληνικό έθνος στη διαχρονία και στην εποχή του ως ανθρωποκεντρικό έναντι της ευρωπαϊκής δεσποτείας.
Το Υπόμνημα του Καποδίστρια που συνοδεύει το βιβλίο αποτελεί μνημείο ανάλυσης των ευρωπαϊκών πραγμάτων της εποχής
Το Υπόμνημα του Καποδίστρια που συνοδεύει το βιβλίο αποτελεί μνημείο ανάλυσης των ευρωπαϊκών πραγμάτων της εποχής, οι δε θέσεις του εξαγγέλλουν αυτά που εμέλλετο να συμβούν στη διάρκεια του 20ού αιώνα: το τέλος των απολυταρχιών, συμπεριλαμβανομένης και της οθωμανικής δεσποτείας, την αρχή των εθνοτήτων, το αδιέξοδο της Ρωσίας και πλήθος άλλων. Εκτιμά ότι στο κλίμα αυτό η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης είναι εφικτή και προτείνει τον τρόπο της διαχείρισής της επί του πεδίου και στο επίπεδο της διπλωματίας. Κρίσιμης σημασίας απόφαση θεωρεί την ανασυγκρότηση των επαναστατημένων Ελλήνων σε κράτος με τακτικό στρατό, ηγεσία ώστε να αντιμετωπίσει την οθωμανική απολυταρχία από θέση συγκροτημένης ισχύος.
Από ό,τι προκύπτει από την αλληλογραφία του Νερουλού με τον Καρατζά και άλλους, ο Καποδίστριας του ανέθεσε να επιδοθεί στη συγκέντρωση του αναγκαίου πληροφοριακού υλικού και στην κατάθεση της δικής του εμπειρίας από τη θητεία του στο οθωμανικό κράτος κοντά στους Φαναριώτες/ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, όπως επίσης και δίπλα στον Υψηλάντη στη διάρκεια της εκεί επανάστασης, προκειμένου να τεκμηριώσει το ιστορικό του αφήγημα για την αποτυχία της και για τις διχαστικές της αντινομίες. Τις πληροφορίες που συνέλεγε ο Νερουλός τις έθετε προφανώς υπ’ όψιν του Καποδίστρια για να τις αξιολογήσει και να τις εντάξει στο ερμηνευτικό του σχήμα. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1826, ολίγον πριν την ολοκλήρωση του έργου, ο Νερουλός διαβεβαιώνει τον Ιωάννη Καρατζά ότι οι πληροφορίες τις οποίες παρείχε με σημειώματά του στον Καποδίστρια «του υπαραρέσουν και τις ευρίσκει αναγκαιότατες και σας παρακαλεί να με σημειώσετε όσα η πολυπειρία σας και η φρόνησή σας στοχάζεται αναγκαία».
Επομένως, η ταυτότητα του έργου φέρει τη σφραγίδα του Καποδίστρια εξ ολοκλήρου
Υπό το πρίσμα αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νερουλός, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, διατήρησε τις απόψεις του, αποδέχθηκε όμως να συνεργαστεί με τον Καποδίστρια, και να τον συνδράμει στο σχέδιό του. Επομένως, η ταυτότητα του έργου φέρει τη σφραγίδα του Καποδίστρια εξ ολοκλήρου, χωρίς αυτό προφανώς να μειώνει την αξία της συμβολής του Φαναριώτη διανοούμενου στην τεκμηρίωσή του.
Παρουσιάζετε τον Καποδίστρια ως υπέρμαχο της άποψης περί διαρκούς συνέχειας του ελληνισμού, σε αντίθεση με τον Αδαμάντιο Κοραή, που επηρέαζε σημαντικά τον Νερουλό, ο οποίος ως διαφωτιστής υποστήριζε την αποκοπή του μεταβυζαντινού ελληνισμού από την αρχαιότητα. Με ποιες βαθύτερες επιδιώξεις συνδέονται αυτά τα δύο διαφορετικά συστήματα σκέψης;
Η κοραϊκή και η καποδιστριακή προσέγγιση του ελληνισμού αποτελούν δύο διαμετρικά αντίθετες οπτικές όχι μόνο για τον ελληνισμό αλλά και για την εν γένει μετάβαση στη νεοτερικότητα. Πρέπει να πω ότι ο Κοραής και, επομένως, ο Νερουλός δεν πρωτοτύπησαν εν προκειμένω. Υιοθέτησαν αμάσητο το ιδεολογικό διατακτικό του διαφωτισμού και το επικαλέστηκαν για να βιάσουν την ιστορία και τον πολιτισμό, όχι μόνο του ελληνισμού, αλλά της σύνολης κοσμοϊστορίας. Οι θεράποντες του διαφωτισμού επέλεξαν την λεγόμενη αρχαιότητα και απέκοψαν το Βυζάντιο και τον μεταβυζαντινό ελληνισμό από τις ρίζες του, από την ελληνική τους ομοθεσία. Μπόρεσαν έτσι να εμφανίσουν τη δυτική δεσποτεία ως τη γέφυρα ανάμεσα σε δύο ανθρωποκεντρικές περιόδους, της «αρχαιότητας» και της «νεοτερικότητας». Με τον τρόπο αυτόν το Βυζάντιο από πρωτουργός του ελληνικού δρόμου προς τη νεότερη εποχή και γεννήτορας της ευρωπαϊκής (δυτικής και σλαβικής) μετάβασης στον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό ταξινομήθηκε στα απόβλητα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο διαφωτισμός χρέωσε στο Βυζάντιο τον δυτικό μεσαίωνα και την παπική θεοκρατία, τα δε υποστατικά της ελληνικής διαχρονίας, όπως οι πόλεις, η εταιρική οικονομία κ.λπ., κατεγράφησαν/κατοχυρώθηκαν ως κατάλοιπα της φεουδαρχίας.
Συγχρόνως ο διαφωτισμός πραγματοποίησε μία άνευ προηγουμένου ρήξη με την κλασική αρχαιότητα για να λαφυραγωγήσει το εννοιολογικό της οπλοστάσιο και να εμφανίσει τη νεοτερικότητα ως το ανθρωποκεντρικό ολοκλήρωμα της ιστορίας. Εμφάνισε τη συνταγματική/εκλόγιμη μοναρχία ως την κατακλείδα της δημοκρατίας, τη μόνη κατοχυρωμένη ατομική ελευθερία ως ανώτερη της καθολικής ελευθερίας, επιστράτευσε το σύνολο εντέλει των εννοιών της για να νομιμοποιήσει την ανωτερότητά της. Ωστόσο, δεν μας έχει εξηγήσει ακόμη πώς γίνεται και γεννήθηκε εξ υπαρχής στο στάδιο της ωριμότητας χωρίς να γνωρίσει τη βρεφική της ηλικία. Γνωρίζει όμως ότι χάρη στις δύο αυτές ρήξεις με το συνεχές του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, με τον έλεγχο του περιεχομένου των εννοιών και την οικειοποίηση της ιστορίας μπόρεσε να νομιμοποιήσει το μεταφεουδαλικό καθεστώς της και να ηγεμονεύσει στον κόσμο.
Η αποτυχία της ελληνικής επανάστασης και η επικράτηση του δυτικού δρόμου έφερε την ευρωπαϊκή περιφέρεια στο επίκεντρο των εξελίξεων και τη Δύση στον θρόνο της ηγεμονίας.
Η επιλογή του Καποδίστρια να εστιάσει στο συνεχές της εθνικής ομοθεσίας του ελληνισμού στην πραγματικότητα φέρνει στην επιφάνεια αυτό που στη σκέψη του Ρήγα συνιστούσε η ελληνική επανάσταση: το εγχείρημα της αναβίωσης του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα, το οποίο τοποθετούσε το Βυζάντιο ως κόμβο της μετάβασης στη νεότερη εποχή και ως εμβρυουλκό της ανθρωποκεντρικής επανεκκίνησης τόσο της Εσπερίας όσο και της σλαβικής Ανατολής. Η αποτυχία της ελληνικής επανάστασης και η επικράτηση του δυτικού δρόμου έφερε την ευρωπαϊκή περιφέρεια στο επίκεντρο των εξελίξεων και τη Δύση στον θρόνο της ηγεμονίας. Για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στον ελληνισμό και στην Ευρώπη της ανθρωποκεντρικής μετάβασης πρέπει να σταθούμε σοβαρά στον βυζαντινό 9ο αιώνα. Τότε μετακενώνονται στη Δύση με αφετηρία την ιταλική χερσόνησο τα θεμέλια του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και ενσωματώνεται η σλαβική Ανατολή στην ελληνική πολιτισμική σφαίρα.
Ο βιασμός της κοσμοϊστορίας που επέβαλε ο διαφωτισμός βοήθησε τη Δύση να επισπεύσει την εξέλιξή της, όμως επέφερε μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση καθώς συνοδεύθηκε όχι μόνο με την κατάλυση των ανθρωποκεντρικών θεμελίων που έφερε στο συνεχές της ιστορίας του ο ελληνικός κόσμος αλλά και την απαξίωσή τους.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ενώ το αντιαπολυταρχικό και δημοκρατικό πρόταγμα της Επανάστασης ενέπνευσε τους ανθρωποκεντρικούς θύλακες της Εσπερίας, καταπολεμήθηκε από κοινού από τις δυνάμεις του διαφωτισμού και της απολυταρχίας. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η νεοτερική διανόηση των ημερών μας δεν εισέφερε ούτε έχει να εισφέρει έναν κόκκο νέας γνώσης από τότε στο πεδίο της κοινωνικής επιστήμης, επιμένοντας να ερμηνεύει τις σημερινές εξελίξεις με τα εργαλεία του 18ου αιώνα.
Με άλλα λόγια, η γνώση του ελληνικού παρελθόντος μάς διδάσκει όχι πώς θα επιστρέψουμε σε αυτό αλλά πώς θα απελευθερωθούμε από τον εγκλεισμό μας στο σπήλαιο του διαφωτισμού
Κατά τούτο, η ανάδειξη της ελληνικής εθνικής/ανθρωποκεντρικής συνέχειας επαναφέρει το ζήτημα στον ελληνικό ανθρωποκεντρικό δρόμο ο οποίος αποκωδικοποιεί τα στάδια της εξελικτικής βιολογίας του κοινωνικού ανθρώπου και, επομένως, μας αποκαλύπτει από πού ερχόμαστε, πού βρισκόμαστε και, ιδίως, το μέλλον της εξέλιξης της εποχής μας. Με άλλα λόγια, η γνώση του ελληνικού παρελθόντος μάς διδάσκει όχι πώς θα επιστρέψουμε σε αυτό αλλά πώς θα απελευθερωθούμε από τον εγκλεισμό μας στο σπήλαιο του διαφωτισμού και θα μεταβούμε στο μέλλον στο πεδίο της μεγάλης κλίμακας που έχουμε προ πολλού εισέλθει. Κατά τούτο, η ανάδειξη της ελληνικής ανθρωποκεντρικής συνέχειας που εξαγγέλλει ο Καποδίστριας αναδεικνύει όχι μόνο τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της εποχής του αλλά και, πολλώ μάλλον, της εποχής μας, καθώς έρχεται αντιμέτωπος για μία ακόμη φορά με τις εμμονές του αξιακού κόσμου να θέτει υπό απαγόρευση το μέλλον, εν προκειμένω τη δημοκρατία. Αυτή κατά τη γνώμη μου εξηγεί το γεγονός ότι το έργο αυτό άμα τη εκδώσει του αποτιμήθηκε ως αξιόλογο. Η ανάγνωσή του προώρισται να απελευθερώσει τα μυαλά των ανθρώπων για να δουν το μέλλον με τρόπο που δεν δύναται να πράξει η νομιζόμενη επιστήμη της νεοτερικότητας.
Πώς διαφέρει η συγκεκριμένη μελέτη από άλλες καταγραφές της ελληνικής Ιστορίας; Τι διαφορετικό κομίζει;
Αρκεί να πω ότι είναι η πρώτη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, η οποία επιπλέον αποκαθιστά την ενότητα του ελληνικού κόσμου στον ιστορικό χρόνο, και μάλιστα με βάση την ταυτοτική του ιδιοσυστασία. Ο Καποδίστριας γνωρίζει ότι το έθνος είναι συμφυές φαινόμενο του ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή των κοινωνιών που συγκροτούνται με όρους ελευθερίας. Αυτό ακριβώς αντιτείνει στις ευρωπαϊκές απολυταρχίες, για να πει ότι οι Έλληνες ως έθνος έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, σε αντίθεση με τις δικές τους κοινωνίες που τις υπομένουν επειδή δεν συγκροτούν εισέτι έθνη. Υπό μια γενικότερη έννοια ο Καποδίστριας απορρίπτει την περιοδολόγηση της κοσμοϊστορίας που εισάγει ο διαφωτισμός -αρχαιότητα, μεσαίωνας, νεοτερικότητα- θεωρώντας, προφανώς, ότι από τη στιγμή που περιήλθε στη φεουδαρχία εξήλθε της ανθρωποκεντρικής ιστορίας για να επανενταχθεί αργότερα με την αναγέννηση. Όπως προκύπτει, ο Καποδίστριας υποστηρίζει ότι οι θεσμοί του ελληνισμού στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι διακριτοί από εκείνους της οθωμανικής (και της ευρωπαϊκής) δεσποτείας και ανάγονται στο βάθος του ιστορικού του χρόνου. Ο δρόμος του ελληνισμού για τον Καποδίστρια υπήρξε αδιαλείπτως ανθρωποκεντρικός, δεν περιέχει τη φεουδαρχία. Αξίζει να ειπωθεί ότι την ταξινομία των ελληνικών θεσμών που εισάγει ο Καποδίστριας ακολουθεί κατά γράμμα ο Νίκος Σβορώνος στη δική του Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας.
Στο έργο σχολιάζονται επικριτικά αστοχίες διάφορων προσώπων. Για παράδειγμα, οι συγγραφείς αναφέρουν πως η επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο διευκολύνθηκε από τα διάφορα αντικρουόμενα συμφέροντα, τις έριδες και την κακή οργάνωση στο Ναβαρίνο. Πόσο ακριβοδίκαιος θα μπορούσε να είναι ο Καποδίστριας ως συγγραφέας, δεδομένου ότι είχε διαφορές, πολιτικές και άλλες, με τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην Επανάσταση και στην οργάνωση του ελληνικού κράτους;
Η Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας γράφηκε πριν έρθει ο Καποδίστριας στην Ελλάδα. Μάλιστα δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, τελειώνει με την άλωση του Μεσολογγίου, και κυκλοφόρησε με τη φροντίδα του εκδοτικού οίκου της Γενεύης. Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι κίνητρό του για την αξιολόγηση γεγονότων ή προσώπων ήταν οι διαφορές που ανέκυψαν αργότερα μαζί τους. Επιπλέον, όπως απεδείχθη, ο Καποδίστριας ήταν ενωτικός στη βάση ενός σκοπού και ενός προγράμματος για την εμπραγμάτωσή του. Για παράδειγμα, διαφώνησε με τη Φιλική Εταιρεία και με τον Υψηλάντη στο μέτρο που προέβαλαν την αντιμοναρχική αντί για την εθνική διάσταση της επανάστασης, μη λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο ελληνισμός είχε απέναντί του σύσσωμη την απολυταρχική Ευρώπη, δηλαδή την Ιερά Συμμαχία. Διαφώνησε επίσης με εκείνους που επιζητούσαν την ξένη βοήθεια για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Διακήρυττε ότι αλλοίμονό μας εάν μας απελευθερώσουν οι ξένοι, διότι ποτέ δεν θα αποκτήσουμε πνεύμα ανεξαρτησίας και θα σερνόμαστε στις αυλές τους παράκλητοι ες αεί. Κατά το αντίστοιχο της κοραϊκής διακήρυξης για το «γαλλογραικικό» έθνος, απευχόταν την απελευθέρωσή μας από τους Ρώσους γιατί τότε θα γίνουμε «ρωσογραικοί».
Διατρέχοντας τις σελίδες της Ιστορίας, σε συνδυασμό με την επιστολή προς Ιγνάτιο και το Υπόμνημά του προς τους Έλληνες, διαπιστώνουμε ότι οι ενορατικές προσεγγίσεις του για τα ευρωπαϊκά πράγματα της εποχής εφαρμόσθηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Διατρέχοντας τις σελίδες της Ιστορίας, σε συνδυασμό με την επιστολή προς Ιγνάτιο και το Υπόμνημά του προς τους Έλληνες, διαπιστώνουμε ότι οι ενορατικές προσεγγίσεις του για τα ευρωπαϊκά πράγματα της εποχής εφαρμόσθηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η αρχή των εθνοτήτων και η υπέρβαση της απολυταρχίας, το αδιέξοδο της Ρωσίας που έμελλε να επιλυθεί με τη ρωσική επανάσταση, το μη ανατάξιμο και η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ανάδειξη των προϋποθέσεων για την επιτυχή κατάληξη της ελληνικής επανάστασης και πλήθος άλλων. Έτσι, σε ό,τι αφορά στη Μολδοβλαχία, επιρρίπτει την ευθύνη για την κακή τροπή των πραγμάτων στον Υψηλάντη, ενώ στην Πελοπόννησο διαπιστώνει την επικράτηση του «πολεοκεντρισμού» και του «κοτζαμπασισμού» που αποτυπώθηκε άλλωστε στα Συντάγματα με αποτέλεσμα την αδιάπτωτη συνοδεία του αγώνα με εμφυλίους που ολίγον έλλειψε να τον ακυρώσουν. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι «μπαρμπέριδες», όπως αποκαλεί ο Κολοκοτρώνης εκείνους που δίχασαν τους επαναστατημένους Έλληνες και οικειοποιήθηκαν τον αγώνα τους, συσπειρώθηκαν εναντίον του Καποδίστρια ο οποίος επιχείρησε να υλοποιήσει το σχέδιό του, να συνεχίσει την επανάσταση με τη συγκρότηση κράτους και να εδραιώσει την ανεξαρτησία του. Είναι αυτοί που αφού δημιούργησαν τους όρους της απόλυτης ανημπόριας, παρέδωσαν τις τύχες του ελληνισμού στις δυνάμεις της απολυταρχίας.
Εν κατακλείδι, με την εμφύτευση του απολυταρχικού προτεκτοράτου στη μήτρα του ελληνισμού, επικράτησε η κοραϊκή/καποδιστριακή αντίληψη της «παλιγγενεσίας», η οποία επέβαλε την πλήρη ρήξη με το παρελθόν του ελληνικού πολιτισμού, εννοεί δε να προσεγγίζει τον βίο του και να τον ιστορεί τα πεπραγμένα του δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους. Η διαφορά που επισημαίνει ο Καποδίστριας ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο της εποχής του και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια που μόλις εξήρχετο από τη δεσποτεία, αποτέλεσε έκτοτε την πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας, η οποία διατηρεί την επικαιρότητά της έως τις ημέρες μας. Η ελληνική άρχουσα τάξη είναι μοναδική στον κόσμο κατά το ότι λατρεύει με πάθος ό,τι συνάδει με τον «προ-νεοτερικό» γεννήτορα του ευρωπαϊκού κράτους, ενώ αντιμάχεται με το ίδιο πάθος ό,τι ανάγεται στην πρόοδο που διδάσκει προβολικά το παρελθόν του ελληνικού κόσμου.
Θέλετε να μας μιλήσετε πιο αναλυτικά για την Ακαδημία Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας; Ποιοι είναι οι στόχοι της και πώς συνδέεται με τη δημοσίευση του παρόντος έργου;
Η Ακαδημία Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας συστάθηκε από πολίτες το 2019 ως θεσμός με σκοπό τη συστηματική μελέτη και διάδοση της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας, μιας συνολικής ερμηνευτικής, μεθοδολογικής και αναλυτικής επιστημονικής πρότασης, η οποία επιχειρεί την εκ βάθρων επανεκτίμηση της κοινωνικής επιστήμης με μέτρο την κοσμοσυστημική ανασύνταξη της κοσμοϊστορίας. Εδράζεται στο σύστημα γνώσης που προτείνεται στο έργο μου, το οποίο εγγράφει το παρόν της νεοτερικότητας στον πραγματικό του χρόνο και ως εκ τούτου διδάσκει την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Η πρότασή της είναι αποκαθαρμένη από το βαρύ ιδεολογικό φορτίο της νεοτερικότητας, βασίζεται στους θεμέλιους άξονες της γνώσης: την εννοιολογία των φαινομένων, την τυπολογία τους, τις παραμέτρους και την εξελικτική βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου, οπλισμένη με μια μέθοδο που αποκαθιστά την καθολικότητα των πορισμάτων της.
Η παρουσία της Ακαδημίας είναι ενεργή στα επιστημονικά δρώμενα της χώρας και του εξωτερικού
Η Ακαδημία έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιήσει τέσσερα επιστημονικά συμπόσια με τη συμμετοχή κυρίως νέων επιστημόνων, έχει διεξαγάγει πλήθος σεμιναρίων και έχει εκδώσει τρία βιβλία, ενώ έχει στα σκαριά την έκδοση των πρακτικών των συμποσίων στον προσεχή χρόνο και μία ακόμη μονογραφία. Η παρουσία της Ακαδημίας είναι ενεργή στα επιστημονικά δρώμενα της χώρας και του εξωτερικού, χωρίς ωστόσο να εμπλέκεται στις πολιτικές ή άλλες διαμάχες της καθημερινότητας. Διατηρεί ιστοσελίδα με το όνομά της και παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο.
Η Ακαδημία είναι ανοιχτή σε εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν τα απαραίτητα γνωστικά εργαλεία για να κατανοήσουν όσα συμβαίνουν γύρω τους και τις προσήκουσες λύσεις που είναι ικανές να μεταφέρουν την εποχή μας στο μέλλον με μέτρο την αποχειραγώγηση και την πρόοδο του κοινωνικού ανθρώπου.
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον Γιώργο Κοντογιώργη, που ανέλαβε την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης
Ο Ομότιμος Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νυδρί Λευκάδας. Χρημάτισε Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου. Μέλος διεθνών επιστημονικών ενώσεων και επιστημονικών περιοδικών, έχει διδάξει σε πλήθος ξένων πανεπιστημίων και επί σειρά ετών στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Έχει δημοσιεύσει 47 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα/ιστολόγια γνώμης με παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα. Ο ερευνητικός προσανατολισμός του εστιάζεται στην οικοδόμηση της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας και στη διαμόρφωση μιας εκ βάθρων νέας κοινωνικής επιστήμης που καλύπτει τα θεμέλια πεδία του κοινωνικού βίου: από την εννοιολογία και την τυπολογία των κοινωνικών φαινομένων έως την εξελικτική βιολογία του σύνολου κοινωνικού γίγνεσθαι.
1 σχόλιο:
ΠΆΕΙ ΤΟ
ΧΆΝΟΥΝ
ΤΟ
ΚΟΥΡΙΤ$
Η ΜΆΡΓΚΑΡΕΤ...
ΠΆΕΙ ΑΠΌ
100ΑΡΙ
ΤΟΥ ΓΑΠ
ΝΤΕ!
ΠΑΡΗΓΟΡΙΆ
ΣΤΟΝ
ΛΑΟΥΤΖΙΚΟ
ΔΗΛΑΔΉΣ
ΤΙ ΝΑ
ΤΟ ΚΆΝΕΙΣ?
ΠΦΦΦ...
ΤΟΝ
ΈΒΓΑΛΕ ΤΟΝ
ΓΑΠ!?
ΠΆΕΙ
ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ.
ΙΣΧΎΕΙ
ΚΑΙ ΓΙΑ
ΤΟΥΣ
ΥΠΌΛΟΙΠΟΥΣ 301
Δημοσίευση σχολίου