ΜΕΡΟΣ 2ον
ΤΑ ΦΑΝΤΟΣ είναι η εθνική λαϊκή μουσική της Πορτογαλίας, με τις ρίζες τους να βρίσκονται κάπου στον 12ο αιώνα, καθιερώθηκαν όμως τον 18ο αιώνα, τότε που οι Πορτογάλοι αριστοκράτες, επιστρέφοντας από τα ταξίδια τους, έφεραν τις εμπειρίες τους στην πατρίδα. Ξεκίνησε ως ένα κράμα πορτογαλικής και βραζιλιάνικης μουσικής, που ακουγόταν κυρίως στα σαλόνια της αριστοκρατίας. Όμως στην ουσία το φάντος δημιουργήθηκε στις φτωχογειτονιές της Λισαβόνας, στα μπαρ και τα κλαμπ των συνοικιών, όπου μαζεύονταν οικογενειάρχες, ναυτικοί, πόρνες και λαθρέμποροι.Η μουσική και οι στοίχοι των τραγουδιών είναι μελαγχολικοί και κάθε ένα τραγούδι αφηγείται μια ιστορία. Ιστορίες για τη ζωή των φτωχών, για ταξίδια των ναυτικών, για ανεκπλήρωτους πόθους και έρωτες.Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική ονομασία από τη λέξη Φάντος, που στα πορτογαλικά σημαίνει μοίρα, πεπρωμένο.Τα φάντος χαρακτηρίζονται από τη saudade, μια λέξη που δεν μπορεί να μεταφραστεί στην ουσία, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η αίσθηση νοσταλγίας και προσμονής αναμειγμένη με λύπη, χαρά και πόνο συνάμα (χαρμολύπη).Υπάρχουν δύο είδη φάντος. Τα φάντος της Κοΐμπρα, που θεωρούνται πιο εκλεπτυσμένα και ερμηνεύονται από μαυροφορεμένους φοιτητές και τα φάντος της Λισαβόνας, που έχουν λίγο πιο εύθυμο ρυθμό και τραγουδιούνται τόσο από άνδρες όσο και γυναίκες σε δημόσιους χώρους ή στα "σπίτια του Φάντος" (Casas de Fados). Αυτά είναι και τα πλέον διαδεδομένα και τραγουδιούνται με τη συνοδεία πορτογαλικής κιθάρας και ένα είδος βιόλας.
Η ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΝΤΡΙΓΕΣ
υπήρξε ένας θρύλος της πορτογαλικής μουσικής, η μνήμη της οποίας παραμένει άσβεστη μέσα από την δράση των επιγόνων της. Ερμηνεύτρια των παραδοσιακών πορτογαλικών τραγουδιών, γνωστά με την ονομασία φάντο, συνέβαλε καθοριστικά στην διάδοσή τους σε όλο τον κόσμο. Δικαίως της έχει αποδοθεί ο τίτλος «βασίλισσα των φάντο».
Η Αμάλια Ροντρίγκες, η λατρεμένη Αμάλια των Πορτογάλων, γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1920 στην Λισαβόνα από μια φτωχή πολυμελή οικογένεια με εννέα παιδιά. Άρχισε να εμφανίζεται στις ταβέρνες και τα κλαμπ της Λισαβόνας το 1939 και σύντομα ξεχώρισε με το ρεπερτόριο της και την εκφραστική δύναμη της φωνής της. Παράλληλα συμμετείχε σε πορτογαλικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.Οι ηχογραφήσεις της αλλά και οι συμμετοχές της σε δεκάδες ταινίες θα την κάνουν κεντρική φυσιογνωμία όχι μόνο του φάντο αλλά και της σύγχρονης πορτογαλικής μουσικής. Η βαθιά γνώση της παράδοσης, αλλά και οι νεωτεριστικές της απόψεις θα γίνουν η πηγή έμπνευσης για τις καινούργιες φωνές του είδους. Η Μίσια, η Ντούλτσε Πόντες αλλά και η Κριστίνα Μπράνκο συνέχισαν το δρόμο που άνοιξε η Αμάλια Ροντρίγκες, και κατάφεραν να κρατήσουν το φάντο έξω από τα στενά σύνορα της Πορτογαλίας.Η λέξη «φάντο» (fado), προέρχεται από τη λατινική λέξη fatum που σημαίνει πεπρωμένο. Το τραγούδι αυτό που έχει αστική προέλευση είναι συνδεδεμένο με τα δεινά της φτώχειας, του χωρισμού, και του αβέβαιου αύριο.Μετά την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» το 1974 κατηγορήθηκε πως είχε υποστηρίξει την δικτατορία του Σαλαζάρ που ανέτρεψε η επανάσταση. Η κατηγορία αυτή την κλόνισε και της προκάλεσε κατάθλιψη για την οποία αναγκάστηκε να νοσηλευθεί. Για να αποδείξει πως δεν ήταν αντίθετη στο νέο δημοκρατικό καθεστώς η Αμάλια ερμήνευσε και ηχογράφησε το τραγούδι σύμβολο της επανάστασης «Grândola, Vila Morena».Αυξανόμενα προβλήματα υγείας ανάγκασαν την Αμάλια Ροντρίγκες να αποσυρθεί σταδιακά από την δημόσια ζωή στα τέλη της δεκαετίας του’ 80. Πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 1999 στο σπίτι της στην Λισαβόνα, σε ηλικία 78 ετών. Είχε παντρευτεί δύο φορές χωρίς να αποκτήσει παιδιά.Η πορτογαλική κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο πένθος και η κηδεία της εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Δεκαπέντε κιθαρωδοί έπαιξαν ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της βασίλισσας των φάδο , το Αμάλια, γραμμένο ειδικά για αυτήν, κατά τη διάρκεια της κηδείας στη βασιλική Εστρέλα της Λισαβόνας.Πηγή: https://www.sansimera.gr/
ΣΕΖΑΡΙΑ ΕΒΟΡΑ
Διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως «ξυπόλητη ντίβα», επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αποκλήθηκε βασίλισσα των μόρνα, των τραγουδιών της πατρίδας της, που συνδυάζουν τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, τα πορτογαλικά φάντο (fado), τα βραζιλιάνικα μοντχίνα (modhina) και τους αγγλικούς ναυτικούς σκοπούς (sea shanty). Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη χώρα μας, όπου είχε βρεθεί αρκετές φορές για συναυλίες.Η Σεζάρια Εβόρα (Cesária Évora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της. Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας). Στη δεκαετία του '60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).Τη δεκαετία του '70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.Τη διεθνή επιτυχία της οφείλει σε δύο συμπατριώτες της, που ζούσαν στην Ευρώπη. Στον Μπάνα, που την προσκάλεσε να τραγουδήσει στην Πορτογαλία και τον Ζοζέ ντα Σίλβα, που την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι για να ηχογραφήσει ένα δίσκο. Το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) κυκλοφόρησε το 1988 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της. Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d'Amor.Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.Πηγή:https://www.sansimera.gr
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
2 σχόλια:
Στην Λισσαβονα ισως γυρω στο 1972 εγω και η maria Lizette Texeiro Rodriguez γνωρισαμε τον Fernando Farinia σε αξεπεραστα Fados στο τραπεζι μας με αφιερωσεις κλπ.
Εκει τραγουδισαμε και τα παιδια του Πηραια / χαμος.
Εξαιρετικο αξεχαστο 15 μερο.
ΩΡΑΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ...
Δημοσίευση σχολίου