Ο Bullshit-ισμός αποτελεί χαρακτηριστικό της εποχής μας. Είναι ο νεο-γκεμπελισμός, και χειρότερα. Το «πες, πες, όλο και κάτι θα μείνει» των Ναζί, σήμερα είναι η ακατάσχετη μπουρδολογία, κυρίως μέσω των social media, με ατάκες πολιτικών, στρατιάς των τρολ, αλλά και τεράστιας μάζας ανθρώπων, που, αδιαφορώντας πλήρως για την αλήθεια, κατασκευάζουν μια δικιά τους παράλληλη «αλήθεια», η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είναι η αναπαράσταση του εαυτού τους (σέλφι). Κι’ αν η πραγματικότητα δεν είναι έτσι όπως τη θέλουν, τόσο χειρότερα για αυτήν.
Τα παραπάνω ισχύουν αναμφισβήτητα για τους μπουρδολόγους μανατζαρέους, εντός ή εκτός της πολιτικής, πάμπολλοι εκ των οποίων υπάρχουν στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, τους «αστέρες» των Μέσων «Ενημέρωσης», και τις κάθε λογής πληρωμένες μονταζιέρες που είναι στη δούλεψη της πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής και των οικογενειών της ολιγαρχίας που θεωρούν χωράφι τους τη χώρα και υποτακτικούς τους πολίτες της.
Κατασκευάζουν τις δικές τους «πραγματικότητες», τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή σκηνή, που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, και τις επιβάλλουν στις κοινωνίες ως την «απόλυτη αλήθεια». Κατασκευάζουν ακόμα και «δολοφονίες χαρακτήρων» ανθρώπων και πολιτικών. Ολα αυτά βγάζουν μάτι, πλέον, για όλους μας που καθημερινά σερφάρουμε στον «κόσμο» των social media και των κατασκευασμένων «ειδήσεων». Αλλωστε, αυτό κάνει συστηματικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη και πολλοί υπουργοί της που περιδιαβαίνουν τα κανάλια. Μπορεί να μην παράγει πολιτική και λύσεις, μονίμως όμως, για όλα, έχει επικοινωνιακό αφήγημα. Κι’ ας είναι πυροτεχνήματα και φούσκες. Με τη βοήθεια των ΜΜΕ και των τρολς, τα «περνάει» στην κοινωνία.
Ο Bullshit-ισμός
Στο περίφημο βιβλίο του «Η μεγάλη αφήγηση, εισαγωγή στην ιστορία του καιρού μας» (εκδόσεις Πόλις), ο Johann Chapoutot, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται στον καθηγητή Χάρι Φράνκφουρτ, ο οποίος ως διδάσκων στο Γέϊλ, το 1984 έκανε μια διάλεξη, που δημοσιεύθηκε το 1986, με τον κωμικό ακαδημαϊκο τίτλο On Bullshit (μαλακίας το ανάγνωσμα, θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ελεύθερα). Καθιέρωσε, δε, τον όρο Bullshit (κατά κυριολεξία «σκατά ταύρου»). Προσωπικά, θα επέλεγα το «ό,τι να’ ναι», γράφει ο Chapoutot, διότι περί αυτού πρόκειται.
Ο Φράνκφουρτ παρατηρεί ότι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτισμού μας είναι η πανταχού παρουσία της μπουρδολογίας. (…) Ο ψεύτης λαμβάνει υπόψιν του την αλήθεια. Πριν σκαρώσει ένα ψέμα, πρέπει να προσπαθήσει να καθορίσει τι αληθεύει. Και για να είναι αποτελεσματικό το ψέμα του, η φαντασία του πρέπει να καθοδηγείται από την αλήθεια. (…) Αντίθετα, ο Bullshiter (μπουρδολόγος), αυτός που λέει ό,τι να’ ναι, είναι μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας από τον ψεύτη. Το ζήτημα της αλήθειας είναι θεμελιωδώς αδιάφορο στα μάτια του.
Σε μια κριτική για την εποχή μας, ο Φράνκφουρτ σημειώνει ότι έτσι, υπονομεύεται η πίστη μας στην αξία των ανιδιοτελών προσπαθειών να διακριθεί το αληθές από το ψευδές, παραγκωνίζεται η αλήθεια, και το άτομο, αντί να προσπαθεί να φτάσει σε μια ακριβή αναπαράσταση του κόσμου, πασχίζει να δώσει μια αναπαράσταση του εαυτού του.
Ο Bullshit-ισμός, τονίζει, είναι ομοούσιος με τον μανατζερισμό, αυτή τη γλώσσα του κενού, αυτή τη νέα εμφατική -έως και ενθουσιώδης- και απολύτως ξύλινη γλώσσα, που είναι επίσης μια σύλληψη του ανθρώπου και της ανθρώπινης ομάδας της πόλεως, άρα και της πολιτικής, και κατά την οποία το πραγματικό πρέπει να εννοείται με όρους υπολογισμού και βελτιστοποίησης – kits, process και nudge.
Το «τέλος της ιστορίας»
Το 1992, σημειώνει σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Johann Chapoutot, δημοσιεύθηκε το The end of History. Το έγραψε ο καθηγητής πολιτικών επιστημών, Φρανσις Φουκογιάμα. Εκεί υποστήριζε ότι με την εξαφάνιση της σοβιετικής αντίθεσης, η ιστορική διαλεκτική έλαβε τέλος, δίνοντας τη θέση της στην κυριαρχία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Διατυπώνει έτσι, λογίως, ό,τι ελπίζει και διακηρύσσει η κυβέρνηση Τζωρτζ Μπούς του πρεσβύτερου. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι η συνέχεια των γεγονότων -διότι υπήρξε τέτοια- ανέλαβε να διαψεύσει κάτι που ήταν πρόθεση.
Τότε, πάντως, εμφανίστηκε αυτό που ο ερευνητής λογοτεχνίας στο CNRS, ειδικός στη μυθοπλασία και στο σύγχρονο μυθιστόρημα, Κριστιάν Σαλμόν, πέτυχε με τη διαφωτιστική του πένα να δώσει σε αυτή την εποχή το όνομά της: εποχή του storytelling, αυτού του τρόπου αφήγησης που «κατασκευάζει» ιστορίες για να «μορφοποιήσει τα πνεύματα».
Την εποχή που η πώληση ενός αυτοκινήτου απαιτεί την αφήγηση μιας ιστορίας ώστε να γεννηθεί η επιθυμία, η ανάγκη και η ταύτιση, επιβάλλεται ένας στοχασμός πάνω σε αυτή την τέχνη που έγινε απλή τεχνική και, κατά συνέπεια, ολοένα και πιο διδασκόμενη, συχνά με δογματικό και στερεότυπο τρόπο, σε αυτές τις βιοτεχνίες συγγραφέων, αυτές τις φάρμες γραφιάδων για τηλεοπτικές σειρές που αποτελούν οι σπουδές «δημιουργικής γραφής» (creative writing).
Το storytelling είναι παντού, παρατηρεί ο Σαλμόν: στην κατασκευή ενός μελλοντικού προέδρου των ΗΠΑ, στην προώθηση της αμερικανικής soft power από τον κινηματογράφο και τα σίριαλ, στο storytelling management των ιδιωτικών επιχειρήσεων που προσπαθούν να λένε -και να κάνουν επίσης τους άλλους να λένε- ωραίες ιστορίες για τον εαυτό τους.
Ο κανιβαλισμός στα κοινωνικά δίκτυα
Ωστόσο, μέσα σε μερικά χρόνια, παρατηρεί ο ίδιος, περάσαμε από την εποχή του storytelling, στην εποχή του clash, που χαρακτηρίζεται από τον πυρετώδη κατακερματισμό των εκφερομένων, τη μεγάλη ταχύτητα της εναλλαγής τους και τη βιαιότητα της διατύπωσής τους. Το clash tweet αντικαθιστά την αφήγηση. Το clash tweet πρέπει να επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα.
Ο φευγαλέος χαρακτήρας των εκφερομένων υπερισχύει πλέον της εγκυρότητάς τους. Η παραγωγή εκφερομένων στα κοινωνικά δίκτυα δεν έχει στόχο να παραγάγει ή να μοιραστεί γνώσεις, αλλά να αυξήσει την ταχύτητα των ανταλλαγών, να εντείνει την κυκλοφορία.
Αναλύοντας τις αναλογίες ανάμεσα στη λειτουργία των κοινωνικών δικτύων και τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, και στις δύο περιπτώσεις πρυτανεύει η αφαίρεση, η σχεδόν πλήρης αποκοπή από την πραγματικότητα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές σήμερα είναι κυρίως αγορές παραγώγων, διαρκή και ολοένα πιο γρήγορα και συχνά κερδοσκοπικά στοιχήματα για «option». Και η πραγματική οικονομία; Οι χρηματοπιστωτικές αγορές τροφοδοτούνται από τις φημολογίες όσο και από τα γεγονότα. Και στην εποχή του trading υψηλής συχνότητας, δεν έχει καμία σημασία για τους κερδοσκόπους αν η πορεία μιας μετοχής αντανακλά τις επιδόσεις μιας επιχείρησης.
Η σχέση με την πραγματικότητα, με την πραγματική οικονομία, είναι ομιχλώδης όσο και η σχέση των εκφερομένων στα κοινωνικά δίκτυα με την γεγονική πραγματικότητα –το βασικό είναι να σοκάρεις, να κάνεις να μιλούν για σένα, και να προκαλείς όσο δυνατόν περισσότερα retweets. Η ορθολογικότητα των αγορών και η ορθολογικότητα των κοινωνικών δικτύων λειτουργούν παραβιαστικά, σε ένα είδος σπιράλ, πράγμα που συνεπάγεται ότι πριμοδοτούν την αντιπάθεια αντί της ενσυναίσθησης, τον διχασμό αντί της ομόνοιας, τη ρήξη αντί της συνέχειας. Πλέον η επικαιρότητα δεν ρυθμίζεται τόσο από την πλοκή όσο από το σοκ.
Τέλος του παραμυθιού
Το 2008, η τελευταία μεγάλη αφήγηση του 20ου αιώνα, αυτής της «νεοφιλελεύθερης επανάστασης» των Θάτσερ και Ρήγκαν, καταλύθηκε από τα γεγονότα. Τη στιγμή που θριάμβευε το storytelling, ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση και κατέστρεψε την αξιοπιστία του. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έπληξε θανάσιμα τη μεγάλη νεοφιλελεύθερη αφήγηση, μέχρι σημείου να διαβρώσει την ίδια τη δυνατότητα της αφήγησης.
Ο θρίαμβος του storytelling ήταν η εκλογή του Μπάρακ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ – του ίδιου Ομπάμα που, όταν αποσύρθηκε από την πολιτική το 2017, εντάχθηκε στο Netflix.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε.
https://neostrategy.gr/
2 σχόλια:
🤣🤪
ΔΕ ΜΠΑ!
ΝΑ ΛΈΝΕ...
ΑΠΑΞΙΩΤΙΚΆ ❗
ΓΡΆΨΙΜΟ
ΚΑΝΟΝΙΚΌ ❗
🐂💨💨💨🥜🥜🥜🚀🚀🚀
Δημοσίευση σχολίου