Από το Κυπριακό του ’52-’58 έως το Μακεδονικό τού σήμερα: Οι ανυπότακτοι νεολαίοι και ο αγώνας τους ενάντια στην εξουσία.
Το άρθρο που ακολουθεί αφιερώνεται στη μνήμη του Νίκου Νικολαΐδη και των ανυπότακτων νεολαίων της δεκαετίας του ’50.
«Η Κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να πατάξη πάσαν αναρχικήν εκδήλωσιν, η οποία υπό το πρόσχημα του πατριωτισμού αποβλέπει ευθέως εις αντεθνικούς σκοπούς». Κωνσταντίνος Καραμανλής (πρωθυπουργός) 9/5/1956
«Εκείνο το βράδυ διώξαμε νωρίς τα κορίτσια από το Στέκι και συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με κάτι άλλα παιδιά από τα γύρω δημόσια σχολεία κι αποφασίσαμε την άλλη μέρα στη διαδήλωση να φτιάξουμε μια σφιχτή ομάδα καμιά σαρανταριά να ήμαστε όλοι μαζί μακρυά από τους άλλους – όχι σαν τα πρόβατα και να την πέφτουμε πίσω από τους μπάτσους εκεί που δεν περίμεναν θα είχαμε μαζί μας ξυραφάκια και σουγιάδες μα κάτι τύποι πιο μεγάλοι από εμάς δεκαοχτάρηδες και βάλε δεν γουστάραν τέτοιο σκηνικό και είπαν ότι έπρεπε να πάμε όλοι μαζί με τους άλλους και να είμαστε ήσυχοι γιατί αν τους χτυπούσαμε τους μπάτσους θα παίζαμε λέει το παιχνίδι τους…». Νίκος Νικολαΐδης, Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Οι ιστορίες που δεν είναι Ιστορία
Λέγεται πως την Ιστορία την κατασκευάζουν οι νικητές. Οι κάθε είδους νικητές που ενσαρκώνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την εξουσία διαχρονικά. Νικητές που, συχνά πυκνά, εκκινούν από το μετερίζι των καταπιεσμένων, για να καταλήξουν, ανερυθρίαστα, καταπιεστές, συνήθως χαρακτηριστικά σκληρότεροι από αυτούς που μέχρι πρότινος μέμφονταν. Αυτοί «γράφουν» την Ιστορία, με κεφαλαίο, αυτοί ορίζουν με ακρίβεια το «αληθές», αυτοί διαχειρίζονται την προκρούστεια κλίνη του damnati memoriae, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι.
Αν το καλοσκεφτούμε, οι ανωτέρω βίαια κατακτημένες δυνατότητες δίνουν στους εξουσιαστές, παράλληλα, και το «δικαίωμα» να δομήσουν το παρελθόν, αυτό που ονομάζουμε μνήμη, κατά το κέφι τους. Και είναι σαφές πως όποιος δύναται σε μεγάλο βαθμό να ελέγξει τη μνήμη του παρελθόντος, μπορεί να κάνει το ίδιο και για το παρόν, αλλά και να διαμορφώσει κατά το δοκούν το μέλλον. Με άλλα λόγια, αυτό που καταφανώς αδόκιμα και αφηρημένα αποκαλούμε «πραγματικότητα» είναι αποτέλεσμα συστηματικής στρέβλωσης, μεγέθυνσης και, κυρίως, αφαίρεσης.
Ωστόσο, πέρα από την Ιστορία ή, πιο εύστοχα, έξω από αυτήν, ζουν και αναπνέουν οι ιστορίες, οι κάθε είδους αφηγήσεις, μικρές και μεγάλες, που σπανίως συναντάς σε βιβλία, άρθρα, έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα εν γένει. Οι ιστορίες που δεν είναι Ιστορία, που τις γεννά η κοινωνία και όχι η εξουσία, γιατί ενώ αποτελούν ανθρώπινο κεφάλαιο δεν διαθέτουν κεφαλαίο γράμμα. Οι ιστορίες που περνούν από στόμα σε αυτί, από τότε που υπάρχει λόγος, λογική, συναίσθημα και ανθρώπινη ομάδα, που υπάρχουν για να υπάρχουν, για να εισπράττει ο καθείς τα νομιζόμενα όπως αυτοβούλως κρίνει κι όχι για να αποτελέσουν εκμαγείο για ανδράποδα.
Ας επιτρέψουμε, λοιπόν, και πάλι στην Ιστορία να βυθιστεί αναπαυτικά στις «αλήθειες» της και ας μείνουμε στις ιστορίες του καθένα μας, που γίνεται ταυτοχρόνως όλοι και κανένας, μέσα από την αφήγηση. Αυτές για τις οποίες οι αφηγητές τους, είτε υπήρξαν πρωταγωνιστές είτε όχι, δεν έχουν υστερόβουλα συναισθήματα και διαθέσεις, παρά μόνον την ανάγκη να εκφράσουν, προφορικά ή γραπτά, όσα βίωσαν, ένιωσαν, μοιράστηκαν, σκέφτηκαν.
«Αθήνα, Σεπτέμβριος του ’56, οι μπάτσοι μπουκάρουν στο Μαξίμ…»
Πρόκειται για τον κινηματογράφο Μαξίμ στο κέντρο της Αθήνας, το μετέπειτα θέατρο «Αλίκη», που βρίσκεται Αμερικής με Πανεπιστημίου γωνία. Οι συγκρούσεις, που μας περιγράφει ο Νίκος Νικολαΐδης, στο εν λόγω απόσπασμα από την ταινία του Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα, συνέβησαν με αφορμή τις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, μεταξύ των ετών 1952-58, και κατέληγαν σχεδόν πάντοτε σε άγριες οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, με τραυματίες ακόμη και νεκρούς. Οδομαχίες που συνέβαιναν για πρώτη φορά μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Ασφαλώς, η Ιστορία προσπαθούσε διακαώς να μας πείσει, σε σχολικές αίθουσες, τηλεοπτικές εκπομπές και πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ότι όλα αυτά τα έκαναν καλοί «εθνικόφρονες», που κάπου «εξετράπησαν» της στόχευσής τους, μα διέθεταν «αγνά» κίνητρα και «χρηστές» προθέσεις. Αυτά βεβαίως, στο εν Ελλάδι κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μέχρι της αφίξεως των «εκσυχρονιστών» (της πολιτικής συμμορίας Σημίτη) οπότε αλλάζει εκατόν οδόντα μοίρες «πλεύση» η Ιστορία και φθάνει στο σήμερα να ωρύεται πως όλοι εκείνοι ήταν «κρυφοφασίστες», «χίτες» άντε, στην καλύτερη, «εθνικιστές». Κι όλο αυτό διότι ο «εθνικός κορμός» δεν εξυπηρετεί πλέον τους επί Γης (πραγματικούς) εξουσιαστές, για αυτό το πλέον ισχυρό τους όπλο, αυτό της Ιστορίας, έρχεται να μας «διδάξει» ότι λάθος καταλαβαίναμε, εδώ και δεκαετίες, μιας και η επιβολή της «πολυπολιτισμικότητας» και ο επιθετικός διεθνισμός είναι εκ του ων ουκ άνευ δομικά στοιχεία της ενοποιημένης κυριαρχίας.
Ωστόσο, η αλήθεια, όπως ήδη ανεφέρθη, δεν εμπεριέχεται στην Ιστορία, αλλά στις ιστορίες, όταν αυτές καταφέρνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να διασωθούν. Στις αρχές, λοιπόν, της δεκαετίας του ’50, στο κέντρο της Αθήνας, έκανε την εμφάνιση του ένα πολύ ιδιαίτερο κοινωνικό επί μέρους, ολιγάριθμο, νεολαιίστικο, διψασμένο για ζωή, που πίστευε στην φιλία και τον έρωτα, όχι στην πολιτική, που αρνήθηκε να ενταχθεί στις κομματικές νεολαίες είτε τις αριστεράς είτε τις δεξιάς, που ανέπτυξε, ενδεχομένως και δίχως να το αντιλαμβάνεται στο εκεί και στο τότε, μια ιδιαίτερη υποκουλτούρα, που εναρμόνιζε τις αμερικάνικες πολιτισμικές επιρροές του ροκ εντ ρολ και των φιλμ νουάρ, με τη εμβριθή μελέτη του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Καββαδία. Νεολαίοι που προσπάθησαν με ειλικρίνεια και ανυστεροβουλία να αυτοπροσδιοριστούν μέσα από τις άπειρες αντιφάσεις της εποχής τους, όπως και των αιώνων μιας εν τέλει απροσδιόριστης και κακοποιημένης από τους εξουσιαστές ελληνικότητας.
Και φυσικά πλήρωσαν, ως σύνολο, το τίμημα των επιλογών τους, καθώς η Ιστορία τούς καταδίκασε στη λήθη. Δεν είναι τυχαίο ότι για τα έργα και ημέραι της συγκεκριμένης γενιάς, πέρα από το πλούσιο και εξαίρετο καλλιτεχνικό έργο του Νίκου Νικολαΐδη, έχουμε μόνον ένα μικρό διήγημα του Τάσου Φαληρέα. Είναι, βεβαίως, αυτονόητο ότι αν δεν προσχωρήσεις, είτε με πράξεις είτε με παθητικότητα και απραξία, στο πολιτικό «παίγνιον», η Ιστορία θα προσπαθήσει με όλα τα μέσα να σβήσει τα ίχνη σου. Ασφαλώς, όπως έλεγε και ο Αλμπέρ Καμύ, οι άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική. Και ναι, όσοι έχουν ως αξίες τις ειλικρινείς ανθρώπινες σχέσεις, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα (όχι βέβαια μέσα από νταραβέρια με το κράτος, τους θεσμούς και τις ΜΚΟ), τη φιλία, την αλληλεγγύη (που οι ασεβείς αργυρώνητοι της αριστεράς έχουν τόσο στρεβλώσει), είναι άξιοι και οι άξιοι «πρέπει» να κονιορτοποιούνται και να καταδικάζονται στη λήθη. Damnatio memoriae (καταδίκη της μνήμης).
Όμως είναι φορές που οι ιστορίες, ενωμένες κι αποφασισμένες, έρχονται να συντρίψουν την Ιστορία, τοποθετώντας την, ακόμη και στα μάτια των πολλών, εκεί που της αξίζει, ήτοι στα δεξιά (κι ασφαλώς στα αριστερά…) του κράτους. Οι ιστορίες αυτές λοιπόν μάς δίδαξαν ότι «μια φορά κι έναν καιρό», σε μια Ελλάδα που έβγαινε από τα συντρίμμια μιας δεκαετίας Κατοχής, Εμφυλίου κι ανείπωτων ανθρωποσφαγών, σε μια Αθήνα που προσπαθούσε να συλλέξει, όπως όπως, τα κομμάτια της, ΔΕΝ βρίσκονταν όλοι και όλα ανάμεσα στη διελκυστίνδα «νικήτριας» δεξιάς-«ηττημένης» αριστεράς. Υπήρχαν και άνθρωποι, κυρίως νέοι, που ένιωθαν και συγκινούνταν έξω από ιδεολογίες και κομματικές γραμμές, «ήταν δεκάξι χρονών και ήταν όλα υπέροχα», όπως μας πληροφορεί και ο Ν.Ν, γιατί δεν ήταν ανάμεσα στα νεκρά από ασιτία παιδιά της κατοχής ή σε αυτά που άρπαξαν στα παιδομαζώματα οι εγκληματίες του ΔΣΕ, ήταν όλα υπέροχα γιατί ήταν ακόμη εν ζωή και μπορούσαν να χορεύουν, να ονειρεύονται, να αγαπάνε, να απαγγέλλουν αγαπημένους στίχους. Ήταν επίσης όλα υπέροχα όταν τους δινόταν η ευκαιρία να επιστρέψουν στο κράτος ένα μικρό ποσό από τη βία που καθημερινά δέχονταν. Και όταν η ευκαιρία αυτή παρουσιαζόταν δεν την άφηναν ποτέ αναξιοποίητη.
«Εκείνο το βράδυ διώξαμε νωρίς τα κορίτσια από το Στέκι και συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με κάτι άλλα παιδιά από τα γύρω δημόσια σχολεία κι αποφασίσαμε την άλλη μέρα στη διαδήλωση να φτιάξουμε μια σφιχτή ομάδα καμιά σαρανταριά να ήμαστε όλοι μαζί μακρυά από τους άλλους – όχι σαν τα πρόβατα και να την πέφτουμε πίσω από τους μπάτσους εκεί που δεν περίμεναν θα είχαμε μαζί μας ξυραφάκια και σουγιάδες μα κάτι τύποι πιο μεγάλοι από εμάς δεκαοχτάρηδες και βάλε δεν γουστάραν τέτοιο σκηνικό και είπαν ότι έπρεπε να πάμε όλοι μαζί με τους άλλους και να είμαστε ήσυχοι γιατί αν τους χτυπούσαμε τους μπάτσους θα παίζαμε λέει το παιχνίδι τους…». Νίκος Νικολαΐδης, Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Οι ιστορίες που δεν είναι Ιστορία
Λέγεται πως την Ιστορία την κατασκευάζουν οι νικητές. Οι κάθε είδους νικητές που ενσαρκώνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την εξουσία διαχρονικά. Νικητές που, συχνά πυκνά, εκκινούν από το μετερίζι των καταπιεσμένων, για να καταλήξουν, ανερυθρίαστα, καταπιεστές, συνήθως χαρακτηριστικά σκληρότεροι από αυτούς που μέχρι πρότινος μέμφονταν. Αυτοί «γράφουν» την Ιστορία, με κεφαλαίο, αυτοί ορίζουν με ακρίβεια το «αληθές», αυτοί διαχειρίζονται την προκρούστεια κλίνη του damnati memoriae, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι.
Αν το καλοσκεφτούμε, οι ανωτέρω βίαια κατακτημένες δυνατότητες δίνουν στους εξουσιαστές, παράλληλα, και το «δικαίωμα» να δομήσουν το παρελθόν, αυτό που ονομάζουμε μνήμη, κατά το κέφι τους. Και είναι σαφές πως όποιος δύναται σε μεγάλο βαθμό να ελέγξει τη μνήμη του παρελθόντος, μπορεί να κάνει το ίδιο και για το παρόν, αλλά και να διαμορφώσει κατά το δοκούν το μέλλον. Με άλλα λόγια, αυτό που καταφανώς αδόκιμα και αφηρημένα αποκαλούμε «πραγματικότητα» είναι αποτέλεσμα συστηματικής στρέβλωσης, μεγέθυνσης και, κυρίως, αφαίρεσης.
Ωστόσο, πέρα από την Ιστορία ή, πιο εύστοχα, έξω από αυτήν, ζουν και αναπνέουν οι ιστορίες, οι κάθε είδους αφηγήσεις, μικρές και μεγάλες, που σπανίως συναντάς σε βιβλία, άρθρα, έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα εν γένει. Οι ιστορίες που δεν είναι Ιστορία, που τις γεννά η κοινωνία και όχι η εξουσία, γιατί ενώ αποτελούν ανθρώπινο κεφάλαιο δεν διαθέτουν κεφαλαίο γράμμα. Οι ιστορίες που περνούν από στόμα σε αυτί, από τότε που υπάρχει λόγος, λογική, συναίσθημα και ανθρώπινη ομάδα, που υπάρχουν για να υπάρχουν, για να εισπράττει ο καθείς τα νομιζόμενα όπως αυτοβούλως κρίνει κι όχι για να αποτελέσουν εκμαγείο για ανδράποδα.
Ας επιτρέψουμε, λοιπόν, και πάλι στην Ιστορία να βυθιστεί αναπαυτικά στις «αλήθειες» της και ας μείνουμε στις ιστορίες του καθένα μας, που γίνεται ταυτοχρόνως όλοι και κανένας, μέσα από την αφήγηση. Αυτές για τις οποίες οι αφηγητές τους, είτε υπήρξαν πρωταγωνιστές είτε όχι, δεν έχουν υστερόβουλα συναισθήματα και διαθέσεις, παρά μόνον την ανάγκη να εκφράσουν, προφορικά ή γραπτά, όσα βίωσαν, ένιωσαν, μοιράστηκαν, σκέφτηκαν.
«Αθήνα, Σεπτέμβριος του ’56, οι μπάτσοι μπουκάρουν στο Μαξίμ…»
Πρόκειται για τον κινηματογράφο Μαξίμ στο κέντρο της Αθήνας, το μετέπειτα θέατρο «Αλίκη», που βρίσκεται Αμερικής με Πανεπιστημίου γωνία. Οι συγκρούσεις, που μας περιγράφει ο Νίκος Νικολαΐδης, στο εν λόγω απόσπασμα από την ταινία του Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα, συνέβησαν με αφορμή τις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, μεταξύ των ετών 1952-58, και κατέληγαν σχεδόν πάντοτε σε άγριες οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, με τραυματίες ακόμη και νεκρούς. Οδομαχίες που συνέβαιναν για πρώτη φορά μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Ασφαλώς, η Ιστορία προσπαθούσε διακαώς να μας πείσει, σε σχολικές αίθουσες, τηλεοπτικές εκπομπές και πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ότι όλα αυτά τα έκαναν καλοί «εθνικόφρονες», που κάπου «εξετράπησαν» της στόχευσής τους, μα διέθεταν «αγνά» κίνητρα και «χρηστές» προθέσεις. Αυτά βεβαίως, στο εν Ελλάδι κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, μέχρι της αφίξεως των «εκσυχρονιστών» (της πολιτικής συμμορίας Σημίτη) οπότε αλλάζει εκατόν οδόντα μοίρες «πλεύση» η Ιστορία και φθάνει στο σήμερα να ωρύεται πως όλοι εκείνοι ήταν «κρυφοφασίστες», «χίτες» άντε, στην καλύτερη, «εθνικιστές». Κι όλο αυτό διότι ο «εθνικός κορμός» δεν εξυπηρετεί πλέον τους επί Γης (πραγματικούς) εξουσιαστές, για αυτό το πλέον ισχυρό τους όπλο, αυτό της Ιστορίας, έρχεται να μας «διδάξει» ότι λάθος καταλαβαίναμε, εδώ και δεκαετίες, μιας και η επιβολή της «πολυπολιτισμικότητας» και ο επιθετικός διεθνισμός είναι εκ του ων ουκ άνευ δομικά στοιχεία της ενοποιημένης κυριαρχίας.
Ωστόσο, η αλήθεια, όπως ήδη ανεφέρθη, δεν εμπεριέχεται στην Ιστορία, αλλά στις ιστορίες, όταν αυτές καταφέρνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να διασωθούν. Στις αρχές, λοιπόν, της δεκαετίας του ’50, στο κέντρο της Αθήνας, έκανε την εμφάνιση του ένα πολύ ιδιαίτερο κοινωνικό επί μέρους, ολιγάριθμο, νεολαιίστικο, διψασμένο για ζωή, που πίστευε στην φιλία και τον έρωτα, όχι στην πολιτική, που αρνήθηκε να ενταχθεί στις κομματικές νεολαίες είτε τις αριστεράς είτε τις δεξιάς, που ανέπτυξε, ενδεχομένως και δίχως να το αντιλαμβάνεται στο εκεί και στο τότε, μια ιδιαίτερη υποκουλτούρα, που εναρμόνιζε τις αμερικάνικες πολιτισμικές επιρροές του ροκ εντ ρολ και των φιλμ νουάρ, με τη εμβριθή μελέτη του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Καββαδία. Νεολαίοι που προσπάθησαν με ειλικρίνεια και ανυστεροβουλία να αυτοπροσδιοριστούν μέσα από τις άπειρες αντιφάσεις της εποχής τους, όπως και των αιώνων μιας εν τέλει απροσδιόριστης και κακοποιημένης από τους εξουσιαστές ελληνικότητας.
Και φυσικά πλήρωσαν, ως σύνολο, το τίμημα των επιλογών τους, καθώς η Ιστορία τούς καταδίκασε στη λήθη. Δεν είναι τυχαίο ότι για τα έργα και ημέραι της συγκεκριμένης γενιάς, πέρα από το πλούσιο και εξαίρετο καλλιτεχνικό έργο του Νίκου Νικολαΐδη, έχουμε μόνον ένα μικρό διήγημα του Τάσου Φαληρέα. Είναι, βεβαίως, αυτονόητο ότι αν δεν προσχωρήσεις, είτε με πράξεις είτε με παθητικότητα και απραξία, στο πολιτικό «παίγνιον», η Ιστορία θα προσπαθήσει με όλα τα μέσα να σβήσει τα ίχνη σου. Ασφαλώς, όπως έλεγε και ο Αλμπέρ Καμύ, οι άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική. Και ναι, όσοι έχουν ως αξίες τις ειλικρινείς ανθρώπινες σχέσεις, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα (όχι βέβαια μέσα από νταραβέρια με το κράτος, τους θεσμούς και τις ΜΚΟ), τη φιλία, την αλληλεγγύη (που οι ασεβείς αργυρώνητοι της αριστεράς έχουν τόσο στρεβλώσει), είναι άξιοι και οι άξιοι «πρέπει» να κονιορτοποιούνται και να καταδικάζονται στη λήθη. Damnatio memoriae (καταδίκη της μνήμης).
Όμως είναι φορές που οι ιστορίες, ενωμένες κι αποφασισμένες, έρχονται να συντρίψουν την Ιστορία, τοποθετώντας την, ακόμη και στα μάτια των πολλών, εκεί που της αξίζει, ήτοι στα δεξιά (κι ασφαλώς στα αριστερά…) του κράτους. Οι ιστορίες αυτές λοιπόν μάς δίδαξαν ότι «μια φορά κι έναν καιρό», σε μια Ελλάδα που έβγαινε από τα συντρίμμια μιας δεκαετίας Κατοχής, Εμφυλίου κι ανείπωτων ανθρωποσφαγών, σε μια Αθήνα που προσπαθούσε να συλλέξει, όπως όπως, τα κομμάτια της, ΔΕΝ βρίσκονταν όλοι και όλα ανάμεσα στη διελκυστίνδα «νικήτριας» δεξιάς-«ηττημένης» αριστεράς. Υπήρχαν και άνθρωποι, κυρίως νέοι, που ένιωθαν και συγκινούνταν έξω από ιδεολογίες και κομματικές γραμμές, «ήταν δεκάξι χρονών και ήταν όλα υπέροχα», όπως μας πληροφορεί και ο Ν.Ν, γιατί δεν ήταν ανάμεσα στα νεκρά από ασιτία παιδιά της κατοχής ή σε αυτά που άρπαξαν στα παιδομαζώματα οι εγκληματίες του ΔΣΕ, ήταν όλα υπέροχα γιατί ήταν ακόμη εν ζωή και μπορούσαν να χορεύουν, να ονειρεύονται, να αγαπάνε, να απαγγέλλουν αγαπημένους στίχους. Ήταν επίσης όλα υπέροχα όταν τους δινόταν η ευκαιρία να επιστρέψουν στο κράτος ένα μικρό ποσό από τη βία που καθημερινά δέχονταν. Και όταν η ευκαιρία αυτή παρουσιαζόταν δεν την άφηναν ποτέ αναξιοποίητη.
Τα γεγονότα του ’57 στην Κύπρο και ο αντίκτυπος αυτών στους ανυπότακτους νεολαίους της Αθήνας
Τον έκαψαν σε μια σπηλιά κάτω στην Κύπρο και πρώτη φορά την είδαμε τόσο βεγγαλικό. Ήταν που έφυγε μόνος του μα κατάφερε και πήρε μαζί του σαράντα παλιόσκυλα ο δικός μας κ’ ειπαμε κάτι να κάνουμε –για τη μαγκιά του δηλαδή γιατί από Κυπριακό και τέτοια στα παπάρια μας. […] Ήτανε που τον κάψανε ζωντανό κομματιασμένο από τις χειροβομβίδες οι πούστρες οι Εγγλέζοι μα πήρε τα σαράντα παλιόσκυλα μαζί του πριν τον κάψουν με τα φλογοβόλα λένε πως είχε και κάποιους άλλους μαζί αλλά τους έδιωξε και έμεινε μόνος[…] στην υγειά του είπε ο Μάνος και σήκωσε το ποτήρι του –δικός μας. Του ρίξαμε για πάρτη του στο τζιουκ μποξ της Λήθης κάτι καινούργια του Φατς Ντομινο και του Τζέρυ Λη Λιούις. (Νίκος Νικολαΐδης, Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα)
Στις 3 Μαρτίου 1957, ύστερα από προδοσία, ο Γρηγόρης Πιέρης Αυξεντίου, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, δολοφονείται ύστερα από μάχη ενάντια σε τμήμα ειδικών δυνάμεων του βρετανικού στρατού κατοχής, που κράτησε δίχως διακοπή σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες. Μόνος του, ταμπουρωμένος σε μια σπηλιά, οπλισμένος με ένα αγγλικό πολυβόλο τύπου bren και μερικές χειρομβομβίδες, σκοτώνει στη μάχη 47 Βρετανούς προτού, παντελώς άνανδρα, τον κάψουν ζωντανό, ρίχνοντας βενζίνη.
Αυτό συγκινεί τον δεκαεπτάχρονο Νικολαΐδη, συγκινεί τους «παρεπιδημούντες» εφήβους του Green Park, τους ροκ εντ ρολάδες, τους σουινγκάδες, ακόμη κι αυτούς τους ελάχιστους εξ αυτών «εγκληματίες», που έκλεβαν πότε πότε κάποιο ακριβό αυτοκίνητο κι αφού το επέστρεφαν (έπειτα από μια σύντομη βόλτα) όπως το είχαν «παραλάβει», έγραφαν στη σκόνη του καπό «συγνώμη». Συγκινεί γιατί είναι ηρωικό. Κάθε άνθρωπος που δίνει με τέτοια αυταπάρνηση τη ζωή του για έναν σκοπό, ανυστερόβουλα, είναι ήρωας. Ακόμη και αν πολλά από όσα πιστεύει δεν μας εκφράζουν, ακόμη κι αν διαφωνούμε με όλες τις ιδεολογίες, πολιτικές ή θρησκευτικές. Είναι μικροψυχία να μην αναγνωρίζεις, ακόμη και σε αυτόν που διαφωνείς, κάτι που κατέκτησε θυσιάζοντας τα πάντα. Και η μικροψυχία είναι συστατικό της πολιτικής, όχι των αναρχικών.
Και έτσι βγαίνουν στους δρόμους, με αφορμή τις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, για να συγκρουστούν με το κράτος, όχι υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά ενάντια σε ό,τι τους καταπιέζει καθημερινά. Ο Αυξεντίου τους εμπνέει, ο Καραολής και ο Δημητρίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης το ίδιο, γιατί φεύγουν «ελεύθεροι και καθαροί», όχι για το κέρδος, όχι για τις «καρέκλες», αλλά για κάτι που πιστεύουν. Και ας μην εκφράζει τους ίδιους, ας τους αφήνει αδιάφορους τόσο ο εθνικισμός, όσο και ο διεθνισμός, αλλά και η πολιτική εν γένει. Συμμετέχουν στις διαδηλώσεις με πάθος, επιλέγουν τον δρόμο της σύγκρουσης, αποτελούν τον «πυροκροτητή» στην κοινωνική «βόμβα», που εκρήγνυται με αφορμή τα εγκλήματα της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο. Και έπειτα επιστρέφουν στον «κόσμο τους», στη δική τους καθημερινότητα, δίχως καν να σκεφτούν να κεφαλαιοποιήσουν και να ρευστοποιήσουν τους αγώνες τους, σε μικρά ή μεγάλα πολιτικά οφίκια. Ζουν για το αυθόρμητο, το απροσχημάτιστο, το ανεξέλεγκτο, ήτοι το ζωντανό, αυτό που αναπνέει ελεύθερα.
Όσοι συνομήλικοι τους, αλλά και μεγαλύτεροι, είναι οργανωμένοι στις κομματικές συμμορίες, είτε δεξιές είτε αριστερές, τους βλέπουν εχθρικά. Δεν θέλουν ασφαλώς «αποκλίνουσες συμπεριφορές» στις διαδηλώσεις, θέλουν όλα να κυλάνε «ήρεμα και ομαλά». Άλλως τε η «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» εκφράζει άπαντες τους κομματικούς, ένθεν κι ένθεν, την (επίσης) ταραγμένη δεκαετία του ’50, καθώς η διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης» τους εξυπηρετούσε ομοίως. Ως εκ τούτου, δεν μας ξενίζει πως όταν κάτι πήγαινε να ξεφύγει του ελέγχου της αριστεράς χαρακτηριζόταν αμέσως ως «προβοκάτσια παρακρατικών» κι όταν το ίδιο συνέβαινε σε διαδηλώσεις με εθνικά αιτήματα, όπως αυτές για το Κυπριακό, οι «προβοκάτσιες» ήταν «έργα κομμουνιστών με αντεθνικά αισθήματα». Ασφαλώς η εν λόγω παρωδία συνεχίζεται ανελλιπώς μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ένας νεολαίος της δεκαετίας του ’50, με μαλλί «κοκοράκι», που του άρεσε ο Μπιλ Χάλλεϋ, ο Έντι Κόχραν κι ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ κινδύνευε ομοίως να αρπάξει ένα γερό χέρι ξύλο τόσο από τους χωροφύλακες, όσο κι από τους οικοδόμους του ΚΚΕ. Τα πρωτοσέλιδα της αριστερής Αυγής ενάντια στο ροκ εντ ρολ και την «εισροή καπιταλιστικών προτύπων που διαφθείρουν τους νεολαίους» αποτελούν αδιάψευστα ντοκουμέντα της απόλυτης συμφωνίας δεξιών και αριστερών, σε ό,τι αφορά την άγρια καταστολή όσων δεν μετέχουν της πολιτικής. Διότι τα μη «πολιτικά όντα» μπορούν να γίνουν ιδιαιτέρως επικίνδυνα για την εξουσία, καθώς δεν αντιπροσωπεύονται, άρα και είναι δύσκολο να ελεγχθούν.
Όσο η πολιτισμική νεωτερικότητα της Δύσης, (και κυρίως τα στοιχεία αυτής που δεν ελέγχονταν πλήρως από τους κρατούντες) για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν μπορούσε να χωρέσει στο κυρίαρχο αφήγημα του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», αλλά και στο έτερο εξουσιαστικό αφήγημα «τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελλί σου, διάβαζε πολύ», πολεμήθηκε ανηλεώς. Όταν ωστόσο κατόρθωσαν τόσο οι δεξιοί, όσο και οι αριστεροί να αφομοιώσουν το σύνολο της νεωτερικότητας, μετασχηματίζοντας, ακόμη και τα πλέον επικίνδυνα για την εξουσία στοιχεία της σε «άκαπνες» ασκήσεις ύφους κι εναλλακτικού lifestyle, όλα έγιναν αποδεκτά, ακριβώς γιατί είναι πλέον ακίνδυνα.
Οι ανυπάκουοι «τραγουδούν ακόμα»
Κι όμως αυτοί οι νεολαίοι της δεκαετίας του ’50, που «έριχναν πατάτες με ξυράφια» στους «μαύρους» της αστυνομίας, δεν μεγάλωσαν ποτέ. Ως προς τον αντιπολιτικό τους αυθορμητισμό, παρέμειναν οι ίδιοι, ωραίοι κι αειθαλείς, το ’65, το ’73, το ’85 στο Χημείο, το ’91 στα μαθητικά, το ’95, το ’03 στη Θεσσαλονίκη, το ’08 στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Είναι οι ίδιοι και σήμερα, εν έτει 2019, στις διαδηλώσεις για το μακεδονικό, καθώς μεγάλο κομμάτι των νεολαίων που συμμετέχουν σε αυτές δεν έχουν σχέσεις με τα κόμματα και την πολιτική, αλλά νιώθουν κάτι ουσιαστικό μέσα τους να θίγεται, ότι η Ιστορία επιχειρεί απροκάλυπτα να ισοπεδώσει τις ιστορίες τους. Λέγοντας αυτό, δεν επιθυμούμε να εξομοιώσουμε διαφορετικές καταστάσεις διαφορετικών εποχών. Το πνεύμα κάθε εποχής είναι διαφορετικό. Εμείς μιλάμε για εκείνο το συναίσθημα, που θέλει να αντισταθεί στην υποκρισία και στην προβατοποίηση· που εμπνέεται από κάτι που όποιος το βιώνει μπορεί να το θεωρήσει ανώτερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό που μπορούμε να δούμε και αυτό το συναίσθημα δεν χωράει σε καμμιά Ιστορία
Και με ουσιαστική αφορμή τα ανωτέρω, επιστρέφουν ένα ελάχιστο ποσό βίας σε αυτούς που αποφασίζουν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους δίχως να τους ρωτούν. Διότι το αυθόρμητο κι ανεξέλεγκτο, ακόμη κι αν το τραυματίζουν σκοπίμως καθημερινά, δεν είναι νεκρό. Αναπνέει, ζει και δρα, όπως πάντοτε, σε αγνούς ανθρώπους με ανυστερόβουλες προθέσεις. Και οι αγνοί άνθρωποι, όσοι απορρίπτουν στο σύνολο της την πολιτική, πάντοτε θα ακολουθούν την καρδιά. Και θα εμπνέονται από την αυτοθυσία και τον ηρωισμό, όταν είναι αυθεντικά και γνήσια, από όπου κι αν προέρχονται, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι.
Θέλει αρετή και τόλμη η αλήθεια. Και η μικροψυχία και τα πολιτικά «γυαλιά» δεν είναι αρετή κανενός, ακόμη κι αν προσποιείται ότι είναι. Το να χαίρεσαι γιατί τα κτήνη του αλβανικού κράτους δολοφόνησαν τον Κατσίφα, ενώ μάλιστα τελούσε σιδεροδέσμιος, σε κάνει χειρότερο από αυτά. Το να στήνεις ενέδρες στα στενά των Εξαρχείων σε ανθρώπους που πριν λίγο συγκρούονταν με την αστυνομία, ακόμη κι αν ένα κομμάτι εξ αυτών ανήκει στην ακροδεξιά, σε κάνει όμοιο με παρακρατικό, εφ’ όσον συμπλέεις πλήρως με την κρατική βούληση, βοηθώντας την να υλοποιηθεί. Και μάλιστα αμισθί παρακρατικό, φανατικό, παραβαλάνο της «αντιεξουσίας».
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου