Το Ησυχαστικό Τόξο: Βυζάντιο-Βαλκάνια-Κίεβο-Μόσχα
Περί τον 9ο αιώνα μ.Χ., στην περιοχή η οποία σήμερα αντιστοιχεί στα κράτη της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, τα θεμέλια της κουλτούρας των Σλάβων ήταν βυζαντινά. Την ίδια περίοδο, στην περιοχή η οποία σήμερα αντιστοιχεί στα κράτη της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η κυρίαρχη κουλτούρα είχε τρεις συνιστώσες: μια κληρονομημένη προχριστιανική, παγανιστική συνιστώσα, μια χριστιανική συνιστώσα και μια βυζαντινή συνιστώσα. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, από την αρχή της ιστορίας του, ο ρωσικός πολιτισμός χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτιστικών κοινοτήτων. Οι Ρώσοι, ήδη τον 9ο αιώνα μ.χ., είχαν επεκτείνει τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς τους με την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Παρόμοια δομικά πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά είχε και το Βυζάντιο.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ., Σκανδιναβοί πολεμιστές-έμποροι, οι Βάραγγοι, σταδιακά έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις κύριες υδάτινες οδούς από τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Αυτή η διαδικασία άρχισε περίπου το 860 μ.Χ., όταν ο λαός του Νόβγκοροντ προσκάλεσε τον Βάραγγο Πρίγκιπα Ρούρικ να γίνει ο ηγεμόνας του Νόβγκοροντ. Το 882 μ.Χ., ο διάδοχος του Ρούρικ, ο Όλεγκ, κατέλαβε το Κίεβο, όπου, περί το 912, τον διαδέχθηκε ο Πρίγκιπας Ιγκόρ, υιός του Ρούρικ. Η Δυναστεία των Ρούρικ διατήρησε την ηγεμονία της στη Ρωσία μέχρι το 1598.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ., είχαν ήδη δημιουργηθεί και ευημερούσαν οι ρωσικές πόλεις-κράτη του Νόβγκοροντ, του Πσκοφ, του Σμολένσκ, του Σούζνταλ, του Κιέβου και του Βλαντίμιρ, βασισμένες κυρίως σε μια πολύπλοκη παγανιστική κουλτούρα και σε ένα πολύ αναπτυγμένο εμπόριο. Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι των Ρως, όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων-κρατών, ήταν το Βυζάντιο και οι Έλληνες οι οποίοι ζούσαν, από πολλούς αιώνες πριν, στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Επίσης, την ίδια περίοδο, οι Ρως υφίσταντο συχνές επιδρομές από ασιατικές νομαδικές φυλές, όπως οι Χαζάροι, οι Πετσενέγοι και οι Πολοφτσιανοί.
Από τις αρχές του 9ου αιώνα, ο ρωσικός κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερο σε επαφή με τον Χριστιανισμό. Το 866, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, σε Εγκύκλιό του προς τους Ανατολικούς Πατριάρχες, γράφει ότι Ελληνορθόδοξοι ιεραπόστολοι δρούσαν στη χώρα των Ρως (βλ. Ihor Shevchenko, Byzantium and the Slavs, Εκδ. Harvard Ukrainian Research Institute, 1991, σελ. 95-100). Επίσης, το 846, ο Άραβας γεωγράφος Ιμπν Χορνταντμπέx (Ibn Khordadbeh) έγραψε, στο βιβλίο του Βίβλος των Οδών και των Χωρών, για τους Χριστιανούς Ρως οι οποίοι εμπορεύονταν με τους Βυζαντινούς και με τη Μέση Ανατολή (βλ. A.P. Novoseltsev, The Eastern Slavs and Russia in the 9th-10th Centuries, Μόσχα, Εκδ. Gosudarstvennoe Izdatel’stvo, 1965). Αξίζει να σημειωθεί ότι το Νόβγκοροντ και άλλες ρωσικές εμπορικές πόλεις γνώρισαν ιδιαίτερη ευημερία χωρίς να ενταχθούν στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού, ο οποίος ήταν ένα Δυτικό φαινόμενο, και αυτό είναι ένα ακόμη γεγονός το οποίο υποδηλώνει την πολιτιστική και πολιτική εγγύτητα μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας.
Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, ο Πρίγκιπας Βλαντιμίρ Α΄ ο Μέγας του Κιέβου ένωσε υπό την εξουσία του ένα μεγάλο μέρος των νοτίων και κεντρικών Ρως και υιοθέτησε την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη ως την επίσημη θρησκεία των Ρως. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ακολούθησε το βυζαντινό Ορθόδοξο πρότυπο και, με ιδιαίτερη δημιουργικότητα, ενσωμάτωσε μέσα σε αυτό προχριστιανικές παραδόσεις που επιβίωναν στη ρωσική λαϊκή ψυχή.
Η υιοθέτηση του βυζαντινού Χριστιανισμού από τους Ρως έπαιξε ρόλο-κλειδί στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνίας και σηματοδότησε την ανάπτυξη των γραμμάτων στη Ρωσία και την υιοθέτηση ενός νέου αλφαβήτου. Δύο αδελφοί μοναχοί από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος (827-869) και ο Μεθόδιος (815-885), δημιούργησαν το αλφάβητο για τη ρωσική λειτουργική γλώσσα, το οποίο επηρεάστηκε από τα ελληνικά γλωσσολογικά πρότυπα και κατέστη η κοινή γραπτή γλώσσα όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών Σλάβων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τους Aγίους Κύριλλο και Μεθόδιο στις 11 Μαΐου. Επίσης, η βυζαντινή τέχνη ήταν μια ακόμη σημαντική πολιτιστική γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Ένας σημαντικός στρατηγικός δεσμός μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας ήταν το Τάγμα των Βαραγγίων, γνωστό και ως Βαραγγική Φρουρά. Ήδη το 839, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Θεόφιλος είχε στρατολογήσει Βαράγγους. Το 949, Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούσαν στο στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της αραβοκρατούμενης Κρήτης, ενώ Βάραγγοι μισθοφόροι συμπεριλαμβάνονταν επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο, οι Βάραγγοι αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς του Βυζαντίου.
Το 988, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ ζήτησε βοήθεια από τον Βάραγγο ηγεμόνα Βλαντιμίρ για να υπερασπισθεί τον θρόνο του από τον σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαντιμίρ έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν στη Χρυσούπολη και συνέτριψαν τις δυνάμεις των στασιαστών. Στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό και πέθανε. Εξ αιτίας της αποδεδειγμένης αξιοπιστίας των Βαράγγων και της δυσπιστίας του προς ντόπιους Βυζαντινούς στρατιωτικούς παράγοντες, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ δημιούργησε ειδικό τάγμα σωματοφυλάκων το οποίο αποκλήθηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό, ενώ, κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), ήταν το μόνο τμήμα του Βυζαντινού Στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
Τον 13ο αιώνα, ο Αλεξάντερ Νιέφσκι (1219-1263), Πρίγκιπας του Νόβγκοροντ, Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου και Μέγας Πρίγκιπας του Βλαντιμίρ, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αποτροπή της υποταγής της Ρωσίας στον ρωμαιοκαθολικό Πάπα και στους Γερμανούς. Το 1193, ο Πάπας Κελεστίνος Γ’ κήρυξε τις Βόρειες Σταυροφορίες, ωθώντας τη λεγόμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (δηλαδή τους Γερμανούς) και το Βασίλειο της Σουηδίας να επεκταθούν ανατολικά, εισβάλλοντας στη Λετονία, την Εσθονία και τη Λιθουανία. Εντός μιας δεκαετίας, μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Τευτόνων Ιπποτών[13]. Ο Αλεξάντερ Νιέφσκι, αφού ενίσχυσε το εξασθενημένο ηθικό του λαού του, αντιπαρέταξε τις δυνάμεις του στις όχθες της παγωμένης Λίμνης Πέιπους, αποφασισμένος να ανακόψει την προέλαση των Γερμανών ιπποτών, στις 5 Απριλίου 1242. Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δεν μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς. Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων. Η ήττα των Τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ. Ο Αλεξάντερ Νιέφσκι απέτρεψε την εισβολή των Τευτόνων στη Ρωσία και κατέστησε ακόμη εντονότερη τη διάκριση μεταξύ του Παπισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1547, ο Αλεξάντερ Νιέφσκι ανακηρύχθηκε άγιος από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται στις 23 Νοεμβρίου.
Τον 14ο αιώνα, υπό την επίδραση των Βυζαντινών ησυχαστών, εξαπλώθηκε ο Ησυχασμός στον σλαβικό κόσμο των Βαλκανίων και στη Ρωσία. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξάπλωση του Ησυχασμού έπαιξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, κορυφαίος Βυζαντινός ησυχαστής του 14ου αιώνα, ο οποίος, το 1325, έφυγε από το Άγιο Όρος, λόγω μιας εισβολής Τούρκων, και εγκαταστάθηκε σε μια ορεινή περιοχή, στα Παρόρια, στα όρια της Θράκης και της Βουλγαρίας. Εκεί, ο Βασιλέας της Βουλγαρίας Ιωάννης-Αλέξανδρος Άζεν (1331-1371) τον βοήθησε να οικοδομήσει ένα σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Από αυτό το μοναστήρι, εξαπλώθηκε ο Ησυχασμός σε ολόκληρο τον σλαβικό κόσμο, χάρη στους μεγάλους μοναχούς και ποιμένες οι οποίοι είχαν μορφωθεί πνευματικά εκεί: ο Πατριάρχης Τυρνάβου Ευθύμιος, οι ησυχαστές Ρωμύλος και Γρηγόριος, οι οποίοι διέδωσαν τον Ησυχασμό στη Σερβία, βοηθούμενοι από τον Πρίγκιπα Λάζαρο, καθώς και ο Μητροπολίτης Κιέβου Κυπριανός, ο οποίος διέδωσε τον Ησυχασμό στη Ρωσία, όπου, στον επόμενο αιώνα, ο κύριος εκπρόσωπος του ρωσικού Ησυχασμού, Άγιος Νείλος Σόρσκι (1433-1508) θα βασισθεί στην ησυχαστική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη.
Ο Ησυχασμός δημιούργησε έναν ενιαίο πνευματικό χώρο ο οποίος περιελάμβανε το Βυζάντιο, ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο και τις περιοχές οι οποίες σήμερα αντιστοιχούν στα κράτη της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Μετά από την πτώση του Βυζαντίου στους Οθωμανούς, η Ρωσική Αυτοκρατορία αναδείχθηκε στο ισχυρότερο θεματοφύλακα του Ησυχασμού και στον αυθεντικότερο συνεχιστή του Βυζαντίου. Ωστόσο, η πολιτιστική διείσδυση της Δύσης στη Ρωσία αυξήθηκε τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Ειδικά υπό την επιρροή τριών αιώνων πολωνικών πιέσεων, τον 16ο αιώνα, η Ουκρανία είχε ήδη προχωρήσει αρκετά μακριά στην οδό του εκδυτικισμού. Έτσι, όταν ο Τσάρος Αλέξιος παγίωσε την κυριαρχία του στη Μόσχα, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, οι πολιτικές και εκκλησιαστικές Αρχές της Ρωσίας αντιμετώπισαν το εξής δίλημμα: θα έπρεπε η Μόσχα να επιμείνει στο παραδοσιακό βυζαντινό Ορθόδοξο ήθος και να το επιβάλει στην Εκκλησία της νότιας Ρωσίας, ή θα έπρεπε να υιοθετήσει ένα λατινίζον πρόγραμμα και τάσεις μεταρρύθμισης της εκκλησιαστικής ζωής, ακολουθώντας τις τάσεις του Κιέβου; Ο Τσάρος Αλέξιος και ο Πατριάρχης Νίκων επέλεξαν τη δεύτερη πορεία. Υπό την Τσαρίνα Σοφία και τον Τσάρο Θεόδωρο, η λατινο-φραγκική επιρροή επάνω στη Μόσχα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, ειδικά μετά από τη σύναψη ειρήνης με την Πολωνία, το 1686. Έτσι, τελικά, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέκυψε στον δεσποτισμό του Τσάρου Πέτρου του Μεγάλου (αυτοκρατόρευσε την περίοδο 1682-1725) και της Τσαρίνας Αικατερίνης Β’ (αυτοκρατόρευσε την περίοδο 1762-1796).
Ο Μέγας Πέτρος, αν και παρέμεινε μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, άρθρωσε τη δική του απάντηση στα πολιτιστικά διλήμματα της Ρωσίας: ούτε ο εκλατινισμός, ούτε η βυζαντινή παράδοση, αλλά ο γερμανικός Προτεσταντισμός και η φιλοσοφία της Αναγέννησης ήταν τα πνευματικά κινήματα τα οποία ο Μέγας Πέτρος θεώρησε περισσότερο χρήσιμα για την πρόοδο της κοινωνίας του. Επίσης, υπό την πολιτιστική επιρροή της Δύσης, η Αικατερίνη Β’ έκλεισε πολλά μοναστήρια και κρατικοποίησε τις περιουσίες άλλων. Πολλοί Ρώσοι μοναχοί μετανάστευσαν τότε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, όπου ο Ησυχασμός παρέμενε ισχυρός από την εποχή της εισαγωγής του εκεί, τον 14ο αιώνα.
Οι κυρίαρχες πνευματικές δυνάμεις αντίστασης στον εκδυτικισμό της Ρωσίας βρίσκονταν στο ησυχαστικό μοναστικό κέντρο της Όπτινα. Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (Paisius Velichkovsky, 1722-1794), ο οποίος έχει ανακηρυχθεί ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αναζωογόνηση και ανάπτυξη του ρωσικού Ησυχασμού, και το μοναστικό κέντρο της Όπτινα έγινε το ‘στρατηγείο’ του για την εξάπλωση του Ησυχασμού σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ο Άγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τόνιζε την ανάγκη επίγνωσης των πολιτιστικών διαφορών και την αναζήτηση της αλήθειας και προειδοποιούσε σχετικά: «Ο εχθρός αρέσκεται να κρύβει την αλήθεια και να αναμειγνύει το καλό με το κακό».
Η ιστορική Μονή της Όπτινα, το ‘στρατηγείο’ του ρωσικού Ησυχασμού, κοντά στην πόλη Κοζέλσκ.
Ο Άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα (1812-1891), ο οποίος ανακηρύχθηκε ως άγιος από την τοπική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1989, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Γέροντες της Μονής της Όπτινα. Τον Άγιο Αμβρόσιο επισκέπτονταν πολλά σημαντικά πρόσωπα της ρωσικής κουλτούρας, όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Σολόβιοφ (V.S. Solovyov), ο Τολστόι (A.K. Tolstoy), ο Πογκόντιν (M.P. Pogodin), ο Στρατσόφ (N.N. Strachov) κ.ά. Ο Άγιος Αμβρόσιος πέρασε επτά χρόνια στην Ορθόδοξη Ανατολή (ως μέλος της Ρωσικής Πνευματικής Αποστολής Ιεροσολύμων), είχε προσωπική επαφή με το Άγιο Όρος και διεξήγαγε διάφορους θεολογικούς διαλόγους με Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες.
Ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833) είναι ένας από τους πιο φημισμένους Ρώσους ησυχαστές και αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και μαζί με τον Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392), επίσης μεγάλο ησυχαστή και άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τιμώνται με ιδιαίτερη θέρμη από τους Ρώσους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είχε βαθιές πνευματικές ρίζες στον βυζαντινό Ησυχασμό και ακολουθούσε την παράδοση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η Ρωσία, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό και στον χριστιανικό κόσμο, μπορεί να παίξει τον ρόλο του «Νέου Βυζαντίου», δεδομένου ότι είναι αφενός ο ισχυρότερος θεματοφύλακας του Ησυχασμού, αφετέρου ο ισχυρότερος και πνευματικά σημαντικότερος πόλος αντίστασης στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η δημιουργική και επιτυχής ανάληψη αυτής της ιστορικής ευθύνης και πρόκλησης από τη Ρωσία είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για την ιστορία του πολιτισμού, δεδομένου ότι, σε μεγάλη έκταση, θα κρίνει την πορεία της ανθρωπότητας σε πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Περί τον 9ο αιώνα μ.Χ., στην περιοχή η οποία σήμερα αντιστοιχεί στα κράτη της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, τα θεμέλια της κουλτούρας των Σλάβων ήταν βυζαντινά. Την ίδια περίοδο, στην περιοχή η οποία σήμερα αντιστοιχεί στα κράτη της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η κυρίαρχη κουλτούρα είχε τρεις συνιστώσες: μια κληρονομημένη προχριστιανική, παγανιστική συνιστώσα, μια χριστιανική συνιστώσα και μια βυζαντινή συνιστώσα. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, από την αρχή της ιστορίας του, ο ρωσικός πολιτισμός χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτιστικών κοινοτήτων. Οι Ρώσοι, ήδη τον 9ο αιώνα μ.χ., είχαν επεκτείνει τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς τους με την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Παρόμοια δομικά πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά είχε και το Βυζάντιο.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ., Σκανδιναβοί πολεμιστές-έμποροι, οι Βάραγγοι, σταδιακά έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις κύριες υδάτινες οδούς από τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Αυτή η διαδικασία άρχισε περίπου το 860 μ.Χ., όταν ο λαός του Νόβγκοροντ προσκάλεσε τον Βάραγγο Πρίγκιπα Ρούρικ να γίνει ο ηγεμόνας του Νόβγκοροντ. Το 882 μ.Χ., ο διάδοχος του Ρούρικ, ο Όλεγκ, κατέλαβε το Κίεβο, όπου, περί το 912, τον διαδέχθηκε ο Πρίγκιπας Ιγκόρ, υιός του Ρούρικ. Η Δυναστεία των Ρούρικ διατήρησε την ηγεμονία της στη Ρωσία μέχρι το 1598.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ., είχαν ήδη δημιουργηθεί και ευημερούσαν οι ρωσικές πόλεις-κράτη του Νόβγκοροντ, του Πσκοφ, του Σμολένσκ, του Σούζνταλ, του Κιέβου και του Βλαντίμιρ, βασισμένες κυρίως σε μια πολύπλοκη παγανιστική κουλτούρα και σε ένα πολύ αναπτυγμένο εμπόριο. Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι των Ρως, όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων-κρατών, ήταν το Βυζάντιο και οι Έλληνες οι οποίοι ζούσαν, από πολλούς αιώνες πριν, στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Επίσης, την ίδια περίοδο, οι Ρως υφίσταντο συχνές επιδρομές από ασιατικές νομαδικές φυλές, όπως οι Χαζάροι, οι Πετσενέγοι και οι Πολοφτσιανοί.
Από τις αρχές του 9ου αιώνα, ο ρωσικός κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερο σε επαφή με τον Χριστιανισμό. Το 866, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, σε Εγκύκλιό του προς τους Ανατολικούς Πατριάρχες, γράφει ότι Ελληνορθόδοξοι ιεραπόστολοι δρούσαν στη χώρα των Ρως (βλ. Ihor Shevchenko, Byzantium and the Slavs, Εκδ. Harvard Ukrainian Research Institute, 1991, σελ. 95-100). Επίσης, το 846, ο Άραβας γεωγράφος Ιμπν Χορνταντμπέx (Ibn Khordadbeh) έγραψε, στο βιβλίο του Βίβλος των Οδών και των Χωρών, για τους Χριστιανούς Ρως οι οποίοι εμπορεύονταν με τους Βυζαντινούς και με τη Μέση Ανατολή (βλ. A.P. Novoseltsev, The Eastern Slavs and Russia in the 9th-10th Centuries, Μόσχα, Εκδ. Gosudarstvennoe Izdatel’stvo, 1965). Αξίζει να σημειωθεί ότι το Νόβγκοροντ και άλλες ρωσικές εμπορικές πόλεις γνώρισαν ιδιαίτερη ευημερία χωρίς να ενταχθούν στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού, ο οποίος ήταν ένα Δυτικό φαινόμενο, και αυτό είναι ένα ακόμη γεγονός το οποίο υποδηλώνει την πολιτιστική και πολιτική εγγύτητα μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας.
Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, ο Πρίγκιπας Βλαντιμίρ Α΄ ο Μέγας του Κιέβου ένωσε υπό την εξουσία του ένα μεγάλο μέρος των νοτίων και κεντρικών Ρως και υιοθέτησε την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη ως την επίσημη θρησκεία των Ρως. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ακολούθησε το βυζαντινό Ορθόδοξο πρότυπο και, με ιδιαίτερη δημιουργικότητα, ενσωμάτωσε μέσα σε αυτό προχριστιανικές παραδόσεις που επιβίωναν στη ρωσική λαϊκή ψυχή.
Η υιοθέτηση του βυζαντινού Χριστιανισμού από τους Ρως έπαιξε ρόλο-κλειδί στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνίας και σηματοδότησε την ανάπτυξη των γραμμάτων στη Ρωσία και την υιοθέτηση ενός νέου αλφαβήτου. Δύο αδελφοί μοναχοί από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος (827-869) και ο Μεθόδιος (815-885), δημιούργησαν το αλφάβητο για τη ρωσική λειτουργική γλώσσα, το οποίο επηρεάστηκε από τα ελληνικά γλωσσολογικά πρότυπα και κατέστη η κοινή γραπτή γλώσσα όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών Σλάβων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τους Aγίους Κύριλλο και Μεθόδιο στις 11 Μαΐου. Επίσης, η βυζαντινή τέχνη ήταν μια ακόμη σημαντική πολιτιστική γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Ένας σημαντικός στρατηγικός δεσμός μεταξύ του Βυζαντίου και της Ρωσίας ήταν το Τάγμα των Βαραγγίων, γνωστό και ως Βαραγγική Φρουρά. Ήδη το 839, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Θεόφιλος είχε στρατολογήσει Βαράγγους. Το 949, Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούσαν στο στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της αραβοκρατούμενης Κρήτης, ενώ Βάραγγοι μισθοφόροι συμπεριλαμβάνονταν επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο, οι Βάραγγοι αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς του Βυζαντίου.
Το 988, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ ζήτησε βοήθεια από τον Βάραγγο ηγεμόνα Βλαντιμίρ για να υπερασπισθεί τον θρόνο του από τον σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαντιμίρ έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν στη Χρυσούπολη και συνέτριψαν τις δυνάμεις των στασιαστών. Στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό και πέθανε. Εξ αιτίας της αποδεδειγμένης αξιοπιστίας των Βαράγγων και της δυσπιστίας του προς ντόπιους Βυζαντινούς στρατιωτικούς παράγοντες, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ δημιούργησε ειδικό τάγμα σωματοφυλάκων το οποίο αποκλήθηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Η Βαραγγική Φρουρά συμμετείχε στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό, ενώ, κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), ήταν το μόνο τμήμα του Βυζαντινού Στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
Τον 13ο αιώνα, ο Αλεξάντερ Νιέφσκι (1219-1263), Πρίγκιπας του Νόβγκοροντ, Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου και Μέγας Πρίγκιπας του Βλαντιμίρ, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αποτροπή της υποταγής της Ρωσίας στον ρωμαιοκαθολικό Πάπα και στους Γερμανούς. Το 1193, ο Πάπας Κελεστίνος Γ’ κήρυξε τις Βόρειες Σταυροφορίες, ωθώντας τη λεγόμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (δηλαδή τους Γερμανούς) και το Βασίλειο της Σουηδίας να επεκταθούν ανατολικά, εισβάλλοντας στη Λετονία, την Εσθονία και τη Λιθουανία. Εντός μιας δεκαετίας, μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Τευτόνων Ιπποτών[13]. Ο Αλεξάντερ Νιέφσκι, αφού ενίσχυσε το εξασθενημένο ηθικό του λαού του, αντιπαρέταξε τις δυνάμεις του στις όχθες της παγωμένης Λίμνης Πέιπους, αποφασισμένος να ανακόψει την προέλαση των Γερμανών ιπποτών, στις 5 Απριλίου 1242. Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δεν μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς. Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων. Η ήττα των Τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ. Ο Αλεξάντερ Νιέφσκι απέτρεψε την εισβολή των Τευτόνων στη Ρωσία και κατέστησε ακόμη εντονότερη τη διάκριση μεταξύ του Παπισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1547, ο Αλεξάντερ Νιέφσκι ανακηρύχθηκε άγιος από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται στις 23 Νοεμβρίου.
Η Βαραγγική Φρουρά του Βυζαντίου (πηγή: Ιωάννου Σκυλίτση, Σύνοψις Ιστοριών, 12ος αιώνας). Ενώ πολλοί Βυζαντινοί στρατιώτες εμπλέκονταν σε στάσεις και συνωμοσίες τις οποίες οργάνωναν Βυζαντινοί στρατηγοί για τη διεκδίκηση εξουσίας, το Τάγμα των Βαραγγίων ήταν μια επίλεκτη ρωσική στρατιωτική δύναμη απολύτως πιστή στον Βυζαντινό Θρόνο. | |
Ο Άγιος Αλεξάντερ Νιέφσκι (1219-1263), Πρίγκιπας του Νόβγκοροντ, Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου και Μέγας Πρίγκιπας του Βλαντίμιρ. |
Τον 14ο αιώνα, υπό την επίδραση των Βυζαντινών ησυχαστών, εξαπλώθηκε ο Ησυχασμός στον σλαβικό κόσμο των Βαλκανίων και στη Ρωσία. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξάπλωση του Ησυχασμού έπαιξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, κορυφαίος Βυζαντινός ησυχαστής του 14ου αιώνα, ο οποίος, το 1325, έφυγε από το Άγιο Όρος, λόγω μιας εισβολής Τούρκων, και εγκαταστάθηκε σε μια ορεινή περιοχή, στα Παρόρια, στα όρια της Θράκης και της Βουλγαρίας. Εκεί, ο Βασιλέας της Βουλγαρίας Ιωάννης-Αλέξανδρος Άζεν (1331-1371) τον βοήθησε να οικοδομήσει ένα σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Από αυτό το μοναστήρι, εξαπλώθηκε ο Ησυχασμός σε ολόκληρο τον σλαβικό κόσμο, χάρη στους μεγάλους μοναχούς και ποιμένες οι οποίοι είχαν μορφωθεί πνευματικά εκεί: ο Πατριάρχης Τυρνάβου Ευθύμιος, οι ησυχαστές Ρωμύλος και Γρηγόριος, οι οποίοι διέδωσαν τον Ησυχασμό στη Σερβία, βοηθούμενοι από τον Πρίγκιπα Λάζαρο, καθώς και ο Μητροπολίτης Κιέβου Κυπριανός, ο οποίος διέδωσε τον Ησυχασμό στη Ρωσία, όπου, στον επόμενο αιώνα, ο κύριος εκπρόσωπος του ρωσικού Ησυχασμού, Άγιος Νείλος Σόρσκι (1433-1508) θα βασισθεί στην ησυχαστική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη.
Ο Ησυχασμός δημιούργησε έναν ενιαίο πνευματικό χώρο ο οποίος περιελάμβανε το Βυζάντιο, ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο και τις περιοχές οι οποίες σήμερα αντιστοιχούν στα κράτη της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Μετά από την πτώση του Βυζαντίου στους Οθωμανούς, η Ρωσική Αυτοκρατορία αναδείχθηκε στο ισχυρότερο θεματοφύλακα του Ησυχασμού και στον αυθεντικότερο συνεχιστή του Βυζαντίου. Ωστόσο, η πολιτιστική διείσδυση της Δύσης στη Ρωσία αυξήθηκε τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Ειδικά υπό την επιρροή τριών αιώνων πολωνικών πιέσεων, τον 16ο αιώνα, η Ουκρανία είχε ήδη προχωρήσει αρκετά μακριά στην οδό του εκδυτικισμού. Έτσι, όταν ο Τσάρος Αλέξιος παγίωσε την κυριαρχία του στη Μόσχα, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, οι πολιτικές και εκκλησιαστικές Αρχές της Ρωσίας αντιμετώπισαν το εξής δίλημμα: θα έπρεπε η Μόσχα να επιμείνει στο παραδοσιακό βυζαντινό Ορθόδοξο ήθος και να το επιβάλει στην Εκκλησία της νότιας Ρωσίας, ή θα έπρεπε να υιοθετήσει ένα λατινίζον πρόγραμμα και τάσεις μεταρρύθμισης της εκκλησιαστικής ζωής, ακολουθώντας τις τάσεις του Κιέβου; Ο Τσάρος Αλέξιος και ο Πατριάρχης Νίκων επέλεξαν τη δεύτερη πορεία. Υπό την Τσαρίνα Σοφία και τον Τσάρο Θεόδωρο, η λατινο-φραγκική επιρροή επάνω στη Μόσχα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, ειδικά μετά από τη σύναψη ειρήνης με την Πολωνία, το 1686. Έτσι, τελικά, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέκυψε στον δεσποτισμό του Τσάρου Πέτρου του Μεγάλου (αυτοκρατόρευσε την περίοδο 1682-1725) και της Τσαρίνας Αικατερίνης Β’ (αυτοκρατόρευσε την περίοδο 1762-1796).
Ο Μέγας Πέτρος, αν και παρέμεινε μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, άρθρωσε τη δική του απάντηση στα πολιτιστικά διλήμματα της Ρωσίας: ούτε ο εκλατινισμός, ούτε η βυζαντινή παράδοση, αλλά ο γερμανικός Προτεσταντισμός και η φιλοσοφία της Αναγέννησης ήταν τα πνευματικά κινήματα τα οποία ο Μέγας Πέτρος θεώρησε περισσότερο χρήσιμα για την πρόοδο της κοινωνίας του. Επίσης, υπό την πολιτιστική επιρροή της Δύσης, η Αικατερίνη Β’ έκλεισε πολλά μοναστήρια και κρατικοποίησε τις περιουσίες άλλων. Πολλοί Ρώσοι μοναχοί μετανάστευσαν τότε στη Μολδαβία και τη Βλαχία, όπου ο Ησυχασμός παρέμενε ισχυρός από την εποχή της εισαγωγής του εκεί, τον 14ο αιώνα.
Οι κυρίαρχες πνευματικές δυνάμεις αντίστασης στον εκδυτικισμό της Ρωσίας βρίσκονταν στο ησυχαστικό μοναστικό κέντρο της Όπτινα. Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (Paisius Velichkovsky, 1722-1794), ο οποίος έχει ανακηρυχθεί ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αναζωογόνηση και ανάπτυξη του ρωσικού Ησυχασμού, και το μοναστικό κέντρο της Όπτινα έγινε το ‘στρατηγείο’ του για την εξάπλωση του Ησυχασμού σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ο Άγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τόνιζε την ανάγκη επίγνωσης των πολιτιστικών διαφορών και την αναζήτηση της αλήθειας και προειδοποιούσε σχετικά: «Ο εχθρός αρέσκεται να κρύβει την αλήθεια και να αναμειγνύει το καλό με το κακό».
Η ιστορική Μονή της Όπτινα, το ‘στρατηγείο’ του ρωσικού Ησυχασμού, κοντά στην πόλη Κοζέλσκ.
Ο Άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα (1812-1891), ο οποίος ανακηρύχθηκε ως άγιος από την τοπική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1989, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Γέροντες της Μονής της Όπτινα. Τον Άγιο Αμβρόσιο επισκέπτονταν πολλά σημαντικά πρόσωπα της ρωσικής κουλτούρας, όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Σολόβιοφ (V.S. Solovyov), ο Τολστόι (A.K. Tolstoy), ο Πογκόντιν (M.P. Pogodin), ο Στρατσόφ (N.N. Strachov) κ.ά. Ο Άγιος Αμβρόσιος πέρασε επτά χρόνια στην Ορθόδοξη Ανατολή (ως μέλος της Ρωσικής Πνευματικής Αποστολής Ιεροσολύμων), είχε προσωπική επαφή με το Άγιο Όρος και διεξήγαγε διάφορους θεολογικούς διαλόγους με Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες.
Ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833) είναι ένας από τους πιο φημισμένους Ρώσους ησυχαστές και αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και μαζί με τον Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392), επίσης μεγάλο ησυχαστή και άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τιμώνται με ιδιαίτερη θέρμη από τους Ρώσους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είχε βαθιές πνευματικές ρίζες στον βυζαντινό Ησυχασμό και ακολουθούσε την παράδοση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η Ρωσία, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό και στον χριστιανικό κόσμο, μπορεί να παίξει τον ρόλο του «Νέου Βυζαντίου», δεδομένου ότι είναι αφενός ο ισχυρότερος θεματοφύλακας του Ησυχασμού, αφετέρου ο ισχυρότερος και πνευματικά σημαντικότερος πόλος αντίστασης στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η δημιουργική και επιτυχής ανάληψη αυτής της ιστορικής ευθύνης και πρόκλησης από τη Ρωσία είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για την ιστορία του πολιτισμού, δεδομένου ότι, σε μεγάλη έκταση, θα κρίνει την πορεία της ανθρωπότητας σε πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
[1] Ο Νικόλαος Λάος δημοσίευσε σχετικό υλικό στο βιβλίο του με τίτλο 40 Μυστικοί Φάκελοι που το σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης δεν θα ήθελε να γνωρίζεις (Αθήνα: Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2013) καθώς και σε σχετικές εργασίες και άρθρα του που δημοσιεύθηκαν από το Research Institute for European and American Studies, από το Saint Elias Seminary and Graduate School και από την ελληνική πολιτική εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο».
[2] Την τροπολογημένη αυτή τριαδολογία των Δυτικών (Filioque) καταπολέμησε συστηματικά ο Μέγας Φώτιος στο σύγγραμμά του Μυσταγωγία του Αγίου Πνεύματος. Για την Ορθόδοξη παράδοση, το Filioque ανατρέπει την τριαδική ισορροπία, μειώνοντας την τέλεια ισότητα των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας. Προσβάλλει την απόλυτη μοναρχία του Πατέρα, μεταθέτοντας την αρχή της τριαδικής ενότητας από την Υπόσταση του Πατέρα προς τη Φύση. Δεδομένου ότι οι θεολόγοι της Δύσης δίδουν προτεραιότητα στην ουσία έναντι του προσώπου, θεωρώντας ότι το πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό της ουσίας (ενώ, για τους Ορθοδόξους θεολόγους, η ουσία είναι το περιεχόμενο του προσώπου και άρα, η γνώση του προσώπου προηγείται της γνώσης της ουσίας), δια του Filioque, ο Πατέρας και ο Υιός ενώνονται σε μια κοινή φύση για να σχηματίσουν μια μόνη αρχή εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, πράγμα που μεταβάλλει τα δύο αυτά Πρόσωπα, δηλαδή τον Πατέρα και τον Υιό, σε μια απρόσωπη θεότητα-Ουσία, μήτρα και πηγή της εκπόρευσης. Έτσι, η Τριαδική Μονάδα διασπάται σε δύο δυάδες: η μια δυάδα αποτελείται από τον Πατέρα και τον Υιό και η άλλη δυάδα περιλαμβάνει τον Πατέρα και τον Υιό ως μια ενότητα ουσίας η οποία εκπορεύει και το Άγιο Πνεύμα ως το εκπορευόμενο από την ενότητα Πατέρα και Υιού. Η ελάττωση των Προσώπων της Αγίας Τριάδας σε σχέση αντίθεσης οδηγεί σε μια θεώρηση του Υιού σαν εκείνες τις μυθικές θεότητες που είναι μειωμένες ως προς την ικανότητα της γέννησης και στη θεώρηση του Αγίου Πνεύματος σαν εκείνες τις μυθικές θεότητες που είναι μειωμένες ως προς τη γέννηση και τη δύναμη της εκπόρευσης, την οποία δύναμη της εκπόρευσης, κατά το Filioque, μόνο ο Πατέρας και ο Υιός κατέχουν από κοινού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Άγιο Πνεύμα απομένει το μόνο που δεν έχει τίποτε κοινό ως Υπόσταση με τα υπόλοιπα Πρόσωπα της Τριάδας, δηλαδή το Ζωαρχικό Πνεύμα αποβαίνει στείρο Πρόσωπο.
[3] Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει, ως ανώτατη τιμητική διάκριση, το «Βραβείο Καρλομάγνος», έχει οικοδομήσει την «Αίθουσα Καρλομάγνος» στις εγκαταστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και γενικώς έχει ορίσει τον Καρλομάγνο ως τον παραδειγματικό της πολιτιστικό ήρωα, δείχνοντας απροκαλύπτως ότι η κουλτούρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εχθρική προς το Βυζάντιο.
[4] Ως ψυχοσωματικές οντότητες (ψυχή και σώμα μαζί).
[5] Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την κορυφαία υπόμνηση της δυνατότητας του ανθρώπου να υπερβεί τη λογική της φυσικής-ιστορικής ανάγκης. Η αναγγελία της Ανάστασης του Χριστού από έναν Άγγελο, δηλαδή από ένα πνευματικό πλάσμα ενός άλλου κόσμου, χωρίς να έχουν υπάρξει ανθρώπινοι μάρτυρες, μας διδάσκει ότι, για να κατανοήσουμε το Μυστήριο της Ανάστασης και για να αποκτήσουμε τις δυνατότητες που αυτό μας προσφέρει, χρειάζεται να αποκτήσουμε μια όραση άλλη από τη φυσική –χρειαζόμαστε την πνευματική όραση. Αυτή την πνευματική δυνατότητα μπορούμε να ονομάσουμε ‘νου’, για να την αντιδιαστείλουμε από τον ‘λόγο’, δηλαδή από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το οποίο προσπελάζει και αναλύει τα αισθητά. Ο νους είναι εικόνα του αόρατου Θεού, και είναι απεριόριστος, παρόλο που περιορίζεται από το σώμα.
[6] Είναι ενδεικτικό ότι, μετά από την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και την αποκάλυψη του εγκληματικού χαρακτήρα του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κατεστημένου, σημαντικοί εκκλησιαστικοί παράγοντες της Δύσης μίλησαν δημοσίως και ευθαρσώς εναντίον του ιδρυμένου χρηματοοικονομικού συστήματος, ενώ ο Προκαθήμενος της κρατικής Εκκλησίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β’ επέμεινε σε ένα κήρυγμα γενικευμένου κομφορμισμού, εξυπηρετώντας τις ελλαδικές κυβερνήσεις και την Τρόικα. Στις 26 Νοεμβρίου 2008, η εφημερίδα The New York Times είχε δημοσιεύσει εκτενές ρεπορτάζ σχετικά με ανακοινώσεις Γερμανών Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών θρησκευτικών ηγετών εναντίον του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Στις 24 Αυγούστου 2012, σύμφωνα με δημοσίευμα της επίσημης ιστοσελίδας του Βρετανικού Κοινοβουλίου, η Εκκλησία της Αγγλίας υπέβαλε σχόλια προς τη βρετανική κοινοβουλευτική επιτροπή που ερευνούσε το σκάνδαλο του δείκτη Libor και άλλες αδικοπραξίες τραπεζιτών και χρηματιστών, επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί πρέπει να μετανοήσουν. Από την άλλη πλευρά, επιδεικνύοντας σαφώς καθεστωτική νοοτροπία, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Β’, κατά τη διάρκεια συνεδρίας της Ιεραρχίας στο Συνοδικό Μέγαρο, τον Οκτώβριο του 2012, δήλωσε ότι «τίποτα δεν είναι πλέον ίδιο» και «δεν είναι καιρός για επαναστάσεις», απορρίπτοντας τις προτάσεις του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβροσίου και του Μητροπολίτη Περιστερίου Χρυσοστόμου για δυναμική αντίδραση της Εκκλησίας στα αντιλαϊκά μέτρα (βλ. σχετικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα Η Ελλάδα αύριο, 3 Οκτωβρίου 2012). Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Β’, το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας πρέπει να είναι επικεντρωμένο σε βασικές φιλανθρωπικές πράξεις, ‘ξεχνώντας’ ότι, όπως είχε ορθώς επισημάνει ο Ιερός Αυγουστίνος, «η φιλανθρωπία δεν είναι υποκατάστατο για την παρακρατούμενη δικαιοσύνη».
[7] Ο νεώτερος Δυτικός οικουμενισμός είναι ένα κίνημα που αποσκοπεί στην αποσιώπηση της θρησκευτικής πίστης προς διαθρησκειακή και διεθνή πολιτική ενότητα, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο οικουμενισμός αρνείται την ενότητα της πίστης και αντ’ αυτής προτείνει μια ενότητα ιστορικών σκοπιμοτήτων, η οποία εκφράζεται με κηρύγματα ‘ειρήνης’ και ‘αγάπης’ χωρίς το αίτημα της αλήθειας. Το κίνημα του οικουμενισμού εκδηλώθηκε σαφέστερα δια του λεγομένου «Παγκοσμίου Συνδέσμου προς Προαγωγή Διεθνούς Φιλίας Δια των Εκκλησιών», το οποίο ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1914. Σκοπός του προαναφερθέντος «Παγκοσμίου Συνδέσμου» ήταν η ένωση των Εκκλησιών ως μέσο προς την ειρήνευση του κόσμου, δηλαδή με τρόπο που επιδιώκει τη διαθρησκειακή συνεννόηση ο αγγλικός Ελευθεροτεκτονισμός (βλ. κεφάλαιο 40). Παρ’ ότι η ζωή του προαναφερθέντος «Παγκοσμίου Συνδέσμου» υπήρξε μικρή, το κίνημα του οικουμενισμού επιβίωσε και αναπτύχθηκε και, ειδικά στον προτεσταντικό κόσμο, συνδέθηκε με τη «θεωρία των κλάδων» (Branch Theory), σύμφωνα με την οποία όλες οι Εκκλησίες είναι προεκτάσεις της Μίας Εκκλησίας του Χριστού, όπως οι κλάδοι του δένδρου φύονται εκ του κορμού αυτού. Για τον Παπισμό, ειδικότερα, ο οικουμενισμός σημαίνει την υποταγή των διαφόρων Εκκλησιών στην Επισκοπική Έδρα της Ρώμης. Έτσι, ο οικουμενισμός καθιστά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη και καταδικαστέα, τη διάκριση μεταξύ ‘ορθοδοξίας’ και ‘αίρεσης’. Όμως, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, η αίρεση ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικά ‘Εκκλησία’, αλλά αποτελεί «εργαστήριον του διαβόλου» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Patrologia Graeca, τόμος 62, 219). Το 1948, κατόπιν πρωτοβουλίας προτεσταντικών Εκκλησιών, ιδρύθηκε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το οποίο ανέλαβε το έργο της προώθησης του οικουμενισμού, με τη θερμή υποστήριξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
[8] Το 1582, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντικατέστησε το πατροπαράδοτο Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο (από το όνομα του τότε Πάπα Γρηγορίου 13ου ). Μεταξύ άλλων καινοτομιών που επέφερε, το Παπικό Ημερολόγιο μετέβαλε τον κανόνα εορτασμού του Πάσχα τον οποίο είχε θεσπίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος βάσει των Κανόνων των Αγίων Αποστόλων. Επίσης, με το νέο αυτό ημερολόγιο, ο Παπισμός διέρρηξε τη συμφωνία κοινού εορτασμού του Πάσχα και των λοιπών εκκλησιαστικών εορτών από όλους τους Χριστιανούς ανά την υφήλιο.
[9] Κατά τις συνοδικές εργασίες της Ι’ Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Ιουνίου 1929, ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος είπε τα εξής για τους Έλληνες κληρικούς και λαϊκούς που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς την ημερολογιακή μεταρρύθμιση της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Χωρία ολόκληρα έφυγον από την Εκκλησίαν, ιερείς δε τινές δεν αναγνωρίζουσι την Εκκλησίαν. Εδημιουργήθη κατάστασις αφόρητος, διότι άλλα διατάσσει η Πολιτεία και άλλα η Εκκλησία». Προς την ΙΕ’ Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 11 Οκτωβρίου 1933, οι Μητροπολίτες Δρυινουπόλεως Βασίλειος, Κασσανδρείας Ειρηναίος, Δημητριάδος Γερμανός και Δράμας και Φιλίππων Βασίλειος υπέβαλαν υπόμνημα με το οποίο ζητούσαν: «την επαναφοράν της, δι’ αντικανονικής εισαγωγής του νέου ημερολογίου εις την Ορθόδοξον ημών Εκλησίαν, διαταραχθείσης ομονοίας και ψυχικής ηρεμίας του ευσεβούς ημών λαού, την επιστροφήν εις το Νομοθετικόν Διάταγμα της 18 Ιανουαρίου 1923, καθ’ ο η μεν Πολιτεία δύναται να τηρήση το νέον ημερολόγιον, η δε Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία το πάτριον ιουλιανόν εορτολόγιον, έως ου δι’ Οικουμενικής Συνόδου ή δια Συνόδου Μεγάλης Τοπικής, εν η να αντιπροσωπεύωνται καταλλήλως άπασαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, μελετηθή και εισαχθή το υπό της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας παραδεκτόν γενησόμενον ημερολόγιον».
[10] Ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 861) επιτρέπει σε κάθε πρόσωπο να διαχωρίζει τη θέση του και να διακόπτει την εκκλησιαστική κοινωνία με οποιονδήποτε επίσκοπο κηρύσσει δημοσίως αίρεση καταδικασμένη από Ορθόδοξη Σύνοδο ή Εκκλησιαστικούς Πατέρες. Οι τρεις Μητροπολίτες που, το 1935, διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του νέου ημερολογίου, δηλαδή ο Δημητριάδος Γερμανός, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος, συνέταξαν, στις 26 Μαΐου 1935, έγγραφο υπό τον τίτλο «Διαμαρτυρία και Δήλωσις», στο οποίο αιτιολογούσαν τη στάση τους επικαλούμενοι τα εξής: η «Ιεραρχία της Ελλάδος», το 1924, «εισήγαγε μονομερώς και αντικανονικώς εις την Εκκλησίαν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον», δηλαδή το παπικό, «παρά τα θέσμια των επτά Οικουμενικών Συνόδων και την αιωνόβιον πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» και έτσι «ηθέτησε τους θείους και Ιερούς Κανόνας» τους «διέποντας τα της θείας Λατρείας και ιδία την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων», «διέσπασε την ενότητα της καθ’ όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας», «διήρεσε τους Χριστιανούς» και «έθιξεν εμμέσως και το δόγμα του συμβόλου της Πίστεως “εις Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν”».
[11] Οι ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες στην Ελλάδα είναι γνωστοί ως «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.). Τον Δεκέμβριο του 1960, ο Αρχιμανδρίτης Γ.Ο.Χ. Ακάκιος Παπάς μετέβη στις ΗΠΑ για να ζητήσει από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς να χειροτονήσει επισκόπους για την Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. της Ελλάδος. Δύο Ιεράρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς, ο Αρχιεπίσκοπος Σικάγο Σεραφείμ και ο Επίσκοπος Ντιτρόιτ Θεόφιλος Ionescu, χειροτόνησαν τον Αρχιμανδρίτη Ακάκιο σε Επίσκοπο Γ.Ο.Χ. Ταλαντίου. Το 1962, ο Αρχιεπίσκοπος Χιλής και Περού Λεόντιος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς επισκέφθηκε την Ελλάδα, όπου μαζί με τον Επίσκοπο Γ.Ο.Χ. Ακάκιο χειροτόνησαν τους εξής Επισκόπους Γ.Ο.Χ.: τον Κυκλάδων Παρθένιο Σκουρλή, τον Γαρδικίου Αυξέντιο Πάστρα και τον Μαγνησίας Χρυσόστομο Νασλίμη. Το 1963, ο Γαρδικίου Αυξέντιος Πάστρας εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος των Γ.Ο.Χ. Στις 18 Δεκεμβρίου 1969, η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς, υπό τον πρόεδρό της Μητροπολίτη Φιλάρετο, αναγνώρισε επισήμως, δια συνοδικής αποφάσεως, την κανονικότητα των χειροτονιών των Γ.Ο.Χ. της Ελλάδος και ανέπτυξε στενές εκκλησιαστικές σχέσεις μαζί τους. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, υπό την επίδραση σεκταριστικών φατριών, θεολογικά ακαλλιέργητων ιερέων και προβοκατόρων και πρακτόρων που δρούσαν μέσα στους Γ.Ο.Χ. για λογαριασμό του Δυτικού παράγοντα, καθώς και υπό την επίδραση διαφόρων άλλων αντιπαραδοσιακών και αντιρωσικών δυνάμεων, δημιουργήθηκαν ποικίλα σχίσματα μέσα στους Γ.Ο.Χ. και τελικά πολλές κοινότητες Γ.Ο.Χ. διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τη Μητέρα Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τους είχε προσφέρει τη δυνατότητα να αρθρώσουν μια κανονική Ορθόδοξη εκκλησιολογική ένσταση. Έτσι, αποκομμένες από την παραδοσιακή Ρωσική Ορθοδοξία, πολλές κοινότητες Γ.Ο.Χ. εξέπεσαν σε κατάσταση παρασυναγωγής/σχίσματος.
[12] Στις 18 Απριλίου 1962, στην εφημερίδα Καθολική, ο οικουμενιστής και ατλαντιστής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας δήλωσε: «Ήδη απεκτήσαμεν την ενότητα με τον Προτεσταντισμόν, δια της οποίας πραγματοποιούμεν ομοσπονδιακήν δύναμην (σημ.: μέσω Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών) 350 εκατομμυρίων ατόμων επί καθαρώς εκκλησιαστικών θεμάτων. Όσον αφορά την Καθολικήν Εκκλησίαν έγιναν πολλαί επαφαί, αύται δε, συνεχίζονται δια να επιτύχωμεν την ομοσπονδίαν των χριστιανικών κλάδων...Με τους Παλαιοκαθολικούς ουδεμίαν έχομεν διαφοράν. Με τους Νεοκαθολικούς, και ιδία μετά το 1870, έχομεν μικράς διαφοράς, αι οποίαι ημπορεί και πρέπει να εξομαλυνθούν».
[13] Το Τευτονικό Ιπποτικό Τάγμα (στα λατινικά, Ordo Teutonicus ή Ordo Domus Sanctae Mariae Theutonicorum Ierosolimitanorum) είναι ένα γερμανικό ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα το οποίο ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην Άκκρα της Παλαιστίνης. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, ήταν ένα σταυροφορικό τάγμα, τα μέλη του οποίου φορούσαν λευκούς μανδύες με μαύρο «τευτονικό σταυρό», ο οποίος έχει την εξής μορφή:
Ωστόσο, σήμερα, είναι ένα ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα, με έδρα στη Βιέννη της Αυστρίας. Το μεσαιωνικό Τευτονικό Τάγμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στο Λατινικό Βασίλειο των Αγίων Τόπων, διότι ήλεγχε τα διόδια του Λιμανιού της Άκκρας. Μετά από την ήττα των Παπικών Σταυροφόρων στη Μέση Ανατολή, το Τάγμα των Τευτόνων εγκαταστάθηκε στην Τρανσυλβανία, το 1211, για να υπερασπισθεί την Ουγγαρία εναντίον των Κουμάνων (νομαδικό τουρκικό φύλο). Ωστόσο, το 1225, οι Τεύτονες Ιππότες εξορίσθηκαν από την Ουγγαρία, επειδή επεδίωξαν να τεθούν υπό την κυριαρχία του Πάπα και όχι της Ουγγαρίας. Βασισμένος στη Χρυσή Βούλα του Ρίμινι (την οποία εξέδωσε, τον Μάρτιο του 1226, ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκος Β’), ο Μέγας Μάγιστρος του Τευτονικού Τάγματος Χέρμαν φον Ζάλτσα (Hermann von Salza) και ο Δούκας Κόνραντ Α’ της Μασοβίας (Konrad I), μιας περιοχής που βρίσκεται στη σημερινή ανατολική Πολωνία, επεχείρησαν από κοινού να εισβάλουν στην Παλαιά Πρωσία, το 1226, για να επιβάλουν τον Παπισμό στους βαλτικούς Παλαιοπρώσους, στο πλαίσιο της Πρωσικής Σταυροφορίας. Τότε, οι Τεύτονες Ιππότες κατηγορήθηκαν ότι εξαπάτησαν τους Πολωνούς και δημιούργησαν ένα ανεξάρτητο μοναστικό κράτος. Απ’ όταν εγκαταστάθηκε στην Πρωσία, το Τευτονικό Τάγμα ενεπλάκη σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος Χριστιανών γειτόνων του, όπως το Βασίλειο της Πολωνίας, το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και η Πολιτεία του Νόβγκοροντ. Το 1410, ο πολωνο-λιθουανικός στρατός πέτυχε αποφασιστικής σημασίας νίκη σε βάρος του Τευτονικού Τάγματος και έκαμψε τη στρατιωτική του ισχύ στη Μάχη του Γκρούνβαλντ (Grunwald). Έκτοτε, το Τευτονικό Τάγμα ακολούθησε μια πορεία παρακμής. Μάλιστα, το 1525, ο Μέγας Μάγιστρος των Τευτόνων, Αλβέρτος του Βραδεμβούργου συμβιβάσθηκε με τον Λουθηρανισμό, εφάρμοσε πολιτική εκκοσμίκευσης στις πρωσικές κτήσεις του και αναγορεύθηκε σε Δούκα της Πρωσίας. Ωστόσο, οι Μεγάλοι Μάγιστροι του Τευτονικού Τάγματος είχαν υπό τον έλεγχό τους σημαντικά εδάφη στη Γερμανία και αλλού, μέχρι το 1809, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης διέταξε τη διάλυση του Τευτονικού Τάγματος, και έτσι αυτό έχασε την κοσμική του δύναμη. Το Τευτονικό Τάγμα συνέχισε να υπάρχει υπό την ηγεσία των Αψβούργων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατόρθωσε να επιβιώσει της πτώσης της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, επειδή, το 1929, εγκατέλειψε τον στρατιωτικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε σ’ ένα καθαρά πολιτιστικού χαρακτήρα ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα, προσανατολισμένο στην επιτέλεση αγαθοεργιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου