Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΚΛΟΥΒΑΚΙΑ
..Είχα πιάσει κάποτε δουλειά κοντά σ ένα παληκάρι, υδραυλικό τον μήτσο που προσπαθούσε κι αυτός να σταθεί μέσα στην δραματική κατοχή που περνάμε και την πλήρη έκπτωση των αξιών γύρω ...
κάναμε συνήθως μερεμέτια και αραιότερα μεγαλύτερες δουλειές γιατί που λεφτά ο κόσμος τέτοιαν εποχή,που διάθεση για μεγάλες ανακατωσούρες...ήταν και χειμώνας,χειμώνας στην φύση και στις καρδιές γύρω...
λέγαμε’’χμμ θερμοσίφωνας στον τέταρτο σήμερα ετοιμάσου για σχοινιά’’....και στριμώχναμε τα φρύδια προσπαθώντας να γελάσουμε...
μ αυτά και με κείνα κυλούσαν οι μέρες και όποτε δεν κυλούσαν δεν τις πιέζαμε και μεις..αφηνόμαστε να δούμε που θα βγεί...φορές που σχολούσαμε νωρίς σαν στεναχωρημένοι
λέγαμε ε,μωρέ αύριο θα ναι καλύτερα έχει ο θεός...
’Ενα πρωί ηλιόλουστο ήρθε σε μια δύσκολη οικοδομή να περάσουμε δίκτυο και έπρεπε να μας παραχωρηθεί’’δρόμος’’ μέσα απο ένα διαμέρισμα...κτυπήσαμε το κουδούνι..
..μας άνοιξε μια κυρία γύρω στα εβδομήντα,μορφή γροτέσκα και αλλόκοτη σαν μποέμ αλλά λιγάκι πιο ήπιο,ελληνικό, κατά τ άλλα σαν σε παλιά ταινία του federico fellini ιταλιάνικη έμοιαζε (όπου παράξενοι άνθρωποι ’’διαφορετικοί’’ θυμίζουν ο καθείς ένα -ιδεοθέατρο- σκιών ,-αν μπορούσε καλώς εννοούμενα να ειπωθεί να μου επιτραπεί-,όπου καθείς του ,έχει την δική του παράξενη περιπέτεια που τον σημάδεψε στην ζωή,το δικό του αγαπημένο τραγούδι που λέει όταν βγαίνει στο πανί.)..
’’περάστε περάστε ’’ μας είπε,’’βεβαίως’’ ’’και ρεύμα να πάρετε και ότι χρειαστείτε’’’’εναν καφέ θα θέλατε παιδιά'';;
..άφωνοι με την ευγένεια,υποκύψαμε...περάσαμε τα εργαλεία και καθίσαμε...και χωρίς καν να μας ρωτήσει άρχισε να μας διηγήται την ιστορία της ζωής της,τον άντρα της και ’’ΦΩΣ του κόσμου της’’ που είχε χαθεί πια,για τα χρόνια που εκείνος κούτσαινε από ένα ατύχημα με την παλιά βέσπα του,για τα χρόνια που ζήσανε
’’κανωντας πια μόνο τα μισά απο ότι ονειρευτήκαμε ίδια κουτσά’’
εξ αιτίας των γεγονότων,για τα δυό τους παιδιά
’’το ΦΩΣ εκ ΦΩΤΟΣ της’’
που μεγάλωσαν σαν καράβια και βγήκαν προς μακρυνούς λιμένες και αραιώσαν τις επαφές λες και δεν καταλάβαιναν τίποτε απο τον πόνο των γονιών τους,η σαν να ήτανε αυτό το συνηθισμένο...’’μετά που έφυγε κι ο πατέρας τους ε, πάει αποχαθήκανε πια’’ είπε...’’η μικρή έχει δουλειά εκεί ,τάδε τάδε, καταλαβαίνω βέβαια ,δεν μπορεί,ο μεγάλος όμως;;ο μεγάλος’’;;
..’’έχω βέβαια και την συνταξή μου’’ είπε και εκεί πλανήθηκε μια ανίερη σιγή,είχαμε καθηλωθεί,και η αλήθεια ούτε θέλαμε να φύγουμε ούτε μπορούσαμε (ούτε και έπρεπε)..όπως θα έπρεπε και να την επισκεφτούμε ξανά καμιά φορά - εδώ και εκεί..έτσι να βρεί διέξοδο ο πόνος της μοναχικής αυτής μάνας απο δυό άσχετους μ αυτήν, τυχαίους περαστικούς υδραυλικούς.....
πάνω που είχε αρχίσει να μου θυμίζει ένα στίχο του Ρίτσου,-έναν στίχο που δεν θυμάμαι πια τώρα που ξαναδιαβάζω και ο ίδιος την ιστορία αυτή-
( λες και κατάλαβε την αμηχανία μας μπροστά στην διάφανη συντριβή της μα αλήθεια ποιος είχε συντριβεί αληθινά θα ΄παιρνε καιρό να το εννοήσω ,να το βιώσω με την καρδιά )
..εκεί ακριβώς σε μια παράξενη εναλλαγή διαφάνειας -τόση που προσωπικά ένιωσα γυμνός σαν κρύσταλλο με καρδιά δονούμενη- είπε
..’’όχι,πηγαίνετε μην σας καθυστερώ έχετε δουλειά και δεν είναι και ν ακούει πρωί πρωί κανείς παλιατζούρες..αυτά τυχαίνουν στον καθένα και πρέπει να ναι έτοιμος να τα δεχτεί-εξ άλλου τι σημασία έχει πια;έχω τα πουλάκια μου που τα λατρεύω και με λατρεύουν θέλω να πιστεύω...
ξέρω τι θα πείτε! τα πουλιά φυλάκισα, έτσι πως είναι δυνατόν να ισχυριστώ μπροστά σας τ αγαπώ,πως γίνεται να έχω την πεποίθηση ότι και εκείνα μ αγαπούν...μα..θα ήτανε μόνα έξω στο κρύο εαν δεν ήμουν εγώ! πεινασμένα,όχι μην το πείτε! ξέρω ξέρω δικαιολογίες φτηνές ξέρω θα ήταν ελευθερα στην φύση στα εξωτικά νησιά τους τα παραδείσια ξέρω καλά,παιδιά μου μην πείτε τίποτε...ευτυχισμένα θα ήτανε.’’..
τότε, σαν ξεμαγεμένοι, -λυτοί πια απο ξόρκι παράξενο που τα μάτια δένει- κοιτάξαμε γύρω έκθαμβοι....το σπίτι της ήτανε γεμάτο καταγεμάτο κλουβιά όλων των ειδών,μικρά μεγάλα το ένα πάνω στο άλλο,πολυκατοικίες ολόκληρες συνοικίες απο δωμάτιο σε δωμάτιο πουλιών,μυρωδιά ξυνή της άπειρης κουτσουλιάς-μα πως δεν μας έπνιγε τόσην ώρα εκεί πέρα;και που είχε πάει ο Χρόνος;
πόσο δυνατό ήτανε το ξόρκι;;
..δεν υπήρχε παρά ένα στενό μονοπατάκι απο συνοικία σε συνοικία,ίσα ίσα και αυτό ώστε να γεμίζει στις πολύ απομακρυσμένες συνοικίες των περιχώρων του αστυπτηνικού οικισμού τις ξεμακρυσμένες ταίστρες...
α ναι.ήτανε και τα φυτά...
πολλά φυτά στο μπαλκόνι,
-ένα πίσω ξεχασμένο μπαλκόνι με θέα στην φτώχια της παιδικής μου ηλικίας- φυτά με κάτι του τέλους της δεκαετίας του ’70,στο παρουσιαστικό τους.
.ήτανε τάχα οι παλιές (λαικά προχειροζωγραφισμένες) κεραμιδόγλαστρες -οι σακατεμένες απο το υφάλμυρο νερό της Κορίνθου- η δια-ποτισμένες απο την βαρυά απόκοσμη αύρα της; η η επιλογή του είδους των φυτών ως μια μόδα ορισμένης εποχής που ανέδυε αυτήν την αίσθηση;
ήτανε και η μουσική.
πολλή μουσική!!,γιατί όσο μιλούσαμε θυμάμαι αμυδρά -λόγω της χαύνωσης του ξορκιού,την κυρία ν αλλάζει που και που δίσκους βινυλίου σ ένα παλιό πικάπ και να επιστρέφει...
μουσική που συνεχίστηκε ακόμα σχεδόν διαπασών και όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα να αρχίσουμε την δουλειά.
................................................................................................
Σήμερα, καλοκαίρι πια,πολύ αργά απομεσήμερο,μέσα στο συννεφόκαμα
περνώντας έξω απ την πολυκατοικία της, δεν αντιστάθηκα
και κοίταξα φευγαλέα επάνω στο μπαλκόνι (όσο φαινόταν η γωνία του) προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ενδιαφέρομαι,πως δεν μου πέφτει λόγος για την ζωή του καθενός πώς δεν είναι καλές οι ευαισθησίες εαν βαθαίνουν,αλλά τελικά κοίταξα...(ίσως το φίλτρο να ήτανε τελικά στον καφέ και να είχε ακόμα μια μακρυσμένη ξεθυμασμένη επήρεια επάνω μου μετά τόσους μήνες)
..είδα μια κυρία,νεώτερη
που της έμοιαζε πολύ,και έναν κύριο μεγαλύτερο λίγο,που ΄μοιαζε στον άντρα της,
να έχουν τα κλουβάκια στο φτωχικό μπαλκονάκι και να τ ανοίγουν ένα ένα αργά ιεροτελεστικά..με τα πουλιά να πετούν αργά σαν χαμένα ολόγυρα σε κύκλους στην αρχή,και ύστερα να χάνονται ψηλά στον ουρανό..
θα ορκιζόμουνα πως τους είδα ξανά σε μια αιώνια στιγμή μαζί σε έναν εναλλακτικό η απλά παλιότερο χωροχρόνο να ελευθερώνουν υπό μορφήν παραδείσιων πουλιών τα όνειρα τους και τις επιθυμίες τους η σ έναν υπερβατικό να ελευθερώνουν τα ταπεινωμένα συναισθήματα του βίαιου χωρισμού και της γήινης μοναξιάς του ζευγαριού.
τα πουλιά μόνο ξέρουν την αλήθεια και εάν έχω τελικά άδικο την χαιρετούσαν σε κύκλους πριν φύγουν στους ορίζοντες...
μου φάνηκε πως καθώς σκοτείνιαζε είχε περασει ένα αιώνας.
..σαν λυγμός που σπάει, τσακίστηκε με θόρυβο μέσα μου το κρύσταλλο της καρδιάς υλοποιώντας τον σε ήχο.
ένα άστρο έπεφτε και έκανα ευχή να χω δίκιο.
..ένα λογικός που θα προσπαθούσε-μάταια- να με συνεφέρει
θα μου έλεγε πως ήταν απλά η κόρη της και ο γιος της
και πως ελευθερώνουν τα πουλιά καθ επιθυμίαν της μετά θάνατον.
13 Ιουλιου 2018
1 σχόλιο:
ΔΕΝ ΓΊΝΟΝΤΑΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΑΝΑΚΑΙΝΊΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΒΑΣΙΚΌ
ΛΌΓΟ
Ο ΚΌΣΜΟΣ ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΌΡΕΞΗ ΝΑ ΦΤΙΆΞΕΙ
ΤΑ ΜΈΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑ !
ΤΑ ΜΊΖΕΡΑ ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΆ ΔΙΆΦΟΡΑ ΠΟΥ ΜΑΘΕΝΟΥΝ ΩΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ
ΕΊΝΑΙ ΜΌΝΟ ΓΙΑ
ΝΑ ΓΊΝΟΥΝ
ΌΠΩΣ ΤΑ ΝΤΟΥΒΑΡΙΑ
ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΟΒΆΔΕΣ ΝΑ ΠΈΦΤΟΥΝ.
ΚΑΙ ΑΠΌ ΣΤΟΚΟΥΣ ΜΙΑ ΧΑΡΆ ΠΆΕΙ Η
ΚΑΚΟΎΡΓΑ ΚΕΝΩΝΙΑ.
Δημοσίευση σχολίου