Α. Εισαγωγή.
Περί της οικογενείας του εθνικού ποιητού Διονυσίου Σολωμού και περί του ιδίου του ποιητού πολλά έχουν γραφή μέχρι σήμερον. Περί της μητρός όμως αυτού Αγγελικής Νίκλη ολιγόλογος είναι η αναφορά των μελετητών. Ουδεμία επίσης μνεία γίνεται περί της ομογένειας – της γενιάς – της Αγγελικής και των συνθηκών της παρουσίας της γενιάς εις την Ζάκυνθον.
Ο Ιάκωβος Πολυλάς έγραψε: «Διονύσιος Σολωμός, υιός του Κόμητος Νικολάου Σολωμού και της Κυρίας Αγγελικής Νίκλη, γεννηθείς εις τη Ζάκυνθο, την 8 Απριλίου 1798».
Ο Κ. Καιροφύλας επίσης αναφέρει: «Τις αρχές του 1798 γεννήθηκε στη Ζάκυνθο ο Διονύσιος Σολωμός από πατέρα γέρο αριστοκράτη και μάννα νεώτατη και όμορφη κόρη του λαού. Ο ευτυχισμένος αυτός συνδυασμός αίματος δύο κοινωνικών τάξεων τόσον αντίθετων δεν είναι άσχετος με τη ζωή και το έργο του εθνικού ποιητού. Και το ευεργετικό αποτέλεσμα του παρουσιάζεται ολοφάνερο στην περίπτωση αυτή… Και ενώ ζούσε ακόμη η νόμιμη γυναίκα του, ο Νικόλαος Σολωμός γνωρίστηκε με την Αγγελική Νίκλη μία πανώρια φτωχοπούλα, με την οποία απόχτησε δύο αγόρια, το Διονύσιο και το Δημήτρη».
Και ο Νικόλαος Τωμαδάκης αναφέρει: «Του Νικολάου Σολωμού εξώγαμον τέκνον εκ της Αγγελικής Νίκλη ήτο ο Διονύσιος γεννηθείς την άνοιξιν του 1798 εις την Ζάκυνθον. Από την Αγγελικήν εγέννησε και τον Δημήτριον. Την λαΐκήν αυτήν κόρην η οποία ωμίλει και ετραγουδούσε την κοινήν Ελληνικήν γλώσσαν και ήτο αναθρεμμένη ως κόρη του λαού, έλαβε σύζυγον ο Νικόλαος Σολωμός μίαν ημέραν προ του θανάτου του και ούτως ενομιμοποίησε (κατά τα ισχύοντα τότε εν Επτανήσω) τα δύο φυσικά του τέκνα, τον Διονύσιον και τον Δημήτριον».
Το 1948, έπ’ ευκαιρία των 150 χρόνων από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού εδημοσίευσα μελέτην, εις την οποίαν, επί τη βάσει εγγράφων του Αρχείου Ζακύνθου, γίνεται φανερόν ότι η οικογένεια της Αγγελικής Νίκλη ευρίσκεται εγκατεστημένη ήδη το 1554, από την Μάνην, εις την Ζάκυνθον.
Επ’ ευκαιρία πάλιν του έτους Σολωμού — διακόσια χρόνια από της γεννήσεως του — μία νέα παρουσίασις του θέματος με ενδιαφέροντα νέα αρχειακά στοιχεία περί των Νίκλων της Μανής και της Ζακύνθου θα διαφώτιση ιστορικώς καλύτερον την καταγωγήν της Αγγελικής Νίκλη.
Β.Οι Νίκλοι της Μάνης
Η παλαιοτέρα μαρτυρία μέχρι σήμερον, καθ’ όσον γνωρίζω, του επωνύμου Νίκλος εις την Μάνην εκ γραπτών εκ Μάνης πηγών, ανάγεται εις το έτος 1582. Τότε, εις επιστολήν των Μανιατών της 3 Αυγούστου 1582 προς τον πάπαν Γρηγόριον Γ’, δια της οποίας ζητούν την βοήθειάν του εις τον αγώνα των εναντίον των Τούρκων, έχομεν τας υπογραφάς των αρχηγών οικογενειών — γενιών — της Μάνης, μεταξύ δε των αρχηγών αυτών υπογράφει και ο «κωσταντης ο νηκλο».
Μετά ταύτα, εις υστερόγραφον με ημερομηνίαν 9 Οκτωβρίου 1612 ιδιοχείρου ιταλιστί γεγραμμένης επιστολής του επισκόπου Μαϊνης Νεοφύτου προς τον δούκα του Νεβέρ υπογράφουν, επίσης ιταλιστί ο αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος μεθ΄ ενός ιερέως Ανδρέου Νίκλου (Andreia Niclo) και οι αρχηγοί Μανιατών Καλαπόθος, Κατελάνος και Πανταλέων Κοσμάς, Δημήτριος, Δαμιανός, Μιχαήλ, Νικήτας και Ιωάννης Κοντόσταβλοι και Γεώργιος, Νικόλαος και Ζιώγας (Giohas) Νίκλοι.
Βραδύτερον, εις άλλην επιστολήν των Μανιατών το 1619 πάλιν προς τον δούκα του Νεβέρ υπογράφουν δέκα εννέα προεστοί εξ όλης της Μάνης «από τον κάβο τις Μανις εος την Καλαμάτα». Έκαστος τούτων υπογράφει «με τη γενεά του» ως αντιπρόσωπος «όλης της χώρας του — του χωρίου του — των χωρίων του — όλου του τόπου του». Μεταξύ των προεστών αυτών είναι και δυο Νίκλοι με το όνομα Δημήτριος: «Κ’ εγο Δημήτρης Νηκλος με τη γενεά μου προσκυνο την υψηλοτητα σου αφεντιά». «Και εγο Δυμυτρυς Νυκλος προσκυνό την υψηλοτη σου αφεντιά με τη γενεά μου ολυ και με τον τόπον».
Περί του επωνύμου Νίκλος πολλά εγράφησαν με επικρατήσασαν την άποψιν ότι τούτο είναι το εθνικόν της μεσαιωνικής πόλεως της Τεγέας «Νίκλι», από την οποίαν, μετά την καταστροφήν της το 1296, μέρος των κατοίκων της κατέφυγεν εις την Μάνην. Η πόλις αναφέρεται υπό του Χρονικού του Μορέως, οι δε κάτοικοι της καλούνται Νικλιώτες.
Τοπωνύμιον Νίκλι μαρτυρείται και εις την Μάνην εξ εγγράφου του Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου του έτους 1591: «Γεώργος Νίκλος του ποτέ Νικολού από την Μάνην, κάτοικος εις τόπον λεγόμενον Νίκλι».
Το επώνυμον Νίκλος εξέλιπεν ενωρίς εις την Μάνην. Τούτο αντικατέστησαν τα επώνυμα των οικογενειών της πατριάς των Νίκλων, σχηματισθέντα είτε εκ παρωνυμίων είτε ως πατρωνυμικά. Ένα τοιούτον μαρτυρείται και από έγγραφον του Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου του 1816: «Η παρούσα ευγ(ενής) κ(υρί)α Κατίνα Νίκλο π(ο)τ(έ) σινιόρ Ευσταθίου λεγόμενος Μπράτης». Το Μπράτης είναι επώνυμο οικογενείας της Κοίτας, λεγόμενον μέχρι των αρχών του αιώνος. Μαρτυρείται το 1727 ως κάτοικος της «πάνου χώρας της Κοίτας» εις το Ημερολόγιον του ιατρού Παπαδάκη ως τραυματίας εις εμφύλιον πόλεμον του χωρίου τούτου: (έγιανε) «ο μπράτης στι γκατήνα μπαλοτηά», «έγιανε η μπράτενα τουφεκηά στο νόμο». Η οικογένεια ανήκει εις την πατριάν των Καουριάνων, οι οποίοι είναι Νικλιάνοι και σήμερον το Μπράτης επεκράτησε του Νίκλος και λέγεται Μπρατάκος.
Εις την Μέσα Μάνην βάσις της κοινωνικής οργανώσεως ήτο η πατριά — η γενιά — με ιδικόν της αρχηγόν και πύργον ή πύργους. Χαρακτηριστική δε κατάληξις, δηλούσα τον ανήκοντα εις την γενιάν — το μέλος της γενιάς — είναι η κατάληξις -ιάνος (πληθ. -ιάνοι). Αυτή προστιθεμένη εις το όνομα του γενάρχου απέδιδε το όνομα της γενιάς. Ούτω, μέλος της οικογενείας των Νίκλων εκαλείτο Νικλιάνος, όλοι δε ομού Νικλιάνοι.
Τον τύπον κατά γενικήν πληθυντικού. των Νικλιάνων αναφέρει και ο Ζώης* γράφων: «Νίκλου οικογένεια απαντά εν Ζακύνθω το 1554… ή Νικλιάνων οικογένεια εκ της εν Πελοποννήσου κατά το Χρονικόν του Μορέως οχυράς μεσαιωνικής πολίχνης Νίκλι ή Νύκλι της Μάνης». Κατά το Χρονικόν (στ. 2046) το εθνικόν του Νίκλι είναι Νικλιώτης. Πρόκειται προφανώς η γενική Νικλιάνων, όπου η ονομαστική Νικλιάνος, το όνομα δηλ. του μέλους της γενιάς των Νικλιάνων σημειώνεται και ως επώνυμον. Ο πληθυντικός του Νίκλος εις την Ζάκυνθον απαντά και υπό τον τύπον οι Νικλαίοι. Αφού εις τα ανωτέρω έγγραφα υπογράφουν ως προεστοί —αρχηγοί γενιών — οκτώ Νίκλοι, είναι βέβαιον ότι ούτοι εν τω συνόλω αντιπροσωπεύουν μεγάλην γενιάν, διαχωρισμένην εις επί μέρους αι οποίαι κατώκουν εις διαφόρους ανεξαρτήτους μεταξύ των περιοχάς εις την Μέσα Μάνην. Τούτο βεβαιώνεται από το περιεχόμενον του τετάρτου Υπομνήματος των Μανιατών το 1618 προς τον δούκα του Νεβέρ, το όποιον είναι στατιστική όλης της Μάνης με το όνομα 125 χωρίων αυτής και τον αριθμόν των οικογενειών εκάστου χωρίου. Εις αυτήν καταγράφονται ως χωρία κατοικούμενα υπό των Νίκλων μετά των οικογενειών των υπό τον τύπον Νικλιάνοι, τα: Bragia di Niclianoi 10 (= Βάρδια των Νικλιάνων οικογένειες 10), Chita di Niclianoi 80 (= Κοίτα των Νικλιάνων οικογένειες 80), Apano Mulareon Nicliani 40 (= Απάνω Μπουλαριοί των Νικλιάνων οικογένειες 40), Chalionna de Nicliani 15 (= Καλονιοί των Νικλιάνων οικογένειες 15), Νόμια di Nicliani 30 (= Νόμια των Νικλιάνων οικογένειες 30). Εξ αυτών γίνεται φανερόν ότι η έδρα της γενιάς των Νικλιάνων είναι η Μέσα Μάνη με κέντρον την Κοίταν, πέριξ δε και πλησίον αυτής είναι τα αναφερόμενα χωρία Καλονιοί, Νόμια, Επάνω Μπουλαριοί. Το χωρίον Βάρδια δεν υπάρχει σήμερον, ερείπια όμως αυτού σώζονται βορείως της Κοίτας εις μικράν απόστασιν και παρά το ρεύμα μικρού χειμάρρου, πλησίον της εκκλησίας Άγιος Γεώργιος, όπου σήμερον το τοπωνύμιο Βάρδια.
Η ανωτέρω περιοχή των Νικλιάνων εις την Μάνην βεβαιώνεται και από έγγραφα του προσεισμικού Αρχείου Ζακύνθου, τα οποία εδημοσίευσα. Ούτω, εις έγγραφον του έτους 1663 αναγράφεται: «Την σήμερον ο παρών κυρ Λίας Νίκλος Μανιάτης από χωρίο Πουλαριούς» και εις άλλο του έτους 1670: «Παρών σωματικώς ο κυρ Μιχάλης Νίκλος του ποτέ Λιά από τη Μάνη χωρίο Γίτα».
Εις την περιοχήν όπου κατώκουν οι Νίκλοι και μόνον εις αυτήν και όχι εις την άλλην Μάνην τρεις ήσαν τρόπον τινά αι τάξεις των κατοίκων: Οι Νικλιάνοι δηλ. οι ισχυροί, οι διαθέτοντες πολλούς ενόπλους, οι αποτελούντες, ως θα ελέγομεν, την στρατιωτικήν αριστοκρατίαν της περιοχής, οι Αχαμνόμεροι δηλ. οι αδύνατοι από στρατιωτικής ισχύος, αντίθετοι των Νικλιάνων και ανεξάρτητοι και οι Φαμέγιοι αδύνατοι εις όπλα οικογένειαι, ανίσχυροι, προστατευόμενοι υπό των Νικλιάνων και αποτελούντες το υπηρετικόν αυτών προσωπικόν, δια τούτο ελέγοντο και Ακκουμπισμένοι (στηριζόμενοι εις τους Ισχυρούς Νικλιάνους). Το όνομα Νίκλος διετηρήθη εις την Μάνην ως τοπωνύμιον καθώς μαρτυρείται το 1554: «Νίκλου οικογένεια. εκ χωρίου Νίκλου της Μάνης 1554». Διετηρήθη και μετά ταύτα, διότι το 1743 μαρτυρείται επισκοπή Νίκλου και μέχρι προ τίνος εις το Κέντρον της Κοίτας υπήρχε τοπωνύμιον «Του Νίκλου ή γιελιά» . Άπαντα όμως και εις τα μοιρολόγια, ως:
Κάθετου η Κοσονόνυφη
και την ετριγυρίζασι
το Σταυροπήγι κι ο Ζυγός
κι ο Νίκλος ο πολεμικός,
Λάγια και Κολοκυθιανοί,
Μαλεύρι με τον Τρυγονά.
(Είναι διάφοροι περιοχαί της Μάνης).
Η περιοχή εις την οποίαν διέμεναν οι Νικλιάνοι ελέγετο το Νικλιάνικο ή τα Νικλιάνικα. Ήτο δε κυρίως το χωρίον Κοίτα. Εκ μοιρολογιών οι στίχοι:
Στην Κοίτα, στο Νικλιάνικο.
– Στην Κοίτα την πρωτεύουσα,
στη βέργα του Νικλιάνικου
-Δεν πάου στη Κοίτας τα στενά,
δεν πάου στα Νικλιάνικα.
Εις έγγραφον του 1804 του επισκόπου Μαίνης προς τον Αντώμπεην Γρηγοράκην αναφέρεται «χωρίον Νικλιάνικα» από το όποιον κατήγετο ο κουρσάρος Μιχαήλ Γρηγορακόγγονας, κάτοικος του χωρίου Κοίτας. Αλλά και εις αναφοράν των Μανιατών προς τον Καποδίστριαν του 1831 σημειώνεται ως διοικητική περιοχή «Τμήμα Νικλιάνικο, κωμόπολις Κοίτας».
Ήσαν λοιπόν οι Νίκλοι μία των ισχυρών οικογενειών — γενιών — της Μάνης.
Γ. Οι Νίκλοι της Ζακύνθου
Μετά την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως (1453) και του Μυστρά (1460) ή Μάνη παρέμεινε περιοχή ελευθέρα, όπου ήρχισεν η συγκρότησις στρατιωτικών σωμάτων από ησκημένους περί τα όπλα Μανιάτας, οι οποίοι είναι γνωστοί με το όνομα «Stratioti-Στρατιώται». Το κέντρον της οργανώσεως αυτής εκαλείτο «Luogotenenza di Strata di Maina -Στρατόπεδον των εν Μάνη Στρατιωτών». Τα σώματα αυτά είχον αρχηγούς των άνδρας προερχομένους εκ των ισχυρών οικογενειών της Μάνης και έκαμαν την πρώτην ένοπλον εναντίον των Τούρκων κίνησίν των το 1463 υπό τον Κροκόδειλον Κλαδάν συγχρόνως με την έναρξιν του Βενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479). Η Βενετία τότε εδέχετο τους Μανιάτας ως συμμάχους εις τους αγώνας της εναντίον των Τούρκων, διότι εγνώριζε την ανδρείαν των και την κατάρτισίν των εις την τέχνην του πολέμου.
Οτε δε το 1483 η Βενετία κατέλαβε την Ζάκυνθον από τους Τούρκους, επειδή αύτη είχε σχεδόν ερημωθή εκ των τουρκικών και πειρατικών επιδρομών και των συχνών επιδημιών, η Βενετική Γερουσία δι’ αποφάσεως της της 4ης Μαρτίου 1485 και άλλης της 10ης Σεπτεμβρίου 1492 προσεκάλει από τας κτήσεις της δια των διοικητών των φρουρίων Ναυπάκτου, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, κυρίως «Στρατιώτας», να εγκατασταθούν μετά των οικογενειών των εις την νήσον, θα εχορήγει δε εις αυτούς κτήματα και πάσαν συνδρομήν προς ευημερίαν. Ειδικώτερον εστράφη προς τους Μανιάτας Στρατιώτας, τους οποίους είχε γνωρίσει κατά τον πόλεμον αυτής εναντίον των Τούρκων. Τότε, πολλοί Μανιάται εξ αρχηγικών οικογενειών μετά στρατιωτικών σωμάτων εγκατεστάθησαν εις την Ζάκυνθον, κυρίως εις τον παράλιον χώρον, «εις τον Αιγιαλόν της πόλεως», όπως αναφέρεται εις τα έγγραφα, αλλά και εις τα πέριξ χωρία. Γνωστοί είναι οι ακούοντες εις τα ονόματα: Βούλτσος, Γερακάρης, Δοξαράς, Κοντόσταβλος, Κουρούμαλος, Κουτήφαρης, Μελισσηνός, Μεσσαλάς, Νοβάκος, Σαμαριάρης, Σκιαδόπουλος, Στεφανόπουλος, Σωμερίτης, Φουκάς κ.ά. Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Νίκλοι. Πολλοί των Μανιατών αυτών διεκρίθησαν πολιτικώς και στρατιωτικώς, επλούτισαν ως έμποροι και ενεγράφησαν εις την Χρυσήν Βίβλον της νήσου.
Μετά ταύτα, καθ’ όλην την περίοδον της Τουρκοκρατίας πολλοί Μανιάται, κουρασμένοι από τας συγκρούσεις με τους Τούρκους, φεύγοντες τας θηριώδεις επιδρομάς των, κετέφευγον ομαδικώς εις την Ζάκυνθον πλησίον των εκεί εγκατεστημένων συμπατριωτών των. Συχνή όμως ήτο η εμπορική επικοινωνία Μάνης και Ζακύνθου. Οι Μανιάται ηγόραζον κρασί και πυρομαχικά και μετέφεραν προς πώλησιν ζώα, τρόφιμα και ορτύκια. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος μεταξύ πωλητού ορτυκιών από την Μάνην και δύο αγοραστών, τον οποίον παρουσιάζει ο Ζακυνθινός λόγιος Δ. Γουζέλης εις το έργον του ο Χάσης:
Μαρής: Έχω εν’ ασκί για πούλημα με κάτι ορτύκια μέσα,
μα πράμα! όσοι τα είδανε, κατά πολλά τσ’ άρεσα.
Παπουτσής: Μανιάτικα είναι, αδελφέ;
Μαρής: Φαμόζα, ναι, άφ’ τη Μάνη.
Φημισμένα λοιπόν εις την ζακυνθινήν αγοράν ήσαν τα ορτύκια της Μάνης.
Οι Προβλεπταί συχνά αναφέρουν εις τον Δόγην την εγκατάστασιν Μανιατών εις την νήσον, εις μίαν δε έκθεσίν του της 30ης Αυγούστου 1670 ο Προβλεπτής Πιζάνι γράφει: «κατέφυγαν εις την Ζάκυνθον 1500 Μανιάται και θα ήρχοντο περισσότεροι, αλλά τώρα δεν ημπορούν να εύρουν μπεργαντίνια, διότι ο πασάς απηγόρευσε την προσέγγισιν νησιωτικών πλοιαρίων». Ήτο δε τόσον το πλήθος των Μανιατών εις την συνοικίαν της Αναλήψεως, ώστε η περιοχή ήτο γνωστή με το όνομα τα Μανιάτικα».
Κατόπιν τούτου, ήτο πολύ φυσικόν το πλήθος των Μανιατών να ασκή επίδρασιν εις τον δημόσιον βίον και τα έθιμα των Ζακυνθίων, αλλά και εις την διάλεκτον της περιοχής εις την οποίαν κατώκουν. Ούτω, ο Προβλεπτής Marco Basadonna Revorsi εις έκθεσίν του της 6ης Μαρτίου 1546 προς τον Δόγην γράφει ότι «έχει πολύ αυξηθή ο αριθμός των ξένων εις την πόλιν και τα περίχωρα, ιδίως των Κορωναίων και των Μανιατών, ώστε συνενούμενοι κατά τας εκλογάς, εκλέγουν κατ’ έτος τους κατά την γνώμην των άξιους, πράγμα το όποιον επιφέρει την αποτυχίαν των εντοπίων και την δημιουργίαν παραπόνων». Ό Μύλλερ επίσης αναφέρει ότι «εις την ανάμειξιν του πληθυσμού απέδιδον οι Βενετοί διοικηταί και την δυσκολίαν της τηρήσεως της τάξεως εις την νήσον. Και μάλιστα οι φόνοι ήσαν συχνοί και οι εκ Μάνης μετανάσται ετήρουν και προς τους Ζακυνθίους την συνήθειαν της εκδικήσεως του αίματος».
Ενεργός ήτο η συμμετοχή των Μανιατών εις την οργάνωσιν του Ρεμπελιού Των Ποπολάρων 1628. Εκ των τεσσάρων πληρεξουσίων τους οποίους εξέλεξαν οι επαναστάται ο ένας ήτο Μανιάτης, ο Αναστάσιος Ρούσος, εκ δε των 28 καθοδηγητών δια την ένοπλον εξέγερσιν 5 ήσαν Μανιάται, οι Αναστάσιος Ρούσος, Θεόφιλος και Δημήτριος Κουκουλομμάτης, Θεόδωρος Μελισσηνός και Μάρκος Βαρσαμάς, Αλλά και βραδύτερον, το 1788 εις άλλην επαναστατικήν ενέργειαν την οποίαν ωργάνωσαν «τα δεύτερα σπίτια», δηλαδή οι μικροακτήμονες ευγενείς, οι υποδεέστεροι των εχόντων «τα πρώτα σπίτια» δηλαδή των μεγαλοκτημόνων, αρχηγός ήτο ο Μανιάτης Βαρβίας.
Ενδιαφέρον είναι να σημειωθή ότι οι Μανιάται μετέφεραν εις την Ζάκυνθον και το μοιρολόγι. Κατά την εποχήν του Ρεμπελιού έζη εις την Ζάκυνθον μία Μανιάτισσα περίφημος μοιρολογίστρα, η Αγγέλικα Νίκλη — συνώνυμος της μητρός του εθνικού ποιητού —, την οποίαν είχον κάμει αγαπητήν εις όλον το νησί τα μοιρολόγια της, ελέγετο δε περί αυτής: «Κουφάρι άκλαφτο από την κυρ’ Αγγέλικα του Νίκλη, ήτανε σα να το θάβανε αδιάβαστο από τον παπά, σκάρωνε και κάτι ρίμνες σατιρικές που αφήνανε άκουσμα».
Επίδρασιν ήσκησεν επίσης και η διάλεκτος των Μανιατών επί της διαλέκτου της περιοχής της νήσου, όπου ούτοι κατώκουν, καθώς έχω παρατηρήσει εις σχετικός μελετάς μου. Ήτο λοιπόν έντονος η παρουσία των Μανιατών εις την Ζάκυνθον. Μεταξύ δε του πληθυσμού αυτών ήσαν και πολλοί Νίκλοι, οιοποίοι θα έφθανον εις την Ζάκυνθον και μετά την πρώτην εγκατάστασιν των Νίκλων Στρατιωτών.
Η παλαιοτέρα μαρτυρία μέχρι σήμερον, καθ’ όσον γνωρίζω, του επωνύμου Νίκλος εις την Ζάκυνθον είναι του έτους 1554, η οποία προέρχεται εκ του κώδικος του εν Ζακύνθω ναού της Αγίας Παρασκευής των Αθίγγανων, η οποία εβομβαρδίσθη υπό των Ιταλών. Την μαρτυρίαν αυτήν αναφέρει ο Λ. Ζώης, γράφων: «Νίκλου οικογένεια εκ χωρίου Νίκλους της Μανής, 1554, παρωνύμιον ταύτης Φινωμένου». Ο ίδιος επαναλαμβάνει τα εξής: «Νίκλου οικογένεια απαντά εν Ζακύνθω το 1554 — Νικόλαος, φαρμακοποιός 1595… Η οικογένεια αφίκετο εν Ζακύνθω μεσούντος του 16ου αιώνος». Έτερος Νίκλος Γεώργιος μαρτυρείται εξ εγγράφου του 1591 του προσεισμικού Αρχείου Ζακύνθου: «Γεώργιος Νίκλος του ποτέ Νικολού από τη Μάνη, κάτοικος εις τόπον λεγόμενον Νίκλι».
Μεγάλον αριθμόν Νίκλων της Ζακύνθου παρουσιάζουν τα 129 έγγραφα μεταξύ των ετών 1653-1824, τα όποια είναι αντίγραφα των εις το προσεισμικόν Αρχείον Ζακύνθου ευρισκομένων. Αυτά μου απέστειλεν ο αείμνηστος φίλος μου, διευθυντής του Αρχείου, Λεωνίδας Ζώης και τα οποία εδημοσίευσα μετά σχετικής εισαγωγής περί της γλώσσης αυτών και πλήθους ποικίλων σχολίων. Εκ τούτων και άλλα ονόματα Νίκλων είναι γνωστά εκ των ληξιαρχικών βιβλίων των ναών της Ζακύνθου, (Μητροπόλεως, Άγιων Αποστόλων, Αναλήψεως, Αγίου Ιωάννου των Λογοθετών, της Οδηγητρίας και του Άγιου Παντελεήμονος). Εις τα ανωτέρω έγγραφα τα ονόματα των Νίκλων υπερβαίνουν τα 180, εκτός δε των πολλών κοινών βαπτιστικών ονομάτων ανδρών και γυναικών, χριστιανικής αρχής των περισσοτέρων, μαρτυρούνται δια των εγγράφων και ονόματα ιδιάζοντα κοινά εις τους Νίκλους της Ζακύνθου και της Μάνης, ως τα ανδρών: Αγγελής, Βρετός, Δήμος, Δικαίος, Λεούτσης, Παναγιώτης, Πιέρος, Σκάλκος, Τζαννέτος, γυναικών δε τα: Αγγέλω, Αντριάνα, Καλίτσα, Κυριακή, Λαμπρινή, Μαρούλλα, Σταμάτα, Σταματούλλα. Κοινόν όνομα με επίδοσιν εις την γενιάν των Νίκλων είναι το Δημήτριος.
Ο διπλούς τύπος Νίκλος-Νίκλης δεν μαρτυρείται από την Μάνην, όπου επικρατεί ο τύπος Νίκλος. Εις την Ζάκυνθον επικρατεί επίσης ο τύπος Νίκλος, μαρτυρείται όμως και ο τύπος Νίκλης δύο φοράς. Πρώτον ως επώνυμον μιας περίφημου Μανιάτισσας μοιρολογίστρας η οποία κατώκει εις την Ζάκυνθον περί το 1628 η κυρ’ Αγγελικά Νίκλη και δεύτερον ως επώνυμον της μητρός του εθνικού ποιητού Αγγελικής Νίκλη του Δημητρίου, η οποία απέθανε το 1859. Εις την Ζάκυνθον όμως έχομεν εξ εγγράφου του 1710 και εκ μαρτυρίας έπ’ αυτού του 1712 δια το αυτό πρόσωπον και τους δύο τύπους Νίκλος και Νίκλης: «1712 Φεβρ(ουαρίου) 25. Την σήμερον ο σ(ινιό)ρ Θοδωρής Νίκλος δίδει του παρόντος μ(ισσε)ρ Δημήτρη Πάτρα του π(ο)τ(έ) Αθανάση κάτοικος εις τον Άγιον Νικόλαον του Τσιλιβή εις τόσα μετρητά ριάλια εξ (Νο 6), τα οποία υπόσχεται να τα επιστρέψη του άνωθεν Νίκλου εις κάθε του καλήν αναζήτησιν κατά την τερμινατζιόν Κόρναρα υπόσχοντας τα καλά του και σωματικώς εις μαρτυρίας Νικολέττος Κούμανης μαρτυρώ. [Επί του περιθωρίου]
1712 Σεπτ(εμβρίου) 28. Κυράτζα Καλομοίρα χήρα γυνή του άντικρυς σ(ινιό)ρ Θοδωρή Νίκλη, κάνοντας ως μάννα γοβενατρίτζε των παιδιών της, έλαβε τα ριάλια εξ γνωρίζοντας πληρωμένη ως άντικρυς εις μαρτυρίας Κωνσταντής Κοντόσταβλος μαρτυρώ».
Το ότι θα ελέγοντο και οι δύο τύποι Νίκλος και Νίκλης και εις την Μάνην με επικρατέστερον το πρώτον, νομίζω ότι πιστούται και εκ του ότι δια το αυτό μανιάτικον πρόσωπον έχομεν εις έγγραφον του 1653 δύο τύπους του ονόματος, εις -ος και εις -ης, ως: «1653 Μαγίου 29. Την σήμερον ενεφανίστησαν κατέμπροστε εμού νοταρίου και μαρτύρων υπογεγραμμένων παρόντες και σωματικοί από το ένα μέρος ο κυρ Μιχάλης Νίκλος του ποτέ Στρατή, εκ δε του ετέρου ο μ(ισσέ)ρ Πέτρος Κοντοστάβλης τα όποια μέρη εσυμφώνησαν ως κάτωθεν ήγουν ο άνωθες Νίκλος κράζεται πλερωμένος και ευχαριστημένος από τον αυτόν Κοντόσταβλο σ’ ό,τι επρεζεντάριζε…». Έχομεν επίσης δύο τύπους και εις άλλο εκ Μάνης επώνυμον, ως Κουρούμαλος και Κουρούμαλης. Η διπλοτυπία αυτή εις τα επώνυμα είναι εν χρήσει και εις την Ζάκυνθον, όπου έχομεν τα: Ανδρίκος-Ανδρικής, Βίτσος-Βίτσης, Γιακουμέλος-Γιακουμέλης (εξ εγγράφου 1717), Κάλβος-Κάλβης, Κλάδος-Κλάδης, Λάζαρος-Λάζαρης, Μαρίνος-Μαρίνης, Πάγκαλος-Πάγκαλης, Σκούφος-Σκούφης κ.ά. Είναι συνήθης και εις τον άλλον ελληνικόν χώρον.
Εις τα έγγραφα, τα οποία εδημοσίευσα, φαίνεται ο τρόπος της διαβιώσεως των εγκατασταθέντων εις την Ζάκυνθον Νίκλων, αλλά και άλλων Μανιατών. Οι το πρώτον ως πρόσφυγες ερχόμενοι, άνδρες και γυναίκες, εκινούντο προς εύρεσιν εργασίας η προς εκμάθησιν τέχνης. «Οι ευρισκόμενοι από χρόνους εις την Ζάκυνθον», οι αρχικώς δηλαδή εγκατασταθέντες, με την πάροδον του χρόνου, παρουσιάζονται ως μικροαστοί με κτηματικήν περιουσίαν, της οποίας την καλλιέργειαν αναθέτουν εις σέμπρους. Έχουν οικονομικήν ευχέρειαν να δανείζουν χωρίς τόκον, ενοικιάζουν εις άλλους οικίας ή πωλούν, είναι ιδιοκτήται πλοιαρίων κ.ά. Εκ των εγγράφων αναφέρομεν μερικάς σχετικάς ενδείξεις:
- Ο Ηλίας Νίκλος Μανιάτης από το χωρίο Πουλαριούς συμφωνεί με τον Τζιόρτζιο Μακρυνικόλα να του δουλεύη δια κοπέλλι της ρόγας (έμμισθος εργάτης) χρόνον ένα.
- Ο Γιωργανάς Παπατωμάς «παίρνει δια την ψυχή του την κυρά Μαρούλα, θυγατέρα του Γληγόρη Νίκλου από τη Μάνη, να την έχη, θρέφη, δένη ποδένη κατά την τάξιν των κοπελλώνε και να τήνε παντρέψη ότες θέληση ο αυτός Παπατωμάς να της δίδη άντρα της κατά την αντετζιό της».
- Η Σταμάτα Νίκλου μπαίνει δια δουλεύτρα εις τον ευγενή Αναστάσιον Λογοθέτην.
- Ο Αντώνης Νίκλος συμφωνεί με τον Αντώνην Πεταλάν να τον δούλεψη δια κοπέλλι της ρόγας χρόνους δύο.
- Ο Μάρκος Νίκλος γίνεται δουλευτής του Ευγενίου Αβούρη.
- Ο Νικολός Νίκλος συμφωνεί με τον Νικολόν Μαυρίκη να τον δουλεύη δύο χρόνους καλά και εμπιστεμένα και να του δίνη κάθε χρόνον ριάλια δύο.
- Ο Προκόπης Νίκλος πηγαίνει εις το μαγαζί του Ραψομανίκη να τον δουλεύη εις την τέχνην του ράφτη.
- Ο Δήμος Νίκλος δίδει το παιδί του εις τον Δημήτριον Σαμόλην δια οκτώ χρόνους δια να μάθη την τέχνην της μαραγκοσύνης.
- Ο Μιχάλης Νίκλος πηγαίνει εις τον Μαρήν Κόνιαρην δια χρόνους πέντε δια να μάθη την τέχνην της κτιστοσύνης.
- Ο Νικόλαος Νίκλος δίδει το παιδί του εις τον Αντώνιον Μασάρην δια χρόνους οκτώ δια να μάθη την τέχνην της τσαγκαροσύνης.
- Ο Νικόλαος Νίκλος έδωσε του Τζαννέτου Κακολύρη ριάλια δεκαπέντε δανεικά χάριν φιλίας δίχως κανένα σημάδι.
- Τα αδέλφια Νικλαίοι δίδουν εις σεμπρίαν ένα κομμάτι χωράφι εις τον Γιώργο Φαρισαίο.
- Ο Προκόπης Νίκλος δίδει εις σεμπρίαν προς τους Γεωργάκη Μαθόπουλλον και Στάθην Σπετζέρην τα αμπέλια όλα με τα σπίτια και αγκιναρότοπον.
- Ο Προκόπης Νίκλος ενοικιάζει εις τον Ματιόν Μαρόπουλον ένα σπίτι χαμώγειον εις την κοντράδα της Αναλήψεως.
Εις αυτό το περιβάλλον έζησε και η ωραιότατη — η πανώρια —, ως παραδίδεται, Αγγελική Νίκλη και το 1796 ανέλαβεν οικειακήν εργασίαν εις τον πλούσιον ευγενή Νικόλαον Σολωμόν. Κατέληξεν όμως να συζήση μετ’ αυτού ένδεκα σχεδόν χρόνους και απέκτησε δύο τέκνα τον Διονύσιον, γεννηθέντα την 8ην Απριλίου 1798 και τον Δημήτριον το 1801.
Την 18 Σβρίου 1802 απέθανεν η σύζυγος του Σολωμού Μαρνέτα και την 27 Φεβρουαρίου ενυμφεύθη ούτος την Αγγελικήν Νίκλη και την επομένην απέθανεν. Όπως όμως αναγράφεται εις την κατά την 27 Φεβρουαρίου 1807 πράξιν στεφανώματος, ο Σολωμός «έκρινε δια έργον σωτηρίας της ψυχής του να στεφθή και να λαβή δια γυναίκα του νόμιμον και ευλογητικήν την Κυρίαν Αγγελικήν θυγάτηρ του Δημητρίου Νίκλη με την οποίαν συνέζησεν σχεδόν χρόνους ένδεκα και με αυτήν εγέννησε δύο υιούς». Ο πρώτος εβαπτίσθη την 8ην Ιουνίου 1798 από τον ανάδοχόν του Αντώνιον Καπνίσην και ωνομάσθη Διονύσιος. Η πράξις βαπτίσεως: «1798. Ιουνίου 8. Εβαπτίσθη παιδίον αρσενικόν φυσικόν του κυρίου Κόντε Νικολάου Σολωμού και ωνομάσθη παρά του αναδόχου αυτού Α. Καπνίση Διονύσιος. Ήτο και μηνών δύο».
Η Αγγελική Νίκλη απέθανε την 20ήν Ιουνίου 1859 ογδοηκοντούτις, ως σύζυγος του Εμμανουήλ Λεονταράκη, τον οποίον συνεζεύχθη μετά τον θάνατον του πρώην συζύγου της Νικολάου Σολωμού. Ο Λεονταράκης είχεν υπογράψει ως μάρτυς την πράξιν του γάμου της.
Ο Σολωμός εγεννήθη και εμεγάλωνεν εις μανιάτικον οικογενειακόν περιβάλλον. Από την μάνναν του ήκουε τα νανουρίσματα εις την μανιάτικην διάλεκτον, από αυτήν και από τον πάππον του Δημήτριον Νίκλην έμαθε το πρώτον λεξιλόγιον, το όποιον δεν θα ήτο ξένον της διαλέκτου της Μάνης. Και αυτός ο κηδεμών του Ν. Μεσσαλάς ήτο Μανιάτης από το Κουτήφαρι της Μάνης. Ο ίδιος ο Σολωμός αργότερα εις την «Πρωτοχρονιάν» αναφέρει: «το παιδί του Μεσσαλά» δια το όποιον ο Δε Βιάζης εις την έκδοσιν των ποιημάτων του Σολωμού προσθέτει τους στίχους: «πού ‘ναι κόντες απ` τή Μάνη // κ’ έχει χέρια για να κάνη». Μανιάτης ήτο και ο αναφερόμενος εις το αυτό ποίημα υποδικηγόρος και στιχοπλόκος Παναγιώτης Ταβουλάρης. Ακόμη νομίζω ότι δεν είναι άσχετα προς την γλώσσαν του ποιητού, όσα ο ίδιος λέγει εις τον Σοφολογιώτατον: «εγώ έλαβα δούλους ξένους, έναν από τη Μάνη και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα». Είναι όμως πολύ φυσικόν, αφού ενωρίς εις ηλικίαν εννέα ετών εστάλη δια σπουδάς εις την Ιταλίαν, να λησμονήση τα ολίγα ελληνικά της παιδικής του ηλικίας.
Ο Κ. Καιροφύλας, εξετάζων τον χαρακτήρα του ποιητού, γράφει ότι το αγνόν λαϊκόν αίμα της μητρός του, κόρης του λαού διακρίναμεν εις διαφόρους εκδηλώσεις του βίου του Σολωμού καθώς επίσης διακρίνομεν και την αριστοκρατικήν κληρονομικότητα, η οποία μετεδόθη εκ του πατρός του. Η αγάπη προς την ελευθερίαν, η απότομος ειλικρίνεια του, η γενναιοδωρία του δείχνουν την μητρικήν επίδρασιν, ενώ ο ατίθασος χαρακτήρ του, το πείσμα του, η καυστική ειρωνεία του, η εκλογή των φίλων, η λατρεία της φύσεως, η άψογος περιβολή του δείχνουν την αρχοντικήν επίδρασιν του γηραιού πατρός του. Μόνον τοιουτοτρόπως δύναται να κατανοηθή καλύτερον η ψυχολογία του Σολωμού, μίγματος δύο κοινωνικών τάξεων τόσον διαφορετικών και τόσον αρμονικώς εντούτοις αλληλοσυμπληρουμένων.
Εις αυτά είχα προσθέσει ότι ο ατίθασος ακόμη χαρακτήρ του ποιητού οφείλεται εις την μητέρα του. Αυτή δε η ποιητική δύναμις και η καυστική ειρωνεία του ποιητού είναι, κατά την γνώμην μου, μάλλον κληρονομιά μητρική. Είναι γνωστή η ικανότης των γυναικών — και των ανδρών ακόμη — της Μάνης εις την αυτοσχέδιον ποίησιν σατίρων και μοιρολογιών, τα οποία, πλην των άλλων, είναι αξιοθαύμαστα δια την δύναμιν της εκφράσεως και την καυστικότητα της ειρωνείας.
https://maniatiki.gr/wp/?p=3940&fbclid=IwAR0v8witTok2AdqfDbPHVwphaVhG4qC-lvvy3H2rGfwC8gSsmGB09vra0fA