γεωκεντρικές, θηλυκές αναπαραστάσεις του κόσμου
Η γεωμορφολογία κάθε τόπου, οι μορφές και οι σχέσεις έγγειας ιδιοκτησίας, η παραγωγική σχέση του πληθυσμού με τη γη, η καλλιέργεια των σιτηρών, ο βαθμός που η επιβίωση εξαρτάται από αυτήν, ο εκχρηματισμός ή μη της οικονομίας, η κινητικότητα ή η μονιμότητα του πληθυσμού κατά τόπους, αποτελούν βασικά στοιχεία που δομούν μαζί με άλλα πολιτισμικά όσο και ψυχολογικά συμφραζόμενα, το φαντασιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο, ανάλογα με τις έμφυλες κοινωνικές αλλά και τις ιστορικές συνθήκες, αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τη γη ως συμβολικό και κοσμικό αντικείμενο αλλά και τη ζωή και το φυσικό κόσμο εν γένει. Παράλληλα τα γεωπολιτισμικά συμφραζόμενα κάθε εποχής και τόπου καθορίζουν επίσης και τους τρόπους διευθέτησης των ανθρώπινων σωμάτων μετά θάνατον, που ως γνωστόν στα καθ’ ημάς σήμερα όσο και κατά παράδοση (τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες αποκλειστικά)γίνεται με την τελετουργική ταφή τους μέσα στο χώμα, στη γη. Σε αυτό το περικείμενο, η λαϊκή τελετουργική παράδοση δομεί στο πλαίσιο της προφορικότητας μια κοσμαντίληψη χθόνια, γεωκεντρική.
και δοξασίες για τη ζωή και το θάνατο
στην ελληνική λαϊκή παράδοση
Η γεωμορφολογία κάθε τόπου, οι μορφές και οι σχέσεις έγγειας ιδιοκτησίας, η παραγωγική σχέση του πληθυσμού με τη γη, η καλλιέργεια των σιτηρών, ο βαθμός που η επιβίωση εξαρτάται από αυτήν, ο εκχρηματισμός ή μη της οικονομίας, η κινητικότητα ή η μονιμότητα του πληθυσμού κατά τόπους, αποτελούν βασικά στοιχεία που δομούν μαζί με άλλα πολιτισμικά όσο και ψυχολογικά συμφραζόμενα, το φαντασιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο, ανάλογα με τις έμφυλες κοινωνικές αλλά και τις ιστορικές συνθήκες, αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τη γη ως συμβολικό και κοσμικό αντικείμενο αλλά και τη ζωή και το φυσικό κόσμο εν γένει. Παράλληλα τα γεωπολιτισμικά συμφραζόμενα κάθε εποχής και τόπου καθορίζουν επίσης και τους τρόπους διευθέτησης των ανθρώπινων σωμάτων μετά θάνατον, που ως γνωστόν στα καθ’ ημάς σήμερα όσο και κατά παράδοση (τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες αποκλειστικά)γίνεται με την τελετουργική ταφή τους μέσα στο χώμα, στη γη. Σε αυτό το περικείμενο, η λαϊκή τελετουργική παράδοση δομεί στο πλαίσιο της προφορικότητας μια κοσμαντίληψη χθόνια, γεωκεντρική.
Η γη ως έδαφος-επιφάνεια και ως στερεό ή υγρό υλικό –χώμα ή πέτρα, νερό−, ως ιδιοκτησία και ανταλλαγή, τα φυτά και τα ζώα, ο άνθρωπος ως ψυχική, κοινωνική και ιστορική οντότητα και ως φθαρτό, θνητό σώμα, τα διατροφικά αγαθά, η φύση, το σύμπαν, η ζωή και ο θάνατος ως βιολογικές και πολιτισμικές αξίες, το μεταφυσικό ως φαντασιακός «απόξω» κόσμος, συμπλέκονται σωτηριολογικά και εσχατολογικά,δομώντας στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία μια συνολική συμβολική κοσμοθεώρηση και συγκεκριμένες χθόνιες θρησκευτικές αντιλήψεις που στο ελληνικό ανθρωπογεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο έχουν κατά τόπους βαθιές ρίζες[2].
Θα επιχειρήσω εδώ να αναδείξω την κοσμοθεώρηση που συγκροτείται στην τελετουργική προφορικότητα ήτοι στις συλλογικές,κοινωνικές και εποχικές, συμβολικές χειρονομίες και συμπεριφορές και στον μουσικό, προφορικό λόγο, στους θρήνους και στα τραγούδια και να υποστηρίξω,συνθέτοντας κριτικά κάποια επί μέρους πολιτισμικά στοιχεία, το πώς δομείται σήμερα ως μια διαχρονική, παραδοσιακή θρησκευτική κοσμαντίληψη με χθόνιο και αναγεννητικό μυθικό περιεχόμενο και με επίκεντρο μια αμφίσημη θεϊκή μορφή, την«Μαυρηγή»-και-«Ελένη»[3].
Η έννοια του θανάτου και οι αντιλήψεις για τη μετά θάνατο ζωή είναι βασικά στοιχεία για τη συγκρότηση κάθε θρησκείας, αρχαίας ή σύγχρονης, δεδομένου ότι οι ζωντανοί τη στιγμή του θανάτου έρχονται αντιμέτωποι με την απόλυτη ετερότητα, το κατεξοχήν αλλότριο, το μη-είναι, που συγκροτεί φαντασιακά το μεταφυσικό[4]. Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα δομείται και μάλιστα συγχρονικά, ήτοι μέσα στην ίδια επιθανάτια τελετουργική διαδικασία για τους αποβιώσαντες, μια εμφανής πολιτισμική αντίφαση: στις λαϊκές νεκρικές συμβολικές πράξεις και στους θρήνους που επιτελούνται κατά τόπους ταυτόχρονα με τις επίσημες επικήδειες χριστιανικές, εμπεριέχονται εσχατολογικές και σωτηριολογικές αντιλήψεις διαφορετικές από αυτές της χριστιανικής θρησκείας, όπως είναι δογματικά καθορισμένες σε γραπτά κείμενα και στις επικήδειες ακολουθίες[5]. Άρα είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσουμε και να συν-κρίνουμε αυτή την αντίφαση. Προϋπόθεση λοιπόν για τη μελέτη της λαϊκής θρησκείας ως πολιτισμικού φαινόμενου στη σύγχρονη Ελλάδα μέσα στο νεωτερικό κοινωνικό αλλά και το επίσημο χριστιανικό θρησκευτικό πλαίσιο, είναι η κριτική και συγκριτική θεώρηση του θανάτου ως τελετουργικού δρώμενου στη διαχρονία. Να ανιχνεύσουμε δηλαδή αν τα στοιχεία της λαϊκής τελετουργικής αφήγησης συγκροτούν κάποια δομημένη στη μακρά διάρκεια θρησκευτική αντίληψη, το μυθικό της περιεχόμενο καθώς και το συμβολικό και το λατρευτικό σύστημα που την αφορούν, συγκριτικά.
"Παναγία η Ελοβίτισσα": μία από τις πάμπολλες απεικονίσεις της Παναγίας ως "μαύρη πλάκα" , εδώ στη θαυματουργή εικόνα της στον ενοριακό ναό της Ζάτουνας Αρκαδίας (Αύγουστος 2003).
Παρακαλώ σε Μαυρηγής και μαυρισμένη πλάκα....: η λατρεία της ολέθριας/γονιμικής Μαυρηγής
H επιστημονική έρευνα σχετικά με τους θρήνους με κορυφαία την Μargaret Alexiou[6], έχει τεκμηριώσει πως οι γυναικείες νεκρικές τελετουργίες που επιτελούνται ακόμα και σήμερα στον ελληνικό χώρο παράλληλα με τις επίσημες επικήδειες χριστιανικές,εμπεριέχουν ιστορικά αρχαϊκές θρησκευτικές εσχατολογικές και σωτηριολογικές αντιλήψεις, που συγκροτούν τον κόσμο γεωκεντρικά. Σύμφωνα με αυτές η μετά θάνατον ζωή δεν βιώνεται στον ουρανό ή τον χριστιανικό Παράδεισο αλλά στον κάτω κόσμο, στα σπλάχνα της γης, τον Άδη, όπου εδρεύει και δρα η αρχαϊκή φιγούρα του ψυχοπομπού Χάρου[7]. Η Γη, αρχή και τέλος, κέντρο του κόσμου, αναδεικνύεται φαντασιακά στα μοιρολόγια και στις νεκρικές χειρονομίες σαν μια διφορούμενη και αμφίσημη οντότητα που υφίσταται σε αντιθετικά πλην αλληλοσυμπληρούμενα, ελκόμενα και απωθούμενα ταυτόχρονα,σημασιολογικά και κοσμικά επίπεδα: «Απάνω» και «Κάτω» κόσμος. Δύο διαλεκτικά συνδεδεμένες όψεις της γης, σαν τις δύο πλευρές του αυτού νομίσματος. Σύμφωνα με αυτή τη χθόνια λαϊκή πίστη και αντίληψη για τον κόσμο που είναι εγγεγραμμένη στην τελετουργική προφορικότητα, ο ανθρώπινος βίος δομείται διαλεκτικά ως εγκόσμια και μεταθανάτια ζωή (ζωντανοί και νεκροί) σε αναφορά και συνεχή διάλογο με αυτά τα αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα του «απάνω» και του «κάτω»κόσμου, τα οποία συναντώνται αλλά και τέμνονται αναγεννητικά με τη διαμεσολάβηση του θανάτου. Ο θάνατος σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις δεν αποτελεί ένα αδιέξοδο βιολογικό τέλος αλλά μια σωτηριολογικά αναγεννητική μαγική διαδικασία που τέμνει τη ζωή ανάμεσα στην επιφάνεια και στα σπλάχνα του σώματος της Γης. Αυτή η χθόνια, ολέθρια τομή του θανάτου δεν προκύπτει αξιακά προς όφελος της «άλλης» ζωής στο επέκεινα, στον κάτω κόσμο (η οποία απαξιώνεται ως αποτρόπαιη και απευκταία, το απόλυτο κακό), αλλά αντίθετα αποσκοπεί στη δημιουργία και την κυκλική ανανέωση της ζωής στον «απάνω» κόσμο των ζωντανών,που καταξιώνεται μόνον ως επίγεια δομημένη κοινωνία, «ντουνιάς»[8].
Οι τελετουργικές πρακτικές και ο θρήνος όπως πραγματώνονται από τις γυναίκες, ιδρύουν και χειρίζονται τον τάφο ως ιεροτοπία, όπου σε κάθε ταφή ενθρονίζεται φαντασιακά και προσκυνηματικά η θεϊκή Γη και αναλαμβάνει τον νεκρό. Η θεϊκή πρόσληψη της γης αναδεικνύεται αναπαραστατικά ωσαν λατρευτική εικόνα, ως ένα αποτρόπαιο μητρικό είδωλο. Ένα είδωλο φοβερό, διφορούμενο, επιθυμητό και μισητό, είναι και μη είναι,«φαίνεσθαι και μη φαίνεσθαι», απάνω και κάτω κόσμος, θάνατος και ζωή, που εικονοποιείται φαντασιακά ως μη-μορφή, ήτοι «μαύρη», άμορφη ή/και μαυροντυμένη οντότητα, που ονομάζεται και προσφωνείται στα μοιρολόγια μονολεκτικά με το περιφραστικό όνομα «Μαυρηγή» (βλ. Επίμετρο[9] Α΄, μοιρολόι αρ.1)[10].
Το θέμα της πρόσληψης του θεϊκού ειδώλου είναι ως γνωστόν εξόχως φιλοσοφικό, θρησκευτικό και ψυχαναλυτικό ζήτημα σε όλους τους πολιτισμούς. Θυμίζω ενδεικτικά (αλλά εδώ και υπαινικτικά, όπως θα δούμε, σε αναλογική σχέση με τη «Μαυρηγή») το ζήτημα της μυθικής Γοργούς[11]. Η φοβερή,άμορφη «Μαυρηγή» ως λατρευτικό είδωλο-εικόνα προσφωνείται από τις θρηνούσες στα μοιρολόγια και ως Κυρά, μαύρη πλάκα ή/και πλάκα χρυσή, πλάκ’ αργυρή πλάκα μαλαματένια (βλ. Επίμετρο Α΄,μοιρολόι αρ. 6). Οι συγκεκριμένες προσφωνήσεις φαίνεται ότι δεν αποδίδουν απλώς μια ποιητική μεταφορά αλλά ότι περιγράφουν πολύ συγκεκριμένη, υλική, λατρευτική και προσκυνηματική εικόνα. Έχω υποστηρίξει και σε άλλα κείμενα ότι το περιεχόμενο των τραγουδιών δεν είναι τόσο λογοτεχνικό και μεταφορικό, όσο έχει δειχθεί κατά κόρον στο παρελθόν, αλλά πως κατά ένα τρόπο ακριβολογεί πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να υποψιαστούμε, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τη λειτουργική, δομική και δραματική σχέση του με το μύθο και το επιτόπιο συμβολικό, τελετουργικό αλλά και το διαχρονικό ιστορικό πλαίσιο της επιτέλεσης των θρήνων[12].
Αν θελήσουμε να δούμε την αναπαράσταση της Μαυρηγής-θεϊκής Κυράς ως κάποια υλική εικόνα, ένα εικονικό και ταυτόχρονα ανεικονικό, «μαύρο» λατρευτικό είδωλο-χρυσή-ή-αργυρή «πλάκα» όπως αποκαλείται μάλλον κυριολεκτικά, διαθέτουμε νομίζω σχετικά λατρευτικά εικονικά πρότυπα για σύγκριση[13].Αναφέρομαι στις ασημοντυμένες ή χρυσοντυμένες, πλην κατάμαυρες ή σκοτεινές,όσον αφορά το πρόσωπο και το εικονιζόμενο σώμα, όσο φαίνεται, (ενίοτε σχηματιζόμενα ανάγλυφα), εικόνες τής−προσφωνούμενης ως Κυράς επίσης−βρεφοκρατούσας Παναγίας που συναντούμε συχνά στις χριστιανικές μονές και τους ναούς. Πρόκειται για τις θαυματουργές προσκυνηματικές εικόνες που αποτελούν τα ιερά «παλλάδια» κυρίως των πιο παλαιών και ξακουστών μοναστηριών της Παναγίας,αφιερωμένων στην πλειονότητά τους στην Κοίμηση. Εικόνες πολύτιμες, συμβολικά όσο και κυριολεκτικά, ήτοι όχι μόνον λόγω της καλλιτεχνικής και υλικής αξίας και παλαιότητάς τους αλλά και λόγω του ότι θεωρούμενες θαυματουργές, αποτελούν αντικείμενο λατρείας και γίνονται πόλος έλξης πλήθους πιστών, προσπορίζοντας και σημαντικά οικονομικά έσοδα στους ναούς και κυρίως τις μονές που τις φιλοξενούν. Οι πλέον θαυματουργές και πολύτιμες από αυτές τις εικόνες –που δεν είναι λίγες− επενδύονται και με ένα στοιχείο παλαιότητας ιδιαίτερα μεγάλου χρονικού βάθους, ωστόσο μη τεκμηριούμενο. Αποδίδονται δηλαδή ζωγραφικά στο χέρι του αποστόλου Λουκά αλλά αυτή η εικονογραφική παράδοση ενέχει θρυλικά στοιχεία,καθώς δεν βεβαιώνεται ιστορικά[14]. Πέραν αυτού, όπως είναι γνωστό, δεν έχουν σωθεί φορητές εικόνες πριν από την Εικονομαχία, με εξαίρεση τις εικόνες της μονής Σινά και ελάχιστες στη Ρώμη[15].
Η μαύρη όψη των εικόνων αυτών εξηγείται συνήθως από τους ιερείς (συχνά και από ιστορικούς της εκκλησιαστικής τέχνης, κληρικούς ή μη) από κάψιμο ή μαύρισμα από την αιθάλη των κεριών. Ωστόσο η τυπικότητα, το πλήθος τους και το όχι πάντα τεκμηριούμενο–ή έστω εύλογο– μαύρισμά τους δεν πείθει ότι είναι –ή τουλάχιστον όχι μόνον− η αιθάλη και το κάψιμο ο λόγος του μαυρίσματος των συγκεκριμένων εικόνων. Αν οφειλόταν όντως σε «κάψιμο» και δη σε αιθάλη το μαύρο χρώμα τους, τότε θα ήταν λογικό να καθαρίζονται από τους ιερείς ή τους πιστούς (πράγμα που είναι προφανές ότι δεν συμβαίνει, μάλιστα είναι ιδιαίτερα αρνητικοί σε τέτοια ενέργεια)αφού η «μαύρη» αυτή απεικόνιση μορφής της Παναγίας αντίκειται και στη δογματική λειτουργικότητα των χριστιανικών ορθόδοξων εικόνων[16].Η αμφιβολία για το «κάψιμο» αυτών των εικόνων, στο πλαίσιο και των αναπαραστατικών στοιχείων που προκύπτουν εδώ για τη Μαυρηγή, ενισχύεται νομίζω και από το γεγονός ότι η αόρατη/ορατή/«μαύρη» Παναγία ονοματίζεται και προσφωνείται από τους πιστούς και κυριολεκτικά Μαύρη ή συνεκδοχικά Μαυρομάτα (πιθανότατα όχι με μαύρα μάτια, αφού δεν διακρίνονται καν στις περισσότερες από αυτές, αλλά μάλλον ως η εικόνα που με το μαύρο είδωλό της μαυρίζει, ήτοι «κάνει μαύρα» τα μάτια του πιστού)[17].
Οι παραπάνω «παράδοξες» και θρυλικές συνδηλώσεις τούτων των «παμπάλαιων» σκοτεινών εικόνων αλλά και η χθόνια και νεκρική συμβολική σηματοδότησή τους αναφορικά με την περίσταση της αφιέρωσης των ιερών χώρων όπου ανήκουν, δηλαδή την Κοίμηση της Παναγίας (συχνά είναι και νεκροταφεία), μας οδηγεί να τις θεωρήσουμε εικονικά και συμβολικά στο πλαίσιο ενός νεκρικού θρησκευτικού συγκρητισμού. Είναι λοιπόν θεμιτό νομίζω να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια αρχαϊκή εικονική δομή που φαίνεται να έχει λατευτική σχέση με τις εν λόγω χθόνιες φαντασιακές αναπαραστάσεις της Κυράς Μαυρηγής, όταν μάλιστα λάβουμε υπόψη και την κυριολεκτούσα περιγραφικά προσφώνηση της Γης ως «μαυρισμένη πλάκα»(βλ. το μοιρ. αρ. 6, στο Επίμετρο Α΄)[18]. Δηλαδή η εικόνα-«μαυρισμένη πλάκα» της Παναγίας να προκύπτει ως έκφραση μιας «εκ των κάτω» (ή /και άνωθεν)καθιερωμένης σύνθεσης μεταξύ κάποιων προχριστιανικών αρχετυπικών παγανιστικών αναπαραστάσεων για τη χθόνια,τρομερή, μητρική «Μαυρηγή-μαυρισμένη πλάκα» με τις χριστιανικές για την«κοιμώμενη» «Μαύρη» (άρα «χθόνια», «μαύρη νεκρή» κατά τη λαϊκή αντίληψη)Θεομήτορα Παναγία[19].
Στη λαϊκή παράδοση το μαύρο ως χθόνιο χρώμα θανάτου κυριαρχεί περαιτέρω πρακτικά ή/και μεταφορικά και σε ό,τι άλλο αφορά φαντασιακά και κοινωνικά την χθόνια Μαυρηγή, το θάνατο, τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο: ...Στον κάτου κόσμο που θα πας / θα κατεβείς στον Άδη / μη δεις τσου μαύρους και σκιαχτείς / τους άσκημους και κλάψεις / δικοί μας είν’ κι οι άσκημοι / δικοί μας είν’ κι οι μαύροι... [20]. Επίσης μαύρα τα τοπία, τα πενθούντα πρόσωπα, τα πράγματα, μαύρα και τα νεκρικά σημάδια του πένθους και τα ρούχα των θρηνωδών και πενθουσών γυναικών [21]. Σε αυτό το πλαίσιο, οι γνωστές γυναικείες μαύρες φιγούρες της ελληνικής υπαίθρου, οι πενθούσες μαυροφορεμένες «γριές» με τον κατάμαυρο κεφαλόδεσμο που σκοτεινιάζει το πρόσωπό τους, φαίνεται ωσάν να ειδωλοποιούν κατά ένα τρόπο οι ίδιες και τη Μαυρηγή (βλ. και στο Παράρτημα, σελ….).
Ως προς τις ιδιότητες, η Μαυρηγή προβάλλεται έμφυλα ως μια μητρική, γονιμική, αναπαραγωγική οντότητα.Αναπαραστατικά ως πελώρια Μητέρα, πλην διφορούμενη: πρόκειται για μια χθόνια σκοτεινή μήτρα-αιδοίο που γεννάει αέναα τη ζωή και ταυτόχρονα για μια αχόρταγη, βουλιμική κοιλιά, που καταβροχθίζει κανιβαλικά τους νεκρούς ανθρώπους-παιδιά της προκειμένου να τραφεί και να ξαναγεννήσει, συντηρώντας μέσα από αυτή την αέναη γέννα και τη διατροφική ανακύκλωση τη ζωή στο διηνεκές (βλ. Επίμετρο Α΄, μοιρολ.αρ. 1-6, 9). Την αναπαράσταση της Μαυρηγής-αιδοίου (συμβολικά κάτι ανάλογο με τη μυθική Βαυβώ, όπως την έχει προσεγγίσει ο Ζώρζ Ντεβερέ), μπορούμε νομίζω να τη δούμε περισσότερο ρεαλιστικά στις χθόνιες αποκριάτικες μεταμφιέσεις[22]. Είναι γνωστό ότι οι «μαύροι» μουτζουρωμένοι καρναβαλιστές της αγροτικής κυρίως Αποκριάς, είναι αναπαραστάσεις των«μαύρων» νεκρών, όπως είδαμε και παραπάνω να αποκαλούνται και στα μοιρολόγια[23].Το «συμβολικό δράμα» του«μουτζουρώματος» (μεταξύ και άλλων σχετικών δράσεων, όπως ο ιερός γάμος της«μαύρης» νύφης, ο θάνατος του −«μαύρου» επίσης− γαμπρού, το φαλλικό μωρέλι, η αναπαράσταση της καλλιέργειας του σιταριού και άλλα) όπως για παράδειγμα το παρακολουθώ να λαβαίνει χώρα την καθαρή Δευτέρα στο καρναβάλι της ορεινής Νέδουσας στον Ταΰγετο, είναι νομίζω αποκαλυπτικό, σε επίπεδο αναπαράστασης, αυτής της πεποίθησης[24].
Η αναπαράσταση της Μαυρηγής ως μάσκας-αιδοίου στο καρναβάλι
Πριν ξεκινήσει ο αγερμός στα σπίτια του χωριού, η θιασική ομάδα των μεταμφιεσμένων ανδρών και γυναικών που τον πραγματοποιεί, πριν ξεκινήσουν, πηγαίνουν πομπικά με τη συνοδεία των οργάνων (τοπική φλογέρα και τύμπανο) σε έναν απαραίτητα «εν ενεργεία»φούρνο σε κάποιο σπίτι του χωριού. Από την κατάμαυρη, πηχτή αιθάλη, τη«μουτζούρα», που επικάθεται στο πάνω μέρος του στρογγυλού στόμιου του φούρνου(με προφανή την αναλογία του «μαύρου» εσωτερικά φούρνου με μήτρα/αιδοίο/γη/μαυρηγή −και σε σχέση με το «ψήσιμο» του ψωμιού[25]), παίρνουν τελετουργικά τη μουτζούρα και βάφουν μαύρα τα πρόσωπα όλων των μελών της αγερμικής ομάδας και έκτοτε μεταφέροντάς την κατά τον αγερμό σε ένα ταψί, όλους τους καρναβαλιστές, ανεξαιρέτως. Στη θιασική/αγερμική ομάδα εξέχοντα ρόλο φαίνεται να παίζει και ένας μεταμφιεσμένος άνδρας ο οποίος φέρει μια μάσκα-κάλυμμα κεφαλής από τομάρι /γούνα κατσίκας. Το σχήμα της μάσκας, ωσάν οξυκόρυφο κάλυμμα ολόκληρης της κεφαλής, καθώς περιβάλλει το κατάμαυρο από τη μουτζούρα−ορατό/αόρατο− πρόσωπο αυτού που την φοράει, φέρνει στο νου τις «μαύρες εικόνες» που προανέφερα και τη«μαυρισμένη πλάκα»-Μαυρηγή, αλλά παραπέμποντας τώρα περισσότερο ρεαλιστικά σε σκοτεινό αιδοίο, καθώς η τριχωτή γούνα περιβάλλει το μαύρο πρόσωπο. Αυτή την αναπαράσταση την καθιστά νομίζω περισσότερο σαφή κάτι που δεν φαίνεται: μέσα στην οξυκόρυφη απόληξη της μάσκας κρύβεται ένας κότυλος αραποσιτιού, κατάφορτος με τα κίτρινα σπόρια του, που τον τοποθετεί εκεί όποιος ντύνει τον καρναβαλιστή που φοράει αυτή τη μάσκα-αιδοίο. Ο σποροδότηςφαλλικός κότυλος του καλαμποκιού δεν φαίνεται απέξω, είναι αόρατος για τους«ξένους» ή τους αμύητους. Ωστόσο τα μέλη της κοινότητας γνωρίζουν τη μυστική παρουσία του εκεί, η οποία προσδίδει στη μάσκα, μαζί με τα υπόλοιπα σύμβολα, πρόδηλα το συμβολισμό της μήτρας-αιδοίου. Εξάλλου τα «άσεμνα» ιερά τραγούδια που τραγουδούν οι νοικοκυρές μαζί με τους μασκαρεμένους «καλαντιστές» καθώς τους υποδέχονται στα σπίτια, αφηγούνται τα επεισόδια του εαρινού δράματος που αφορά τη Μητέρα-Γη-Μαυρηγή, αναφέροντας τούτη τη μέρα τα παραπάνω σύμβολα«με τ’ όνομά τους» (βλ. το σχετικό με το καρναβάλι της Νέδουσας post σε αυτό εδώ το blog, με σχετικές φωτογραφίες).
Η αναπαράσταση της «Μαύρης»,φαίνεται να συγκροτεί κάποια παλαιά,κατά τεκμήριο, όσο και οικεία εικονική και συμβολική δομή στο συγκεκριμένο χωριό (πάντα στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης), αφού τη συναντούμε να δομεί και άλλη χθόνια, θηλυκή θρησκευτική μορφή: στο Νεδουσέϊκο μεταβυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας,αφιερωμένο και πανηγυρίζον στην Κοίμηση (το περίφημο «Μαρδάκι» κοντά σε αρχαιολογικό χωρο αποκαλούμενο τοπικά «Σιδεροβάγενο») η θαυματουργή παλαιά εικόνα της Παναγίας, το «παλλάδιο»της μονής, είναι «μαυρισμένη πλάκα»,ήτοι φέρει ως μαύρη, σκοτεινή τη μορφή της, όπως οι άλλες που προανέφερα[26].
Μεταξύ των ζώντων και της αμφίσημης μητέρας-«Μαυρηγής» εγκαθίσταται μια επίσης διφορούμενη λατρευτική σχέση, αποτρόπαιη και μιαρή καθώς διαμεσολαβείται πάντοτε από το θάνατο, πλην αναγκαία και αναπότρεπτη. Κατά τη μιαρή αυτή επικοινωνία θανάτου και τον πόνο που συνεπάγεται, οι θνητές μητέρες διαπραγματεύονται ανταποδοτικά και με όρους λατρευτικής φροντίδας προς την τρομερή θεϊκή Μητέρα-«Μαυρηγή» τα νεκρά ανθρώπινα σώματα ως αναπόδραστο αντάλλαγμα για την αέναη επαναφορά της ζωής μέσα από τα μαύρα, πλην γόνιμα,σπλάχνα της[27]. Με διάμεσο το σώμα του νεκρού ή το ειδωλοποιημένο σιταρένιο υποκατάστατό του –τα κόλλυβα ή το ψωμί– η Μαυρηγή στο χώρο της πρόθεσης του νεκρού και στο μνήμα μετά την ταφή−ή και σε ολόκληρο το νεκροταφείο, στις συλλογικές νεκρικές τελετές− γίνεται αποδέκτης μιας αμφίσημης λατρείας, που αντανακλά και τη συναισθηματική,κοινωνική και αξιακή πρόσληψη της ζωής και του θανάτου, αντίστοιχα: επικλήσεις,προσκυνήματα, ικεσίες, προσφορές, τάματα, ευχές, όρκους αλλά και παράπονα,κατάρες, αναθέματα, που πραγματοποιούν οι γυναίκες από το «βήμα» του πόνου για την απώλεια αλλά και την ελπίδα για σωτηρία μέσω της βλαστικής και κοσμικής ανακύκλωσης της ζωής (βλ. Επίμετρο Α΄, μοιρ. αρ. 5, 6)[28].
Η επιτελεστική συμπεριφορά των γυναικών κατά τη θρηνητική αναπαράσταση τόσο κατά την πρόθεση του νεκρού όσο και στον τάφο, πέραν της εκφοράς του μοιρολογιού μπορεί ναπεριλαμβάνει και ακραίες ενέργειες: σκούξιμο, αποκάλυψη της κεφαλής, λύσιμο και τράβηγμα των μαλλιών μέχρι ξεριζώματος, ξέσχισμα των ρούχων και κυρίως χτυπήματα του στήθους με τα χέρια μέχρις αιμοραγίας, απώλεια αισθήσεων, ανάλογα και με το φορτίο πόνου που φέρει κάθε μοιρολογίστρα και με αυτόν που προκαλεί ο συγκεκριμένος νεκρός, τη σχέση των θρηνωδών με αυτόν. Πρακτικές που ανιχνεύονται ιστορικά εγγεγραμμένες στη μακρότατη διάρκεια στον ελληνικό χώρο, ενώ φαίνεται ότι προκαλούσαν ανέκαθεν την αντίδραση της κοσμικής και της επίσημης θρησκευτικής εξουσίας, ως γυναικείες,ακραίες και παραβατικές[29].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου