ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΙ ΓΟΤΘΟΙ--Ο ΑΛΑΡΙΧΟΣ......[Γερμανικά φύλα Μέρος Ζ΄]

Οι Γότθοι ήταν ένα από τα ισχυρότερα γερμανικά έθνη τα οποία ζούσαν άνευ κάποιας μόνιμης κατοικίας στις βορειότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Οι Γότθοι ως αυτοτελής φυλή εμφανίζονται από το τέλος του Γ’ αιώνα μ.Χ. οπότε εφορμώντας από την Βαλτική εισέβαλαν στην χώρα της σημερινής Ρωσίας όπου ίδρυσαν ισχυρά κράτη που εκτείνονταν από τον Ντον μέχρι και τον κάτω Δούναβη. Από εκεί ορμούσαν στις ρωμαϊκές επαρχίες. Η Γερμανική φυλή διαιρείται σε δύο κλάδους:
1.  στους Τεύτονες, που ήταν οι γνωστότεροι στους Ρωμαίους κατά τα Χριστιανικά χρόνια ερχόμενοι σε συχνή επικοινωνία με το εμπόριο ή ως εχθροί και σε αυτούς ανήκαν οι γνωστότατοι στην ιστορία λαοί, όπως οι Φράγκοι, οι Αλαμανοί, οι Βουργουνδοί, οι Λογγομβάρδοι κ.λ.π
2.   και στην Γοτθική φυλή, γνωστότερη ως Σκανδυναυϊκή, που έμεινε λιγότερο γνωστή στον αρχαίο κόσμο, διότι αγωνίζονταν να επικρατήσει στις βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, στην Δανία και την Σουηδονορβηγική. Σε εκείνες τις χώρες πολλές γεωγραφικές περιοχές διατήρησαν την ανάμνηση των Γότθων με ονόματα όπως Γοτθία, Οστρογοτθία, Βηστρογοτθία, Γοτλάνδη κ.α.

Η γνωριμία τους με τον Ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο έγινε κατά την μετακίνηση της Γοτθικής φυλής προς νότο που προέκυψε από την γενικότερη πίεση των Ούννων στα ανατολικά σύνορα των κρατών τους κατά το 150 μ.Χ. περίπου ενώ κατά τον Γ’ μ.Χ. αιώνα έχουν σχηματίσει ένα απέραντο βαρβαρικό κράτος που όπως αναφέρθηκε δέσποζε από την βόρεια Ευρώπη μέχρι τους μεγάλους ποταμούς της Ρωσίας. Η μετακίνησή τους θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία ως Επιδρομές των Βαρβάρων που διάρκεσαν για 1,5 αιώνα (376 - 525) και που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ρωμαϊκού κράτους και την νέα διαμόρφωση των κρατών της Δυτικής Ευρώπης.
Στους Γότθους οι οποίοι κατέλαβαν τις στέπες της ΝΔ Ρωσίας ανήκουν λαοί που στην Βυζαντινή ιστορία έμειναν γνωστοί ως Γέπιδες και Βανδήλοι, αναμειγμένοι ίσως με τους Βένδους που αργότερα έλαβαν το όνομα των Σλάβων. Κατά τα τέλη του Δ’ αιώνα μ.Χ. βασιλέας του Γοτθικού κράτους της ΝΑ Ευρώπης είναι ο Ερμάνριχος ο οποίος βασίλεψε κυρίως επί των Οστρογότθων αλλά και επί όλων των Γότθων που είχαν μετακινηθεί από τις αρχικές τους εστίες, ενώ παράλληλα εξασκούσε εξουσία και επί άλλων βαρβαρικών λαών, όπως των Βανδήλων, των Γεπιδών, των Ερούλων, των Βένδων, των Αλανών και των Ρωξολάνων, μνημονεύοντας λαούς που ενδιαφέρουν μόνο την ελληνική ιστορία. Ενάντια στο κράτος του Ερμάνριχου επιτέθηκαν τα τέλη του Δ’ αιώνα οι Ούννοι. Ο γέροντας Γότθος βασιλέας κουρασμένος αυτοκτόνησε με το ξίφος του ενώ ο διάδοχός του σύναψε μάχη και σκοτώθηκε και αυτός και μαζί ηττήθηκαν και όλοι οι Γότθοι. Τότε μέρος αυτών των Γότθων ζήτησε άσυλο στο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής. Έτσι άρχισε ειρηνικά η είσοδος των βαρβάρων στο Κράτος την οποία αμέσως ακολούθησε η πολεμική επιδρομή.


[Βαριά οπλισμένος Οστρογότθος μαχητής. Η αυτοκρατορία πολέμησε σκληρά εναντίων τους στην Ιταλία αλλά και στην Συρία χρησιμοποιώντας ως μαχητές Ούννους και πιθανώς και τον Αλάριχο.]

Η πρώτη τους σοβαρή επιδρομή έγινε το 244-249 επί της βασιλείας του Φιλλίπου του Άραβα στην Ρώμη, όπου μοίρα Γότθων εισβάλλοντας στην Δακία διάβηκε τον Ίστρο ποταμό και λεηλάτησε την Μοισία, προέλασε μέχρι την Μαρκιανούπολη την οποία πολιόρκησε. Οι Γότθοι έφυγαν από εκεί αφού οι κάτοικοί τους πλήρωσαν μεγάλο αντίτιμο σε χρυσάφι.Μετά από μερικά χρόνια πραγματοποίησαν μεγαλύτερη επιδρομή επί του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251), όταν καταπλημμύρισαν τις πεδιάδες της Μοισίας και της Θράκης. Μοίρα από αυτούς που ανέρχονταν σε 70.000 άνδρες προέλασε μέχρι την Νικόπολη της κάτω Μοισίας. Ο αυτοκράτορας Δεκίος στράτευσε ενάντιά τους και ταυτόχρονα έστειλε τον χιλίαρχο Κλαύδιο με 1500 άνδρες (Δαρδάνους, Κρήτες κ.λ.π.) στις Θερμοπύλες για να προλάβει την κάθοδο των εισβολέων στην κυρίως Ελλάδα. Οι Γότθοι μόλις προσέγγισε ο Δεκίος στράφηκαν προς τον Ν και διαβαίνοντας τον Αίμο κατήλθαν στην Θράκη νικώντας τα εκεί ρωμαϊκά στρατεύματα κοντά στην Φιλιππούπολη και όταν κατέλαβαν την πόλη με έφοδο έσφαξαν 100.000 από τους κατοίκους της καθώς και άλλους που είχαν καταφύγει εκεί από τις γύρω περιοχές. Μόλις έληξε το 251 συγκροτήθηκε δεύτερη προς αυτούς μάχη, κατά την οποία και πάλι ηττήθηκαν οι Ρωμαίοι ενώ φονεύθηκε και ο Δεκίος μαζί με τον υιό του. Την αρχή τότε ανέλαβε ο Γάλλος, ο οποίος έπεισε τους Γότθους να απέλθουν, υποσχόμενος την καταβολή ετήσιου φόρου. Αλλά μετά από μερικούς μήνες επανήλθαν αυτοί με επικεφαλή και άλλους βαρβάρους λεηλατώντας την Μοισία, την Μακεδονία και την Θράκη, αλλά προσβλήθηκαν στην Μοισία από τον στρατηγό Αιμιλιανό και το 253 αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις περιοχές πίσω από τον Ίστρο.
 Επερχόμενοι και πάλι επί Ουαλεριανού (253 - 260) λεηλάτησαν ακώλυτα τις βόρειες περιοχές μέχρι την Θεσσαλονίκη την οποία πολιόρκησαν. Οι ελληνικές πόλεις δεν προσδοκούσαν καμιά βοήθεια από την Ρώμη γι’ αυτό και συγκρότησαν κοινή στρατιά με την οποία κατέλαβαν τις Θερμοπύλες και ταυτόχρονα επισκεύασαν τα τείχη των Αθηνών και έβαλαν τείχος στον Ισθμό. Οι Γότθοι μη καταφέρνοντας να εκπορθήσουν την Θεσσαλονίκη παράτησαν την πορεία προς την κυρίως Ελλάδα υποχωρώντας προς τις περιοχές τους απαγάγοντας πλήθη αιχμαλώτων και  άφθονη λεία. Το 267 νέα στίφη Γότθων όρμησαν από την μεσημβρινή Ρωσία και με 500 πλοία δια μέσω θαλάσσης έκαναν επιδρομές στην Προποντίδα, στον Βόσπορο και αφού λεηλάτησαν το Βυζάντιο , την Χρυσόπολη, την Κύζικο, ξεχύθηκαν στο Αιγαίο λεηλατώντας τα νησιά και τα παράλια ενώ έπειτα κατευθύνθηκαν προς την κυρίως Ελλάδα λεηλατώντας την Κόρινθο, το Άργος , την Τεγέα, την Σπάρτη, τον Πειραιά και την Αθήνα. Επώνυμος τότε άρχοντας της Αθήνας ήταν τότε ο ιστορικός Δέξιππος. Αυτός συγκέντρωσε και όπλισε 2.000 Αθηναίους και ανέλαβε απηνή αγώνα ενάντια στους επιδρομείς. Με τα λόγια του και με το παράδειγμά του προσπαθούσε να τονώσει το φρόνημά τους για να αποδοθούν στον άνισο αυτόν αγώνα. Κήρυσσε προς αυτούς «καρτερία οι πόλεμοι μάλλον ή πλήθοι κρίνονται», τους βεβαίωσε περί της τελικής νίκης, διότι αγωνιζόμενοι περί της ιερής και δίκαιης υπόθεσης έχουν προστάτη τον θεό και εντέλει προσκαλεί αυτούς να βαδίσουν κατά του εχθρού, έχοντας ως σύνθημα την σωτηρία των παιδιών τους. Μόλις έδωσε γερό φρόνημα στους άνδρες του άρχισε να επιτίθεται με μικρά αποσπάσματα κατά των Γότθων. Αυτοί πιεζόμενοι από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των αντιπάλων τους και από την έλλειψη των εφοδίων  αναγκάστηκαν να ζητήσουν σωτηρία δια της φυγής. Διαρκώς προσβαλλόμενοι και από τους Έλληνες της Στερεάς ετράπησαν προς την Θεσσαλία και την Μακεδονία όπου εξολοθρεύτηκαν από τον επερχόμενο ρωμαϊκό στρατό ενώ άλλα στίφη που έφυγαν από την θάλασσα κατεστράφησαν από τον Ρωμαίο ναύαρχο Ουενεριανού.
Το 269 οι Γότθοι επιχείρησαν φοβερότερη επιδρομή κατά των ελληνικών χωρών όταν 300.000 οπλίτες επιβιβάσθηκαν στα παράλια της μεσημβρινής  Ρωσίας κοντά στην Μαιώτιδα με τις οικογένειές τους και τα σκεύη τους σε 2.000 πλοία και ξεχύθηκαν από τον Βόσπορο και ην Προποντίδα στον Αιγαίο. Αφού αποβίβασαν ισχυρή μοίρα στην Μακεδονία άρχισαν να λεηλατούν τα ελληνικά νησιά και τα παράλια της Κύπρου αλλά αποδεκατίσθηκαν από τις τρικυμίες και την τοπική αντίσταση των νησιωτών καθώς και από τον λοιμό που μάστιζε τις χώρες εκείνες. Έτσι εξασθένησαν και κατατροπώθηκαν από τον επερχόμενο ρωμαϊκό στόλο. Εκείνοι που αποβιβάστηκαν στην Μακεδονία αφού μάταια προσπάθησαν να κυριεύσουν την Κασσάνδρεια και την Θεσσαλονίκη αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία τους, όταν έμαθαν την επερχόμενη εναντίων τους στρατιά του Κλαύδιου και έστρεψαν προς τον βορρά επανερχόμενοι στις περιοχές τους. Ο Κλαύδιος αφού κατ’ επανάληψη τους νίκησε σε διάφορες εμπλοκές κοντά στην Μαρκιανούπολη σύναψε αιματηρή μάχη κοντά στην Ναϊσσό (Νίσσα της Σερβίας) κατά την οποία οι Γότθοι κατατροπώθηκαν ολοσχερώς.  Αφού αποκλείστηκαν από τους Ρωμαίους κατασφάχτηκαν περίπου 50.000 ή αιχμαλωτίσθηκαν και άλλοι κατατάχθηκαν στα ρωμαϊκά τάγματα και άλλοι διασπάρθηκαν ως άποικοι σε διάφορες επαρχίες του κράτους ενώ όσοι διέφυγαν χάθηκαν είτε από τους ρωμαίους ιππείς που τους καταδίωκαν είτε από την πείνα. Ο Κλαύδιος για την νίκη του αυτή ονομάστηκε Γοτθικός. Μετά από λίγο ανήλθε στον θρόνο της Ρώμης ο Αυρηλιανός (270-275) ο οποίος επωφελούμενος από την συντριβή των βαρβάρων συνθηκολόγησε μαζί τους και από τότε οι σχέσεις των Γότθων και της Ρώμης υπήρξαν ειρηνικές. Αυτοί υπέστησαν την επίδραση του ρωμαϊκού πολιτισμού και μετά ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό δεχόμενοι την αίρεση του Αρείου. Ο επίσκοπος τους ο Ουλφίλας μετάφρασε στην Γοτθική γλώσσα την Βίβλο. Αυτή την εποχή οι Γότθοι διαιρέθηκαν σε 2 μεγάλες ομάδες, στους Βησιγότθους και τους Οστρογότθους.


 Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ) ΣΤΟΥΣ ΓΟΤΘΟΥΣ

 Το περίεργο είναι ότι οι Γότθοι από καιρό είχαν δεχτεί στο βάρβαρο κράτος τους Χριστιανικές επιδράσεις καθώς και επιδράσεις γενικότερα του πολιτισμού. Ένας από αυτούς με το όνομα Ουλφίλας (Vulfilas, Woelflein, «ο μικρός λύκος») άκμασε στα μέσα του Δ΄ αιώνα, κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα της Ανατολής Ουάλεντου και είχε μεταφράσει για χάρη των Γότθων τα Ευαγγέλια και μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Επειδή όμως η γλώσσα των Γότθων ήταν απλοϊκή , ο Ουλφίλας δανείσθηκε λέξεις από την Ελληνική και με το Ελληνικό αλφάβητο συμπλήρωσε το Γοτθικό. Η μετάφραση αυτή του Ουλφίλα είναι το παλαιότατο κειμήλιο της Γερμανικής φιλολογίας και το αρχαιότερο χειρόγραφο φυλάσσετε στην βιβλιοθήκη της Ουψάλης στην Σουηδία. Ο Ουλφίλας κήρυξε στους Γότθους τον Χριστιανισμό και το 341 χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη επίσκοπος αυτών. Αλλά ο Χριστιανισμός που έλαβαν οι Γότθοι ήταν αιρετικός, κατά την περίφημη αίρεση του Αρείου, και όλοι οι Γότθοι, όπως άλλωστε και όλοι οι βάρβαροι έγιναν Αρειανοί. Η ουσία του Αρειανισμού, που δίδασκε ότι ο Υιός δεν είναι αγέννητος, όπως ο Πατέρας αλλά κτίσμα του Πατέρα, ήταν βασικά άρνηση της θεότητας του Ιησού Χριστού. Το δόγμα αυτό ήταν περισσότερο ευνόητο παρά η Ορθόδοξη Θεολογία και γι’ αυτό όλοι οι βάρβαροι λαοί, οι οποίοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τις Ορθόδοξες λεπτότητες , είχαν γίνει αιρετικοί και δηλαδή Αρειανοί.



ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΣΤΡΟΓΟΤΘΟΙ

Όταν οι Γότθοι κατέλαβαν την ΝΑ Ευρώπη και ίδρυσαν το απέραντο κράτος τους στο οποίο κυριαρχούσαν πλήθος βαρβαρικών λαών, Γερμανικών, Σαρματικών, Σλαβικών, Φιννικών, διαιρέθηκαν σε 2 μεγάλους κλάδους οι οποίοι έλαβαν το όνομά τους από την γεωγραφική τους θέση. Αυτοί οι 2 κλάδοι ήσαν:

1.       Οι Βησιγότθοι (Γότθοι της Δύσεως) υπό την δυναστεία του οίκου των Βάλτων
2.       Οι Οστρογότθοι (Γότθοι της Ανατολής)

Οι Βησιγότθοι κατοικούσαν μεταξύ του Δούναβη και Βορυσθένη ενώ οι Οστρογότθοι ανατολικότερα, εκτεινόμενοι έως τον ποταμό Τάναϊ (Δον) και κατείχαν δηλαδή της στέπες της Ρωσίας.
Κατ’ αρχάς εφ’ όσον οι Γότθοι έμεναν στην ΝΑ Ευρώπη, δεν είχαν χωριστές ιστορικές τύχες. Αργότερα όμως όταν υπέστησαν την τρομερή επίθεση των Ούννων και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, τράπηκαν και οι 2 σε διαφορετική οδό με τελείως διαφορετικές τύχες.
Μετά από την ήττα των Οστρογότθων από τους Ούννους αυτοί αναγκάστηκαν να τραπούν στις χώρες του Άνω Δούναβη,σ τις σημερινές Ουγγρικές χώρες. Οι δε Βησιγότθοι θέλησαν να διαβούν τον μέγα ποταμό και να καταφύγουν στις χώρες του Ελληνορωμαϊκού κράτους. Ο αυτοκράτορας της Ανατολής Ουάλης είχε ήδη έλθει σε ρήξη με τους Βησιγότθους κατά τις αρχές της βασιλείας του το 364, διότι είχε υποστηρίξει με στρατό 30.000 ένα σφετεριστή αντίπαλό του. Ο Ουάλης νίκησε τότε τους Βησιγότθους και τους υποχρέωσε να μην διαβούν τον Δούναβη και να εισέρχονται στις χώρες του κράτους. Ήδη ωθημένοι από τους Ούννους εισήλθαν στις ελληνικές χώρες της χερσονήσου του Αίμου, μετά έμειναν για ένα διάστημα στις χώρες του Ιλλυρικού και τέλος διάβηκαν την Δυτική Ευρώπη και ίδρυσαν στην Ισπανία αξιολογότατο Χριστιανικό Βαρβαρικό Κράτος, το επιφανές στην ιστορία βασίλειο των Βησιγότθων.
Οι Οστρογότθοι, οι οποίοι έμεναν πέρα από τον Δούναβη, διετέλεσαν κατ’ αρχάς υποτελείς των Ούννων, μετά επαναστάτησαν εναντίων τους και τους απώθησαν στις Ανατολικές στέπες. Πήγαν τότε και εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της αρχαίας Παννονίας, σημερινής Ουγγαρίας, και άρχισαν τις εχθροπραξίες εναντίων της Ανατολικής, δηλαδή της Βυζαντινής, αυτοκρατορίας. Ένας από τους αρχηγούς τους, ο Θεοδέμιρος, γέννησε τον περίφημο Θεοδώριχο, ο οποίος στάλθηκε ως παιδί και έμεινε για πολύ καιρό όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε στους δικούς του σε ηλικία 18 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του και τέλος έμεινε μόνος βασιλέας κυβερνώντας όλους τους Οστρογότθους (481). Ο Θεοδώριχος αυτός είναι εκείνος ο οποίος ζητώντας την άδεια από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα θέλησε να κατακτήσει την Ιταλία και διάβηκε την Δύση με όλο τον στρατό και όλο τον λαό του και ίδρυσε το περίφημο Οστρογοτθικό βασίλειο της Ιταλίας (493), το οποίο μετά από 1,5 αιώνα (554) καταλύθηκε από τον μεγάλο Ιουστινιανό.

Οστρογότθος τοξότης.
Οι Γότθοι τοξότες ήταν ικανοί να πολεμούν σε διάταξη ακροβολισμού, όσο και σε πυκνότερη διάταξη. Δεν διάθεταν ούτε την ψυχραιμία ούτε την εκπαίδευση να αντιμετωπίσουν τις εφόδους του Βυζαντινού Ιππικού.

Οι Βησιγότθοι στην Ανατολή: (Είσοδος στο Βυζαντινό κράτος) Αφού κατατρόπωσαν τους Οστρογότθους, οι Ούννοι προχώρησαν και επιτέθηκαν κατά των Βησιγότθων, οι οποίοι είχαν το περιχαρακωμένο με άμαξες στρατόπεδό τους στις όχθες του ποταμού Δνείπερου. Αρχηγοί τους ήσαν 3 αδέλφια ο Αθανάριχος, ο Φρειδίγερνος και ο Αβλάβιος. Ο γενναίος Αθανάριχος ήθελε να πολεμήσει αλλά την νύχτα οι Ούννοι διάβηκαν τον ποταμό και τον ανάγκασαν να καταφύγει στην χώρα μεταξύ του Προύθου και του Δούναβη όπου οχυρώθηκε παρασκευάζοντας αντίσταση κατά των άγριων επιδρομέων. Οι πολλοί Βησιγότθοι, έχοντας επί κεφαλής τους άλλους αδελφούς, τον Φρειδίγερνον και τον Αβλάβιο και ζήτησαν άσυλο στο κράτος.
Αυτοκράτορας ήταν ακόμη στην Ανατολή ο Ουάλης και στην Δύση ο αδελφός του ο Γρατιανός. Ο Ουάλης βρίσκεται στην Αντιόχεια της Συρίας ένεκα του πολέμου κατά των Περσών. Άλλωστε του άρεσε να διατρίβει σε αυτή την μεγάλη Ελληνική πόλη. Εδώ δέχθηκε τους πρέσβεις των Βησιγότθων, οι οποίοι έρχονταν ως ικέτες ζητώντας βοήθεια κατά της πείνας και κατά των Ούννων, υποσχόμενοι υποταγή και στρατιωτική υπηρεσία στα σύνορα προς άμυνα του κράτους. Ο αυτοκράτορας δέχθηκε να τους παραχωρήσει θέση στο κράτος αλλά επέβαλε βαρύς όρους από τους οποίους ο σπουδαιότερος ήταν να καταθέσουν τα όπλα τους. Οι Βησιγότθοι όμως κατόρθωσαν να  διαβούν οπλισμένοι τον Δούναβη και όλοι μαζί 200.000 μαχητές εγκαταστάθηκαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στην Κάτω Μοισία (σημερινή βόρεια Βουλγαρία) το 376. Δεν άργησαν όμως να επαναστατήσουν και ο Ουάλης πολεμώντας εναντίων τους φονεύθηκε σε μια μεγάλη μάχη κοντά στην Ανδριανούπολη το 378. Οι Γότθοι εξολόθρευσαν σχεδόν ολόκληρο τον Ρωμαϊκό στρατό και έφτασαν στις πύλες της Κωνσταντινούπολης. Από τον Κάτω Δούναβη έως τις Ιουλιανές Άλπεις λεηλάτησαν την χώρα σε τέτοιο βαθμό ώστε «δεν αφήκαν να υπάρχει παρά μόνον ο Ουρανός και η Γη» σύμφωνα με ένα πατέρα της Εκκλησίας. Οι βόρειες Ελληνικές χώρες ήταν στην διάκριση των βαρβάρων και την Κωνσταντινούπολη έσωσε η γενναία άμυνα των κατοίκων και των Σαρακηνών μισθοφόρων, την οποία διεύθυνε η χήρα Αυτοκράτειρα Δομνίκα.
Όταν όμως ανήλθε στον θρόνο της Ανατολής ο Μέγας Θεοδόσιος, ο τελευταίος αληθινός Ρωμαίος αυτοκράτορας κατόρθωσε να ειρηνεύσει τους Γότθους και να τους υποβάλει σε υποταγή. Τους έδωσε γη να κατοικούν εκατέρωθεν του Βόσπορου, στην Φρυγία και στην Θράκη. Οι Γότθοι για ένα χρονικό διάστημα έμειναν ήσυχοι υπό την ηγεμονία των δικών τους αρχηγών διατηρώντας τις συνήθειές τους ως ομόσπονδοι (foederati), ως σύμμαχοι δηλαδή, οφείλοντας στρατιωτική υπηρεσία στον αυτοκράτορα για την άμυνα των συνόρων του κράτους από τους άλλους βαρβάρους. Κατά το βραχύ εκείνο ειρηνικό διάστημα, τα τέλη του Δ’ αιώνα προσκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο στην αυλή της Κωνσταντινουπόλεως ο βασιλέας των πέρα του Δούναβη απομείναντων Βησιγότθων, Αθανάριχος. Ο βάρβαρος ηγεμόνας έμεινε κατάπληκτος από το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης και αναφώνησε «Βλέπω τέλος την λαμπρότητα της πόλης αυτής, την οποία άκουα, χωρίς να πιστεύω, να εξυμνούν το θαυμάσιο θέαμα». Και πρόσθεσε «Αναμφιβόλως ο αυτοκράτορας είναι ένας γήινος θεός, και όστις εγείρει την χείρα εναντίον του γίνεται άξιος της απώλειας αυτού». Η αίγλη αυτή και η γοητεία, την οποία βλέπουμε ότι εξάσκησε η Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας στον γενναίο Βησιγότθο βασιλέα, εξηγεί την επιβολή και την ισχύ της ένδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας , τον μακρύ και ένδοξο ιστορικό της βίο.
  


 ΑΛΑΡΙΧΟΣ



Χάρτης της επιδρομής του Αλαρίχου στην Ελλάδα το 395. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 56)

Ο Αλάριχος ήταν αρχηγός των Βησιγότθων γνωστός ως βασιλεύς Ούλριχ (Ulrich) και άκμασε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 5ου. Είναι άγνωστο που γεννήθηκε, πιθανόν κοντά στον Δούναβη το 350. Ανήκε στην μοίρα των Βάλτων (Δασόβιων) των οποίων ήταν κατά πάσα πιθανότητα κληρονομικός ηγεμόνας. Κατά τον διχασμό του 376 δεν ακολούθησε τον Αθανάριχο, αλλά εισήλθε στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία  με σκοπό να εγκατασταθεί στις περιοχές που παραχωρήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ουάλεντο, κοντά στην σημερινή Βουλγαρία. Ήταν ταυτόχρονα αρχηγός των Φοιδεράτων (Συμμάχων) αλλά και στρατιωτικός διοικητής του Ιλλυρικού, δηλαδή ολόκληρης της Ελλάδας. Επί αιώνες η ιστορία ανάφερε τις λεηλασίες του εκπροσωπώντας την έννοια της βαρβαρικής επιδρομής που έρχεται έξωθεν. Αλλά αυτό είναι άτοπο διότι η νεώτερη έρευνα των παλαιών κειμένων εξακρίβωσε ότι οι επιδρομές του δεν ήταν τίποτα άλλα παρά το θλιβερό αποτέλεσμα στρατιωτικών κινημάτων, που έγιναν για λόγους δυσαρέσκειας εναντίων των εντολοδόχων καθεστώτων αρχών.  
 Οι Γότθοι είχαν χριστιανικό θρήσκευμα αλλά σίγουρα μόνο κατά τους τύπους. Ποτέ δεν εννόησαν ούτε απέκτησαν σαφή έννοια του Θείου. Λόγω της συνθήκης εγκατάστασης του 376, ο Αλάριχος ασπάσθηκε το δόγμα του Αριμίνου, που πρεσβεύονταν από τον αυτοκράτορα Ουάλεντο. Μετά την άνοδο του Θεοδοσίου και τον διωγμό των Αρειανών οι Γότθοι δεν επανήλθαν στην Ορθοδοξία. Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί παράδοξο αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν το ασυνείδητο της χριστιανικής πίστης και την ευκολία με την οποία μετέβηκαν από την μια πίστη εις την άλλη ή από το ένα δόγμα στο άλλο, πολλές φορές και ως πρόβατα οι βάρβαροι λαοί που εξαρτιόνταν άμεσα ή έμμεσα από την Αυτοκρατορία. Γεγονός είναι κατά τους χρονογράφους και ιδίως κατά τον Ζώσιμο, ότι μαζί με τις λεηλασίες οι Γότθοι είχαν σαν ασχολία την φανατική μετά λύσσας καταδίωξη των Εθνικών.
Οι Βάλτοι κατά την είσοδό τους δεν περιορίστηκαν στις συμφωνημένες περιοχές αλλά ενώθηκαν με τους Ταϊφελούς (Ταραχωδούς) και τους Αμάλους Βησιγότθους, απαρτίζοντας ληστρικές συμμορίες διατρέχοντας την Δυτική Μακεδονία, την Βοσνία, την Αλβανία, την Δαλματία και έφθασαν μέχρι και την Ακυληία όπου αναχαιτίστηκαν. Το 378 επέστρεψαν και έλαβαν μέρος στην μάχη της Ανδριανούπολης. Εκεί έχασαν βίαια οι Ρωμαίοι και έπεσε και μαχόμενος ο Ουάλης. Αν και δεν αναφέρεται είναι προφανές ότι αρχηγός των 3 μοιρών ήταν ο Αλάριχος. Μετά την άνοδο του Θεοδόσιου είναι άγνωστο πως ο Αλάριχος κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Όταν άρχισαν στην Ασία και ιδίως στην Συρία οι επιδρομές των Ούνων, γύρω στο 386 και 387, πολλά τεκμήρια αποδεικνύουν ότι μεταξύ των απεσταλμένων για ενίσχυση των συριακών συνόρων ήταν και ο Αλάριχος με μοίρα μεγάλη Φοιδεράτων Βησιγότθων. Στα μέρη εκείνα μετά το 379, είχαν εγκατασταθεί χιλιάδες Οστρογότθοι (Ανατολικοί Γότθοι). Οι έποικοι αυτοί είχαν υποστεί στο παρελθόν πανωλεθρία από τους Ούνους και έτρεμαν τώρα όποτε έρχονταν σε νέα επαφή μαζί τους. Θα αποτελούσαν  πολύ μεγάλο πρόβλημα για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας αν δεν αναπτέρωνε το ηθικό τους ο Αλάριχος. Όμοια οπλίστηκαν και οι Οστρογότθοι. Κατά την στιγμή που στην Δύση ο Θεοδόσιος θριάμβευε κατά του Μαξίμου στην Ανατολή Φοιδεράτοι του Αλάριχου, Βησιγότθοι και Οστρογότθοι ανάγκαζαν τους Ούνους να αποχωρήσουν από την Συρία. Τότε λέγεται ότι ο Αλάριχος παρέλαβε ως όμηρο τον μέλλονταν ηγέτη των Ούνων βασιλιά Αττίλα και επί έτη τον διαπαιδαγώγησε στα στρατόπεδά του και τον μόρφωσε ώστε να καταστεί η «μάστιξ του Θεού». Σε αυτόν μορφώθηκε και ο νικητής του Αττίλα ο Αέτιος.
 

 Μετάλλιο του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού, ο οποίος αντιμετώπισε με επιτυχία τις πρώτες εισβολές των Γότθων στα Βαλκάνια.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 57)


ΑΡΚΑΔΙΟΣ - ΡΟΥΦΙΝΟΣ & ΟΝΩΡΙΟΣ - ΣΤΗΛΙΧΩΝΑΣ

Πώς οργανώθηκε η λεηλασία των ελληνικών Εθνικών ναών από τους Γότθους

 Μετά το τέλος της εκστρατείας ο Αλάριχος οδήγησε τους Φοιδεράτους του, πιθανά και μεγάλη μοίρα Οστρογότθων και επέστρεψε στην Βουλγαρία. Βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη όταν κατά τα τέλη του Ιανουαρίου 395 μ.Χ. λήφθηκε η πληροφορία ότι πέθανε στα Μεδιόλανα ο Θεοδόσιος και μοιράσθηκε η αυτοκρατορία στα 2 στους 2 υιούς του, ανατολικά στον Αρκάδιο με επίτροπο τον Ρουφίνο, Γαλάτης και πονηρότατος αυλικός και δυτικά στον Ονώριο με επίτροπο τον Στηλίχωνα, στρατηγός Βάνδαλος στην καταγωγή αλλά καλά στερεωμένο στο ρωμαϊκό μεγαλείο. Οι 2 αυτοί επίτροποι μισούσαν ο ένας τον άλλον και επιδίωκαν να συγγενέψουν με τους κηδεμόνες τους. Ο Στηλίχωνας μάλιστα αφού πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Ονώριο στοχάσθηκε να δώσει και την άλλη του κόρη Θερμαντία στον Αρκάδιο. Αυτόν όμως επεδίωκε να αποκτήσει γαμπρό ο Ρουφίνος, όταν με μια παγίδα που στήθηκε από τον αυλικό Ευτρόπιο, ο Αρκάδιος νυμφεύθηκε την Ευδοξία, που ήταν Γαλλίδα στην καταγωγή. Τα συνοικέσια αυτά όξυναν τα πράγματα και λόγοι κρυφοί για εκδίκηση παρακίνησαν και τους μεν και τους δε να κινήσουν ενάντια τα όπλα τους. Ευκαιρία έδωσε η πρόσκτηση της Ελλάδας στην Ανατολή. Η παλιά Ρώμη την διεκδίκησε ως δήθεν μητέρα. Ο δε Ονώριος απείλησε ότι με τα όπλα θα την αποσπούσε από τον αδελφό του Αρκάδιο. Απειλούσε, διότι γνώριζε ότι εκτός των Φοιδεράτων, η Ανατολή ήταν γυμνή από Ρωμαϊκές λεγεώνες, επειδή αυτές οδηγούμενες από τον Θεοδόσιο στην Δύση παρέμειναν εκεί. Απειλούσε και ο Στηλίχων, διότι ήθελε να επιβληθεί στην Ανατολή. Η κατάσταση αυτή δεν διέφυγε στον Αλάριχο. Ζήτησε λοιπόν την ανανέωση της έξοχης θέσης που κατείχε κατά την περίοδο του Θεοδοσίου αλλά δεν πέτυχε κάτι.

Ο θρυλικός στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατιώτες της ιστορίας. Με τις δυνατότητές του σύντριψε Βάνδαλους, Γότθους και Πέρσες.

Ο Αλάριχος τότε εξήλθε από την Κωνσταντινούπολη και συγκάλεσε τους Γότθους στην Φιλιππούπολη και κήρυξε το πρώτο του κίνημα κατά τους κράτους. Καμιά πληροφορία δεν υπάρχει για το πλήθος των στρατιωτών του. Αντίθετα είναι γνωστό ότι το στράτευμά του το ακολουθούσαν και σμήνη ανέργων, που είχαν ως επάγγελμα την χριστιανική θρησκεία, ή μάλλον τον εν ονόματι αυτής διωγμό του Ελληνικού Εθνισμού και φυσικότατα την σύληση και λαφυραγωγία των πλούσιων Ελληνικών τεμενών. Η εκκίνηση έγινε το καλοκαίρι του 395. Οι Γότθοι κατέβαιναν βαριά προς την βασιλεύουσα. Τόσο ήταν φοβεροί ώστε αμέσως ο εκπέμφθηκαν από τον Αρκάδιο ικεσίες προς τον Ονώριο να προφτάσει την αποστολή των λεγεώνων ώστε να κατασταλεί από αυτές η ανταρσία. Ο Στηλίχωνας ξεκίνησε και γρήγορα είχε φτάσει στην Μακεδονία, ενώ οι Γότθοι λεηλατώντας την Θράκη βράδυναν την πορεία τους. Όταν έφτασε εκείνος στην Θεσσαλονίκη οι Γότθοι κύκλωσαν τα τείχη της βασιλεύουσας. Προφανές είναι ότι αν ο Στηλίχωνας κτυπούσε τους Γότθους στα νότα θα τους κατέβαλλε. Διατάχθηκε όμως να επιστρέψει στην Ιταλία και να αφήσει τις λεγεώνες στην Θεσσαλονίκη. Η μεταβολή έγινε διότι ο Ρουφίνος προέβηκε σε συνεννοήσεις με τον Αλάριχο και πέτυχε να τον απομακρύνει από την Κωνσταντινούπολη αλλά δεν κατέστειλε την ανταρσία. Ο Ζώσιμος ο οποίος είναι ενθουσιώδης Εθνικός αναφέρει ότι ο Ρουφίνος που είναι επίτροπος του Αρκάδιου, προέτρεψε τον Αλάριχο να καταστρέψει την Ελληνική πλούσια επαρχία και να αφήσει την Κωνσταντινούπολη ακέραιη. Με αυτόν τον τρόπο και την Κωνσταντινούπολη θα διέσωζε και θα εκδικούνταν και τους Εθνικούς, προκαλώντας την καταστροφή, η οποία ακολούθησε μετά συστηματικά,  μετατρέποντας την ακμάζουσα επαρχία σε ερείπια την οποία εξάλλου δεν μπορούσε να κρατήσει για την Ανατολή, αφού ο Στηλίχωνας είχε τόσες πολεμικές δυνάμεις και θα την κατακτούσε για την Δύση.
           Οι χώρες της παλιάς Ελλάδας και τα μνημεία της αρχαιότητας τα οποία έως τότε είχαν μείνει σχεδόν άθικτα, έπαθαν τόσες μεγάλες καταστροφές, ώστε αυτή η επιδρομή των Βησιγότθων μπορεί να θεωρηθεί ότι επέφερε το τέλος του αρχαίου κόσμου στις ένδοξες χώρες της παλιάς Ελλάδας. Η συμφορά αυτή υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε ο ιστορικός Ζώσιμος, ο οποίος άκμασε 50 χρόνια αργότερα, βεβαιώνει ότι κατά τους χρόνους του ακόμη φαίνονταν τα φοβερά σημάδια της καταστροφής ενώ ο ιστορικός Ευνάπιος αποδίδει τα αίτια της μανιώδης καταστροφής των αρχαίων ναών και των ιερών στο φανατισμό των Αρειανών μοναχών.


Ο ΑΛΑΡΙΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 Ο γοτθικός όγκος, βαρύς και δυσκίνητος, εφόσον ακολουθούνταν από σμήνη παιδιών και γυναικών μέσα σε άμαξες που αποτελούσαν τα κινητά τους στρατόπεδα, προχώρησε δια μέσω της Μακεδονίας στην Θεσσαλία, την οποία και μέχρι το Φθινόπωρο λεηλατούσε και μόλις το Νοέμβριο του 395 ο Αλάριχος έφτασε στις Θερμοπύλες. Σε αυτό το σημείο άρχιζε η επαρχία της Αχαΐας, της οποίας ανθύπατος ήταν εκείνο τον καιρό ο Αντίλοχος. Ο διοικητής αυτός έλαβε άραγε τα απαραίτητα μέτρα; Είναι πραγματικά άγνωστο. Αναφέρεται μόνο ότι στις Θερμοπύλες ο στρατηγός Γερόντιος αντέταξε ασθενή άμυνα με λίγα στρατεύματα και δεν αναχαίτισε την διάβαση του Αλάριχου. Διήλθε αυτός τα στενά, κατά τον Ευνάπιο «ώσπερ δια σταδίου και ιπποκρότου πεδίου τρέχων…». Σε αυτό τον βοηθούσαν οι Χριστιανοί Αρειανοί μοναχοί και αυτό αποδεικνύεται διότι ο ίδιος αναφέρει αγανακτισμένος «…τοιαύτας αυτώ τας πύλας απέδειξε της Ελλάδος η των τα φαιά ιμάτια έχόντων ακωλύτως προσπαρεισελθόντων ασέβεια…». Αυτοί οι μοναχοί εξερέθιζαν το βάρβαρο πλήθος των Βησιγότθων εναντίων των λειψάνων της ειδωλολατρίας. Με αυτές τις συνθήκες ο Αλάριχος στασιαστής ενάντια στο κράτος στρατοκράτης πέρασε με τους Φοιδεράτους Γότθους στην Ελλάδα η οποία κατά το μέγιστο μέρος της ήταν στις παλιές παραδόσεις του 12θέου, που στηρίζονταν στην προγονική εύκλεια και στις τέχνες και στα γράμματα και στις τέχνες παρά στις λόγχες και τις ασπίδες.
 
Το Ιλλυρικό επί εποχής Αδριανού

Από τις Θερμοπύλες όλος εκείνος ο χείμαρρος ξεχύθηκε στην Βοιωτική πεδιάδα και πολιόρκησε την οχυρή Θήβα όπου είχαν συγκεντρωθεί και αμύνονταν οι Βοιωτοί. Απελπισμένος να καταλάβει την πόλη κατέβηκε στην Αττική. Δεν είναι εξακριβωμένο εάν πριν μετέβη στην Αθήνα πέρασε από την Ελευσίνα καταστρέφοντας τον ναό της Δήμητρας σταματώντας από τότε τα μυστήρια ή αν αναχωρώντας από την Αθήνα για να μεταβεί στην Πελοπόννησο, προέβηκε στην λεηλασία του ιερού. Η πληροφορία είναι ασαφής. Πιθανόν είναι ότι κατά τα Ελευσίνια συλήθηκαν από τα σμήνη των Χριστιανών, παρά από τα στρατεύματα του Αλάριχου. Αυτό εξάγεται διότι ο Γότθος σεβάστηκε τα μνημεία των Αθηνών όταν δέχτηκε να συνθηκολογήσει και δεν τα έβλαψε καθόλου. Ο Ζώσιμος ως ενθουσιώδης Εθνικός αναφέρει ότι ο Αλάριχος δεν πείραξε την πόλη διότι φοβήθηκε το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, την οποία από μακριά εξέλαβε ως την ίδια την θεότητα. Ο Αλάριχος είχε σαφή έννοια των έργων τέχνης και φαίνεται ότι μάλλον από θαυμασμό δέχθηκε να περισώσει τα «έργα των θεών», καθώς αποκαλούσε τα αθάνατα μνημεία της κλασσικής εποχής.
Τα γεγονότα αυτά έγιναν την άνοιξη του 396. Το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο ο Αλάριχος ξεκίνησε και εισέβαλλε στην Πελοπόννησο. Κατά κάποια πληροφορία θέλησε να πολιορκήσει την Κόρινθο αλλά είδε ότι αυτό ήταν αδύνατο και χωρίς λοιπόν να αφήσει κάποια φρουρά προχώρησε στο εσωτερικό της χερσονήσου. Πουθενά δεν έβρισκε αντίσταση. Αλλά όπως γίνονταν και αργότερα οι πελοποννήσιοι αποσύρονταν στα βουνά με τέτοιο τρόπο ώστε ελάχιστος πληθυσμός έμενε στις πεδιάδες όπου οι κινήσεις των Γότθων γίνονταν δύσκολες για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους. Η επιδρομή αυτή επέφερε μεγάλα και βαριά τραύματα στην Ελλάδα και ανυπολόγιστες ζημιές στα έργα τέχνης. Δεν επρόκειτο περί κατακτήσεως αλλά περί συστηματικής λαφυραγωγίας των καταλυμένων Εθνικών ναών εκ των οποίων όσα δεν μπορούσαν να κουβαληθούν καταστρέφονταν. Επειδή μάλιστα δεν προλάβαιναν αυτοί που είχαν αναλάβει τις καταστροφές, έκοβαν τις μύτες από τα αγάλματα και τα ακρωτηρίαζαν ώστε να τα παραμορφώσουν. Τότε, κατά μερικούς, καταστράφηκε και ο ναός του Δία στην Ολυμπία, που εξακολουθούσε να λειτουργεί, μολονότι το αριστοτέχνημα του Φειδία είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Λαύσειον όπου κάηκε επί Ζήνωνα, κατά την μεγάλη πυρκαγιά του 475. Άλλοι πάλι βεβαιώνουν ότι ο ναός καταστράφηκε το 408 και όχι το 396, οπότε καταλύθηκαν οι Ολυμπιακοί από τον Θεοδόσιο τον μικρό.

Η Αψίδα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Λόγω της εγγύτητας της προς το ρωμαϊκό σύνορο του Δούναβη, η πόλη βρέθηκε επανειλημμένα στον δρόμο των βαρβάρων που επέδραμαν στη ρωμαϊκή Ελλάδα, χωρίς όμως ποτέ να κατακτηθεί από αυτούς. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 58)


ΟΙ ΔΥΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Εν τω μεταξύ πλήθος προσφύγων Ελλήνων περάσει στην Ιταλία και ικέτευε την προστασία της Ρώμης. Την κατηγορούσαν τότε ότι εγκατέλειψε την Ελλάδα, αφού για να την διεκδικήσει συσσώρευσε επί της κεφαλής της αυτή την τρομερή λαίλαπα. Πραγματικά ολόκληρη διαμαρτυρία ξεσηκώθηκε στην Δύση ενάντια στην απιστία του Ρουφίνου και της ηλιθιότητας του Αρκαδίου. Στις μομφές και στους θρήνους και στις απειλές ο Αρκάδιος και ο επίτροπος αποκρίνονταν ζητώντας τις λεγεώνες της Ανατολής. Ο Στηλίχωνας από την άλλη δήλωνε ότι θα τους οδηγήσει αυτοπροσώπως στην Κωνσταντινούπολη, αφού «σαρώσει από την Ελλάδα τους Γότθους, και δια να ελευθερώσει τον υιό του Θεοδοσίου». Έτσι εξελίχθηκε ο πόλεμος μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Τον ίδιο χρόνο δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Ρουφίνος ενώ αναλάμβανε να συνεχίσει ο ευνούχος Ευτρόπιος συνεχίζοντας την πολιτική του. Στην Δύση ο Στηλίχωνας απογύμνωνε την Γαλατία από τις λεγεώνες της για να προστατεύσει την Ιταλία από τους Βαρβάρους. Προέβλεπε ως οξύτατος πολιτικός, ότι ο Αλάριχος, όταν αποζυμούσε την Ανατολή, μετά θα έριχνε σαν σμήνος ακριδών τους Γότθους του ενάντια στην Δύση. Γι’ αυτό σχεδίασε να τον συντρίψει στην Πελοπόννησο όπου ξεχείμαζε.



[Πρωτοβυζαντινός σκουτάτος του 5ου αιώνα μ.Χ. Έχει και ρωμαϊκές αλλά και αρχαιοελληνικές επιρροές στον οπλισμό του.]

 Το χειμώνα του 397, ο Στηλίχωνας αποβίβασε όλες τις διαθέσιμες λεγεώνες της Δύσης και της Ανατολής και έφθασε στην Κόρινθο την οποία κατέστησε ορμητήριό του. Εκεί αύξησε τις δυνάμεις του με τους Εθνικούς της Πελοποννήσου και ανάγκασε τους Γότθους να συγκεντρωθούν στο υψίπεδο της Φολόης, όπου σήμερα είναι το Λάλα. Σε αυτό ακριβώς το υψίπεδο διωκόμενοι το 1779 οι Τουρκάλβανοι που διέτρεχαν για μια ολόκληρη δεκαετία την Πελοπόννησο προσπαθώντας εκεί πέρα να διασφαλιστούν και να επιβιώσουν επί μακρύ διάστημα αμυνόμενοι. Ο Ζώσιμος αναφέρει ότι τότε έγινε η απροσδόκητη μεταβολή κατά την οποία ο μεν Στηλίχωνας υποχρεώνονταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ανατολικής αυτοκρατορίας, επί της οποίας λογίζονταν ότι είχε στρέψει αδελφικά όπλα και ο δε Αλάριχος γίνονταν γενικός διοικητής του Ιλλυρικού, δηλαδή όλων των Ελληνικών χωρών της Ευρώπης πλην της Θράκης. Πράγματι, αμφίβολη θα ήταν η μάχη αν πότέ ελάμβανε μέρος. Οι Γότθοι ήσαν πολλοί ενάντια στις δυνάμεις του Στηλίχωνα. Είχαν όμως το μειονέκτημα να ακολουθούνται από τις οικογένειές τους, στις πελώριες και δυσκίνητες άμαξες. Κοινό λοιπόν συμφέρον υπαγόρευε την απαγόρευση της σύρραξης η οποία θα είχε αβέβαιο αποτέλεσμα. Τότε ο Στηλίχωνας πρότεινε στον Αλάριχο να τον καταστήσει διοικητή του Ιλλυρικού, το οποίο αφού θα αποσπόταν από την Ανατολική αυτοκρατορία θα ανήκε πλέον στην Δύση. Πονηρός ο Γότθος δέχθηκε την μυστική συνθήκη για να εξέλθει από το αδιέξοδο της Πελοποννήσου. Διεμήνυσε όμως στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στον ευνούχο επίτροπο Ευτρόπιο την πρόταση του Στηλίχωνα και υπέδειξε τι πρέπει να γίνει ώστε και το Ιλλυρικό να παραμείνει στην Ανατολή και ο Αλάριχος να διοριστεί διοικητής του.


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΣΗ

Οι λεπτομέρειες της επιδρομής αυτής, περιλαμβάνονται συλλογικά στον Γίββωνα και είναι καταπληκτικές. Το γεγονός είναι ότι ο μεν Στηλίχωνας, αντιλαμβανόμενος ότι τίποτα άλλο δεν επρόκειτο να πράξει, άφησε τις ανατολικές λεγεώνες στην διοίκηση του Γότθου Γαϊνά με την εντολή να τις οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη και αυτός παραλαμβάνοντας τις δυτικές κοόρτεις, επιβιβάστηκε στα πλοία του και φοβούμενος δεινά για το μέλλον της Ιταλίας, πήγε να ενισχύσει τις ρωμαϊκές φρουρές τις ενετικής ενδοχώρας στην Ακυληία και στις Ιουλιανές Άλπεις. Ο δε Αλάριχος αφού διέφυγε από τους μεγαλύτερους κινδύνους και επαιρόμενος ότι κατά κάποιο χρησμό θα ήταν ο κληρωμένος να επιφέρει το τέλος της Ρώμης και της Αυτοκρατορίας, επωφελήθηκε εκ της αδυναμίας της Κωνσταντινούπολης όσο το δυνατό περισσότερο. Παρέλαβε τις 4 οχυρές πόλεις του Ιλλυρικού, το Μάργο, την Ρατιαρία, την Ναϊσσό και την Θεσσαλονίκη που ήσαν αληθινά κρατικά οπλοποιεία στα οποία σφυρηλάτησε για 4 χρόνια τα όλα της σφοδρής του επιδρομής κατά της Δύσης. Επί το πλείστον διέμενε στην Αχρίδα. Εκεί προσέρχονταν οι Γότθοι των διάφορων μοιρών, ανατολικοί και δυτικοί, ιππότες ή πεζοπόροι και γυμνάζονταν στην ρωμαϊκή τακτική αφού οπλίζονταν και ως ρωμαίοι οπλίτες, σχηματίζοντας λίγο και λιγάκι το επικινδυνότερο στράτευμα το οποίο ουδέποτε συγκεντρώθηκε. Διότι εκτός της φυσικής δύναμης και της γενναιοδωρίας των βαρβάρων αυτών προστέθηκαν τώρα και οι οπλισμοί τους οποίους πρώτα στερούνταν. Έτσι αυξήθηκε η δύναμη του Αλάριχου.
Γύρω στο 401, όταν ακόμη ήταν διοικητής του Ιλλυρικού και ενώ μόνο των Βάλτων από τους Βησιγότθους ήταν ο ηγεμόνας, από άγνωστη αφορμή προκλήθηκε μεγάλη συνέλευση των Γότθων αρχηγών. Και αυτή τότε τον ανακήρυξε βασιλέα των Βησιγότθων. Όλοι μια φωνή ζήτησαν από αυτόν να τους αποσπάσει από την δουλεία της αυτοκρατορίας υπό την οποία τελούσαν και να τους οδηγήσει στην νίκη. Έτσι Τρίτη δύναμη στρατιωτική υψώθηκε και μεσολάβησε μεταξύ των επικρατειών που υπήρχε στον ρωμαϊκό κόσμο. Ο νέος βασιλιάς, υπολογίζοντας με το ένστικτο του βάρβαρου άνδρα, προς ποιο μέρος ήταν ωφελιμότερο να στρέψει τα όπλα του, άρχισε να πουλάει τις υπηρεσίες του πότε στην Δύση και πότε στην Ανατολή. Οι επαρχίες της Ανατολικής αυτοκρατορίας είχαν λεηλατηθεί αισχρά από τις ορδές του όλο αυτόν τον καιρό. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν σε πολύ οχυρή θέση. Η δε Ασία παρέμενε απροσπέλαστη σε στράτευμα στερούμενο ναυτικού. Αντίθετα η Ιταλία μετά την διάβαση των πρώτων εμποδίων, παρέμεινε πλούσια και ακέραιη και γαργαλιστική λεία στην ακόρεστη βουλιμία των Γότθων. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε ο Αλάριχος με προτροπή των συμπολεμιστών του καθώς και με προτροπή της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήθελε να απαλλαγεί από τους βαρβάρους.

 
Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης έμειναν απόρθητα για πάρα πολλά χρόνια διότι ήταν πολύ «σκληρός» στόχος. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο πονηρός και έξυπνος Γότθος Αλάριχος δεν δοκίμασε την τύχη του ενάντιά τους προτιμώντας την «μαλακή» στρατιωτικά και πλούσια σε λεία χέρσο Ελλάδα



ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ


Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Δέκιος (249-251) υπέστη συντριπτικές ήττες από τους Γότθους στο σύνορο του Δούναβη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 59)
Δεξιά: Νόμισμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β' (214-270), ο οποίος προσέλαβε την προσωνυμία «Γοτθικός» λόγω των επιτυχιών του εναντίον των Γότθων στα Βαλκάνια. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 60)

Η δεύτερη μεγάλη επιδρομή του Αλάριχου έγινε το 402 και είχε όπως και η 1η μορφή στρατιωτικού κινήματος. Δεν προέρχονταν έξω από το κύμα των πολεμιστών και αυτά δεν ήταν τώρα απειθάρχητα στίφη. Ήταν οι Φοιδεράτοι, αυτοί που είχαν οπλιστεί με ρωμαϊκά όπλα και που ανήκαν στην ρωμαϊκή υπηρεσία. Ο Αλάριχος ζητώντας να υπηρετήσει τον Ονώριο, συγκέντρωσε τα στρατεύματά του και κινήθηκε προς τις Ιουλιανές Άλπεις αφήνοντας να προηγηθεί η φήμη ότι είχε εκλεγεί από την Πρόνοια για να συντρίψει την άπιστη Ρώμη και να εξαλείψει από το πρόσωπο της γης την αυτοκρατορία. Αλαλάζοντας περιχαρείς οι Γότθοι, κρούοντας σύμφωνα με το έθος τους τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους κινήθηκαν διότι και λεία πλούσια προβλέπονταν αλλά πλέον είχαν σαφή έννοια ότι αυτοί ήσαν οι ενδεδειγμένοι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αίγλης, που από πολύ καιρό ορέγονταν, με την συναίσθηση ότι αυτοί πλέον ήσαν οι άξιοι της και όχι οι θηλυκοί πλέον ρωμαίοι.
Κατευθύνθηκε αυτή η μάζα απαλλαγμένη όμως πλέον των γυναικόπαιδων προς την Ιταλία. Αλλά στις στενές διαβάσεις των Ιουλιανών Άλπεων, κοντά στην Καρνία, χρειάστηκε πολύ χρόνος ώστε να διαβούν τα αμυντικά έργα ιδίως της Ακυληίας. Μολοταύτα ήταν τόσο μεγάλος ο τρόμος, που κατέλαβε τους κατοίκους όλης της Ιταλικής Χερσονήσου, ώστε οι πλούσιοι χωρίς καν να περιμένουν, από τις πρώτες ημέρες τις κινητοποιήσεως των Γότθων επιβίβασαν την κινητή τους περιουσία. Άλλοι από αυτούς την κατεύθυναν στην Σικελία και άλλοι από αυτούς στην Αφρική. Ήταν τόσο μεγάλος ο πανικός σε όλη την χώρα, σε όλες τις πόλεις και τους αγρούς ώστε οι Εθνικοί κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ότι δικός τους ήταν ο Γότθος και εν ονόματι της δικής τους θρησκείας έρχονταν να επαναλάβει όλα εκείνα τα έκτροπα που συνέβησαν στην Ελλάδα και θεωρούσαν τα γεγονότα αποτέλεσμα της οργής των εγκαταλελειμμένων αρχαίων θεών. Από την άλλοι οι Χριστιανοί πανικόβλητοι και αυτοί στην ανάγκη της τιμωρίας της εκλύτου Ρώμης, απέδιδαν την επερχόμενη μάστιγα, την οποία ελάμβαναν ως θεία, ως Πρόνοια του Θεού, δια να μην σπιλωθεί Ρωμαίος Χριστιανός αλλά και για να μην τιμωρήσει Χριστιανούς βάρβαρος Εθνικός. Προλήψεις και δεισιδαιμονίες αφάνταστης αφέλειας ανάλογες προς το πνεύμα της εποχής και προς την δεινότητα της περιστάσεως. Εν τω μεταξύ ο Ονώριος που ήταν παιδί στο πνεύμα παρότι άνδρας, πήγε στα ανάκτορά του στα Μεδιολάνα αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα. Αναφέρεται μάλιστα ότι αγνοούσε ολοκληρωτικά τον Αλάριχο, ούτε γνώριζε πόσο εκείνος τρομοκρατούσε εδώ και μια 10ετία την Ανατολή και την Δύση, από τα σπλάχνα της οποίας τρέφονταν εκείνη η στρατιωτική μορφή. Όταν λοιπόν στις πρώτες συγκρούσεις στις Ιουλιανές Άλπεις, ο πανικός από χώρα σε χώρα έφτασε με καταπληκτική ταχύτητα και κατέκλυσε, μέχρι και το ανάκτορο των Μεδιολάνων, περίτρομος ο Ονώριος ζήτησε να φύγει και να κρυφτεί στην Γαλατία. Ο Στηλίχωνας αντιθέτως φοβούμενος μήπως η άμυνα παραλύσει, απέστειλε τον αυτοκράτορα μέσω του στρατοπέδου στο Άστυ. Αυτός μολονότι ήταν χειμώνας, μετέβηκε στις επαρχίες κοντά στον Ρήνο και επικαλέσθηκε αφού και τούτος ήταν βάρβαρος (Βάνδαλος) την αρωγή των βαρβάρων, υποσχέθηκε πολλά και σχημάτισε πολλούς πυρήνες, στους οποίους έταξε το πρόγραμμα της ενέργειας με καταπληκτική αρμονία, αποκαλύπτοντας ότι από τότε είχε σχηματίσει το στρατηγικό του σχέδιο. Όλοι οι παλιοί εχθροί της Ρώμης, οι ειδωλολάτρες, έγιναν τώρα πρόθυμα οι προστάτες και αμύντορες της, ενάντια στους Φοιδεράτους Γότθους, οι οποίοι υπηρετώντας την στρατιωτικά, σήκωσαν όπλα με στρατιωτικό κίνημα και ζητούσαν να συντρίψουν το κράτος.

Αξιωματικός αυτοκρατορικού τάγματος ιππικού του 6ου μ.Χ. αιώνα. Φέρει ρωμαιο-βυζαντινό εξοπλισμό ενώ το κράνος του είναι ελληνιστικού τύπου.

Οι πρώτες ημέρες της άνοιξης του 403, με το λιώσιμο των χιονιών, βοήθησαν τον Αλάριχο να διαβεί τις Άλπεις. Ο δε Ονώριος, πολιορκούμενος πλέον στο Άστυ, παραδόθηκε μετά από λίγο. Αλλά έφτασε ο Στηλίχωνας και τα στρατεύματά του συνέρεαν από παντού κατά το σχέδιο και κύκλωσαν τους Γότθους. Οι Εθνικοί του Στηλίχωνα επωφελήθηκαν μάλιστα καθόσον οι Χριστιανοί Γότθοι γιόρταζαν το Πάσχα τους και είχαν μεθύσει καθιστώντας εαυτούς ανίκανους για άμυνα και ενέπεσαν πάνω τους στην Πολλεντία (Pollenza) όπου είχαν μεγάλο στρατόπεδο και αφού τους νίκησαν κατά κράτος πλούτισαν με την ανυπολόγιστη λεία που βρέθηκε εκεί. Ήταν η 29η Μαρτίου του 403. ο Αλάριχος, αφού μάταια μεταχειρίσθηκε όλη την δεξιότητά του και την ανδρεία του για να προασπίσει τα ερείσματά του, βλέποντας αιχμάλωτους την γυναίκα του, τα παιδιά του και τις νύφες του αποσύρθηκε με το ιππικό του. Κατόπιν για να αναπληρώσει την ζημιά με αξιομνημόνευτο ενέργεια αποφάσισε να διαβεί τα Απέννινα και να λεηλατήσει την Τοσκάνη πίπτοντας κατά της Ρώμης. Αλλά οι Γότθοι αρχηγοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον ηττημένο Γότθο βασιλιά του οποίο το άστρο άρχισε να μαυρίζει και απείλησαν ότι θα τον εγκαταλείψουν. Αναγκάσθηκε να δεχτεί τις προτάσεις να εγκαταλείψει την Ιταλία με τον όρο να του αποδοθεί η οικογένειά του και να του χορηγηθεί ετήσια επιχορήγηση από τον αυτοκράτορα. Κατά την υποχώρηση ο Αλάριχος προσπάθησε να επιπέσει αιφνιδιαστικά κατά της πλούσιας Βερόνας. Αλλά ο Στηλίχωνας ειδοποιήθηκε έγκαιρα και διεύθυνε την άμυνα αυτοπροσώπως και έταξε τόσο καλά τεχνικά τις ενέδρες του, ώστε ο Αλάριχος θεώρησε τον εαυτό του τυχερό που κατάφερε να σωθεί με φυγή. Με όλα αυτά συντετριμμένος και εγκαταλελειμμένος ο βασιλιάς των Βησιγότθων, μπόρεσε να συγκεντρώσει τα λείψανα του στρατού στις Ιουλιανές Άλπεις. Εκεί απείλησε ακόμη μια φορά τα στρατεύματά του Στηλίχωνα, και απομακρύνθηκε από την Ιταλία επιστρέφοντας στις οχυρές πόλεις του Ιλλυρικού, χωρίς όμως και να αποβάλει την ελπίδα της επανόδου.

Βαριά οπλισμένος Ούννος Ιππέας

Στην Ρώμη ο Ονώριος θριάμβευσε. Ανέγειρε κατά το έθος, νικητήρια αψίδα, για την συντριβή των Γότθων. Αλλά όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει την μεγάλη θύελλα την οποία είχε διεγείρει στα διάφορα γερμανικά φύλλα η επιτυχία του Αλάριχου και τα οποία για μια ολόκληρη 3ετία μάστισαν την βόρεια και την μέση Ιταλία, μέχρις ότου και πάλι ο Στηλίχωνας, με την μέθοδο των ενεδρών, κατόρθωσε να τα συντρίψει τον Δεκέμβριο του 406. Εντωμεταξύ ο Αλάριχος καταγίνονταν σε όλη την έκταση του Δούναβη, από τις πηγές μέχρις τις εκβολές του να ενώσει εκ νέου τις διεσπαρμένες δυνάμεις των Βησιγότθων και προ πάντως να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των γότθων αρχηγών που είχαν προκύψει. Το 407 όμως, όταν στα Αρελάτα της Γαλλίας επαναστάτησε ο στρατηγός Κωνσταντίνος και αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στην θέση του Ονώριου, που είχε κλειστεί στα ελώδη χαρακώματα της Ραβέννας, ο Στηλίχωνας θυμήθηκε τον Αλάριχο και ζήτησε να δει κατά πόσο θα μπορούσε εκείνος να τον βοηθήσει στον νέο αγώνα, διότι ο Κωνσταντίνος εντός ολίγου προσάρτησε όλες τις περιοχές κοντά στον Ρήνο και κατέκτησε και την Ιβηρική χερσόνησο. Διεμήνυσε λοιπόν στον παλιό του αντίπαλο το παλιό σχέδιο της προσάρτησης του Ιλλυρικού στην Δυτική αυτοκρατορία. Ο Αλάριχος δέχτηκε. Μεταφερόμενος δε από την υπηρεσία της μιας αυτοκρατορίας στην άλλη, διορίσθηκε αρχηγός του πεζικού στην Ιλλυρική επαρχία. Ο νέος τίτλος ήταν υποδυέστερος. Ως επικερδέστερος όμως έγινε δεκτός. Άλλωστε κατά εκείνον τον χρόνο πέθανε ο Αρκάδιος και δεν περίμενε καμιά βελτίωση από την Πουλχερία η οποία είχε αναλάβει τα ηνία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Επειδή όμως στην Ραβέννα εγέρθηκαν υπόνοιες, ο Αλάριχος συνοδευόμενος από μεγάλη μοίρα πάνοπλων Βάλτων, φάνηκε στα σύνορα της Ιταλίας βεβαιώνοντας το αμείωτο της φιλίας του με τον Στηλίχωνα και τον άμετρό του σεβασμό προς τον αυτοκράτορα Ονώριο. Προσφέρθηκε μάλιστα μιας και ήταν πάνοπλος να πάει ενάντια στον Κωνσταντίνο στην Γαλατία, με τον όρο να του δώσουν αρκετά χρήματα για την εκστρατεία και την εκ προτέρων αναγνώριση της κατοχής των έρημων γαιών που θα καταλάμβανε. Ο Στηλίχωνας φάνηκε πρόθυμος να ικανοποιήσει τις προτάσεις του Αλάριχου και έτσι και την νέα επιδρομή θα απότρεπε και θα κατέβαλλε και τον άρπαγα. Αλλά οι εχθροί του στηριζόμενοι στους παλαίμαχους Ρωμαίους οι οποίοι δεν υπέφεραν τόσο την προτίμηση του Βανδάλου για τους Γότθους πολεμιστές, κατόρθωσαν να τον δυσφημίσουν. Με διαταγή του αυτοκράτορα ο Στηλίχωνας που ήταν επίτροπος και πεθερός του φονεύθηκε και μαζί με αυτόν κατακρεουργήθηκαν και όλοι οι συγγενείς του.
Μετά από αυτό όμως ξεχείλισε το βαρβαρικό ρεύμα διότι οι Φοιδεράτοι της Ρώμης, Γότθοι, Ούνοι και Αλανοί λυπούμενοι για την στέρηση του Στηλίχωνα δυσφορούσαν μεν αλλά δεν επαναστατούσαν από φόβο μήπως πάθουν οι οικογένειες των αρχηγών τους, οι οποίοι φυλάσσονταν ως όμηροι σε διάφορες οχυρές πόλεις της Ιταλίας. Όταν όμως έσφαξε όλους τους όμηρους των Φοιδεράτων ο Ονώριος και διέταξε την δήμευση όλων των αποσκευών τους, τότε και εκείνοι μαζεμένοι σε 30.000 και μαινόμενοι για τις σφαγές λιποτάκτησαν και σαν μια μάζα εισήλθαν στο στρατόπεδο του Αλάριχου μέσα από το οποίο ζητούσαν εκδίκηση. Ο Βησιγότθος δεν περίμενε καλύτερη βοήθεια από αυτή. Οι νέοι του σύμμαχοι γνώριζαν από καιρός της διαβάσεις της Ιταλίας και τις αδυναμίες της. Έστειλε αμέσως πρεσβεία στην Ραβέννα και ζήτησε τους καθυστερημένους μισθούς του και μαζί ζητούσε και ικανοποίηση για την προσβολή των νέων του συμμάχων. Εις απάντηση στάλθηκε στην Ραβέννα μεγάλη πρεσβεία. Μαζί στάλθηκαν και χρήματα και φαίνεται ότι η μήνις στην αρχή καταστάληκε. Αλλά οι Ρωμαίοι εξέλαβαν την σύνεση του Αλάριχου ως φόβο και αρνήθηκαν στο τέλος να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει χωρίς καν να διανοηθούν ότι έπρεπε και να συγκεντρώσουν και δυνάμεις για την άμυνα. Τότε και ο Αλάριχος με επίσημη τελετή κατάργησε τις συμβάσεις που είχε με τους Ρωμαίους και τέθηκε επί κεφαλής των ανδρών του. Εισήλθε από τα φαράγγια των Ιουλιανών Άλπεων και έδειξε στους συντρόφους του τα αγαθά του ιταλικού κλίματος (άνοιξη 409), τις πλούσιες χώρες και τις έφορες γαίες. Τους υπενθύμισε τους παγκόσμιους θησαυρούς τους οποίους υπήρχαν συσσωρευμένοι στην ρώμη οι 300 και πλέον θριάμβοι και τους βεβαίωσε πόσο εύκολο ήταν να την κατακτήσουν. Το μόνο που ζητούσε ήταν πειθαρχεία αδιάπτωτη για να μην επαναληφθεί η συμφορά της Πολλεντίας κατά το 403.

Η «θεά» Νίκη οδηγεί τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό σε χρυσό μετάλλιο.

Μετά από λίγος ανυπεράσπιστες έπεσαν στα χέρια του η Ακηυΐα, το Άλτινον , η Κογκόρδια, η Κρεμόνα. Μάλιστα τότε εμφανίστηκαν και νέοι σύμμαχοι του και ενώθηκαν κάτω από την σημαία του η οποία κυμάτιζε έξω από την Ραβέννα προκαλώντας τον πανικό στους κατοίκους της. Ο Αλάριχος ζητούσε τότε να αποφύγει την τειχομαχία. Φοβόταν επίσης τα παράδοξα έλη, τα οποία αποτελούσαν αληθινή αμυντική γραμμή γύρω από την νεοσύστατη αυτή πρωτεύουσα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ακολουθώντας λοιπόν την παραλιακή οδό, κατά μήκος του Αδριατικού πελάγους, έπειτα παρακάμπτοντας την Φλαμίνια Οδό, πήγε από πόλη σε πόλη χωρίς να βρει καθόλου αντίσταση μέχρι την Ρώμη στην πεδιάδα της οποίας αργά άρχισε να απλώνει τις σκηνές του.
Κάποιος ερημίτης προσπάθησε να του σταματήσει την οργή «Αδυνατώ να ανακόψω την πορεία μου. Ο Θεός με ωθεί» του είπε ο Αλάριχος. Εκείνο τον καιρό η Ρώμη είχε περιφέρεια 13 μίλια, 37 πύλες που αντιστοιχούσαν σε ισάριθμα προάστια που το καθένα αποτελούσε και μια πολυάνθρωπη πόλη. Είχε 7 γέφυρες πάνω από τον Τίβερη, 27 κύριες οδούς, 8 πεδία, 17 πλατείες, 19 υδραγωγούς τόσο πλατιούς ώστε άλογο μπορούσε να τρέξει μέσα τους, λέμβο σε κάθε αγωγό και 5 κινστέρνες καθώς και 1352 κρουνούς. Είχε ακόμη 2 Καπιτώλια, 424 ναούς, 14 ιερά Άλση, 3 Γερουσίες, 17 βασιλικές για την δικαιοσύνη, 29 βιβλιοθήκες, 8 ιππόδρομους, 2 αμφιθέατρα, 6 στάδια μονομάχων, 5 για ναυμαχίες, 16 δημόσιες θέρμες, 856 λουτρά επί πληρωμή. Για να εννοηθούν δε οι διαστάσεις και οι όγκοι αυτών των ρωμαϊκών μνημείων, αρκεί να αναφερθεί ότι το θέατρο του Πομπηΐου μπορούσε να περιλάβει 40.000 θεατές, ο Μέγας Ιππόδρομος 200.000 και οι δε θέρμες του Διοκλητιανού έθεταν στην διάθεση των πολιτών 3200 μαρμάρινους λουτήρες. Οι 46.000 ιδιωτικές οικίες και τα 1780 μέγαρα, τα τόσο ψηλά ΄΄ώστε αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν απαγορεύσει άνω των 23 μέτρων, ικανά να περιλάβουν 5 ορόφους, ήσαν κατάσπαρτα σε 424 συνοικίες. Τέτοια ήταν η Ρώμη σε εκείνους τους χρόνους, ασύλητη ακόμη, απόρθητη, απαραβίαστη. Κατά μερικούς υπολογισμούς αυθαίρετους όμως ο πληθυσμός της το 409 ανέρχονταν σε 1.000.000.
Οπωσδήποτε ο Αλάριχος, αδυνατώντας να τειχομαχήσει, προσπάθησε να την κυριεύσει με την πείνα η οποία καθημερινά αύξανε. Η ελεημοσύνη των μοναχών και ο οίκτος της χήρας του αυτοκράτορα Γρατιανού απείχαν πολύ από την πλήρωση των αναγκών, μολονότι αποθανατίστηκαν από τους στιχοπλόκους της εποχής. Όταν έλειπαν τα τρόφιμα, το πολύ πλήθος άρχισε να καταναλώνει αποτρόπαια εδώδιμα. Οι άνθρωποι πέθαναν σωρηδόν καθ’ οδών και τα πτώματά τους τα κατάτρωγαν άλλοι για να επιζήσουν μερικές ημέρες. Εις την δημόσια συμφορά οι αρχές αντέταξαν την δεισιδαιμονική επίκληση. Ετρούσκοι μάντεις ήλθαν να βεβαιώσουν ότι πριν λίγο καιρό είχαν σώσει την πόλη της Νάρνης με τις ευχές τους, με τις οποίες επέσυραν τους κεραυνούς ενάντια στους εχθρούς. Προσφέρθηκαν να πράξουν το ίδιο και για την Ρώμη. Ο Έπαρχος της πόλης Πομπηϊνός αποτάθηκε τότε στις Σίβυλλες. Αυτές απάντησαν ότι τότε μόνο θα εξευμενίζονταν ο θεός, όταν πομπή γερουσιαστών ανέρχονταν στο Καπιτώλιο και τελούσαν Ιλαστήριο θυσία. Κανένας όμως από τους γερουσιαστές, από φόβο των φοβερών χριστιανικών διαταγμάτων τόλμησε να αναλάβει την πρωτοβουλία. Έτσι οι Ετρούσκοι μάντεις διώχθηκαν και όταν απελπίστηκαν ότι ούτε και από την Ραβέννα θα ελάμβαναν την απαιτούμενη βοήθεια, τότε στράφηκαν προς τον πολιορκητή. Απέστειλαν προς αυτόν τον γερουσιαστή Βασίλειο και τον Ιωάννη τον αρχηγό των νοταρίων. Στην παρατήρηση του τελευταίου που είπε «αλλά δεν βλέπεις πόσοι άνθρωποι βρίσκονται ακόμη στην Ρώμη;» εκείνος φέρεται να είπε : «Όσο πυκνότερα τα στάχυα τόσο πιο εύκολα θερίζονται». Κατά τις διαπραγματεύσεις ο Γότθος ζήτησε να του δώσουν όλο τον χρυσό και το ασήμι της πόλης, όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και όσους βάρβαρους είχαν σκλάβους αλλά τότε τον ρώτησαν «τι μας αφήνεις;» και εκείνος είπε : «την ζωή». Μετά από λίγο όμως δέχτηκε εκεχειρία και μείωσε τις αξιώσεις του σε 5.000 λίτρα χρυσού, 30.000 λίτρα ασήμι, 30.000 λίτρα πιπέρι, 4.000 μεταξένιες αμφιέσεις και 3.000 εσθήτες με λεπτή πορφύρα. Αλλά έμεινε αδιάσειστος στην απελευθέρωση των βάρβαρων σκλάβων. Οι προτάσεις του έγιναν δεκτές. Πάντως οι Ρωμαίοι συνέβαλαν για να απαρτίσουν τα λύτρα. Για να συμπληρωθούν έλιωσαν πολλά χάλκινα και πολύτιμων μετάλλων αγάλματα. Μεταξύ αυτών μνημονεύεται και ένα αριστοτέχνημα, το άγαλμα της Αξίας. Αυτό μάλιστα έκλαψαν πικρά οι Εθνικοί με την πεποίθηση ότι με την εξαφάνισή του σήμαινε και η παντελή εξαφάνιση της ρωμαϊκής αρετής.

Ούννος ελαφρύς Εθνικός ιππέας.
Ο Βελισάριος χρησιμοποίησε ενάντια στους πολέμους κατά των Βανδήλων και των Περσών σημαντικό αριθμό Ούννων ιππέων.

Ικανοποιημένος πλέον ο Αλάριχος σταμάτησε την πολιορκία και ανοίχθηκαν οι πύλες. Επί 3 ημέρες οι ίδιοι οι γότθοι κατάρτισαν στα προάστια αγορές, από τις οποίες οι Ρωμαίοι έσπευδαν να προμηθευτούν. Τηρήθηκε τέλεια πειθαρχεία διότι ο θάνατος ήταν η ασφαλής τιμωρία κάθε Γότθου που συλλαμβάνονταν ως παραβάτης. Κατόπιν ο Αλάριχος ξεκίνησε με μικρές πορείες και μετέβηκε στην Ετρουρία για να διαχειμάσει. Εκεί 40.000 βάρβαροι που τους ελευθέρωσε με την συνθήκη είχαν πολλαπλασιάσει τις τάξεις του. Εξάλλου ο γαμπρός του Ατάουλφος έφθασε οδηγώντας μοίρα Γότθων και Ούννων. Βρέθηκε αυτός επί κεφαλής μοίρας 100.000 και πλέον ανδρών στην καρδιά της παροπλισμένης Ιταλίας. Επειδή όπως φαίνεται επιθυμούσε την ειρήνη, 3 γερουσιαστές στάλθηκαν από την Ρώμη στην αυλή της Ραβέννας για να εκλιπαρήσουν την ανταλλαγή των ομήρων και την σύναψη ειρήνης με τους Γότθους. Ο Αλάριχος ήθελε να του ανατεθεί η γενική αρχηγία των στρατευμάτων της Δύσης, με ετήσια επιχορήγηση σε χρήμα και σιτάρι. Ζητούσε επίσης την Δαλματία, την Νορική και την ενετική ενδοχώρα, των οποίων η κτήση θα τον καθιστούσε κυρίαρχο όχι μόνο της Ιταλίας και της παριστρίου χώρας αλλά και των 2 αυτοκρατοριών. Οι εν τη Ραβέννα εξοργίστηκαν και απέρριψαν τις προτάσεις στέλνοντας 6000 Δαλματούς οπλίτες να ακολουθήσουν μέχρι την Ρώμη την πομπή των αναχωρούντων πρεσβευτών. Οι Γότθοι όμως θύμωσαν για την προσβλητική αυτή προφύλαξη και αφού κύκλωσαν αιφνιδιαστικά τους Δαλματούς τους κατάσφαξαν. Ο Αλάριχος εξακολουθούσε να στέλνει νέες προτάσεις. Η Ραβέννα όμως αντί να τις δεχτεί , αφού επιπρόσθετα είχε νέες επαναστάσεις να καταπολεμήσει και συνεπώς θα έπρεπε να ησυχάσει και τον κίνδυνο και την απειλή του Γότθου στρατηλάτη, ορκίζονταν να μην καταθέσει τα όπλα αν δεν ταπείνωνε τον εχθρό της αυτοκρατορίας. Τότε και αυτός κινητοποιήθηκε ξανά την άνοιξη του 410. Κατά την διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο έστελνε διάφορους επισκόπους ως πρεσβευτές στον Ονώριο έφτασε αργά στην Όστια την οποία κυρίευσε αμαχητί και κάλεσε την Ρώμη να παραδοθεί άνευ όρων για να μην δει τις αποθήκες από τις οποίες αντλούσε την ζωάρκειά της καταστραμμένες. Τότε η Γερουσία αναγκάσθηκε να υποκύψει στις οιμωγές του πλήθους. Ο δε Αλάριχος επέβαλλε ως νέο αυτοκράτορα της Ρώμης τον έπαρχο Άτταλο. Αυτός σε ένδειξη ευγνωμοσύνης εκπλήρωσε την επιθυμία του βαρβάρου και τον διόρισε γενικό αρχηγό των στρατευμάτων της Δύσης, τον δε Ατάουλφο, αρχηγό των αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων, δηλαδή κόμητα των Δομεστίχων.



ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΛΑΡΙΧΟΥ

  

Τα ερείπια του ρωμαϊκού θεάτρου της Νικόπολης, η οποία δέχθηκε δύο επιθέσεις των Γότθων στα μέσα του 3ου αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 61)

Η θέση του Ονώριου είχε τόσο μειωθεί, ώστε ο πρωθυπουργός του ο Ιόβιος και ο αρχιστράτηγος του Ουάλης τον εγκατέλειψαν και αυτομόλησαν στον Αλάριχο. Αλλά την στιγμή που όλα φάνηκαν ότι είχαν χαθεί, έφθασαν 4.000 ρωμαίοι στρατιώτες που ανήκαν σε κοόρτεις και τους οποίους έστελνε η Πουλχερία στον θείο της Ονώριο. Ο Αλάριχος είχε υποψιαστεί τον Άτταλο και τον καθαίρεσε από το αυτοκρατορικό αξίωμα και έστειλε τα αυτοκρατορικά του διαδήματα στην Ραβέννα. Προς στιγμή οι όροι του Γότθου θα γίνονταν δεκτοί. Αλλά στην αυλή του Ονώριου όπου υπηρετούσαν άλλες μοίρες Γότθων, ένας από τους αρχηγούς με το όνομα Σάρος, άσπονδος εχθρός του Αταούλφου, όχι μόνο υποστήριξε την αντίσταση, αλλά εξερχόμενος με το σώμα του και συναντώντας μερικούς Βάλτους από το στράτευμα των Βησιγότθων τους φόνευσε. Αυτή στάθηκε και η τελευταία αφορμή η οποία έφερε τον Αλάριχο στην Ρώμη.
Τρεις μήνες κατά την διάρκεια του καλοκαιριού λυσσώντας και διψώντας για εκδίκηση πολιορκούσε την Ρώμη. Οι πυρετοί κατέτρεχαν τα στρατεύματά του. Αυτός όμως έμενε ανένδοτος. Μια μέρα Γότθοι κατάσκοποι του υπέδειξαν την αδυναμία μιας πύλης. Στις 24 Αυγούστου 410, μετά από δεινή τειχομαχία, κατόρθωσε να παραβιάσει την πύλη. Διερχόμενος μάλιστα από την νικηφόρα αψίδα, την οποία 7 χρόνια νωρίτερα είχε αναγείρει ο Ονώριος για να πανηγυρίσει την τέλεια καταστροφή των Γότθων, εισχώρησε στην αιώνια πόλη. Έτσι η Ρώμη παραδόθηκε στην μανία των βαρβάρων. Εξελίχθησαν παράδοξα γεγονότα αποδεικνύοντας και την βαρβαρότητα και την αφέλεια των Γότθων. Πολλά από αυτά επίσης δείχνουν και την μεγάλη πειθαρχεία τους και άλλα την ευλάβειά τους προς τα θεία. Η λεηλασία της Ρώμης κράτησε για 6 μέρες κατά τις οποίες σεβαστές έμειναν μόνο οι εκκλησίες ενώ όλα τα άλλα συλήθηκαν και λαφυραγωγήθηκαν. Την 6η ημέρα όμως, ως δια μαγείας, στα σαλπίσματα εισάκουσε όλος αυτός ο κατάφορτος από λεία συφερτός και εξήλθε της πόλεως. Ακολούθησαν τότε οι Γότθοι την Αππία οδό κατερχόμενοι προς την μεσημβρινή Ιταλία. Καθ’ οδόν κατακτούσαν και λεηλατούσαν την χώρα, η οποία κατά σύγχρονο της εποχής ποιητή «παρείχε μόνο θέλγητρα ελκυστικά, κανένα δ’ αποκρουστικό φόβο». Βραδυκίνητο το στρατόπεδο, πλανιόνταν επί 1,5 χρόνο στην μεσημβρινή Ιταλία. Τους βάρβαρους υπηρετούσαν αβροδίαιτοι δούλοι, πολίτες μέχρι χθες ή ματρώνες αγέρωχοι της Ρώμης. Άλλοι πάλι καταγίνονταν στην κατασκευή πλοίων. Με αυτά ήθελαν οι Γότθοι να περάσουν στην Σικελία και από εκεί να κατακτήσουν την Αφρική που ήταν ασύλητη ακόμη και πλούσια. Την εκστρατεία όμως δεν την επιχείρησαν τότε και ούτε με αυτή την οδό διότι η πρώτη αποστολή πλοίων, μόλις απέπλευσε από το στενό της Μεσσηνίας καταποντίσθηκε αύτανδρος στην μανία της Σκύλλας και της Χάρυβδης.  





[Βάνδιλος ή Βάνδαλος βαριά οπλισμένος ιππέας. Ο Βανδαλικός στρατός αποτελούνταν βασικά μόνο από ιππείς που δεν διέθεταν εκηβόλα όπλα. Η τακτική τους ήταν η απευθείας έφοδος και απέναντι στους ελαφρύτερους και πιο ευέλικτους Βυζαντινούς ιππείς υπέστησαν συντριπτικές πανωλεθρίες.]

 Μετά από λίγο πέθανε και ο Αλάριχος από χρόνια νόσο, όπως εξάγεται από πληροφορίες του Ορωσού. Ο θάνατός του επήλθε το 412 κατά την στιγμή που έρχονταν από το Ρήγιο και έφθανε στην Κονσεντία. Για να τον θάψουν οι Γότθοι εξέτρεψαν τον ποταμό Βουξέντιο, που έγλειφε το τείχος της πόλης αυτής, έσκαψαν λάκκο και τον έθαψαν με πλούσια κτερίσματα. Έπειτα έφεραν τον ρουν στην κανονική του πορεία και φόνευσαν τους εργάτες ώστε να μην κοινοποιηθεί το μέρος που πέθανε ο μέγας βάρβαρος. Την πληροφορία έδωσε ο Ορωσός μετά από ανακοίνωση του Αγίου Ιερώνυμου στον οποίο εξομολογήθηκε κάποιος δούλος του Αλάριχου με το όνομα Ναρβοναίος. Αυτό όμως θεωρείται μάλλον μύθος με τον οποίο ζητήθηκε να δοθεί αίγλη στον θάνατο του Βησιγότθου. Στα μέσα του περασμένου αιώνα εντούτοις, επιδιώχθηκε από Γερμανούς αρχαιολόγους να γίνουν έρευνες στον ποταμό Μπουσσέντο κοντά στην Κοζέντσα για να βρεθεί ο τάφος του Αλάριχου. Η ενέργεια όμως αυτή δεν στέφθηκε από επιτυχία, μολονότι κρίνονταν ευχερής η αναζήτηση, χάρη στα νεώτερα μέσα και την σημερινή κατάσταση του ποταμού. Οπωσδήποτε ο Αλάριχος, τύπος βάρβαρου επιδρομέα μέχρι πρότινος, αποκαταστάθηκε από τις κριτικές παρατηρήσεις της νεώτερης έρευνας. Υπήρξε η ενσάρκωση του στρατοκράτη ο οποίος εκμεταλλεύεται δια κρατική δύναμη την οποία είχε στα χέρια του στρέφοντάς την προς ιδίο όφελος ενάντια στην αφοπλιζόμενη αρχή.



ΖΩΣΙΜΟΣ   

Έλληνας ιστορικός του 5ου αιώνα μ.Χ. Ήταν συντηρητικός Ρωμαίος και φρονούσε ότι η μη εμμονή εις τα πάτρια και η εμφάνισης του Χριστιανισμού ήσαν η αιτία της καταπτώσεως της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων.  Πίστευε εις την επήρεια των αστέρων επί τις τύχες των ανθρώπων και εις τα ιερατεία των μαντείων. Λόγω της απώλειας του Ευναπίου και του Ολυμπιόδωρου , ο Ζώσιμος με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο απομένουν οι κυριότερες πηγές ιστορίας του Δ’ αιώνα. Ο Ζώσιμος άκμασε 50 χρόνια μετά την επιδρομή και τις καταστροφές του Αλάριχου.



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΖΩΣΙΜΟΥ

 


Ο Ζώσιμος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ιδιαίτερα για την ελληνική φιλόπατρη στάση του διότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η κοσμοκρατορία των Ρωμαίων και σίγουρα όχι των Ελλήνων. Και κοιτώντας τα γεγονότα καλύτερα : εφόσον ο Ζώσιμος είναι Ρωμαίος πολίτης τότε γιατί φοβάται τον Χριστιανισμό εφόσον το Βυζάντιο με το Χριστιανισμό και το νεοελληνικό κράτος  παρέμειναν «ρωμαίικα» κατά νέο-Εθνικούς ;

 

ΖΩΣΙΜΟΣ ΠΕΡΙ ΑΛΑΡΙΧΟΥ (σ. 253 Βόννης)

Είδε τον Αχιλλέα ιστάμενο πάνοπλο και οργισμένο επί των τειχών της Αθήνας όπως τον περιέγραψε ο Όμηρος και η Προμάχος Αθηνά περιέρχονταν στα τείχη οπλισμένη σαν να ετοιμάζονταν να αποκρούσει τους επιτιθέμενους και γι’ αυτό ο Αλάριχος ζήτησε συνθηκολόγηση. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν, έλαβαν και έδωσαν όρκους και ο Αλάριχος με λίγους εισήλθε στην Αθήνα όπου οι Αθηναίοι του έκαναν πολλές φιλοφρονήσεις και αφού λούστηκε και συνέφαγε , έλαβε δώρα και άφησε την Αττική αβλαβή.

ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ ΣΤΗΝ ΓΑΛΑΤΙΑ & ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ
 Ο διάδοχος του Αλάριχου  Αταούφος έθεσε το ξίφος του στην υπηρεσία του κράτους. Ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονώριος συνθηκολόγησε με τον Αταούλφο, απένειμε σε αυτόν το τίτλο του αρχηγού του στρατού και τον έστειλε πέρα από τις Άλπεις για να πολεμήσει τους βάρβαρους της Γαλατίας και της Ισπανίας το 412. Ο Αταούλφος οδηγώντας τους Βησιγότθους πολεμιστές κατέκτησε όλη την χώρα μεταξύ των ποταμών Ροδανού, Γαρούμνα και των Πυρηναίων, ολόκληρη σχεδόν την Νότια Γαλατία.
Αυτός ο Αταούλφος υπήρξε ο πρώτος ιδρυτής στην Ευρώπη Βησιγοτθικού Κράτους, λαμβάνοντας ως σύζυγο την Ρωμαία απόγονο αυτοκρατόρων, την κόρη του Θεοδοσίου του Μέγα, την ωραία Πλακιδία (414). Με την ίδρυση του Βησιγοτθικού κράτους όλοι σχεδόν οι Βησιγότθοι έπαψαν την περιπλάνηση και βρέθηκαν οριστικά εγκαταστημένοι από τις Ανατολικές στέπες στις Δυτικώτατες Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό το τέλος έλαβε η από 38 έτη (376 - 414) μεγάλη επιδρομή των Βησιγότθων. Η επιδρομή αυτή προξένησε συμφορές στις Ελληνικές χώρες αλλά στο σύνολο άφησε άθικτο το ανατολικό κράτος, ενώ κλόνισε σύρριζα τα θεμέλια του Δυτικού και επέφερε στην κοσμοκράτορα Ρώμη την πρώτη δεινότατη καταστροφή.
Ο γάμος του Αταούλφου με την Πλακιδία, ενός Γότθου βασιλέα με την κόρη του Μέγα Θεοδοσίου και την αδελφή του Ονώριου, ήταν το σύμβολο της αναγνώρισης από τον αυτοκράτορα της Δύσης την ίδρυση βαρβαρικού κράτους στις ρωμαϊκές χώρες. Ο βάρβαρος αρχηγός, ο οποίος ξεκίνησε από την Σκυθία στα δυτικότερα μέρη της αυτοκρατορίας, σε χώρες πολιτισμένες και πλούσιες, στην εορτή του γάμου του είχε ενδυθεί ρωμαϊκό ένδυμα και είχε βάλει την Πλακιδία να καθίσει σε Αυτοκρατορικό θρόνο. Αλλά ο γάμος αυτός, ο οποίος έπρεπε να είναι η αναγνώριση του ιδρυόμενου Βησιγοτθικού κράτους, τάραξε και πάλι τα πράγματα διότι ο γενναίος στρατηγός Κωνσταντίνος, από έρωτα προς την Πλακιδία, προκάλεσε ρήξη μεταξύ αυτού και του Ονώριου. Ο Αταούλφος ανέδειξε άλλον αυτοκράτορα, τον Άτταλο, τον οποίο συνέλαβε ο Κωνστάντιος και αποφάσισε να επεκτείνει την εξουσία του στην Ισπανία. Αλλά εκεί πέθανε δολοφονημένος 415. Ο διάδοχός του Ουάλλιας έγινε πειθήνιος υπηρέτης της Ρώμης και για 3 χρόνια 415 - 418 καταπολέμησε τους βαρβάρους, οι οποίοι είχαν κυριεύσει την Ισπανία, τους Βανδήλους, τους Αλανούς, τους Σουηβούς και έπειτα το 419 επέστρεψε με τους Βησιγότθους του στην Γαλατία. Τότε ο αυτοκράτορας Ονώριος για να ανταμείψει τις υπηρεσίες των Βησιγότθων στο Κράτος, έδωσε σε αυτούς ως μόνιμο χώρα κάτω από την ρωμαϊκή κυριαρχία την Ακυτάνια με πρωτεύουσα την πόλη Τολώσα (σημερινή Τουλούζη).

Το βασίλειο των Βησιγότθων: (Το Βησιγοτθικό κράτος της Γαλατίας και της Ισπανίας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Βησιγότθοι κατέλαβαν το ΝΔ μέρος της Γαλατίας, όπως οι Βουργούνδιοι είχαν καταλάβει το ΝΑ μέρος και από τις στέπες της σημερινής Ρωσίας, έφτασαν στις ωραιότερες χώρες του Δυτικού κράτους οι οποίες είχαν εντελώς εκρωμαϊστή. Η πόλη της Τολώσης έγινε με την πάροδο του χρόνου το κέντρο ενός ισχυρού και ανθηρού βασιλείου των Βησιγότθων, το οποίο επεκτάθηκε στην Νότια Γαλατία και την Βόρεια Ισπανία, στις δύο χώρες εκατέρωθεν των Πυρηναίων.
Ο Υιός και διάδοχος του Ουαλλία Θεοδώριχος Α’ (419 - 451) θεωρείται ως πραγματικός διάδοχος του Κράτους των Βησιγότθων διότι επ’ αυτού έλαβε το Κράτος μεγάλη έκταση και μεγάλη δύναμη. Ο Θεοδώριχος έπεσε μαχόμενος εναντίον του Αττίλα στα Καταλαυνικά πεδία. Ο υιός του Θορισμόνδος βασίλευσε δύο μόνο έτη,τον διαδέχθηκε δε ο αδελφός του Θεοδώριχος ο Β’ (453 - 466) που τον φόνευσε.

Η ακμή του Βασιλείου των Βησιγότθων: Σε μεγάλη ισχύ και λάμψη έφτασε το βασίλειο των Βησιγότθων επί του βασιλέα Ευρίχου (466 - 485), ο οποίος διαδέχτηκε τον αδελφό του Θορισμόνδο αφού τον φόνευσε. Κατά το β’ ήμισυ λοιπόν του Ε’ αιώνα μ.Χ. υπάρχει ιδρυμένο στην ΝΔ Ευρώπη μεγάλο κράτος των Βησιγότθων, το οποίο εκτείνεται στην Νότιο Ιταλία και προς την Νότια του ποταμού Λείγηρα Γαλατία, Ναρβωνίτιδα και Προβηγκία, σε ολόκληρη εκτός των πεδιάδων των Δυτικών Πυρηναίων χώρα της Ισπανίας, όπου διατηρήθηκε επί ένα ακόμη αιώνα ένα μικρό Σουηβικό βασίλειο.
Την εκτεταμένη αυτή χώρα κράτησε καλά ο Εύριχος, όχι μόνο ενάντια σε Αγγλοσάξονες πειρατές αλλά και ενάντια σε ισχυρούς Φράγκους, οι οποίο αγωνίζονταν διαρκώς για να προχωρούν. Ο Εύριχος υπήρξε και ο νομοθέτης του Βησιγοτθικού κράτους. Έτσι αυτό το κράτος έγινε το μεγαλύτερο και το ισχυρότερο όλων των βαρβαρικών βασιλείων και γενικότερα όλων των Δυτικών βασιλείων της Δύσης κατά τα χρόνια του βασιλιά των Βησιγότθων Ευρίχου. Πρέσβεις ξένων λαών έρχονταν στην αυλή του βασιλιά Ευρίχου ενώ αυτός ήταν μετά την καταστροφή του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και προ της αναδείξεως των Οστρογότθων και των Φράγκων, ο ισχυρότερος και λαμπρότερος βασιλέας της Δύσης. Οι Βουργούνδιοι βασιλείς έμειναν στην σκιά, οι Φράγκοι ήσαν ακόμη βάρβαροι εντοπισμένοι στα βόρεια, ο μεγάλος των Οστρογότθων Θεοδώριχος είναι ακόμη παιδί στον Κάτω Δούναβη και στην Κωνσταντινούπολη, ο Οδόακρος, ο καταστροφέας του Ρωμαϊκού κράτους, εξακολουθεί την ασταθή διοίκηση της Ιταλίας, κατά τα χρόνια κατά τα οποία ο βασιλιάς των Βησιγότθων της Γαλατίας και της Ισπανίας Εύριχος είναι το πρώτο πρόσωπο στην ιστορία των βαρβάρων. Μέχρι και μακριά πέρα από τις θάλασσες φτάνει ο τρόμος του ονόματός του.

Ακμή των Φράγκων και εξασθένηση του Βησιγοτθικού Κράτους: Αλλά ήδη από τον διάδοχο του Ευρίχου, τον Αλάριχο τον Β’ (485 - 507), άρχισε η πτώση του μεγάλου Κράτους των Βησιγότθων, πτώση η οποία παρατάθηκε επί 2 ολόκληρους αιώνες. Η κύρια αφορμή είναι η αύξηση των Φράγκων, η οποία επήλθε μετά την προσέλευση του βασιλιά τους Κλώβιου στην Καθολική Εκκλησία. Δια του Καθολικού αυτού βαπτίσματος κατορθώθηκε η συγχώνευση των Γερμανών με τους Ρωμαίους, συγχώνευση την οποία δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν ούτε οι Βησιγότθοι, ούτε οι Οστρογότθοι, ούτε οι Βουργούνδιοι (διότι κατέστησε δυνατούς τους γάμους μεταξύ των 2 λαών) και η αύξηση της δυνάμεως των Φράγκων, οι οποίοι θεωρήθηκαν οι προστάτες της Καθολικής Εκκλησίας. Τα άλλα βαρβαρικά κράτη ήταν Χριστιανικά μεν, αλλά αιρετικά διότι ανήκουν στον Αρειανισμό, και ο Κλώβης ως αρχηγός των Ορθοδόξων Χριστιανών επεφωλήθηκε από κάθε περίσταση ώστε να αυξήσει την δύναμη του εις βάρος των Αρειανών Κρατών. «Όλοι επιθυμούν σφοδρώς την κυριαρχία των Φράγκων» λέγει χρονογράφος της εποχής εκείνης. Κατ’ αρχάς ο Κλώβης επιτέθηκε κατά των Βουργουνδών και αφού τους καθυπόταξε (500) στράφηκε κατά των Βησιγότθων.
Ο πόλεμος μεταξύ των Φράγκων και των Βησιγότθων έλαβε μορφή εκκλησιαστικού πολέμου. Οι Καθολικοί επίσκοποι συμπαθούσαν, κατά φυσικό τρόπο, τους Φράγκους Καθολικούς ενώ οι Αρειανοί Βησιγότθοι τους καταδίωκαν. Ο Κλώβης λέει, κατά τον παλιό χρονογράφο Gregoire de Tours « Με κόπο ανέχομαι να κατέχουν οι Αρειανοί αυτοί (Βησιγότθοι) ένα μέρος της Γαλατίας, ας βαδίσουμε εναντίων τους με την βοήθεια του Θεού, και αφού τους νικήσουμε, ας υπαγάγουμε την χώρα υπό την δική μας εξουσία». Με μεγάλη δραστηριότητα ο Κλώβης επιχείρησε τον πόλεμο. Σε μια μόνο μάχη δίπλα του Πικταβίου, Poitiers, το 507 κρίθηκε η τύχη της κυριαρχίας των Βησιγότθων στην Γαλατία. Οι Βησιγότθοι ηττήθηκαν κατά κράτος, ο βασιλιάς τους Αλάριχος Β’ φονεύθηκε από τον Κλώβιο ενώ οι λαοί είδαν την νίκη αυτή του Φράγκου βασιλιά μια θεοκρισία. Η απώλεια του Αλάριχου Β’ θεωρήθηκε ως τιμωρία ενός αιρετικού, η νίκη του Κλώβη ως θρίαμβος της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Κλώβης διαχείμασε στα Βορδίγαλα (το Βορδώ) και έλαβε στην κατοχή του τους θησαυρούς του Βησιγότθου βασιλέα, οι οποίοι ήσαν στην Τολώσα. Παντού ο κλήρος και ο λαός υποδέχονταν με ευμένεια τους Φράγκους.

Απώλεια της Γαλατίας: Εντούτοις οι Βησιγότθοι έλαβαν βοήθεια από το συγγενή λαό τους, τους Οστρογότθους διότι ο Αλάριχος ο Β’ είχε σύζυγο του την κόρη του Μεγάλου Θεοδώριχου, του βασιλιά της Οστρογοτθικής Ιταλίας. Με την ενίσχυση των Οστρογότθων κατόρθωσαν οι Βησιγότθοι να κρατήσουν την περιοχή μεταξύ του ποταμού Γαρούμνα και των Πυρηναίων, ως και τα παράλια της Μεσογείου, την Προβηγκία και την ΝΑρβωνίτιδα, η οποία διατήρησε το όνομα Γοτθία. Ο νεαρός υιός του Αλάριχου Β ο Αμαλάριχος βασίλεψε υπό την κηδεμονία του Θεοδώριχου, ο οποίος ήταν παππούς του.
Αλλά ήδη οι Βησιγότθοι είχαν περιοριστεί στην Ισπανία, και ο Κλώβις επέκτεινε την κυριαρχία του ως τα Πυρηναία. Η μόνη χώρα την οποία διατήρησαν οι Βησιγότθοι στην Γαλατία, ήταν τότε η καλούμενη Novempopulana (η αρχαία Ακυτάνια, σημερινή χώρα των Γασκόνων) στην ΝΔ γωνία βόρεια από τα Πυρηναία.
Οι επιτυχίες του Φράγκου βασιλιά έκαναν μεγάλη εντύπωση στους λαούς, η ηχώ έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη και έλαβε επικύρωση από τον Αυτοκράτορα της Ανατολής Αναστάσιο, ο οποίος απέμεινε στον τίτλο του ύπατου. Αυτή ήταν η μέγιστη τιμή για ένα βάρβαρο βασιλέα και ο Κλώβις ήταν πολύ υπερήφανος για το τιμητικό αξίωμα το οποίο του έδωσε ο μόνος υπάρχων αυτοκράτορας ο οποίος έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, ο μόνο αντιπρόσωπος του πολιτισμού. Οι υιοί του Κλώβιος εξακολουθούσαν τις κατακτήσεις. Ο Χιλδεβέρτος το 531 επιχείρησε εκστρατεία κατά των Βησιγότθων για να τιμωρήσει το επ’ αδελφή γαμπρό του Αμαλάριχο, ο οποίος επειδή ήταν Αρειανός, προσηνέχθηκε κακώς προς την σύζυγό του Κλοτίλδην διατηρώντας το καθολικό της δόγμα. Ο Αμαλάριχος έχασε την ζωή του στον πόλεμο τον οποίο προκάλεσε ενάντια στον Φράγκο βασιλιά το 531. Ο δε Χιλδεβέρτος επέστρεψε στα ιδία φέρνοντας πολλούς θησαυρούς χωρίς όμως να κατορθώσει να κυριεύσει το Βόρεια των Πυρηναίων τμήμα της Γαλατίας, το οποίο επί πολύ χρόνο ακόμη έμεινε αμφισβητούμενο. Νέα εκστρατεία επιχείρησαν το 542 οι αδελφοί Χιλδεβέρτος και Κλωτάριος, πολιορκώντας την Σαραγόσα αλλά αναγκάστηκαν αν προσέλθουν άπρακτοι.
Κατόπιν οι Φράγκοι βασιλείς περιπλέκονται σε πολέμους κατά των άλλων Γερμανικών λαών στην Γερμανία και στην Ιταλία, σε εμφύλιους πολέμους και αφήνουν ήσυχους τους Βησιγότθους απομονωμένους στην Ιβηρική χερσόνησο. Αλλά θα μπορούσε να ειπωθεί η απορία: κατά τον χρόνο που οι Βησιγότθοι και οι Φράγκοι κατάκτησαν τόσο εύκολα την Γαλατία και την Ισπανία, τι απέγιναν οι παλιοί εγχώριοι λαοί των χωρών αυτών οι οποίοι τόση σταθερή αντίσταση είχαν δείξει προς τους Ρωμαίους; Ο Καίσαρας είχε χρειαστεί 10 χρόνια για να κατακτήσει την Γαλατία, οι κάτοικοι της Ισπανίας, οι γενναίοι Ιβηρικοί είχαν αντισταθεί με τόσο πείσμα ενάντια στην πλούσια Καρχηδόνα και μια μόνο πόλη η Νουμαντία αντιστάθηκε 8 χρόνια κατά της κοσμοκράτειρας Ρώμης. Οι λαοί είχαν συνηθίσει την ήσυχη ζωή υπό την μακριά Ρωμαϊκή κυριαρχία και είχαν καταντήσει απόλεμοι και άλλωστε τους ήταν αδιάφορο αν ήταν υπόδουλοι σε Ρωμαίο αυτοκράτορα ή σε Φράγκο ή Βησιγότθο βασιλιά και έλεγαν : «Προτιμούμε να διάγουμε με πτώχεια αλλά εν ελευθερία με τους βαρβάρους, παρά να ζούμε εν λαμπρά τυραννία υπό τους Ρωμαίους».

Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία και η Βυζαντινή κατοχή: η κυριαρχία των Βησιγότθων όταν περιορίστηκαν μόνο στην Ισπανία διήλθε σε κατάπτωση και εν μέσω εμφύλιων ερίδων και θρησκευτικού φανατισμού. Η Ισπανία από την αρχή της Χριστιανικής Ιστορίας άρχισε να ταράσσεται από τον θρησκευτικό φανατισμό ο οποίος υπήρξε αχώριστος από την Ιστορία της. Ο βασιλιάς Θεύδις (531 - 548) μετέφερε την έδρα της διοικήσεως του στην Βαρκελώνη. Και ο Θεύδις και ο διάδοχός του Θεοδεγίσελος (548 - 549) πέθαναν δολοφονημένοι.
Αλλά οι Βυζαντινοί ήδη ζητούσαν να καταλάβουν την Βησιγοτθική Ισπανία. Κατά τα μέσα του ΣΤ’ αιώνα έχουμε στην Ισπανία 2 αντίπαλους Βησιγότθους βασιλιάδες, τον Αγίλα και τον Αθανάγιλδον. Ο Αγίλας (549 - 554) έγινε αίτιος μεγάλης επανάστασης εκ μέρους των Καθολικών οι οποίοι ανακήρυξαν αρχηγό και βασιλιά τον Αθανάγιλδον. Τα θρησκευτικά μίση είναι τόσο σφοδρά, ώστε ο Αθανάγιλδος προσκάλεσε στην χώρα του τους Βυζαντινούς.
Ο Ιουστινιανός  έσπευσε να στείλει στρατό ελπίζοντας ότι θα προσαρτήσει στην Αυτοκρατορία του και την Ισπανία, όπως είχε προσαρτήσει και την Αφρική καθυποτάσσοντας τους Βανδάλους και την Ιταλία καθυποτάσσοντας τους Οστρογότθους. Οι Βησιγότθοι της Ισπανίας είχε βρεθεί σε σύγκρουση και νωρίτερα με τους Βυζαντινούς διότι ο βασιλιάς τους Θεύδις για να βοηθήσει τους Οστρογότθους είχε επιτεθεί κατά των Βυζαντινών στην Αφρική αλλά είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει. Ήδη έπειτα από την πρόσκληση του Αθανάγιλδου ο Ιουστινιανός έστειλε στην Ισπανία στρατό υπό τον στρατηγό της Αφρικής, τον Πατρίκιο Λιβέριο. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα έγιναν ενθουσιωδώς δεκτά από τους Καθολικούς, ήτοι τους Ορθοδόξους και κατέλαβαν την Καρθαγένη, την Μάλαγα ακόμη και την Κορδόβη και κατατρόπωσαν τον Αγίλα κοντά στην Σεβίλλη. Η περίφημη κατά την Αραβική κυριαρχία Κορδύβη (σήμερα Cordoba) έγινε το κέντρο μιας ελληνικής επαρχίας στην Νότιο Ισπανία.
Οι επιτυχίες των ελλήνων ήσαν τόσο ταχείες ώστε θα νόμιζε κανείς ότι και η Ισπανία θα αποτελούσε μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αλλά όταν ο Αθανάγιλδος έλαβα τον θρόνο (554 - 567) αγωνίστηκε καθ’ όλο τον χρόνο της βασιλείας του εναντίων των Βυζαντινών, κατόρθωσε να σταματήσει τις προόδους των πρώην συμμάχων από τους Βυζντινούς, τα λιμάνια και τις παράλιες πόλεις, τις οποίες αυτοί είχαν καταλάβει. Αργότερα η μία κατόπιν της άλλης έπεφταν οι καταληφθείσες πόλεις πάλι στα χέρια των Βησιγότθων και κατά το 623 είχε λάβει πέρας η κυριαρχία των Βυζαντινών στα παράλια της Ισπανίας.

Νέα ακμή - Ο Προσηλυτισμός των Βησιγότθων στο καθολικό δόγμα: Οι Βησιγότθοι βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο κατά το Β’ ήμισυ του Στ’ αιώνα. Ως Αρειανοί προκαλούσαν πεισματώδεις έχθρες εναντίων τους και περιστοιχίζονταν και από Ορθόδοξους πολέμιούς τους. Απειλούνταν από τους Καθολικούς Φράγκους στα ΒΑ, από τους Βυζαντινούς στα Ν, από τα ΒΔ από τους Σουηβούς οι οποίοι προ ολίγου είχαν ασπαστεί τον καθολικισμό. Γίνονταν επαναστάσεις επί επαναστάσεων τις οποίες κατεύθυναν οι καθολικοί ιερείς ή οι μεγάλοι χωροδεσπότες. Εν μέσω των περιστάσεων αυτών ανήλθε στον θρόνο ο Λεοβίγιλδος (567- 585), ο οποίος δάμασε τους αντάρτες, αποκατέστησε την τάξη και κραταίωσε το Ισπανικό βασίλειο των Βησιγότθων. Οκτώ ετών συνεχείς πόλεμοι χρειάστηκαν για να αναστηλωθεί το Βησιγοτθικό Κράτος. Το μικρό βασίλειο των Σουηβών προσαρτήθηκε  στο κράτος του και οι Βησιγότθοι κυριάρχησαν εφ΄ όλης της Ιβηρικής Χερσονήσου πλην των παραλίων μερών τα οποία κατείχαν οι Βυζαντινοί. Ο Λεοβίγιλδος καθόρισε την πρωτεύουσα του Βησιγοτθικού βασιλείου, το περίφημο Τολέδο στο κέντρο της Ισπανίας. Έμεινε όμως Αρειανός και θεωρούσε μάλιστα τον Αρειανισμό ως την εθνική θρησκεία των Βησιγότθων.
Νέα ήδη σημαντικότατη τροπή τελείται στην ιστορία των Βησιγότθων Χριστιανών. Ο υιός του Λεοβιγίλδου , ο περίφημος Ρεκάρεδος (586 - 601), άφησε την Αρειανή αίρεση και ασπάστηκε το καθολικό δόγμα, διότι μόνο με την συμμαχία του καθολικού κλήρου θα μπορούσε να δαμάσει την ανυπότακτη λαϊκή αριστοκρατία. Ο Ρεκάρεδος, ο πρώτος καθολικός βασιλέας της Ισπανίας, κατόρθωσε με πολλή δεξιότητα αλλά και με μεγάλη επιμονή να επιβάλλει στην Βησιγοτθική Ισπανία την καθολική θρησκεία. Η Καθολική Εκκλησία της Ισπανίας σύναψε στενότατες σχέσεις με την Ρώμη και δέχεται ευχαρίστως την πνευματική ηγεμονία του Πάπα. Ο Βησιγότθος βασιλέας εργάστηκε και για την συμπλήρωση της Βησιγοτθικής νομοθεσίας.

Η Καθολική Ισπανία τρέπεται στην θεοκρατία: Η επικράτηση όμως της καθολικής Εκκλησίας στην Ισπανία είχε παράδοξα αποτελέσματα. Κατά τον Ζ’ αιώναο Αρειανισμός είχε εξαφανιστεί, επίσημα τουλάχιστον, και αμέσως διοργανώνεται στην Ισπανία ένα είδος θεοκρατικής διοικήσεως από την επικράτηση του Καθολικισμού. Η αποδοχή του Καθολικισμού διευκόλυνε τους γάμους των Γότθων με τους Ισπανορωμαίους με συνέπεια να ευκολύνει την συγχώνευση των 2 λαών. Αυτή η ένωση ήταν πηγή δυνάμεως για τους Βησιγότθους που κυβερνιόνταν όμως από βασιλείς οι οποίοι ήσαν υποχείριοι στον καθολικό κλήρο. Αντί των συνελεύσεων του λαού συνέρχονταν τακτικά στο Τολέδο σύνοδοι επισκόπων και είναι οι σύνοδοι αυτοί οι πραγματικοί κυβερνούντες το Βησιγοτθικό Κράτος. Όσοι βασιλείς δεν συγκαλούσαν τις συνόδους αυτές εξεθρονίζονταν, όπως ο βασιλιάς Σβιντίλας (620 - 631), ο οποίος είχε εκδιώξει τους Βυζαντινούς και είχε διεξαγάγει διάφορους πολέμους κατά των εχθρών. Καλοί βασιλιάδες θεωρούνταν οι υποχείριοι του κλήρου, τέτοιος ήταν ο Κινδίλας (636 - 640), του οποίου η βασιλεία έτυχε έξαρσης από τους χρονογράφους «συγκάλεσε μέγα αριθμόν συνόδων με τους επισκόπους, και έδωκε δύναμη εις το βασίλειο δια της πίστεως».  

Η εκ θεοκρατίας παρακμή:  Τα αποτελέσματα της θεοκρατίας ήσαν θλιβερά για το Βησιγοτθικό βασίλειο της Ισπανίας. Οι Ιουδαίοι και οι αιρετικοί καταδιώκονταν απηνώς και οι καταδιώξεις αυτές εξασθενίζουν το βασίλειο διότι έφεραν διαιρέσεις στους υπηκόους. Οι βασιλιάδες δεν μπορούν να αντισταθούν στην δύναμη του κλήρου. Υπό τους βασιλείς Κιντασβίνθον και τον υιό του Ρεκισβίνθον (641 - 672) η Ισπανία κυβερνήθηκε από χέρια στιβαρά και δίκαια και απόλαυσε για πολύ καιρό ειρήνη. Ο Ρεκισβίνθος βελτίωσε την νομοθεσία, υποστήριξε τα γράμματα και τις τέχνες. Επίσης καλά κυβέρνησε και ο διάδοχός τους Βάμπας, ο οποίος εκθρονίστηκε διότι προσέκρουσε στην δύναμη της αριστοκρατίας. Αυτόν τον διαδέχτηκε ο Έρβιχος, ο οποίος είχε έλληνα πατέρα και ο οποίος υπήρξε αληθινός βασιλέας τωνΒησιγότθων, διότι εξορίστηκε από τον μητροπολίτη του Τολέδου. Αλλά ο Έρβιχος εκάρη μοναχός (687) και ο διάδοχος του Έγικας, ο οποίος βασίλεψε ως το 701, διετέλεσε τυφλό όργανο των ιερέων.
Έτσι στις αρχές του Η’ αιώνα, η Ισπανία δεν είχε ισχυρή βασιλεία, ούτε ισχυρή κεντρική διοίκηση αλλά είναι έρμαιο του κλήρου, άλλοτε των χωροδεσποτών και των ευγενών. Ο θρησκευτικός φανατισμός έρχεται σε οξύ ανταγωνισμό με την δύναμη των μεγάλων και των ισχυρών. Η Ισπανία ιεροκρατείται από άκρο σε άκρο. Οι σύνοδοι είναι αληθινά κοινοβούλια του κράτους και νομοθετούν, οι επίσκοποι είναι οι ανώτατοι λειτουργοί ενώ από τους αρχιεπίσκοπους εκείνος του Τολέδου ασκεί ηγεμονία αφού εδρεύει στην πρωτεύουσα. Ο φανατισμός είναι μεγάλος και ο μοναχικός βίος είναι σε μεγάλο βαθμός ανεπτυγμένος. Η σπουδαιότερη εκδήλωση του θρησκευτικού φανατισμού είναι οι διωγμοί των Ιουδαίων, οι οποίο ήσαν ήσυχοι υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία και υπό τους Αρειανούς βασιλείς. Ο διωγμός δε καθίσταται απηνής εκ των διαταγμάτων της 17ης συνόδου στο Τολέδο, τα οποία επιτάσσουν: δήμευση των κτημάτων, υπαγωγή στην δουλεία, αναγκαστικό εκχριστιανισμό των παίδων.

Ο εκ των Αράβων κίνδυνος και η εσωτερική αδυναμία: Η φανατική αυτή πολιτική ήταν άφρον τόσο περισσότερο καθώς πλησίαζε ο Μουσουλμανικός κίνδυνος. Οι Άραβες βρίσκονταν στην αντιπέρα όχθη του Γιβραλτάρ, την Αφρικανική παραλία. Ο βασιλιάς Ουίτιζας (701 - 710) εννόησε την αφροσύνη ενώπιον αυτού του κινδύνου και αποφάσισε να βελτιώσει την κατάσταση, επιφέροντας διάφορες μεταρρυθμίσεις. Αλλά ο μητροπολίτης του Τολέδου δεν τον άφησε να προχωρήσει, άλλωστε ήταν πολύ αργά.
Το Χριστιανικό βαρβαρικό βασίλειο, το οποίο είχε ιδρυθεί στην Ιβηρική χερσόνησο κατ’ ακολουθία των μεγάλων επιδρομών, είχε φτάσει σε τέλεια κατάπτωση και ήταν εύκολη λεία για τους νέους επιδρομείς που με ορμή είχαν καταλάβει την Αφρική. Οι Βησιγότθοι κατακτητές, η παλαιά Ισπανορρωμαϊκή αριστοκρατία, ο καθολικός κλήρος, ήταν η κυρίαρχη τάξη η οποία πίεζε όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, τους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι ήσαν καταστραμμένοι, τους αγρότες, οι οποίοι είχαν γίνει δουλοπάροικοι, τους Ιουδαίους, οι οποίοι υφίσταντο τον απηνή διωγμό. Με κόπο προσπαθούσε η αριστοκρατία να δαμάσει την οργή των κατοίκων, την οποία εξέγειρε η μισαλλοδοξία και η σκληρότητά της. Η δε γενναιότητας και η ζωτικότητα των συμπολεμιστών του Αλάριχου είχε ήδη καταπέσει. Όπως δε είχε εκλείψει το πολεμικό, εξέλειπε και το πολιτικό πνεύμα. Οι βασιλιάδες δεν είχαν καμιά εξουσία, οι σύνοδοι στις οποίες συνέρχονταν οι επίσκοποι και οι μεγάλοι άρχοντες, έλαβαν το δικαίωμα να αναβιβάζουν και να καταβιβάζουν τους βασιλείς από το θρόνο. Οι μεγιστάνες εκθρόνιζαν συχνότατα τους βασιλείς, διότι ο καθένας έλπιζε ότι ο κενός θρόνος θα ήταν δικός του. Σε καμιά ιστορία άλλου λαού δεν υπάρχουν τόσες βασιλοκτονίες ή εγκαθείξεις βασιλέων σε μοναστήρια. Έριδες, αντιζηλίες, ραδιουργίες, συνωμοσίες πληρούσαν τον πολιτικό βίο της χώρας. Τα μίση ήταν τόσο μεγάλα, ώστε επέκειντο εμφύλιοι πόλεμοι, τα πάθη ήταν τόσο σφοδρά, ώστε να προκαλείται η πρόσκληση των ξένων.
Κατά την κρίσιμη αυτή ώρα, οι Άραβες ήταν στην Ταγγέρη και έβλεπαν μακριά την Ισπανία, την χώρα εκείνη, «η οποία άξιζε την Συρία για την γλυκύτητα του κλήματος, άξιζε την Υεμένη για την τον πλούτο του εδάφους και τις Ινδίες για τα άνθη και τα αρώματα, και το Άδεν για τα λιμάνια και τα ωραία παράλια

Κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες και κατάλυση του βασιλείου των Βησιγότθων: Στην Β. Αφρική οι Άραβες δεν κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε ίχνος Βυζαντινής κυριαρχίας. Ο κόμης Ιουλιανός είχε διατηρηθεί στην πόλη των Επτά Αδελφών (την σημερινή Ceuta του Μαρόκου), απέναντι από το Γιβλαρτάρ όπου κυβερνούσε εν ονόματι του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Βυζαντινός αυτός διοικητής είχε πολύ συχνές σχέσεις με την Ισπανία, σχεδόν όσες και με την Κωνσταντινούπολη και αναμειγνύονταν λίαν ενεργώς στα πράγματα των Βησιγότθων. Τον βασιλιά Οθίτιζα είχε εκθρονίσει ο Ροδέριχος, ο οποίος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Βησιγότθων. Ο κόμης Ιουλιανός ήταν δεδηλωμένος εχθρός του Ροδέριχου και για να υποστηρίξει τον εκθρονισμένο Ουίτιζα υπέβαλε με σύμφωνο με τους εξόριστους Ισπανούς, των φίλων του Ουίτιζα, στους ηγεμόνες των Αράβων την ιδέα της επιδρομής στην Χερσόνησο και μάλιστα τους παρείχε τα αναγκαία προς τούτο μέσα. Συνέπραξε προδοτικά με τους Άραβες και ο Βησιγότθος διοικητής της Νότιας Ισπανίας και του υπό κατοχής των Βησιγότθων μέρος της Μαυριτανίας.
Ο αρχηγός των Αράβων Μουσά-μπεν-Νοσεΐρ ζήτησε οδηγίες από τον χαλίφη ο οποίος παράγγειλε σε αυτόν να ενεργήσει με περίσκεψη. Στην αρχή απέστειλε ένα μικρό απόσπασμα Αράβων το οποίο προέβηκε σε λεηλασίες (710). Το επόμενο έτος ισχυρή εμπροσθοφυλακή 7.000 ανδρών διήλθε τον πορθμό του Γιβλαρτάρ (τον αρχαίο Ηράκλειο Πορθμό) με τέσσερα πλοία, τα οποία είχε παράσχει ο κόμης Ιουλιανός και αμέσως ακολούθησε ενίσχυση 5.000 ανδρών με αρχηγό τον περιλάλητο στην κατάκτηση αυτή Ταρίκ. Αυτός προσέγγισε κατ’ αρχάς στο ακρωτήριο, το οποίο οι αρχαίοι ως εκ του σχήματός του ονόμαζαν Κάλπην και το οποίο από αυτού έλαβε το όνομα Djebel Tarik (όρος του Ταρίκ) από όπου τελικά προήλθε ο όρος Γιβραλτάρ. Οι Άραβες προχώρησαν στο εσωτερικό της χερσονήσου συνάπτοντας κατά τόπους μικρές μάχες, οπότε και συναντήθηκαν με τον βασιλιά Ροδέριχο ο οποίος είχε συγκεντρώσει όσες δυνάμεις μπορούσε να βρει.

Η κρίσιμη μάχη: ήταν η μάχη της 19 Ιουλίου 711 που έμεινε γνωστή ως μάχη του Ξερές (Xerez de la Frontera) από την παλιά Ισπανική πόλη η οποία στην αρχαιότητα ονομάζονταν Άστα (Asta Regia) λίγο προς το εσωτερικό και προς τα Β. της σημερινής πόλης Κάδικος (των αρχαίων Γαδείρων, σήμερα Cadix). Ακριβέστερα η μάχη δόθηκε επί τις όχθες του μικρού ποταμού Ουάδ - Βέκκα ο οποίος εκβάλλει στο ακρωτήρια Τραφαλγάρ. Ο στρατός των Βησιγότθων δεν αποτελούνταν από τους άλλοτε ρωμαλέους και ορμητικούς πολεμιστές του Αλάριχου ενώ οι Γότθοι που έλαβαν μέρος είχαν καταντήσει εδώ και καιρό απόλεμοι. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους αποτελούνταν από δουλοπάροικους οπλισμένους με σφενδόνες, με δρεπάνια ή και με ραβδιά. Εξ άλλου και ο στρατός των Αράβων δεν αποτελούνταν μόνο από Άραβες πολεμιστές, οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν Βέρβεροι και Μαυριτανοί εκ των οποίων και οι Άραβες της Ισπανίας έγιναν γνωστοί στην ιστορία και περιλάλητοι στην Μεσαιωνική ποίηση και μυθιστοριογραφία ως Μαύροι. Αυτοί όμως ήσαν γενναίοι πολεμιστές και οι αρχηγοί τους ήσαν οι ορμητικοί Άραβες, αρχηγοί οι οποίοι είχαν κατακτήσει την Αφρική. Το ασθενέστατο σημείο του στρατού του Ροδέριχου ήταν το ότι δεν ήταν αποφασισμένοι όλοι οι άνδρες του να νικήσουν. Όλο το εχθρικό προς τον Ροδέριχο κόμμα εύχονταν την ήττα του και οι υιοί και οι συγγενείς του εκθρονισμένου Ουίτιζα οι οποίοι διοικούσαν τις πτέρυγες, αποσύρθηκαν χωρίς καν να πολεμήσουν.
Τρεις μέρες διάρκεσε η μάχη του Ξερές και μεγάλες πράξεις ηρωισμού διαπράχτηκαν και από τις δύο μεριές. Αλλά οι υιοί του Ουίτιζα  κατά την κρίσιμη στιγμή μεταπήδησαν στους επιδρομείς και η προδοσία αυτή επέφερε την κρίση του αγώνα. Ο Ροδέριχος φονεύθηκε ή χάθηκε κατά την υποχώρηση και όλη η Γοτθική αριστοκρατία κάλυψε το πεδίο της μάχης. Ο Ταρίκ, χωρίς να λάβει υπ’‘οψιν του τις συστάσεις περί συνέσεως μετά την λαμπρή του νίκη, βάδισε κατ’ ευθείαν προς το Τολέδο ενώ αποσπάσματα του Αραβικού στρατού βάδισαν προς άλλες πόλεις όπως η Μάλαγα, η Γρενάδα την Κόρδοβα και άλλες. Από το Τολέδο ο Ταρίκ και οι άλλοι Άραβες αρχηγοί όρμησαν προς όλες τις διευθύνσεις για την κατάκτηση της Βησιγοτθικής Ισπανίας. Οι Ιουδαίοι παρείχαν σημαντικές πληροφορίες στους κατακτητές. Οι ευγενείς Βησιγότθοι έφευγαν ή παραδίδονταν στους εχθρούς, οι αγρότες δουλοπάροικοι έμεναν απαθείς θεατές μιας ανατροπής στην οποία δεν είχαν τίποτα να χάσουν.
Εντούτοις η παλιά ανδρεία των Γότθων ανάβλυζε και αναχαίτιζε τους κατακτητές. Οι Άραβες χρειάστηκαν ένα ολόκληρο έτος για να κυριεύσουν την ωραία Ανδαλουσία και τις κοντινές επαρχίες. Η κατάκτηση εξακολούθησε και συνεχόμενο ρεύμα μεταναστών Αράβων και Βέρβερων κατάκλυζε την Ισπανία. Οι νέοι έποικοι βρίσκοντας εγκαταλελειμμένα τα Νότια μέρη βάδιζαν προς την κατάκτηση των Βόρειων χωρών της χερσονήσου. Τέσσερα χρόνια μετά την μάχη του 711 όλη η Ισπανία είχε πέσει στα χέρια των Αράβων.
‘Έτσι μετά το πολυτάραχο ιστορικό βίο 3 περίπου αιώνων (414 - 711) καταλύθηκε στην δυτική Ευρώπη το βασίλειο των Βησιγότθων. Μόνο μερικές ορεινές χώρες στα Βόρεια μέρη κοντά στα Πυρηναία, Η Αστούρια, η Κανταβρία, η χώρα των Βάσκων (Γασκόνων) έμειναν απρόσβλητοι και σε αυτούς κατέφυγαν τα λείψανα των ανυπότακτων βησιγότθων και ακριβώς από αυτούς μετά από ένα αιώνα έμελλε να ορμίσουν για την συντριβή των Αράβων. Η μεν Ισπανία έμελλε να αποτελέσει στο μέλλον Χριστιανικό βασίλειο ενώ εκείνο των Βησιγότθων δεν θα ξαναϊδρύονταν πάλι. Το όνομα των Βησιγότθων διασώθηκε μόνο στην ιστορική παράδοση ως ανάμνηση διότι και όσα Βησιγοτθικά φύλλα έμειναν στις παλιές οικίες των στεπών και αυτά χάθηκαν εν μέσω των ερειπίων των λαών οι οποίοι δεν σταμάτησαν καθ’ όλο τον μεσαίωνα να διέρχονται δια μέσω των χωρών του Εύξεινου Πόντου και να καταλήγουν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο βίος και οι νόμοι στο Βησιγοτθικό βασίλειο: Οι 2 λαοί, οι υποταγμένοι Ρωμαίοι της Ισπανίας και οι κατακτητές Βησιγότθοι δεν συγχωνεύτηκαν παρά μετά από πολύ χρόνο ζώντας ο ένας δίπλα από τον άλλο χωρίς έριδες με αρκετή ομόνοια. Οι Βησιγότθοι μάλιστα δεν φέρονταν προς τους Ρωμαίους ως προς ηττημένους. Οι Ρωμαίοι υπερήφανοι πάντοτε για τον πολιτισμό τους φέρονταν περιφρονητικά προς τους Βησιγότθους αλλά δεν έκαναν αντιπολίτευση ενώ μερικοί δέχτηκαν να λάβουν αξιώματα από τους βάρβαρους. Υπήρχαν 2 λαοί χωρισμένοι που ζούσαν κάτω από τον ίδιο αρχηγό, τον βασιλιά και υποτάσσονταν στους ίδιους αξιωματούχους και υπαλλήλους. Οι 2 λαοί δεν αγαπούσαν αλλήλους αλλά οι μεν Ρωμαίοι δεν σκέπτονταν να επαναστατήσουν και οι μεν νικητές λίγο με το λίγο εκπολιτίζονταν. Μια φορά οι Γότθοι βασιλιάδες δεν εξερρωμαίστικαν αλλά έμειναν Γερμανοί και οι 2 λαοί τελικά δεν συγχωνεύτηκαν εντελώς. Αιτία ήταν το ότι οι βάρβαροι ήσαν Αρειανοί. Οι καθολικοί όμως επίσκοποι είχαν μεγάλη δύναμη και η Καθολική Εκκλησία ήταν ισχυρή διότι συγκέντρωνε όλο τον πνευματικό και κοινωνικό βίο. Η Καθολική Εκκλησία ήταν η μεγάλη πατρίδα και οι δε Βησιγότθοι Αρειανοί βρίσκονταν εκτός αυτής.
Οι Βησιγότθοι βασιλιάδες προσπάθησαν με την νομοθεσία να φέρουν την τάξη σε εκείνη την πολυσύνθετη κοινωνία. Οι βασιλιάδες Εύριχος και Ρεκάρεδος υπήρξαν ιδίως οι νομοθέτες του Βησιγοτθικού Κράτους. Οι νόμοι των Βησιγότθων είναι οι άριστοι και οι ηπιότεροι από τους άλλους νόμους των βαρβάρων. Το Ρωμαϊκό δίκαιο καταγράφηκε σε κώδικα ο οποίος ονομάστηκε Lex Romana Wisigothorum και ο οποίος έγινε γνωστός τον ΙΣΤ’ αιώνα με το όνομα Επιτομή του Αλάριχου (Breviarum Alarici), διότι ο βασιλιάς Αλάριχος ο Β’ συνέστησε επιτροπή το 506 από ιερείς και ευγενείς για να ερμηνεύσουν και να ανθολογήσουν τον Ρωμαϊκό νόμο. Η συλλογή έγινε δεκτή από τους επίσκοπους και τους αντιπρόσωπους των επαρχιών και το πρωτότυπο κατατέθηκε στον βασιλικό θησαυρό. Το μνημείο αυτό είναι σπουδαιότατο διότι η συγκριτική μελέτη αυτού  με τον Θεοδοσιανό κώδικα δείχνει τι παρέλειψαν ως άχρηστοι οι Βησιγότθοι.
Το δε δίκαιο των Βησιγότθων άρχισε να συντάσσεται επί τους βασιλιά Ευρίχου  και εξακολούθησε να συμπληρώνεται από τους διαδόχους βασιλιάδες. Η συλλογή επιθεωρήθηκε και εκδόθηκε επί του βασιλιά Έγικα τα τέλη του ζ’ αιώνα (693) δηλαδή τις παραμονές της καταστροφής. Στον νέο αυτό κώδικα το δίκαιο είναι κοινό και για τους Ρωμαίους και για τους Βησιγότθους και σχηματίστηκε από την ένωση των 2 δικαίων. Αυτό είναι η απόδειξη της ενώσεως των 2 λαών η οποία άρχισε να γίνεται από το τέλος του Στ’ αιώνα και την οποία κυρίως παρήγαγε η αποδοχή του Καθολικού δόγματος. Δια της επιβολής της οποίας άσκησε στους 2 λαούς η Καθολική Εκκλησία γεννήθηκαν οι ουσιώδεις χαρακτήρες της αφοσιώσεως στην παπική Ρώμη, του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας οι οποίοι κυριάρχησαν σε όλη την ιστορία της Καθολικής Ισπανίας.

Πηγήhttp://www.apologitis.com/gr/ancient/Alarixos.htm


   


Δεν υπάρχουν σχόλια: