ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Σάββατο 15 Απριλίου 2023

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟΝ!!!

 


Τό Σάββατον τό ἀληθινόν


Ὁ εἰπὼν «κατέπαυσεν ὁ Θεός τῇ ἡμέρα τῇ ἑβδόμῃ», τὴν κατάπαυσιν τοῦ δρόμου ταύτης τῆς ζωῆς ἐδήλωσε… Ἕξ ἡμέραι ἐν τῇ γεωργία τῆς ζωῆς, διὰ τῆς φυλακῆς τῶν ἐντολῶν τελειοῦνται· καὶ τὸ ἕβδομον, ἐν τῷ τάφω ὁλοκληροῦται· καὶ τὸ ὄγδοον, ἐν τῇ ἐξόδῳ αὐτοῦ… Τὸ σάββατον ἐν ἀληθείᾳ ἔστι κατάπαυσις ἀπὸ παντὸς λυπηροῦ, καὶ ἀνάπαυσις τελεία τῶν ὀχληρῶν… Τὸ σάββατον τὸ ἀληθινὸν καὶ ἀσύγκριτον, τὸ μνῆμα ἐστι… Πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης ἐκεῖ σαββατίζει, ἥτε ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα». (ἅγ. Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγ. ΟΔ΄). Σῶμα καὶ ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει καὶ ἀναπαύεται στὸ μνῆμα. Γι’αὐτὸ ὁ θάνατος λέγεται κοίμηση. «Οὐκ ἀπέθανε ἀλλά καθεύδει», εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τὴ νεκρὴ κόρη. «Ὁ Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν» (Ἰωάν. 11:1). Ὁ ὕπνος εἶναι μόνωση, ἀνάπαυση, ἡσυχία, «ἐν ἧ καθορᾶται Θεός», ἐὰν φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ἔζησε ἐν Θεῷ καὶ τὸν δέχθηκε ἔνοικο στὴν καρδιά του.

Ὁ φυσικὸς θάνατος

Αὐτὸς ὁ ὕπνος εἶναι φθορὰ καὶ διάλυση τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον αὐτὸ ποὺ φαίνεται. Εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν ὁρίζεται μόνον ἀπὸ τὴ φύση ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Χάρη, τὴν Χάρη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ φύση φθείρεται καὶ ἀποσυντίθεται γιατὶ δὲν εἶναι μόνη της ἱκανὴ νὰ ἐπιβιώσει. Χῶμα εἶναι καὶ ἐπιστρέφει στὸ χῶμα. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἴδια φύση βρίσκεται ἀναστημένη καὶ ἄφθαρτη στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ μνῆμα ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται πλέον «ἐν χειρὶ Θεοῦ», μέσα στὴν Ἐνέργεια καὶ τὴν Χάρη Του. Δὲν ζεῖ κατὰ φύσιν ἀλλὰ κατὰ χάριν. Οἱ αἰσθήσεις δὲν ὑπάρχουν πιά. Οἱ λογισμοὶ ἔχουν ἐξαφανισθεῖ μαζὶ μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοὺς παράγει. Κανένας θόρυβος τοῦ κόσμου δὲν φθάνει ἐκεῖ κάτω. Καμιὰ φυσικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο δὲν εἶναι πιὰ δυνατή. Στὸ «μνῆμα» ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία. «Οὐ δυνατὸν τὸν νεκρὸν αἰσθέσθαι τῶν πραγμάτων τῶν ζώντων» (ἁγ. Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγ. ΟΑ΄). «Ἐξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ (ἡ τελευταία του πνοή) καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρα ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ» (Ψαλμ. 145,4). «Οἱ νεκροὶ οὐκ εἰσί γινώσκοντες οὺδέν… ὅτι οὐκ ἔστι ποίημα καὶ λογισμὸς καὶ γνώσις καὶ σοφία ἐν Ἅδῃ, ὅπου σὺ πορεύῃ ἐκεῖ» (Ἐκκλησιαστής Θ΄5-10). Καμιὰ ἀνάμνηση τοῦ κόσμου δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ κάτω. «Ὥσπερ ἐξελθὼν τῆς γαστρός, τῶν ἐν γαστρὶ οὐ μνημονεύεις· οὕτω καὶ τοῦ σώματος ἐξελθών, οὐ μνημονεύεις τῶν ἐν σώματι» (Ἁγ. Αντωνίου Μεγ., Φιλοκ. Α΄σ. 19).

Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ θανάτου. Τὸ σταμάτημα τῆς ἀναπνοῆς καὶ τῆς καρδιᾶς δὲν σημαίνει ἀναγκαστικὰ θάνατο. Τὰ ὄργανα αὐτὰ μπορεῖ νὰ ξαναρχίσουν τὴ λειτουργία τους, καί, ἄν δὲν ἔχουν γίνει ἐντωμεταξύ σοβαρὲς νευρικὲς βλάβες, ὁ ἄνθρωπος ξαναγυρίζει στὴ ζωή. Οἱ διαδικασίες τοῦ θανάτου ἀπαιτοῦν χρόνο, ἄλλοτε περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο.

Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου τὸ εἰκόνισε ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν σπόρο ποὺ φυτεύεται, σαπίζει καὶ ἀνασταίνεται φυτό (Κορ. Α΄, 15:35-38). Μέσα στὸν σπόρο ποὺ σαπίζει βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ φυτὸ ποὺ θὰ φυτρώσει. Αὐτὸς ὁ γόνος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πεταγμένη στὸ χῶμα. Τὴν βλέπει ἡ Ἐκκλησία καὶ θρηνεῖ: «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’εἰκόνα Θεοῦ πλαθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος» (Μ. Εὐχολόγιον, νεκρ. ἀκολουθία).

Ἡ εἰκόνα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ὅμως εἶναι ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση. Τὰ ζῶα δὲν εἶναι πρόσωπα. Ἐμεῖς εἴμαστε, γιατὶ εἶναι Αὐτὸς κατ’εἰκόνα τοῦ ὁποίου δημιουργηθήκαμε. Εἴμαστε πρόσωπα κατ’ εἰκόνα τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρε ἐπάνω της τὴ φύση μας. Τὸ πρόσωπο, στὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι προϊὸν τῆς φύσεώς του, ἀλλὰ αὐτῆς τῆς θείας Ἐνέργειας ἐπάνω στὴ φύση του, ποὺ ὅμως πηγάζει ἐκ τῶν ἔνδον λόγω τῆς Σαρκώσεως. Καὶ ἡ Σάρκωση δὲν εἶναι ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονός, εἶναι ὀντολογικὸ γεγονός, καὶ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ἀλλὰ εἶναι ἡ προαιώνια Βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀφορᾶ σ’ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία. Ἡ διαφορά μας ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι ἐλάχιστη ὡς πρὸς τὴ φύση, εἶναι ὅμως ἀβυσσαλέα ὡς πρὸς τὴν εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τοῦ Λόγου. Εἶναι μάταια καὶ παραπλανητικὴ κάθε χωρὶς Χριστὸ ἀνθρωπολογία. Ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἑρμηνεύεται, οὔτε κατανοεῖται χωρὶς Χριστὸ ἀναστάντα. Ἡ ἑλληνιστικὴ ἀνθρωπολογία εἶναι ξένη πρὸς τὸν Χριστιανισμό, ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ὕλη, ἀλλὰ καταστροφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, τῆς «καλῆς λίαν», καὶ ὕπνος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.

«Ὕπνος ἐστί, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, εἰκὼν θανάτου·αἰσθήσεων ἀργία» (Λόγ. 18:1). Ὕπνο ὀνόμασαν τὸν θάνατο καὶ ὁ Κύριος, καὶ οἱ Ἀπόστολοι, καὶ ἡ Παλαιὰ Διάθηκη, καὶ ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι ἀργία τῶν φυσικῶν αἰσθήσεων ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸν κόσμο, ἕως ὅτου ἡ ἀνάσταση μᾶς ξαναδώσει ἕνα «νέο» ἄφθαρτο σῶμα, μέσα σ’ἕνα καινούργιο ἄφθαρτο κόσμο, σέ «καινή γῆ» καὶ σέ «καινούς οὐρανούς». Νέο σῶμα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνανεωμένου καὶ ὄχι τοῦ ἄλλου, γιατὶ πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο σῶμα, τὸν ἴδιο ἄνθρωπο. Ἄν ὅμως στὸ θάνατο δὲν υπάρχουν πιὰ οἱ φυσικὲς αἰσθήσεις αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς δὲν ὑπάρχουν καὶ οἱ πνευματικές. Αὐτὲς ὅμως οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις ποὺ ἔχουν οἱ νεκροὶ δὲν ὀφείλονται στὴ δική τους φύση, ἀλλὰ στὴ θεία Ἐνέργεια, στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ τοὺς συνέχει.

Ὁ πνευματικὸς θάνατος

Τόσο ὁ πνευματικὸς θάνατος ὅσο καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζουν ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. «Ἰδοὺ ἴσταμαι ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω», λέγει ὁ Κύριος. Ὅποιος ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του δέχεται τὴ Ζωὴ και συνδειπνεῖ μαζί της. Μόνο ποὺ ὁ κόσμος καὶ οἱ αἰσθήσεις ἀποσποῦν τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὴ γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι «ἐντὸς ἡμῶν». Γι’αὐτὸ ἔφευγαν οἱ Πατέρες στὴν ἔρημο καὶ στὴν ἡσυχία, γιὰ ν’ἀπολαύσουν ἀναπόσπαστα τὸν Κύριο ποὺ ζοῦσε μέσα τους. Γι’αὐτὸ σπεύδουν οἱ χριστιανοὶ στὸ κελί τους, καὶ ἀποφεύγουν τὶς ἄκαρπες καὶ περιττὲς συναναστροφές, καὶ προτιμοῦν τὴ νυκτερινὴ προσευχὴ στὴ σχετικὴ ἡσυχία, καὶ ὅλη τους τὴ ζωὴ ἀγωνίζονται γιὰ τή «φυλακὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων», νοσταλγώντας τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φύγουν ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο καὶ θὰ εἶναι «σὺν Χριστῷ». Ἀντίθετα, ὅσοι δὲν ἄνοιξαν τὴν πόρτα τους καὶ δὲν τὸν δέχθηκαν, περνοῦν τὴ ζωὴ τους «μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ξεγελώντας τὸν ἑαυτό τους μὲ ὅσα ψέμματα τοὺς προσφέρουν σ’αὐτὴ τὴ ζωὴ ὁ κόσμος καὶ οἱ αἰσθήσεις. Ὅταν ὅμως πεθάνουν ὅλη αὐτὴ ἡ σκηνοθεσία τοῦ ψεύδους ἐξαφανίζεται. Ὁ ἄνθρωπος μένει γυμνὸς καὶ ἀπομονωμένος, χωρὶς φῶς, χωρὶς τὴ Ζωή. Αὐτό τὸ σκοτάδι καὶ ἡ ἀπόλυτη μοναξιά καὶ πνευματικὴ φτώχια εἶναι ἡ πρόγευση τῆς κολάσεως, μιὰ πρόγευση κενοῦ καὶ ἀπουσίας ποὺ θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τραγικὴ ἔνταση στὴν ἀνάσταση ὅταν, στὴν «Καινὴ γῆ», μέσα στὸ φῶς καὶ τὴ θαλπωρὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους, αὐτοὶ θὰ στέκονται σὰν ξένοι καὶ ἐχθροί, ἔχοντας ἀποκόψει οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη ὁλόκληρης τῆς Δημιουργίας.

Ἡ αἰώνιος Ζωή

Ὅσοι ὅμως ἀφήσουν σὲ τούτη τὴ ζωὴ τὸν Κύριο νὰ τοὺς γεμίσει, ὅσοι γίνονται κατοικητήριά του, στὸ θάνατο, ὅταν ὁ κόσμος καὶ οἱ αἰσθήσεις λείψουν ἐντελῶς, ζοῦν τὴν κοινωνία αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἄμεσα καὶ ἀνεμπόδιστα. Ἐκεῖ σαββατίζουν. Ἐκεῖ γεύονται τὴν τέλεια ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία τους, σὰν συνέχεια τῆς ἐπίγειας, σὰν ἀνώτερη βαθμίδα μιᾶς προκοπῆς ποὺ θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση ἀλλὰ ποτὲ στὸν αἰώνα δὲν θὰ τελειώσει, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἡ πρόοδος μέσα στὴ Βασιλεία του ἀτελεύτητη. «Προκόπτοντες οὐδέποτε καταλήξομεν, οὐ κατὰ τὸν παρόντα, οὐ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα, φωτὶ φῶς προσλαμβάνοντες» (ἁγ. Ἰω. Κλίμακος, Λόγ. ΚΣΤ΄, σ. 141-142). «Ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσία καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον… Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος» (Σοφία Σολ. Β΄23-24, γ΄1-8).

Αὐτὸ τό «ἐν χειρί Θεοῦ» ἀποδίδει τὴν κατάστασή τους, ποὺ εἶναι ὅλη Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλοι, φίλοι καὶ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, βρίσκονται στὸν θάνατο «ἐν χειρὶ Θεοῦ», ὅμως οἱ μὲν δέχονται καὶ χαίρονται τὴν Χάρη, οἱ δὲ μένουν κλειστοὶ σ’αὺτὴν αὐτοπροαίρετα καὶ ἐλεύθερα. Ὁ «Οὐρανός» καὶ ὁ «Παράδεισος» δὲν εἶναι κάποιος τόπος ὅπου πηγαίνουν οἱ «ψυχές» ὕστερα ἀπὸ κάποιο περιπετειῶδες ταξίδι. «Οὐρανός» καὶ «Παράδεισος» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση δὲν εἶναι τόποι ἀλλὰ κατάσταση πνευματική. Μόνο στὸ ὀρθολογιστικὸ μυαλὸ ὑπάρχει ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸν «Οὐρανὸ» καὶ στό «μνῆμα». Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ τὸ ἴδιο, καὶ στοὺς γαλαξίες καὶ μέσα στὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἡ Χάρις Του βρίσκεται καὶ στὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ στὶς καρδιὲς ποὺ προσεύχονται σ’αὐτοὺς, καὶ στὶς εἰκόνες ποὺ τοὺς εἰκονίζουν ὁπουδήποτε τῆς γῆς. Οἱ ἅγιοι δὲν ἔχουν καμιὰ φυσικὴ ἐπικοινωνία μαζί μας. Δὲν ἀκοῦν τὶς προσευχές μας μὲ τ’αὐτιά τους ποὺ ἔχουν διαλυθεῖ στὸ μνῆμα, δὲν μεσιτεύουν γιὰ μᾶς μὲ γλώσσα καὶ λόγια ἀνθρώπινα, οὔτε μᾶς βοηθοῦν μὲ κάποια σωματικὴ παρουσία. Οἱ ἅγιοι ἀκοῦν τὶς προσευχές μας μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ τοὺς συνέχει καὶ μέσα στὴν ὁποία ζοῦν. Οἱ ἅγιοι «ἀκοῦν» καὶ ἀνταποκρίνονται στὶς προσευχές μας ἀπὸ ὁπουδήποτε τῆς γῆς καὶ ἄν προέρχονται αὐτές, σὰν νὰ εἶναι πανταχοῦ παρόντες. Κανένα κτίσμα ὅμως δὲν εἶναι πανταχοῦ παρών, μόνον ὁ Θεὸς καὶ διὰ τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶναι φυσικὴ ἀλλὰ χαρισματικὴ κατάσταση, ἀποτέλεσμα τῆς μυστικῆς καὶ μυστηριακῆς ἕνωσης τῶν ἁγίων μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ τούτη τὴ ζωή. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι θαυματουργοῦν καὶ γνωρίζουν τί ἔχουμε στὴν καρδιά μας καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα στὴ ζωή. Αὐτὴ ἡ γνώση καὶ ἀνταπόκριση δὲν εἶναι φυσικὴ ἀλλὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Καμιὰ δυνατότητα κτιστῆς, φυσικῆς, ψυχικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχουν οἱ ἅγιοι μετὰ θάνατον. Καὶ τὰ ὁράματα ἁγίων -ὅσα δὲν εἶναι πλάνη τοῦ ὑπερήφανου νοῦ- καὶ αὐτὰ Χάρις καὶ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι, εἴτε ἄμεση εἴτε δι’ἀγγέλων. Ὁ Θεὸς τῇ μεσιτεία τῶν ἁγίων Του, γιὰ νὰ δοξάσει αὐτοὺς καὶ γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τὸ δικό μας, σχηματίζει τὴν Ἐνέργειά Του ὅπως Ἐκεῖνος κρίνει καὶ ὅταν πρέπει, καὶ αὐτὸ σπανίως. Δυστυχῶς ἡ ἑλληνιστικὴ περὶ ψυχῶν ἀντίληψη, ποὺ ἐπικράτησε καὶ ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ἔχει δώσει στὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τοὺς νεκροὺς πνευματιστικὸ περιεχόμενο, ψεύτικο καὶ δαιμονικό. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, καὶ αὐτὸ διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον ὅταν θέλει Ἐκεῖνος, καμιὰ ἐπικοινωνία μέ «ψυχές» νεκρῶν δὲν εἶναι δυνατή. Τὸ κάλεσμα τῶν «ψυχῶν» καὶ τῶν «πνευμάτων» τῶν νεκρῶν ποὺ γίνεται ἀπὸ τὰ μέντιουμ στὶς πνευματιστικὲς συνεδριάσεις τὸ ἔχει καταδικάσει καὶ ὁ Παλαιὸς καὶ ὁ Νέος Ἰσραήλ, γιατὶ εἶναι καταστρεπτικὴ δαιμονικὴ ἐξαπάτηση καὶ κοινωνία δαιμονίων. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε νεκροὶ εἶναι εἴτε ζωντανοί, μόνον ὁ Θεὸς μᾶς φέρνει σὲ πραγματική ἐπικοινωνία. Μόνον ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό μᾶς βγάζει ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴ μοναξιά μας. Μόνον ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς γεμίζει καὶ μᾶς συνδέει μὲ ἀγάπη, καὶ μόνον αὐτή, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, μᾶς φέρνει σὲ ἐπικοινωνία μεταξύ μας, περισσότερο μὲ τὴ σιωπή παρὰ μὲ τὰ λόγια. «Ἡ σιωπή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, μυστήριον ἐστι τοῦ αἰῶνος τοῦ μέλλοντος. Οἱ δὲ λόγοι ὄργανον εἰσι τούτου τοῦ κόσμου» (Ἐπιστ. Γ΄σ. 365). Εἴτε ἀπὀ κοντὰ εἴτε ἀπὸ μακριά, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ μᾶς συνδέει καὶ μεταξύ μας. Μόνον ὅταν συνδεθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μποροῦμε νὰ συνδεθοῦμε καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Χωρὶς Θεὸ ὁποιοσδήποτε σύνδεσμος εἶναι ψεύτικος καὶ νόθος. Οἱ ἐν Χριστῷ νεκροί, γεμάτοι ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη, «ἱκετεύουν ἐν σιωπῇ τὸν ἐν σιωπῇ ἀκροόμενον» (ἁγ. Ἐφραίμ Σύρου, “Hymns on Nisibis” 43:10). Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ν’ἀκούσουν οὔτε τὰ δικά μας λόγια οὔτε μὲ λόγια νὰ μεσιτεύσουν γιὰ μᾶς. Ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἁγίους ὑπάρχει ὁ Θεός, ἡ πολύφθογγη σιωπὴ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς συνέχει ὅλους μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. «Σὺ γὰρ εἶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῶν κεκοιμημένων δούλων Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Μεσονυκτικόν)… ἀλλὰ καὶ ὅλων ἡμῶν.

Ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν

«Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3:19). «Ἐμνήσθη δὲ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ Ἰσραὴλ τῶν νεκρῶν αὐτοῦ, τῶν κεκοιμημένων εἰς γῆν χώματος, καὶ κατέβη πρὸς αὐτοὺς εὐαγγελίσασθαι αὐτοῖς τὸ σωτήριον αὐτοῦ» (ἁγ. Ἰουστ. Φιλ. «Διαλ.» 72). «Υἱὲ ἀνθρώπου τὰ ὀστὰ ταῦτα πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ἐστι» (Ἰεζεκ. ΛζΙΙ). «Τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγώ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαι με τοὺς τάφους ὑμῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου» (Ἰεζεκ. Λζ12-13). Θὰ ἀνεβάσω ἀπὸ τοὺς τάφους τὸν λαό μου, δηλαδὴ ἐσᾶς τοὺς ἴδιους, ὄχι κάτι ἀπὸ σᾶς. Γιατί «πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης» στὸ μνῆμα σαββατίζει, «ἡ τε ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα», ὁλόκληρη ἡ φύση μας. Θὰ βγάλω ἀπὸ τοὺς τάφους ἐσᾶς τοὺς ἴδιους, καὶ ὄχι κάποιο ἐξάρτημά σας, γιατὶ ἐσεῖς «ψυχὴ καὶ σῶμα» εἴσαστε γῆ. Αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τά «ξηρὰ σφόδρα», εἶναι κάθε γενιὰ τοῦ Ἰσραήλ. Κοιμᾶστε «εἰς γῆν χώματος» ὥσπου νὰ σᾶς ξυπνήσω, ἀναπαύεσθε μέσα στὸ χέρι μου ὥσπου νὰ περάσουν οἱ αἰῶνες  χωρὶς νὰ τὸ καταλάβετε, καὶ νὰ κάνω καινούργια τὴ γῆ καὶ τοὺς οὐρανούς, κι ἐσᾶς ἄφθαρτους καὶ αἰώνιους. Θὰ γνωρίσετε τότε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν ἀνάστασή Του χάρισε τὴν αἰώνια ζωή «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι».

Ο Αλέξανδρος Καλόμοιρος γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Γενεύη ιατρική την οποία ασκούσε μέχρι την κοίμησή του, το 1990. Ήταν άνθρωπος της προσευχής, της ησυχίας και της μονώσεως. Μελετούσε ιδιαίτερα τον άγιο Ισαάκ, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Βασίλειο και ομολογούσε μια πνευματική συγγένεια με τους Κολλυβάδες. Μεταξύ 1982-1988 εξέδωσε τις «Ρίζες», ένα περιοδικό θεολογικού προβληματισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80  έγραψε ομιλίες για δυο συνέδρια Νεότητας στην Αμερική, που έγιναν βιβλία και εκδόθηκαν πρώτα στα αγγλικά και αργότερα στα Ελληνικά και σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για τον «Πύρινο Ποταμό» και το «Πατερική κατανόηση της Δημιουργίας του Κόσμου και του ανθρώπου». Το τελευταίο, το επεξεργάστηκε αργότερα με τον τίτλο «Έξι Αυγές». Στο θέμα της κατανόησης της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου είχε μακροσκελή αλληλογραφία και δημόσια διαφωνία με τον π. Σεραφείμ Ρόουζ, η οποία παραμένει γνωστή στον αγγλόφωνο κόσμο σαν σύγκρουση δύο διαφορετικών «παραδειγμάτων» ερμηνείας της πατερικής γραμματείας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό “Οι Ρίζες” το 1985 και στη συνέχεια στο τεύχος 90 του περιοδικού “Επίγνωση”, το 2004.

https://antifono.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: