(προηγούμενο)
ομίζετε πως γιά τη σκοτεινή πλευρά της επιστήμης στη Δύση εκτοξεύω υπερβολές; Νομίζετε πως συκοφαντώ κανέναν; Δεν θα τό ‘λεγα.
Βλέπετε, προ ετών κάποιοι «προοδευτικοί» κοινωνιολόγοι εκλήθησαν να γράψουν μελέτες περί των αυτοχθόνων Ινδιάνων της Κεντρικής καί Νότιας Αμερικής. Ωραία φάση! Λεφτά θα έβγαιναν (ίσως καί τίποτε «τυχερά» έξτρα – από έκδοση κάποιου βιβλίου), θα πουλάγανε καί μούρη με την «προοδευτική» τους φιλανθρωπία προς τριτοκοσμικούς πληθυσμούς, όλα καλά. Φαντάζεστε, όμως, την έκπληξή τους, όταν έμαθαν πως οι μελέτες τους χρησιμοποιήθηκαν γιά να τελειοποιήσουν τις τεχνικές βασανιστηρίων οι (σαφώς ηπαπαρόφιλες) χούντες της περιοχής!… Διότι μέχρι τότε οι Ινδιάνοι άντεχαν το ασφαλίτικο ξύλο. Αλλά οι μελέτες των κοινωνιολόγων αποκάλυπταν τί ενοχλεί στον μέγιστο βαθμό τους λαούς αυτούς, οπότε οι ανακρίσεις συμπεριέλαβαν πλέον καί σοδομισμούς των κρατουμένων αυτοχθόνων!
Κι αυτά, μόνον στην Κοινωνιολογία… Δηλαδή, σε μιά -σάν- επιστήμη «γραφείου». Πού να πάμε, δηλαδή, καί στα ζεματιστά – Φυσικές, Μαθηματικά, καί τα ρέστα!

Ακόμη κάτι, άκρως σημαντικό γιά να γίνει πλήρως αντιληπτή η Δυτική νοοτροπία: εφ’ όσον η επιστήμη θεωρείται όπλο επιβολής, τότε την συνοδεύουν οι κανόνες των λοιπών όπλων. Ένας από τους οποίους είναι η μυστικότητα.
Σπάνια γνωρίζουν οι επιστήμονες ποιός ακριβώς χρηματοδοτεί τις έρευνές τους. Κι ακόμη σπανιώτερα γνωρίζουν τον πραγματικό σκοπό της δουλειάς τους – τουλάχιστον στην αρχή. (Δες πχ τους παραπάνω κοινωνιολόγους.) Αυτό το δεύτερο συμβαίνει, επειδή φαρμακερός είναι σχεδόν πάντα ο συνδυασμός των γνώσεων – καί σχεδόν ποτέ οι μεμονωμένες γνώσεις. Έτσι, οι έρευνες σπάνε σε φαινομενικώς ανεξάρτητα μεταξύ τους κομμάτια, καί κάθε ερευνητική ομάδα αναλαμβάνει το κομμάτι της επιστημονικής ειδικότητάς της… χωρίς ποτέ να ξέρει ποιοί άλλοι εργάζονται στα υπόλοιπα κομμάτια.
Χωρίς ποτέ να ξέρει αν υπάρχουν κι άλλα κομμάτια.

Καί πώς αντιμετωπίζουν αυτή την πραγματικότητα ακόμη κι οι έμπειροι επιστήμονες; Θά ‘λεγα, με ασύγγνωστη επιπολαιότητα εφήβου. «- Δουλειά να υπάρχει, μισθός να βγαίνει, καί (όσον αφορά τις συνέπειες) δε γ_μιέται!», σκέφτονται σχεδόν άπαντες. Καί ρίχνονται με τα μούτρα στο ψάξιμο – χωρίς να κάνουν περιττές ερωτήσεις, καί χωρίς ν’ αναρωτιούνται γι’ «απαγορευμένα» θέματα.

iv. Σπουδαί εις την Αλλοδαπήν
Όμως, ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε ποιά κράτη εκτρέφουν μιά επιστήμη-κόμπρα, καί (στην επόμενη ενότητα) ποιοί Έλληνες φοιτητές πάνε να της κάνουνε γούτσου-γούτσου.
Σχεδόν όλα τα κράτη του πλανήτη μας έχουν τέτοιο …κατοικίδιο (πλην ενός …πολύ γνωστού σας κρατιδίου, που βάλθηκε ν’ αυτοκτονήσει), αλλά εδώ μας ενδιαφέρουν ειδικά όσα έχουν παγκοσμιοκρατορικές βλέψεις. Αυτά, τώρα, δεν είναι πολλά. Τα διακρίνεις εύκολα, λόγωι της κατοχής / ανάπτυξης πυρηνικών όπλων στον πολεμικό τομέα, καί του ανεπτυγμένου διαστημικού τους προγράμματος στον ειρηνικό ( ; ). Χοντρικά πρόκειται γιά:
  • τις ηπαπάρα,
  • τη Ρωσσία,
  • την Κίνα,
  • την Ινδία,
  • την αγγλίτσα,
  • τη γαλλίτσα,
  • τη γερμανίτσα,
  • καί μερικούς ακόμη δευτερεύοντες «παίχτες».
Όπως πχ Ιαπωνία, Ιράν, πακισκατάν, οξαποδουήλ. Ενδεχομένως καί τουρκίτσα, ή καμιά Αργεντινή καί Βραζιλία.
Ως γνωστόν, όμως, οι Έλληνες φοιτητές που κυνηγάνε την κορυφή, δεν πάνε σ’ όλ’ αυτά, αλλά σε συγκεκριμένο υποσύνολο: ηπαπάρα, αγγλίτσα, γαλλίτσα, γερμανίτσα. Ελάχιστοι, δέ, σε Ρωσσία καί Ιαπωνία. (Λόγωι γλώσσας κυρίως, αλλά καί νοοτροπίας των λαών αυτών.) Φυσικά, τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη οπλική βιομηχανία της τουρκίτσας την κινούν (ως φύσει εξυπνότεροι) οι Ελληνογενείς, κι όχι οι γόνοι των Τουρανομογγόλων – όμως αυθεντικοί Έλληνες φοιτητές δεν πρόκειται να πάνε εκεί.
Εχθρικές κι επικίνδυνες γιά την Ελλάδα είναι αρκετές από τις προαναφερθείσες χώρες, πλην όμως οι τέσσερεις πρώτες χώρες του «υποσυνόλου» (τις οποίες προτιμούν τα δικά μας μπουμπούκια γιά σπουδές) είναι οι άκρως φαρμακερές.
Μ’ άλλα λόγια, οι δικοί μας φοιτητές κι επιστήμονες πάνε να πιάσουν φιλίες με δηλητηριώδεις κόμπρες. Καθόλου σοφό, θα έλεγα.Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΥΡΩΠΗς

v. Ο Έλλην φοιτητεύς εις την Αλλοδαπήν
Τί είδους Έλληνες φοιτητές πάνε, λοιπόν, σ’ αυτές τις χώρες;
Πολύ χοντρικά, θα λέγαμε πως διαιρούνται στις εξής κατηγορίες:
(α1) Προπτυχιακοί φοιτητές, που το εννοούν ειλικρινά ότι θέλουν να σπουδάσουν.
Πρόκειται γιά «καλά παιδιά» με αρκετό μυαλό, που (αμέσως μετά το Λύκειο) βγαίνουν έξω, γιά ν’ αποφύγουν την εν Ελλάδι καφρίλα των πολιτικών ιδεοληψιών καί των κομματικών νεολαιών μέσα σε πανεπιστήμια γύφτικης αισθητικής.
(α2) Προπτυχιακοί φοιτητές τυχοδιώκτες.
Αυτοί αποφεύγουν όσα καί οι προηγούμενοι, αλλά κυρίως τη στράτευση – η οποία τους ενοχλεί περισσότερο από τη λέχρα των εντοπίων πανεπιστημιακών χώρων.
Κατά περιπτώσεις, αποφεύγουν κι ολόκληρη την Ελλάδα – με τη νοοτροπία της οποίας  (νομίζουν πως) δεν τα πάνε καλά. Δηλαδή, μιλάμε γι’ άτομα που τα «σημεία αναφοράς» τους τα έχουν σε ξένους πολιτισμούς, κι όχι σ’ αυτόν που τα γέννησε. (Εντάξει, δικαίωμα.)
Κάθονται πολλά χρόνια έξω (διότι ο μπαμπάς έχει λεφτά – κι άλλα παιδιά πίσω στο σπίτι, ώστε ν’ ασχολείται), ίσως καί μόνιμα. Φροντίζουν να βρουν δουλειά με καλά χρήματα, αλλά γενικά η φιλοσοφία τους είναι «όσα πάνε, κι όσα έρθουν». Δεν τους ενδιαφέρει κάποιο πτυχίο ειδικά, τους κάνει οποιοδήποτε. Γι’ αυτό καί τους βλέπεις συχνά ν’ αλλάζουν ειδικότητα, ή πόλη σπουδών.
Οι προπτυχιακοί φοιτητές έχουν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους, ώσπου να γίνουν (έστω καί δυνητικώς) επικίνδυνοι. Γι’ αυτό, δεν θα μας απασχολήσουν περισσότερο.
(β1) Μεταπτυχιακοί φοιτητές σε μή «καυτές» επιστήμες, πχ πολιτικοί μηχανικοί.
Βέβαια, εν δυνάμει όλες οι επιστήμες μπορούν να κάνουν ζημιά. (Μέχρι κι η Φιλολογία – διότι ο ήχος / λόγος έχει συνέπειες…), αλλά τούτοι εδώ δεν μπορούν να θεωρηθούν ανθελληνικός κίνδυνος. Ούτε κάν ελάχιστα πιθανός.
(β2) Μεταπτυχιακοί φοιτητές σε «καυτές» επιστήμες.
Όϊ όϊ μάνα μ’!… Δε σου λέω τίποτε!!! Ουσιαστικά, όλο το παρόν άρθρο έχει να κάνει μ’ αυτούς.

Οι τελευταίοι χωρίζονται σε δύο ακόμη υποκατηγορίες: τα «μασωνάκια» καί τους «απ’ έξω». (Βεβαίως, αυτός ο διαχωρισμός ισχύει καί γιά τα προηγούμενα «πακέτα» – αλλά δεν τα εξετάζουμε αυτά.) Ποιοί είναι ποιοί, τώρα;
Τα «μασωνάκια» είναι τα παιδιά του κλειστού κυκλώματος των τωρινών αρχόντων του κόσμου. Είναι πχ τα καθυστερημένα που κάνουν καταλήψεις στα σχολεία τους, αλλά κάποιες κυράτσες της τηλεόρασης τους εύχονται μιά μέρα να γίνουν πρωθυπουργοί – καί γίνονται! (Άντε τώρα να γίνεις κι εσύ πρωθυπουργός -ακόμη κι αν δεν «καταλάβεις» ποτέ σου το σχολείο σου-, καί να σου το ευχηθεί μιά τηλεοπτική κυράτσα απ’ τα δεκαπέντε σου! Εύκολο είναι; ) Είναι κάποια ζά, που περνάνε τις εξετάσεις «αέρα» – αν καί δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν δυό γαϊδάρων άχυρο. (Λογικό! Ως ζά, το τρώνε μόνα τους.) Φερ’ ειπείν, πάνε καί γράφονται σε κάποιο πανεπιστήμιο της Βλαχομπογδανίας (καθ’ ό κούτσουρα), αλλά μετά παίρνουν μεταγραφή γιά το πολυτεχνείο ενός μεσογειακού κρατιδίου, απ’ όπου …αποφοιτούν, χωρίς να έχουν ποτέ τους ανοίξει βιβλίο.
Κτλ κτλ.
Χαρακτηριστικό τους είναι πως παιδιόθεν γνωρίζουν άριστα ότι προορίζονται να διαδεχθούν τους γονείς τους στη -δοτή- αρχηγία του λαουτζίκου, καί να διαιωνίσουν το υπάρχον κατεστημένο. Σ’ όλη την πορεία τους δεν πρόκειται να συναντήσουν εμπόδια, γι’ αυτό καί κατά κανόνα δείχνουν ειρωνική κι αλαζονική συμπεριφορά. Τα «μασωνάκια» είναι ήδη πονηρεμένα γιά το ποιός (καί πώς) κάνει κουμάντο στην κοινωνία, δεν χρειάζονται περαιτέρω φροντιστήριο επ’ αυτού.
Άκρως απαραίτητη διασαφήνιση: από μυαλά, τα μασωνάκια κατά κανόνα είναι της πλάκας. Πλην όμως, ανάμεσά τους υπάρχουν καί υπερευφυή άτομα – τα οποία, καλό είναι να μην τα υποτιμάει κάποιος.
Οι «απ’ έξω» είναι καλά παιδιά (όπως στην κατηγορία α1), ήδη καλοί επιστήμονες, όσα έχουν καταφέρει στη ζωή τους τα κατάφεραν με την αξία τους, αλλά τυγχάνουν εντελώς χαϊβάνια ως προς το αν διατρέχουν κίνδυνο να τους εκμεταλλευτεί κάποιος αγρίως. Επειδή κατά κανόνα έχουν υψηλό δείκτη νοημοσύνης, νομίζουν -βλακωδώς- πως μπορούν να τουμπάρουν τον οποιονδήποτε. Κι αυτό ακριβώς είναι που μας πήρε καί μας σήκωσε!
Θα επανέλθω παρακάτω, διότι αυτήν ακριβώς τη χαϊβανωσύνη πάω να σταματήσω καί να εξαλείψω.

vi. Μεσαίων καί μασωνοκλίκες
Τα μασωνάκια διατηρούν τον κλειστό χαρακτήρα της κλίκας τους, περιχαρακωνόμενα μέσα σε δύο «τείχη».
Το πρώτο από δαύτα είναι το γελοίο, αναχρονιστικό μεσαιωνικό έθιμο των συστατικών επιστολών. Αυτές επί της ουσίας δεν προσφέρουν τίποτε, παρά μόνον τη διαβεβαίωση πως ο κομίζων είναι «δικό μας παιδί».
Βέβαια, αν ρωτήσεις το πανεπιστημιακό ιερατείο τί χρειάζονται οι συστατικές επιστολές, θα σου απαντήσει ότι τις παίρνουν οι «καλοί» φοιτητές. Αν, όμως, κάνεις την επόμενη λογική ερώτηση, δηλ. με ποιά κριτήρια είναι καλοί οι καλοί, τότε μην περιμένεις απάντηση! Το ξέρουν πολύ καλά πως πρόκειται γιά καθαρά υποκειμενική διαδικασία, μιά που δεν υφίσταται αντικειμενικό κριτήριο – καί δεν μπορείς να συγκρίνεις ανόμοια πράγματα. (Δηλαδή: γι’ αντικειμενική κρίση, όλα τα πανεπιστήμια με την ίδια ειδικότητα πρέπει να έχουν ίδια ύλη, ίδιο τρόπο εξετάσεων, ίδιο τρόπο βαθμολογίας. Καί καλυμμένα τα ονόματα στις κόλλες των απαντήσεων!) Τους κόβει μέχρις εκεί, γι’ αυτό προτιμούν να σιωπήσουν.
Ν’ ακούσω, μόνον, κανέναν παπάρα, να μου λέει πως η Φυσική είναι αντικειμενική επιστήμη, τί καντήλια έχει να εισπράξει!…    «Αντικειμενική»; Ούουουου!!! Ειδικά στη δημιουργία των υψηλών στελεχών της, ξεχειλίζει από αντικειμενικότητα! Τί να σου πω! Lol!!!
Είναι, όμως, πράγματι μεσαιωνικό έθιμο οι συστατικές; Φυσικά κι είναι! Ολόκληρα τα πανεπιστήμια είναι μεσαιωνικά, τα κωλόχαρτα των συστατικών δεν θα είναι;
Βλέπετε, τουλάχιστον τα διασημότερα πανεπιστήμια της Δύσης είναι μετεξέλιξη προϋπαρξάντων μεσαιωνικών μοναστηριών, η δε πανεπιστημιακή τήβεννος είναι ο διάδοχος του μεσαιωνικού καλογερικού ράσου. Ταυτόχρονα, συνεχίζουν στην εποχή μας υφιστάμενα πολλά μεσαιωνικά καλογερικά έθιμα των πανεπιστημίων-μοναστηριών (πχ σε κάτι Οξφόρδες), όπως το κοινό γεύμα στη σάλα της τράπεζας, που αρχίζει με την προσευχή του τραπεζάρχη. (Μπερδεγουέη, ο κάτοχος πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου ονομάζεται «μπάτσελορ», δηλαδή εργένης. Δηλαδή, καλόγερος.)
Οι ηπαπαραίοι, βεβαίως, δεν διαθέτουν μεσαιωνικά πανεπιστήμια, όπως οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι. Αλλά …βγάλανε φωτοτυπίες των πανεπιστημίων των δευτέρων.
Δυστυχώς, αυτά τα παραπάνω, συν κάτι άλλα, όπως πχ την ταύτιση πανεπιστημιακών (μπάτσελορ / ρησέρτς φέλλοου / μάστερ) καί τεκτονικών βαθμών (μαθητής / εταίρος / διδάσκαλος), ούτε τα ξέρουν τα δικά μας τα φοιτώντα ξυπνοπούλια, ούτε είχαν ποτέ την περιέργεια να τα σκαλίσουν. (Στα πλαίσια αυτά της μακαρίας αγνοίας, το να συζητήσουμε πχ τί συμβολίζουν τα ερμητικά χρώματα των τηβέννων στο Κέημπριτζ -μαύρο γιά τους φοιτητές, κόκκινο γιά τους καθηγητές, άσπρο γιά τον πρύτανη-, είναι πολύ πολύ πολύ ψιλά γράμματα. Άσ’ τ’ αυτά ρέ προκομμένε Εργοδότη, ποιός θα σε καταλάβει;!)

Σα να μην έφτανε αυτό το κενό ουσιαστικών γνώσεων (γιά εκεί που θα πάνε ν’ αφήσουν τα λεφτά τους – καί κάποια χρόνια τους), τα φοιτητάκια μας γλεντάνε τα νιάτα τους (καί καλά κάνουν επί του προκειμένου!) διαβιώνοντας πχ στην αγγλίτσα, την οποία βρίσκουν πολύ «κούλ». Δε λέω, καί πρωτοποριακό θέατρο διαθέτει η αγγλίτσα, καί εκπτώσεις ευκαιριάρες, καί κάτι νέα μοντέλα άη-φώουν (καί άη-παράτα μας) πιό γρήγορα φτάνουν στα Λονδίνα.
Όμως, ουδείς εξ αυτών των λαμπρών νέων καί νεανίδων αναρωτήθηκε το γιατί ολόκληρη Ευρώπη έστησε ένα πανάκριβο λούνα-πάρκ στην Ελβετία, γιά να δικαιολογήσει πειραματικώς τις μαλακίες του γυιού του αγγλίτσου ταξιτζή… τη στιγμή που η αγγλίτσα είναι το κατ’ εξοχήν υπόδειγμα ταξικής κοινωνίας. Τί ακριβώς προσέφερε ο πληβείος, που ευχαρίστησε τόσο πολύ τους άρχοντες; Έ; (Μόνο μην ακούσω τίποτε γιά «προχωρημένη Φυσική», διότι θα μοιράσω σφαλιάρες.)
Όταν, λοιπόν, το Ελληνικό φοιτηταριάτο εις την Αλλοδαπήν αρχίσει να σκαλίζει τέτοια θέματα, τότε -καί μόνον τότε- θ’ αρχίσω κι εγώ να τρέφω ελπίδες πως το μυαλουδάκι του είναι της προκοπής, καί μπορεί να χρησιμεύσει γιά όντως υψηλά επιτεύγματα.

Ας δούμε τώρα τη δεύτερη οχυρωματική «τάφρο».
Προ αρκετών ετών, όντας πελάτης σε κομπιουτεράδικο καί χαζεύων (σε κάποιον ιστότοπο επιστημών) τις τότε δυνατότητες του Διαδικτύου, με σκουντάει κάποιος. Γυρίζω, καί βλέπω ένα άτομο που είχα να το δω πολύ καιρό – ας τον ονομάσουμε Άρχη (από το: Αγαθαρχίδας – lol!!!) Μασκαρατζίκο. Μετά τα «τί κάνεις;», μου λέει: «- Ξέρεις, εγώ είμαι καθηγητής της Φυσικής στο πανεπιστήμιο …Τάδε» (κάπου στο εξωτερικό) «καί είδα τί διαβάζεις!»
Πρώτο ντόϊνγκ!!! Ρέ φούστη μου, ο Άρχης ο Μασκαρατζίκος προφέσσωρ της Φυσικής; το παιδάκι που μέχρι τα δεκαοχτώ του νόμιζε πως η Φυσική είναι απλά ένα ακόμη ψυχοβγαλτικό μάθημα του Λυκείου; Κι εγώ, που ακούμπησα περιουσίες στα επιστημονικά βιβλιοπωλεία, να ψάχνω γιά δουλειά; Ρέ, πππού πππάμε, ρέ!!! (Με προφορά Αυλωνίτη.)
Ευτυχώς, η Θεά Αθηνά με γλύτωσε από καρδιακό επεισόδιο, διότι ο συγκεκριμένος Άρχης φύλαγε ακόμη δυό άσσους στο μανίκι του. Τον έναν τον έμαθα αρκετά αργότερα, αλλά ο έτερος ήρθε σύντομα…. ευτυχώς, όμως, είχα προλάβει να πάρω μερικές βαθειές ανάσες. Ο λεβέντης μας -εφ’ όσον είχε δεί τί διάβαζα- μού ‘ριξε ακόμη έναν κεραυνό στην κεφάλα:
«- Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;»
Έμεινα ξερός! Προς στιγμήν, είπα να του αντιγυρίσω κανένα κεχαριτωμένο… διότι, βεβαίως βεβαίως, ούτε οι γνώσεις αυτές είναι μυστικές στην εποχή μας, ούτε τα βιβλιοπωλεία απαγορευτήκαν, απ’ όσο ξέρω· ούτε σ’ εμποδίζει κανείς να ξεσκιστείς στη μελέτη πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, άμα σε τρώει ο κώλος σου γιά διάβασμα. (Κι άμα κατανοείς αυτά που διαβάζεις.) Κατά συνέπεια, απόρησα με τη σειρά μου, που είχε τέτοιες απορίες. Περιορίστηκα να του θυμίσω πως είμαι Φυσικός, καί το ήξερε ήδη.
Χαμογέλασε σαν ηλίθιος (που όντως είναι), καί δεν δόθηκε συνέχεια στο επεισόδιο.

Δεν θ’ ανέφερα καθόλου το περιστατικό, αν αυτήν ακριβώς την ερώτηση, καί δή μ’ εντελώς πανομοιότυπη διατύπωση («πού τα ξέρω εγώ αυτά»), δεν μου την έκαναν ακόμη δύο «συναδελφικά» νιάτα δύο άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού, όταν πιάσαμε κουβέντα. Σαφές δείγμα ότι όοοοολοι αυτοί οι μασκαρατζίκοι θεωρούσαν -μεσαιωνικώς πως- ότι η επιστημονική γνώση είναι κάτι αποκλειστικά δικό τους, κάτι μυστικό, κάτι που δεν κάνει να διαχέεται παραέξω, σε άτομα που δεν έχουν την έγκριση της κλίκας τους. Ιδού κι η δεύτερη οχυρωματική «τάφρος» των μασωνακίων!
Σαφές δείγμα, ακόμη, ότι η αντίληψη αυτή δεν ήταν δική τους. (Πώς κι έτσι; Διότι αυτοί οι δύο είναι αρκετά εξυπνότεροι του Άρχη, καί δεν τους ξεφεύγουν τέτοιες μαλακίες εύκολα. Δεν είναι του χαρακτήρα τους. Νά γιατί!) Κάπου την πήρε τ’ αυτί τους, άρα κάποιοι τη διδάσκουν συστηματικά.

vii.  Γιούς σανγκουΐνις (το Δίκαιον του αίματος)
Εδώ πλέον οι εκπληκτικές αποκαλύψεις χτυπάνε ταβάνι.
Το τρίτο ισχυρό στήριγμα της καριέρας του χαζούλη Άρχη, αυτό το οποίο πληροφορήθηκα αρκετά αργότερα (καί κατάλαβα πάααααρα πολλά λόγωι αυτού), ήταν η μάνα του. Μή νομίζετε… δεν εννοώ καμιά γυναίκα καπάτσα, ή με λεφτά, ή όμορφη να τουμπάρει τους καθηγητάδες του γυιόκα της (να του βάλουν καλούς βαθμούς), ή ό,τι άλλο παρεμφερές. Η συγκεκριμένη κυρία απλά ήταν αλλοδαπή.
«- Καί λοιπόν, ρέ Εργοδότη;»
Λοιπόν… ο Άρχης δεν ήταν το μόνο άτομο με μάνα απ’ τη συγκεκριμένη χώρα, στης οποίας το πανεπιστήμιο έδινε τα φώτα ( ; ) του. Ακριβώς σαν αυτόν (προφέσσωρ, δηλαδή, καί …ημίαιμος) υπήρχε κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος… κάπου πεντέξη νοματαίοι συνολικά, που υπέπεσαν στην αντίληψή μου. (Άσε που έσπασε ο ακατονόμαστος το ποδάρι του, κι επρόκειτο γιά την ίδια ξένη χώρα σ’ όλες τις περιπτώσεις!) Ως εικός, πρέπει να υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις ανά την Ελλάδα.
Αγάπες μου, αυτό το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευτεί μονάχα με μιά λέξη:
Ιερατείο!!!
Τώρα, με το δίκιο σου -αγαπητέ αναγνώσθα μου- θα ρωτήσεις: ιερατείο-ξεϊερατείο, τί μας νοιάζ’ εμάς; Παρομοίως, τί μας νοιάζει το ποιές μανάδες γεννάνε προφέσσορες;
Μας νοιάζει καί μας τσουρουφλίζει, όμως. Γιά ένα σύνολο πολύ σοβαρών λόγων.
(συνεχίζεται)